Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 562 εγγραφές  [0-20]


  • κατά κα-τά πρόθ. (+ αιτ.) & κατ' (μπροστά από φωνήεν) & καθ' (μπροστά από λέξη που παλαιότ. δασυνόταν) δηλώνει: 1. τόπο: (κατεύθυνση) Κατευθύνομαι ~ (= προς) τον βορρά/την πόλη. ~ πού πέφτει αυτό το μέρος; ~ δω/κει.|| (έκταση) ~ γη και ~ θάλασσα. 2. χρόνο: (συχνότητα, επανάληψη) ~ περιόδους.|| (διάρκεια) ~ την απουσία του/τους ελληνιστικούς χρόνους/τις εργάσιμες μέρες και ώρες/τους θερινούς μήνες/τον 3ο π.Χ. αι. Καθ' όλο το 24ωρο.|| (προσέγγιση) ~ την άνοιξη. Θα βρεθούμε ~ το βραδάκι/τις οκτώ. Πβ. περίπου.|| (στιγμή) Έλεγχος ~ την αναχώρηση/έναρξη. Προβλήματα ~ την εγκατάσταση. 3. τρόπο: κατ' αλφαβητική σειρά. 4. (+ γεν.) εναντίωση: πάλη ~ του εγκλήματος. Εκστρατεία ~ του καπνίσματος. Παγκόσμια Ημέρα ~ των Ναρκωτικών. Είμαι ~ του πολέμου (: αντίθετος με τον πόλεμο). Πβ. εναντίον.|| (εχθρική διάθεση) Έρχονταν ~ πάνω μας.|| (ως επίρρ.) Ψηφίζω ~. Πόσοι είναι ~; ΑΝΤ. υπέρ (1) 5. επιμερισμό: τοποθέτηση/χωρισμός ~ ηλικία/φύλο. Εργασία ~ ομάδες. Χρέωση ... ευρώ κατ' άτομο. Φάλαγγα κατ' άνδρα (: ο ένας πίσω από τον άλλο). Κατ' άρθρο ερμηνεία του νόμου. Παραταχθείτε ~ τριάδες! ΣΥΝ. ανά (1) 6. συμφωνία: ~ τη γνώμη μου/τις διατάξεις του νόμου/τα λεγόμενα/τον συγγραφέα ... Πράττω ~ συνείδηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ Λουκάν/Ματθαίον Ευαγγέλιο. 7. αναφορά, σχέση, αναλογία: ταξινόμηση ~ μέγεθος. Προαγωγή κατ' αρχαιότητα. Κάθισμα οδηγού ρυθμιζόμενο καθ' ύψος, απόσταση και κλίση. Διαφέρουν ~ την ηλικία. ΣΥΝ. ως προς.|| (προφ.) ~ τον γονιό κι ο γιος. 8. ποσότητα: ~ δύο κιλά πιο βαρύς/τρία χρόνια μεγαλύτερος. Κατ' ελάχιστο. Πτώση ~ δύο μονάδες. Πουλάει τα προϊόντα ~ πολύ φτηνότερα.|| (έναρθρο) Αξιολογείται/ελέγχεται το ~ πόσο έχει τα προσόντα. ● Ουσ.: κατά (τα): αρνητικά στοιχεία, μειονεκτήματα: τα υπέρ και τα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: κατά κορυφήν γωνίες βλ. γωνία ● ΦΡ.: κατά πώς βλ. καταπώς., κατά τι: σε μικρό βαθμό, λίγο, κάπως: Ο πληθυσμός είναι ~ ~ περισσότερος σε σχέση με ... ~ ~ ακριβότερο από πέρσι θα είναι το γιορτινό τραπέζι. Τα έξοδα προβλέπεται να αυξηθούν ~ ~., (αυτός) καθ' (ε)αυτόν/καθ(ε)αυτόν, (αυτοί) καθ' (ε)αυτούς/καθ(ε)αυτούς βλ. εαυτός, (τα) κατά συνθήκη(ν) ψεύδη βλ. ψεύδος, ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα βλ. βήμα, ακολουθώ κατά πόδας βλ. πους, ανά/κατ' έτος βλ. έτος, ανά/κατά ζεύγη βλ. ζεύγος, από/κατά σύμπτωση βλ. σύμπτωση, εκ συστήματος/κατά σύστημα βλ. σύστημα, εν πρώτοις/κατά πρώτον βλ. πρώτος, επί λέξει βλ. λέξη, καθ' εκάστην βλ. έκαστος, καθ' έξιν βλ. έξη, καθ' οδόν βλ. οδός, καθ' ολοκληρία(ν) βλ. ολοκληρία, καθ' υπαγόρευση βλ. υπαγόρευση, καθ' υπέρβαση βλ. υπέρβαση, καθ' υπόδειξη βλ. υπόδειξη, καθ΄ο/καθ' α βλ. ος, η, ο, καθ’ υποβολή(ν) βλ. υποβολή, καθαυτό & καθεαυτό & καθ' αυτό & καθ' εαυτό βλ. εαυτός, κατ' ακολουθία(ν) βλ. ακολουθία, κατ' ανάγκη(ν)/εξ ανάγκης βλ. ανάγκη, κατ' αναλογία βλ. αναλογία, κατ' αντιζυγία βλ. αντιζυγία, κατ' αντιμωλία(ν) βλ. αντιμωλία, κατ' αντιπαράθεση βλ. αντιπαράθεση, κατ' αντιπαράσταση βλ. αντιπαράσταση, κατ' αποκοπή(ν) βλ. αποκοπή, κατ' απομίμηση βλ. απομίμηση, κατ' έγκληση βλ. έγκληση, κατ' έθος βλ. έθος, κατ' εικόνα και (καθ') ομοίωσιν βλ. εικόνα, κατ' εκλογή(ν) βλ. εκλογή, κατ' εκτίμηση βλ. εκτίμηση, κατ' εμέ βλ. εγώ, κατ' εντολή(ν)/βάσει εντολής/εντολών βλ. εντολή, κατ' εξαίρεση βλ. εξαίρεση, κατ' εξακολούθηση βλ. εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα βλ. επάγγελμα, κατ' επανάληψη βλ. επανάληψη, κατ' επέκταση βλ. επέκταση, κατ' επιλογή(ν) βλ. επιλογή, κατ' επίφαση βλ. επίφαση, κατ' έτος βλ. έτος, κατ' ευφημισμό(ν) βλ. ευφημισμός, κατ' ευχήν βλ. ευχή, κατ' εφαρμογή βλ. εφαρμογή, κατ' ιδίαν βλ. ίδιος1, κατ' ισομοιρία βλ. ισομοιρία, κατ' οίκον βλ. οίκος, κατ' οίκον έρευνα βλ. έρευνα, κατ' οικονομία(ν) βλ. οικονομία, κατ' όνομα βλ. όνομα, κατ' ουδένα(ν) τρόπο βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, κατά (/στο) βάθος βλ. βάθος, κατά (γενικό) κανόνα βλ. κανόνας, κατά (ένα) μεγάλο μέρος βλ. μέρος, κατά βάση βλ. βάση, κατά βούληση βλ. βούληση, κατά γράμμα βλ. γράμμα, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά διαλείμματα βλ. διάλειμμα, κατά διαστήματα βλ. διάστημα, κατά καιρούς βλ. καιρός, κατά κάποιο(ν) τρόπο βλ. τρόπος, κατά κεφαλή(ν) βλ. κεφαλή, κατά κόρον βλ. κόρος1, κατά κόσμον βλ. κόσμος, κατά κράτος βλ. κράτος, κατά κρημνών βλ. κρημνός, κατά κύματα βλ. κύμα, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κατά κυριολεξία βλ. κυριολεξία, κατά λάθος βλ. λάθος, κατά μάνα κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα) βλ. μάνα, κατά μέσο(ν) όρο βλ. μέσος, κατά μέτωπο(ν) βλ. μέτωπο, κατά μήκος βλ. μήκος, κατά μόνας βλ. μόνας, κατά νόμο/κατά παράβαση του νόμου βλ. νόμος, κατά παντός κινδύνου βλ. κίνδυνος, κατά παντός υπευθύνου βλ. υπεύθυνος, κατά παράβαση βλ. παράβαση, κατά παραγγελία βλ. παραγγελία, κατά παράδοση βλ. παράδοση, κατά παράλειψη βλ. παράλειψη, κατά παραχώρηση βλ. παραχώρηση, κατά πάσα πιθανότητα βλ. πιθανότητα, κατά περίεργο τρόπο βλ. περίεργος, κατά περίπτωση βλ. περίπτωση, κατά