αφενός & αφ' ενός[ἀφενός] α-φε-νός σύνδ. αντιθ.: κυρ. στη ● ΦΡ.: αφενός (μεν) ... αφετέρου (δε)/και αφετέρου (λόγ.): από τη μία πλευρά ..., από την άλλη: Δεν έχει βρεθεί ακόμα λύση στο θέμα. ~ είναι δύσκολο, (και) ~ δεν υπάρχει θέληση. [< γαλλ. d΄une part … d΄autre part …] [< μεσν. αφ' ενός]
βάση
βά-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. καθετί πάνω στο οποίο στέκεται, στηρίζεται, σταθεροποιείται ή στερεώνεται κάτι: αποσπώμενη/γυάλινη/ενσωματωμένη/μαρμάρινη/μεταλλική/ξύλινη ~. Η ~ του αγάλματος (πβ. βάθρο)/του κίονα (πβ. σπείρα, στυλοβάτης)/της κολόνας/του ναού (πβ. κρηπίδωμα)/του τηλεσκοπίου. ~ γραφείου (για οθόνη)/τοίχου (για τηλεόραση).|| Στη ~ του βουνού/του βράχου (= στους πρόποδες).|| ~ τάρτας (πβ. ζύμη).|| (ΑΝΑΤ.) Η ~ του δοντιού/του εγκεφάλου/της καρδιάς/του κρανίου (: το κατώτερο τμήμα).|| (ΓΕΩΜ.) Η ~ του κώνου/της πυραμίδας/του τραπεζίου/του τριγώνου. Βλ. πλευρά.|| (μτφ.) Στη ~ του βαθμολογικού πίνακα/της κατάταξης (: στην κατώτερη θέση). Βλ. ανά-, διά-, μετά-, παρά-βαση. ΑΝΤ. κορυφή (1) 2. (μτφ.) θεμελιώδης αρχή, στοιχείο, δεδομένο πάνω στο οποίο στηρίζεται μια πρόταση, μια θεωρία, μια κίνηση, ένα σύστημα: ~ αναφοράς/σύγκρισης. Η ~ ενός προβληματισμού/συλλογισμού (πβ. αφετηρία). Συνομιλίες σε κοινά αποδεκτή ~. Ισχυρισμός που δεν έχει λογική ~ (= αβάσιμος, αστήρικτος). Ανυπόστατη καταγγελία χωρίς ~ (πβ. έρεισμα, στήριγμα). Το επιχείρημα είναι σαθρό στη ~ του. Εξέταση του θέματος από/πάνω σε ηθική/θεωρητική/οικονομική/πολιτική ~ (= άποψη, πλευρά). Κοινή ~ συνεννόησης. Στρατηγική που χρησιμεύει ως ~ των μελλοντικών ενεργειών. Για την έρευνά μου έχω/λαμβάνω ως ~ τα εξής ... Το ζήτημα τέθηκε σε νέα ~/επί νέας ~ης. Το συστηματικό διάβασμα αποτελεί τη ~ της επιτυχίας. Διαρθρωτικές αλλαγές σε επίπεδο ~ης. Παροχή υπηρεσιών ευρείας ~ης (= μεγάλης γκάμας). Έβαλαν/έθεσαν τις ~εις για πολιτιστική ανάπτυξη. Οργάνωση της κοινωνίας πάνω σε γερές/σταθερές/στέρεες ~εις (= θεμέλια).|| Εταιρεία λαϊκής ~ης. 3. ο πιο χαμηλός βαθμός, για να θεωρηθεί επιτυχής μια εξέταση: Έγραψε ακριβώς τη ~ (π.χ. δέκα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, πέντε στο Πανεπιστήμιο)/κάτω από τη ~ (= κόπηκε)/πάνω από τη ~ (= πέρασε). Έπιασε/πήρε τη ~. 4. περιοχή ή χώρος με εγκαταστάσεις όπου οργανώνονται και πραγματοποιούνται διάφορες επιχειρήσεις: (ΣΤΡΑΤ.) αεροπορική/ναυτική ~. Μυστική ~. ~ ανεφοδιασμού (αεροσκαφών/πλοίων)/εκτόξευσης (πυραύλων)/υποβρυχίων. ~ του ΝΑΤΟ.|| Διαστημική ~. 5. έδρα ή τόπος διαμονής: η ~ μιας επιχείρησης. Γυρίζω/επιστρέφω στη ~ μου. Εγκαταλείπω τη/φεύγω από τη ~ μου. 6. ΠΟΛΙΤ. τα μέλη ή/και οι οπαδοί ενός κόμματος ή γενικότ. μιας οργάνωσης: η εκλογική/εργατική/κομματική ~. ΑΝΤ. ηγεσία (1), κορυφή (2) 7. κύριο, απαραίτητο συστατικό (μίγματος, προϊόντος): αρώματα με ~ τη λεβάντα. Κρέμα προσώπου με ~ φυτικά έλαια.|| Έβαψε τα δωμάτια σε διάφορες αποχρώσεις με ~ το μπλε. 8. προϊόν που τοποθετείται ως υπόστρωμα σε επιφάνεια: ~ βερνικιού (πβ. αστάρι, στόκος).|| ~ μέικ απ (πβ. φον ντε τεν). Διάφανη ~ νυχιών. 9. ΧΗΜ. ουσία που παράγει άλας και νερό, όταν αντιδρά με οξύ: ασθενής/ισχυρή ~. Βλ. εξουδετέρωση. 10. ΜΑΘ. ακέραιος αριθμός μεγαλύτερος του ένα, ο οποίος έχει επιλεγεί για τη δημιουργία συστήματος αρίθμησης (π.χ. το δύο για το δυαδικό, το δέκα για το δεκαδικό). 11. ΓΛΩΣΣ. (σπάν.) ρίζα, θέμα (λέξης). 12. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. (στον μαρξισμό) η οικονομική διάρθρωση μιας κοινωνίας, δηλ. το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων, σε αντιδιαστολή με το εποικοδόμημα. Βλ. υπερδομή. ΣΥΝ. υποδομή (3) ● βάσεις (οι) 1. η κατώτερη βαθμολογία κυρ. για εισαγωγή σε ανώτατη ή ανώτερη Σχολή ή για διορισμό στο Δημόσιο κατόπιν γραπτού διαγωνισμού, η οποία καθορίζεται από τον βαθμό του τελευταίου (στη σειρά κατάταξης) από τους επιτυχόντες που μπορούν να γίνουν δεκτοί: άνοδος/αύξηση/μείωση/πτώση των ~εων (εισαγωγής στα ΑΕΙ). Οι ~ ανέβηκαν/έπεσαν. Στα ύψη εκτινάχθηκαν/εκτοξεύθηκαν/έφτασαν οι ~ της Ιατρικής. Ανακοινώθηκαν/βγήκαν οι ~. ~ μορίων μετάθεσης. 