Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 649 εγγραφές  [0-20]


  • επί & επ' & εφ' [ἐπί] ε-πί πρόθ. {"επ'" πριν από φωνήεν, "εφ'" πριν από παλαιότ. δασυνόμενο φωνήεν} (λόγ.) δηλώνει 1. (+ γεν.) προσδιορισμό στον χρόνο ή στον τόπο ή αναφορά: ~ Ενετών/Tουρκοκρατίας (: την εποχή της Tουρκοκρατίας).|| ~ ξένου εδάφους. Η συνέχεια ~ της οθόνης. Στάση ~ της οδού Πειραιώς. Είναι ~ των επάλξεων της απεργίας (: μάχιμος). (ως εκκλησ. ευχή) ~ γης ειρήνη. (ΑΘΛ.) Χόκεϊ ~ πάγου/χόρτου.|| Διευκρινίσεις ~ της διαδικασίας. Προτάσεις ~ του σχεδίου νόμου. Ποσοστό ~ του συνόλου. (Οι υπάλληλοι) ~ της υποδοχής. 2. (+ αιτ.) διάρκεια ή χρονικό διάστημα, κατεύθυνση ή τάση προς κάτι: ~ πολλή ώρα/πολύ (= για πολύ). Απουσίαζε ~ (= για) δύο μήνες/χρόνια. (+ γεν.) Η υπηρεσία λειτουργεί ~ εικοσιτετραώρου/μονίμου βάσεως (= συνέχεια).|| (ΣΤΡΑΤ.) Κλίνατε επ' αριστερά/~ δεξιά (: παράγγελμα για στροφή προς την αντίστοιχη κατεύθυνση).|| (+ λόγ. επίθ. συγκρ.) ~ το ελληνικότερον (: επεξηγηματικά). 3. (λόγ., σε στερεότυπες φρ.) τρόπο, σκοπό ή αιτία: εργασία ~ αμοιβή (= με αμοιβή· πβ. έναντι ~ής). ~ τη εορτή/τη επετείω. ~ παραδείγματι (= για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν/χάρη). Πρέσβης ~ τιμή (πβ. επίτιμος). Διατριβή ~ υφηγεσία.|| Καταδικάστηκε ~ (= για) εσχάτη προδοσία/κατασκοπεία. 4. ΜΑΘ. το σημείο του πολλαπλασιασμού (×): δύο ~ δέκα (2×10). ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα) επί κοντώ βλ. κοντός, εναίσιμος (επί διδακτορία) διατριβή βλ. εναίσιμος, κυρία (επί) των τιμών βλ. τιμή ● ΦΡ.: επί τα βελτίω/επί τα χείρω (λόγ.): προς το καλύτερο/προς το χειρότερο: αλλαγή ~ ~. Η κατάσταση βαίνει επί τα χείρω., (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, (επί) τοις εκατό/στα εκατό βλ. εκατό, ατάκα κι επί τόπου βλ. ατάκα, γενεές (επί) γενεών βλ. γενεά, επ' αγαθώ βλ. αγαθό, επ' ανδραγαθία βλ. ανδραγαθία, επ' αόριστον βλ. αόριστος, επ' άπειρον βλ. άπειρο, επ' αυτού βλ. αυτός, επ' αυτοφώρω βλ. αυτόφωρος, επ' εσχάτων βλ. έσχατος, επ' ονόματι βλ. ονόματι, επ' ουδενί (λόγω) βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, επ' ώμου βλ. ώμος, επ' ωφελεία βλ. ωφέλεια, επί αιώνες βλ. αιώνας, επί θύραις/προ των θυρών βλ. θύρα, επί ίσοις όροις βλ. ίσος, επί λέξει βλ. λέξη, επί μακρόν βλ. μακρός, επί μάλλον και μάλλον βλ. μάλλον, επί ματαίω βλ. μάταιος, επί μέρους βλ. μέρος, επί ξύλου κρεμάμενος βλ. ξύλο, επί ξυρού ακμής βλ. ακμή, επί παντός (του) επιστητού βλ. επιστητό, επί πιστώσει βλ. πίστωση, επί πληρωμή βλ. πληρωμή, επί ποδός βλ. πους, επί ποινή βλ. ποινή, επί πτυχίω βλ. πτυχίο, επί σειρά(ν) ετών βλ. έτος, επί σκηνής βλ. σκηνή, επί σκοπόν βλ. σκοπός, επί συμβάσει βλ. σύμβαση, επί συνόλου βλ. σύνολο, επί τη εμφανίσει βλ. εμφάνιση, επί της αρχής βλ. αρχή, επί της ουσίας βλ. ουσία, επί το έργον βλ. έργο, επί το λαϊκότερον βλ. λαϊκός, επί το ορθότερο(ν) βλ. ορθός, επί τόπου βλ. τόπος, επί του θέματος βλ. θέμα, επί του παρόντος/προς το παρόν βλ. παρόν, επί του πιεστηρίου βλ. πιεστήριο, επί του προκειμένου βλ. προκείμενος, επί τούτου βλ. τούτος, επί τροχάδην/επιτροχάδην βλ. τροχάδην, επί των ημερών (κάποιου) βλ. ημέρα, επί χάρτου βλ. χάρτης, επί χρήμασι βλ. χρήμα, επί/περί του πρακτέου βλ. πρακτέον, εφ' ενός ζυγού βλ. ζυγός, εφ' όλης της ύλης βλ. ύλη, εφ' όπλου λόγχη βλ. λόγχη, εφ' όρου ζωής βλ. όρος, ζητώ την κεφαλή (κάποιου) επί πίνακι βλ. ζητώ, θέτω επί τάπητος βλ. τάπητας, θέτω τον δάκτυλον εις/επί τον τύπον των ήλων βλ. ήλος, κατόπιν παραγγελίας βλ. παραγγελία, με την ευκαιρία βλ. ευκαιρία, παίρνω (κάτι) επί πόνου βλ. πόνος, πατά(ει) επί πτωμάτων βλ. πτώμα, στη βάση βλ. βάση, συζητήσεις επί συζητήσεων βλ. συζήτηση, ως επί το πλείστον βλ. πλείστοι [< αρχ. ἐπί]
  • επί κοντώ βλ. κοντός
  • επι- & επί- & επ- & εφ- η λόγια πρόθεση επί ως πρόθημα με τη σημασία του 1. επάνω και ειδικότ. του άνω ή εξωτερικού τμήματος: επι-κάλυμμα (βλ. περι-). Επι-χρυσωμένος. Επί-στρωση (ΑΝΤ. υπό-). Επί-γειος (βλ. υπερ-). Έφ-ιππος.|| Επι-γάστριο/~γλωττίδα/~γονατίδα.|| (μτφ.) Eπ-οικοδομητικός. Επ-ωμίζομαι.|| (του αμέσως ανώτερου βαθμού σε ιεραρχική κλίμακα:) Eπι-κελευστής/~λοχίας. Επι-πυραγός. Βλ. αρχι-. 2. επιπλέον, παραπάνω: επι-πρόσθετος. Επι-βαρύνω/~σωρεύω. Επ-αυξάνω.|| (κυρ. επιτατ.) Επι-δεικνύω/~μένω (πβ. εμ-)/~τείνω (πβ. εν-). Επ-αρκής/~ονείδιστος. 3. σκοπού ή της αιτίας: επι-τέλεση.|| Επι-βλαβής/~ζήμιος/~κερδής. Επ-ωφελής. 4. εναντίον: επί-κριση (πβ. κατα-). Επι-πλήττω/~στρατεύω/~τίθεμαι (βλ. αντι-)/~φέρω. 5. κατά τη διάρκεια ή μετά: εφ-ημερεύω (πβ. δι-).|| Eπί-γονος (πβ. απο-). Επί-κτητος.|| Επι-βιώνω.
  • επιαγκωνίδα [ἐπιαγκωνίδα] ε-πι-α-γκω-νί-δα ουσ. (θηλ.): προστατευτικό κάλυμμα του αγκώνα που φορούν κυρ. αθλητές: ~ με δέστρα. Βλ. επιγονατίδα, επικαλαμίδα, επιστραγαλίδα.
  • επίατρος [ἐπίατρος] ε-πί-α-τρος ουσ. (αρσ.): ΣΤΡΑΤ. ιατρός που ανήκει στο υγειονομικό σώμα του Στρατού Ξηράς και έχει τον βαθμό που αντιστοιχεί σε εκείνον του ταγματάρχη. Βλ. -ίατρος.
  • επιβαίνω [ἐπιβαίνω] ε-πι-βαί-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {παρατ. επέβαιν-α, επιβαίν-οντας, συνήθ. στο γ' πρόσ. ενεστ. κ. παρατ.} (επίσ.): είμαι επιβάτης μεταφορικού μέσου, βρίσκομαι και μετακινούμαι με αυτό: Στο αεροπλάνο/τρένο ~ουν εκατόν πενήντα ταξιδιώτες. Στο διαστημόπλοιο ~ουν επτά αστροναύτες (: ως πλήρωμα). Οι δράστες ~αν σε μοτοσικλέτα.|| (+ γεν., λόγ.) Ο γιατρός που ~ει του ασθενοφόρου ... [< αρχ. ἐπιβαίνω]
  • επιβάλλω [ἐπιβάλλω] ε-πι-βάλ-λω ρ. (μτβ.) {παρατ. επέβαλλα, αόρ. επέβαλε, επιβάλει, επιβλή-θηκε (λόγ. επεβλήθη, μτχ. επιβλη-θείς, -θείσα, -θέν), επιβλη-θεί, επιβεβλημένος, επιβάλλ-οντας, επιβαλλ-όμενος}: κάνω κάτι (αναγκαίο, δυσάρεστο ή που απορρέει από τον νόμο) να γίνει αποδεκτό από μια ομάδα προσώπων, συνήθ. χωρίς τη θέλησή τους, να εφαρμοστεί ή να ισχύσει, χρησιμοποιώντας κύρος, εξουσία ή βία· ειδικότ. καθιστώ κάτι απαραίτητο: ~ ησυχία/πειθαρχία. Η Αστυνομία προσπαθεί να επιβάλει την τάξη (: σε συγκεκριμένη περίπτωση). Η αρμόδια Αρχή μπορεί να επιβάλλει ποινές (: κάθε φορά που παραβιάζεται ο Νόμος). ~ μια απόφαση/έναν κανονισμό/μία συμπεριφορά/έναν τρόπο ζωής. ~ τη(ν) άποψή/τη θέλησή/τις θέσεις/τους όρους μου. Η κοινωνία ~ει κανόνες. Το δικαστήριο του επέβαλε (= όρισε) ποινή φυλάκισης δύο ετών. ~θηκε εμπάργκο/καθεστώς (τρομοκρατίας). ~θηκαν κυρώσεις/περιορισμοί. ~όμενος/~θείς: φόρος. ~θείσα: αύξηση. ~θέν: πρόστιμο. Βλ. καθιερώνω.|| Μου επέβαλε να διαβάσω (: με εξανάγκασε, υποχρέωσε). Λέω απλώς μια γνώμη, δεν σου την ~.|| Οι καιρικές συνθήκες ~ουν (= απαιτούν) τη λήψη έκτακτων μέτρων. Οι λόγοι που επέβαλαν την παραίτησή μου ήταν σοβαροί. ● Παθ.: επιβάλλεται {απρόσ.} (+ να): είναι αναγκαίο, πρέπει: ~ να εισαχθεί στο νοσοκομείο.|| Τέτοιες ώρες ~ ψυχραιμία (= χρειάζεται)., επιβάλλομαι 1. κυριαρχώ λόγω του σεβασμού ή του δέους που εμπνέω ή της προσοχής που προκαλώ· έχω επιβολή: ~εται (στην τάξη) με την παρουσία/το ύφος/τη φωνή (του). Μπορεί και ~εται στους υφισταμένους της. Ήταν ατίθασος, αλλά κατάφερε να του ~θεί (= να τον δαμάσει, να του πάρει τον αέρα).|| Μνημείο που ~εται στον χώρο με τον όγκο του.|| Δεν μπορείς να ~θείς στον εαυτό σου; Πβ. αυτοσυγκρατούμαι, έχω αυτοκυριαρχία. 2. νικώ, υπερισχύω (σε αγώνα): Επιβλήθηκε στον αντίπαλό του/(λόγ., + γεν.) των αντιπάλων του. Οι γηπεδούχοι ~θηκαν με τρία μηδέν. [< γαλλ. s΄ imposer] ● βλ. επιβεβλημένος [< αρχ. ἐπιβάλλω, γαλλ. imposer]
  • επιβάρυνση [ἐπιβάρυνση] ε-πι-βά-ρυν-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. πρόσθετη χρέωση, οικονομικό βάρος: δημοσιονομική/οικονομική/φορολογική/χρηματική ~. ~ του κόστους/της τιμής του προϊόντος (πβ. αύξηση). ~ των καταναλωτών με επιπλέον έξοδα (πβ. καπέλο). Η εκπρόθεσμη εξόφληση λογαριασμού συνεπάγεται ~ με τόκους. Υπηρεσίες που προσφέρονται χωρίς άλλη/καμία ~. Με μια μικρή ~ ... ευρώ το δίκλινο γίνεται τρίκλινο. Κοινωνικές ~ύνσεις και βοηθήµατα. Καταβολή τελών και λοιπών ~ύνσεων. 2. επιδείνωση μιας κατάστασης, συνήθ. εξαιτίας της αύξησης ενός ποσού, της ανόδου ενός δείκτη: κυκλοφοριακή ~ του οδικού άξονα με χίλια αυτοκίνητα ανά ώρα. Περιβαλλοντική ~ του πλανήτη. ~ της ατμόσφαιρας από/με ρύπους. ~ του οργανισμού από την ακτινοβολία/τα φάρμακα. ~ της υγείας του ασθενή.|| Ψυχολογική ~ του παιδιού. Πβ. φόρτιση. ΑΝΤ. ξαλάφρωμα.|| ~ της θέσης της γυναίκας/του κατηγορουμένου. Πβ. χειροτέρευση. [< γαλλ. aggravation , γερμ. Belastung]
  • επιβαρυντικός , ή, ό [ἐπιβαρυντικός] ε-πι-βα-ρυ-ντι-κός επίθ.: που επιβαρύνει, επιδεινώνει μια κατάσταση: παράγοντες ~οί για τον οργανισμό/την υγεία. Ουσίες ~ές για το περιβάλλον.|| (σε δίκη:) ~ή: κατάθεση. Δεν προέκυψαν ~ά στοιχεία για τους συλληφθέντες. Πβ. ενοχοποιητικός. ΑΝΤ. ελαφρυντικός (1) ● επίρρ.: επιβαρυντικά ● ΣΥΜΠΛ.: επιβαρυντική περίσταση/περίπτωση: ΝΟΜ. που αφορά τη διάπραξη ποινικά κολάσιμου αδικήματος, αυξάνει τον βαθμό ευθύνης ή ενοχής του κατηγορούμενου και επισύρει πιο αυστηρή ποινή: Τέλεση εγκλήματος από φυλετικό ή θρησκευτικό μίσος συνιστά ~ ~. [< γαλλ. circonstance aggravante] [< γαλλ. aggravant]
  • επιβαρύνω [ἐπιβαρύνω] ε-πι-βα-ρύ-νω ρ. (μτβ.) {επιβάρ-υνε, -ύνθηκε, -υνθεί, -υμένος (λογιότ. επιβεβαρυμένος) κ. (εσφαλμ.) -ημένος, επιβαρύν-οντας} (λόγ.) 1. επιβάλλω σε κάποιον ή κάτι πρόσθετες, κυρ. οικονομικές, υποχρεώσεις: Τον ~ει οικονομικά. Οι αυξήσεις στα προϊόντα ~ουν τα χαμηλά εισοδήματα. Δαπάνες που ~ουν τον προϋπολογισμό. Για πόσο ακόμη θα ~εις τους γονείς σου (= γίνεσαι βάρος· ΑΝΤ. ξαλαφρώνω); Τα έξοδα δικηγόρου τα ~εσαι εσύ (= αναλαμβάνεις, επιφορτίζεσαι, χρεώνεσαι). Αγαθά/τιμές που ~ονται με ΦΠΑ (: αυξάνεται το κόστος). Ο καθένας θα ~υνθεί με εκατό ευρώ επιπλέον. Νοικοκυριά ~υμένα με χρέη. Πβ. βαραίνω. ΑΝΤ. ελαφρύνω 2. φορτώνω· επιδεινώνω: Η ανθρώπινη δραστηριότητα ~ει την ατμόσφαιρα/το περιβάλλον/τον πλανήτη. Απόβλητα ~υμένα με βαρέα μέταλλα. Το πρόγραμμα ~ύνθηκε από έκτακτα μαθήματα.|| Το κάπνισμα ~ει την υγεία. Τροφές που δεν μας ~ουν με θερμίδες. Ασθενείς με ~υμένο ιατρικό ιστορικό. ~υμένος: οργανισμός.|| Δεν ήθελα να σας ~ με τα δικά μου προβλήματα (πβ. ενοχλώ). Συναισθηματικά ~υμένος. Πβ. φορτίζω.|| Όσο μιλάς/ό,τι και να πεις, ~εις τη θέση σου. Πβ. δυσκολεύω, δυσχεραίνω, χειροτερεύω. [< μτγν. ἐπιβαρύνω, γαλλ. aggraver, γερμ. belasten]
  • επιβατάμαξα [ἐπιβατάμαξα] ε-πι-βα-τά-μα-ξα ουσ. (θηλ.) (επίσ., παλαιότ.): σιδηροδρομικό όχημα μεταφοράς επιβατών· επιβατική αμαξοστοιχία. Βλ. βαγκόν-λι, φορτάμαξα.
  • επιβατηγός , ός, ό [ἐπιβατηγός] ε-πι-βα-τη-γός επίθ. (επίσ.): επιβατικός: ~ός: ναυτιλία. ~ό: (αερο)σκάφος/αυτοκίνητο/πλοίο. ● Ουσ.: επιβατηγό (το): όχημα, συνήθ. πλοίο, που μεταφέρει επιβάτες, σε αντιδιαστολή με το εμπορικό ή το φορτηγό: ~-οχηματαγωγό. Πβ. φεριμπότ. [< μτγν. ἐπιβατηγός (ναῦς) ‘πλοίο που μεταφέρει στρατεύματα’]
  • επιβάτης [ἐπιβάτης] ε-πι-βά-της ουσ. (αρσ.) {επιβατ-ών} , επιβάτιδα & επιβάτισσα & (λόγ.) επιβάτις (η): πρόσωπο που ταξιδεύει με μεταφορικό μέσο χωρίς να το οδηγεί ή να αποτελεί μέλος του πληρώματος: οι ~ες του πλοίου/τρένου. Η ασφάλεια/προστασία των ~ών. Ο θάλαμος των ~ών (: σε αεροπλάνο, αυτοκίνητο· βλ. πιλοτήριο). Μεγάλοι χώροι για ~ες και αποσκευές. Βλ. λαθρ~, συν~, οδηγός, ταξιδιώτης. [< μτγν. ἐπιβάτης]
  • επιβατικός , ή, ό [ἐπιβατικός] ε-πι-βα-τι-κός επίθ.: που μεταφέρει επιβάτες· που προορίζεται για αυτούς ή σχετίζεται μαζί τους: ~ή: αμαξοστοιχία (= επιβατάμαξα). ~ό: αεροπλάνο. ~ά και εμπορικά/φορτηγά πλοία. (ως ουσ.) Τα ~ά (ενν. αυτοκίνητα).|| ~οί και εμπορευματικοί λιµένες/σταθμοί. ΣΥΝ. επιβατηγός.|| ~ή: κίνηση/πτήση. ~ές: μεταφορές. ● ΣΥΜΠΛ.: επιβατικό κοινό (περιληπτ.): οι επιβάτες: το ~ ~ του μετρό. Η ασφάλεια/εξυπηρέτηση του ~ού ~ού. [< πβ. μτγν. ἐπιβατικός ‘σχετικός με πολεμιστή σε πλοίο’, αγγλ. passenger]
  • επιβεβαιώνω [ἐπιβεβαιώνω] ε-πι-βε-βαι-ώ-νω ρ. (μτβ.) {επιβεβαίω-σα, -θηκα, -θεί, -μένος, επιβεβαιών-οντας}: αποδεικνύω, βεβαιώνω ότι κάτι είναι αληθές, σίγουρο ή ότι πράγματι ισχύει: Τα αποτελέσματα ~ουν ότι ... Η υπουργός με δήλωσή της ~σε την ακρίβεια του ρεπορτάζ. Θεωρία που δεν ~εται στην πράξη/επιστημονικά. Τα στοιχεία ~θηκαν επισήμως/με πείραμα. Οι προβλέψεις/φήμες ~θηκαν (: βγήκαν αληθινές). ~μένα και αναμφισβήτητα ιστορικά γεγονότα. Μη ~μένες πληροφορίες (= ανεπιβεβαίωτες). Πβ. εξακριβώνω, επαληθεύω, πιστοποιώ.|| Οι εξελίξεις με ~σαν (τελικά). Δυστυχώς, ~θηκα για ακόμα μία φορά (: είχα δίκιο). ΑΝΤ. διαψεύδω (1) ● Παθ.: επιβεβαιώνομαι: αντλώ αυτοπεποίθηση μέσω της αναγνώρισης της αξίας μου, αυτοεπιβεβαιώνομαι: Κάνει σχέσεις μόνο και μόνο για να ~εται (ως άνδρας/ως γυναίκα).|| (στην ενεργ. φωνή) Θέλει κάποιον, για να τον ~ει διαρκώς. ΑΝΤ. μειώνω, υποβιβάζω. ● ΦΡ.: η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα βλ. εξαίρεση [< αρχ. ἐπιβεβαιῶ]
  • επιβεβαίωση [ἐπιβεβαίωση] ε-πι-βε-βαί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβεβαιώνω: γραπτή/έγγραφη ~ (μιας συναλλαγής). Έμπρακτη ~. Εμπειρική/πειραματική ~ (ενός νόμου). ~ ενός ισχυρισμού/μιας υποψίας. ~ της αρχικής διάγνωσης. ~ παράδοσης παραγγελίας. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ κωδικού/συνθηματικού (: με την εκ νέου αναγραφή του). Συλλογή στοιχείων με επανειλημμένες διασταυρώσεις και ~ώσεις. Θα επικοινωνήσουμε για ~ της κράτησής σας. Πβ. εξακρίβωση, πιστοποίηση. Βλ. τεκμηρίωση. ΣΥΝ. επαλήθευση ΑΝΤ. διάψευση (1) 2. αναγνώριση της αξίας που έχει κάτι ή κάποιος: βρίσκει την καλύτερη/πλήρη ~. ανάγκη για ~ του ανδρισμού/εγώ τους. Δεν ζητάω/δεν χρειάζομαι ~ από τους άλλους. Βλ. αυτο~.|| Η εμπιστοσύνη των πελατών είναι η ~ της δουλειάς μας. ΑΝΤ. μείωση (2), υποβιβασμός (2) [< αρχ. ἐπιβεβαίωσις, γαλλ. confirmation]
  • επιβεβαιωτικός , ή, ό [ἐπιβεβαιωτικός] ε-πι-βε-βαι-ω-τι-κός επίθ. (λόγ.): που επιβεβαιώνει κάτι: ~ή: αίτηση/επιστολή. ~ό: ιμέιλ. [< γαλλ. confirmatif]
  • επιβεβαρυμένος , η, ο βλ. επιβαρύνω
  • επιβεβλημένος , η, ο [ἐπιβεβλημένος] ε-πι-βε-βλη-μέ-νος επίθ. (λόγ.): που επιβάλλεται, απαραίτητος, αναγκαίος: ~ος: (ο) διάλογος. ~η: απάντηση/απόφαση. ~ο: καθήκον. ~ες: (οι) αλλαγές/(οι) αυξήσεις. ~α: μέτρα. Ενέργειες ~ες από τις ιστορικές συνθήκες. Θεώρησα/έκρινα ~η την παρέμβασή μου. Είναι ~ο (= πρέπει) να ... ΣΥΝ. επιτακτικός (1), υποχρεωτικός (1) ● βλ. επιβάλλω [< ἐπιβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ἐπιβάλλω, γαλλ. imposé]
  • επιβήτορας [ἐπιβήτορας] ε-πι-βή-το-ρας ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΤ. αρσενικό ζώο, συνήθ. άλογο ή ταύρος, που χρησιμοποιείται κυρ. για αναπαραγωγή. Βλ. -τορας. 2. (συνήθ. ειρων.) άντρας που (φημολογείται ότι) έχει μεγάλες σεξουαλικές επιδόσεις. Πβ. γαμιάς. ● ΦΡ.: επιβήτορες της εξουσίας (μτφ.): που την καταχρώνται. [< 1: αρχ. ἐπιβήτωρ]

αγαθό

αγαθό [ἀγαθό] α-γα-θό ουσ. (ουδ.) 1. ό,τι έχει κυρ. πνευματική ή ηθική σημασία, αδιαπραγμάτευτη αξία: κοινωνικό/μορφωτικό/πολιτιστικό ~. Το ~ της δημοκρατίας/ειρήνης/ελευθερίας/ζωής. Η υγεία είναι το πολυτιμότερο ~. 2. ΦΙΛΟΣ. το καλό, κάθε υπέρτατη αξία: Το απόλυτο ~. Στη σωκρατική φιλοσοφία κυρίαρχη θέση έχει η κατάκτηση του ~ού. Αρετές που στοχεύουν στο ~.|| (ΘΕΟΛ.) Το ύψιστο χριστιανικό ~ είναι η αγάπη. ● ΣΥΜΠΛ.: έννομα αγαθά βλ. έννομος ● ΦΡ.: επ' αγαθώ [ἐπ' ἀγαθῷ] (επίσ.): προς όφελος, για το καλό: Η συνεργασία θα αποβεί ~ ~ της εταιρείας. Διακρατικές διαβουλεύσεις ~ ~ της χώρας. Πβ. επ' ωφελεία. [< αρχ. ἀγαθόν]

αιώνας

αιώνας [αἰώνας] αι-ώ-νας ουσ. (αρσ.) {-α (λόγ.) -ος} (συντομ. αι.) 1. χρονική περίοδος εκατό ετών ή ειδικότ. καθεμιά από τις διαδοχικές περιόδους εκατό χρόνων στο σημερινό χρονολογικό σύστημα (με βάση τη γέννηση του Χριστού) και συνεκδ. περίοδος, θεωρούμενη ως ιστορική ή πολιτισμική ενότητα, που σηματοδοτείται από μια προσωπικότητα ή από ένα σημαντικό γεγονός: έναν ~α αργότερα/μετά/νωρίτερα. Από ~ες/προ ~ων. Πριν από έναν ~α. Μισός ~ (: πενήντα χρόνια) εξελίξεων. Στο πέρασμα των ~ων. Ένας ολόκληρος ~ πέρασε από τότε που ... Η πόλη μας συμπληρώνει έναν ~α ζωής. ΣΥΝ. εκατονταετία.|| Ο επόμενος/περασμένος/προηγούμενος ~. Εικοστός πρώτος ~ (: ο ~ μας). Στις αρχές/στα μέσα/στα τέλη του ~α. Η αλλαγή/το τελευταίο τέταρτο του ~α. (καθ' υπερβολή:) Η αγορά του ~α (: η πιο δαπανηρή και εντυπωσιακή, κυρ. μαχητικών αεροσκαφών). Η ανακάλυψη του ~α (: η πιο σημαντική).|| O ~ (= εποχή) του ανθρωπισμού/διαφωτισμού/ρομαντισμού. Πβ. ημέρες, καιρός, κεφάλαιο, χρόνοι. 2. (οικ.) υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα (για κάτι): Περίμενα έναν ~α να δω αύξηση! Δευτερόλεπτα αγωνίας που του φάνηκαν ~. 3. ΓΕΩΛ. καθεμιά από τις μεγάλες περιόδους στις οποίες διαιρείται ο χρόνος της δημιουργίας και εξέλιξης του πλανήτη Γη: γεωλογικός ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ο μέλλων/μέλλοντικός αιώνας: ΘΕΟΛ. η μεταθανάτια ζωή: ο Πατήρ/το φως του ~οντος ~ος., χρυσός αιώνας & (λόγ.) χρυσούς αιών: ιστορική περίοδος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ακμή, κυρ. στις τέχνες και τα γράμματα: ο ~ ~ του Περικλή/της Αθήνας (: ο 5ος π.Χ. αι.). (ειρων.) Ο ~ ~ της παραπληροφόρησης. Πβ. χρυσή εποχή., αζωικός αιώνας/αζωική περίοδος βλ. αζωικός, αργυρός αιώνας βλ. αργυρός, αρχαιοζωικός/αρχαϊκός αιώνας βλ. αρχαιοζωικός, καινοζωικός αιώνας βλ. καινοζωικός, κοσμικός αιώνας βλ. κοσμικός, μεσοζωικός αιώνας βλ. μεσοζωικός, ο Αιώνας των Φώτων βλ. φως, παλαιοζωικός αιώνας βλ. παλαιοζωικός ● ΦΡ.: αιώνες τώρα: από πολύ παλιά, εδώ και πολλές εκατονταετίες. ΣΥΝ. επί αιώνες, ανά τους/μέσα στους αιώνες & (λόγ.) διά μέσου/μέσω των αιώνων: κατά τη διάρκεια, στο πέρασμα των εκατονταετιών: το θέατρο ~ ~. Η εξέλιξη της ελληνικής γραφής ~ ~., επί αιώνες (λόγ.): για πάρα πολλά χρόνια: Άντεξε ~ ~ στις επιδρομές. Η ~ ~ αντιπαράθεση. ΣΥΝ. αιώνες τώρα, σε άλλον αιώνα (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.-χιουμορ.): σε διαφορετική, παλαιότερη εποχή: Καλά! Ζει ~ ~!, στο/με το γύρισμα του αιώνα/στη στροφή του αιώνα: κατά την αλλαγή του αιώνα: Τα πολιτικά γεγονότα που συντάραξαν τον κόσμο στο ~ ~. [< αγγλ. at the turn of the century] , στους αιώνες των αιώνων/στον αιώνα τον άπαντα & (αρχαιοπρ.) εις τους αιώνας των αιώνων/εις τον αιώνα του αιώνος/εις τον αιώνα τον άπαντα 1. (εμφατ. σε καταφατικές προτάσεις) παντοτινά, για πάντα, αιωνίως: Έργα που μένουν ~ ~. Πβ. επ΄ άπειρον, εσαεί, στο διηνεκές. 2. (εμφατ. σε αρνητικές προτάσεις) ποτέ: Ερωτήματα στα οποία δεν πρόκειται να βρούμε απαντήσεις ~ ~. Πβ. του Αγίου Ποτέ. , χάνεται στους αιώνες: για κάτι που έχει πλούσιο παρελθόν, μακραίωνη ιστορία και παράδοση: Χώρα με πολιτισμό που ~ ~., μέχρι συντελείας του αιώνος βλ. συντέλεια, τα βάθη του χρόνου/των αιώνων βλ. βάθος [< 1: γαλλ. siècle 2: αρχ. αἰών 3: γαλλ. âge, ère , αγγλ. age, era]

ακμή

ακμή [ἀκμή] ακ-μή ουσ. (θηλ.) 1. {χωρ. πληθ.} το απόγειο της ανάπτυξης, της ισχύος, άνθιση: οικονομική/πνευματική/πολιτιστική ~. Η ~ της αυτοκρατορίας/της πόλης/του τόπου. Περίοδος ~ής και αίγλης. Σημειώθηκε ~ στα γράμματα/στo εμπόριo/στις τέχνες. Βρίσκεται/φτάνει στη μέγιστη ~/στην ~ της δόξας/της ηλικίας/της σταδιοδρομίας του. Η χώρα γνώρισε μεγάλη ~. Πβ. αποκορύφωμα, ζενίθ, κολοφώνας, κορύφωση, μεσουράνημα. ΑΝΤ. μαρασμός (1), παρακμή 2. ΙΑΤΡ. {χωρ. πληθ.} δερματοπάθεια, συνήθ. της εφηβείας, λόγω φλεγμονής των σμηγματογόνων αδένων, που εκδηλώνεται με εξανθήματα: εφηβική/κοινή ή νεανική/κυστική ~. ~ στο πρόσωπο/στο σώμα. Έξαρση/μαύρα στίγματα/ουλές ~ής. Δέρμα με τάση ~ής. Φάρμακο κατά της ~ής. Έχει ~ (= μπιμπίκια, σπυράκια). 3. ΓΕΩΜ. {συνήθ. στον πληθ.} ευθεία γραμμή τομής δύο επιπέδων· γενικότ. κάθε οξύ, κοφτερό άκρο ή πλευρά: μήκος ~ής. ~ γραφήματος/κύβου. Οξείες/παράλληλες/τέμνουσες/τετραγωνισμένες ~ές. Οκτάεδρο με δώδεκα ~ές.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κόμβοι που ενώνονται με ~ές (βλ. γράφος).|| Στρογγυλεμένες ~ές των σκαλιών. Πβ. κόψη. ● ΣΥΜΠΛ.: ροδόχρους ακμή βλ. ροδόχρους ● ΦΡ.: επί ξυρού ακμής (λόγ.): στην κόψη του ξυραφιού, σε πολύ κρίσιμο ή επικίνδυνο σημείο: ~ ~ η αγορά καυσίμων/η οικονομία. Η ανθρωπότητα/η ειρήνη/το θέμα βρίσκεται ~ ~. [< 1: αρχ. ἀκμή 2: αγγλ. acne, γαλλ. acné 3: αγγλ. edge]