περίσταση/κατά τις περιστάσεις βλ. περίσταση, κατά πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία, κατά προέκταση βλ. προέκταση, κατά προσέγγιση βλ. προσέγγιση, κατά πρόσωπο βλ. πρόσωπο, κατά προτεραιότητα βλ. προτεραιότητα, κατά προτίμηση βλ. προτίμηση, κατά στάδια βλ. στάδιο, κατά σύμβαση βλ. σύμβαση, κατά συνεκδοχή βλ. συνεκδοχή1, κατά συνέπεια βλ. συνέπεια, κατά συνθήκη(ν) βλ. συνθήκη, κατά συρροή(ν) βλ. συρροή, κατά τα άλλα βλ. άλλος, κατά τα φαινόμενα βλ. φαινόμενο, κατά τα/στα μέσα βλ. μέσα, κατά ταύτα βλ. ταύτα, κατά τεκμήριο βλ. τεκμήριο, κατά τη διάρκεια βλ. διάρκεια, κατά την άσκηση βλ. άσκηση, κατά το δέον/τα δέοντα βλ. δέων, κατά το δοκούν βλ. δοκούν, κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός, κατά το εικός βλ. εικός, κατά το ειωθός/κατά τα ειωθότα βλ. ειωθός, κατά το ήμισυ βλ. ήμισυς, κατά το κοινώς λεγόμενο(ν) βλ. λεγόμενος, κατά το μάλλον ή ήττον βλ. μάλλον, κατά το πλείστον βλ. πλείστοι, κατά το πρέπον βλ. πρέπων, κατά το σύνηθες βλ. συνήθης, κατά τόπο(ν) αρμοδιότητα βλ. αρμοδιότητα, κατά τόπους βλ. τόπος, κατά τύχη βλ. τύχη, κατά φαντασία(ν) βλ. φαντασία, κατά φαντασία(ν) ασθενής βλ. φαντασία, κατά φύσιν/φύση βλ. φύση, κατά φωνή κι ο γάιδαρος βλ. γάιδαρος, κατά χάριν/χάρη βλ. χάρις, κατά Χριστόν βλ. Χριστός, κατά χώραν βλ. χώρα, καταρχάς βλ. αρχή, καταρχήν βλ. αρχή, με/κατά/σε σειρά βλ. σειρά, μέχρι κεραίας βλ. κεραία, ολίγον κατ' ολίγον βλ. ολίγον, ούτε κατά διάνοια βλ. διάνοια, πάει κατά δια(β)όλου βλ. διάβολος, παίρνω (κάποιον) κατά μέρος βλ. μέρος, σε αντιδιαστολή με/προς βλ. αντιδιαστολή, σε όλο το μήκος και (το) πλάτος βλ. μήκος, σε/(λόγ.) κατ' αποκλειστικότητα βλ. αποκλειστικότητα, σε/ανά/κατά τακτά χρονικά διαστήματα βλ. διάστημα, τα καθ' ημάς βλ. ημείς, το ελάχιστο(ν) βλ. ελάχιστο, το κατά δύναμη βλ. δύναμη [< αρχ. κατά]
  • κάτα κά-τα ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} (στις ιαπωνικές πολεμικές τέχνες): σειρά προκαθορισμένων αμυντικών και επιθετικών τεχνικών εναντίον πολλών εικονικών αντιπάλων. [< γαλλ. kata, 1944, αγγλ. ~, 1945]
  • κατα- & κατ- & καθ- & κατά- & κάτ- & κάθ- πρόθημα λέξεων που δηλώνει 1. επίταση: κατα-γάλανος/~κόκκινος (πβ. ολο-)/~σκότεινος (πβ. θεο-· βλ. ψιλο-). Κατά-κοπος. Βλ. καρα-, παν-.|| Κατα-καλόκαιρο (βλ. μεσο-)/~μεσήμερο. Κατά-βαθα.|| Κατα-καίω/~κλέβω. Κατα-γεμίζω (βλ. παρα-). Κατα-συγκινημένος.|| (λόγ.) Καθ-υβρίζω. 2. εναντίωση, πίεση: κατα-διώκω (βλ. εκ-)/~κρίνω/~φρονώ (βλ. περι-)/~ψηφίζω (ΑΝΤ. υπερ-).|| Κατ-αναγκασμός.|| Κατα-μήνυση. 3. κίνηση, φορά προς τα κάτω: κατά-βαση/~δυση. Κάθ-οδος. ΑΝΤ. ανά-.|| Κατα-ρροή. 4. κατάταξη, επιμερισμό: κατα-μέτρηση/~χώριση.|| Κατα-νομή.
  • κατάβαθα κα-τά-βα-θα επίρρ. (μτφ.-επιτατ.): πολύ βαθιά: Πληγώσαμε ~ τις καρδιές μας. ● Ουσ.: κατάβαθα (τα): έγκατα: στα ~ της Γης.|| (μτφ.) Στα ~ του νου/της ύπαρξης. Προσευχόμουν από τα ~ της ψυχής μου να ... Πβ. μύχια. ΣΥΝ. τρίσβαθα
  • καταβάλλω κα-τα-βάλ-λω ρ. (μτβ.) {παρατ. κατέβαλλα, αόρ. κατέβαλα, καταβάλει, καταβλή-θηκε (λόγ. κατεβλή-θη, -θησαν, μτχ. καταβλη-θείς, -θείσα, -θέν), -θεί, καταβάλλ-οντας, καταβεβλημένος (σπάν.) καταβλημένος} 1. (επίσ.) εξοφλώ, πληρώνω: ~ αμοιβή/αντίτιμο/αποζημίωση/ασφάλιστρα/δαπάνη/δίδακτρα/εγγύηση/εισφορές/έξοδα/κόμιστρα/ποσό/πρόστιμο/συνδρομή/τέλη. ~εται η δόση/η επιδότηση/το παράβολο/η σύνταξη/ο τόκος/ο φόρος. Κατέβαλλε κανονικά το ενοίκιο κάθε μήνα. Η επιχορήγηση ~θηκε στην επιχείρηση. Δεν ~θησαν οι νόμιμοι δασμοί. Η οφειλή θα ~θεί εφάπαξ/μετρητοίς. ~θέν: κεφάλαιο. Βλ. καταθέτω, προ~. ΑΝΤ. εισπράττω (1) 2. (ως απολεξικοποιημένο ρήμα) διοχετεύω όλες μου τις δυνάμεις, δαπανώ ενέργεια για συγκεκριμένο σκοπό: ~ κόπο (= κοπιάζω)/μόχθο (= μοχθώ)/το μέγιστο των δυνατοτήτων μου. ~εται μέριμνα/φροντίδα. Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια (= προσπάθησε πολύ). Πβ. καταναλώνω. 3. {συνήθ. στο γ' πρόσ.} εξαντλώ, εξουθενώνω, καταπονώ: Το άγχος/η αρρώστια/η αϋπνία/η δίαιτα/η κούραση τον κατέβαλε (= εξασθένησε). Με έχει καταβάλει η ιδέα/σκέψη της αποτυχίας. Πβ. λυγίζω. ΑΝΤ. δυναμώνω, τονώνω. 4. (λόγ.) νικώ αντίπαλο, κάμπτω την αντίστασή του: Κατέβαλαν τα εχθρικά στρατεύματα. Πβ. εξουδετερώνω. ● ΦΡ.: αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά βλ. αχρεώστητος ● βλ. καταβεβλημένος [< αρχ. καταβάλλω, γαλλ. accabler]
  • καταβαραθρώνω κα-τα-βα-ρα-θρώ-νω ρ. (μτβ.) {καταβαράθρω-σε, καταβαραθρώ-θηκε, -μένος, καταβαραθρών-οντας} (απαιτ. λεξιλόγ.): προκαλώ απότομη πτώση, ολοσχερή καταστροφή: ~σε τα οικονομικά της επιχείρησης. Φήμες ικανές να ~σουν υπολήψεις. Η δημοτικότητά της ~θηκε μετά τα τελευταία γεγονότα. Ανθρώπινες αξίες έχουν ~θεί στο όνομα της προόδου. ~μένο: ηθικό. Πβ. κατα-ρρακώνω, -στρέφω, χαντακώνω. [< γαλλ. abîmer]
  • καταβαράθρωση κα-τα-βα-ρά-θρω-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταβαραθρώνω: εκλογική/κοινωνική/οικονομική/πνευματική ~. ~ των θεσμών/της μετοχής/των οραμάτων/των τιμών/του χρηματιστηρίου. Πβ. κατάρρευση, καταστροφή, χαντάκωμα.