2. εφόδια, κυρ. γνώσεις ή ηθικές αρχές: Αποκτώ ~εις στο δημοτικό. Έχει καλές ~ (= υπόβαθρο) στα μαθηματικά.|| Έλαβε/πήρε γερές/σωστές ~ από τους γονείς (βλ. ανατροφή)/την οικογένειά/το σπίτι του (= θεμέλια). ● ΣΥΜΠΛ.: βάση δεδομένων & βάση (συντομ. ΒΔ): ΠΛΗΡΟΦ. συλλογή, καταχώριση και οργάνωση πληροφοριών σε ένα αρχείο, ώστε να είναι διαθέσιμες για αναζήτηση και ανάκτηση: ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ ~. [< αγγλ. database, 1962] , βάση διανυσματικού χώρου: ΜΑΘ. κάθε σύνολο γραμμικά ανεξάρτητων διανυσμάτων τέτοιο, ώστε καθένα από αυτά να μπορεί να γραφεί ως γραμμικός συνδυασμός των διανυσμάτων της βάσης., αζωτούχες βάσεις βλ. αζωτούχος, σταθμός βάσης βλ. σταθμός, συμπληρωματικές βάσεις βλ. συμπληρωματικός, φορολογική βάση βλ. φορολογικός ● ΦΡ.: δίνω βάση σε (κάτι): δίνω προσοχή, σημασία: Μη ~εις ~ στα κουτσομπολιά του κόσμου/σε φήμες. Δώσε ~ σε ό,τι σου λέω (= πρόσεξε)!, κατά βάση & (λόγ.) κατά βάσιν: κυρίως, βασικά· σε βασικές γραμμές: Τα βιβλία του είναι ~ ~ ιστορικά. Πβ. κατά κύριο λόγο, κατ’ ουσία(ν), πρωτίστως.|| ~ ~ συμφωνώ με την απόφαση. Πβ. επί της αρχής., με βάση (+ αιτ.) & (λόγ.) βάσει (+ γεν.): σύμφωνα με, με κριτήριο: Χωρισμός σε ομάδες με ~ την ηλικία. Βάσει (του) Νόμου, έχω το δικαίωμα να ..., σε ... βάση & (λόγ.) επί ... βάσεως: για δήλωση χρόνου, τρόπου: σε διαρκή/μακροπρόθεσμη/μόνιμη/σταθερή ~. Εξυπηρέτηση πελατών επί εικοσιτετραώρου βάσεως.|| Σε εθελοντική/ισότιμη ~ (= εθελοντικά, ισότιμα). [< αγγλ. on a ... basis] , στη βάση & (λόγ.) επί τη βάσει (+ γεν.): βασιζόμενος σε, στηριζόμενος σε: Το πρόβλημα πρέπει να εξεταστεί ~ ~ του δημόσιου διαλόγου. Υπολογισμός των κερδών της εταιρείας επί τη βάσει των εσόδων και εξόδων της., από μηδενική βάση βλ. μηδενικός, βάσει σχεδίου βλ. σχέδιο [< αρχ. βάσις, αγγλ. base, basis, γαλλ. base, γερμ. Basis]
δενμόρ. (αρν.) {κ. δε, όταν η επόμενη λέξη αρχίζει με εξακολουθητικό σύμφωνο} 1. για δήλωση άρνησης: ~ είμαι καλά. ~ έχω αντίρρηση. ~ πήγα στη δουλειά. Μήπως ~ διάβασα καλά; (εμφατ.) ~ θέλω ούτε να τον βλέπω. 2. για προτροπή, παρακίνηση, παρότρυνση: ~ ανοίγεις το παράθυρο (: άνοιξέ το); -Να 'ρθω κι εγώ; -Και ~ έρχεσαι (: έλα); ~ μου λες (: πες μου), ...; 3. για περιπτώσεις όπου ζητείται επιβεβαίωση, επαλήθευση: Δίκιο ~ έχω; 4. σε σχήμα λιτότητας: Ποσοστό που ~ είναι αμελητέο (: είναι σημαντικό). ~ είναι κακό να λέμε τη γνώμη μας (: είναι καλό). 5. (εμφατ.) για να δηλωθεί ότι ελέχθη ή συνέβη κάτι: ~ σου έχω πει να προσέχεις (: σου έχω πει …); ~ με είδες χθες, το ξέχασες; 6. (με επανάληψη του ρήματος) μόλις και μετά βίας· περίπου, σχεδόν, πάνω κάτω, κατά προσέγγιση: Μικρό γήπεδο, που χωράει ~ χωράει χίλια άτομα. Ήταν (και) ~ ήταν τριάντα χρονών. ● ΦΡ.: και τι δε(ν) … (εμφατ.): για να δηλωθεί έντονη επιθυμία ή μεγάλη ποσότητα: ~ ~ θα 'δινα για έναν καφέ τώρα (: θα ήθελα πολύ ...)! ~ ~ έχει μέσα αυτή η πίτα (: περιέχει πολλά υλικά)! ~ ~ έχουν δει τα μάτια μου (: πάρα πολλά)! , αμ δε βλ. αμ, δε(ν) θα ξεχάσω ποτέ βλ. ξεχνώ, δε(ν) λέγεται βλ. λέω, δε(ν) λέω βλ. λέω, δεν είναι έτσι βλ. έτσι, δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα βλ. πράγμα, δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, δεν υπάρχει κανείς που να μη(ν) ... βλ. υπάρχω, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι [< μεσν. δεν]
δέομαιδέ-ο-μαι ρ. (αμτβ.) {δεήθηκε (λογιότ.) εδεήθη, δεηθεί} (λόγ.) 1. κάνω δέηση: ~ προς τον Κύριον. Ο ιερέας δεήθηκε υπέρ αναπαύσεως των ψυχών. Πβ. προσεύχομαι. 2. θέλω, καταδέχομαι: (ειρων.) Μέχρι να δεηθεί να ... ● βλ. εδέησα [< αρχ. δέομαι ‘αισθάνομαι την ανάγκη, ζητώ, παρακαλώ’]