ανδραγαθία

ανδραγαθία [ἀνδραγαθία] αν-δρα-γα-θί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ανδρεία, γενναιότητα: αριστείο/δίπλωμα/μετάλλιο ~ας. Πβ. ηρωισμός, παλικαριά. ΑΝΤ. δειλία ● ανδραγαθίες (οι): γενναίες πράξεις, ανδραγαθήματα, συνήθ. σε πόλεμο: Παρασημοφορήθηκε για τις ~ του.|| (ειρων.-οικ.) Καμαρώνει για τις ~ του (: κατορθώματα). ● ΦΡ.: επ' ανδραγαθία: για ηρωική πράξη την ώρα του καθήκοντος ή σε καιρό πολέμου: παράσημο/προαγωγή ~ ~. Τιμήθηκε μετά θάνατον ~ ~. [< αρχ. ἀνδραγαθία]

αόριστος

αόριστος [ἀόριστος] α-ό-ρι-στος ουσ. (αρσ.) {αορίστου}: ΓΡΑΜΜ. ρηματικός χρόνος που παρουσιάζει συνοπτικά μια πράξη που έλαβε χώρα κάποια στιγμή στο παρελθόν· συνεκδ. κάθε ρηματικός τύπος σε αυτόν τον χρόνο: ενεργητικός/μέσος/παθητικός ~. Βλ. παρατατικός.|| Γνωμικός ~. [< μτγν. ἀόριστος]

άπειρο

άπειρο [ἄπειρο] ά-πει-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) απείρου}: χώρος ή χρόνος που δεν έχει τέλος και, επομένως, δεν επιδέχεται μεταβολή στις διαστάσεις του· απεραντοσύνη, χάος: το ~ του Διαστήματος/ουρανού. Ταξίδι στο ~.|| (ΜΑΘ., για μέγεθος, ποσό:) Από το μηδέν ως το ~. Τιμές που τείνουν στο (συν/πλην) ~.|| (ΦΙΛΟΣ.) Η έννοια του απείρου. Το ~ ως αρχή του κόσμου. Βλ. κενό, σύμπαν. ● ΦΡ.: επ' άπειρον (λόγ.): συνεχώς, αδιάκοπα: Αν δεν αποφασίσουμε τώρα, θα συζητάμε ~ ~. ΣΥΝ. για πάντα, στους αιώνες των αιώνων/στον αιώνα τον άπαντα (1) [< γαλλ. à l΄ infini, λατ. ad infinitum] [< αρχ. ἄπειρος, γαλλ. infini]

αρχή

αρχή [ἀρχή] αρ-χή ουσ. (θηλ.) 1. σημείο στον χρόνο ή τον χώρο, από το οποίο κάτι αποκτά υπόσταση, εμφανίζεται για πρώτη φορά: η ~ του κόσμου/των πάντων/του Σύμπαντος (: δημιουργία). Η ~ της ζωής (: γέννηση). Από την ~ (= έναρξη) του χρόνου. Στις ~ές του έτους (ΑΝΤ. τέλη). Στην ~ (= αρχικά), νόμιζα ότι είχα κάνει λάθος. Από την ~ είχα αντιρρήσεις (= εξαρχής, από την πρώτη στιγμή). Ελάτε να κάνουμε μια ελπιδοφόρα/καινούργια/νέα ~ (= ξεκίνημα)! (ως ευχή) Καλή ~ στη νέα σου δουλειά! Βλ. απ~.|| Στην ~ του δρόμου (πβ. αφετηρία· ΑΝΤ. τέρμα)/κειμένου. ΑΝΤ. τέλος (1) 2. (συνήθ. με κεφαλ. Α) φορέας, όργανο, υπηρεσία· (συνεκδ., στον πληθ.) τα πρόσωπα που τα στελεχώνουν: αθλητική/αναγνωρισμένη/αναθέτουσα/ανακριτική/αρμόδια/αστυνομική/δικαστική/διοικητική/διοργανώτρια/διπλωματική/διωκτική/ελεγκτική/εποπτική/κρατική/κυβερνητική/νομαρχιακή/πολεοδοµική/πολιτειακή/στρατιωτική/φορολογική ~.(στην Κύπρο) ~ Ηλεκτρισμού. ~ Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ακρ. ΑΠΔΠΧ). ~ Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Ευρωπαϊκή ~ για την Ασφάλεια των Τροφίμων. Απόφαση/αρμοδιότητες/βεβαίωση/πιστοποιητικό/πόρισμα της ~ής. Ακαδημαϊκές/Πανεπιστημιακές ~ές. Προξενικές ~ές. Δημοτικές ~ές. Διώκεται από τις Αρχές (του τόπου) (: την Αστυνομία, τη Δικαιοσύνη, το Κράτος).|| Τελετή που παρακολούθησαν σύσσωμες οι ~ές της πόλης (= τοπικοί άρχοντες, τοπικές ~ές). 3. κανόνας που καθορίζει τη στάση ή τη συμπεριφορά κάποιου· κοινώς αποδεκτό πρότυπο συλλογικής συμπεριφοράς: δημοκρατικές/ηθικές/ιδεολογικές/κατευθυντήριες ~ές. Οι ~ές μου και τα πιστεύω μου. Άνθρωπος χωρίς ~ές (: ανήθικος, ασύδοτος). Αποτελεί ~ μου να ... Είναι θέμα/ζήτημα ~ής για μένα.|| Η ~ της ακεραιότητας/αξιοπρέπειας/ελευθερίας/κοινωνικής δικαιοσύνης/νομιμότητας. Εφαρμογή/παραβίαση/τήρηση των ~ών. 4. προϋπόθεση, όρος: ~ του διαλόγου/της συζήτησης είναι ... Το συμβούλιο θέτει ως ~ ότι ... Πβ. βάση, θεμέλιο. 5. (επιστ.) θεμελιώδης κανόνας, νόμος σε έναν γνωστικό τομέα: η ~ της άνωσης/βαρύτητας. Καταστατικές ~ές (= βασικές, θεμελιώδεις). Παιδαγωγικές ~ές. Βασικές ~ές και έννοιες της φιλοσοφίας. Γενικές ~ές (του) Αστικού Δικαίου. Θεωρητικές ~ές της επιστήμης. ~ές Οικονομικής Θεωρίας. Πβ. αξίωμα. 6. πρωταρχική αιτία: η ~ όλων των δεινών (= πηγή, ρίζα). ● ΣΥΜΠΛ.: ανεξάρτητη Αρχή βλ. ανεξάρτητος, ανθρωπική αρχή βλ. ανθρωπικός, αντιποίηση Αρχής βλ. αντιποίηση, αρχή της αδράνειας βλ. αδράνεια, αρχή της αναλογικότητας βλ. αναλογικότητα, αρχή της ισότητας βλ. ισότητα, αρχή της ομοφωνίας βλ. ομοφωνία, αρχή της πλειοψηφίας βλ. πλειοψηφία, αρχή/νόμος της διατήρησης βλ. διατήρηση, αρχιμήδεια αρχή/αρχή του Αρχιμήδη βλ. αρχιμήδειος, διωκτικές Αρχές βλ. διωκτικός, εκδίδουσα Αρχή βλ. εκδίδων, ζωτική αρχή βλ. ζωτικός, η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας βλ. απροσδιοριστία, η αρχή της αυτοδιάθεσης βλ. αυτοδιάθεση, η αρχή της δεδηλωμένης βλ. δηλωμένος, η αρχή της επικουρικότητας βλ. επικουρικότητα, η αρχή της νομιμότητας βλ. νομιμότητα, η αρχή των εθνοτήτων βλ. εθνότητα, η αρχή/η λογική της ήσσονος προσπάθειας βλ. ήσσων & ήττων, η κατηγορούσα αρχή βλ. κατηγορώ, λιμενική Αρχή βλ. λιμενικός, περιύβριση Αρχής βλ. περιύβριση, πρυτανικές Αρχές βλ. πρυτανικός, τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης βλ. τίτλος ● ΦΡ.: από την αρχή ως/μέχρι το τέλος: καθ' όλη τη διάρκεια ή σε όλη την έκταση: Ήμουν παρών ~ ~.|| Διάβασε το κείμενο ~ ~.|| Η ιστορία είναι πλαστή ~ ~ (= εξολοκλήρου)., αρχής γενομένης (+ από, λόγ.): αρχίζοντας από: πενθήμερη απεργία, ~ ~ από σήμερα., αυτό είναι μόνο η αρχή: για σχέδιο που βρίσκεται σε αρχικό στάδιο ή για κατάσταση που έχει συνήθ. αρνητική εξέλιξη: Έχει γίνει μια πρώτη προσπάθεια, αλλά ~ ~.|| Η κρίση εντείνεται και ~ ~., δεν έχει αρχή και τέλος & χωρίς αρχή και τέλος: για να δηλωθεί το άπειρο, η έλλειψη ορίων: η ευθεία δεν έχει ~ ~. Πβ. αέναος, ασταμάτητος, διαρκής, συνεχής.|| (μτφ.) Έρωτας χωρίς ~ ~. Πρόκειται για θέμα που δεν έχει ~ ~. Πβ. φαύλος κύκλος., εν αρχή ην … [ἐν ἀρχῇ ἦν] (λόγ.): στην αρχή υπήρχε (κάτι): ~ ~ το μηδέν/χάος.|| (ειρων.) ~ ~ η κατανάλωση., επί της αρχής (λόγ.): κατά βάση, σε γενικά πλαίσια, σε γενικές γραμμές: Εγκρίθηκε ~ ~ το νομοσχέδιο.|| (ως επίθ.) Η ~ ~ συμφωνία για ..., η αρχή είναι το ήμισυ του παντός (γνωμ.): το πιο σημαντικό είναι να κάνει κάποιος το πρώτο βήμα., κάθε αρχή και δύσκολη: για τα εμπόδια που συναντά κανείς σε κάθε ξεκίνημα., κάνω την αρχή 1. αρχίζω, ξεκινώ. 2. (μτφ.) αναλαμβάνω την πρωτοβουλία: Έκανε ~ για έναν παρατεταμένο αγώνα υπέρ ..., καταρχάς (λόγ.) & (λογιότ.) κατ' αρχάς: αρχικά, στην αρχή: ~, το ποσό μειώθηκε, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκε. Πβ. εν πρώτοις., καταρχήν & (λόγ.) κατ' αρχήν 1. κατά βάση, στα βασικά σημεία: Δεν διαφωνώ ~ ~, αλλά σε επιμέρους θέματα.|| (ως επίθ.) Η ~ συμφωνία. Πβ. επί της αρχής. 2. (συνήθ. καταχρ.) καταρχάς. [< γαλλ. en principe, γερμ. im Prinzip] , με αρχή, (μέση) και τέλος: με δομή, συνοχή: έργο/κείμενο ~ ~., αντίσταση κατά της Αρχής βλ. αντίσταση, είναι παλαιών/αυστηρών αρχών βλ. παλαιός, ενός ανδρός αρχή βλ. άνδρας & άντρας, η αρχή του κακού βλ. κακό, η αρχή του νήματος βλ. νήμα, η αρχή του τέλους βλ. τέλος, μηδενικός νόμος βλ. μηδενικός, φτου κι απ' την αρχή! βλ. φτου [< αρχ. ἀρχή, γαλλ. principe, αγγλ. principle 2: γαλλ. autorités, αγγλ. authorities]

αρχι- & αρχ- & αρχί-

αρχι- & αρχ- & αρχί- & αρχέ- & αρχε-: πρόθημα που δηλώνει 1. τον επικεφαλής: αρχι-δικαστής. Aρχι-μάστορας (πβ. πρωτο-). Αρχι-σύμβουλος. Αρχ-ιερέας.|| (ως τίτλος του πρώτου στην ιεραρχία:) ~πλοίαρχος.|| (την αντίστοιχη ιδιότητα:) Αρχι-συνταξία. Αρχ-ιεροσύνη.|| (τον τόπο:) Αρχι-επισκοπή. 2. (προφ.-επιτατ.-μειωτ.) τον ύψιστο βαθμό αρνητικής ιδιότητας: αρχι-κλέφτης/~λαμόγιο/~μαφιόζος/~τεμπέλης/~τσιγκούνης. 3. τον αρχικό: αρχι-μηνιά/~χρονιά. Αρχί-γραμμα. 4. τον πανάρχαιο ή πρωταρχικό: αρχέ-γονος.|| Τα αρχέ-τυπα.

ατάκα

ατάκα [ἀτάκα] α-τά-κα ουσ. (θηλ.) 1. μεμονωμένη φράση σε θεατρική ή κινηματογραφική στιχομυθία· κατ' επέκτ. κάθε ετοιμόλογη απάντηση: διάσημες/κλασικές ~ες.|| Άπαιχτη/έξυπνη/ξεκαρδιστική/φοβερή/χιλιοειπωμένη ~. Αγαπημένες/αξέχαστες ~ες. Είπε/έριξε/πέταξε την ~ της βραδιάς/χρονιάς. 2. ΜΟΥΣ. υπόδειξη που δηλώνει τη μετάβαση από το ένα μουσικό κομμάτι στο άλλο χωρίς παύση. ● ΦΡ.: ατάκα κι επί τόπου (προφ.): (τώρα) αμέσως, χωρίς καθυστέρηση: Απάντησε ~ ~. [< 2: ιταλ. attacca]

αυτός

αυτός, ή, ό [αὐτός] αυ-τός αντων. {αυτ-ού (λαϊκό) -ουνού (θηλ. -ηνής), -ών (λαϊκό) -ωνών, -ούς (λαϊκό) -ουνούς | αδύνατοι τ.: τος (θηλ. τη, ουδ. το), του (θηλ. της), τον (θηλ. τη[ν], ουδ. το), των, τους (θηλ. τις/(λαϊκό) τες, ουδ. τα)} 1. {προσ. αντων. γ' προσ., με δυνατούς και αδύνατους τ.} δηλώνει εκείνον, εκείνη ή εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος, στο οποίο αναφερόμαστε: Πήραν κι ~ές το μάθημά τους. Τη χαιρέτησε κι αποχώρησε. Μου το εξήγησε. Τους είπε ότι θα παραιτηθεί. Καλώς τον/(προφ.-σπανιότ.) καλώστον. Μπράβο της. Άνοιξέ το. Είναι πολύ καλύτερός τους. Να τες οι φίλες μου!|| (για αντιδιαστολή ή έμφαση:) ~οί έχουν άδικο, (κι) εμείς δίκιο. ~ούς μην τους πλησιάζεις! ~ είναι που έχει τον πρώτο λόγο.|| Δεν ήρθε σήμερα η Μαρία. Ας ξεκουραστεί κι ~ή λίγο!|| (με την αντων. ο ίδιος για έμφαση:) Σ’ ~ό το ίδιο χρονικό διάστημα ...|| (με τη σημ. μόνος:) Δεν του το είπα εγώ· ~ το κατάλαβε.|| (μειωτ.) Τι θέλει πάλι ~ή;|| (με άρθρο:) Τα γράφω όλα στ' ~ά μου (= στ' απαυτά μου). Η ~ή μού το 'πε (: όταν δεν μπορεί κάποιος να θυμηθεί ένα όνομα).|| (οι αδύνατοι τύποι σε θέση ουσ. σε φρ.:) Τα 'χασα. Τη γλίτωσα. Μου την έφερε. 2. {προσ. αντων. γ' προσώπου, με αδύνατους τ. του, της, τους} δηλώνει κτήση: Μου έδωσε το βιβλίο του. Υπέβαλε την αίτησή της στη γραμματεία. Άφησαν τις βαλίτσες τους στη ρεσεψιόν. 3. {δεικτ. αντων.} για να δείξει ο ομιλητής κάποιον ή κάτι που είναι κοντά του (τοπικά ή χρονικά): ~ με χτύπησε! Με την επιστολή ~ή επιθυμούμε να σας ενημερώσουμε ότι ... Δεν είναι ~ό το θέμα μας. Έρχονται ~όν το(ν) μήνα. Μια χαρά τα κατάφεραν ~ή τη φορά. Τι ακούτε ~ή τη στιγμή (= τώρα); Πάει κι ~ός ο χρόνος (= φετινός). Ποιος είναι ~ εκεί με το μαύρο πουκάμισο;|| (με το εδώ/πια/δα, για έμφαση:) Σ' ~ήν εδώ την αίθουσα ... ~ό πια το είχα καταλάβει από την πρώτη στιγμή.|| (με το αναφορικό που) ~ που τον σκότωσε κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος. Βρείτε ~ό που ψάχνετε εύκολα και γρήγορα. ~ό που σας λεω είναι απολύτως εξακριβωμένο.|| (εμφατ. ως έπαινος:) ~ είναι άντρας! ~ είναι καφές! ~ή είναι τύχη! ~ό θα πει διασκέδαση! Βλ. εκείνος. 4. {οριστ. αντων.} (συνήθ. έναρθρα) (επίσ.) ο ίδιος: Είμαστε της ~ής γνώμης. Και τα δύο ψευδώνυμα ανήκουν σε ένα και το ~ό πρόσωπο. Τα ~ά ισχύουν για όλους. || (επιτατ.) Μέχρι κι ~ ο αντίπαλός του ομολόγησε πως ήταν καλύτερός του. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτός καθαυτόν/αυτή καθαυτή/αυτό καθαυτό βλ. καθαυτόν. ● ΦΡ.: αντ' αυτού (συντομ. α.α.) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται ή κάποιος κάνει κάτι στη θέση άλλου: Μίλησε/υπέγραψε ~ ~.|| (συχνά) Ο ~ ~ (= ο αντικαταστάτης) του πρωθυπουργού., αυτά (προφ.): για να δηλωθεί ότι η κουβέντα τερματίζεται ή ότι δεν έχουμε τι άλλο να πούμε: ~ για σήμερα. ~ που λες. ~ λοιπόν., αυτό κι αυτό/αυτά κι αυτά (σε αφηγήσεις): για να μην επαναληφθούν όσα έχουν ήδη ειπωθεί: Αν τους πω ότι συμβαίνει ~ ~, δεν θα με πιστέψουν. ~ ~ έγινε, πες μου τι να κάνω.|| (στον πληθ. συνήθ. με αρνητ. συνυποδ.) Λέτε ~ ~ σε βάρος μου., αυτός κι/και αν (δεν) είναι (εμφατ.): είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό: ~ ~ καλλιτέχνης/λαϊκισμός! Αυτό ~ είδηση. Αυτή κι αν δεν είναι έκπληξη!, επ' αυτού (λόγ.): σχετικά με αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: Θα μπορούσα ~ ~ να αναπτύξω σειρά επιχειρημάτων. Θα τοποθετηθώ και ~ ~ (= πάνω σε αυτό το θέμα)., κι αυτό γιατί/διότι: αιτιολογείται εμφατικά ό,τι προηγείται: Οι μαζικές θεραπείες θα αντικατασταθούν από εξατομικευμένες, ~ ~ κάθε οργανισμός είναι διαφορετικός., μ' αυτά και μ' αυτά ... (προφ.) 1. με αυτό τον τρόπο, με αυτά τα λόγια, με αυτές τις πράξεις: ~ ~ έχει απαξιωθεί πλήρως. ~ ~ παραμερίζεται κάθε παραδοσιακή αξία. 2. με τα συνηθισμένα, χωρίς να το καταλάβω: ~ ~ με πήρε ο ύπνος., μ' αυτά/με τούτα και μ'εκείνα (προφ.): με διάφορες ασχολίες, χωρίς να το καταλάβω: ~ ~, πέρασαν οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες., το και το (προφ.): για αποφυγή λεπτομερούς αναφοράς ή επανάληψης αυτού που έχει ειπωθεί: Πάει και του λέει: "~ ~, κανόνισέ το"., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! βλ. άλλος, άλλος (κι) αυτός! βλ. άλλος, άστα αυτά βλ. αφήνω, αυτά έχει/έχουν ... βλ. έχω, αυτά/έτσι που λες/λέτε! βλ. λέω, αυτό είν' όλο βλ. όλος, αυτό θα πει ...! βλ. λέω, αυτό το κάτι βλ. κάτι, αυτό/αυτός μας έλειπε (τώρα)/αυτό δα μας έλειπε βλ. λείπω, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται βλ. λέω, αυτός είσαι! βλ. είμαι, είναι αυτός ένας ... βλ. είμαι, θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε βλ. βλέπω, κάτι είναι κι αυτό! βλ. κάτι, με την ίδια/με αυτή τη λογική βλ. λογική, παρ' όλα/παρόλα αυτά βλ. παρόλο, ποιος το είπε/λέει (αυτό); βλ. λέω, σωστό κι αυτό βλ. σωστός, τι σου λέει αυτό; βλ. λέω ● βλ. αυτό, τος, τη, το [< αρχ. αὐτός]

αυτόφωρος

αυτόφωρος, η/ος, ο [αὐτόφωρος] αυ-τό-φω-ρος επίθ. ΝΟΜ. 1. (για αδίκημα) που γίνεται αντιληπτό τη στιγμή της διάπραξής του ή αμέσως μετά ή (για ενέργεια) που γίνεται κατά την τέλεση του αδικήματος ή αμέσως μετά: ~ο: πλημμέλημα. ~α: εγκλήματα/κακουργήματα.|| ~η: δίωξη/σύλληψη. Ακολουθήθηκε/κινήθηκε (η) ~η διαδικασία σε βάρος του. 2. (για δικαστήριο) που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα: ~ο: μονομελές/τριμελές πλημμελειοδικείο/πρωτοδικείο (πβ. αυτόφωρο). ● ΦΡ.: επ' αυτοφώρω [ἐπ' αὐτοφώρῳ] (λόγ.): τη στιγμή της τέλεσης του αδικήματος ή αμέσως μετά: Πιάστηκε/συνελήφθη ~ ~ να ληστεύει τράπεζα (πβ. πιάνω/τσακώνω κάποιον στα πράσα). [< αρχ. αὐτόφωρος ]

βαγκόν-λι

βαγκόν-λι βα-γκόν λι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & βαγκονλί: κλινάμαξα. [< γαλλ. wagon-lît]

βάση

βάση βά-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. καθετί πάνω στο οποίο στέκεται, στηρίζεται, σταθεροποιείται ή στερεώνεται κάτι: αποσπώμενη/γυάλινη/ενσωματωμένη/μαρμάρινη/μεταλλική/ξύλινη ~. Η ~ του αγάλματος (πβ. βάθρο)/του κίονα (πβ. σπείρα, στυλοβάτης)/της κολόνας/του ναού (πβ. κρηπίδωμα)/του τηλεσκοπίου. ~ γραφείου (για οθόνη)/τοίχου (για τηλεόραση).|| Στη ~ του βουνού/του βράχου (= στους πρόποδες).|| ~ τάρτας (πβ. ζύμη).|| (ΑΝΑΤ.) Η ~ του δοντιού/του εγκεφάλου/της καρδιάς/του κρανίου (: το κατώτερο τμήμα).|| (ΓΕΩΜ.) Η ~ του κώνου/της πυραμίδας/του τραπεζίου/του τριγώνου. Βλ. πλευρά.|| (μτφ.) Στη ~ του βαθμολογικού πίνακα/της κατάταξης (: στην κατώτερη θέση). Βλ. ανά-, διά-, μετά-, παρά-βαση. ΑΝΤ. κορυφή (1) 2. (μτφ.) θεμελιώδης αρχή, στοιχείο, δεδομένο πάνω στο οποίο στηρίζεται μια πρόταση, μια θεωρία, μια κίνηση, ένα σύστημα: ~ αναφοράς/σύγκρισης. Η ~ ενός προβληματισμού/συλλογισμού (πβ. αφετηρία). Συνομιλίες σε κοινά αποδεκτή ~. Ισχυρισμός που δεν έχει λογική ~ (= αβάσιμος, αστήρικτος). Ανυπόστατη καταγγελία χωρίς ~ (πβ. έρεισμα, στήριγμα). Το επιχείρημα είναι σαθρό στη ~ του. Εξέταση του θέματος από/πάνω σε ηθική/θεωρητική/οικονομική/πολιτική ~ (= άποψη, πλευρά). Κοινή ~ συνεννόησης. Στρατηγική που χρησιμεύει ως ~ των μελλοντικών ενεργειών. Για την έρευνά μου έχω/λαμβάνω ως ~ τα εξής ... Το ζήτημα τέθηκε σε νέα ~/επί νέας ~ης. Το συστηματικό διάβασμα αποτελεί τη ~ της επιτυχίας. Διαρθρωτικές αλλαγές σε επίπεδο ~ης. Παροχή υπηρεσιών ευρείας ~ης (= μεγάλης γκάμας). Έβαλαν/έθεσαν τις ~εις για πολιτιστική ανάπτυξη. Οργάνωση της κοινωνίας πάνω σε γερές/σταθερές/στέρεες ~εις (= θεμέλια).|| Εταιρεία λαϊκής ~ης. 3. ο πιο χαμηλός βαθμός, για να θεωρηθεί επιτυχής μια εξέταση: Έγραψε ακριβώς τη ~ (π.χ. δέκα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, πέντε στο Πανεπιστήμιο)/κάτω από τη ~ (= κόπηκε)/πάνω από τη ~ (= πέρασε). Έπιασε/πήρε τη ~. 4. περιοχή ή χώρος με εγκαταστάσεις όπου οργανώνονται και πραγματοποιούνται διάφορες επιχειρήσεις: (ΣΤΡΑΤ.) αεροπορική/ναυτική ~. Μυστική ~. ~ ανεφοδιασμού (αεροσκαφών/πλοίων)/εκτόξευσης (πυραύλων)/υποβρυχίων. ~ του ΝΑΤΟ.|| Διαστημική ~. 5. έδρα ή τόπος διαμονής: η ~ μιας επιχείρησης. Γυρίζω/επιστρέφω στη ~ μου. Εγκαταλείπω τη/φεύγω από τη ~ μου. 6. ΠΟΛΙΤ. τα μέλη ή/και οι οπαδοί ενός κόμματος ή γενικότ. μιας οργάνωσης: η εκλογική/εργατική/κομματική ~. ΑΝΤ. ηγεσία (1), κορυφή (2) 7. κύριο, απαραίτητο συστατικό (μίγματος, προϊόντος): αρώματα με ~ τη λεβάντα. Κρέμα προσώπου με ~ φυτικά έλαια.|| Έβαψε τα δωμάτια σε διάφορες αποχρώσεις με ~ το μπλε. 8. προϊόν που τοποθετείται ως υπόστρωμα σε επιφάνεια: ~ βερνικιού (πβ. αστάρι, στόκος).|| ~ μέικ απ (πβ. φον ντε τεν). Διάφανη ~ νυχιών. 9. ΧΗΜ. ουσία που παράγει άλας και νερό, όταν αντιδρά με οξύ: ασθενής/ισχυρή ~. Βλ. εξουδετέρωση. 10. ΜΑΘ. ακέραιος αριθμός μεγαλύτερος του ένα, ο οποίος έχει επιλεγεί για τη δημιουργία συστήματος αρίθμησης (π.χ. το δύο για το δυαδικό, το δέκα για το δεκαδικό). 11. ΓΛΩΣΣ. (σπάν.) ρίζα, θέμα (λέξης). 12. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. (στον μαρξισμό) η οικονομική διάρθρωση μιας κοινωνίας, δηλ. το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων, σε αντιδιαστολή με το εποικοδόμημα. Βλ. υπερδομή. ΣΥΝ. υποδομή (3) ● βάσεις (οι) 1. η κατώτερη βαθμολογία κυρ. για εισαγωγή σε ανώτατη ή ανώτερη Σχολή ή για διορισμό στο Δημόσιο κατόπιν γραπτού διαγωνισμού, η οποία καθορίζεται από τον βαθμό του τελευταίου (στη σειρά κατάταξης) από τους επιτυχόντες που μπορούν να γίνουν δεκτοί: άνοδος/αύξηση/μείωση/πτώση των ~εων (εισαγωγής στα ΑΕΙ). Οι ~ ανέβηκαν/έπεσαν. Στα ύψη εκτινάχθηκαν/εκτοξεύθηκαν/έφτασαν οι ~ της Ιατρικής. Ανακοινώθηκαν/βγήκαν οι ~. ~ μορίων μετάθεσης. 2. εφόδια, κυρ. γνώσεις ή ηθικές αρχές: Αποκτώ ~εις στο δημοτικό. Έχει καλές ~ (= υπόβαθρο) στα μαθηματικά.|| Έλαβε/πήρε γερές/σωστές ~ από τους γονείς (βλ. ανατροφή)/την οικογένειά/το σπίτι του (= θεμέλια). ● ΣΥΜΠΛ.: βάση δεδομένων & βάση (συντομ. ΒΔ): ΠΛΗΡΟΦ. συλλογή, καταχώρηση και οργάνωση πληροφοριών σε ένα αρχείο, ώστε να είναι διαθέσιμες για αναζήτηση και ανάκτηση: ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ ~. [< αγγλ. database, 1962] , βάση διανυσματικού χώρου: ΜΑΘ. κάθε σύνολο γραμμικά ανεξάρτητων διανυσμάτων τέτοιο, ώστε καθένα από αυτά να μπορεί να γραφεί ως γραμμικός συνδυασμός των διανυσμάτων της βάσης., αζωτούχες βάσεις βλ. αζωτούχος, σταθμός βάσης βλ. σταθμός, συμπληρωματικές βάσεις βλ. συμπληρωματικός, φορολογική βάση βλ. φορολογικός ● ΦΡ.: δίνω βάση σε (κάτι): δίνω προσοχή, σημασία: Μη ~εις ~ στα κουτσομπολιά του κόσμου/σε φήμες. Δώσε ~ σε ό,τι σου λέω (= πρόσεξε)!, κατά βάση & (λόγ.) κατά βάσιν: κυρίως, βασικά· σε βασικές γραμμές: Τα βιβλία του είναι ~ ~ ιστορικά. Πβ. κατά κύριο λόγο, κατ’ ουσία(ν), πρωτίστως.|| ~ ~ συμφωνώ με την απόφαση. Πβ. επί της αρχής., με βάση (+ αιτ.) & (λόγ.) βάσει (+ γεν.): σύμφωνα με, με κριτήριο: Χωρισμός σε ομάδες με ~ την ηλικία. Βάσει (του) Νόμου, έχω το δικαίωμα να ..., σε ... βάση & (λόγ.) επί ... βάσεως: για δήλωση χρόνου, τρόπου: σε διαρκή/μακροπρόθεσμη/μόνιμη/σταθερή ~. Εξυπηρέτηση πελατών επί εικοσιτετραώρου βάσεως.|| Σε εθελοντική/ισότιμη ~ (= εθελοντικά, ισότιμα). [< αγγλ. on a ... basis] , στη βάση & (λόγ.) επί τη βάσει (+ γεν.): βασιζόμενος σε, στηριζόμενος σε: Το πρόβλημα πρέπει να εξεταστεί ~ ~ του δημόσιου διαλόγου. Υπολογισμός των κερδών της εταιρείας επί τη βάσει των εσόδων και εξόδων της., από μηδενική βάση βλ. μηδενικός, βάσει σχεδίου βλ. σχέδιο [< αρχ. βάσις, αγγλ. base, basis, γαλλ. base, γερμ. Basis]

γενεά

γενεά γε-νε-ά ουσ. (θηλ.) (λόγ.): γενιά: αλληλεγγύη μεταξύ των ~ών. Διαδοχή/σύγκρουση (των) ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: εναλλαγή των γενεών: ΒΙΟΛ. η διαδοχική εμφάνιση δύο ή περισσοτέρων τρόπων αναπαραγωγής στον βιολογικό κύκλο ενός φυτού ή ζώου. Βλ. αμφι-, μονο-γονία. [< γαλλ. alternance de générations] , χάσμα (των) γενεών βλ. χάσμα ● ΦΡ.: γενεές (επί) γενεών & (επί) γενεές γενεών & επί γενεάς γενεών (λόγ.): για πάρα πολύ καιρό: Με το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα έζησαν γενεές ~ (πβ. ανέκαθεν). Παράδοση που συνεχίζεται επί ~ ~.|| Παραμύθια που έχουν γαλουχήσει γενεές ~ (: ολόκληρες γενιές)., περνώ κάποιον (από) γενεές δεκατέσσερις (λαϊκό): τον βρίζω άσχημα: Με πήρε τηλέφωνο και με πέρασε ~ ~. [< αρχ. γενεά]

δίκαιος

δίκαιος, η, ο δί-και-ος επίθ. 1. που είναι σύμφωνος με το δίκαιο: ~ος: αγώνας/διακανονισμός/όρος. ~η: αμοιβή/απαίτηση/αποζημίωση/διανομή (κληρονομιάς)/διεκδίκηση/δίκη/επιλογή/κρίση/μεταχείριση/ποινή/πολιτική/ρύθμιση. ~ο: αίτημα. Είναι ~ο να/που ... (: ορθό, πρέπον, σωστό). Αν θέλουμε να είμαστε ~οι, … Η διεθνής κοινότητα αναζητά μια ~η και βιώσιμη λύση/διευθέτηση του ζητήματος.|| (για πρόσ.) ~ος: εξεταστής/κριτής (= ακριβο~, αμερόληπτος, αντικειμενικός, ΑΝΤ. μεροληπτικός). ΑΝΤ. άδικος (1) 2. δικαιολογημένος: ~ος: εκνευρισμός/χαρακτηρισμός. ~η: αγανάκτηση/αντίδραση/αντιμετώπιση/αυστηρότητα/δυσφορία/έκρηξη οργής/επιθυμία. ~ο: παράπονο. ΑΝΤ. αδικαιολόγητος (1) 3. επάξιος: ~ος: έπαινος. ~η: αναγνώριση/επιτυχία/νίκη. ● ΣΥΜΠΛ.: εναλλακτικό και αλληλέγγυο εμπόριο βλ. εμπόριο ● ΦΡ.: (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους (ΚΔ, λόγ.) & (εσφαλμ.) επί δικαίων και αδίκων: (συνήθ. για κάτι δυσάρεστο) προς όλους ανεξαιρέτως: Η υποψία αιωρείται ~ ~., κοιμάται τον ύπνο του δικαίου βλ. ύπνος, τίμια/δίκαια πράγματα! βλ. τίμιος ● βλ. δίκαια [< αρχ. δίκαιος]