  • κατάβαση κα-τά-βα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΑΘΛ. μετακίνηση προς χαμηλότερο σημείο: απότομη/δύσκολη/επικίνδυνη/νυχτερινή ~. ~ πλαγιάς/φαραγγιού (πβ. καταρρίχηση, ραπέλ). ~ ποταμού (βλ. ράφτινγκ). ~ με βάρκα/έλκηθρο/κανό/ποδήλατο/τα πόδια/σχοινιά. Διαδρομή/τεχνικές ~ης. Πβ. κάθοδος, κατέβασμα. ΑΝΤ. ανέβασμα, άνοδος.|| (ειδικότ. στο σκι) Γιγαντιαία/ελεύθερη/τεχνική ~. Αγώνας/πίστα ~ης (βλ. σλάλομ). ΑΝΤ. ανάβαση (1) 2. ΜΟΥΣ. (στη βυζαντινή μουσική) απαγγελία φθόγγων κλίμακας από τους υψηλότερους προς τους χαμηλότερους. [< 1: αρχ. κατάβασις]
  • καταβασία κα-τα-βα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΕΚΚΛΗΣ. ειρμός κανόνα που επαναλαμβάνεται στο τέλος των τροπαρίων κάθε ωδής: αργή ~ της Υπαπαντής του Κυρίου. Ιαμβικές ~ες. ~ες των Χριστουγέννων και του Πάσχα/της Πεντηκοστής. [< μεσν. καταβασία]
  • καταβάτης κα-τα-βά-της επίθ./ουσ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: καταβάτης/καταβατικός άνεμος: ΜΕΤΕΩΡ. καθοδικό ρεύμα αέρα κατά μήκος πλαγιάς, που δημιουργείται όταν το ψυχρό, τη νύχτα, έδαφος παγώνει τον αέρα που βρίσκεται πάνω από αυτό. ΑΝΤ. αναβατικός άνεμος [< αγγλ. katabatic wind, 1918] [< μτγν. καταβάτης 'αυτός που κατεβαίνει από άλογο ή άρμα']
  • καταβατικός , ή, ό κα-τα-βα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την κατάβαση: ~ή: διαδρομή. ΑΝΤ. αναβατικός ● ΣΥΜΠΛ.: καταβάτης/καταβατικός άνεμος βλ. καταβάτης [< μτγν. καταβατικός]
  • καταβεβλημένος , η, ο κα-τα-βε-βλη-μέ-νος επίθ. (λόγ.) 1. εξαντλημένος, εξουθενωμένος, καταπονημένος: ~ και εξασθενημένος από τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. ΑΝΤ. ακατάβλητος (1) 2. & (σπάν.) καταβλημένος: που έχει πληρωθεί: ~οι: φόροι. ~ες: εισφορές. ● βλ. καταβάλλω [< 1: γαλλ. accablé]
  • καταβιβάζω κα-τα-βι-βά-ζω ρ. (μτβ.) {κατεβίβα-σε, καταβιβά-σει} (λόγ.): κατεβάζω. [< αρχ. καταβιβάζω]
  • καταβίβαση κα-τα-βί-βα-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κατέβασμα: ~ φορτίου. Ανύψωση-~ παροχής. Πβ. καταβιβασμός. ΑΝΤ. αναβίβαση [< μτγν. καταβίβασις 'μετακίνηση του τόνου δεξιά']
  • καταβιβασμός κα-τα-βι-βα-σμός ουσ. (αρσ.) 1. (επίσ.) κατέβασμα: ~ της στάθμης των υπόγειων υδάτων. Πβ. καταβίβαση. ΑΝΤ. ανύψωση (1) 2. ΓΡΑΜΜ. (για τόνο λέξης) μετακίνησή του σε επόμενη συλλαβή. [< μτγν. καταβιβασμός]
  • καταβλήθηκε βλ. καταβάλλω
  • καταβλητέος , α, ο κα-τα-βλη-τέ-ος επίθ. (επίσ., για χρηματικό ποσό): που πρέπει να καταβληθεί: ~ος: τόκος. ~α: αποζημίωση/σύνταξη. ~ο: παράβολο. ~ες: αμοιβές/εισφορές. ~α: τέλη. Φόρος ~ εφάπαξ/σε δόσεις. Έξοδα συμμετοχής ~α μέχρι ... Βλ. εισπρακτέος, προ~, -τέος. ΣΥΝ. πληρωτέος [< αρχ. καταβλητέον]
  • καταβόθρα κα-τα-βό-θρα ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΜΟΡΦ. υπόγειος, συνήθ. φυσικός αγωγός (βάραθρο), απ' όπου χάνονται τα νερά λιμνών ή ποταμών και διοχετεύονται στη θάλασσα ή αναβλύζουν σε άλλο σημείο της ξηράς ως φυσική πηγή. 2. υπόνομος, οχετός. 3. (μτφ.-μειωτ.) για πρόσωπο αχόρταγο, λαίμαργο ή που βρίζει πολύ: Το στόμα της είναι ~. Πβ. βόθρος, οχετός, υπόνομος, χαβούζα. 4. (μτφ.-επιστ.) για κάτι που απορροφά μεγάλες ποσότητες: (ΟΙΚΟΛ.) Τα δάση/δέντρα ως ~ες (διοξειδίου του) άνθρακα.|| (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ες θερμότητας. [< μεσν. καταβόθρα]
  • καταβολάδα κα-τα-βο-λά-δα ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. τρόπος πολλαπλασιασμού φυτών, κατά τον οποίο ένας βλαστός κάμπτεται, φυτεύεται με τρόπο ώστε να εξέχει μόνο η κορυφή του και κόβεται από το μητρικό φυτό, όταν βγάλει ρίζες· κυρ. ο συγκεκριμένος βλαστός ή σπάν. το νέο φυτό: εναέρια (συνήθ. φυτών εσωτερικού χώρου)/υπόγεια ~. Φυτεύω ~ες. Βλ. ενοφθαλμισμός, μόσχευμα, μπόλιασμα, παραφυάδα. [< μτγν. καταβολάς]
  • καταβολή κα-τα-βο-λή ουσ. (θηλ.) 1. (επίσ.) εξόφληση, πληρωμή χρηματικού ποσού: αχρεώστητη/ελάχιστη/μηνιαία ~. ~ αναδρομικών/αποζημίωσης/δεδουλευμένων/εισφορών/ενοικίου/επιδόματος/επιχορήγησης/μερίσματος/μετρητών/μισθού/νοσηλίων/οφειλής/προστίμου/συντάξεων/τόκων/φόρων. Βλ. αντι~, κατάθεση, προ~. ΑΝΤ. είσπραξη 2. κατανάλωση ενέργειας για συγκεκριμένο σκοπό: ~ κόπου (και χρόνου). ~ προσπαθειών για επίλυση του προβλήματος. 3. εξάντληση, εξασθένηση, καταπόνηση: ~ και άλγος σπονδυλικής στήλης. 4. (σπάν.-λόγ.) κάμψη της αντίστασης του αντιπάλου, νίκη. Πβ. εξουδετέρωση.καταβολές (οι) 1. αξίες, αρχές, συνήθειες που έχουν μεταβιβαστεί σε πρόσωπο ή σε σύνολο ατόμων από την οικογένειά του ή από γενιά σε γενιά αντίστοιχα, και αποτελούν ξεχωριστά γνωρίσματα της φυσιογνωμίας του: συμβίωση λαών με διαφορετικές πολιτισμικές ~. Έχουν κοινές ιδεολογικές/κοινωνικές/πολιτικές ~. Πβ. καταγωγή. Βλ. επιρροή. 2. απαρχές, ρίζες: οι ιστορικές ~ μιας θεωρίας/ενός κινήματος. Έθιμο με πανάρχαιες ~. ● ΣΥΜΠΛ.: καταβολή δυνάμεων & (προφ.) καταβολή: ΙΑΤΡ. εξάντληση, εξουθένωση: η ~ ~ ως σύμπτωμα της αναιμίας. Εμφανίζει ~ ~. Πβ. αδυναμία, κόπωση.|| Νιώθω μεγάλη ~. ● ΦΡ.: από καταβολής κόσμου (λόγ.): ανέκαθεν, από πολύ παλιά: Θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο ~ ~. ΣΥΝ. από αρχαιοτάτων χρόνων, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης (1), έναντι καταβολής (επίσ.): με (προ)πληρωμή: Έκδοση άδειας ~ ~ του καθορισμένου τέλους. Βλ. έναντι αμοιβής. [< αρχ., μτγν. καταβολή ‘θεμελίωση, γένεση, πληρωμή, παροξυσμός’]