δηλωμένος, η, ο δη-λω-μέ-νος επίθ. & (λόγ.) δεδηλωμένος 1. που έχει γνωστοποιηθεί, εκφραστεί ρητά, που έχει αποκαλυφθεί: ~ος: θαυμαστής/οπαδός/στόχος. ~η: αντίθεση/επιθυμία/θέληση/θέση (= εκ(πε)φρασμένη). ~ο: ενδιαφέρον (= εκδηλωμένο). ~οι: εχθροί (βλ. κηρυγμένοι, ορκισμένοι). Η ~η πολιτική της κυβέρνησης. Πβ. φανερός. 2. που έχει δηλωθεί επίσημα, σύμφωνα με ορισμένο τυπικό σε αρμόδια Αρχή ή υπηρεσία: ~η: αξία/διεύθυνση/εργασία. ~ο: εισόδημα. ~ες: δαπάνες. ΑΝΤ. αδήλωτος (1) ● Ουσ.: δηλωμένη (η): ιερόδουλη που ασκεί νόμιμα το επάγγελμά της, που έχει δηλωθεί στην Αστυνομία. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της δεδηλωμένης & δεδηλωμένη (η): ΠΟΛΙΤ. σύμφωνα με την οποία ένα κόμμα, για να αναλάβει την εξουσία και να διατηρηθεί σε αυτή, πρέπει να έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Βλ. αρχή της πλειοψηφίας, πρόταση μομφής/δυσπιστίας. [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. δηλώνω, γαλλ. déclaré]
εδέησα[ἐδέησα] ε-δέ-η-σα ρ. (μτβ.) {δεήσει} (προφ.-συνήθ. ειρων.): κατάφερα, βρήκα επιτέλους τον χρόνο ή τον τρόπο να κάνω κάτι: Ακόμα δεν ~ε να απαντήσει στο μήνυμά μου. Πότε θα δεήσεις (= δεχτείς, καταδεχτείς) να έρθεις απ' τα μέρη μας; ● βλ. δέομαι [< αρχ. δέω]
εξόρυξη[ἐξόρυξη] ε-ξό-ρυ-ξη ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΛ. εξαγωγή ορυκτών ή μεταλλευμάτων από κοιτάσματα: ~ διαμαντιών/πετρελαίου/χρυσού. Λατομεία ~ης μαρμάρων. 2. ΙΑΤΡ. (για τον οφθαλμικό βολβό) χειρουργική αφαίρεση. ● ΣΥΜΠΛ.: εξόρυξη γνώσης: ΠΛΗΡΟΦ. αποκάλυψη ή παραγωγή λειτουργικής γνώσης μέσω ανάλυσης δεδομένων: ~ ~ από πολυμέσα. [< αγγλ. knowledge mining] , εξόρυξη δεδομένων & (σπάν.) πληροφοριών: ΠΛΗΡΟΦ. αυτόματη άντληση δομημένης πληροφορίας από αδόμητο σύστημα στοιχείων: ~ ~ από τον παγκόσμιο ιστό. Βλ. ανάκτηση πληροφοριών. [< αγγλ. data mining, 1968] [< μτγν. ἐξόρυξις ‘βγάλσιμο (για μάτια)’]
ευκαιρία[εὐκαιρία] ευ-και-ρί-α ουσ. (θηλ.) {ευκαιρι-ών} 1. ευνοϊκή, κατάλληλη στιγμή, για να συμβεί κάτι ή να κάνει κάποιος κάτι: δεύτερη/διπλή/ιστορική/μοναδική/νέα/τελευταία ~. Αναζήτηση/απώλεια/δημιουργία ~ών. Με/σε κάθε ~. Αξιοποιώ/βρίσκω/εκμεταλλεύομαι την ~. Παρουσιάζεται μία ~. Επωφελούμαι της ~ας. Είναι καλή ~ να λύσετε τις διαφορές σας. Είναι η ~ της ζωής σου! Όταν έχω/μόλις βρω ~ (= χρόνο). ~ (= αφορμή) έψαχνα, για να σε συναντήσω. 2. δυνατότητα για την πραγματοποίηση ενός στόχου: επαγγελματική/επενδυτική/επιχειρηματική ~. Δίκτυο/σχολείο πολλαπλών ~ών (για νέους). Δίνω/παρέχω/προσφέρω σε κάποιον την ~ να/για ... Μου δόθηκε η ~ να/για ... Στερώ από κάποιον την ~ για/να ... Έχασε/κλότσησε την ~ να ... ~ες ανάπτυξης/απασχόλησης/εργασίας/καριέρας/μάθησης/σταδιοδρομίας/χρηματοδότησης (ενός έργου). Χαμένες ~ες για γκολ. Πβ. ευχέρεια. 3. αγορά αγαθού σε συμφέρουσα τιμή και το ίδιο το αγαθό: Ο εκτυπωτής (που αγόρασα) ήταν μεγάλη ~. Πβ. κελεπούρι. ● ΣΥΜΠΛ.: ισότητα ευκαιριών: ΝΟΜ. η συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων των ανθρώπων, χωρίς διακρίσεις λόγω φυλής, χρώματος, θρησκείας, εθνικότητας, φύλου, φυσικής ή διανοητικής υστέρησης, ηλικίας: ~ ~ για άτομα με ειδικές ανάγκες/στην αγορά εργασίας/στην εκπαίδευση/μεταξύ ανδρών και γυναικών., κόστος ευκαιρίας & εναλλακτικό κόστος: ΟΙΚΟΝ. το κέρδος από μια συναλλαγή ή επένδυση σε σχέση με το διαφυγόν κέρδος που θα προέκυπτε από μια εναλλακτική αντίστοιχη ενέργεια. [< αγγλ. opportunity cost, 1911] , σημαία ευκαιρίας βλ. σημαία, σχολείο δεύτερης ευκαιρίας βλ. σχολείο ● ΦΡ.: αρπάζω την ευκαιρία (από τα μαλλιά) (προφ.): αξιοποιώ αμέσως τη δυνατότητα που μου δίνεται., δεν αφήνω/δεν χάνω ευκαιρία για/να ...: για κάτι που κάνει κάποιος κάθε φορά που παρουσιάζονται οι κατάλληλες συνθήκες: Δεν αφήνει ~ για πείραγμα. Δεν χάνει ~ να μου δημιουργεί προβλήματα/να περηφανεύεται για τα κατορθώματά του.|| (ειρων.) Μη χάσεις ~ εσύ και δεν σχολιάσεις., με την ευκαιρία & (λόγ.) επί τη ευκαιρία/επ' ευκαιρία: (+ γεν.) λόγω, με αφορμή, εκμεταλλευόμενος την περίσταση: ~ ~ της επετείου του γάμου σας/της ονομαστικής σας εορτής ...