εκατό

εκατό [ἑκατό] ε-κα-τό αριθμητ. απόλ. {άκλ.} (& (λόγ.) εκατόν (για τα αριθμητικά που αποτελούνται από δύο ή περισσότερες λέξεις από το 101-199, π.χ. εκατόν σαράντα) 1. ο ακέραιος φυσικός αριθμός 100 ή το σύνολο εκατό μονάδων: ~ διά/επί/πλην/συν είκοσι. Πενήντα και πενήντα ίσον/κάνουν ~. Δέκα επί δέκα ~.|| (ως επίθ.) ~ γραμμάρια/ευρώ (πβ. εκατόευρο)/κιλά/μέτρα/χιλιόμετρα την ώρα/χρόνια (= αιώνας, εκατονταετία). 2. (προφ.) εκατοστός: στη σελίδα ~. 3. (συχνά για να δηλωθεί αγανάκτηση ή δυσαρέσκεια) απροσδιόριστα μεγάλος αριθμός: ~ ώρες να αλλάξουν ένα λάστιχο! ● Ουσ.: εκατό (το) 1. ο ακέραιος φυσικός αριθμός 100: Μέτρα μέχρι το ~. Διαιρώ/πολλαπλασιάζω με το ~. 2. (+ στα/τα) η ηλικία των εκατό χρόνων: Πλησιάζει (σ)τα ~. 3. το σύμβολο (100) και οτιδήποτε το φέρει ως διακριτικό του: Μένει στο ~ του ξενοδοχείου (ενν. δωμάτιο). 4. (συνήθ. γράφεται 100) η Άμεση Δράση, γιατί έχει τηλεφωνικό αριθμό το 100· συνεκδ. κάθε περιπολικό της: Κάλεσαν/πήραν/φώναξαν το ~.|| Έρχεται το ~. 5. ανώτατος βαθμός σε κλίμακα: Με άριστα το ~ πήρε ογδόντα. ● ΣΥΜΠΛ.: λίρα εκατό βλ. λίρα ● ΦΡ.: (επί) τοις εκατό/στα εκατό: για ποσοστό στις εκατό μονάδες (σύμβ. %): εκπτώσεις ως πενήντα ~ ~ (50%). [< γαλλ. pour cent] , εκατό τοις εκατό/εκατό (σ)τα εκατό/χίλια τα εκατό/χίλια τοις εκατό: απόλυτα, οπωσδήποτε: Είμαι ~ ~ σίγουρη για όσα λέω. Με βρίσκεις ~ ~ σύμφωνο! Θα έρθει ~ ~!|| Είναι άντρας/γυναίκα εκατό τα εκατό. Πβ. βέρος, γνήσιος, εξ ολοκλήρου. [< γαλλ. (à) cent pour cent] , (με) ύφος χιλίων (/δέκα/εκατό/πολλών/σαράντα) καρδιναλίων βλ. καρδινάλιος, χίλιες/εκατό φορές βλ. φορά [< αρχ. ἑκατόν, μεσν. εκατό]

εμφάνιση

εμφάνιση [ἐμφάνιση] εμ-φά-νι-ση ουσ. (θηλ.) 1. παρουσίαση, φανέρωση και ο τρόπος με τον οποίο αυτή γίνεται: ~ δυσκολιών/εμποδίων/ενδείξεων/προβλήματος/συμπτωμάτων. ~ νέων ιδεών/τάσεων στη μόδα/στην τέχνη (πβ. φανέρωμα). (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αποτελεσμάτων αναζήτησης/εικόνων/μενού/παραθύρου/προφίλ (πβ. ανάδυση). (για πρόσ.) ~ σε αγώνα/δικαστήριο/σκηνή. Υποχρεωτική ~ σε αστυνομικό τμήμα (πβ. παρουσία, προσέλευση). Αιφνίδια/αρχική/πρώιμη ~ νόσου (πβ. εκδήλωση). Συχνότητα ~ης διαταραχών (της διάθεσης). Αναμένεται ~ ακραίων καιρικών φαινομένων. ~ του κινήματος των ... (πβ. γέννηση, δημιουργία). (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ της Παναγίας (βλ. επιφάνεια).|| Απρόσμενη/αρχηγική/επίσημη/πολιτική/σύντομη/τηλεοπτική ~. Από κοινού ~ (= κοινή ~). Πραγματοποίησε την πρώτη του δημόσια ~ ως συνθέτης. Η ομάδα έκανε αξιοπρεπή/εντυπωσιακή/μεγάλη/σαρωτική ~ (βλ. απόδοση). ~-έκπληξη. Βλ. συν~.|| (στον πληθ., το αποτέλεσμα της αντίστοιχης ενέργειας:) ~ίσεις αγγελιών/άρθρων (: καταχωρήσεις/δημοσιεύσεις). Ο παίκτης με τις περισσότερες ~ίσεις (: συμμετοχές) στο πρωτάθλημα. Επιλεγμένες/ζωντανές ~ίσεις (καλλιτέχνη, βλ. συναυλία). Βλ. εξαφάνιση. 2. συνολική, κυρ. εξωτερική, εικόνα, παρουσιαστικό ή ντύσιμο: ατημέλητη/βραδινή (βλ. ενδυμασία)/γοητευτική/εκκεντρική/επίσημη/κομψή/περίεργη/περιποιημένη/προκλητική/προσεγμένη/σικάτη ~. Δίνει μεγάλη/μικρή σημασία στην ~. Προσέχει την ~ή της (πβ. σιλουέτα). Έχει εκθαμβωτική/ελκυστική/λαμπερή/συμπαθητική/ύποπτη ~. Μην κρίνεις τους άλλους από την ~. Μέικ απ που δίνει/χαρίζει φυσική ~.|| Αθλητικές ~ίσεις (μπάσκετ/ποδοσφαίρου, πβ. περιβολή, βλ. φανέλα). 3. ΦΩΤΟΓΡ. επεξεργασία φωτογραφικού υλικού και κατ' επέκτ. η εκτύπωσή του: εργαστήριο/υγρά/χημικά ~ης. Δίνω φιλμ/φωτογραφίες για ~. ~ σε απλό/γυαλιστερό/ματ χαρτί. ● ΦΡ.: επί τη εμφανίσει (επίσ.) & (σπάν.) με την εμφάνιση: με την επίδειξη, με την προσκόμιση: επιταγή πληρωτέα ~ ~., κάνει εμφάνιση (προφ.): εμφανίζεται δημόσια με σκοπό να προκαλέσει το ενδιαφέρον: Καθυστέρησε να έρθει, για να ~ ~ (: εντύπωση). Πβ. κάνω εφέ., κάνει την εμφάνισή του: εμφανίζεται: Έκανε ~ στην πλατεία. Ολοένα και περισσότερα προϊόντα ~ουν ~ τους (: κυκλοφορούν) στην αγορά. [< αρχ. ἐμφάνισις ‘παρουσίαση, έκθεση’, γαλλ. apparition 3: γαλλ. développement]

εναίσιμος

εναίσιμος, η/ος, ο [ἐναίσιμος] ε-ναί-σι-μος επίθ. (λόγ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: εναίσιμος (επί διδακτορία) διατριβή (παρωχ.): διδακτορική διατριβή. [< λατ. dissertatio inauguralis] [< μτγν. ἐναίσιμος ‘ταιριαστός, κατάλληλος, ορθός’]

εξαίρεση

εξαίρεση [ἐξαίρεση] ε-ξαί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) 1. διαφοροποίηση, απόκλιση από το συνηθισμένο, τον γενικό κανόνα, το σύνολο και συνεκδ. όποιος ή ό,τι αποκλίνει: αρνητική/θετική/πολιτιστική (πβ. διαφορετικότητα, ιδιαιτερότητα) ~. Με μία μόνο ~. Με την ~ ότι ... (: διαφορά). Αποτελούν/είναι/συνιστούν ~ (: είναι σπάνιοι). Το αυτονόητο έγινε ~. Εκτός ελαχίστων/μερικών/σπανίων ~έσεων. Κάθε κανόνας έχει και τις ~έσεις του (: δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας). Πβ. εκτροπή, παρέκκλιση.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~έσεις στην κλίση των ουσιαστικών. 2. ΝΟΜ. αποκλεισμός από νόμιμο δικαίωμα ή απαλλαγή από νόμιμη υποχρέωση για ειδικούς λόγους ή εξαιτίας ιδιαίτερων συνθηκών: ατομική/γενική/μερική/ομαδική/πλήρης/προσωρινή ~. ~ ανακριτή/διαιτητή/δικαστή/μάρτυρα. ~ από δικαστήριο/κλήρωση/συμμετοχή (σε διαγωνισμό). Ζητείται/χορηγείται ~ από την απαγόρευση/την εφαρμογή (των διατάξεων)/τον κανονισμό/τη φορολογία. Αίτηση/λόγος/πιστοποιητικό ~ης. Βλ. αυτο~, υπ~. 3. ΙΑΤΡ. αφαίρεση με χειρουργική επέμβαση: ολική/ριζική ~. Πβ. εκτομή. ● ΣΥΜΠΛ.: ρήτρα εξαίρεσης: ΝΟΜ. δικαίωμα κράτους-μέλους διεθνούς κοινότητας ή οργανισμού να μην συμπράξει με τα υπόλοιπα σε συγκεκριμένο τομέα της συνεργασίας τους., φωτεινή εξαίρεση: για κάποιον ή κάτι που ξεχωρίζει για τις θετικές του ιδιότητες: Εσύ είσαι/παραμένεις η μόνη ~ ~. Με (ελάχιστες) ~ές ~έσεις. ● ΦΡ.: η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα: δεν ακυρώνει τη γενική του ισχύ. [< γαλλ. l' exception confirme la règle] , κάνω εξαίρεση/εξαιρέσεις: δεν φέρομαι με τον ίδιο τρόπο απέναντι σε όλους, μεροληπτώ: Δεν κάνει ~έσεις στην τήρηση των νόμων. Πβ. διακρίσεις., κατ' εξαίρεση (λόγ.) & (λογιότ.) κατ' εξαίρεσιν: αντίθετα με τη συνήθη ή κοινή πρακτική, τον γενικό κανόνα: ~ ~ αποζημίωση/έκδοση άδειας. ~ ~ επιτρέπεται να ... Δέχτηκε ~ ~ να ..., με εξαίρεση (+ αιτ./γεν.) & (λόγ.) εξαιρέσει (+ γεν.): εκτός από, εξαιρώντας: Τα προβλήματα έχουν αποκατασταθεί ~ ~ μεμονωμένες περιπτώσεις. Εξαιρέσει των διατάξεων ..., χωρίς (καμία/καμιά) εξαίρεση: για να δηλωθεί απόλυτη και καθολική συμμετοχή, εφαρμογή: όλοι ~ ~ (: ανεξαιρέτως). Επιβάλλεται ~ ~ η ... [< 1: αρχ. ἐξαίρεσις, γαλλ. exception 2: γαλλ. exemption]

επιβάλλω

επιβάλλω [ἐπιβάλλω] ε-πι-βάλ-λω ρ. (μτβ.) {παρατ. επέβαλλα, αόρ. επέβαλε, επιβάλει, επιβλή-θηκε (λόγ. επεβλήθη, μτχ. επιβλη-θείς, -θείσα, -θέν), επιβλη-θεί, επιβεβλημένος, επιβάλλ-οντας, επιβαλλ-όμενος}: κάνω κάτι (αναγκαίο, δυσάρεστο ή που απορρέει από τον νόμο) να γίνει αποδεκτό από μια ομάδα προσώπων, συνήθ. χωρίς τη θέλησή τους, να εφαρμοστεί ή να ισχύσει, χρησιμοποιώντας κύρος, εξουσία ή βία· ειδικότ. καθιστώ κάτι απαραίτητο: ~ ησυχία/πειθαρχία. Η Αστυνομία προσπαθεί να επιβάλει την τάξη (: σε συγκεκριμένη περίπτωση). Η αρμόδια Αρχή μπορεί να επιβάλλει ποινές (: κάθε φορά που παραβιάζεται ο Νόμος). ~ μια απόφαση/έναν κανονισμό/μία συμπεριφορά/έναν τρόπο ζωής. ~ τη(ν) άποψή/τη θέλησή/τις θέσεις/τους όρους μου. Η κοινωνία ~ει κανόνες. Το δικαστήριο του επέβαλε (= όρισε) ποινή φυλάκισης δύο ετών. ~θηκε εμπάργκο/καθεστώς (τρομοκρατίας). ~θηκαν κυρώσεις/περιορισμοί. ~όμενος/~θείς: φόρος. ~θείσα: αύξηση. ~θέν: πρόστιμο. Βλ. καθιερώνω.|| Μου επέβαλε να διαβάσω (: με εξανάγκασε, υποχρέωσε). Λέω απλώς μια γνώμη, δεν σου την ~.|| Οι καιρικές συνθήκες ~ουν (= απαιτούν) τη λήψη έκτακτων μέτρων. Οι λόγοι που επέβαλαν την παραίτησή μου ήταν σοβαροί. ● Παθ.: επιβάλλεται {απρόσ.} (+ να): είναι αναγκαίο, πρέπει: ~ να εισαχθεί στο νοσοκομείο.|| Τέτοιες ώρες ~ ψυχραιμία (= χρειάζεται)., επιβάλλομαι 1. κυριαρχώ λόγω του σεβασμού ή του δέους που εμπνέω ή της προσοχής που προκαλώ· έχω επιβολή: ~εται (στην τάξη) με την παρουσία/το ύφος/τη φωνή (του). Μπορεί και ~εται στους υφισταμένους της. Ήταν ατίθασος, αλλά κατάφερε να του ~θεί (= να τον δαμάσει, να του πάρει τον αέρα).|| Μνημείο που ~εται στον χώρο με τον όγκο του.|| Δεν μπορείς να ~θείς στον εαυτό σου; Πβ. αυτοσυγκρατούμαι, έχω αυτοκυριαρχία. 2. νικώ, υπερισχύω (σε αγώνα): Επιβλήθηκε στον αντίπαλό του/(λόγ., + γεν.) των αντιπάλων του. Οι γηπεδούχοι ~θηκαν με τρία μηδέν. [< γαλλ. s΄ imposer] ● βλ. επιβεβλημένος [< αρχ. ἐπιβάλλω, γαλλ. imposer]

επιβαρύνω

επιβαρύνω [ἐπιβαρύνω] ε-πι-βα-ρύ-νω ρ. (μτβ.) {επιβάρ-υνε, -ύνθηκε, -υνθεί, -υμένος (λογιότ. επιβεβαρυμένος) κ. (εσφαλμ.) -ημένος, επιβαρύν-οντας} (λόγ.) 1. επιβάλλω σε κάποιον ή κάτι πρόσθετες, κυρ. οικονομικές, υποχρεώσεις: Τον ~ει οικονομικά. Οι αυξήσεις στα προϊόντα ~ουν τα χαμηλά εισοδήματα. Δαπάνες που ~ουν τον προϋπολογισμό. Για πόσο ακόμη θα ~εις τους γονείς σου (= γίνεσαι βάρος· ΑΝΤ. ξαλαφρώνω); Τα έξοδα δικηγόρου τα ~εσαι εσύ (= αναλαμβάνεις, επιφορτίζεσαι, χρεώνεσαι). Αγαθά/τιμές που ~ονται με ΦΠΑ (: αυξάνεται το κόστος). Ο καθένας θα ~υνθεί με εκατό ευρώ επιπλέον. Νοικοκυριά ~υμένα με χρέη. Πβ. βαραίνω. ΑΝΤ. ελαφρύνω 2. φορτώνω· επιδεινώνω: Η ανθρώπινη δραστηριότητα ~ει την ατμόσφαιρα/το περιβάλλον/τον πλανήτη. Απόβλητα ~υμένα με βαρέα μέταλλα. Το πρόγραμμα ~ύνθηκε από έκτακτα μαθήματα.|| Το κάπνισμα ~ει την υγεία. Τροφές που δεν μας ~ουν με θερμίδες. Ασθενείς με ~υμένο ιατρικό ιστορικό. ~υμένος: οργανισμός.|| Δεν ήθελα να σας ~ με τα δικά μου προβλήματα (πβ. ενοχλώ). Συναισθηματικά ~υμένος. Πβ. φορτίζω.|| Όσο μιλάς/ό,τι και να πεις, ~εις τη θέση σου. Πβ. δυσκολεύω, δυσχεραίνω, χειροτερεύω. [< μτγν. ἐπιβαρύνω, γαλλ. aggraver, γερμ. belasten]

επιβεβλημένος

επιβεβλημένος, η, ο [ἐπιβεβλημένος] ε-πι-βε-βλη-μέ-νος επίθ. (λόγ.): που επιβάλλεται, απαραίτητος, αναγκαίος: ~ος: (ο) διάλογος. ~η: απάντηση/απόφαση. ~ο: καθήκον. ~ες: (οι) αλλαγές/(οι) αυξήσεις. ~α: μέτρα. Ενέργειες ~ες από τις ιστορικές συνθήκες. Θεώρησα/έκρινα ~η την παρέμβασή μου. Είναι ~ο (= πρέπει) να ... ΣΥΝ. επιτακτικός (1), υποχρεωτικός (1) ● βλ. επιβάλλω [< ἐπιβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ἐπιβάλλω, γαλλ. imposé]

επιγονατίδα

επιγονατίδα [ἐπιγονατίδα] ε-πι-γο-να-τί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. μικρό πλατύ τριγωνικό οστό που βρίσκεται μπροστά από το μηριαίο, στην περιοχή του γόνατος, και προστατεύει την άρθρωση: εξάρθρημα/χονδροπάθεια (της) ~ας. 2. προστατευτικό κάλυμμα του γόνατος που φορούν κυρ. αθλητές. Βλ. επιαγκωνίδα, επικαλαμίδα, επιστραγαλίδα. [< 1: αρχ. ἐπιγονατίς]

επιστητό

επιστητό [ἐπιστητό] ε-πι-στη-τό ουσ. (ουδ.) (λόγ.): οτιδήποτε μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος και να μελετήσει επιστημονικά: κλάδοι/περιοχές/τομείς του ~ού. ● ΦΡ.: επί παντός (του) επιστητού: (λόγ.-συχνά ειρων.) για κάθε θέμα: αναλύσεις/απόψεις/δηλώσεις/κριτική/φλυαρίες ~ ~. Έχει γνώμη ~ ~. Μιλούν/συζητούν ~ ~. Εμφανίζονται ως ειδικοί ~ ~ (βλ. πανεπιστήμων, παντογνώστης). [< αρχ. ἐπιστητός, ουδ. ἐπιστητόν ‘επιστημονικό αντικείμενο’]

έργο

έργο [ἔργο] έρ-γο ουσ. (ουδ.) 1. δραστηριότητα ή σύνολο ενεργειών, η εκτέλεση των οποίων οδηγεί σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα με προκαθορισμένο ή όχι στόχο: ακαδημαϊκό/διδακτικό/εκπαιδευτικό/επιστημονικό/ερευνητικό/θεάρεστο/ιεραποστολικό/κοινωνικό/κυβερνητικό/νομοθετικό/συμβουλευτικό/τιτάνιο/φιλανθρωπικό ~. ~α ανάπλασης (της παραλίας)/αναστήλωσης/συντήρησης/υποδομής. Αναπτυξιακά/αντιπλημμυρικά/αρδευτικά/κατασκευαστικά/οδικά/ολυμπιακά ~α. (σε προειδοποιητική πινακίδα) Προσοχή ~α! (: τεχνικά ~α). Ανάδοχος/ανάθεση/αξιολόγηση/απολογισμός/δημοπράτηση/διαχείριση/επικεφαλής/μίσθωση/πρόοδος/προϋπολογισμός/στόχος/συντελεστές/συντονιστής/υλοποίηση/χρηματοδότηση (ενός) ~ου.|| Αντίθεση/συμφωνία ~ων-λόγων. Καλά ~α (= καλές πράξεις).|| Αναλαμβάνω/εγκαινιάζω/εκπονώ/εκτελώ/επιτελώ/παράγω/πραγματοποιώ (ένα) ~. Το ~ (δεν) ολοκληρώθηκε. Είναι ~ μιας (ολόκληρης) ζωής. Το ~ της ζωής του (: το πιο σημαντικό). Ο βίος και το ~ κάποιου (: το σύνολο των ~ων του). Πβ. κατασκεύασμα.|| Είναι ~ της αστυνομίας/κυβέρνησης. Πβ. αποστολή, αρμοδιότητα, καθήκον, υποχρέωση, χρέος. Βλ. πάρεργο, υπο~. 2. (ειδικότ.) κάθε καλλιτεχνικό, πνευματικό δημιούργημα: ζωγραφικό/θεατρικό/κινηματογραφικό/κλασικό/λογοτεχνικό/μεταφραστικό/μοντέρνο/μουσικό/πρωτότυπο/συνολικό/τηλεοπτικό ~. Δημοσιευμένο ερευνητικό-επιστημονικό ~. ~ γλυπτικής (: άγαλμα, γλυπτό)/χαρακτικής. Πρόκειται για ένα μνημειώδες ~ χιλίων σελίδων (πβ. βιβλίο). Αν και πέθανε πρόωρα, άφησε πίσω της αξιόλογο/λαμπρό/σπουδαίο συγγραφικό ~. Ο πίνακας είναι ~ του 18ου αι./του ζωγράφου ... (ειδικότ. για παράσταση ή ταινία, φιλμ) Πρόβες για το ~. Η μουσική-σκηνοθετική επιμέλεια ενός ~ου. Ανεβάζω/βιντεοσκοπώ/γυρίζω/προβάλλω/πρωταγωνιστώ σε/σκηνοθετώ ένα ~. Τι ~ έχει/παίζει (η τηλεόραση/το σινεμά); 3. ΦΥΣ. ποσότητα ενέργειας που παράγεται από την κίνηση του σημείου εφαρμογής μιας δύναμης και η οποία υπολογίζεται από το γινόμενο της δύναμης αυτής και της μετατόπισης του σημείου: μονάδα μέτρησης ~ου (= τζάουλ). ● Υποκ.: εργάκι (το): συνήθ. στη σημ. 2. ● Μεγεθ.: εργάρα (η): συνήθ. στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσια έργα: κοινωφελή έργα που εκτελούνται από το Δημόσιο ή για λογαριασμό του: εκτέλεση/κατασκευή ~ων ~ων (π.χ. γέφυρες). ~ ~ στην περιφέρεια. [< γαλλ. travaux publics] , απένταξη έργου βλ. απένταξη, βιβλίο/έργο αναφοράς βλ. αναφορά, εγγειοβελτιωτικά έργα βλ. εγγειοβελτιωτικός, έργα βιτρίνας βλ. βιτρίνα, έργο τέχνης βλ. τέχνη, καταναγκαστικά έργα βλ. καταναγκαστικός, προένταξη έργου βλ. προένταξη, προϊόντα/έργα της διάνοιας βλ. διάνοια, σύμβαση (ανάθεσης/μίσθωσης) έργου βλ. σύμβαση ● ΦΡ.: (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί (μτφ.-προφ.): για δυσάρεστη συνήθ. κατάσταση που έχει ξαναζήσει ή γνωρίζει καλά κάποιος, για επανάληψη κακής προηγούμενης συμπεριφοράς κάποιου: Επειδή ~ ~ , κράτα την ψυχραιμία σου., επί το έργον (λόγ.): κατά την εκτέλεση έργου: νοσηλευτές/πυροσβέστες ~ ~. Τους έπιασαν/συνελήφθησαν ~ ~ (πβ. επ' αυτοφώρω).|| (προφ. ως προτροπή) Εμπρός λοιπόν ~ ~! , έργα και ημέρες (συνήθ. ειρων.): για αναφορά σε περιπετειώδη ζωή ή αξιοσημείωτες πράξεις και γεγονότα: ~ ~ της κυβέρνησης/του συλλόγου., αμ' έπος αμ' έργον βλ. έπος, ευχής έργο βλ. ευχή, λόγω και έργω βλ. λόγος, Μέγας είσαι/ει Κύριε (και θαυμαστά τα έργα σου)! βλ. Κύριος [< αρχ. ἔργον, γαλλ. œuvre, ouvrage, travail, αγγλ. work]

έσχατος

έσχατος, η, ο [ἔσχατος] έ-σχα-τος επίθ. {λογιότ. θηλ. εσχάτη} (λόγ.) 1. τελευταίος: ~η: λύση (: αναγκαστική)/προσπάθεια/στιγμή. ~ο: (χρονολογικά) έργο/καταφύγιο/μέσο/μέτρο/παράδειγμα/στάδιο/(χρονικό) όριο. Στην ~η περίπτωση.|| (για πρόσ.) ~ος: εισηγητής. (ως ουσ.) Ο ~ των ομιλητών. ΑΝΤ. πρώτος.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~η κρίση (= Δευτέρα Παρουσία). ~οι: καιροί/χρόνοι. ~ες: ημέρες/ώρες. Πβ. στερνός, ύστατος. 2. (μτφ.) που είναι κατώτερος ή ανώτερος ποσοτικά ή ποιοτικά· που έχει μια αρνητική ή θετική ιδιότητα σε ανώτερο βαθμό: ~ος: ξεπεσμός. ~η: ανάγκη/ένδεια. ~ο: έγκλημα. Λαϊκισμός ~άτου είδους. Έχουμε φτάσει στο ~ο (= χειρότερο) σημείο αδιαφορίας/εξευτελισμού/παρακμής.|| ~ος: κίνδυνος (= πολύ υψηλός). ~η: αλήθεια. ~ες: συνέπειες. Ο ~ σκοπός/στόχος ενός σχεδίου (πβ. απώτερος, υπέρτατος). Πβ. μέγιστος. 3. ο πιο απομακρυσμένος: ~ος: τόπος. ~ο: άκρο/σημείο. Πβ. απώτατος. ΑΝΤ. εγγύτατος, πλησιέστερος.|| (μτφ.) Τα ~α βάθη της ψυχής. ● Ουσ.: έσχατα (τα) {εσχάτων} 1. το πιο απομακρυσμένο σημείο: τα ~ της Γης/της θάλασσας/του κόσμου/του Σύμπαντος. 2. (μτφ.) το οριακό σημείο, τα τελευταία όρια: Μην εξωθείς στα ~ (= άκρα) την υπομονή μου!|| Τα ~ (= το τέλος) της ιστορίας. Στα ~ του βίου του (= στα τελευταία του). ● ΣΥΜΠΛ.: εσχάτη προδοσία βλ. προδοσία ● ΦΡ.: επ' εσχάτων (λόγ.): τώρα τελευταία: Έχει παρατηρηθεί ~ ~ ..., η εσχάτη των ποινών (λόγ.) 1. θανατική καταδίκη: Επιβλήθηκε η ~ ~. Έχει καταδικαστεί με την ~ ~. Την ~ ~ ζήτησε ο εισαγγελέας. ΣΥΝ. θανατική ποινή 2. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) πέναλτι: Ο διαιτητής έδωσε/καταλόγισε/σφύριξε/υπέδειξε την ~ ~. Παίκτης που εκτέλεσε/κέρδισε την ~ ~., μέχρι(ς) εσχάτων (λόγ.): μέχρι την τελευταία στιγμή ή ως τον θάνατο: αγώνας/μάχη/πόλεμος ~ ~. ΣΥΝ. μέχρι τελικής πτώσης/πτώσεως, μέχρι τέλους, οι έσχατοι έσονται πρώτοι (και οι πρώτοι έσχατοι) (ΚΔ): (για εξύμνηση της ταπεινοφροσύνης) σε περιπτώσεις που ανατρέπεται μια κατάσταση και όσοι είναι ή θεωρούνται τελευταίοι γίνονται πρώτοι (και αντίστροφα)., (και έσται) η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης βλ. πλάνη1, τελευταίος, αλλά όχι έσχατος/λιγότερο σημαντικός/ασήμαντος βλ. τελευταίος [< 1, 3: αρχ. ἔσχατος]

έτος

έτος [ἔτος] έ-τος ουσ. (ουδ.) {έτ-ους | -η, -ών} 1. χρονικό διάστημα τριακοσίων εξήντα πέντε ημερών (ή τριακοσίων εξήντα έξι για δίσεκτο έτος), που συνήθ. αρχίζει (συμβατικά) την πρώτη Ιανουαρίου και τελειώνει την τριακοστή πρώτη Δεκεμβρίου και χωρίζεται σε δώδεκα μήνες (το ημερολογιακό έτος) ή μπορεί να αρχίζει σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία· μία συγκεκριμένη από αυτές τις περιόδους, συνήθ. στη χρονολογική της σειρά: επετειακό/επόμενο/μεταβατικό/παρελθόν/περασμένο/πλήρες/τρέχον ~. Στην αρχή/με την πάροδο/στο τέλος του ~ους. Η πρώτη μέρα (πβ. πρωτοχρονιά)/οι εποχές του ~ους. Απαιτούμενη προϋπηρεσία: ένα ως δύο ~η. Δάνειο διαρκείας με σταθερό επιτόκιο για τρία ~η. Κατά τα προηγούμενα ~η. Επί δύο συναπτά ~η. Ύστερα από προσπάθειες πολλών ~ών ... Εγγύηση δύο ~ών. Ποινή κάθειρξης είκοσι ~ών. Προ ~ών (: πριν από πολλά ~η). Από (πολλών) ~ών (: εδώ και πολλά ~η). Εξόφληση χρέους εντός τριών ~ών.|| (ειδικότ. για την ηλικία) Συμπλήρωση του πεντηκοστού ~ους της ηλικίας. Έγινε ογδόντα/πέθανε σε ηλικία ενενήντα ~ών. Γυναίκες άνω/κάτω των σαράντα ~ών. Πόσων ~ών (= χρονών) είστε;|| Ουίσκι δώδεκα ~ών.|| (ευχετ.) Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο το νέο ~. ~ αποφοιτήσεως/γεννήσεως/έκδοσης (πβ. χρονολογία).|| (σε άλλο σύστημα χρονολόγησης:) Το ~ του Φιδιού (στο κινέζικο ημερολόγιο). Ένα ~ Εγίρας (στο ισλαμικό ημερολόγιο που αντιστοιχεί στο 622 μ.Χ.). Το ~ 7107 από κτίσεως κόσμου (δηλ. 1599 μ.Χ.). Το ~ μιας Ολυμπιάδας. ΣΥΝ. χρονιά (1), χρόνος (6) 2. (ειδικότ.) χρονικό διάστημα, μικρότερο συνήθ. από ένα έτος, κατά το οποίο λειτουργεί ένα ίδρυμα, ινστιτούτο· συνεκδ. σύνολο προσώπων που φοιτούν μαζί σε σχολείο, πανεπιστήμιο: ακαδημαϊκό-πανεπιστημιακό ~. Παράταση διδακτικού ~ους. Μαθήματα πρώτου ~ους (σπουδών). Διαγωνίσματα/εκπαιδευτική εκδρομή/εξετάσεις/υποτροφίες ~ους ... Φοιτητές δευτέρου ~ους/μεγαλύτερων ~ών/του ~ους μου. Δεν ήταν στο δικό μου ~ (= δεν ήμασταν συμφοιτητές). Βλ. ανθρωπο~, γενιά. 3. ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για μια πλήρη περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο, το ηλιακό, τροπικό έτος· κατ' επέκτ. ο χρόνος περιφοράς ενός πλανήτη ή δορυφόρου γύρω από τον Ήλιο ή άλλο πλανήτη, αντίστοιχα: το ~ του Άρη/της Σελήνης. ● ΣΥΜΠΛ.: εκκλησιαστικό έτος: που αρχίζει την πρώτη Σεπτεμβρίου και τελειώνει την τριακοστή πρώτη Αυγούστου. ΣΥΝ. ίνδικτος (1), έτος φωτός 1. ΑΣΤΡΟΝ. {κυρ. στον πληθ.} μονάδα μήκους (διεθνές σύμβ. ly) που ισούται με την απόσταση που διανύει το φως στο κενό σε ένα έτος: Γαλαξίας που απέχει ... εκατομμύρια ~η ~ από τη Γη. 2. {μόνο στον πληθ.} (μτφ.) για να δηλωθεί εμφατικά πολύ μεγάλη (ποιοτική) διαφορά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων συγκρινόμενων πραγμάτων, προσώπων: Η θεωρία απέχει συχνά ~η ~ από την πράξη. Βρισκόμαστε ~η ~ (μακριά) από τις συνήθειες των παππούδων μας. [< αγγλ. light year, 1925] , Ευρωπαϊκό/Διεθνές/Παγκόσμιο Έτος: χρονικό διάστημα συνήθ. ενός έτους, αφιερωμένο σε συγκεκριμένο θέμα, πρόσωπο, ιδέα, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνται σχετικές εκδηλώσεις σε ευρωπαϊκό, διεθνές ή παγκόσμιο επίπεδο., ηλιακό/τροπικό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών εαρινών ή φθινοπωρινών ισημεριών που ισοδυναμεί με 365 μέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 45.51 δευτερόλεπτα: ημερολόγιο βασισμένο στο ~ ~. Μέσο τροπικό ~ (365, 2421988 ... μέρες). Βλ. γρηγοριανό/νέο, ιουλιανό/παλαιό ημερολόγιο, ηλιακός χρόνος. [< γαλλ. année solaire/tropique] , ημερολογιακό έτος & πολιτικό έτος: από την 1η Ιανουαρίου ως την 31η Δεκεμβρίου. [< αγγλ. calendar year] , οικονομικό έτος: ΟΙΚΟΝ. λογιστική περίοδος δώδεκα μηνών: απολογισμός/έξοδα/έσοδα/ισολογισμός/κέρδη ~ού ~ους ... Φορολογικές δηλώσεις ~ού ~ους ... Εκκαθάριση λογαριασμών-~ά ~η ... [< αγγλ. financial year] , σεληνιακό έτος: με διάρκεια τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ημερών., σχολικό έτος: το χρονικό διάστημα λειτουργίας των σχολείων, συμπεριλαμβανομένων των παραδόσεων και των εξετάσεων: Το ~ ~ διαρκεί από την πρώτη Σεπτεμβρίου έως την τριακοστή Ιουνίου. Πβ. χρονιά., αστρικό έτος βλ. αστρικός, κοσμικό/γαλαξιακό έτος βλ. κοσμικός, πλήρης ημερών βλ. ημέρα, το ενεστώς έτος βλ. ενεστώς, υδρολογικό έτος βλ. υδρολογικός ● ΦΡ.: αίσιο(ν) και ευτυχές το νέο(ν) έτος (λόγ.): (σε ευχετήριες κάρτες και επιστολές) στερεότυπη ευχή για το νέο έτος., ανά/κατ' έτος: (για, σε) κάθε έτος, ετησίως: δαπάνες/δημοσιεύσεις/ταξινόμηση ~ ~.|| (ως επίθ.) Βράβευση της κατ' έτος (= ετήσιας) σημαντικότερης ερευνητικής εργασίας στον χώρο της ..., εις πολλά έτη/έτη πολλά (λόγ.): ευχή για μακροζωία: ~ ~ με υγεία και χαρά! (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ ~, ∆έσποτα! Πβ. χρόνια πολλά., εν έτει (λόγ.): το έτος: Έργο γραμμένο ~ ~ ... , επί σειρά(ν) ετών (λόγ.): για πολλά και διαδοχικά χρόνια: πρόεδρος/πρωταθλητής ~ ~.|| (ως επίθ.) Ο ~ ~ διευθυντής. , καθ' όλο(ν) το έτος (λόγ.): σε όλη τη διάρκεια του έτους: Το ξενοδοχείο λειτουργεί ~ ~., κατ' έτος (επίσ.): (για) κάθε χρονιά, ετησίως: αποδοχές ~ ~. Η κατώτατη τιμή ορίζεται ~ ~., (κατά) το σωτήριο(ν) έτος βλ. σωτήριος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος [< αρχ. ἔτος, γαλλ. année, αγγλ. year]