ακολουθία

ακολουθία [ἀκολουθία] α-κο-λου-θί-α ουσ. (θηλ.) {ακολουθι-ών} 1. (επιστ.) συνεχής ή/και λογική διαδοχή εννοιών, σκέψεων, γεγονότων, στοιχείων, καταστάσεων, φαινομένων: γραμμική/σταθερή/συντακτική/χρονική ~. ~ γεγονότων/δραστηριοτήτων/κινήσεων/λέξεων/σκέψεων/συμβάντων/συμβόλων. Παρακολούθηση και καταγραφή της μετασεισμικής ~ας. Λογική ~ των επιχειρημάτων (πβ. αλληλουχία, ειρμός). Διασφάλιση της ~ας και συμπληρωματικότητας των δράσεων. Πβ. αλυσίδα, σειρά, συνέχεια. Βλ. συν~.|| (ΒΙΟΛ.) ~ αμινοξέων/γονιδίων. Γενετική/νουκλεϊκή/πεπτιδική/πρωτεϊνική ~. ~ες DNA. Ανάλυση/στοίχιση ~ών.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εντολών (πβ. αλγόριθμος)/τυχαίων αριθμών. Δομή/έλεγχος ~ας. Σύγκλιση ~ών. ΑΝΤ. ανακολουθία 2. ομάδα ανθρώπων που συνοδεύουν τιμητικά επίσημο πρόσωπο, συνοδεία: διπλωματική ~. Τον πρωθυπουργό συνόδευε πολυμελής ~. Πβ. κουστωδία. 3. ΕΚΚΛΗΣ. τακτική ή έκτακτη ιεροτελεστία με καθορισμένο τυπικό: εξόδιος/ιερή/νεκρώσιμη ~. Η ~ της Αναστάσεως/του Ακάθιστου Ύμνου/του Γάμου/του Επιταφίου/του Όρθρου. Τέλεση ~ας. Οι ~ες της Μεγάλης Εβδομάδας. Πβ. ιερουργία. 4. ΜΑΘ. η μονοσήμαντη απεικόνιση του συνόλου Ν των φυσικών αριθμών σε ένα μη κενό σύνολο: άπειρη/γραφική/κυκλική/πεπερασμένη/φθίνουσα/φραγμένη ~. ~ σημείων/τυχαίων μεταβλητών. Αύξουσα ~ ακεραίων. Όριο/όροι ~ας. ~ες πραγματικών αριθμών/συναρτήσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: ακολουθία των χρόνων: ΓΡΑΜΜ. συμφωνία στην εκφορά των ρημάτων (ως προς τον χρόνο ή/και την έγκλιση) κύριας και δευτερεύουσας πρότασης με βάση τους συντακτικούς κανόνες. [< λατ. consecutio temporum] , Ακολουθία/Τελετή του Νιπτήρος βλ. νιπτήρας, η Ακολουθία των Παθών βλ. πάθος ● ΦΡ.: κατ' ακολουθία(ν) (επίσ.): κατά συνέπεια, επομένως, συνεπώς: Η αίτηση είναι αόριστη και ~ ~ απαράδεκτη και απορριπτέα. ~ ~ των ανωτέρω (= με βάση τα ανωτέρω). [< 1: μτγν. ἀκολουθία 2: αρχ. ~ 3: μεσν. ακολουθία]