|| ~ ~ (: μιας και το έφερε η κουβέντα), θα ήθελα να προσθέσω ότι ... [< γαλλ. à l'occasion de] , με την πρώτη/σε πρώτη ευκαιρία: μόλις μπορέσω, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή: ~ ~ θα τα πούμε από κοντά. Θα έρθω να σε δω ~ ~., σε δεδομένη ευκαιρία: μόλις δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις., σε τιμή ευκαιρίας: σε συμφέρουσα για τον αγοραστή τιμή, πολύ οικονομικά: (σε αγγελίες) Ηλεκτρικά είδη ~ ~. Μονοκατοικία πωλείται ~ ~. Πβ. οκαζιόν., αδράχνω την ευκαιρία βλ. αδράχνω, ανοίγω ευκαιρίες βλ. ανοίγω, δράττομαι της ευκαιρίας βλ. δράττομαι, ευκαιρίας δοθείσης/δοθείσης (της) ευκαιρίας βλ. δοθείς [< αρχ. εὐκαιρία ‘κατάλληλος χρόνος, αφθονία, ευημερία’, γαλλ. occasion]
ηλεκτρονικός, ή, ό [ἠλεκτρονικός] η-λε-κτρο-νι-κός επίθ. 1. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. που βασίζει τη λειτουργία του στην ηλεκτρονική και ειδικότ. που περιέχει και χρησιμοποιεί λυχνίες, τρανζίστορ ή ολοκληρωμένα κυκλώματα-τσιπ· που σχετίζεται με αυτή: ~ός: διακόπτης/μετρητής/πίνακας. ~ή: ζυγαριά/οθόνη. ~ό: θερμόμετρο/πιεσόμετρο/ρολόι/σύστημα/χρονόμετρο. ~ές: κάμερες/μηχανές/συσκευές. ~ά: μουσικά όργανα (βλ. αρμόνιο, συνθεσάιζερ).|| ~ός: έλεγχος (κινητήρα). ~ή: ανάφλεξη/ασφάλεια/παρακολούθηση (: με κάμερες). ~ές: μετρήσεις. Πβ. ηλεκτρικός. Βλ. μικρο~, νανο~, φωτο~. 2. ΠΛΗΡΟΦ. που γίνεται, χρησιμοποιείται ή υφίσταται μέσω υπολογιστή και ιδ. του διαδικτύου: ~ή: επεξεργασία/καταγραφή/μεταφορά (χρημάτων)/πλοήγηση. ~ές: δημοσιεύσεις/συναλλαγές/υπηρεσίες.|| ~ή: ατζέντα/βάση (δεδομένων). ~ό: κατάστημα/λεξικό. ~ά: ίχνη/μέσα.|| ~ή: ζωή/φιλία. Πβ. διαδικτυακός, η-, ψηφιακός. 3. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που σχετίζεται με τα ηλεκτρόνια ή ειδικότ. με το φαινόμενο της μετακίνησής τους κατά μήκος ενός αγωγού: ~ή: αγωγιμότητα/διαμόρφωση (ατόμων/στοιχείων)/δομή/ροή. ~ή Μικροσκοπία. ● Ουσ.: ηλεκτρονικά (τα) 1. (προφ.) μαγαζί στο οποίο μπορεί κάποιος να παίξει ηλεκτρονικά παιχνίδια. 2. (προφ.) ηλεκτρονική: Ασχολείται με τα ~. 3. ενν. συστήματα: ψηφιακά ~., ηλεκτρονικός (ο/η): επιστήμονας ή τεχνικός με ειδίκευση στην ηλεκτρονική: ~ μηχανικός. ~ υπολογιστών και δικτύων. [< γαλλ. électronicien, 1955] ● επίρρ.: ηλεκτρονικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική ανταλλαγή δεδομένων: ΠΛΗΡΟΦ. (στα πλαίσια του ηλεκτρονικού εμπορίου) κοινή δομή αρχείων που επιτρέπει σε επιχειρήσεις, οργανισμούς και υπηρεσίες την αποστολή και λήψη εγγράφων και γενικότ. πληροφοριών μέσω των υπολογιστικών τους συστημάτων. [< αγγλ. electronic data interchange (EDI), 1975] , ηλεκτρονικό πορτοφόλι: ΤΕΧΝΟΛ. τραπεζική κάρτα για την πραγματοποίηση συναλλαγών μικρού ύψους, χωρίς μετρητά ή πιν. Πβ. έξυπνη κάρτα, ηλεκτρονικό χρήμα. [< αγγλ. electronic/e- wallet/purse] , ηλεκτρονικός υπολογιστής (Η/Υ): ΠΛΗΡΟΦ. αυτόματη ψηφιακή συσκευή που έχει προγραμματιστεί να επεξεργάζεται, να αποθηκεύει και να ανακτά δεδομένα, βάσει ενός συνόλου εντολών: κεντρικός/προσωπικός (= πι σι)/συμβατός/φορητός ~ ~. Βλ. κεντρική μονάδα επεξεργασίας, λογισμικό, περιφερειακή συσκευή/μονάδα, σκληρός δίσκος, υλισμικό. ΣΥΝ. κομπιούτερ, υπολογιστής [< αγγλ. electronic computer, 1946] , βιομετρικό/ηλεκτρονικό διαβατήριο βλ. διαβατήριο, διαδικτυακό/ηλεκτρονικό ημερολόγιο βλ. ημερολόγιο, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά απόβλητα βλ. απόβλητα, ηλεκτρονικά αντίμετρα βλ. αντίμετρο, ηλεκτρονικά παιχνίδια βλ. παιχνίδι, ηλεκτρονικά σκουπίδια βλ. σκουπίδι, ηλεκτρονικές αγορές βλ. αγορά, ηλεκτρονική αλληλογραφία βλ. αλληλογραφία, ηλεκτρονική βία βλ. βία, ηλεκτρονική δημοκρατία βλ. δημοκρατία, ηλεκτρονική δημοσιογραφία βλ. δημοσιογραφία, ηλεκτρονική διακυβέρνηση βλ. διακυβέρνηση, ηλεκτρονική διεύθυνση βλ. διεύθυνση, ηλεκτρονική έκδοση βλ. έκδοση, ηλεκτρονική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, ηλεκτρονική λυχνία βλ. λυχνία, ηλεκτρονική μουσική βλ. μουσική, ηλεκτρονική ποίηση βλ. ποίηση, ηλεκτρονική πώληση