ευκαιρία

ευκαιρία [εὐκαιρία] ευ-και-ρί-α ουσ. (θηλ.) {ευκαιρι-ών} 1. ευνοϊκή, κατάλληλη στιγμή, για να συμβεί κάτι ή να κάνει κάποιος κάτι: δεύτερη/διπλή/ιστορική/μοναδική/νέα/τελευταία ~. Αναζήτηση/απώλεια/δημιουργία ~ών. Με/σε κάθε ~. Αξιοποιώ/βρίσκω/εκμεταλλεύομαι την ~. Παρουσιάζεται μία ~. Επωφελούμαι της ~ας. Είναι καλή ~ να λύσετε τις διαφορές σας. Είναι η ~ της ζωής σου! Όταν έχω/μόλις βρω ~ (= χρόνο). ~ (= αφορμή) έψαχνα, για να σε συναντήσω. 2. δυνατότητα για την πραγματοποίηση ενός στόχου: επαγγελματική/επενδυτική/επιχειρηματική ~. Δίκτυο/σχολείο πολλαπλών ~ών (για νέους). Δίνω/παρέχω/προσφέρω σε κάποιον την ~ να/για ... Μου δόθηκε η ~ να/για ... Στερώ από κάποιον την ~ για/να ... Έχασε/κλότσησε την ~ να ... ~ες ανάπτυξης/απασχόλησης/εργασίας/καριέρας/μάθησης/σταδιοδρομίας/χρηματοδότησης (ενός έργου). Χαμένες ~ες για γκολ. Πβ. ευχέρεια. 3. αγορά αγαθού σε συμφέρουσα τιμή και το ίδιο το αγαθό: Ο εκτυπωτής (που αγόρασα) ήταν μεγάλη ~. Πβ. κελεπούρι. ● ΣΥΜΠΛ.: ισότητα ευκαιριών: ΝΟΜ. η συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων των ανθρώπων, χωρίς διακρίσεις λόγω φυλής, χρώματος, θρησκείας, εθνικότητας, φύλου, φυσικής ή διανοητικής υστέρησης, ηλικίας: ~ ~ για άτομα με ειδικές ανάγκες/στην αγορά εργασίας/στην εκπαίδευση/μεταξύ ανδρών και γυναικών., κόστος ευκαιρίας & εναλλακτικό κόστος: ΟΙΚΟΝ. το κέρδος από μια συναλλαγή ή επένδυση σε σχέση με το διαφυγόν κέρδος που θα προέκυπτε από μια εναλλακτική αντίστοιχη ενέργεια. [< αγγλ. opportunity cost, 1911] , σημαία ευκαιρίας βλ. σημαία, σχολείο δεύτερης ευκαιρίας βλ. σχολείο ● ΦΡ.: αρπάζω την ευκαιρία (από τα μαλλιά) (προφ.): αξιοποιώ αμέσως τη δυνατότητα που μου δίνεται., δεν αφήνω/δεν χάνω ευκαιρία για/να ...: για κάτι που κάνει κάποιος κάθε φορά που παρουσιάζονται οι κατάλληλες συνθήκες: Δεν αφήνει ~ για πείραγμα. Δεν χάνει ~ να μου δημιουργεί προβλήματα/να περηφανεύεται για τα κατορθώματά του.|| (ειρων.) Μη χάσεις ~ εσύ και δεν σχολιάσεις., με την ευκαιρία & (λόγ.) επί τη ευκαιρία/επ' ευκαιρία: (+ γεν.) λόγω, με αφορμή, εκμεταλλευόμενος την περίσταση: ~ ~ της επετείου του γάμου σας/της ονομαστικής σας εορτής ...|| ~ ~ (: μιας και το έφερε η κουβέντα), θα ήθελα να προσθέσω ότι ... [< γαλλ. à l'occasion de] , με την πρώτη/σε πρώτη ευκαιρία: μόλις μπορέσω, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή: ~ ~ θα τα πούμε από κοντά. Θα έρθω να σε δω ~ ~., σε δεδομένη ευκαιρία: μόλις δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις., σε τιμή ευκαιρίας: σε συμφέρουσα για τον αγοραστή τιμή, πολύ οικονομικά: (σε αγγελίες) Ηλεκτρικά είδη ~ ~. Μονοκατοικία πωλείται ~ ~. Πβ. οκαζιόν., αδράχνω την ευκαιρία βλ. αδράχνω, ανοίγω ευκαιρίες βλ. ανοίγω, δράττομαι της ευκαιρίας βλ. δράττομαι, ευκαιρίας δοθείσης/δοθείσης (της) ευκαιρίας βλ. δοθείς [< αρχ. εὐκαιρία ‘κατάλληλος χρόνος, αφθονία, ευημερία’, γαλλ. occasion]

ζήτω

ζήτω ζή-τω επιφών. {άκλ.}: για δήλωση ένθερμης αποδοχής ή υποστήριξης: ~! Κερδίσαμε! ~ (ΑΝΤ. έξω, κάτω) η δημοκρατία! Πβ. γιούπι, ολέ, τραλαλά. ΑΝΤ. ου2 ● Ουσ.: ζήτω (το): ζητωκραυγή, επιδοκιμασία: Την ανακοίνωση του αποτελέσματος διαδέχθηκαν τα ~ και οι πανηγυρισμοί. ΣΥΝ. επευφημία ΑΝΤ. γιούχα, γιουχάισμα ● ΦΡ.: δεν κάνει ούτε για ζήτω (για πρόσ., προφ.): είναι άχρηστος, δεν αξίζει τίποτα., ζήτω που καήκαμε! (ειρων.): για πολύ δύσκολη κατάσταση ή προδιαγεγραμμένη αποτυχία: Αν περιμέναμε από 'σένα να μας βοηθήσεις, ~ ~!, ούτε για ζήτω (προφ.): σε περιπτώσεις που κάτι δεν επαρκεί, δεν είναι αρκετό: Ο μισθός που παίρνει δεν του φθάνει ~ ~. ● βλ. ζω1 [< μτγν. ζήτω, γ’ πρόσ. προστ. εν. του ρ. ζῶ]

ζυγός

ζυγός, ή, ό ζυ-γός επίθ. 1. (για αριθμό) άρτιος, δηλ. διαιρείται ακριβώς με το δύο. ΑΝΤ. μονός (2), περιττός (2) 2. που έχει ή φέρει άρτιο αριθμό: ~ή: αρίθμηση. ~ές: ημερομηνίες/μέρες. ~ά: νούμερα. ● Ουσ.: ζυγά (τα) 1. ζυγοί αριθμοί: Ρίξτε το ζάρι και όποιος φέρει ~ κερδίζει. 2. αυτοκίνητα με ζυγό το τελευταίο ψηφίο του αριθμού κυκλοφορίας στις πινακίδες τους: Σήμερα κυκλοφορούν τα ~ στον δακτύλιο. Βλ. μονά. ● ΦΡ.: ζυγά ζυγά (λαϊκό): κατά ζεύγη. ΣΥΝ. ζευγαρωτά, μονά-ζυγά βλ. μονός, παίζω μονά-ζυγά βλ. μονός, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός [< μτγν. ζυγός]

ήλος

ήλος [ἧλος] ή-λος ουσ. (αρσ.) 1. (επίσ.) καρφί: μπουλόνια, κοχλίες και ~οι. Βλ. πριτσίνι. 2. ΙΑΤΡ. συνδετικό υλικό συνήθ. από μέταλλο, το οποίο χρησιμεύει για την επανένωση οστών που έχουν υποστεί κάταγμα: ενδομυελικοί ~οι. ● ΦΡ.: θέτω τον δάκτυλον εις/επί τον τύπον των ήλων (ΚΔ) (μτφ.-λόγ.) 1. ασχολούμαι άμεσα και αποφασιστικά με την ουσία ενός θέματος ή προβλήματος: Η κυβέρνηση πρέπει να θέσει ~, για να βρεθεί λύση στο φλέγον ζήτημα της ανεργίας. 2. ζητώ χειροπιαστές αποδείξεις, προκειμένου να πειστώ για κάτι: Αν δεν θέσω πρώτα τον δάκτυλόν μου ~, δεν πιστεύω τίποτα απ' όσα μου λες. [< 1: αρχ. ἧλος]

ημέρα

ημέρα [ἡμέρα] η-μέ-ρα ουσ. (θηλ.) {ημερών} (επίσ.) & (προφ.) μέρα 1. (συνήθ. στον τ. μέρα) η περίοδος φωτός μεταξύ της ανατολής και της δύσης του ήλιου: ανοιξιάτικη/βροχερή/ζεστή/ηλιόλουστη/λαμπερή/συννεφιασμένη/φωτεινή/χειμωνιάτικη/ωραία ~. Η μικρότερη ~ του χρόνου. Το ξεκίνημα/η μέση/το τέλος της ~ας. Με το φως της ~ας (= της αυγής). Η ~ έρχεται/φεύγει. Θέλω να τελειώσω όσο είναι ακόμα ~. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ~! Μια καινούργια ~ αρχίζει/ξεκινά/ξημερώνει. Μεγάλωσε/μίκρυνε η ~ (: με την αλλαγή της ώρας). (ευχετ.) Καλή ~ (= καλημέρα)! ΑΝΤ. βράδυ (1), νύχτα (1) 2. (ως υποδιαίρεση του χρόνου) το εικοσιτετράωρο διάστημα κατά το οποίο η Γη ολοκληρώνει μία πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονά της· γενικότ. οποιοδήποτε αντίστοιχο διάστημα· ΑΣΤΡΟΝ. ο χρόνος που χρειάζεται ένα ουράνιο σώμα για μια παρόμοια περιστροφή: ~ γέννησης (πβ. ημερομηνία). Οι ~ες της εβδομάδας. Μια ~ του καλοκαιριού.|| Κρίσιμη/περίεργη/συνηθισμένη ~. Η επόμενη (/αυριανή· ΣΥΝ. αύριο)/σημερινή (= σήμερα)/χθεσινή (/προηγούμενη· ΣΥΝ. χθες) ~. Η ωραιότερη ~ της ζωής μου! Πρώτη ~ στο σχολείο. Μια ~ μετά/πριν. Ανοιχτά κάθε μέρα (= όλη την εβδομάδα), όλη μέρα (= όλες τις ώρες της ~ας). Οι ζυγές/μονές ~ες του μήνα. Οι τριακόσιες εξηνταπέντε ~ες του χρόνου. Πέντε ~ες άδεια. Τι ~ είναι σήμερα/πέφτει της Παναγίας; Τι ~ κι αυτή! Ήταν μια άσχημη/ξεχωριστή ~ για την ομάδα. Αύριο (είναι) η μεγάλη ~! Πόσες ώρες την ~ δουλεύει; Για τρίτη κατά σειρά/συνεχή ~ ... Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν κάθε ~ (= καθημερινά). Διάβασα το βιβλίο σε μια μόνο ~. (Απο)μένουν δύο ~ες μέχρι ... Έχω ~ες να/πάνε ~ες που έχω να τον δω. Σε λίγες ~ες θα συναντηθούμε. Θέλω ακόμη δυο ~ες, για να τελειώσω. Βλ. ανθρωπο~. ΣΥΝ. εικοσιτετράωρο, ημερονύκτιο 3. (συνήθ. στον τ. ημέρα) εικοσιτετράωρη περίοδος ή καθορισμένο τμήμα της, αφιερωμένη σε συγκεκριμένη δραστηριότητα, γεγονός, γιορτή, επέτειο ή ορισμένο γεγονός: γιορτινή/ελεύθερη/εργάσιμη/ιστορική ~. ~ αργίας/δράσης/εθελοντικής αιμοδοσίας/επισκέψεων/μνήμης/πένθους/χαράς. Η ~ του γάμου/της δίκης/των εκλογών/(ΕΚΚΛΗΣ.) του Κυρίου (= Κυριακή)/του Πάσχα. Παγκόσμια ~ (της) Ειρήνης/κατά του Έιτζ/(της) Μουσικής/(του) Περιβάλλοντος/Προσφύγων. Η ~ της Γυναίκας/του Παιδιού. ~ες κινηματογράφου/πολιτισμού.|| Εφημερεύει δέκα ~ες τον μήνα. Ζητάει/παίρνει ... ευρώ την ~ (: για το χρονικό διάστημα της ~ας που εργάζεται). Το αφεντικό μου οφείλει δώδεκα ~ες (: μισθό αντίστοιχο των δώδεκα ~ών εργασίας). 4. (συνήθ. στον τ. μέρα) απροσδιόριστο χρονικό σημείο: Ήρθε η ~ που περίμενα! Κάποια ~ θα γυρίσει, δεν μπορεί! Δεν έχω χρόνο, θα τα πούμε μια άλλη ~. Την άλλη ~ (= πρόσφατα, τις προάλλες) μου έλεγες πως θα πας ταξίδι κι είσαι ακόμη εδώ; Μια ~ θα με θυμηθείς (ΣΥΝ. κάποτε). Πβ. στιγμή, ώρα.|| Μία από αυτές τις ~ες θα την επισκεφτώ (= σύντομα). 5. (ως επίρρ.) όσο φέγγει το φως του ήλιου: Δουλεύει/έφτασε/έφυγε/ξεκίνησε/ταξίδεψε ~.ημέρες/μέρες: περίοδος, εποχή, καιρός: ~ του 19... /δόξας/πολέμου. Διανύουμε δύσκολες/ευτυχισμένες/ήσυχες/μεγάλες/παράξενες ~. Έρχονται καλύτερες/μαύρες μέρες. Στις μέρες μας τα πράγματα ήταν αλλιώς. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλιακή ημέρα: ΑΣΤΡΟΝ. ο χρόνος (περ. εικοσιτέσσερις ώρες) που μεσολαβεί μεταξύ δύο διαδοχικών διαβάσεων του Ήλιου από τον μεσημβρινό ενός τόπου, μια πλήρης τροχιά του γύρω από τη Γη από το ένα μεσημέρι ως το επόμενο: Η μέση ~ ~ είναι τέσσερα λεπτά μεγαλύτερη από την αστρική ημέρα. Βλ. ηλιακός χρόνος., πλήρης ημερών & (σπάν.) πλήρης ετών (ΠΔ): (λόγ., για πρόσ. που πέθανε) σε προχωρημένη ηλικία: Απεβίωσε/έφυγε ~ ~., πολιτική ημέρα: ΑΣΤΡΟΝ. το εικοσιτετράωρο διάστημα, με σημείο εκκίνησης τα μεσάνυχτα, κατά το οποίο η Γη εκτελεί μια πλήρη περιστροφή γύρω από την εαυτό της. [< αγγλ. civil day] , αστρική ημέρα βλ. αστρικός, γόνιμες (η)μέρες βλ. γόνιμος, Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών βλ. γλώσσα, η ημέρα/η ώρα της κρίσεως/της κρίσης βλ. κρίση, ημέρα καριέρας βλ. καριέρα ● ΦΡ.: επί των ημερών (κάποιου) (λόγ.): κατά την περίοδο που κυβερνούσε, κατείχε υψηλό αξίωμα ή βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του: ~ ~ του ... έγιναν μεγάλες μεταρρυθμίσεις., προ ημερών (λόγ.): πριν από λίγες μέρες: Τον είδα ~ ~., στο τέλος της ημέρας: τελικά, σε τελική ανάλυση: ~ ~ είχες δίκιο. [< αγγλ. at the end of the day γαλλ. à la fin de la journée] , της ημέρας: για κάτι που συμβαίνει σήμερα ή που βρίσκεται τώρα στην πρώτη θέση, στην επικαιρότητα: οι εκδηλώσεις/το πιάτο/η προσφορά/οι ταινίες ~ ~.|| Το ανέκδοτο/η είδηση/το θέμα/το πρόσωπο/η φωτογραφία ~ ~!, άδραξε τη(ν) (η)μέρα βλ. αδράχνω, είδε το (πρώτο) φως της της ζωής/ της (η)μέρας/ /του ήλιου βλ. φως, εντός της ημέρας/των ημερών βλ. εντός, έργα και ημέρες βλ. έργο, τη(ν) σήμερον ημέρα(ν) βλ. σήμερον [< αρχ. ἡμέρα, μεσν. μέρα, γαλλ. jour, αγγλ. day, γερμ. Tag]

θέμα

θέμα θέ-μα ουσ. (ουδ.) {θέμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. οτιδήποτε τίθεται υπό εξέταση, πραγμάτευση ή προβληματισμό· αντικείμενο διαλόγου ή μελέτης, ζήτημα ή πρόβλημα: ~ ομιλίας. Συνέδριο με ~ ... Βασικό/κύριο/πρώτο ~ στην ημερήσια διάταξη. ~ για/προς συζήτηση. Ταξινόμηση κατά ~. ~ατα υγείας. Ειδικός σε ~ατα φορολογίας. Αναλύω/αναπτύσσω/ασχολούμαι με/διερευνώ/εκθέτω/εξαντλώ/ερευνώ/θίγω/καταπιάνομαι με/μελετώ/παρουσιάζω/πραγματεύομαι ένα ~. Έχω ~ με Δεν είναι/συνιστά ~ της αρμοδιότητάς μου. Το όλο ~ έχει ως εξής ... Δεν έχω άποψη για το ~. Ας επιστρέψουμε στο/ξεφύγαμε απ’ το ~ μας. Έπιασε το ~ σε όλη του την έκταση.|| Περνώ/πηδώ από το ένα ~ στο άλλο. Μην αλλάζεις ~! Έλα/μπες στο ~ (πβ. προκείμενο, ψητό). Το ~ είναι πιασάρικο/πουλάει. Ας μείνει εκεί το ~ (: ας μην το συζητήσουμε άλλο).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Προβολή ~ατος (: ομάδας συζήτησης). Πλοήγηση ανά ~.|| Αμφιλεγόμενο/ανεξάντλητο/επείγον/επίκαιρο/επίμαχο/καυτό/κρίσιμο/λεπτό/προσωπικό/φλέγον ~. ~ ουσίας/ταμπού. Εθνικά/εκκρεμή/τρέχοντα ~ατα. Ανέκυψε σημαντικό/σοβαρό ~. Ανοίγει το ~ της ... Δεν προκύπτει ~ ευθυνών. Παραμένει ανοιχτό το/δεν βρέθηκε λύση στο ~ των ... Έκλεισε/ξεκαθάρισε/ρυθμίστηκε το ~. Θάβω/καίω/κουκουλώνω/συγκαλύπτω ένα ~. Πβ. υπόθεση. 2. περιεχόμενο καλλιτεχνικού ή λογοτεχνικού έργου, μοτίβο: ενδιαφέρον/κοινότοπο/πρωτότυπο/συναρπαστικό/συνηθισμένο ~. Το ~ ενός βιβλίου/μιας ταινίας (πβ. στόρι, υπόθεση). Έκθεση φωτογραφίας με ελεύθερο ~. Συγγραφέας που αντλεί τα ~ατά του από προσωπικά βιώματα. Βλ. παράθεμα.|| Το ~ του έρωτα/του πολέμου στην τέχνη. Το ~ της Γέννησης/της Σταύρωσης στη βυζαντινή ζωγραφική. 3. ερώτημα, άσκηση ή αδίδακτο κείμενο σε εξετάσεις: αναμενόμενα/απαιτητικά/ασαφή/βατά/δύσκολα/δυσνόητα/εύκολα/ΣΟΣ ~ατα. Τα ~ατα των μαθηματικών/των πανελλαδικών. Διαρροή/εκφώνηση ~άτων. ~ εκτός ύλης. Από τα τρία ~ατα να απαντήσετε (σ)τα δύο. Το τρίτο ~ είχε/ήταν παγίδα. Πβ. ερώτηση, ζήτημα, παρατήρηση.|| Το άγνωστο ~ των Αρχαίων. 4. ΜΟΥΣ. βασική μελωδία μουσικής σύνθεσης, η οποία επαναλαμβάνεται μέχρι το τέλος της: το ~ της σονάτας. Παραλλαγές (πάνω) στο ίδιο ~. Πβ. μοτίβο. 5. ΓΛΩΣΣ. σταθερό τμήμα λέξης, αποτελούμενο από τη ρίζα και τα προσφύματα, χωρίς τη γραμματική κατάληξη: ονοματικό/παραγωγικό/ρηματικό ~. Βλ. πρόθεμα. ● Υποκ.: θεματάκι (το) ● ΦΡ.: βάζω/θέτω θέμα: προτείνω ένα αντικείμενο για συζήτηση, εξέταση: ~ ~ αξιολόγησης/ασφάλειας. ~ ~ σε συμβούλιο/σύσκεψη για .../να ... Η κυβέρνηση σκοπεύει να θέσει ~ αλλαγής του εκλογικού νόμου., βγάζω θέμα 1. (συνήθ. για δημοσιογράφο ή τηλεπαρουσιαστή) καταφέρνω, στη διάρκεια συζήτησης ή μετά από έρευνα, να αποσπάσω ενδιαφέρουσες ή αποκαλυπτικές πληροφορίες που μπορεί να αποτελέσουν είδηση: Το κανάλι/ο ρεπόρτερ έβγαλε ~ (= λαβράκι, λαγό). Δεν βγήκε ~ από τη συνέντευξη. 2. {συνήθ. στον πληθ.} συντάσσω ερωτήματα εξετάσεων: Ο δάσκαλος/η εξεταστική επιτροπή/ο καθηγητής ~ει ~ατα., δεν είναι δικό σου θέμα (προφ.): δεν σε αφορά, δεν σου πέφτει λόγος: Σε παρακαλώ μην ανακατεύεσαι, ~ ~., δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα: δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί κάτι, ούτε καν συζητιέται· δεν πρόκειται για κάτι σημαντικό: Δεν τίθεται/υφίσταται ~ απομάκρυνσής του από το κόμμα/αύξησης των τιμών. Δεν γεννάται ~ για αλλαγή της συμφωνίας. Δεν είναι ούτε ~ αριθμών ούτε ~ πρακτικών.|| Από τη δική μου την πλευρά δεν υπάρχει ~ (: όλα είναι εντάξει). Για ένα και δύο ευρώ δεν είναι τώρα ~ (: δεν υπάρχει πρόβλημα)!, δεν έχω θέμα (νεαν. αργκό): δεν με πειράζει., είναι θέμα/ζήτημα (+ γεν.): έχει σχέση με ή εξαρτάται από: ~ ~ αξιοπιστίας/αρχής/γοήτρου/ηθικής/προτεραιότητας/συνήθειας/τιμής/χρημάτων. Είναι καθαρά ~ γούστου., επί του θέματος (λόγ.): σχετικά με την υπόθεση που μας απασχολεί: σχόλια ~ ~. Διαμορφώνω άποψη/τοποθετούμαι ~ ~. Έχετε να δηλώσετε/να κάνετε κάποιο σχόλιο/να πείτε κάτι ~ ~; Πβ. επί του προκειμένου., κάνω/δημιουργώ θέμα/ζήτημα (προφ.): δίνω σε κάτι περισσότερη σημασία από ό,τι χρειάζεται ή προκαλώ πρόβλημα, κάνω φασαρία για κάτι: Από το τίποτα δημιούργησε ολόκληρο ~! Αν δεν πληρώσει, δημιουργείται ~. Μικρό το κακό, μην το κάνεις ~!, το θέμα της ημέρας/των ημερών/της εβδομάδας/του μήνα: αυτό που θεωρείται ως το σημαντικότερο, σύμφωνα με την κοινή γνώμη και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης: Το ~ της ημέρας είναι τα νέα μέτρα., το θέμα/ζήτημα είναι (να ...): για να δοθεί έμφαση σε κάτι σημαντικό: Το ~ ~ να περιορίσουμε τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Το ~ δεν είναι ποιος φταίει και ποιος όχι, αλλά ..., είναι δικό μου ζήτημα/θέμα/πρόβλημα βλ. ζήτημα, εκτός θέματος βλ. εκτός, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, θέμα/ζήτημα χρόνου βλ. χρόνος, μη υπάρχοντος άλλου θέματος ... βλ. υπάρχω, το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος βλ. γελοίος, το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα βλ. αλλάζω [< μτγν. θέμα, γαλλ. thème, γερμ. Thema, αγγλ. theme 4: ιταλ. tema]

θύρα

θύρα θύ-ρα ουσ. (θηλ.) {θυρ-ών} 1. (λόγ.) πόρτα: ξύλινη ~. Μονόφυλλη/δίφυλλη ~. Συρόμενες ~ες. ~ες πυροπροστασίας. Πλαίσια ~ών (πβ. θύρωμα). Βλ. εξώθυρα. 2. είσοδος γηπέδου· συνεκδ. η αντίστοιχη εξέδρα ή (με κεφαλ. Θ και συγκεκριμένο αριθμό) ο σύνδεσμος οργανωμένων οπαδών που συχνάζουν στη συγκεκριμένη κερκίδα του γηπέδου της αγαπημένης τους ομάδας: εκδοτήριο ~ας. 3. ΠΛΗΡΟΦ. πρίζα στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας υπολογιστή, στην οποία συνδέεται το καλώδιο περιφερειακής συσκευής· πύλη: ενσωματωμένη/σειριακή ~. ~ γραφικών/εισόδου ήχου/εξόδου οθόνης/επέκτασης/ποντικιού/υπερύθρων. Απενεργοποίηση ~ας. Σύνδεση στη ~ USB.|| Δικτυακή ~ (επικοινωνίας). Πβ. χαμπ. ● ΣΥΜΠΛ.: παράλληλη θύρα: ΤΕΧΝΟΛ. προσαρμοστικό κύκλωμα για παράλληλη είσοδο ή/και έξοδο δεδομένων σε υπολογιστή ή περιφερειακή συσκευή: ~ ~ εκτυπωτή., πολιτική ανοιχτών θυρών: ύπαρξη ίσων ευκαιριών για τους πολίτες ή τα αγαθά που προέρχονται από άλλες χώρες, εντός των συνόρων χώρας ή των ορίων γεωγραφικής περιοχής: ~ ~ απέναντι στους μετανάστες.|| (κατ' επέκτ.) Το κόμμα ακολουθεί ~ ~ απέναντι στα άλλα κόμματα. [< γαλλ. doctrine de la porte ouverte] ● ΦΡ.: επί θύραις/προ των θυρών (λόγ.): για κάτι που πρόκειται να συμβεί σύντομα: Οι εκλογές/ο εχθρός είναι ~ ~. ~ ~ (βρίσκεται) η επανέναρξη του διαλόγου. Πβ. προ των πυλών., κεκλεισμένων των θυρών βλ. κεκλεισμένος, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω [< 1: αρχ. θύρα 2: αγγλ. gate 3: αγγλ. portal, 1990]

-ίατρος

-ίατρος {-ίατρου (συνηθέστ.) -ιάτρου} β' συνθετικό αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. γιατρό, η ειδικότητα του οποίου ορίζεται από το α' συνθετικό: αθλητ~/αστ~/νομ~/οδοντ~/οφθαλμ~/παιδ~/σχολ~/φυσ~/ψυχ~. 2. βαθμό στρατιωτικού γιατρού: (με προθήματα:) ανθυπ~/αρχ~/υπ~.