άλλος

άλλος, η, ο [ἄλλος] άλ-λος αόρ. αντων. {κ. λαϊκό αλλουνού (θηλ. αλληνής), άλλονε (-α) | αλλονών, αλλουνούς} 1. δηλώνει ότι ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια έννοια δεν ταυτίζεται με αυτό στο οποίο αντιπαρατίθεται: Κανένας/κάποιος/οποιοσδήποτε ~. Τίποτε ~ο. Διάφοροι ~οι. Αυτός και όλοι οι ~οι. Aυτό ή το ~ο; Αυτά και ~α πολλά. ~ για Θεσσαλονίκη; (: για επιβάτη) ~ εδώ, ~ εκεί. Ποιος ~ θέλει να έρθει; Με τον έναν ή τον ~ο τρόπο. ~ παίζει, ~ κερδίζει. ~ λιγότερο, ~ περισσότερο, θα τη βγάλουμε τη δουλειά. Το είπες στους ~ους; Σχετικά με τα/ως προς τα ~α...|| Το ~ο μισό. Ο ένας θα πάρει αυτό κι ο ~ εκείνο. Όχι αυτό, το ~ο. Ούτε ο ένας ούτε ο ~. Βλ. δεύτερος.|| ~ ένας (= επιπλέον). ~η μια φορά. Για ~ον ένα χρόνο θα μείνουμε εδώ. Δεν έδωσε ~α στοιχεία.|| (αόρ.) ~η μέρα/ώρα. Τι σε νοιάζει τι κάνουν οι ~οι; Να βοηθάς τους ~ους.|| (μειωτ.) Πιστεύεις ό,τι σου λέει ο ~;|| (αντίθ.) Στην ~η άκρη. Γύρισέ το από την ~η μεριά.|| Την ~η (= προηγούμενη) φορά μου άρεσε περισσότερο.|| Τον ~ο (= επόμενο) μήνα.|| Υπάρχει ~η (= ερωμένη). Τώρα βρήκε/τα έχει με ~ον (ενν. σύντροφο). 2. διαφορετικός: ~ος: τρόπος. ~η: άποψη/γνώμη. ~ο: πρόσωπο. Για ~ο λόγο σού τηλεφώνησα. Έγινε ~ άνθρωπος. ~α λέει ο ένας κι ~α ο ~. ~α λέει κι ~α κάνει. ~ο να τ' ακούς και ~ο να το βλέπεις. Σε ~ες εποχές (: στο παρελθόν). Βλ. ίδιος. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή βλ. ζωή, το άλλο/αντίθετο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: (μια) άλλη φορά: κάποια άλλη στιγμή: Θα σε δω/τα πούμε/συναντηθούμε ~ ~. [< γαλλ. une autre fois] , άλλα αντ' άλλων & (σπανιότ.) άλλα των άλλων & (προφ.) άλλα αντ' άλλα: για άσχετα πράγματα, ασυναρτησίες: Καταλαβαίνει/λέει ~ ~. Πβ. άρες μάρες (κουκουνάρες), ό,τι να 'ναι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου (παροιμ.): σε περιπτώσεις πλήρους ασυνεννοησίας., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! & τι είναι πάλι τούτο/αυτό; (επιφων.): ως έκφραση έκπληξης για κάτι απρόσμενο, αναπάντεχο., άλλο το ένα κι άλλο το άλλο: για διαφορετικά πράγματα που δεν πρέπει να συγχέονται: Δεν μπορώ να τα συγκρίνω, ~ ~., άλλοι κι άλλοι: για αόριστη αναφορά σε πολλούς με τους οποίους γίνεται σύγκριση: Δεν ζητάω καμία χάρη, όπως ~ ~ (= τόσοι άλλοι).|| Εδώ κατάφερα άλλα κι άλλα, τώρα θα κολλήσω;, άλλος (κι) αυτός! (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): ούτε και αυτός μιλά ή ενεργεί σωστά: Τον παρέσυρε ο μικρός του αδελφός. ~ ~ πάλι! ΣΥΝ. καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του!, άλλος τόσος: (εμφατ.) διπλάσιος: ~ ~ δρόμος/κόπος/χρόνος/χώρος. Έχει γίνει ~ ~ (: έχει παχύνει ή ψηλώσει πολύ). Τόσος κι ~ ~., αν μη τι άλλο: τουλάχιστον: Δεν είναι τέλεια η εργασία του, ~ ~ όμως προσπάθησε. ΣΥΝ. ει μη τι άλλο, από ... άλλο τίποτα (προφ.): για κάτι που πλεονάζει: Από ιδέες/προτάσεις ~ ~ (: υπάρχουν ένα σωρό)., από δω παν' κι (οι) άλλοι: ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι: Τα μάζεψε, έφυγε κι ~ ~., από την άλλη (πλευρά/μεριά) & από το άλλο μέρος: άλλωστε, εξάλλου: Δεν έχω χρόνο να πάω διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρήματα. [< γαλλ. d'autre part] , από το ένα στο άλλο: για απότομη, συνήθ. μη ομαλή μετάβαση: γρήγορη μετακίνηση ~ ~ (ενν. σημείο). Πηγαίνω/πηδάω ~ ~ (: για αλλαγή θέματος στον λόγο)., η άλλη όψη/πλευρά 1. η αντίθετη πλευρά: ~ ~ του έρωτα/της ζωής/του θέματος/του νομίσματος. 2. η άλλη πλευρά: (για πρόσ.) οι αντίπαλοι: Η ~ ~ είναι αδιάλλακτη. Συνομιλίες με την ~ ~., θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος (προφ.): για αόριστη αναφορά σε μια άλλη πλευρά του θέματος, συνήθ. σε αντιπαρατιθέμενη άποψη: Εσύ μπορεί να το λες, αλλά ~ ~: "και 'γω γιατί να το πιστέψω"; Δεν με άφησαν να μιλήσω και μετά σου λέει ~ ελευθερία του λόγου., κατά τα άλλα: ως προς τα υπόλοιπα: ~ ~ καλά. Έκανα μερικές διορθώσεις σε ένα ~ ~ πολύ καλό κείμενο.|| (ειρων.) Σκάσαμε σήμερα· ~ ~ είπαν ότι θα έπεφτε η θερμοκρασία (= είναι που είπαν ότι...)!, μεταξύ (των) άλλων & εκτός των άλλων & συν τοις άλλοις & ανάμεσα/κοντά/μέσα στα άλλα: επιπλέον, επιπρόσθετα: Είχα επαγγελματικά προβλήματα και ~ ~ αρρώστησα. ~ ~ συζητήθηκε το θέμα της μείωσης του ωραρίου. [< γερμ. unter anderem] , ο ένας κι ο άλλος: ο καθένας, ο οποιοσδήποτε: Μην ακούς τι σου λέει ~ ~. [< γαλλ. l' un et l' autre] , ο ένας με τον άλλο: (ανα)μεταξύ τους: Γνωρίζονται/επικοινωνούν/μοιάζουν ~ ~. Ζουν πολύ κοντά ~ ~., ο ένας του άλλου/(σ)τον άλλο(ν): για δήλωση αμοιβαιότητας: Όλοι έχουμε την ανάγκη ~ ~. Tα ρίχνουν ~ στον άλλον. Αγαπάει/καταλαβαίνει/κατηγορεί/μισεί ~ τον άλλον (πβ. αλληλο-)., τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; 1. (ειρων.) για σχολιασμό ή μετριασμό της υπερβολής στις δηλώσεις κάποιου: - Φέρε μου τον καφέ μου, την εφημερίδα και τις παντόφλες. - ~ ~; 2. ως ερώτηση σε πελάτη κυρ. καταστήματος, εστιατορίου: (Δεν θέλετε) τίποτε άλλο;, το κάτι άλλο!: (προφ., ως έκφραση ενθουσιασμού) απίθανος, καταπληκτικός, φανταστικός: Το χθεσινό πάρτι ήταν/το γαλακτομπούρεκό του είναι ~ ~!, (είναι) άλλο καπέλο βλ. καπέλο, (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το) δίχως άλλο/χωρίς άλλο βλ. δίχως, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας βλ. μάτι, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! βλ. θέλω, άλλο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) βλ. πράγμα, άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, από άλλο ανέκδοτο βλ. ανέκδοτο, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, γίνομαι άλλος άνθρωπος βλ. άνθρωπος, δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, κάθε άλλο βλ. κάθε, και άλλα βλ. και, και σε/εις άλλα με υγεία βλ. υγεία, και τίποτ' άλλο βλ. τίποτα, και τούτο και το άλλο βλ. τούτος, μας τα 'παν κι άλλοι βλ. λέω, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια βλ. μάτι, με άλλο(ν) αέρα βλ. αέρας, με τον ένα(ν) ή τον άλλο τρόπο βλ. τρόπος, μη το ένα μη το άλλο βλ. μη & μην, μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς βλ. έτσι, ο ένας μετά τον άλλο βλ. ένας, μία/μια, ένα, όχι άλλο κάρβουνο! βλ. κάρβουνο, πάμε γι' άλλα βλ. πηγαίνω & πάω, πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον βλ. παίρνω, πλην άλλων βλ. πλην, στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα, στον άλλο κόσμο βλ. κόσμος, τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ... βλ. στιγμή, τη μία/μια ... την άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, το άλλο εγώ βλ. εγώ, το άλλο μου μισό βλ. μισός, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός ● βλ. άλλο [< αρχ. ἄλλος, αγγλ. other, γαλλ. autre, γερμ. ander]