βλ. πώληση, ηλεκτρονική ταυτότητα βλ. ταυτότητα, ηλεκτρονική τραπεζική βλ. τραπεζικός, ηλεκτρονική ψηφοφορία βλ. ψηφοφορία, ηλεκτρονική/ηλεκτρική κλειδαριά βλ. κλειδαριά, ηλεκτρονική/ψηφιακή τάξη βλ. τάξη, ηλεκτρονικό βιβλίο βλ. βιβλίο, ηλεκτρονικό έγκλημα βλ. έγκλημα, ηλεκτρονικό εμπόριο βλ. εμπόριο, ηλεκτρονικό επιχειρείν βλ. επιχειρείν, ηλεκτρονικό κιόσκι βλ. κιόσκι, ηλεκτρονικό μελάνι βλ. μελάνι, ηλεκτρονικό μήνυμα βλ. μήνυμα, ηλεκτρονικό μικροσκόπιο βλ. μικροσκόπιο, ηλεκτρονικό νέφος βλ. νέφος, ηλεκτρονικό περίπτερο βλ. περίπτερο, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο βλ. ταχυδρομείο, ηλεκτρονικό φακέλωμα βλ. φακέλωμα, ηλεκτρονικό χαρτί βλ. χαρτί, ηλεκτρονικό χρήμα βλ. χρήμα, ηλεκτρονικό ψάρεμα βλ. ψάρεμα, ηλεκτρονικό/ηλεκτρικό τσιγάρο βλ. τσιγάρο, ηλεκτρονικός εγκέφαλος βλ. εγκέφαλος, ηλεκτρονικός λογογράφος βλ. λογογράφος, ηλεκτρονικός πόλεμος βλ. πόλεμος, ηλεκτρονικός Τύπος βλ. τύπος, ηλεκτρονικός/ψηφιακός αναγνώστης βλ. αναγνώστης, ψηφιακή πόλη βλ. πόλη, ψηφιακή/ηλεκτρονική κορνίζα βλ. κορνίζα, ψηφιακή/ηλεκτρονική υπογραφή βλ. υπογραφή, ψηφιακό/ηλεκτρονικό έντυπο βλ. έντυπο [< αγγλ. electronic, 1902, γαλλ. électronique, 1903, γερμ. elektronisch]
μάλλον[μᾶλλον] μάλ-λον επίρρ. 1. ίσως, πιθανώς, πιθανόν: ~ θ' αργήσω. 2. πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό: Προτιμώ ~ να μείνω μόνος μου, παρά να έρθω μαζί σας. 3. (για μετριασμό) κάπως: Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ~ πιο εύκολη και απλή. 4. για να διορθωθεί κάτι που προαναφέρθηκε: Προτιμώ, ή ~ προτιμούσα, το μπάσκετ από το ποδόσφαιρο. ● ΦΡ.: επί μάλλον και μάλλον (σπάν.-λόγ.): ολοένα και πιο πολύ. , κατά το μάλλον ή ήττον (λόγ.): λίγο πολύ, πάνω-κάτω: Οι όροι της συμφωνίας ικανοποίησαν ~ ~ και τις δύο πλευρές., πολλώ (δε) μάλλον & τοσούτω μάλλον (λόγ.): πολύ περισσότερο: Υπάρχει επιτακτική ανάγκη να ληφθούν μέτρα, ~ ~ στην παρούσα φάση., πόσο μάλλον: πολύ περισσότερο: Έχω τρεις μήνες να του μιλήσω στο τηλέφωνο, ~ ~ να βρεθούμε από κοντά! [< αρχ. μᾶλλον]
μενσύνδ. (λόγ.): (δηλώνει αντιθετική σχέση· ακολουθεί το "δε" ή το "αλλά") από τη μια πλευρά, από το ένα μέρος: Τα μηνύματα είναι ~ θετικά, αλλά τίποτα δεν έχει ακόμη κριθεί. Συνομήλικοι ~, διαφορετικοί δε! ● ΦΡ.: και ο/η/το μεν και ο/η/το δε (επιτατ.): και οι δυο πλευρές: Ξέρουν καλά, και ο μεν και ο δε, ότι ... Και οι μεν και οι δε έχουν δίκιο. Και τα μεν και τα δε είναι αναγκαία για τον οργανισμό., ο/η/το μεν ... ο/η/το δε ...: ο ένας ... ο άλλος (για να δηλωθεί αντιθετική σχέση): Ο μεν θέλει βουνό, η δε θάλασσα., αφενός (μεν) ... αφετέρου (δε)/και αφετέρου βλ. αφενός & αφ' ενός, ναι μεν, αλλά βλ. ναι [< αρχ. μέν]
προσωπικός, ή, ό προ-σω-πι-κός επίθ. 1. που αφορά ένα μεμονωμένο άτομο ή αναφέρεται στη σχέση δύο ανθρώπων: ~ός: αγώνας (ΑΝΤ. ομαδικός, συλλογικός)/αντιπρόσωπος/αριθμός (βλ. πιν)/βοηθός/γιατρός/δικτυακός τόπος/δίσκος/κωδικός/λογαριασμός/οδηγός/στόχος/σύμβουλος/τηλεφωνητής/φάκελος/χρόνος/χώρος. ~ή: (ΝΟΜ.) αγωγή/ακεραιότητα/αλληλογραφία/ανάπτυξη/άποψη (= υποκειμενική)/ασφάλεια/βελτίωση/γνωριμία/εκτίμηση/εμπειρία/εξυπηρέτηση/επαφή/επιστολή/εργασία/ευτυχία/ζωή (= ιδιωτική)/ιδιοκτησία/ιστορία/(ιστο)σελίδα/κάρτα/λίστα/οργάνωση/παράκληση/παρουσία/περιουσία/πρόσκληση/συλλογή/συνάντηση/σχέση/υγιεινή/υπόθεση/φροντίδα. ~ό: απόρρητο/αρχείο/γούστο/δράμα/ημερολόγιο/μήνυμα/όφελος/πρόβλημα/ρεκόρ/στιλ/τηλέφωνο/ύφος. ~ές: αγγελίες/ανάγκες/διαφορές/επιδιώξεις/επιλογές/ερωτήσεις/μαρτυρίες/προτιμήσεις/στιγμές (= ιδιαίτερες)/υπηρεσίες. ~ά: αντικείμενα/βιώματα/δικαιώματα/έγγραφα (βλ. αστυνομική ταυτότητα, διαβατήριο)/εισοδήματα/ενδιαφέροντα/έξοδα/ζητήματα/κίνητρα/λάθη/όρια/συμφέροντα/χαρακτηριστικά. Συνδέονται με ~ή φιλία. ~οί λόγοι δεν μου επιτρέπουν να ... Ενημέρωση σε ~ό επίπεδο. Βλ. δια~. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με το πρόσωπο, το μπροστινό τμήμα του ανθρώπινου κεφαλιού: ~ή: αρτηρία/φλέβα. ~οί: μύες. Παράλυση/πάρεση ~ού νεύρου. Στοματική και ~ή χειρουργική. 