ίσος

ίσος, η, ο [ἴσος] ί-σος επίθ. 1. που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά στοιχεία με κάποιον ή κάτι άλλο: ~η: έκταση. ~ο: βάρος. ~οι: όγκοι. ~ες: διαστάσεις/ποσότητες. ~α: μερίδια. ~ σε αριθμό (= ισάριθμος)/μέγεθος (= ισομεγέθης)/μήκος (= ισομήκης)/ύψος (= ισοϋψής). Διαιρώ/κόβω/χωρίζω κάτι σε ~α μέρη. Είναι ~οι στο ανάστημα/στη δύναμη/στην ταχύτητα.|| (ΓΕΩΜ.) ~ες: γωνίες. ~α: κλάσματα/τρίγωνα. Το τετράγωνο έχει και τις τέσσερις πλευρές του ~ες μεταξύ τους.|| Ένα κιλό είναι ~ο με χίλια γραμμάρια (= ισούται).|| (ίδιος για όλους) ~η: μεταχείριση. ~η αμοιβή για ~η εργασία. ~ες ευκαιρίες. Αγωνίζομαι για/διεκδικώ ~α δικαιώματα. Πβ. ισοδύναμος, ισότιμος, όμοιος. ΑΝΤ. άνισος. 2. (ειδικότ. για πρόσ.) που έχει τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλον: Όλοι οι πολίτες είμαστε ~οι απέναντι στον νόμο (πβ. ισόνομος). Τον θεωρώ ~ο μου και τον σέβομαι (πβ. ισάξιος). 3. (προφ.) ίσιος, ευθύς, ομαλός: ~ος: δρόμος. Το έδαφος δεν είναι ~ο. Πβ. επίπεδος. ● ΦΡ.: επί ίσοις όροις (λόγ.) & με ίσους όρους: ισότιμα, χωρίς διακρίσεις: αντιμετώπιση/μεταχείριση/συμμετοχή ~ ~. Διαγωνίζονται/συνδιαλέγονται ~ ~. Αντικειμενική και ~ ~ ενημέρωση., ίσα βάρκα, ίσα νερά (παροιμ.): χωρίς οικονομικές απώλειες αλλά και χωρίς κέρδη: Ο απολογισμός του ταμείου είναι ~ ~. Πβ. (μου) έρχεται μία η άλλη., πρώτος μεταξύ ίσων: πρόσωπο που είναι επικεφαλής ομάδας ατόμων, τα οποία έχουν τα ίδια δικαιώματα ή την ίδια εξουσία με αυτόν. [< λατ. primus inter pares] , σαν/ως ίσος προς ίσο(ν): με ισότητα, χωρίς να μειονεκτεί ο ένας έναντι του άλλου: Μιλάω (με/σε κάποιον) ~ ~. ΣΥΝ. ισότιμα, στα ίσ(ι)α (προφ.) 1. σε ίση ποσότητα, σε ίσα μέρη: Μοιράζω ~ ~. 2. ευθέως, χωρίς περιστροφές: Του μίλησα ~ ~. Πες μου ~ ~ τι θέλεις! Αντιμετωπίζω κάποιον ~ ~. Πβ. καταπρόσωπο, κατά-μουτρα, -φατσα.|| (αργκό) Την πέφτω (σε κάποιον) ~ ~ (= κάνω καμάκι). 3. σαν ίσος προς ίσο: Τον κόντραρε/πάλεψε ~ ~. Παίζει ~ ~ τον αντίπαλο του. 4. για δήλωση ισοπαλίας: Δύο λεπτά πριν από το τέλος ο αγώνας ήρθε ~ ~. Η ομάδα ξανάφερε το παιχνίδι ~ ~. 5. σε ευθεία γραμμή: Γλίτωσε το ατύχημα, γιατί ξανάφερε το αυτοκίνητο/τιμόνι ~ ~ (= το ίσιωσε). Ο πίνακας/τοίχος δεν είναι ~ ~ του (= είναι στραβός)., (κρατώ/τηρώ) ίσες αποστάσεις βλ. απόσταση, ανταποδίδω/αποδίδω τα ίσα βλ. ανταποδίδω, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, σε ανώτερη/ίδια/ίση/καλύτερη/κατώτερη/χειρότερη μοίρα (με κάποιον/κάτι) βλ. μοίρα ● βλ. ίσα1, ίσο [< αρχ. ἴσος]

καθιερώνω

καθιερώνω κα-θι-ε-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {καθιέρω-σε, καθιερώ-θηκε, -μένος, καθιερών-οντας} 1. επιβάλλω κάτι ως θεσμό: ~σε το βραβείο/τον όρο ... Η 1η Δεκεμβρίου ~θηκε ως Παγκόσμια Ημέρα κατά του έιτζ. Οι εθνικές εορτές έχουν ~θεί ως επίσημες ημέρες αργίας. Πβ. θεσμοθετώ, θεσπίζω. Βλ. επισημοποιώ, κατοχυρώνω. ΑΝΤ. καταργώ 2. υιοθετώ μια συνήθεια: Το έχω ~σει να πηγαίνω στο χωριό τα Σαββατοκύριακα. Πβ. εφαρμόζω. 3. (μτφ.) συντελώ στην επιβολή κάποιου και στην αναγνώρισή του από το ευρύτερο κοινό: Το έργο αυτό τον ~σε ως έναν από τους κορυφαίους θεατρικούς συγγραφείς. ΣΥΝ. καταξιώνω [< μεσν. καθιερώνω]

κοντός

κοντός, ή, ό κο-ντός επίθ. {κοντύτερος κ. κοντότερος} 1. που έχει μικρό ή σχετικά μικρό μήκος ή ύψος: ~ή: ουρά/φούστα. ~ό: κούρεμα/μαλλί/παντελόνι/ποτήρι/τρίχωμα/φόρεμα. ~ές: κάλτσες. ~ά: μανίκια. Έχει ~ό λαιμό. ΑΝΤ. μακρύς.|| (για ανάστημα:) Είναι ~ και άσχημος (πβ. βραχύσωμος, ζουμπάς, κοντοπίθαρος. ΑΝΤ. ψηλός). 2. μικρής διάρκειας, σύντομος: ~ή: μνήμη (: για πρόσ. που ξεχνά γρήγορα, εύκολα). ● Υποκ.: κοντούλης , α, ικο: κάπως κοντός: ~α και παχουλούλα. Βλ. μικρούλης., κοντούλικος , η, ο, κοντούτσικος , η, ο: ΑΝΤ. ψηλούτσικος ● ΦΡ.: κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! βλ. χέρι, κοντός ψαλμός αλληλούια βλ. αλληλούια, Κυριακή κοντή γιορτή βλ. γιορτή, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς [< μτγν. κοντός, γαλλ. court]

λαϊκός

λαϊκός, ή, ό λα-ϊ-κός επίθ. {κ. προφ. θηλ. -ιά | λαϊκότ-ερος, -ατος} 1. που σχετίζεται με τον λαό, ανήκει σε αυτόν ή προέρχεται από αυτόν: ~ή: αποδοχή (ενός κόμματος)/βούληση/δυσαρέσκεια (για τα νέα μέτρα)/εξέγερση/επιμόρφωση (βλ. διά βίου εκπαίδευση)/κυβέρνηση. ~ό: αίτημα/κίνημα (βλ. εργατικό κίνημα). ~ αγώνας δρόμου. Εταιρεία ~ής βάσης (: με μετόχους τους κατοίκους μιας πόλης ή ενός μέρους). Προσφυγή στη ~ή ετυμηγορία (: συνήθ. για διεξαγωγή εκλογών). Η κυβέρνηση έχει νωπή και ισχυρή ~ή εντολή. Βλ. αντι~, παλ~, φιλο~.|| (σε ονομασ., με κεφαλ.) Λ~ή Τράπεζα. Λ~ό Λαχείο (κ. ως ουσ. ~ό).|| ~ός: ήρωας. ~ή: ποίηση (= δημώδης· ΑΝΤ. λόγια)/σοφία (βλ. γνωμικό, παροιμία, ρήση). ~ές: δοξασίες/εκδηλώσεις. ~ά: αναγνώσματα/παραμύθια/στοιχεία (= φολκλορικά). Ελληνικός ~ πολιτισμός (βλ. λαογραφία).|| ~οί: χοροί. ~ά: όργανα. ΣΥΝ. δημοτικός, παραδοσιακός. 2. που αφορά τις κατώτερες οικονομικά και κοινωνικά ομάδες: ~ή: συνοικία (βλ. εργατογειτονιά). Οι ~ές τάξεις/τα ~ά στρώματα (: αγρότες, εργάτες). Είναι ~ής καταγωγής. ΑΝΤ. αριστοκρατικός.|| ~ές: τιμές (= φτηνές, χαμηλές).|| (για πρόσ.) Γνήσιος ~ τύπος (: ανεπιτήδευτος, απλός και αυθόρμητος). ~οί: ζωγράφοι (= αυτοδίδακτοι, ναΐφ). 3. (ειδικότ.) που σχετίζεται με το λαϊκό τραγούδι: ~ός: βάρδος/δίσκος/(ραδιοφωνικός) σταθμός/συνθέτης/τραγουδιστής. ~ή: ορχήστρα/συναυλία. ~ό: πρόγραμμα. ~ά: κέντρα (διασκέδασης). Καλλιτέχνης με ~ή φωνή. 4. ΛΕΞΙΚΟΓΡ. (για γλωσσικό στοιχείο) που χρησιμοποιείται κυρ. στον προφορικό λόγο και συνήθ. από τους απλούς ανθρώπους του λαού και αποκλίνει, ως προς τη μορφολογία ή/και την προφορά, από την Κοινή Νεοελληνική: ~ή: έκφραση/λέξη. ΑΝΤ. λόγιος (1) ● Ουσ.: λαϊκά (τα) (προφ.): ενν. τραγούδια: βαριά/παλιά ~. Ακούει μόνο ~., λαϊκός (ο): ΕΚΚΛΗΣ. χριστιανός ορθόδοξος που δεν είναι ούτε ιερωμένος ούτε μοναχός: ~οί και κληρικοί. Βλ. κληρικο~. ΣΥΝ. κοσμικός (1) ● επίρρ.: λαϊκά ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκή αγορά & (προφ.) λαϊκή: υπαίθρια αγορά όπου πωλούνται σε φορητούς πάγκους και σε σχετικά χαμηλές τιμές φρέσκα οπωροκηπευτικά, αλλά και άλλα προϊόντα (π.χ. ψάρια, είδη ένδυσης και οικιακής χρήσης) και η οποία διοργανώνεται συνήθ. μια φορά την εβδομάδα, σε προκαθορισμένα σημεία και για συγκεκριμένες ώρες: εβδομαδιαία/κεντρική/σκεπαστή ~ ~. ~ ~ βιολογικών προϊόντων. ~ές ~ές στις γειτονιές της πόλης. Μικροπωλητές ~ών ~ών. Κάθε Παρασκευή γίνεται/έχει λαϊκή. Βλ. εμποροπανήγυρη, παζάρι, παντοπωλείο, υπαίθριο εμπόριο., λαϊκή ιατρική (κυρ. παλαιότ.): πρακτική και εμπειρική αντιμετώπιση των ασθενειών: χρήση των βοτάνων στη ~ ~ (βλ. γιατροσόφια). Βλ. εναλλακτική ιατρική, ομοιοπαθητική., λαϊκή τέχνη (κ. με κεφαλ. Λ, Τ): ΛΑΟΓΡ. της οποίας δημιουργός είναι ο απλός λαός και η οποία σχετίζεται κυρ. με την αργυροχρυσοχοΐα, την κεντητική, την κεραμική, την ξυλογλυπτική, την υφαντική, τη χειροτεχνία, αλλά και τη μουσική, τα τραγούδια και τους χορούς: η ελληνική ~ ~ (: τέλη 17ου αι.-αρχές 19ου αι.)., λαϊκό δικαστήριο (παλαιότ., ιδ. σε περιόδους πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής ύστερα από επανάσταση· σήμερα, κυρ. μτφ.): του οποίου τα μέλη δεν είναι δικαστικοί λειτουργοί, αλλά απλοί πολίτες: Εδώ δεν είναι ~ ~, ο καθένας μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα., λαϊκό μέτωπο (κ. με κεφαλ. Λ, Μ): ΠΟΛΙΤ. συνασπισμός κομμάτων, συνήθ. της Αριστεράς., λαϊκό τραγούδι & αστικό λαϊκό τραγούδι: ΜΟΥΣ. είδος τραγουδιού των αστικών κέντρων, εξέλιξη του δημοτικού και του ρεμπέτικου, το οποίο έχει τις απαρχές του στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, εξελίσσεται ακόμα και χαρακτηρίζεται από ανατολίτικα ή/και δυτικά στοιχεία: βαρύ ~ ~. Βλ. ελαφρολαϊκό (τραγούδι)., έντεχνο λαϊκό (τραγούδι) βλ. έντεχνος, κοσμικό/λαϊκό κράτος βλ. κοσμικός, λαϊκή απογευματινή βλ. απογευματινός, λαϊκή ετυμολογία βλ. ετυμολογία, λαϊκή κυριαρχία βλ. κυριαρχία, λαϊκή παράδοση βλ. παράδοση, λαϊκή/λαοκρατική δημοκρατία βλ. δημοκρατία, Λαϊκό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, λαϊκό προσκύνημα βλ. προσκύνημα, λαϊκός καπιταλισμός βλ. καπιταλισμός ● ΦΡ.: επί το λαϊκότερον (συνήθ. ειρων.): όταν παρατίθεται η αντίστοιχη συνώνυμη λέξη ή φράση του προφορικού ή λαϊκού λεξιλογίου: Έφυγε γρήγορα ή, ~ ~, την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια. [< μτγν. λαϊκός, γαλλ. populaire]

λέξη

λέξη λέ-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. ΓΛΩΣΣ. μονάδα του λόγου, γλωσσικό σημείο που έχει μορφή και περιεχόμενο (σημασία): λεξικές (ή πλήρεις) και γραμματικές (ή λειτουργικές ή κενές) ~εις. Απλές και μη απλές (: σύνθετες ή παράγωγες) ~εις (βλ. επίθ-, μόρφ-ημα, θέμα). Φωνολογικές ~εις. Οι τύποι μιας ~ης.|| (ΓΡΑΜΜ.) Άκλιτες ή κλιτές ~εις.|| (ΛΕΞΙΚΟΓΡ.) Απαρχαιωμένες/αρχαίες ελληνικές/νέες (= νεολογισμοί)/σπάνιες ~εις. Η ετυμολογία/ο ορισμός μιας ~ης. Καταχώρηση ~εων σε λεξικό. Βλ. λεξιλόγιο.|| Δυσνόητη/κακόηχη/συνθηματική (βλ. πάσγουορντ) ~. Άγνωστες/βασικές/καθημερινές/ξένες/χυδαίες ~εις. Τα γράμματα/η έννοια/η μετάφραση μιας ~ης. Πώς γράφεται/τι σημαίνει η ~ ...; Από πού βγαίνει/προέρχεται η ~ ...; ~ που αρχίζει από/με φωνήεν. Δεν μου 'ρχεται η κατάλληλη ~. Αναζήτηση με ~εις-κλειδιά (: σε βάσεις δεδομένων). || ~εις-συνθήματα (: αλλαγή, επανίδρυση, κάθαρση). 2. κάτι που λέγεται ή γράφεται, σύντομη κουβέντα: Δεν ακούω ~ (για αυτό το ζήτημα)! Δεν μπόρεσε να αρθρώσει/βγάλει ~ (: να μιλήσει). ~ δεν έγραψε στο διαγώνισμα (: έδωσε λευκή κόλλα). Δεν έχουν ανταλλάξει ~ από το πρωί. Θέλω να σου πω δυο ~εις (= λόγια). Ξεστόμισε/χρησιμοποίησε βαριές ~εις (πβ. εκφράσεις). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των δυαδικών ψηφίων που μπορούν να αποθηκευτούν σε έναν καταχωρητή της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας υπολογιστή και ο οποίος αποτελεί πολλαπλάσιο του οκτώ. ● Υποκ.: λεξίδιο (το) {συνήθ. στον πληθ.}: Βλ. -ίδιο., λεξούλα (η): Το μωρό είπε τις πρώτες του ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: λέξη-ταμπού βλ. ταμπού, μήκος λέξης βλ. μήκος, πρωτότυπη λέξη βλ. πρωτότυπος ● ΦΡ.: δεν λέω/δεν βγάζω λέξη (προφ.) 1. δεν λέω τίποτα, δεν μιλώ καθόλου: Δεν έβγαλε ~ από το στόμα του.|| (συχνά απειλητ.) Μην πεις ~ σε κανέναν! Μείνε εδώ ήσυχος και μη βγάλεις ~. Πβ. δεν βγάζω άχνα, σωπαίνω. 2. μόνο στο "δεν βγάζω λέξη": δεν καταλαβαίνω τίποτα: ~ ~ από το κείμενο., δεν μου βγαίνει λέξη (προφ.): δεν μπορώ να εκφραστώ προφορικά ή γραπτά, δεν έχω έμπνευση., δεν παίρνω λέξη πίσω (προφ.): δεν αναιρώ ή δεν μετανιώνω για προηγούμενη δήλωσή μου. ΑΝΤ. το παίρνω πίσω., επί λέξει (λόγ.) & κατά λέξη/(λόγ.) λέξιν: με τα ίδια ακριβώς λόγια: Στην παραίτησή του αναφέρει ~ ~ τα εξής ... Δήλωσε/μου είπε ~ ~ τα ακόλουθα ...|| (ως επίθ.) ~ ~ μετάφραση (= κατά γράμμα, πβ. πιστή, βλ. ελεύθερη). ΣΥΝ. αυτολεξεί, λέξη προς λέξη (1), έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα: παίρνω την οριστική απόφαση, καθορίζω το τέλος, το αποτέλεσμα: Δεν έχω πει ακόμη ~ μου ~. Ο λαός θα πει ~ ~ στις εκλογές. Θέλει να έχει ~ ~ σε όλα. [< γαλλ. avoir le dernier mot ] , λέξη προς λέξη 1. επί λέξει. 2. με κάθε λεπτομέρεια: Τα αφηγήθηκα/είπα όλα ~ ~. [< γαλλ. mot à mot] , με μια λέξη & με δυο λέξεις: με λίγα λόγια, πολύ σύντομα, συνοπτικά: Ανακεφαλαιώνω/περιγράφω/συνοψίζω/χαρακτηρίζω κάτι ~ ~. ~ ~, μου είπε ότι εγώ φταίω. [< γαλλ. en un mot] , ούτε λέξη 1. (+ για) κανένας λόγος, καμία αναφορά: (Δεν είπε) ~ ~ για άδεια. 2. απολύτως τίποτα: Δεν πιστεύω ~ ~ απ' όσα είπες.|| Δεν γνωρίζει ~ ~ (= καθόλου) Γαλλικά., παίζω με τις λέξεις & (σπάν.) παίζω με τα λόγια: κάνω περίεργους συνδυασμούς λέξεων, εκμεταλλεύομαι την πολυσημία τους, για να δημιουργήσω ασάφεια, να οδηγήσω κάποιον σε παρερμηνεία: Στα ποιήματά του ~ει ~.|| Μην ~εις ~! [< γαλλ. jouer sur les mots] , πίσω από τις λέξεις & κάτω από τις λέξεις (μτφ.): αναφορά στο βαθύτερο νόημα φράσης, ενέργειας: Τι κρύβεται ~ ~; Η ουσία ~ ~. Μάθε να διαβάζεις ~ ~ (= ανάμεσα στις/πίσω από τις γραμμές)., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα βλ. κουβέντα, η τελευταία λέξη βλ. τελευταίος, με όλη τη σημασία της λέξης βλ. σημασία, μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις βλ. εικόνα, παιχνίδι με τις λέξεις βλ. παιχνίδι [< μεσν. λέξη < αρχ. λέξις, γαλλ. mot 3: αγγλ. word, 1946]

λόγχη

λόγχη λόγ-χη ουσ. (θηλ.) 1. αιχμή δόρατος, συνήθ. χάλκινη ή σιδερένια· κατ' επέκτ. δόρυ. 2. ΣΤΡΑΤ. μακρόστενη χαλύβδινη πλάκα, σε σχήμα μικρού ξίφους, που προσαρμόζεται στο άκρο της κάννης στρατιωτικού τουφεκιού. Βλ. ξιφο~. 3. ΕΚΚΛΗΣ. μεταλλικό λειτουργικό σκεύος, σαν μαχαίρι, με λαβή που καταλήγει σε σταυρό, το οποίο χρησιμοποιείται για την κοπή του προηγιασμένου άρτου: αγία ~. Βλ. πρόθεση. ● ΦΡ.: εφ' όπλου λόγχη 1. ΣΤΡΑΤ. με τις λόγχες τοποθετημένες στα τουφέκια: εισβολή/επίθεση με ~ ~.|| (ως παράγγελμα) Φρουροί, ~ ~! 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ετοιμότητα, εγρήγορση: ~ ~ οι συνδικαλιστές. Πβ. με το δάχτυλο στη σκανδάλη. [< αρχ. λόγχη] ΛΟΓΧΗ

μακρός

μακρός, ά, ό μα-κρός επίθ. (λόγ.) 1. που διαρκεί πολύ χρόνο: ~ά: απουσία/ασθένεια/θητεία/ιστορία/παράδοση/περίοδος/συνάντηση. ~ό: διάστημα. ~ές: διαπραγματεύσεις. ~άς πνοής (= μακρόπνοος). Πβ. εκτενής, μακρόβιος. ΣΥΝ. μακροχρόνιος (1), μακρύς (2) ΑΝΤ. βραχύς (1), σύντομος (1) 2. που έχει μεγάλο μήκος: ~ός: προσαγωγός (μυς). ~ά: λίστα/σειρά. ~ά: οστά.|| (μτφ.) Η ~ά διαδρομή της ελληνικής γλώσσας. ΣΥΝ. μακρύς (1) ΑΝΤ. βραχύς (2) 3. ΓΡΑΜΜ. μακρόχρονος. ● ΣΥΜΠΛ.: μακρά (κύματα): ΦΥΣ. με ζώνη συχνοτήτων από 30 έως 300 kHz. Βλ. βραχέα, μεσαία (κύματα), ραδιοκύματα. [< αγγλ. long waves] ● ΦΡ.: διά μακρών (λόγ.): με λεπτομέρειες, διεξοδικά, εκτενώς: Αναφέρθηκε ~ ~ στο θέμα. Ανέπτυξε ~ ~ το ζήτημα. ΑΝΤ. διά βραχέων, εν συντομία, επί μακρόν (λόγ.): για μεγάλο χρονικό διάστημα: Συζήτησαν ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ διαμένοντες/παραμονή. [< αρχ. μακρός 3: πβ. αρχ. macron]

μάλλον

μάλλον [μᾶλλον] μάλ-λον επίρρ. 1. ίσως, πιθανώς, πιθανόν: ~ θ' αργήσω. 2. πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό: Προτιμώ ~ να μείνω μόνος μου, παρά να έρθω μαζί σας. 3. (για μετριασμό) κάπως: Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ~ πιο εύκολη και απλή. 4. για να διορθωθεί κάτι που προαναφέρθηκε: Προτιμώ, ή ~ προτιμούσα, το μπάσκετ από το ποδόσφαιρο. ● ΦΡ.: επί μάλλον και μάλλον (σπάν.-λόγ.): ολοένα και πιο πολύ. , κατά το μάλλον ή ήττον (λόγ.): λίγο πολύ, πάνω-κάτω: Οι όροι της συμφωνίας ικανοποίησαν ~ ~ και τις δύο πλευρές., πολλώ (δε) μάλλον & τοσούτω μάλλον (λόγ.): πολύ περισσότερο: Υπάρχει επιτακτική ανάγκη να ληφθούν μέτρα, ~ ~ στην παρούσα φάση., πόσο μάλλον: πολύ περισσότερο: Έχω τρεις μήνες να του μιλήσω στο τηλέφωνο, ~ ~ να βρεθούμε από κοντά! [< αρχ. μᾶλλον]

μάταιος

μάταιος, η, ο μά-ται-ος επίθ. {(λόγ.) θηλ. ματαία} 1. που δεν έχει αποτέλεσμα, ανώφελος: ~ος: αγώνας. ~η: αναζήτηση/αντίσταση/θυσία/προσπάθεια. ~ο: ταξίδι. Τίποτα δεν είναι ~ο. Πβ. άσκοπος, ατελέσφορος, χαμένος. ΣΥΝ. άδικος (2), φρούδος 2. που δεν έχει αξία, σημασία, ουσία: ~α: λόγια. Πβ. κενός.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο (= ματαιότητα) του πράγματος/της υπόθεσης. Πβ. εφήμερος, πρόσκαιρος, προσωρινός. ● επίρρ.: μάταια & (λόγ.) ματαίως: Προσπάθησε να την μεταπείσει, αλλά ~ όμως, δεν άκουγε κανέναν. ● ΣΥΜΠΛ.: ο μάταιος κόσμος: ο επίγειος, φθαρτός κόσμος σε αντιπαράθεση με τον ουράνιο, τον αιώνιο: (ευφημ.) Αποχαιρέτησε/άφησε/εγκατέλειψε τον/έφυγε από τον ~ο τούτο ~ο (= πέθανε)., άδικος/μάταιος κόπος βλ. κόπος ● ΦΡ.: επί ματαίω (λόγ.): μάταια, ανώφελα: Ήλπιζε ~ ~ σε ένα καλύτερο μέλλον. ΣΥΝ. εις μάτην, του κάκου [< αρχ. μάταιος]

μέρος

μέρος μέ-ρος ουσ. (ουδ.) {μέρ-ους | -η, -ών} 1. τμήμα ευρύτερου συνόλου: θεωρητικό/πειραματικό ~ ενός μαθήματος. Τα ~η του σώματος. Μεταλλικά/μηχανικά ~η οχημάτων. Έκοψε την τούρτα σε οκτώ ίσα ~η (= κομμάτια, τεμάχια). Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε ~η (πβ. ενότητες, κεφάλαια). Το μεγαλύτερο ~ του έργου ολοκληρώθηκε. Το δεύτερο ~ της παράστασης ήταν κουραστικό. (για ταινία) Είδες το τρίτο ~ (βλ. σίκουελ); (για ομάδα) Ήμασταν καλύτεροι στο πρώτο ~ (= ημίχρονο). Από τη σονάτα δεν σώθηκε το ~ του βιολιού. Ζήτησε το ~ (= μερίδα, μερίδιο, μερτικό) του απ' τα κέρδη. Για ό,τι έγινε, έχεις κι εσύ ~ (της) ευθύνης. Γνωρίζει μόνο ~ της αλήθειας. Αποτελείς/είσαι (σημαντικό) ~ της ζωής μου. 2. (προφ.) με τοπική σημασία: αγαπημένο/ιδανικό/μαγευτικό ~ (= τόπος) για διακοπές. Άνθρωποι από διαφορετικά ~η/απ' όλα τα ~η της Γης έρχονται στο νησί. Σε κανένα (άλλο) ~ του κόσμου (= πουθενά αλλού). Σε οποιοδήποτε άλλο ~ (= οπουδήποτε αλλού). Το διαμέρισμά σου είναι σε ωραίο ~ (= τοποθεσία). Πήγε προς αυτό/εκείνο/το άλλο ~ (= κατεύθυνση). Πώς κι ήρθες απ' τα/στα ~η μας (πβ. εδώ); Σε κάποιο ~ (= κάπου) εδώ κοντά. Από ποιο ~ είσαι/κατάγεσαι (: περιοχή, πόλη, χώρα, χωριό); Οι συνήθειες διαφέρουν από ~ σε ~. Στο πίσω ~ της οθόνης (= μεριά, πλευρά). Δεν υπάρχει ~ να καθίσουμε (= θέση, χώρος). Σε ποιο ~ χτύπησες (= πού, σε ποιο σημείο); 3. {συνηθέστ. στον πληθ.} καθένα από τα δύο ή περισσότερα πρόσωπα, ομάδες ή κράτη που μετέχουν σε μια διαδικασία, βρίσκονται σε αντιπαράθεση ή έχουν άμεση σχέση: εμπλεκόμενα/εμπόλεμα/ενδιαφερόμενα ~η. Τα ~η μιας δίκης (= αντίδικοι). Αναζητείται λύση που θα ικανοποιεί όλα τα ~η. Αμφότερα τα ~η κατέληξαν σε συμφωνία/συμφώνησαν. Η αίτηση θα κοινοποιηθεί και στο άλλο ~. ΣΥΝ. μεριά (2), πλευρά (3) 4. (ευφημ.-κυρ. παλαιότ.) τουαλέτα, αποχωρητήριο. ΣΥΝ. καμπινές ● ΣΥΜΠΛ.: (τα) μέρη του λόγου: ΓΡΑΜΜ. καθεμία από τις κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται οι λέξεις μιας γλώσσας, με βάση τη μορφολογία ή τη συντακτική τους λειτουργία: Στα κλιτά ~ ~ ανήκουν τα άρθρα, τα ουσιαστικά, τα ρήματα, τα επίθετα, οι αντωνυμίες και οι μετοχές, ενώ στα άκλιτα τα επιρρήματα, οι προθέσεις, οι σύνδεσμοι και τα επιφωνήματα., απόκρυφα σημεία (του σώματος) βλ. απόκρυφος, λυρικά μέρη βλ. λυρικός, συμβαλλόμενα μέρη βλ. συμβάλλω ● ΦΡ.: από μέρους (κάποιου): από την πλευρά του, σε ό,τι τον αφορά: ~ ~ μου κανένα πρόβλημα, κάνε ό,τι θέλεις!, αφήνω/βάζω (κάτι) κατά μέρος: παραμερίζω, παραβλέπω, παρακάμπτω: Ας αφήσουμε ~ την γκρίνια/τις διαφορές/τους εγωισμούς/τη μιζέρια. ~οντας ~ το γεγονός ότι ... ΣΥΝ. βάζω στην άκρη/στην μπάντα (2), βάζω κατά μέρος (προφ.): αποταμιεύω. ΣΥΝ. βάζω στην άκρη/στην μπάντα (1), εκ μέρους (σπάν. εκμέρους)/από μέρους (κάποιου) (λόγ.): ως εκπρόσωπός του: ~ ~ μου (= από τη δική μου πλευρά, μεριά). Ο υπουργός ... κατέθεσε στεφάνι ~ ~ της κυβέρνησης. Πβ. για λογαριασμό, εξ ονόματος. [< γαλλ. de la part de] , εν μέρει & ενμέρει (λόγ.): σε κάποιο βαθμό, όχι συνολικά: Έχεις ~ ~ δίκιο. ΣΥΝ. μερικώς, υπό/κατά μία έννοια ΑΝΤ. εν όλω, εντελώς, πλήρως [< γαλλ. en part] , επί μέρους (λόγ.): επιμέρους: Το τρίτο ~ ~ ζήτημα αφορά ..., κατά (ένα) μεγάλο μέρος & (λόγ.) κατά μέγα μέρος: σε μεγάλο βαθμό, ποσοστό: ~ ~ το πρόβλημα λύθηκε., λαμβάνω/παίρνω μέρος σε κάτι: συμμετέχω: Στον διαγωνισμό/στις εκδηλώσεις/στην κλήρωση/στη συζήτηση έλαβαν/πήραν ~ μαθητές απ' όλη τη χώρα. [< γαλλ. prendre part à ] , παίρνω (κάποιον) κατά μέρος: τον απομακρύνω από τους άλλους, συνήθ. για να μιλήσουμε ιδιαιτέρως: Με πήρε ~ και μου ανέφερε το πρόβλημα. Πβ. ξεμοναχιάζω. Βλ. κατ' ιδίαν, κατά μόνας., παίρνω κάποιον με το μέρος μου: τον κάνω να με υποστηρίξει, να ασπαστεί τις απόψεις μου: Προσπάθησε με μαλαγανιές να τους πάρει με το ~ της/του., παίρνω το μέρος & πηγαίνω/είμαι με το μέρος (κάποιου) & (σπάν.) έρχομαι: υποστηρίζω, υπερασπίζομαι ένα πρόσωπο: Μου θύμωσε, γιατί δεν πήρα το ~ της. Πήγε με το ~ των δυνατών. Δεν είμαι με το ~ κανενός. Αν έρθεις με το ~ μας, ...|| (μτφ.) Ο χρόνος είναι με το ~ μας (: προς όφελός μας)., προς το μέρος (κάποιου): προς τον τόπο, το σημείο όπου βρίσκεται κάποιος: Γύρισε/ήρθε/πήγε/σημάδεψε (με το όπλο) ~ ~ τους και είπε ...|| (μτφ.) Η ζυγαριά κλίνει ~ ~ της., τι μέρος του λόγου είναι ...; (προφ.-μτφ., συχνά μειωτ.): (για πρόσ.) ποιο είναι το ποιόν του;, από τη μια (πλευρά/μεριά) ..., από την άλλη (πλευρά/μεριά) βλ. πλευρά, έχω την τύχη με το μέρος μου βλ. τύχη [< αρχ. μέρος, γαλλ. part, partie]

ξύλο

ξύλο ξύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. σκληρή ουσία του κορμού και των κλαδιών των δέντρων· συνεκδ. κάθε κομμάτι ή αντικείμενο που προέρχεται από αυτά: ακατέργαστο/γνήσιο/ελαφρύ/κατεργασμένο/μαλακό/μασίφ/σκαλιστό/σουηδικό ~ (= ξυλεία). ~ ελιάς/κερασιάς/οξιάς/πεύκου. ~ τικ. Απολιθωμένο ~. Άρωμα/ασθένειες/βαφή/βιομηχανία (= ξυλοβιομηχανία)/εμπορία/τεχνολογία ~ου.|| Φύλλα ~ου. Έπιπλα/κουφώματα/πόρτα/σκάλα από ~.|| Γλυπτική/ζωγραφική σε ~. Βερνίκι για ~. || (Αρωματικά) ~α καπνίσματος. 2. (μτφ.) χτυπήματα με το χέρι ή με βέργα: άγριο/αλύπητο/ανελέητο/γερό ~. Έφαγε το ~ της αρκούδας/χρονιάς. ~ και των γονέων/με τη σέσουλα/μέχρι θανάτου/μέχρι λιποθυμίας. Δίνω/παίζω/ρίχνω ~. Πέφτει ~ (= γίνεται καβγάς, έχουν πιαστεί στα χέρια). (Κάποιος) θέλει ~ (: του αξίζει). Πβ. βρομόξυλο, ξυλο-δαρμός, -κόπημα, -φόρτωμα. 3. (μτφ.) καθετί σκληρό, που δύσκολα λυγίζει ή κάμπτεται: Το κορμί του είχε γίνει ~ από το κρύο (= ξύλιασε, ξεπάγιασε). 4. {κυρ. στον πληθ.} καυσόξυλα: ~α για προσάναμμα/για το τζάκι. Κόβω/κουβαλώ/μαζεύω ~α. Σόμπα ~ου/~ων. Ρίχνω ~α στη φωτιά. Βλ. πυρηνόξυλο. ● Υποκ.: ξυλαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: τίμιο/άγιο ξύλο: ΕΚΚΛΗΣ. μικρό κομμάτι ξύλου που προέρχεται από τον σταυρό πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς: Φυλαχτό με τίμιο ~., σομφό ξύλο βλ. σομφός ● ΦΡ.: επί ξύλου κρεμάμενος (μτφ.): για κάποιον που έχει βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση και χωρίς υποστήριξη, από οικονομική ή άλλη άποψη: Έφαγε όλη του την περιουσία κι έμεινε ~ ~ (= απένταρος)., ξύλο μετά μουσικής (συνήθ. ειρων.): για άγριο ξυλοδαρμό., σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο (προφ.): τον χτυπώ πολύ άσχημα, χωρίς οίκτο: (απειλητ.) Θα σε σπάσω ~!, το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο: ως εσφαλμένη δικαιολόγηση της παιδαγωγικής ή σωφρονιστικής σημασίας του ξυλοδαρμού ή της χειροδικίας., τρώω ξύλο (μτφ.-προφ.): με δέρνουν, με χτυπούν. ΣΥΝ. τις αρπάζω, τις τρώω, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, ένα (γερό) χέρι ξύλο βλ. χέρι, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, σκοτώνω στο ξύλο (κάποιον) βλ. σκοτώνω, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει βλ. φωτιά, τουλουμιάζω στο ξύλο βλ. τουλουμιάζω, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο! βλ. χτυπώ ● βλ. ξυλάκι [< αρχ. ξύλον]