ανάγκη

ανάγκη [ἀνάγκη] α-νά-γκη ουσ. (θηλ.) {αναγκ-ών} 1. υποχρέωση που επιβάλλεται από τη φύση ή την κοινωνική ζωή· (ειδικότ.) αίσθηση κάποιας έλλειψης, η οποία πρέπει να ικανοποιηθεί οπωσδήποτε: άμεση/απόλυτη/επιτακτική/(κατ)επείγουσα/εσωτερική/ιατρική/ουσιαστική/πιεστική ~. ~ βοήθειας/επικοινωνίας/συνεργασίας. Ατομικές/βασικές/δημόσιες/επιχειρηματικές/καταναλωτικές/κοινωνικές/πάγιες και διαρκείς/πρόσθετες/προσωπικές/συναισθηματικές/ψυχικές/ψυχολογικές ~ες. Βιολογικές/σωματικές/φυσικές ~ες (: λήψης νερού και τροφής, ούρηση, αφόδευση, σεξ). Οι ~ες της αγοράς/της νεολαίας. Ανάλυση/αντιμετώπιση/καθορισμός/καταγραφή (των) ~ών. Αναγνωρίζεται/γίνεται αντιληπτή η ~ βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης. Tόνισε την ~ εξεύρεσης λύσης/για διάλογο/να αποκατασταθεί το πρόβλημα. Αισθάνθηκε/ένιωσε την ~ να απολογηθεί. Προϊόν που ανταποκρίνεται/ικανοποιεί/καλύπτει τις ~ες των καταναλωτών. Έχει μικρές/πολλές ~ες. Θα γίνουν προσλήψεις για τις ~ες του προγράμματος. Πβ. χρεία. 2. δύσκολη περίσταση, κρίσιμη κατάσταση: Στρατιωτική επέμβαση θα γίνει μόνο σε έσχατη ~. Σε καιρό ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: έκτακτης/άμεσης/πρώτης ανάγκης: για κρίσιμη κατάσταση: κλήσεις(/τηλέφωνα)/ομάδες/περιστατικά/υπηρεσίες ~ ~. Ασφαλής εκκένωση σχολικών κτιρίων σε περίπτωση ~ ~. [< αγγλ. emergency] , κατάσταση ανάγκης 1. περίπτωση κατά την οποία κάποιος χρειάζεται βοήθεια: Εξασφάλιση αξιοπρεπών όρων διαβίωσης για άτομα σε ~ ~. Το κινητό μπορεί να σας σώσει τη ζωή σε ~ ~. 2. ΝΟΜ. όταν κάποιος αναγκάζεται να διαπράξει αξιόποινη πράξη, για να αποτρέψει κάτι πολύ χειρότερο για αυτόν: Η απειλή κατά της ζωής κάποιου συνιστά ~ ~. [< αγγλ. case of emergency] , αδήριτη ανάγκη βλ. αδήριτος, βιοτικές ανάγκες βλ. βιοτικός, διερεύνηση αναγκών βλ. διερεύνηση, κατάσταση έκτακτης ανάγκης βλ. κατάσταση, λύση ανάγκης βλ. λύση, φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης βλ. φως ● ΦΡ.: (βρίσκομαι) σε (μεγάλη) ανάγκη: δεν έχω χρήματα ή γενικότ. χρειάζομαι βοήθεια: Εξασφάλιση τροφής και στέγης σε ανθρώπους που ~ονται ~. Πβ. στενότητα., (δεν) είναι ανάγκη να ...: (δεν) είναι απαραίτητο, (δεν) χρειάζεται: ~ ~ παραμείνουμε ενωμένοι. Δεν ~ ~ βιαστείς., (δεν) έχω την ανάγκη (κάποιου)/(δεν) έχω ανάγκη από (κάτι)/(δεν) τον έχω ανάγκη: (δεν) χρειάζομαι κάποιον ή κάτι: Δεν σ' έχω (καμία/καθόλου) ~! Παρέχουν βοήθεια σε όσους την έχουν ~., (μα) δεν ήταν ανάγκη!: ως τυπική απάντηση ευγένειας σε κάποιον που προσφέρει δώρο: -Σας έφερα λίγα γλυκά. -Ευχαριστώ, μα ~ ~!|| ~ ~ να μπείτε σε τόσο κόπο (= δεν χρειαζόταν)., (μα) ήταν ανάγκη;: ρητορική ερώτηση που εκφράζει λύπη για κάτι δυσάρεστο: ~ ~ να το αναφέρεις; Αφού ξέρεις πως την πειράζει ..., ανάγκα και (οι) θεοί πείθονται (αρχαιοπρ.): και οι πιο δυνατοί, οι πιο πείσμονες, υποχωρούν μπροστά σε μεγάλη πίεση ή ανυπέρβλητη δυσκολία: Δεν ήθελε να το κάνει, αλλά ~ ~., ανάγκη τον έχω; (προφ.): ρητορική ερώτηση που εκφράζει αδιαφορία για την άποψη κάποιου: Τι σε νοιάζει τι θα πει; ~ έχεις; (= σάμπως τον έχεις ~;), βρίσκομαι στην ανάγκη: αναγκάζομαι: Βρέθηκα ~ να δανειστώ χρήματα., είδη/αγαθά πρώτης ανάγκης & έκτακτης ανάγκης: τα απολύτως απαραίτητα (δηλ. τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα, νερό): Ανθρωπιστική βοήθεια με είδη ~ ~ θα αποσταλεί στις πληγείσες περιοχές. [< γαλλ. choses de première nécessité] , κάνω την ανάγκη μου & πάω για την/προς ανάγκη μου (ευφημ.): ουρώ ή αφοδεύω: Το σκυλί έμαθε να κάνει ~ του έξω από το σπίτι. Πβ. κάνω (τα) κακά (μου), πάω/πηγαίνω προς νερού μου. [< γαλλ. faire les besoins] , κατ' ανάγκη(ν)/εξ ανάγκης (λόγ.): αναγκαστικά, λόγω έλλειψης άλλης δυνατότητας: Βρέθηκαν σ' αυτή τη δουλειά ~ ~ και όχι κατ' επιλογή. Η αλληλεγγύη στους συλληφθέντες δεν σημαίνει ~ ~ και ταύτιση μαζί τους. [< γαλλ. nécessairement] , ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται (παροιμ.): η πραγματική φιλία αποδεικνύεται, κρίνεται στις δύσκολες στιγμές., σε περίπτωση ανάγκης & σε περιπτώσεις ανάγκης & για/σε (μια) ώρα ανάγκης: αν χρειαστεί: οδηγίες/σχέδιο διάσωσης/χρήσιμες ιατρικές συμβουλές ~ ~. Παροχή βοήθειας ~ ~. ~ ~ επικοινωνήστε με .../καλέστε το .../χρησιμοποιήστε ...|| Έχω κάτι χρήματα στην άκρη ~ ~ (= σε περίπτωση που χρειαστούν). [< αγγλ. in case of emergency] , στην ανάγκη/εν ανάγκη: αν χρειαστεί, αν δεν γίνεται διαφορετικά: Ας κάνουμε μια κράτηση και ~ ~ την ακυρώνουμε. ~ ~ τηλεφωνήστε μου. [< γαλλ. au besoin] , τι ανάγκη έχει;/δεν έχει ανάγκη (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι δεν χρειάζεται στήριξη, βοήθεια: Τι ~ ~ αυτή; Θα τον βρει τον δρόμο της. Μην τον φοβάσαι αυτόν, δεν έχει ~!, υπάρχει άμεση/μεγάλη/(κατ)επείγουσα ανάγκη: χρειάζεται άμεσα, επειγόντως: ~ ~ για αίμα/να ληφθούν μέτρα προστασίας των δασών. ~ ~ εύρεσης μοσχεύματος. ~ ~ από εθελοντές., άτομα με ειδικές ανάγκες/ικανότητες/δεξιότητες βλ. ειδικός, κάνω την ανάγκη φιλοτιμία βλ. φιλοτιμία [< αρχ. ἀνάγκη, γαλλ. nécessité, besoin]