3. ΓΡΑΜΜ. που αναφέρεται στο γραμματικό πρόσωπο: ~ή: αντωνυμία.|| ~ή: σύνταξη. ~ό: ρήμα. ΑΝΤ. απρόσωπος (4) ● Ουσ.: προσωπικά (τα) 1. η ιδιωτική ζωή, οι ατομικές υποθέσεις· ειδικότ. οι ερωτικές σχέσεις: Δεν μιλώ/συζητώ για τα ~ μου. Δεν ασχολούμαι με τα ~ τους. 2. {χωρ. άρθ.} διαφορές, διενέξεις, προβλήματα μεταξύ δύο ανθρώπων: Δεν έχω ~ μαζί του/με κάποιον. Δεν μιλιούνται, γιατί έχουν ~. ● επίρρ.: προσωπικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: στη σημ. 1: Έχω/φέρω ~ την ευθύνη. Είμαι ~ υπεύθυνος για κάτι. ~ θεωρώ/πιστεύω ότι ... Του επέδωσε ~ την επιστολή. Δεν γνωριζόμαστε ~.|| (επιτατ.) Εμένα ~ δεν με έπεισε. Εμάς ~ μας εντυπωσίασε. ● ΣΥΜΠΛ.: ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα & ευαίσθητα δεδομένα & δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα: στοιχεία που αφορούν ιδιαίτερες πτυχές της ζωής ενός ατόμου (πολιτικές πεποιθήσεις, θρησκεία, υγεία, ερωτική ζωή): εμπιστευτικά, απόρρητα ή ~ ~. [< γαλλ. données sensibles] , προσωπικά δεδομένα & (σπάν.) προσωπικές πληροφορίες: ατομικά στοιχεία (όνομα, επάγγελμα, εθνικότητα, οικογενειακή κατάσταση, ηλικία, τόπος κατοικίας, εκπαίδευση): πολιτική διαχείρισης/προστασίας ~ών ~ών. Βλ. ΑΠΔΠΧ. [< γαλλ. données personnelles] , προσωπικά είδη: αντικείμενα που προορίζονται αποκλειστικά για ατομική χρήση: ~ ~ υγιεινής (π.χ. ατομική πετσέτα, οδοντόβουρτσα, σαπούνι)., προσωπική ελευθερία: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα σύμφωνα με το οποίο κανείς δεν καταδιώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται ή περιορίζεται με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος., προσωπική κράτηση: ΝΟΜ. προσωποκράτηση., προσωπική συνέντευξη βλ. συνέντευξη., αδύνατος τύπος βλ. αδύνατος, δυνατός/ισχυρός τύπος βλ. δυνατός, κατάθεση ψυχής βλ. κατάθεση, προσωπική εταιρεία βλ. εταιρεία & εταιρία, προσωπική χρήση βλ. χρήση, προσωπικός τηλεφωνητής βλ. τηλεφωνητής, τηλεφωνήτρια, προσωπικός υπολογιστής βλ. υπολογιστής, προσωπικός ψηφιακός βοηθός βλ. βοηθός ● ΦΡ.: το πήρε προσωπικά: θίχτηκε, προσβλήθηκε: Μην παίρνεις ~ όσα λέω, κουβέντα κάνουμε. Ελπίζω να μην ~ ~, δεν έχω κάτι μαζί του. [< μτγν. προσωπικός, γαλλ. personnel, αγγλ. personal 2: γαλλ. facial]
στιγμήστιγ-μή ουσ. (θηλ.) 1. πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα: μείνε/περίμενε μια ~. Βρες μια ~ να τα πούμε. Έλα μια ~ που θέλω να σου μιλήσω. Δεν έχω/μου μένει ούτε μια ~ ελεύθερη (= δεν ευκαιρώ). Μια ~ έλειψα και την κοπάνησε. Έλα αυτή τη ~ (= αμέσως)! Τον ερωτεύτηκα από την πρώτη ~. Για λίγες ~ές, δεν ήξερε πού βρισκόταν. Πβ. λεπτό. 2. συγκεκριμένη περίσταση, ώρα: αξέχαστη/άτυχη/σημαντική ~. Δραματικές/δύσκολες/ερωτικές/ιδιαίτερες/μοναχικές/ξεχωριστές/προσωπικές/συγκινητικές ~ές. ~ές αγωνίας/απελπισίας/απόλαυσης/έντασης/ευτυχίας/χαλάρωσης. Η παρούσα ~. Αυτή τη ~ απουσιάζω, αφήστε το μήνυμά σας στον τηλεφωνητή. Τους πέτυχα τη ~ του καβγά. Εκείνη ακριβώς τη ~ έπεσε ένας κεραυνός. Κάποια ~ θα δεις την αλήθεια. Από κάποια ~ και μετά, άρχισα να βαριέμαι. Έως/ως τη ~ της συνάντησής τους. Όλα πήγαιναν τέλεια, μέχρι τη ~ που εμφανίστηκε. Η καλύτερη ~ ενός αθλητή/σταρ (: το ζενίθ της απόδοσης ή επιτυχίας του). ~ές από τα περασμένα/μιας ζωής. Ήρθε η μεγάλη ~. Με πέτυχες σε καλή/κακή ~. Σαν άνθρωπος έχει τις καλές και τις κακές του ~ές. Περιμένω την κατάλληλη ~ για να ... (πβ. ευκαιρία). Για κάθε τι υπάρχει η σωστή ~. Έφτασε/ήρθε η ~ να ... Ζει την κάθε ~. Μπορείτε να με βρείτε οποιαδήποτε ~. Από κείνη τη ~ έπαψα να τον εμπιστεύομαι. Οι συγκλονιστικότερες ~ές των Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήσαμε/περάσαμε όμορφες ~ές. 3. ΓΡΑΜΜ. τελεία: άνω/διπλή/άνω και κάτω ~. 4. ΤΥΠΟΓΡ. μονάδα μέτρησης του μεγέθους των τυπογραφικών στοιχείων: γράμματα/γραμματοσειρά/διάστιχο/κείμενο δέκα ~ών. 5. ΜΟΥΣ. σημείο που, ανάλογα με τη θέση του, υποδεικνύει τον τρόπο ή την αξία νότας. ● Υποκ.: στιγμούλα (η): Κάτσε εδώ μια ~, δεν θ' αργήσω. ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορική στιγμή βλ. ιστορικός ● ΦΡ.: (για) μια στιγμή! (προφ.): παρέμβαση για δήλωση έντονης αντίρρησης, διαμαρτυρίας: ~ ~! ποιος σας είπε ότι εγώ θέλω να πάω;, ανά πάσα στιγμή & ανά πάσα ώρα και στιγμή: οποτεδήποτε: ~ ~ μπορείτε να ... Διατηρούμε το δικαίωμα να τροποποιήσουμε το περιεχόμενο της συμφωνίας ~ ~., από στιγμή σε στιγμή (προφ.): πολύ σύντομα, όπου να 'ναι: Έρχεται ~ ~. ~ ~ μπορεί να φανεί. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (1), οσονούπω, από τη στιγμή που & (λόγ.) αφ' ης στιγμής [ἀφ' ἧς στιγμῆς] 1. (ως χρον. σύνδ.) από τότε που, αφότου: Την αγάπησε ~ ~ την είδε. ~ ~ μπήκε έως τη στιγμή που έφυγε δεν έβγαλε μιλιά. 2. (ως αιτιολογικός σύνδ.) αφού, εφόσον: ~ ~ πήρες αυτή την απόφαση, θα υποστείς τις συνέπειες. ΣΥΝ. τη στιγμή που (2) [< γαλλ. (à partir) du moment que] , για μια στιγμή/προς στιγμή(ν): για λίγο, στιγμιαία: Για μια ~ πέρασε απ' το μυαλό μου να φύγω, αλλά το μετάνιωσα. Δεν σε ξέχασα ούτε για μια ~. Προς ~ ανησύχησα. Προς στιγμήν (= επί του παρόντος, προς το παρόν, για την ώρα) δεν τίθεται θέμα ... [< γαλλ. sur le moment] , δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας: (για κάτι που μετατίθεται στο μέλλον) δεν είναι η κατάλληλη περίσταση: Πολλά μπορούμε να πούμε, αλλά ~ του παρόντος. ~ ~ να αναφερθούμε σε λεπτομέρειες., είναι στιγμές που: για κάτι που συμβαίνει περιοδικά και διαρκεί λίγο: ~ ~ ο άνθρωπος νιώθει πολύ μικρός. ~ ~ δεν ξέρω τι να κάνω. Πβ. πότε πότε., κάθε ώρα και στιγμή: συνεχώς, διαρκώς: Θέλει να με ελέγχει ~ ~. ΣΥΝ. όλη την ώρα, μέσα σε μια στιγμή: πολύ γρήγορα: Όλα έγιναν/συνέβησαν ~ ~., μέχρι στιγμής & (λόγ.) μέχρις ώρας: έως τώρα: ~ ~ δεν έχουμε νεότερα. Αυτό είναι το καλύτερο έργο σου ~ ~., μια στιγμή! (προφ.): (για ξαφνική σκέψη, απόφαση) στάσου, περίμενε: ~ ~! Θα έρθω κι εγώ./Θέλω κάτι να σου πω. Πβ. ένα λεπτό., οι τελευταίες στιγμές: το χρονικό διάστημα λίγο πριν από το τέλος (θάνατο, καταστροφή, χωρισμό, αποχωρισμό): Ήμουν κοντά του τις ~ ~ του., ούτε (για μια) στιγμή & στιγμή (προφ.): καθόλου: Δεν τον υποψιάστηκα ~ ~. Μη διστάσεις ~ ~! Δεν την αφήνει ~ ~ από τα μάτια του., σε δεδομένη στιγμή: σε ορισμένη περίσταση: Όλοι έχουμε κάνει κάποιο λάθος ~ ~., σε μια/κάποια στιγμή: ξαφνικά: Σε μια ~ έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στη θάλασσα. Σε κάποια ~ τον είδα να μου κάνει νόημα., στη στιγμή: αμέσως: Το κέικ ήταν έτοιμο ~ ~. Οι λεκέδες εξαφανίζονται ~ ~. Πβ. στο άψε σβήσε, στο τσάκα-τσάκα. [< γαλλ. à l' instant] , τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ...: για απότομη αλλαγή: Είναι τελείως αλλοπρόσαλλος: ~ είναι ευδιάθετος και ~ δεν του παίρνεις κουβέντα!, τη στιγμή που 1. (ως χρον. συνδ.) την ίδια ώρα που, ενώ, ενόσω: Με φώναξε ~ ~ έφευγα. 2. (ως αιτιολογικός συνδ., συνήθ. σε ερωτηματική ή αρνητική εκφορά) αφού, εφόσον: Πώς να τον βοηθήσω ~ ~ δεν μου μιλάει; ΣΥΝ. από τη στιγμή που (2), την ίδια στιγμή/ώρα 1. ταυτόχρονα, παράλληλα: Οι εκδηλώσεις προγραμματίστηκαν ~ ~. Η χλωροφύλλη έχει αποτοξινωτικές ιδιότητες και ~ ~ ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα.|| ~ ~, γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ... 2. (+ που) ενώ, παρόλο που: ~ ~ που τα δημοτικά τέλη καθαριότητας αυξάνονται, ο δήμος δεν παρέχει στους δημότες τις ανάλογες υπηρεσίες., την τελευταία στιγμή: το σημείο όπου δεν υπάρχει άλλο περιθώριο: Συμφωνία ~ ~. ~ ~ ναυάγησε το σχέδιο. Άγιο είχε, σώθηκε ~ ~! Με πρόλαβε ~ ~. Επέμενε μέχρι ~ ~ (ΣΥΝ. μέχρι τέλους). Δούλευε μέχρι (την) ~ ~ (: ως τον θάνατό του). ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο νήμα, στο παρακάτι, στο τσακ/στο τσαφ [< γαλλ. au dernier moment] , της στιγμής: για κάτι που δεν διαρκεί πολύ ή γίνεται χωρίς μεγάλη προετοιμασία: λάθος/λόγια/ξέσπασμα/σχέδια ~ ~. Ήταν μια τρέλα ~ ~., της τελευταίας στιγμής: για να δηλωθεί ότι κάποιος δρα απρογραμμάτιστα ή ότι κάτι γίνεται οριακά, λίγο πριν από τη λήξη της προθεσμίας: αγορές/άνθρωπος/απόφαση/δώρα/κράτηση/λύση/συμφωνία ~ ~. Βλ. άρπα-κόλλα., ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, σε στιγμή/σε στιγμές αδυναμίας βλ. αδυναμία [< αρχ. στιγμή ‘σημάδι, τελεία, χρονική στιγμή’, γαλλ. moment 3: μτγν. 4: αγγλ. point 5: γαλλ. ~]