ονόματι

ονόματι [ὀνόματι] ο-νό-μα-τι επίρρ. (λόγ.): με το όνομα: Σας ζητάει ένας κύριος ~ ... ● ΦΡ.: εν ονόματι: (+ γεν.) στο όνομα: (για χάρη) Θυσιάστηκαν ~ ~ της ελευθερίας.|| (ειρων., με δικαιολογία, πρόσχημα, πρόφαση) Βία ~ ~ της Δημοκρατίας.|| (συνήθ. για αποτροπή ανεπιθύμητης πράξης) ~ ~ της ειρήνης, σταματήστε τον πόλεμο! ~ ~ του Νόμου, συλλαμβάνεσαι! (ΕΚΚΛΗΣ.) "Ευλογημένος ο ερχόμενος ~ ~ Κυρίου!" [< γαλλ. au nom de] , επ' ονόματι (επίσ.) 1. για λογαριασμό, προς όφελος, κατ΄εντολή τρίτου: διαβίβαση εντολών/διεκπεραίωση υποθέσεων ~ ~ νομικού/φυσικού προσώπου. Αγόρασε ακίνητο ~ ~ της εταιρείας του. ΣΥΝ. εξ ονόματος 2. στο όνομα κάποιου: έκδοση επιταγής/κατάθεση (ποσού)/υποβολή αίτησης ~ ~ της εταιρείας.|| Η εκκλησία κτίστηκε ~ ~ του Αγίου ... (: είναι αφιερωμένη στον Άγιο ...). [< αρχ. ὀνόματι, γερμ. namens]

ορθός

ορθός, ή, ό [ὀρθός] oρ-θός επίθ. {ορθότ-ερος, -ατος} 1. (μτφ.) σωστός: ~ός: λόγος (= ορθολογισμός)/χαρακτηρισμός/χειρισμός. ~ή: αντιμετώπιση/γραφή (βλ. ορθογραφία)/διάγνωση/διαχείριση (αποβλήτων)/ενημέρωση/ερμηνεία/εφαρμογή/κατεύθυνση/κρίση/λειτουργία/λύση/πράξη (= ορθοπραξία)/συμπλήρωση (εντύπου)/χρήση. ~ό: ποσό/συμπέρασμα. ~ές: απαντήσεις/επιλογές/(γεωργικές) πρακτικές. ~ά: επιχειρήματα. ~ή εκμετάλλευση διαθέσιμων πόρων. Γραμματικά ~οί τύποι.|| (ως ουσ.) Το ~ό είναι να ... Ανακοινοποίηση επί το/στο ~ό(ν) (: χωρίς λάθη). ΑΝΤ. εσφαλμένος, λανθασμένος 2. όρθιος· κατακόρυφος: Σκαρφάλωσε στο τραπέζι και στάθηκε ~. ΑΝΤ. καθιστός, ξαπλωμένος.|| (ΑΝΑΤ.) ~ό: έντερο (= ορθό). ~ή στάση της σπονδυλικής στήλης. ~οί και πλάγιοι κοιλιακοί μύες. || (ΓΕΩΜ.) ~ός: κώνος. ~ό: πρίσμα. ● επίρρ.: ορθά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ορθή γωνία: ΓΕΩΜ. που είναι ίση με 90°. Βλ. αμβλεία, οξεία γωνία., ορθή αναφορά βλ. αναφορά, ορθή επανάληψη βλ. επανάληψη, ορθή/ορθογραφική/ορθογώνια/ορθογωνική προβολή βλ. προβολή ● ΦΡ.: επί το ορθότερο(ν) (λόγ.): πιο σωστά: Ο πρόεδρος άκουσε τις παραινέσεις ή, ~ ~, τις συστάσεις του ..., πολιτικά ορθός: που χαρακτηρίζεται από την υπεράσπιση αποδεκτών απόψεων και την απόρριψη γλώσσας ή συμπεριφοράς που θεωρείται ότι στοχεύει στην κοινωνική απομόνωση, περιθωριοποίηση ή προσβολή συγκεκριμένων ομάδων ή ατόμων: ~ ~ ήρωας. (Μη) ~ ~ή: απάντηση/δήλωση/έκφραση/επιλογή/προσέγγιση/ταινία. ~ ~ό: όνομα. Το χιούμορ δεν είναι πάντα ~ ~ό. Πβ. πολιτική ορθότητα. [< αγγλ. politically correct, 1934] , ορθά-κοφτά βλ. κοφτός [< αρχ. ὀρθός]

ορός

ορός [ὀρός] ο-ρός ουσ. (αρσ.) 1. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. το διαφανές κιτρινωπό υγρό συστατικό του αίματος, το οποίο αποτελεί υπολειμματικό προϊόν της πήξης του: ανθρώπινος/ζωικός ~. Αρνητικός/θετικός (πρότυπος) ~ (ελέγχου) (: στα αντισώματα ιού, βλ. οροαρνητικός). ~ αναφοράς. Ανάλυση/δείγμα/εξέταση ~ού. Αμυλάση/ασβέστιο/κάλιο/μαγνήσιο/νάτριο/φεριτίνη ~ού (: σε αιματολογικές εξετάσεις). Ανίχνευση αντισωμάτων/ουσίας στον ~ό. Τα επίπεδα/οι τιμές της (χοληστερίνης) στον ~ό. Βλ. οροαντίδραση, πλάσμα. 2. ΦΑΡΜΑΚ. υδατικό διάλυμα αλάτων ή σακχάρων, ίδιας μοριακής συγκέντρωσης με το πλάσμα του αίματος, το οποίο χορηγείται για θεραπευτικούς σκοπούς· συνεκδ. η φιάλη που το περιέχει ή η σχετική συσκευή χορήγησής του: τεχνητός ~. ~ γλυκόζης. Έγχυση ~ού.|| Στατό ~ού. Του έβαλαν ~ό. Του αφαίρεσαν/του έβγαλαν τον ~ό. 3. ΙΑΤΡ. σκεύασμα με αντισώματα κατά συγκεκριμένης ασθένειας, τα οποία προέρχονται από ζώο που έχει εμβολιαστεί για αυτή ή άνθρωπο που έχει αναρρώσει από αυτή, το οποίο χρησιμοποιείται θεραπευτικά ή προληπτικά: αντιτετανικός/θεραπευτικός ~. Του χορηγήθηκε (άνοσος/πολυδύναμος) ~. Βλ. εμβόλιο. 4. καλλυντικό με κρεμώδη υφή και αντιγηραντική ή συσφικτική δράση: αντιρυτιδικός/ενυδατικός ~. ~ αδυνατίσματος/σύσφιξης. ~ ματιών. ~ με υαλουρονικό οξύ. Πβ. σέρουμ. ● ΣΥΜΠΛ.: ορός γάλακτος: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. υπολειμματικό προϊόν που παράγεται από το γάλα κατά την παρασκευή τυριού ή καζεΐνης, το οποίο σε υγρή κατάσταση περιέχει λακτόζη, πρωτεΐνες, λιπαρά: ~ ~ σε σκόνη. ΣΥΝ. τυρόγαλα & τυρόγαλο (1) [< γαλλ. lactosérum, 1908] , φυσιολογικός ορός: ΦΑΡΜΑΚ. που χρησιμοποιείται κυρ. ως αντισηπτικό: αποστειρωμένος ~ ~. Διάλυμα ~ού ~ού. Καθαρισμός της πληγής/ξέπλυμα των φακών επαφής (βλ. τεχνητά δάκρυα)/ρινική πλύση (επαφής) με ~ό ~ό. [< γαλλ. sérum physiologique] , ορός της αλήθειας βλ. αλήθεια [< 1,3: αρχ. ὀρός 2,3,4: γαλλ. sérum, αγγλ. serum]

ουσία

ουσία [οὐσία] ου-σί-α ουσ. (θηλ.) {ουσι-ών} 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} κάθε υλικό σώμα που βρίσκεται συνήθ. σε αέρια ή υγρή κατάσταση και έχει συγκεκριμένη χημική σύσταση: ανόργανες/οργανικές/φυσικές/φυτικές/χημικές ~ες. Δραστικές/ενεργές/θρεπτικές ~ες. Αντικαρκινικές/αντιμικροβιακές/(αντι)οξειδωτικές/πτητικές/συγκολλητικές/φαρμακευτικές/ψυκτικές ~ες. Ιδιότητες/μεταφορά ~ών. ~ες του αέρα/του εδάφους/του νερού. Συγκέντρωση ~ας σε διάλυμα. Χορήγηση ~ας σε ασθενή. Διατροφή πλούσια σε λιπαρές ~ες (= λιπαρά).|| Αλλεργιογόνες/απαγορευμένες/δηλητηριώδεις/εθιστικές/εκρηκτικές/επιβλαβείς/επικίνδυνες/εύφλεκτες/καρκινογόνες/μεταλλαγμένες/ναρκωτικές (= ναρκωτικά)/παραισθησιογόνες/πρόσθετες/ραδιενεργές/ρυπαντικές/συντηρητικές (= συντηρητικά)/τοξικές/ύποπτες ~ες. Ανίχνευση διεγερτικών ~ών στο αίμα. 2. {μόνο στον εν.} το πιο κεντρικό, ζωτικό στοιχείο ή νόημα· γενικότ. σημασία, σπουδαιότητα: η ~ (= καρδιά) του θέματος/όρου/προβλήματος. Η ~ είναι ότι κατάλαβε το λάθος του. (προφ.) Άσε τις λεπτομέρειες και μπες στην ~ (: στο ζουμί, ψητό, ψαχνό).|| Η ~ της γνώσης/ζωής/τέχνης. Η ~ του κειμένου/ποιήματος. Λόγια χωρίς ~ (= ανούσια). Αναζητά τη βαθύτερη ~ (πβ. πεμπτ~) των πραγμάτων.|| Διάλογος/έργο/μέτρα/συνάντηση (άνευ) ~ας. 3. ΦΙΛΟΣ. -ΘΕΟΛ. η αναλλοίωτη σύνθεση των όντων: άφθαρτη ~. Η ~ του Σύμπαντος/της ύπαρξης. Η άκτιστη ~ του Θεού. 4. {κυρ. στον πληθ.} (προφ.-μτφ., για τρόφιμα) θρεπτικό συστατικό: Το κρέας έχασε όλες τις ~ες του.ουσίες (οι) (προφ.): εξαρτησιογόνες ουσίες και ιδ. ναρκωτικά: κατάχρηση ~ών. Θεραπεία απεξάρτησης από ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκή ουσία: ΑΝΑΤ. περιοχή του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού που αποτελείται από τους νευράξονες των νευρικών κυττάρων. Βλ. φαιά ουσία., αναβολικά στεροειδή βλ. στεροειδής, γλυκαντικές ουσίες/ύλες βλ. γλυκαντικός, δικαστήριο της ουσίας βλ. δικαστήριο, εξαρτησιογόνες ουσίες βλ. εξαρτησιογόνος, θεμέλια ουσία βλ. θεμέλιος, σκιαγραφική ουσία βλ. σκιαγραφικός, φαιά ουσία βλ. φαιός, φυτορ(ρ)υθμιστική ουσία βλ. φυτορρυθμιστικός, χολοχρωστικές ουσίες βλ. χολοχρωστικός ● ΦΡ.: επί της ουσίας (λόγ.) 1. σε ό,τι αφορά τα βασικότερα στοιχεία ενός θέματος: Συζητώ ~ ~.|| Πρέπει να γίνουν αλλαγές ~ ~ (= πραγματικές, ουσιαστικές). 2. στην ουσία: Το ζήτημα θεωρείται τυπικά και ~ ~ λήξαν. ~ ~ και επί της αρχής έχει δίκιο. Μιλάμε, ~ ~ , για μια υπόθεση που ... ΣΥΝ. στην πραγματικότητα 3. σχετικά με το περιεχόμενο: τροποποίηση ~ ~ της διάταξης. 4. ΝΟΜ. εξέταση των πραγματικών περιστατικών μιας υπόθεσης με παρουσίαση όλων των αποδεικτικών μέσων: ~ ~ εκδίκαση της υπόθεσης. Κρίση της ενστάσεως ~ ~. Το δικαστήριο δικάζει ~ ~ (= δικαστήριο της ουσίας)., μία είναι η ουσία: ένα πράγμα μόνο ενδιαφέρει και είναι σημαντικό: ~ ~· τελικά δεν θα έρθει/το πρόβλημα δεν λύνεται., στην ουσία & (λόγ.) κατ' ουσία(ν): αν κάτι εξεταστεί στις πραγματικές του διαστάσεις, ουσιαστικά: Η κατηγορία είναι ~ ~ αβάσιμη. Το όνειρό του έμεινε ~ ~ ανεκπλήρωτο. Πβ. κατά βάθος, κατά βάση, στην πραγματικότητα., κενός περιεχομένου βλ. κενός [< 1,4: γαλλ. substance 2,3: αρχ. οὐσία]

παραγγελιά

παραγγελιά πα-ραγ-γε-λιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) 1. τραγούδι που ζητά από την ορχήστρα πελάτης νυχτερινού κέντρου διασκέδασης, για να το ακούσει ή να το χορέψει μόνος ή με την παρέα του. 2. παραγγελία. [< μεσν. παραγγελιά]

παρόν

παρόν πα-ρόν ουσ. (ουδ.): στιγμή ή χρονική περίοδος που αντιλαμβάνεται κάποιος ως ενδιάμεση του παρελθόντος και του μέλλοντος, το τώρα: Ζει μόνο το ~ (= το σήμερα). ● ΦΡ.: επί του παρόντος/προς το παρόν: για τώρα, για την ώρα· προσωρινά: Δεν προτίθεται επί ~ να προχωρήσει σε δηλώσεις. Προς ~ (= προς στιγμήν) δεν υπάρχει κίνδυνος.|| Σταματούν προς ~ οι συζητήσεις., δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας βλ. στιγμή [< αρχ. παρόν, γαλλ. présent]

πιεστήριο

πιεστήριο πι-ε-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα συμπίεσης ή/και σύνθλιψης (συνήθ. καρπών για εξαγωγή του χυμού τους): ~ λαδιού (= ελαιο~)/σταφυλιών (: για παρασκευή κρασιού). Μηχανικά/υδραυλικά ~α ή (παλαιότ.) ~α με κοχλία.|| ~ για άχυρα/χορτονομές. Βλ. -τήριο. ΣΥΝ. πρέσα 2. ΤΥΠΟΓΡ. τυπογραφικό μηχάνημα για εκτύπωση εντύπων: επίπεδο/κυλινδρικό ~. Λιθογραφικό/ψηφιακό ~. ~ εφημερίδων και περιοδικών. Πβ. όφσετ, ταχυ~. Βλ. εκτυπωτής. ● ΦΡ.: επί του πιεστηρίου (λόγ.): στη φάση της εκτύπωσης· (κυρ. κατ' επέκτ.) της τελευταίας στιγμής: Το τεύχος βρίσκεται ~ ~.|| Ειδήσεις ~ ~ (: ενώ είχε κλείσει η ύλη). [< μτγν. πιεστήριον]

πίστωση

πίστωση πί-στω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. οικονομική συμφωνία, κατά την οποία ένας πιστωτικός οργανισμός (π.χ. τράπεζα) παρέχει σε κάποιο πρόσωπο συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για δική του χρήση, με καθορισμένους όρους αποπληρωμής (χρόνος, τόπος, επιτόκιο): εμπορική/τραπεζική ~. Βραχυπρόθεσμη/μακροπρόθεσμη ~. Δέσμευση ~ης. ~ώσεις υποχρεώσεων. Πβ. πίστη, πιστοδότηση. Βλ. χρεο~.|| Το κατάστημα δεν κάνει ~ (= πουλά μόνο τοις μετρητοίς). 2. ΛΟΓΙΣΤ. η δεξιά από τις δύο στήλες λογαριασμού στην οποία καταχωρούνται οι πιστωτικές χρεώσεις. ΑΝΤ. χρέωση (1) ● πιστώσεις (οι): ΟΙΚΟΝ. ποσά που παραχωρούνται για την κάλυψη δαπανών: εξαγωγικές ~. Αύξηση/μείωση/περικοπή των ~ώσεων (του προϋπολογισμού) για την παιδεία. Έγκριση/χορήγηση ~ώσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακυκλούμενη πίστωση: ΟΙΚΟΝ. ανοιχτή πίστωση μέσω καρτών πληρωμών η οποία δίνει στον κάτοχό τους τη δυνατότητα, κάθε φορά που εξοφλεί κάποιο ποσό του κεφαλαίου, το διαθέσιμο υπόλοιπο να αυξάνεται μέχρι το αντίστοιχο ποσό που καταναλώθηκε. [< αγγλ. revolving credit, 1919] , ανοιχτή πίστωση: ΟΙΚΟΝ. μορφή δανεισμού αόριστης διάρκειας και με όριο που εγκρίνει η τράπεζα. [< αγγλ. open credit] , πίστωση χρόνου: παράταση, περιθώριο, προθεσμία χρόνου: Ζητώ/χρειάζομαι ~ ~, για να τελειώσω. Δεν δίνεται άλλη ~ ~., ενέγγυα πίστωση βλ. ενέγγυος ● ΦΡ.: επί πιστώσει (επίσ.) & με πίστωση: χωρίς άμεση πληρωμή (με δόσεις ή πιστωτική κάρτα ή με δυνατότητα αποπληρωμής στο μέλλον): αγορές/πωλήσεις ~ ~. Πβ. βερεσέ. Βλ. αντικαταβολή. ΑΝΤ. τοις μετρητοίς [< γαλλ. à crédit] [< αρχ. πίστωσις ‘(επι)βεβαίωση’, γαλλ. crédit]

πλείστοι

πλείστοι, ες, α [πλεῖστοι] πλεί-στοι επίθ. {σπανιότ. στον εν. πλείστος} (λόγ.): πολλοί: Νέο μοντέλο με ~ες τεχνολογικές καινοτομίες. ~α θέματα αντλούνται από ... ● Ουσ.: οι πλείστοι (απαιτ. λεξιλόγ.): οι περισσότεροι: ~ ~ από εμάς/(λογιότ.) εξ ημών ... Στις ~ες των περιπτώσεων ..., το πλείστο(ν): το μεγαλύτερο μέρος: ~ ~ της παραγωγής διατίθεται σε ... ● ΦΡ.: κατά το πλείστον: κατά το μεγαλύτερο μέρος, στο μεγαλύτερο ποσοστό: Έκθεση που παρουσιάζει έργα σύγχρονων, ~ ~, ζωγράφων., πλείστοι όσοι : πάρα πολλοί, πολλοί και διάφοροι: ~ ~ ασχολήθηκαν με το θέμα. Έχουν καταγγείλει ~ες ~ες φορές την κατάσταση. Αντιμετωπίζουν ~α ~α προβλήματα., ως επί το πλείστον: κατά το μεγαλύτερο ποσοστό· κυρίως: Πολύς κόσμος, ~ ~ εργαζόμενοι, ...|| Αναφέρθηκε ~ ~ στα κοινωνικά προβλήματα. [< αρχ. πλεῖστοι]

πληρωμή

πληρωμή πλη-ρω-μή ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) πλερωμή 1. καταβολή συνήθ. χρημάτων σε αντάλλαγμα για την αγορά προϊόντος, την παροχή υπηρεσίας, την εξόφληση χρέους ή ως αμοιβή: άμεση ~/~ τοις μετρητοίς. Απευθείας/εμπρόθεσμη/καθυστερημένη/τακτική ~. ~ ασφαλίστρων/δανείου/δασμού/μερίσματος/οφειλών/προκαταβολής/συνδρομής/συντάξεων/τελών/τρεχόντων εξόδων (πβ. τακτοποίηση)/φόρων/χρέους (= εξόφληση). ~ των δανειστών/εργαζομένων/συνταξιούχων. ~ με αντικαταβολή/επιταγή/κατάθεση σε πιστωτική κάρτα (: μέσα/τρόποι ~ής). ~ σε δόσεις (: βερεσέ, επί πιστώσει)/σε είδος/στο ακέραιο. ~ εντός ... ημερών/κατά την παράδοση. Απόδειξη/ημερομηνία/κατάσταση/ποσό ~ής. Απαίτηση ~ής. Δώρο αντί ~ής/(λόγ.) έναντι ~ής/ως ~. Αναστολή/εκτέλεση/καθυστέρηση ~ών. Συστήματα/υπηρεσίες ~ών. Η ~ έγινε ηλεκτρονικά (: ηλεκτρονική ~)/μέσω τραπεζικού λογαριασμού (: τραπεζική ~). Βλ. προ~, ταχυ~. ΑΝΤ. είσπραξη 2. (μτφ.) ανταπόδοση: Έρχεται/πλησιάζει/φτάνει η ώρα της ~ής (και της τιμωρίας). Πβ. επίχειρα.|| Ένα χειροκρότημα είναι η καλύτερη ~ (= ανταμοιβή). ● ΣΥΜΠΛ.: στάση πληρωμών & παύση πληρωμών:: (για οφειλέτες) προσωρινή παύση καταβολής χρημάτων, κυρ. από το κράτος, στους δικαιούχους: ~ ~ στο Δημόσιο. ~ ~ και χρεοκοπία. Άδεια ταμεία και ~ ~. Επιβλήθηκε/κηρύχτηκε ~ ~. [< γαλλ. cessation de paiements] , εντολή/διαταγή πληρωμής βλ. εντολή, ευκολίες πληρωμής βλ. ευκολία, ισοζύγιο (εξωτερικών) πληρωμών βλ. ισοζύγιο, μεταβιβαστικές πληρωμές βλ. μεταβιβαστικός ● ΦΡ.: επί πληρωμή [ἐπί πληρωμῇ] (λόγ.): έναντι αμοιβής: Το σεμινάριο είναι ~ ~. ΑΝΤ. δωρεάν [< 1: μεσν. πληρωμή 2: γαλλ. paiement]

ποινή

ποινή ποι-νή ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. τιμωρία που επιβάλλεται από τη δικαστική εξουσία σε παραβάτες του Νόμου: άδικη/αυστηρή/βαριά/δίκαιη/ελαφριά/εξαγοράσιμη (βλ. εγγύηση)/επιεικής/μειωμένη ~. Χρηματική ~ (: ~ προστίμου). Εναλλακτική ~ (π.χ. κοινωφελής εργασία). ~ κράτησης/στερητική της ελευθερίας. Αναστολή εκτέλεσης/παραγραφή της ~ής. Αδίκημα που επισύρει ~. Καταδικάστηκε σε ~ κάθειρξης/φυλάκισης δέκα ετών. Του επιβλήθηκε η ανωτάτη/μεγίστη των ~ών. Εκτίει την ~ του. Πβ. κολασμός. 2. (κατ' επέκτ.) τιμωρία: διοικητική ~. Η ~ της αποβολής/απόταξης (από το Σώμα)/αργίας/στέρησης ενός δικαιώματος. Σωματικές ~ές. ~ές στον στρατό (: κράτηση, στέρηση εξόδου, φυλάκιση). (για αθλητή:) Τιμωρήθηκε με ~ αποκλεισμού μιας αγωνιστικής. Πβ. καμπάνα, κύρωση, πέναλτι. ● ΣΥΜΠΛ.: έκτιση ποινής βλ. έκτιση, επιμέτρηση ποινής βλ. επιμέτρηση, θανατική ποινή βλ. θανατικός, κεφαλική ποινή βλ. κεφαλικός, πειθαρχική ποινή βλ. πειθαρχικός, τεχνική ποινή βλ. τεχνικός ● ΦΡ.: επί ποινή [ἐπί ποινῇ] (+ γεν.): ΝΟΜ. με ποινή: Απαγορεύεται ~ ~ αποκλεισμού/απόρριψης/διαγραφής η ..., η εσχάτη των ποινών βλ. έσχατος [< αρχ. ποινή]

πόνος

πόνος πό-νος ουσ. (αρσ.) 1. οδυνηρό αίσθημα που προκαλείται συνήθ. από χτύπημα, τραυματισμό ή άλλη σωματική ή οργανική βλάβη: σωματικός ~. Ανυπόφορος/αφόρητος/έντονος/επαναλαμβανόμενος/επίμονος/ισχυρός/ξαφνικός/παροδικός/συνεχής/τρομερός ~. Οξύς/χρόνιος ~. ~ στο δόντι (= πονόδοντος)/στο κεφάλι (= πονοκέφαλος). ~ των νεύρων (= νευρόπονος). Το κατώφλι/ο ουδός του ~ου. Αντιμετώπιση του ~ου. Μυϊκοί (= μυαλγίες)/ρευματικοί ~οι. ~οι αρθρώσεων (= αρθραλγίες)/περιόδου. Τον έπιασε (ένας) ~ στη μέση (βλ. οσφυαλγία). Αισθάνεται/έχει/νιώθει ~ο στην κοιλιά (= κοιλό-, στομαχό-πονο). Δεν αντέχει (σ)τον ~ο. Οι ~οι εντοπίζονται ... (: σημείο του ~ου). Πάσχει/υποφέρει από δυνατούς ~ους. Βογγάει/ουρλιάζει/σφαδάζει από τους ~ους. Φάρμακο που αμβλύνει/ανακουφίζει/απαλύνει/καταπραΰνει/κατευνάζει/μαλακώνει/μειώνει/σταματά τον ~ο/τους ~ους (: παυσίπονο). Βλ. -αλγία, -πονος1.|| Επιτήδειοι που εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο ~ο (: ψευτογιατροί). ΣΥΝ. άλγος 2. μεγάλη θλίψη, λύπη, στενοχώρια: αβάσταχτος/ανείπωτος/εσωτερικός/σιωπηλός/ψυχικός ~. Ο ~ της αγάπης/της απόρριψης/της απώλειας (= οδύνη)/του χωρισμού. Τον κυρίευσε ο ~. Μοιράζομαι τον ~ο μου με κάποιον. Δεν έχω πού να πω τον ~ο μου. Εξέφρασε τον ~ο του. Έχω τον ~ο μου και συ μου φωνάζεις. Αδιαφορώ για τον/συμμετέχω στον/συμπαραστέκομαι (: δείχνω συμπόνια) στον ~ο του άλλου.|| Ζωή γεμάτη ~ο/δάκρυα/πίκρες και ~ους (= βάσανα, ταλαιπωρίες). ΣΥΝ. καημός (1) ● πόνοι (οι) (προφ.): ωδίνες: Την έπιασαν οι ~. ● Υποκ.: πονάκι (το): στη σημ. 1: Με το παραμικρό ~ αρχίζει την γκρίνια. ● ΣΥΜΠΛ.: ιατρείο πόνου βλ. ιατρείο, κρεβάτι του πόνου βλ. κρεβάτι ● ΦΡ.: καθένας με τον πόνο του (προφ.-συχνά ειρων.): ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του έγνοιες: Ο ένας θέλει αύξηση κι ο άλλος προαγωγή, ~ ~., με πόνο ψυχής: με βαθύτατη λύπη: ~ ~ αναγκάστηκα να ..., παίρνω (κάτι) επί πόνου (λόγ.): αποδίδω υπερβολική σημασία σε κάτι: Το πήρε (πολύ) ~ ~ το θέμα. Πβ. το πήρε κατάκαρδα., πνίγω τον πόνο μου (προφ.): προσπαθώ να τον ξεχάσω μέσα από κάτι: ~ει ~ του στη δουλειά/στο ποτό., τον παίρνει/πιάνει (ο) πόνος για κάτι/κάποιον (προφ.-ειρων.): δείχνει υποκριτικό ενδιαφέρον: Ξαφνικά/πολύ αργά/τώρα τους έπιασε/πήρε ο ~ για τους ανέργους/το περιβάλλον., μπρος στα κάλλη τι είν'/'ν' ο πόνος βλ. κάλλος, ξένος πόνος, ξένα δάκρυα βλ. ξένος, παίζεις με τον πόνο μου βλ. παίζω [< αρχ. πόνος]

πους

πους ουσ. (αρσ.) {ποδ-ός, -α | -ες, -ών} & πόδας 1. (αρχαιοπρ.) πόδι. 2. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μήκους. ● ΣΥΜΠΛ.: μετρικός πους/πόδας: ΜΕΤΡ. σύνολο συλλαβών που αποτελούν τη βασική δομική μονάδα στα μέτρα κυρ. της αρχαίας ποίησης. Βλ. ανάπαιστος, δάκτυλος, ίαμβος, τροχαίος., άκρο πόδι βλ. πόδι ● ΦΡ.: ακολουθώ κατά πόδας & καταπόδας (λόγ.) 1. (μτφ.) κατά γράμμα, πιστά: ~ησαν ~ το παράδειγμά του. 2. (μτφ.) έχω μικρή (βαθμολογική) διαφορά από κάποιον: Οι αντίπαλοι μας ~ούν ~. 3. πηγαίνω πίσω από κάποιον, συνήθ. παρακολουθώντας τον. Πβ. καταπόδι, ξοπίσω. ΣΥΝ. ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα (1), παίρνω (κάποιον) στο κατόπι [< αρχ. κατά πόδας] , επί ποδός (λόγ.): σε ετοιμότητα: ~ ~ πολέμου. Η τροχαία βρίσκεται/τέθηκε ~ ~ για την ομαλή διεξαγωγή της κυκλοφορίας. Πβ. σε εγρήγορση., παρά πόδα & (καταχρ.) παρά πόδας: ΣΤΡΑΤ. (ως παράγγελμα) ο οπλίτης να κρατήσει όρθιο το όπλο δίπλα στο δεξί του πόδι· συνεκδ. η αντίστοιχη θέση. Βλ. αρμ, επ' ώμου. [< αρχ. πούς]

πρακτέον

πρακτέον πρα-κτέ-ον ουσ. (ουδ.) (λόγ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: επί/περί του πρακτέου: σχετικά με το τι πρέπει να πράξει κάποιος ή να γίνει: προτάσεις/συζήτηση ~ ~. [< αρχ. πρακτέον]

προκείμενος

προκείμενος, η, ο προ-κεί-με-νος επίθ. {λόγ. θηλ. -ένη} (επίσ.): που βρίσκεται μπροστά σε κάποιον· κυρ. κατ' επέκτ. που αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, έρευνας: ο ~ χώρος. (σε επικήδειους) Ο ~ νεκρός.|| Η ~η εργασία/μελέτη (= ανά χείρας, παρούσα)/συμφωνία/υπόθεση. Το ~ο πρόβλημα/σχέδιο. ● Ουσ.: προκείμενη (η): ΦΙΛΟΣ. καθεμία από τις δύο προτάσεις ή κρίσεις συλλογισμού από τις οποίες προκύπτει ένα λογικό συμπέρασμα: πρώτη/δεύτερη ~., προκείμενο (το) 1. ζήτημα, θέμα που συζητιέται, διερευνάται: Έρχομαι/περνώ/φτάνω στο ~. Ας αφήσουμε τους προλόγους και ας προχωρήσουμε στο ~. Πβ. το διά ταύτα. 2. ΕΚΚΛΗΣ. ψαλμικός στίχος που προηγείται της ανάγνωσης κάποιου κείμενου της Αγίας Γραφής: τα ~α της ακολουθίας του Εσπερινού/των ακολουθιών της Μεγάλης Σαρακοστής/των αποστολικών και ευαγγελικών περικοπών. Βλ. ανάγνωσμα. ● ΦΡ.: επί του προκειμένου (λόγ.): όσον αφορά το ζήτημα που μας αποσχολεί: ~ ~ διευκρινίζεται ότι ... ~ ~ μόνο υποθέσεις μπορεί να διατυπώσει κανείς., προκειμένου για: όταν πρόκειται για, σχετικά με: ~ ~ δωρεά, απαιτούνται τα ακόλουθα δικαιολογητικά ..., προκειμένου να ... (ως σύνδ.) 1. για να: Γίνονται προσπάθειες, ~ ~ μη διακοπούν οι διαπραγματεύσεις. Η Αρχή συνήλθε, ~ ~ εξετάσει την υπόθεση. 2. αν πρόκειται να ...: ~ ~ φύγει από το σπίτι, καλύτερα να υποχωρήσεις., στην προκειμένη (περίπτωση) & (λόγ.) εν προκειμένω: στην παρούσα κατάσταση, περίσταση: Άλλο είναι ~ ~ το ζητούμενο. Η παρέμβαση του νομοθέτη είναι εν προκειμένω αναγκαία. [< μτχ. παθ. ενεστ. του ρ. πρόκειμαι]

πτυχίο

πτυχίο πτυ-χί-ο ουσ. (ουδ.): έγγραφο, τίτλος σπουδών που πιστοποιεί την ολοκλήρωση της φοίτησης, κυρ. σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή, ή τις επαρκείς γνώσεις σε κάποιον τομέα, κατόπιν διενέργειας εξετάσεων από κρατικό φορέα: αναγνώριση/αντίγραφο/απόκτηση/βαθμός/κάτοχος/(επικυρωμένη) φωτοτυπία/χορήγηση ~ου. Μελετητικά/πλαστά ~α. Αναβάθμιση ~ων. ~ ΑΕΙ/ΤΕΙ. ~ Ιατρικής/Νομικής. ~ ηλεκτρονικού/μηχανολόγου. ~ σε πάπυρο/περγαμηνή. ~α από ξένα πανεπιστήμια (βλ. ΔΟΑΤΑΠ). Έχω/παίρνω ~. Έγινε η απονομή των ~ων.|| Κρατικό ~ (= πιστοποιητικό) γλωσσομάθειας. ~ ΙΕΚ/ξένων γλωσσών/τεχνικών και επαγγελματικών σχολών. Πιστοποίηση ~ων. Πβ. δίπλωμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ενημερότητα πτυχίου βλ. ενημερότητα ● ΦΡ.: επί πτυχίω [ἐπί πτυχίῳ] (λόγ.) & (προφ.) στο πτυχίο: χαρακτηρισμός κυρ. φοιτητών που έχουν συμπληρώσει τα υποχρεωτικά χρόνια παρακολούθησης της σχολής τους, αλλά χρωστούν κάποια μαθήματα, προκειμένου να πάρουν πτυχίο: εξεταστική για τους ~ ~.|| (κατ' επέκτ., ως επίθ.) Οι ~ ~ εξετάσεις., καίω/σκίζω το πτυχίο/τα πτυχία μου 1. για δήλωση της απαξίωσης των σπουδών: Δεν βρίσκω δουλειά και μου 'ρχεται να κάψω/σκίσω ~! 2. (μτφ.) σε περιπτώσεις που κάποιος ακούει κάτι απίθανο, παράλογο που καταρρίπτει τις θεωρίες ή τις απόψεις του: Αν γίνει αυτό που λες, εγώ θα σκίσω ~!, τι/τζάμπα τα έχουμε/πήραμε/φοράμε τα γαλόνια; βλ. γαλόνι2 [< μτγν. πτυχίον 'πινακίδα που διπλώνει', γαλλ. diplôme]