αναλογία

αναλογία [ἀναλογία] α-να-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) {αναλογιών} 1. συγκριτική σχέση μεταξύ δύο (αντιθετικών) ποσοτικών μεγεθών: εκατοστιαία/μέση/ποσοστιαία ~. ~ εσόδων-εξόδων/ύψους-πλάτους. Υψηλή/χαμηλή ~ ανδρών-γυναικών. Σχέση ~ας. ~ δύο προς ένα/επί τοις εκατό. ~ μαθητών ανά αίθουσα. Πληθυσμιακές ~ες. Η ~ ανέργων-εργαζομένων είναι ...%. Πβ. ποσοστό.|| (για σύνθεση μείγματος:) ~ες συστατικών: 2/3 σοκολάτα, 1/3 γάλα. Ουσία που περιέχεται σε μεγάλη/μικρή/σημαντική ~ στο διάλυμα. Πβ. δόση. Βλ. -λογία. ΑΝΤ. δυσαναλογία 2. σχέση μερικής ομοιότητας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων οντοτήτων: ~ες στη δομή/στην εμφάνιση/στη λειτουργία/στη μορφή (μεταξύ των δύο αντικειμένων). Παρατηρούνται/υπάρχουν ~ες (μεταξύ των δύο περιστατικών). Βρίσκω/εντοπίζω ~ες.|| (ΒΙΟΛ.) Είδη που εμφανίζουν/παρουσιάζουν ~ες (πβ. ομολογία). ΣΥΝ. αντιστοιχία 3. {συνήθ. στον πληθ.} διαστάσεις: καλές/κατάλληλες ~ες. Άγαλμα/αυτοκίνητο/κτίριο με αρμονικές/κομψές/συμμετρικές ~ες. (συνήθ. για γυναίκα) Έχει τέλειες (σωματικές) ~ες/~ες μοντέλου. Πβ. αρμονία, ισορροπία, συμμετρία. 4. μερίδιο που αντιστοιχεί σε κάποιον: η ~ κάποιου στα κέρδη (= το ποσοστό). 5. ΜΑΘ. ισότητα μεταξύ δύο ή περισσοτέρων λόγων της μορφής α:β = γ:δ ή α/β = γ/δ: η χρυσή ~ (: που δίνει αποτέλεσμα 1,618, βλ. χρυσός αριθμός). ΣΥΝ. λόγος (10) 6. ΝΟΜ. επέκταση της εφαρμογής ενός νόμου σε παρεμφερή περίπτωση για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση: η αρχή της ~ας. 7. ΦΙΛΟΣ. είδος συλλογισμού ο οποίος ξεκινά από επιμέρους κρίσεις και καταλήγει σε επίσης επιμέρους κρίση. ΣΥΝ. αναλογικός συλλογισμός. Βλ. απ-, επ-αγωγή. 8. ΓΛΩΣΣ. απώλεια της διαφοροποίησης ενός τύπου και σχηματισμός του κατά το ομαλό, σύνηθες γλωσσικό σχήμα (βοηθείς > βοηθάς κατά το αγαπάς). ΣΥΝ. αναλογικός σχηματισμός. Πβ. απλοποίηση. ● ΦΡ.: κατ' αναλογία & (λόγ.) κατ' αναλογίαν & σε αναλογία: (+ γεν. ή με/προς) σε σχέση με, κατ' αντιστοιχία με, ανάλογα με: Άδεια ~ ~ του χρόνου απασχόλησης (ΣΥΝ. αναλόγως). Οι δαπάνες υπολογίζονται ~ ~ με/προς τα αναμενόμενα οφέλη (ΣΥΝ. αναλογικά). [< γαλλ. en proportion de] , τηρουμένων των αναλογιών (λόγ.): λαμβάνοντας υπόψη τις αντιστοιχίες που παρουσιάζουν δύο ή περισσότερα συγκρινόμενα στοιχεία, αλλά και το γεγονός ότι δεν είναι απολύτως όμοια: ~ ~, η ίδια κατάσταση επικρατεί και στις μέρες μας. ΣΥΝ. mutatis mutandis [< γαλλ. toutes proportions gardées] [< 1,3,4,5: αρχ. ἀναλογία, γαλλ. proportion, 2,6,7,8: αρχ. ~, γαλλ. analogie, αγγλ. analogy, γερμ. Analogie]

αντιδιαστολή

αντιδιαστολή [ἀντιδιαστολή] α-ντι-δι-α-στο-λή ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιδιαστέλλω, διαχωρισμός, αντιπαράθεση: ~ (μεταξύ) παλαιών και σύγχρονων μορφών. (λόγ.) Ερμηνεία εξ ~ής. Πβ. αντίθεση, διάσταση, δια-φορά, -φοροποίηση. ΑΝΤ. ταύτιση (1) ● ΦΡ.: σε αντιδιαστολή με/προς & (σπάν.-λόγ.) κατ' αντιδιαστολή προς: σε αντίθεση με. [< μτγν. ἀντιδιαστολή]

αντιμωλία

αντιμωλία [ἀντιμωλία] α-ντι-μω-λί-α ουσ. (θηλ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: κατ' αντιμωλία(ν): ΝΟΜ. με την παρουσία των διαδίκων: Το δικαστήριο δίκασε την αγωγή ~ ~. Βλ. ερημοδικία, κατ' αντιπαράσταση. [< αρχ. ἀντιμωλία]

αντιπαράθεση

αντιπαράθεση [ἀντιπαράθεση] α-ντι-πα-ρά-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. διαφωνία, σύγκρουση: άγονη/γόνιμη/δημόσια/έντονη/οξεία/πολιτική/προεκλογική/σκληρή/τηλεοπτική ~. Εστία ~ης. Έχει έρθει σε ανοιχτή/ευθεία/πλήρη ~ με ... Κλιμακώνεται/οξύνεται η ~ μεταξύ κυβέρνησης και (αξιωματικής) αντιπολίτευσης. Πβ. αντίθεση, εναντιότητα. 2. σύγκριση: ~ ιδεών/προτάσεων. Πβ. αντι-διαστολή, -παραβολή, παραλληλισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: στρατιωτική αντιπαράθεση: σύγκρουση στρατιωτικών δυνάμεων. [< γαλλ. affrontement militaire] ● ΦΡ.: κατ' αντιπαράθεση (λόγ.): σε αντίθεση, αντιπαραβολή: ~ ~ συζήτηση.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξέταση μαρτύρων. [< 1: γαλλ. confrontation 2: μτγν. ἀντιπαράθεσις]

αντιπαράσταση

αντιπαράσταση [ἀντιπαράσταση] α-ντι-πα-ρά-στα-ση ουσ. (θηλ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: κατ' αντιπαράσταση & (σπάν.) σε αντιπαράσταση: ΝΟΜ. με ταυτόχρονη παρουσία και ακρόαση των διαδίκων, κατηγορουμένων, μαρτύρων: ~ ~ ανάκριση/κατάθεση. Βλ. κατ' αντιμωλία(ν). [< μτγν. ἀντιπαράστασις ‘ανταπάντηση’, γαλλ. confrontation]