τράπεζατρά-πε-ζα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) τραπέζ-ης | -ών} 1. ΟΙΚΟΝ. οικονομικός και χρηματοπιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με το εμπόριο χρήματος και την παροχή ειδικών υπηρεσιών που σχετίζονται με χρεόγραφα, δανεισμό, πιστώσεις, καταθέσεις, αναλήψεις, έκδοση νομίσματος ή φύλαξη τίτλων: αποταμιευτική/κτηματική/μεταβατική ~. ~ επενδύσεων/συναλλάγματος. Δημόσιες/διεθνείς/εγχώριες/ιδιωτικές/κρατικές/ξένες/στεγαστικές/συνεταιριστικές ~ες. ~ες κρατικού ενδιαφέροντος. Το ΑΤΜ/η διοίκηση/το μετοχικό κεφάλαιο/οι πελάτες της ~ας. Ενοικίαση των θυρίδων της ~ας. Καλή και κακή ~. Διευθυντής/ταμίας/υπάλληλος σε ~. Μεταφορά χρημάτων/πληρωμή μέσω ~ης. Εξαγορές/ιδιωτικοποιήσεις/συγχωνεύσεις ~ών. Θυγατρικές/(υπο)καταστήματα ~ών. Άνοιξε/διατηρεί λογαριασμό στην ~.|| Ηλεκτρονική ~ (: για τραπεζικές συναλλαγές μέσω διαδικτύου). Βλ. παρα~. 2. (συνεκδ.) το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ο ανωτέρω οργανισμός ή/και κάθε παράρτημά του. 3. χώρος συλλογής, αποθήκευσης, συντήρησης ή/και επεξεργασίας κάποιου πράγματος: (ΙΑΤΡ.) ~ μοσχευμάτων.|| ~ θεμάτων (διαβαθμισμένης δυσκολίας)/νομικών πληροφοριών. Βλ. ταμείο. 4. (λόγ.) τραπέζι: (ΙΑΤΡ.) Χειρουργικές ~ες.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ προσφορών της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Βλ. φωτο~. 5. ΕΚΚΛΗΣ. (σε μοναστήρι) το μεγάλο τραπέζι ή ο χώρος για ομαδικά γεύματα και συνεκδ. το γεύμα που προσφέρεται εκεί: Κάθισαν στην ~.|| Η ~ της Μονής. Πβ. τραπεζαρία.|| Παρετέθη πλούσια ~. 6. ΓΕΩΛ. περιοχή που έχει μεγαλύτερο ύψος από αυτές που βρίσκονται γύρω της: ~ πάγου (πβ. κρηπίδα πάγου). ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία Τράπεζα: ΕΚΚΛΗΣ. τραπέζι στο Ιερό Βήμα χριστιανικού ναού για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Βλ. αντιμήνσιο, αρτοφόριο, ειλητό., τράπεζα βιολογικού υλικού: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. βιοτράπεζα., τράπεζα γενετικού υλικού & (σπάν.) γενετική τράπεζα: ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. χώρος συλλογής, αποθήκευσης και συντήρησης του γενετικού υλικού ανθρώπων, ζώων ή φυτών για ερευνητικούς συνήθ. σκοπούς. Βλ. γονιδιωματική βιβλιοθήκη., τράπεζα δεδομένων/πληροφοριών: ΠΛΗΡΟΦ. σύνολο δεδομένων σχετικών μεταξύ τους που είναι οργανωμένα και καταχωρημένα ηλεκτρονικά: ψηφιακή ~ ~. Εθνικές/κεντρικές ~ες ~. Δημιουργία ~ας ~. Βλ. βάση δεδομένων. [< αγγλ. data bank, 1966] , Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών: ΟΙΚΟΝ. διεθνής τράπεζα και οργανισμός που ιδρύθηκε το 1930 και επιδιώκει τη συνεργασία μεταξύ των κεντρικών τραπεζών και την παροχή διευκολύνσεων για διεθνείς χρηματοδοτικές πράξεις. [< αγγλ. Bank for International Settlements] , Τράπεζα Τροφίμων: κοινωφελές ίδρυμα που έχει ως σκοπό τη συγκέντρωση τροφίμων με δωρεές και τη διάθεσή τους σε ευπαθείς ομάδες: ~ ~ του δήμου .../της Ιεράς Μητρόπολης ... [< αμερικ. food bank, 1971] , εκδοτική τράπεζα βλ. εκδοτικός, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα βλ. ευρωπαϊκός, κεντρική τράπεζα βλ. κεντρικός, συζήτηση στρογγυλής τραπέζης βλ. στρογγυλός, τράπεζα αίματος βλ. αίμα, τράπεζα σπέρματος βλ. σπέρμα ● ΦΡ.: τραπέζι των διαπραγματεύσεων βλ. διαπραγμάτευση, τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών βλ. συζήτηση, χωρισμός από τραπέζης και κοίτης βλ. κοίτη [< 1,2,4: αρχ. τράπεζα 3: αγγλ. bank 5: μεσν. τράπεζα]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