πτώμα

πτώμα [πτῶμα] πτώ-μα ουσ. (ουδ.) 1. νεκρό σώμα ανθρώπου ή ζώου: απανθρακωμένο/διαμελισμένο ~. ~ σε αποσύνθεση/(προχωρημένη) σήψη. Ανεύρεση/εντοπισμός ~ατος. Αναγνώριση (της ταυτότητας) του ~ατος. Διενέργεια ιατροδικαστικής εξέτασης/νεκροψίας σε ~. Περισυλλογή ~άτων. Αποκομιδή ~άτων ζώων. Ανέσυραν/βρήκαν/έθαψαν/εξαφάνισαν το ~. Θρηνώ/κλαίω πάνω από το ~ κάποιου. Πβ. κουφάρι, λείψανο, σορός. Βλ. μούμια.|| Αποτέφρωση ~άτων ζώων. Πβ. λέσι, ψοφίμι. 2. {συνήθ. στον εν.} (μτφ.-προφ.) κατάκοπος: Είμαι/έγινα ~ από την/στην κούραση. Γύρισε ~ από τη δουλειά. Είναι ~ από τις συνεχείς μετακινήσεις/το χθεσινό ξενύχτι. Πβ. ρετάλι. ΣΥΝ. κουρέλι (2), λιώμα (1), ράκος (1), ψόφιος (1) ● Υποκ.: πτωματάκι (το) ● ΦΡ.: πάνω από το πτώμα (μου) (μτφ.-προφ.) για να δηλωθεί 1. (εμφατ.) η αποφασιστικότητα κάποιου να εναντιωθεί σθεναρά σε κάτι: Μόνο ~ ~ μου θα ... Θα πρέπει να περάσει ~ ~ μου, για να ... 2. αδίστακτη και συνήθ. ανήθικη εκμετάλλευση: Συνεχίζεται το παζάρι ~ ~ των ... [< αγγλ. over my dead body] , πατά(ει) επί πτωμάτων (λόγ.): χρησιμοποιεί αδίστακτα κάθε μέσο, για να πετύχει τους στόχους του: ~ούν ~, για να επιβιώσουν. Πλούτισε, πατώντας ~. [< 1: αρχ. πτῶμα]

σκηνή

σκηνή σκη-νή ουσ. (θηλ.) 1. το σημείο σε θεατρικό ή συναυλιακό χώρο όπου οι καλλιτέχνες εμφανίζονται και παίζουν μπροστά στο κοινό: κυκλική/περιστρεφόμενη ~. Είσοδος/εμφάνιση ηθοποιού/τραγουδιστή/χορευτή στη ~. Μηχανικός/τεχνικός/υπεύθυνος/φροντιστής/φωτισμός ~ής. Πβ. πάλκο, παλκοσένικο. Βλ. παρασκήνια, πλατεία.|| (ειδικότ.) Η ~ του αρχαίου θεάτρου. Βλ. προσκήνιο. 2. (συνεκδ.) θέατρο (ως τέχνη, χώρος ή θεσμός): κρατική/παιδική/πειραματική ~. Ανέβηκε/επέστρεψε στη ~. Άφησε/εγκατέλειψε τη ~ (: συνήθ. για ηθοποιό που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση). Ανέβασε στη ~ το μιούζικαλ ... Στη ~ και στην οθόνη. Πβ. σανίδι. Βλ. πανί.|| Εθνική Λυρική ~.|| (κατ' επέκτ., κάθε χώρος παραστάσεων) Μεγάλες/μικρές μουσικές ~ές. 3. υποενότητα καλλιτεχνικού έργου που παρουσιάζει θεματική ή/και αφηγηματική αυτοτέλεια: διαλογική/ερωτική/κωμική ~. ~ές βίας/δράσης. ~ από μυθιστόρημα/παράσταση. Η ~ της αναγνώρισης/του αποχωρισμού/του γάμου. Η εισαγωγική/κορυφαία/τελική ~ του έργου. (στο θέατρο:) Η πρώτη ~ της τρίτης πράξης. (στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση:) Ακατάλληλες/τολμηρές ~ές. Οι ~ές της σειράς/ταινίας (πβ. σεκάνς) έχουν γυριστεί στη ... Λήψη/μετάδοση/μοντάζ/προβολή ~ών.|| Η ~ διαδραματίζεται/εκτυλίσσεται ... (: η αντίστοιχη δράση).|| (ειδικότ., ζωγραφική αναπαράσταση ή φωτογραφική αποτύπωση συμβάντος:) Οικογενειακή/πολεμική ~. 4. {χωρ. πληθ.} (μτφ.) τομέας, σφαίρα δραστηριότητας: εικαστική/θεατρική/πολιτιστική/τηλεοπτική/χορευτική ~. Τα μεγάλα ονόματα της ελληνικής/παγκόσμιας αθλητικής/μουσικής ~ής. Οι εκπρόσωποι της σύγχρονης λογοτεχνικής ~ής. Η εξωτερική/εσωτερική πολιτική ~. Επικρατεί αβεβαιότητα στη διεθνή οικονομική ~. Πβ. τοπίο. 5. σκηνικό θεατρικού έργου: λιτή ~. Πβ. σκηνογραφία. 6. αξιοσημείωτο περιστατικό που προκαλεί συνήθ. έντονα συναισθήματα· ειδικότ. έκρηξη θυμού, λογομαχία μπροστά σε κόσμο: ~ές συγκίνησης/υστερίας. Αντίκρισε ~ές σοκ. Οι επιζήσαντες περιγράφουν ~ές τρόμου/φρίκης. Μάρτυρες ~ών βίας στην οικογένεια. Βλ. επεισόδιο.|| Τρομερή ~ ζηλοτυπίας. (ειρων.) ~ές απείρου κάλλους (: επεισοδιακές ~ές). Δημιουργεί ~ές. Πβ. φάση. 7. φορητή κατασκευή, από χοντρό ύφασμα και μεταλλικούς συνήθ. πασσάλους, που συναρμολογείται και χρησιμοποιείται ως χώρος προσωρινής διαμονής κυρ. στρατιωτών, εκδρομέων, σεισμοπαθών, προσφύγων: ~ κάμπινγκ/παραλίας. Έστησαν τη ~. Κοιμήθηκαν/πέρασαν το βράδυ στις ~ές. Πβ. αντίσκηνο, τέντα. Βλ. σκηνάκι. ● Υποκ.: σκηνούλα (η) ● ΦΡ.: επί σκηνής (λόγ.): (πάνω) στη σκηνή: παρουσία ~ ~. Όλος ο θίασος ~ ~., κάνω σκηνή/σκηνές (σε κάποιον) (προφ.): εκδηλώνω με έντονο τρόπο, συνήθ. στον σύντροφό μου, ζήλια ή θυμό: Της/του ~ει ~ές ζήλιας. Μου ~ει ~ές μπροστά σε κόσμο. [< γαλλ. faire une scène (à quelqu'un)] , σαν σκηνή από ταινία: για κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο, που μοιάζει εξωπραγματικό: ~ ~ επιστημονικής φαντασίας/τρόμου., βγήκε στο θέατρο/στη σκηνή βλ. θέατρο [< αρχ. σκηνή, γαλλ. scène, αγγλ. scene]

σκοπός

σκοπός σκο-πός ουσ. (αρσ.) 1. ό,τι επιχειρεί να πετύχει κάποιος· ο λόγος για τον οποίον υπάρχει ή γίνεται κάτι: αναπτυξιακός/ανθρωπιστικός/αντικειμενικός/βασικός/διαφημιστικός/διδακτικός/εθνικός/ειδικός/ειρηνικός/ερευνητικός/ευγενής/θεραπευτικός/θετικός/ιδρυτικός/ιερός/καταστατικός/κοινωνικός/κοινωφελής/παιδαγωγικός/πρακτικός/σταθερός/στρατηγικός/υπέρτατος/ψυχαγωγικός ~. ~ της λειτουργίας (ενός γραφείου)/του συνεδρίου/της υπηρεσίας. Επιδίωξη/επίτευξη/ευόδωση/πραγματοποίηση του ~ού. Για/προς αυτό(ν) το(ν) ~ό. Αγωνίζονται για έναν κοινό ~ό. Μέτρα με ~ό να αντιμετωπιστεί η ανεργία. Με συγκεκριμένο ~ό. Περιπλανιέται χωρίς ~ό. Δεν έχω ~ό να προσβάλω κανέναν. ~ είναι να διασφαλιστεί η διαφάνεια (πβ. ζητούμενο, θέμα). Θυσιάζομαι/παλεύω για έναν ~ό. Κάνω κάτι για/με καλό ~ό. Λεπτομέρεια που εξυπηρετεί έναν ~ό. ~οί και κίνητρα/προθέσεις. Γενικοί ~οί και ειδικοί στόχοι του μαθήματος. Μπορεί να εκπληρώσει/πετύχει τους ~ούς της. Έχει ιδιοτελείς ~ούς. Πβ. επιδίωξη, πρόθεση, στόχος.|| O ~ του κόσμου. Προσπαθεί να βρει έναν ~ό στη ζωή του. Δεν έχει ~ό ύπαρξης. Πβ. νόημα, προορισμός.|| Ο ~ της εκπαίδευσης/της τέχνης. Πβ. λειτουργία. 2. ΜΟΥΣ. μελωδία: ανατολίτικος/αργός/ζωηρός/λαϊκός/οργανικός/παραδοσιακός/πένθιμος/χαρούμενος ~. Παίζει/σφυρίζει/τραγουδά έναν παλιό ~ό. Πβ. ρυθμός. 3. ΣΤΡΑΤ. οπλίτης που φρουρεί ορισμένο χώρο: ~ στην κεντρική πύλη στρατοπέδου/στον όρχο. Φυλάει ~ στο πεδίο βολής. Πβ. φρουρός. Βλ. θαλαμοφύλακας. ● ΦΡ.: από σκοπού (λόγ.): επίτηδες, σκόπιμα, με πρόθεση: ανακρίβειες είτε εκ παραδρομής είτε και ~ ~. Ζητώ συγγνώμη, δεν ήταν ~ ~., επί σκοπόν: ΣΤΡΑΤ. ως παράγγελμα για σκόπευση: "~ ~, πυρ". Mε τα όπλα ~ ~.|| (κατ' επέκτ.) Είναι ~ ~ (: σε εγρήγορση)., με σοβαρό σκοπό: με στόχο τον γάμο: γνωριμία/σχέση ~ ~., ο σκοπός αγιάζει τα μέσα: για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου δικαιολογούνται τα δόλια, ανήθικα ή γενικώς κατακριτέα μέσα., αλλάζω τροπάρι(ο)/βιολί/σκοπό/χαβά βλ. αλλάζω, βάλθηκε να .../(το) έβαλε/έχει βάλει σκοπό να ... βλ. βάζω, με απώτερο σκοπό/στόχο βλ. απώτερος [< αρχ. σκοπός, γαλλ. but 2: ιταλ. motivo]

συζήτηση

συζήτηση συ-ζή-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. προφορική επικοινωνία με σκοπό κυρ. την ανταλλαγή απόψεων ή επιχειρημάτων πάνω σε ένα ζήτημα και γενικότ. καθημερινή, φιλική κουβέντα: άγονη/ακαδημαϊκή (: θεωρητική)/ανοιχτή/γενική/γόνιμη/δημόσια/διαδικτυακή (πβ. τσατ)/διεξοδική/διερευνητική/ενδιαφέρουσα/εποικοδομητική/ζωηρή/ζωντανή/μακρά/μεγάλη/μικρή/ουσιαστική/πολιτική (βλ. ντιμπέιτ, τηλεμαχία, τοκ σόου)/σοβαρή/τηλεοπτική/φιλολογική ~. Επιμέρους/θεματικές ~ήσεις. ~ υψηλού επιπέδου. Το αντικείμενο/κατά τη διάρκεια/μετά την ολοκλήρωση/πριν από την έναρξη/η ροή/στην αρχή/στο επίκεντρο/στο πλαίσιο/στο τέλος της ~ης. Συντονιστής της ~ης. Ατζέντα ~ήσεων. ~ επί του σχεδίου νόμου/περί ανασχηματισμού. Πρόσκληση σε ~. Ανοίγω/διακόπτω/κλείνω/παρακολουθώ μια ~. Παρεμβαίνω/συμμετέχω σε μια ~. Το θέμα τέθηκε προς ~. Ακολούθησε/αναβλήθηκε η/έγινε/πραγματοποιήθηκε/συνεχίζεται η ~ στη Βουλή για το ασφαλιστικό. Η ~ περιστράφηκε γύρω από ... Η ~ άναψε (πβ. άναψαν τα αίματα). Είχαν μια έντονη ~ (πβ. αντιπαράθεση, διαφωνία). Αδιέξοδο στις ~ήσεις των δύο κρατών (= διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις). Το ΔΣ, μετά από διαλογική ~, αποφάσισε ... (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Σελίδες/χώρος ~ης (βλ. φόρουμ). Πίνακας ~ήσεων.|| Πιάσαμε τη ~ και ξεχαστήκαμε. ΣΥΝ. διάλογος (1), συνομιλία (1) 2. {συνήθ. στον πληθ.} σχόλια: Ταινία που είχε ξεσηκώσει θύελλα ~ήσεων. Με τη στάση του έδωσε τέρμα στις ~ήσεις (ΣΥΝ. κουτσομπολιά). Απόφαση/διαφήμιση που έχει προκαλέσει μεγάλη ~/πολλές ~ήσεις (βλ. πολυσυζητημένος). ● Υποκ.: συζητησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ομάδα συζήτησης βλ. ομάδα, συζήτηση στρογγυλής τραπέζης βλ. στρογγυλός, συζήτηση/κουβέντα καφενείου βλ. καφενείο ● ΦΡ.: κάνω συζήτηση (για κάτι): συζητώ, σχολιάζω, θίγω ένα θέμα: Δεν θέλησε να κάνει ~ για το διαζύγιό τους. ~ θα κάνουμε τώρα; Αφού είπαμε ότι πρέπει να πάμε., κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα & επιδέχεται συζήτηση: για θέμα συνήθ. αμφιλεγόμενο, το οποίο απαιτεί διεξοδική ανάλυση: Αυτό σηκώνει μεγάλη/δεν παίρνει ~. Το αν αλλάζουν οι άνθρωποι ή όχι θέλει πολλή ~., κύκλος/γύρος συζητήσεων/συνομιλιών: σειρά διαπραγματεύσεων μεταξύ ειδικών σε οργανωμένο πλαίσιο και με συγκεκριμένο θέμα: Ανοίγει/ξεκινά νέος ~ ~ για την εκπαίδευση., πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα: καθώς συζητά, κουβεντιάζει κάποιος: ~ ~ μού ζήτησε να ... Πβ. εν τη ρύμη του λόγου, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση., συζητήσεις επί συζητήσεων (συχνά αρνητ. συνυποδ.): συνεχείς, ατέλειωτες συζητήσεις: Η οικονομική κρίση έχει προκαλέσει ~ ~. Αναλώνονται σε ~ ~, χωρίς κανένα νόημα., συζήτηση στο ακροατήριο & επ' ακροατηρίω συζήτηση: ΝΟΜ. τμήμα της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης για την ανάπτυξη αιτημάτων, αποδείξεων ή ισχυρισμών των διαδίκων: Η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται εντός δύο μηνών από την πρώτη ~ ~. [< γαλλ. débats] , τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών: άτυπος διάλογος που δεν είναι απαραίτητο να οδηγήσει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα: Τα βασικά προβλήματα της περιοχής τέθηκαν στο ~ ~. Στο ~ ~ έπεσε και το θέμα της εκλογής νέου προέδρου. Απειλεί να αποχωρήσει από το/επέστρεψε στο ~ των συνομιλιών. Πβ. τραπέζι των διαπραγματεύσεων., υπό συζήτηση (λόγ.): για κάτι που μελετάται η πραγματοποίησή του ή αμφισβητείται, είναι αβέβαιο: το ~ ~ νομοσχέδιο.|| Το μέλλον του συγκροτήματος είναι ~ ~., χωρίς συζήτηση: αναμφίβολα, ανεπιφύλακτα: ~ ~ είναι το καλύτερο δώρο που πήρα ποτέ. Συμφέρει ~ ~. Η προτεινόμενη μέθοδος απορρίφθηκε ~ ~. ΣΥΝ. ασυζητητί, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση βλ. λόγος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω, χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση βλ. κουβέντα [< μτγν. συζήτησις ‘διερεύνηση από κοινού, λογομαχία’, γαλλ. discussion, débat, αγγλ. chat]

σύμβαση

σύμβαση σύμ-βα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. επίσημη συμφωνία (δικαιοπραξία) που κατοχυρώνεται νομικά μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων και συνεκδ. το σχετικό έγγραφο: δημόσια/εμπορική/ετήσια/ιδιωτική/προθεσμιακή/τελωνειακή/τροποποιητική ~. Διμερείς/διπλωματικές/ευρωπαϊκές/πολυμερείς ~άσεις. ~ δανείου (= δανειακή ~)/παροχής υπηρεσιών (διαδικτύου)/συνεργασίας/υπεργολαβίας/χρονομεριστικής μίσθωσης. ~άσεις δημοσίων έργων. Διεθνής ~ για τα δικαιώματα του παιδιού (ΣΥΝ. συνθήκη). ~ παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών (: ο εργαζόμενος καθορίζει ο ίδιος τις συνθήκες, όπως τον τόπο, χρόνο και τρόπο εργασίας του, χωρίς να υπόκειται στην εποπτεία και τον έλεγχο του εργοδότη). Ακύρωση/ανάθεση/ανανέωση/διάρκεια/εκτέλεση/εφαρμογή/καταγγελία/λήξη/όροι/παραβίαση/παράταση/σύναψη/σχέδιο/τροποποίηση/υπογραφή ~ης. ~ αξίας/ύψους ... ευρώ. Εγκρίθηκε/επικυρώθηκε η ~ πώλησης ... Η ~ ανατέθηκε στην εταιρεία ... Εργάζομαι με ~. Με ~ παραχώρησης θα προχωρήσει η κατασκευή του νέου αυτοκινητόδρομου. Πβ. σύμφωνο.|| Υπεγράφη προγραμματική ~ για την ανάπλαση της πλατείας. Πβ. συμβόλαιο. Βλ. αυτο~. 2. {συνήθ. στον πληθ.} κανόνες που προκύπτουν από ρητή ή σιωπηρή συμφωνία μεταξύ ατόμων ή κοινωνικών ομάδων· κατ' επέκτ. (συχνά μειωτ.) ό,τι ισχύει μόνο τυπικά, άνευ ουσίας: Αδιαφορεί για τις κοινωνικές ~άσεις (: πρότυπα συμπεριφοράς κοινωνικώς αποδεκτά). Ήρθε σε ρήξη με τις αφηγηματικές/θεατρικές ~άσεις της εποχής του. Στο παρόν έγγραφο χρησιμοποιούνται οι εξής τυπογραφικές ~άσεις ...|| Εξακολουθούν να ζουν μαζί από ~ (= συμβατικά). ● ΣΥΜΠΛ.: σύμβαση (ανάθεσης/μίσθωσης) έργου: ΝΟΜ. σύμβαση εργασίας για υλοποίηση συγκεκριμένου έργου έναντι αμοιβής., σύμβαση (εργασίας): ΝΟΜ. συμφωνία ανάμεσα σε εργαζόμενο και εργοδοσία που αφορά τον μισθό, το ωράριο και τις συνθήκες για παροχή συγκεκριμένης εργασίας: ατομική ~ ~. Συλλογική ~ ~ (: μεταξύ των συνδικάτων των εργαζομένων και των εργοδοτών για τους όρους εργασίας). ~ αορίστου/ορισμένου χρόνου (: ανάλογα με το αν η διάρκειά της καθορίζεται ή όχι). ~ εξαρτημένης εργασίας (: βάσει της οποίας ο μισθωτός προσφέρει τις υπηρεσίες του υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του εργοδότη)., σύμβαση(-)πλαίσιο: που περιλαμβάνει γενικές κατευθυντήριες αρχές και εναπόκειται στα συμβαλλόμενα μέρη να καθορίσουν τις επιμέρους διατάξεις της: ~ ~ για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων. [< γαλλ. convention(-)cadre, αγγλ. framework/outline convention] , ασφαλιστική σύμβαση βλ. ασφαλιστικός, ετεροβαρής σύμβαση βλ. ετεροβαρής ● ΦΡ.: επί συμβάσει: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. με σύμβαση εργασίας: μόνιμο ή ~ ~ (διοικητικό) προσωπικό. ~ ~ υπάλληλοι (= συμβασιούχοι) του Δημοσίου., κατά σύμβαση: σύμφωνα με ό,τι γίνεται αποδεκτό κατόπιν συμφωνίας ή τυπικά: Λέμε ~ ~ ότι η γέννηση του Χριστού έλαβε χώρα το έτος ένα. Πβ. κατά συνθήκη(ν). [< 1: αρχ. σύμβασις 2: γαλλ. convention]

σύνολο

σύνολο σύ-νο-λο ουσ. (ουδ.) {συνόλ-ου} 1. πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν από κοινού μια μονάδα, ενότητα ή ολότητα: οργανωμένο ~. ~ κατοίκων/κρατών (ενός οργανισμού)/μαθητών (σχολείου)/μελών/πληθυσμού/πολιτών. ~ των εργαζομένων/εργατών/του προσωπικού (επιχείρησης). Κοινωνικό ~ (: η κοινωνία, τα μέλη της). Εργάζεται για το καλό του ~ου. Πβ. ομάδα.|| ~ αιτήσεων/δαπανών/εσόδων/μετοχών/περιουσίας/πληροφοριών. Πβ. πακέτο.|| Αρχιτεκτονικό ~. Το ~ του έργου του λογοτέχνη θα εκδοθεί σε δύο τόμους.|| (ειδικότ. ο ολικός αριθμός ή ολόκληρη η ποσότητα σε ένα σύνολο) Το ~ των παρόντων ανέρχεται σε ... Θα αντικαταστήσουμε το ~ των ηλεκτρονικών υπολογιστών (και όχι μόνο ορισμένους). Πβ. άθροισμα.|| (προφ., ως επίρρ.) (Το) ~ (= συνολικά) πόσα είναι;. 2. συνδυασμός στοιχείων που ταιριάζουν αρμονικά μεταξύ τους και ειδικότ. ρούχων που αποτελούνται από δύο ή περισσότερα κομμάτια: ~ εικόνων/τάσεων/χρωμάτων. Μουσικό ~.|| ~ από μεγάλο οίκο μόδας. ~ μπλούζα-φούστα/σακάκι-παντελόνι. Απογευματινό/βραδινό/πρωινό ~. Πβ. συνολάκι. 3. ΜΑΘ. ομάδα αριθμών, στοιχείων και μαθηματικών εννοιών που εντάσσονται στην ίδια κατηγορία βάσει κοινού χαρακτηριστικού, κοινής ιδιότητας: ~ των ρητών/φυσικών αριθμών. Ανοιχτό/άπειρο (= απειρο~)/κενό (: χωρίς κανένα στοιχείο)/κλειστό/πεπερασμένο (: με φυσικό ακέραιο αριθμό στοιχείων) ~. Θεωρία (των) ~ων (: που ασχολείται με τη μελέτη των συνόλων και τις μεταξύ τους μαθηματικές σχέσεις). Βλ. υπερ~, υπο~. 4. ΓΛΩΣΣ. φράση: λεκτικά ~α (= ~α λέξεων). Επιρρηματικό/ονοματικό/προθετικό/ρηματικό ~. ΣΥΝ. σύνταγμα (4) ● ΦΡ.: εν τω συνόλω (λόγ.): στο σύνολο, συνολικά: ~ ~ της χώρας. Χίλια ευρώ ~ ~., επί συνόλου (λόγ.) & σε σύνολο: για δήλωση του συνολικού αριθμού, όταν προηγουμένως έχει αναφερθεί ποσοστό ή τμήμα του: Πήρε εξήντα ψήφους ~ ~ εκατό (ψηφισάντων, ψηφοφόρων). Επιλέχτηκαν τρεις υποψήφιοι ~ ~ δέκα. [< αρχ. σύνολον, γαλλ. ensemble, totalité 3: γαλλ. ensemble, γερμ. Menge]

τάπητας

τάπητας τά-πη-τας ουσ. (αρσ.) {ταπήτ-ων} 1. (λόγ.) μάλλινο ή συνθετικό επικάλυμμα δαπέδου, χαλί: περσικός/χειροποίητος ~. Το πέλος του ~α. Εμπορία ~ων. Εταιρεία καθαρισμού και φύλαξης ~ων (= ταπητοκαθαριστήριο). Βλ. κιλίμι, μοκέτα, ταπέτο.|| (ειδικότ., είδος υφαντού ή κεντήματος για τον τοίχο:) Φλαμανδικοί ~ες. Πβ. γκομπλέν, ταπισερί. 2. (λόγ.) οτιδήποτε καλύπτει μια οριζόντια επιφάνεια, όπως το χαλί: αντικραδασμικός/αντιολισθητικός/ασφαλτικός ~. Ελαστικός/συνθετικός ~ σταδίου/στίβου (βλ. ταρτάν). Επίστρωση ~α. Στρώθηκε ο ~/ξήλωσαν τον ~α στο γήπεδο (βλ. χλοο~, χορτο~).|| Δασικός/φυσικός ~ (: χαμηλή βλάστηση· βλ. γκαζόν, γρασίδι, χορτάρι). 3. ΜΗΧΑΝ. μεταφορική ταινία, ιμάντας περιστροφής: κυλιόμενος ~. ~ες γυμναστικής (βλ. διάδρομος). ● ΦΡ.: θέτω επί τάπητος (λόγ.): φέρνω ένα θέμα προς συζήτηση με στόχο την άμεση επίλυσή του: Οι συνδικαλιστές έθεσαν ~ ~ την ανάγκη εκσυγχρονισμού των εργασιακών σχέσεων.|| Οι ευρωπαϊκές εξελίξεις (τέθηκαν) ~ ~. Πβ. στο τραπέζι. [< γαλλ. (mettre) sur le tapis] [< αρχ. τάπης, γαλλ. tapis]

τεκμηρίωση

τεκμηρίωση τεκ-μη-ρί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. εξαγωγή συμπεράσματος με τεκμήρια, υποστήριξη μιας άποψης με επιχειρήματα· συνεκδ. το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, τα σχετικά στοιχεία: άμεση/αναλυτική/βασική/γενική/διεξοδική/(αν)επαρκής/θεωρητική/ιστορική/λογική/πειστική/πλήρης/πρόχειρη/στατιστική/σύντομη ~. ~ απάντησης/γεγονότων (πβ. θεμελίωση). ~ των δαπανών (πβ. δικαιολόγηση)/μιας μελέτης.|| Νομική ~ μιας υπόθεσης (με πειστήρια· πβ. στοιχειοθέτηση). Έρευνα χωρίς βιβλιογραφική ~ (= χωρίς αναφορές). 2. παροχή ειδικής πληροφορίας, συνήθ. σχετικά με αντικείμενα συλλογής: μουσειακή ~ λαογραφικού υλικού. Διαχειριστική ~ μνημείων. Επιστημονική ~ και ψηφιοποίηση αρχείου. Βάση ~ης δεδομένων. Διεθνής Επιτροπή ~ης. 3. ΠΛΗΡΟΦ. (συνήθ. για οδηγό, εγχειρίδιο χρήσης) λεπτομερής περιγραφή του σχεδιασμού και της λειτουργίας λογισμικού προϊόντος ή υπολογιστικού συστήματος: ενημερωμένη/έντυπη/ηλεκτρονική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ταινία τεκμηρίωσης βλ. ταινία [< μτγν. τεκμηρίωσις ‘απόδειξη, πιστοποίηση’ 2, 3: αγγλ.-γαλλ. documentation] ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ

τιμή

τιμή τι-μή ουσ. (θηλ.) 1. αγοραστική αξία αγαθού, χρηματικό αντίτιμο, κόστος: ανώτατη/ απίστευτη/αρχική/ειδική/εκπτωτική/ενιαία/προνομιακή/σταθερή/συμβολική ~. Ακριβές/αλμυρές/ανταγωνιστικές/ασυναγώνιστες/δίκαιες/ελεύθερες/εξευτελιστικές/εξωπραγματικές/λογικές/μοναδικές/προσιτές/τσιμπημένες/τσουχτερές ~ές. ~ ασφαλείας/διάθεσης/(εξ)αγοράς/ζήτησης/παρέμβασης (στα σιτηρά)/προσφοράς/πώλησης/χρέωσης. ~ μονάδας. Σχέση ~ής και ποιότητας. Διεθνής ~ πετρελαίου. Άνοδος στην ~ του χρυσού. ~ές εργοστασίου (: χωρίς το κέρδος του παραγωγού)/καταλόγου/λιανικής/χονδρικής. Αύξηση στις ~ές των διοδίων/τροφίμων. Αναγραφή/ανάλυση/διακύμανση/διαμόρφωση/έλεγχος/εναρμονισμός/εξομάλυνση/καθορισμός/μείωση/μεταβολή/προσαρμογή/πτώση/ρύθμιση/σύγκριση των ~ών. Βουτιά/έκρηξη/κατάρρευση/πάγωμα/ράλι των ~ών. Πολιτική ~ών. Άλμα/φρένο/φωτιά στις ~ές προϊόντων και υπηρεσιών. ~ές-σοκ. Στην ~ δεν συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ. Το πήρα σε ~ προσφοράς/στη μισή ~. Κερδίστε δύο εισιτήρια στην ~ του ενός. Μου έκανε καλή ~. Οι ~ές ανεβαίνουν/εκτινάσσονται στα ύψη/κυμαίνονται από ... έως ... ευρώ/σταθεροποιούνται/υποχωρούν. Ημερήσιο Δελτίο ~ών. Βλ. ανατίμηση. 2. καλή φήμη, υπόληψη: διαφύλαξη/προάσπιση της ~ής της πατρίδας. Έγκλημα/ζήτημα/θέμα ~ής. Είναι ανάγκη να ανακτηθεί/αποκατασταθεί η χαμένη ~ του (πβ. κύρος). Του έθιξε το αίσθημα της ~ής (πβ. αξιοπρέπεια, περηφάνια). Λόγοι ~ής με αναγκάζουν να παραιτηθώ. Προστατεύω/υπερασπίζω την ~ του ονόματός μου/την προσωπική μου ~. Σέβομαι/προσβάλλω/σπιλώνω την ~ κάποιου.|| Έπεσε στο πεδίο της ~ής (= στη μάχη).|| (παρωχ.) Παρθενία· συζυγική πίστη. 3. έκφραση εκτίμησης, σεβασμού, αναγνώρισης: εξαιρετική/ιδιαίτερη/ύψιστη ~. Εκδήλωση/μνημόσυνο ~ής. Μέρα μνήμης και ~ής. Τάγμα ~ής (: παράσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας). Πρέσβης/πρόεδρος επί ~ (= επίτιμος). ~ και δόξα στους ήρωες! (Αποδίδουμε) ~ στους ευεργέτες/πεσόντες. Αισθάνομαι ιδιαίτερη /μεγάλη ~ και χαρά. Είναι ~ για μένα να ... Θα είναι μεγάλη μας ~ αν/να μας επισκεφθείτε. Μας έκανε/μου επιφύλαξε την ~ να ... ΑΝΤ. ατίμωση, προσβολή.|| -Θα με συνοδέψετε; -~ (: ευχαρίστησή) μου! Με ποιον έχω την ~ να ομιλώ; (ειρων.) Σε τι οφείλω την ~ της επίσκεψής σου; 4. (μτφ.) καμάρι, καύχημα: (για πρόσ.) Είναι η ~ της οικογένειας/ομάδας. Πβ. περηφάνια, στολίδι. ΑΝΤ. μαύρο πρόβατο 5. ΜΑΘ. κάθε δυνατός προσδιορισμός ενός μεταβλητού μεγέθους: αλγεβρική ~ (: με πρόσημο + ή -). ~ μεταβλητής/συνάρτησης. Η ~ του χ/ψ. Απόδειξη θεωρήματος για όλες τις ~ές του ν.|| (ΙΑΤΡ.) Αυξημένες/φυσιολογικές/χαμηλές ~ές βιοχημικών εξετάσεων. ~ές γλυκόζης.τιμές (οι): τιμητικές διακρίσεις ή εκδηλώσεις: αγήματα απόδοσης ~ών. Του έκαναν/πρόσφεραν ~. ~ και διακρίσεις. Τον υποδέχτηκαν με όλες τις δέουσες ~. Κηδεύτηκε με στρατιωτικές ~. [< γαλλ. honneurs ] ● ΣΥΜΠΛ.: ακαμψία τιμής: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία η τιμή των βιομηχανικών προϊόντων ή των πρώτων υλών δεν επηρεάζεται από τη γενικότερη οικονομική ύφεση ή την αύξηση του πληθωρισμού. [< αγγλ. price rigidity] , αναμενόμενη/προσδοκώμενη τιμή/αξία: ΟΙΚΟΝ. -ΣΤΑΤΙΣΤ. ο μέσος όρος των υποθετικών αξιών μιας τυχαίας μεταβλητής: αρνητική/θετική ~ ~. ~ ~ επένδυσης/μετοχής/προσφοράς. Αποτίμηση σε ~ ~. ΣΥΝ. μαθηματική ελπίδα (2) [< αγγλ. expected value, 1915] , ενεργός τιµή (συντομ. rms): ΗΛΕΚΤΡ. η σταθερή τιμή του ρεύματος που προκαλεί την ίδια κατανάλωση ισχύος σε μια αντίσταση (R) με ένα εναλλασσόμενο ρεύμα που έχει την ίδια τιμή: ~ ~ της τάσης του ηλεκτρικού πεδίου. [< αγγλ. effective value, root mean square (value)] , επίπεδο τιμών: ΟΙΚΟΝ. κόστος ζωής: γενικό/μεταβλητό/σταθερό/σχετικό/υψηλό ~ ~. Βλ. πληθωρισμός., εύρος τιμής: ΟΙΚΟΝ. η διαφορά μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης τιμής της αξίας σε μια συγκεκριμένη συνεδρίαση του χρηματιστηρίου: δεσμευτικό/οριστικό ~ ~. ~ ~ διάθεσης δέκα έως δώδεκα ευρώ ανά μετοχή. Μείωση του ~ους ~. Το ~ ~ ορίστηκε μεταξύ τεσσάρων και πέντε ευρώ., κυρία (επί) των τιμών: γυναίκα στην ακολουθία βασίλισσας ή πριγκίπισσας: (συνήθ. ειρων.) Συμπεριφέρεται σαν ~ ~. [< αγγλ. lady of honour] , κώδικας τιμής: σύνολο ηθικών αξιών και κανόνων που προσδιορίζουν την ευυπόληπτη συμπεριφορά των μελών μιας κοινότητας: άγραφος ~ ~. [< γαλλ. code de l' honneur] , μέση τιμή (ν αριθμών): ΣΤΑΤΙΣΤ. το πηλίκο του αθροίσματος ν αριθμών με το πλήθος ν., ο λόγος της τιμής: προφορική διαβεβαίωση, υπόσχεση που βασίζεται στην αξιοπιστία κάποιου: Έχεις/σου δίνω το(ν) λόγο ~ μου. [< γαλλ. la parole d'honneur] , σταθερότητα των τιμών: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη συγκράτηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα: νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη ~ ~. ΑΝΤ. διακύμανση τιμών. [< αγγλ. price stability] , συγκράτηση τιμών: ΟΙΚΟΝ. η διατήρηση των τιμών σε σταθερά επίπεδα: μέτρα για πάταξη νοθείας και ~ ~ στα καύσιμα., τιμή κλεισίματος/εκκαθάρισης: ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπευτική τιμή του συναλλακτικού ενδιαφέροντος που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου Αξιών, η οποία υπολογίζεται βάσει μεθόδου μετά το τέλος της συνεδρίασης: ημερήσια ~ ~. [< αγγλ. closing price/settlement price, 1928] , τρέχουσα τιμή: ΟΙΚΟΝ. η τιμή του υποκείμενου προϊόντος στην αγορά, η οποία ισχύει τη δεδομένη χρονική στιγμή., φιλική τιμή: συμφέρουσα τιμή: Το πουλάω στη ~ ~ των ... ευρώ. Θα σου κάνω ~ ~., χρέος τιμής: ηθική δέσμευση, υποχρέωση: ελάχιστο/υπέρτατο ~ ~ απέναντι σε κάποιον. Για μένα είναι ~ ~ και ιερό καθήκον να ... Θεωρώ ~ ~ να μιλήσω για ... [< αγγλ. debt of honour] , (Γενικός) Δείκτης Τιμών βλ. δείκτης, άκρες τιμές βλ. άκρος, αντικειμενική αξία βλ. αντικειμενικός, απόλυτη τιμή βλ. απόλυτος, δελτίο τιμών βλ. δελτίο, εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή/πληθωρισμός βλ. εναρμονισμένος, ενδεικτική τιμή βλ. ενδεικτικός, η Λεγεώνα της Τιμής βλ. λεγεώνα, πράσινη τιμή βλ. πράσινος, συμβόλαιο τιμής βλ. συμβόλαιο, τιμή αληθείας βλ. αλήθεια, τιμή αναφοράς βλ. αναφορά, τιμή ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τιμή γνωριμίας βλ. γνωριμία, τιμή εκκίνησης βλ. εκκίνηση, τιμή κόστους βλ. κόστος, τίτλος τιμής βλ. τίτλος, φόρος τιμής βλ. φόρος ● ΦΡ.: για την τιμή των όπλων: για να μη χαθεί η αξιοπρέπεια, για την υπεράσπιση της υπόληψης: αγώνας/απεργία/συμβολική ενέργεια/συνάντηση (που γίνεται) ~ ~ (και μόνο). Βλ. για τα μάτια του κόσμου., η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι η αξιοπρέπεια δεν εξαγοράζεται. [< γαλλ. l' honneur n' a pas de prix] , λαμβάνω/έχω την τιμή να ...: τυπική έκφραση ευγενείας του γραπτού και προφορικού λόγου: ~ ~ σας ανακοινώσω ότι .../σας παρουσιάσω τον ... Με την παρούσα επιστολή, ~ ~ απευθυνθώ σε εσάς για ένα ζήτημα υψίστης σημασίας. [< γαλλ. avoir l' honneur de ...] , με τιμή/μετά τιμής (επίσ.): στερεότυπη αποφώνηση επιστολής ή εγγράφου, που προηγείται της υπογραφής: Διατελώ ~ ~., προς τιμή(ν) κάποιου 1. με σκοπό να τιμηθεί κάποιος: ανέγερση μνημείου/γιορτή/δεξίωση/ημέρα/τελετή ~ ~ του ... Παρατέθηκε δείπνο ~ ~ των συνέδρων. 2. για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι άξιος τιμής, επιβράβευσης: Είναι ~ ~ τους ότι παραδέχτηκαν το σφάλμα τους/σήκωσαν το βάρος της απόφασης. [< 1: γαλλ. en l'honneur de] , σε συμφέρουσα τιμή: σε τιμή που συμφέρει τον αγοραστή, συνήθ. χαμηλή: αυτοκίνητο ~ ~., σε τιμή λιώμα (αργκό): σε πολύ καλή τιμή, πολύ φτηνά: ~ ~ το νέο μοντέλο., (μέσα) στην τιμή βλ. μέσα, γκολ της τιμής βλ. γκολ, λόγω τιμής βλ. λόγος, περιποιεί/περιποιούν τιμή βλ. περιποιώ, σε τιμή ευκαιρίας βλ. ευκαιρία, τιμή μου και καμάρι μου βλ. καμάρι, τιμής ένεκεν βλ. ένεκεν, τσίμπησαν οι τιμές βλ. τσιμπώ, χτυπάει τις τιμές βλ. χτυπώ [< αρχ. τιμή, γαλλ. honneur 5: γαλλ. valeur]

τόπος

τόπος τό-πος ουσ. (αρσ.) 1. συγκεκριμένη έκταση γης, τοποθεσία, περιοχή: βραχώδης/γόνιμος/επίπεδος/έρημος/μακρινός ~. Πβ. έδαφος.|| Γενέθλιος/φιλόξενος ~ (πβ. πόλη, χώρα). ~ γέννησης/διαμονής/διεξαγωγής (αγώνων)/εγκατάστασης/έκδοσης/κατοικίας/παραγωγής/παραθερισμού/προορισμού. ~ εισαγωγής/εξαγωγής προϊόντων. Ο ~ του ατυχήματος/του μαρτυρίου/της μάχης. Άγονος, φτωχός ~. Εδώ είναι ο ~ όπου ... Μετακίνηση από ~ο σε ~ο/προς και από τον ~ο εργασίας. Αρχαιολογικοί/ιεροί/ιστορικοί ~οι. ~οι λατρείας. Ανεξερεύνητοι ~οι της Γης. Παραμύθια από ~ους της Ασίας. Έχει ισχυρούς δεσμούς με τον ~ο καταγωγής του. Τα σωστικά συνεργεία δυσκολεύτηκαν να φτάσουν στον ~ο της τραγωδίας. Ιδανικός ~ για ... Η ενότητα του ~ου στο κλασικό θέατρο.|| (ΓΡΑΜΜ.) Επιρρηματικός προσδιορισμός του ~ου. ΣΥΝ. μέρος (2) 2. χώρος: Πιάνει πολύ ~ο. Κάνε ~ο να περάσω. Έχει γεμίσει ο ~ σκουπίδια. 3. η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου: Γύρισε στον ~ο του. Η ιστορία του ~ου μας. 4. ΛΟΓΟΤ. -ΡΗΤΟΡ. παραδοσιακό μοτίβο, λογοτεχνική σύμβαση. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιοι Τόποι: ΕΚΚΛΗΣ. οι περιοχές της αρχαίας Παλαιστίνης όπου έζησε και δίδαξε ο Χριστός., γεωμετρικός τόπος: ΜΑΘ. το σύνολο όλων των σημείων που έχουν μόνο αυτά μία κοινή χαρακτηριστική ιδιότητα. [< νεολατ. locus] , αρχαιολογική θέση/αρχαιολογικός τόπος βλ. αρχαιολογικός, δικτυακός τόπος/χώρος βλ. δικτυακός, κοινός τόπος βλ. κοινός, κρανίου τόπος βλ. κρανίο, τόπος αναπαύσεως βλ. ανάπαυση, τόπος του εγκλήματος βλ. έγκλημα ● ΦΡ.: εις τόπον χλοερόν/εν τόπω χλοερώ: ΕΚΚΛΗΣ. (στη νεκρώσιμη ακολουθία) για τον τόπο όπου βρίσκεται ο νεκρός: Απεβίωσεν/αποδήμησε εις ~ ~. Αναπαύεται/βρίσκεται εν ~ ~., επί τόπου (λόγ.): επιτόπου., κατά τόπους: κατά περιοχές, τοπικά: ηλιοφάνεια και λίγη ~ ~ συννεφιά.|| (ως επίθ.) Οι ~ ~ (= τοπικές) διευθύνσεις/υπηρεσίες. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στα ~ ~ γραφεία του Οργανισμού., πιάνει τόπο (προφ.): για κάτι που έχει αποτέλεσμα, αξιοποιείται θετικά: Οι κόποι/τα λεφτά/οι συμβουλές του έπιασαν ~., τόπο στα νιάτα: για να δηλωθεί ότι πρέπει να παραμερίζουν οι μεγαλύτεροι ή γεροντότεροι, ώστε να δίνονται ευκαιρίες στους νέους: Δώστε ~ ~!, αδειάζω τη γωνιά/τον τόπο βλ. αδειάζω, ατάκα κι επί τόπου βλ. ατάκα, αφήνω στον τόπο βλ. αφήνω, βρόμησε ο τόπος βλ. βρομώ, δεν με χωρά(ει) ο τόπος βλ. χωρώ, δίνω τόπο στην οργή βλ. οργή, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, έμεινε στον τόπο βλ. μένω, κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη βλ. ζακόνι, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, κατά τόπο(ν) αρμοδιότητα βλ. αρμοδιότητα, κουνήσου από τη θέση σου βλ. κουνώ, ουδείς προφήτης στον τόπο του βλ. προφήτης, παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είναι (/είν' και) μπαλωμένο βλ. παπούτσι, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. τόπος ‘θέση, μέρος, θέμα’, γαλλ. lieu, γερμ. Topos, αγγλ. topos]

-τορας

-τορας {-τόρων} & -τωρ {-τορος} : επίθημα ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει συγκεκριμένη ιδιότητα ή επαγγελματική δραστηριότητα: γεννή~. (Ο/η) διδάκ~.|| Εισπράκ~.

τούτος

τούτος, η, ο [τοῦτος] τού-τος δεικτ. αντων. {χωρ. κλητ.} & ετούτος (προφ.): αυτός: Ποιος είναι ~;|| ~ ο χειμώνας είναι ο χειρότερος. Η φωνή της λογικής είναι επιτακτική ~η τη στιγμή (= τώρα). Είχαμε φασαρίες ~ες τις μέρες.|| Έβγαλα ~ο το συμπέρασμα. Όλα ~α φαίνονται σήμερα πολύ μακρινά. Μιλήσαμε για ~α και για κείνα. ~ο δεν σημαίνει όμως ότι ... Και όχι μόνο ~ο, αλλά ... ● ΦΡ.: άνευ τούτου (λόγ.): χωρίς αυτό., για τούτο & (λόγ.) διά τούτο: γι' αυτό., επί τούτου 1. & (σπάν.-λόγ.) επί τούτω & επί τούτο: για τον λόγο ή τον σκοπό αυτό, επίτηδες: Το κάνει ~ ~, για να με εξοργίσει. Ο νόμος έγινε ~ ~ (πβ. ad hoc). Ο διαγωνισμός διενεργείται από την ~ τούτω συγκροτηθείσα επιτροπή. 2. σχετικά με αυτό: Θα ενημερωθείτε ~ ~. Η κυβέρνηση δεν θα τοποθετηθεί ~ ~. Ουδέν σχόλιον ~ ~!, και τούτο και το άλλο: για να δηλωθεί σειρά πραγμάτων, χωρίς να αναφερθούν λεπτομέρειες: Ας πάψουν επιτέλους να ζητάνε ~ ~., προς τούτο (λόγ.): για τον σκοπό, τον λόγο αυτό: Για τη λειτουργία του γραφείου απαιτείται ειδική ~ ~ άδεια., προς τούτοις (λόγ.): επιπλέον, επιπρόσθετα: ~ ~ αναφέρω ότι ... ΣΥΝ. μεταξύ (των) άλλων, προσέτι, τούτος εδώ/'δω (εμφατ.): Δεν έχω περάσει ξανά από ~α ~ τα μέρη.|| ~ ~ έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Μας αφηγήθηκε ~η 'δω την ιστορία (= την ακόλουθη)., ως εκ τούτου (λόγ.): επομένως, συνεπώς: επιχειρήματα αναληθή και ~ ~ παραπλανητικά., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! βλ. άλλος, εκτός/πέραν αυτού/τούτου βλ. εκτός, καλό κι αυτό/καλό και τούτο! βλ. καλός, μ' αυτά/με τούτα και μ'εκείνα βλ. αυτός, ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος βλ. πάνω & επάνω, τούτου δοθέντος βλ. δοθείς [< μεσν. τούτος]

τροχάδην

τροχάδην τρο-χά-δην επίρρ. (λόγ.) 1. με τρέξιμο, τρέχοντας: Έρχεται/έφυγε ~. Βλ. -δην.|| (ως ουσ.) Ελαφρύ ~. Επί τόπου ~ (: για προθέρμανση). Κάνει ~. ΑΝΤ. βάδην, σημειωτόν 2. (μτφ.) πολύ γρήγορα και συνήθ. απρόσεκτα: Το θέμα πέρασε ~ στη συνέλευση. ● ΦΡ.: επί τροχάδην/επιτροχάδην (λόγ.): βιαστικά και συχνά χωρίς τη δέουσα προσοχή: Είμαι αναγκασμένος να αναφερθώ ~ ~ στα ζητήματα.|| (ως επίθ.) ~ ~ ανάγνωση. [< μτγν. τροχάδην]

ύλη

ύλη [ὕλη] ύ-λη ουσ. (θηλ.) {υλ-ών} 1. ουσία, συστατικό στοιχείο από το οποίο αποτελείται ένα φυσικό σώμα· γενικότ. οτιδήποτε καταλαμβάνει χώρο, έχει μάζα και μπορεί να μετατραπεί σε ενέργεια: ανόργανη/οργανική/συμπυκνωμένη/συνθετική ~. Η αφθαρσία/η διάταξη/η δομή/οι ιδιότητες/η μεταφορά/τα σωματίδια της ~ης. Η ~ εμφανίζεται σε αέρια, στερεή και υγρή κατάσταση/μορφή. Βλ. αντι~.|| Καύσιμη/υφαντική ~. Εκρηκτικές/εύφλεκτες/χρωστικές ~ες.|| (ΦΙΛΟΣ.) Ο άνθρωπος αποτελείται από ~ και πνεύμα. Βλ. υλισμός.|| (ΒΙΟΛ.) Έμβια/ζώσα ~ (: ~ των ζωντανών οργανισμών). 2. τα υλικά αγαθά: προσκόλληση στην ~ (: στις υλικές απολαύσεις, ΑΝΤ. πνευματικά αγαθά). 3. το σύνολο των θεμάτων που περιλαμβάνονται στον γραπτό ή ηλεκτρονικό Τύπο, σε ένα βιβλίο ή έντυπο: αθλητική/δημοσιογραφική/πολιτική ~. Εφημερίδα με πλούσια ~. Εκπομπή/περιοδικό ποικίλης ~ης (πβ. θεματολογία). Επιμελητής/συντάκτης (πβ. υλατζής)/υπεύθυνος ~ης. 4. (συνεκδ.) το περιεχόμενο γνωστικού αντικειμένου ή μαθήματος: διδακτέα/εξεταστέα ~. Διεύρυνση/μείωση της ~ης. Εκτός/εντός ~ης. Το τελευταίο κεφάλαιο δεν θα είναι στην ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γραφική ύλη: κάθε αντικείμενο που χρησιμεύει στο γράψιμο: είδη ~ής ~ης. Βλ. μαρκαδόρος, μολύβι, στιλό, χαρτικά., πρώτη ύλη: ΟΙΚΟΝ. ακατέργαστο ή επεξεργασμένο υλικό το οποίο χρησιμοποιείται στη βιομηχανία για την παραγωγή προϊόντων· κατ' επέκτ. καθετί που αποτελεί τη βάση προκειμένου να δημιουργηθεί κάτι: αγροτικές (: ζωικές, φυτικές)/ανανεώσιμες/ενεργειακές/ορυκτές/φυσικές ~ες ~ες. Ανακύκλωση ~ων ~ών. || Η ελληνική κουζίνα βασίζεται σε εξαιρετικές ~ες ~ες. || (μτφ.) Έγραψε το βιβλίο έχοντας ως ~ ~ τις προσωπικές του εμπειρίες. [< αγγλ. raw material] , αρτυματικές ύλες/ουσίες βλ. αρτυματικός, γλυκαντικές ουσίες/ύλες βλ. γλυκαντικός, μεσοαστρική ύλη βλ. μεσοαστρικός, σκοτεινή ύλη βλ. σκοτεινός, φερτές ύλες βλ. φερτός ● ΦΡ.: εφ' όλης της ύλης (λόγ.): για κάθε πλευρά ενός ζητήματος: διάλογος/ενημέρωση/συζήτηση/συνέντευξη ~ ~. Ο πρωθυπουργός θα μιλήσει ~ ~., καθ' ύλη(ν) αρμοδιότητα βλ. αρμοδιότητα, ο καθ΄ύλην αρμόδιος βλ. αρμόδιος [< αρχ. ὕλη, γαλλ. matière]

χάρτης

χάρτης χάρ-της ουσ. (αρσ.) {-η (λόγ.) -ου | χαρτών} 1. επεξηγηματική και γενικευμένη με κλίμακα σχεδιαστική απεικόνιση συγκεκριμένου χώρου, σε επίπεδο συνήθ. χαρτί: γεωγραφικός/ναυτικός (πβ. πορτολάνος)/ορειβατικός/παγκόσμιος ~. Ηλεκτρονικός/τρισδιάστατος ~. ~ της Ελλάδας/Ευρώπης. ~ (του) Αεροδρομίου/Νοσοκομείου/Πανεπιστημίου. Ταξιδιωτικοί/τουριστικοί ~ες. ~ες του βυθού. ~ με κλίμακα 1: ... Καθορισμός της θέσης στον ~η. ~-σχεδιάγραμμα. Βλ. άτλας, ορθοφωτο~, πυξίδα.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Αστρικός ~. ~ του ουρανού.|| (ΑΣΤΡΟΛ.) Ερμηνεία του αστρολογικού ~η. 2. (κατ' επέκτ.) απεικόνιση πληροφορίας, συνήθ. με τη μορφή πίνακα: γενεαλογικός/προγνωστικός ~. ~ καιρού. Στατιστικοί ~ες. || Εννοιολογικός ~. 3. (συνήθ. με κεφαλ. Χ) χάρτα: Ο ~ Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 4. (μτφ.) το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται μια δραστηριότητα ή η κατάστασή της: Διαμορφώνεται ο ~ της αγοράς/εκπαίδευσης. Ο νέος ακαδημαϊκός ~ της χώρας. Πβ. σκηνικό, τοπίο. 5. (επίσ.) χαρτί: ~ γραφής. Ανακύκλωση/βιοτεχνία/εμπορία/προμήθεια ~ου. ● ΣΥΜΠΛ.: οδικός χάρτης 1. που απεικονίζει το οδικό δίκτυο πόλης ή περιοχής. 2. (με κεφαλ. τα αρχικά Ο, Χ· κυρ. ΠΟΛΙΤ.) αναλυτικό σχέδιο για την επίτευξη στόχου: ~ ~ για την ειρήνη/οικονομία/νέα γενιά. [< αγγλ. road map] , χάρτης ιστότοπου/ιστοσελίδας/ιστοχώρου & χάρτης (δια)δικτυακού τόπου: ΔΙΑΔΙΚΤ. διάγραμμα των υποσελίδων ενός δικτυακού τόπου, το οποίο διευκολύνει την πλοήγηση και την αναζήτηση. ΣΥΝ. ιστοχάρτης [< αμερικ. site map, 1972] , άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, γενετικός/γονιδιακός χάρτης βλ. γενετικός, θεματικός χάρτης βλ. θεματικός1, καταστατικός χάρτης βλ. καταστατικός, μετεωρολογικός χάρτης βλ. μετεωρολογικός, πολιτικός χάρτης βλ. πολιτικός, χάρτης θέσης βλ. θέση ● ΦΡ.: επί χάρτου [ἐπί χάρτου] (λόγ.) 1. πάνω στον χάρτη και κατ' επέκτ. στο χαρτί, σε αντιδιαστολή με το πεδίο δράσης: (ΣΤΡΑΤ.) ασκήσεις ~ ~.|| Σχέδια ~ ~. Οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες μελετήθηκαν τόσο ~ ~, όσο και επί τόπου. 2. (μτφ.) στα χαρτιά: Ισότητα που υφίσταται μόνο ~ ~, και όχι στην ουσία/πράξη. Βλ. μένω στα λόγια.|| ~ ~ εξέταση των αιτημάτων (= σε θεωρητικό επίπεδο)., σβήνω από το(ν) χάρτη 1. καταστρέφω ολοσχερώς, προκαλώ τον αφανισμό: Ολόκληρα χωριά σβήστηκαν/χάθηκαν (κυριολεκτικά) ~ εξαιτίας του παλιρροϊκού κύματος/πολέμου/σεισμού. 2. (σπάν.) καταστρέφω, εξοντώνω· διακόπτω τις σχέσεις μου: Κατάφερε να σβήσει ~ όλους τους αντιπάλους του.|| Έσβησε το όνομά του (εντελώς) ~. Βλ. ξεκόβω., στην πινέζα του χάρτη βλ. πινέζα [< αρχ. χάρτης ‘πάπυρος, φύλλο ή κύλινδρος παπύρου’, μτγν. ~ ‘επίσημο έγγραφο’, γαλλ. carte, charte, ιταλ. carta, αγγλ. chart]

χρήμα

χρήμα [χρῆμα] χρή-μα ουσ. (ουδ.) {χρήμ-ατος | -ατα, -άτων} ΣΥΝ. λεφτά 1. ΟΙΚΟΝ. επίσημο μέσο πληρωμής με τη μορφή κερμάτων και χαρτονομισμάτων: ελεγχόμενο (: που η κυκλοφορία του ελέγχεται από τις νομισματικές Αρχές)/μεταλλικό/νόμιμο/παράνομο ~. Κοινοτικό ~ (: οι οικονομικοί πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ζήτηση/προσφορά ~ατος (: συνολική ποσότητα ~ατος σε κυκλοφορία). Διακίνηση/εισροή/έκδοση ~ατος. Η (ανταλλακτική) αξία/τα είδη/το κόστος/ο ρόλος/η τιμή του ~ατος. Βλ. χρηματαγορά. 2. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} (μεγάλο) χρηματικό ποσό, συνήθ. σε μετρητά: αφθονία/παραχάραξη/συσσώρευση ~ατος. Βοήθεια/εισφορές σε ~. Πεταμένα/χαμένα ~ατα. Τα ~ατα της αποζημίωσης. Δανεισμός/δαπάνη/εκταμίευση/έλλειμμα/κατάθεση/μεταβίβαση/υπεξαίρεση ~άτων. Καταμετρητής/κάτοχος ~άτων. Παιχνίδια με αληθινά/εικονικά ~ατα. Εξοικονομώ χρόνο και ~. Επενδύω τα ~ατά μου (πβ. κεφάλαιο). Επιστράφηκαν/παρακρατήθηκαν ~ατα. Διαθέτω/διαχειρίζομαι/καταβάλλω/κλέβω/μαζεύω/ξοδεύω/προσφέρω/χρειάζομαι ~ατα. Μεταφέρω/τοποθετώ ~ατα σε λογαριασμό. Δεν έχω καθόλου ~ατα μαζί/πάνω/στο πορτοφόλι μου. Δεν λογαριάζω/τσιγκουνεύομαι τα ~ατα. Μου κόστισε/στοίχισε πολλά ~ατα. Δεν θα πάμε διακοπές ελλείψει ~άτων. Πβ. ρευστό. 3. (ειδικότ.) (μεγάλες) απολαβές ή χρηματική περιουσία, πλούτος· συνεκδ. οι οικονομικά εύρωστοι: ~ατα και ακίνητα. Πακτωλός ~άτων. Το ~ ρέει άφθονο. Δουλειές που αφήνουν ~ (: κέρδος). Βγάζει αρκετά ~ατα από τη δουλειά του. Έχει πολλά ~ατα. Πόσα ~ατα παίρνεις τον μήνα (: ποιος/πόσος είναι ο μισθός σου); Έπαιξε όλα του τα ~ατα στα χαρτιά.|| Η δύναμη/το κυνήγι του ~ατος. Επίδειξη ~ατος. Αγαπάει/κυνηγάει το ~ (= τους παράδες, τα φράγκα). Πβ. μαμωνάς.|| Το ~ (= οι πλούσιοι) εξουσιάζει τον κόσμο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. δανεισμός με υψηλό επιτόκιο, επειδή η ζήτηση χρήματος υπερβαίνει την προσφορά., βρόμικο/μαύρο χρήμα: χρηματικά ποσά που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και δεν έχουν φορολογηθεί: διακίνηση/εισαγωγή ~ου ~ατος. Χώρα που λειτουργεί ως παράδεισος/πλυντήριο (: για ξέπλυμα) ~ου ~ατος. [< αγγλ. dirty/black money] , γκρίζο χρήμα (προφ.): μίζα., δημόσιο/κρατικό χρήμα: οι οικονομικοί πόροι του κράτους: διαχείριση/κατάχρηση του δημόσιου ~ατος., εύκολο χρήμα (προφ.): χρηματικά ποσά που αποκτώνται με εύκολο και συνήθ. μη νόμιμο τρόπο: γρήγορο και ~ ~ (στα χαρτιά/στο καζίνο). [< αγγλ. easy money] , ζεστό χρήμα & (σπάν.) θερμό/καυτό χρήμα 1. (προφ.) ρευστό: Η συμφωνία έκλεισε με ~ ~ (= μετρητά). Η αγορά έχει ανάγκη από ~ ~. 2. ΟΙΚΟΝ. επενδυτικό κεφάλαιο που επιδιώκει βραχυπρόθεσμα την υψηλότερη δυνατή απόδοση. [< αγγλ. hot money, 1936] , ηλεκτρονικό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που έχει αποθηκευτεί με ηλεκτρονικό τρόπο, κυρ. για πραγματοποίηση συναλλαγών μέσω διαδικτύου. Πβ. ηλεκτρονικό πορτοφόλι. [< αγγλ. electronic/e-money, 1966] , πολιτικό χρήμα (κυρ. στη ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.): η χρηματοδότηση, τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων., τραπεζικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζικές επιταγές., φτηνό χρήμα (προφ.): δανεισμός χρημάτων με χαμηλό επιτόκιο και ευνοϊκούς όρους., ψηφιακό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που διακινείται ηλεκτρονικά. [< αγγλ. digital cash, 1991] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, λογιστικό χρήμα βλ. λογιστικός, ξέπλυμα χρήματος βλ. ξέπλυμα, πιστωτικό χρήμα βλ. πιστωτικός, πλαστικό χρήμα βλ. πλαστικός, ρευστό χρήμα βλ. ρευστός, το κόστος του χρήματος βλ. κόστος ● ΦΡ.: βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα (προφ.): επενδύω μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάτι που πιστεύω ότι θα μου αποφέρει κέρδος: Έβαλε/έριξε πολλά λεφτά στην επιχείρηση., είναι υπεράνω χρημάτων (λόγ.): δεν τον ενδιαφέρουν τα λεφτά., επί χρήμασι (αρχαιοπρ.): έναντι χρημάτων, με οικονομικό αντάλλαγμα: πληροφορίες ~ ~.|| ~ ~ εκδιδόμενη γυναίκα. Πβ. επί πληρωμή. ΑΝΤ. δωρεάν, ο χρόνος είναι χρήμα (γνωμ.): είναι σημαντική η σωστή διαχείριση του χρόνου., παίρνω χρήματα (προφ.): χρηματίζομαι, δωροδοκούμαι. Πβ. τα παίρνει χοντρά, τα πιάνει., τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό: τα λεφτά δεν αποκτώνται εύκολα, πρέπει να δουλέψει σκληρά κάποιος, για να τα αποκτήσει., το χρήμα δεν μυρίζει/τα λεφτά δεν μυρίζουν: για να δηλωθεί ότι η προέλευση των χρημάτων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. [< γαλλ. l 'argent n'a pas d'odeur] , τραβάω χρήματα (προφ.): κάνω ανάληψη: ~ηξε ~ απ' την κάρτα/τον λογαριασμό/την τράπεζα., χρήμα/παράς/φράγκα με ουρά (προφ.): μεγάλα χρηματικά ποσά: Βγάζει ~ ~. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, δει δη χρημάτων βλ. δει, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται βλ. κρύβω, πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος βλ. μέτρο [< αρχ. χρῆμα]

ωμός

ωμός, ή, ό [ὠμός] ω-μός επίθ. 1. (για τροφή) που δεν έχει μαγειρευτεί: ~ή: σαλάτα. ~ό: αβγό/κρέας (= άψητο). ~οί: ξηροί καρποί. ~ά: λαχανικά/φρούτα/ψάρια (βλ. σούσι). Βλ. βραστός, τηγανητός, ψητός. 2. (μτφ.) σκληρός, απάνθρωπος: ~ός: εκβιασμός (πβ. απροκάλυπτος, στυγνός). ~ή: απάντηση (= κυνική)/απειλή/εικόνα. ~ές: επιθέσεις/παραβιάσεις/παρεμβάσεις. ~ά: συναισθήματα. Ταινίες ~ού ρεαλισμού. Μίλησε με ~ή γλώσσα. Πρέπει να δεις την ~ή (= γυμνή) αλήθεια/πραγματικότητα. Περιέγραψε την κατάσταση με τον πιο ~ό τρόπο.|| (για πρόσ.) Θα είμαι ~ και ειλικρινής μαζί σου. ● επίρρ.: ωμά: στη σημ. 2: Για να το θέσω/να το πω ~ (πβ. κοφτά, στα ίσια) ... ● ΣΥΜΠΛ.: ωμή βία 1. για πράξεις εξαιρετικά βίαιες και φρικιαστικές: σκηνές ~ής ~ας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. μέθοδος αποκρυπτογράφησης η οποία βασίζεται στην εξαντλητική δοκιμή όλων των πιθανών κλειδιών, μέχρι να βρεθεί το σωστό: επίθεση ~ής ~ας. Αλγόριθμοι ~ής ~ας. Βλ. χάκινγκ. [< 2: αγγλ. brute force] [< αρχ. ὠμός]

ωφέλεια

ωφέλεια [ὠφέλεια] ω-φέ-λει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ών}: όφελος, κέρδος: δημόσια/ηθική/κοινωνική/πνευματική/οικονομική/πρακτική/υλική/ψυχική ~ (πβ. απολαβή). Προκύπτει σημαντική ~ για το κράτος. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινής ωφελείας: χαρακτηρισμός δραστηριοτήτων ή υπηρεσιών που υπάρχουν προς όφελος του κοινωνικού συνόλου: έργα ~ ~ (= κοινωφελή).|| Επιχειρήσεις/οργανισμοί ~ ~. Βλ. ΔΕΚΟ. ● ΦΡ.: επ' ωφελεία (+ γεν.) (επίσ.): προς όφελος κάποιου, για το συμφέρον του: διμερείς σχέσεις ~ ~ και των δύο λαών. Πβ. επ' αγαθώ. [< αρχ. ὠφέλεια]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.