αποκλειστικότητα

αποκλειστικότητα [ἀποκλειστικότητα] α-πο-κλει-στι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. αποκλειστικό δικαίωμα, συνήθ. εμπορίας ή εκμετάλλευσης: πλήρης ~. ~ συνεργασίας. ~ (πνευματικών/συγγραφικών) δικαιωμάτων (= κοπιράιτ). Άδεια/παροχή/συμβόλαιο ~ας. Η εταιρεία απέκτησε/εξασφάλισε/έχει/πήρε την ~ της εισαγωγής/πώλησης των προϊόντων του εργοστασίου. Πβ. μονοπώλιο, προνόμιο.|| (ειδικότ.) Του το ξεκαθάρισε ότι θέλει ~ (βλ. μονογαμική σχέση). 2. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ. θέμα που παρουσιάζεται από ένα μόνο κανάλι, ραδιοφωνικό σταθμό ή έντυπο, συνήθ. ως αποκάλυψη: μουσικές ~ες και συνεντεύξεις. Η είδηση-βόμβα ήταν άλλη μια ~ του σταθμού (πβ. λαβράκι). Έχουμε εξασφαλίσει την ~ του βίντεο (= αποκλειστική μετάδοση). Δείτε τα συγκλονιστικά στιγμιότυπα σε παγκόσμια ~! Βλ. -ότητα. ● ΦΡ.: σε/(λόγ.) κατ' αποκλειστικότητα: με αποκλειστικό τρόπο: διάθεση/διανομή ~ ~ (= αποκλειστικά και μόνο) από τα καταστήματά μας. Υπηρεσίες που έχουν ανατεθεί ~ ~ στην .../προσφέρονται ~ ~ από την ... [< γαλλ. exclusivité]

αποκοπή

αποκοπή [ἀποκοπή] α-πο-κο-πή ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. απομάκρυνση, αφαίρεση τμήματος από το σώμα στο οποίο ανήκει: ~ δαχτύλου/μέλους. Μαρασμός και ~ φύλλων. Φωτογραφικό χαρτί με άκρο ~ής. Πβ. κοπή, κόψιμο.|| (ΜΑΘ.) ~ δεκαδικών ψηφίων. Σφάλμα ~ής (: γίνεται όταν μια πιο σύνθετη μαθηματική έκφραση αντικαθίσταται από μία απλούστερη). Βλ. στρογγυλοποίηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ., εντολή απόσπασης επιλεγμένου τμήματος από την αρχική του θέση:) ~ αρχείου/κειμένου/στηλών. Κάνω (κλικ στο κουμπί) "~". Πβ. κατ. Βλ. αντι-, δια-γραφή, επικόλληση. 2. διακοπή, σταμάτημα· απομάκρυνση, απομόνωση: ~ της επικοινωνίας (περιοχών)/της κυκλοφορίας.|| (Βίαιη/πλήρης) ~ του ανθρώπου από το φυσικό του περιβάλλον. ~ από την κοινωνία/την παράδοση/το παρελθόν/την πραγματικότητα/τις ρίζες.|| (ΗΛΕΚΤΡ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ φορτίου (βλ. διακοπή ρεύματος). Φίλτρα ~ής (θορύβου/συχνοτήτων). 3. ΟΙΚΟΝ. αφαίρεση, περικοπή: (για μετοχές) ~ δικαιώματος (: παύει να ισχύει)/μερίσματος. Υποχρεωτικές/χρηματικές ~ές (π.χ. από τον μισθό για ασφαλιστικό ταμείο, αποζημίωση, αποπληρωμή δανείου· πβ. παρακράτηση). 4. ΓΡΑΜΜ. σίγηση του τελικού φωνήεντος μίας λέξης πριν από το αρχικό σύμφωνο της επόμενης: Η πρόθεση "από" παθαίνει ~ (απ' το). Βλ. αφαίρεση, έκθλιψη. ● ΦΡ.: κατ' αποκοπή(ν): με προσδιορισμό εκ των προτέρων της αμοιβής για ένα έργο ή της τιμής για μια ποσότητα αγαθών: ~ ~ τίμημα. Εργασία/πληρωμή ~ ~. Καταβολή ~ ~ ποσού ΦΠΑ. Μηνιαία, περιοδική ή ~ ~ αποζημίωση.|| (μτφ.) Παίρνω κάτι ~ ~ (: ασχολούμαι αποκλειστικά μαζί του). [< αρχ. ἀποκοπή, αγγλ. cut 4: μτγν. ἀποκοπή]

απομίμηση

απομίμηση [ἀπομίμηση] α-πο-μί-μη-ση ουσ. (θηλ.) 1. αναπαραγωγή ή αντιγραφή πρωτοτύπου ή προτύπου· το αποτέλεσμα αυτής της πράξης: ακριβής/γελοία/δουλική/πιστή/φτηνή ~. Κωμική ~ προσώπου/ύφους (βλ. παρωδία). ~ του ήχου (της κιθάρας)/της τεχνοτροπίας (ζωγράφου).|| (ειδικότ., για αθέμιτους λόγους, με αρνητ. συνυποδ.:) ~ νομισμάτων (= παραχάραξη)/προϊόντος/υπογραφής (= πλαστογράφηση)/φαρμάκων. Πβ. μίμηση. 2. δημιούργημα που μιμείται το πρωτότυπο, ομοίωμα: ~ ξύλου/πέτρας. Ρούχο που αποτελεί ~ (επώνυμου οίκου). Μπουφάν από ~ δέρματος (βλ. δερματίνη). ~ήσεις κοσμημάτων/πινάκων/πολύτιμων λίθων. Πβ. αντίγραφο, ιμιτασιόν, ρεπλίκα, ρεπροντιξιόν. Βλ. κακέκτυπο. ● ΦΡ.: κατ' απομίμηση (λόγ.): σύμφωνα με το πρότυπο: Έργα ~ ~ των αρχαίων συγγραφέων. [< 1: αρχ. ἀπομίμησις, γαλλ. imitation]

αρμοδιότητα

αρμοδιότητα [ἁρμοδιότητα] αρ-μο-δι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): νόμιμη εξουσία, δικαιοδοσία που εκπορεύεται από τη θέση ή την ειδικότητα κάποιου· καταλληλότητα για κάτι: αποκλειστική/γενική/γνωμοδοτική/διαιτητική/ελεγκτική/κύρια/πειθαρχική/συλλογική/συντρέχουσα ~. Υπηρεσίες και φορείς ~ας του Υπουργείου. Ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός αποτελεί ~ του κράτους. Λόγω ~ας. Είναι (εκτός) της ~ός μου. Δεν έχω ~ για/σε κάτι (ή να κάνω κάτι). Υπερβαίνει την ~ά μου. (Ένα θέμα) ανήκει/εμπίπτει/παραμένει/περιλαμβάνεται/υπάγεται στην ~ κάποιου. Βλ. -ότητα, συν~. ΑΝΤ. αναρμοδιότητα ● αρμοδιότητες (οι): καθήκοντα, υποχρεώσεις: ορισμένες/συγκεκριμένες ~. ~ του Γενικού Γραμματέα/του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου/προέδρου. Ανάθεση/ανάληψη/άσκηση/αφαίρεση/διαχωρισμός/διεύρυνση/εκχώρηση/καθορισμός/κατανομή/μεταβίβαση/σύγχυση ~ήτων. Οι ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας οριοθετούνται ρητά από το Σύνταγμα. Στο πεδίο/στο πλαίσιο/στη σφαίρα των ~ήτων του. Βλ. υπερ-. ● ΣΥΜΠΛ.: δέσμια αρμοδιότητα: ΝΟΜ. υποχρέωση διοικητικού οργάνου να εκδώσει σχετική πράξη: Η κήρυξη αναδάσωσης αποτελεί ~ ~ του Δήμου. ΑΝΤ. διακριτική ευχέρεια, σύγκρουση αρμοδιοτήτων/δικαιοδοσίας βλ. σύγκρουση ● ΦΡ.: καθ' ύλη(ν) αρμοδιότητα (λόγ.) & υλική αρμοδιότητα: ΝΟΜ. δικαιοδοσία δικαστηρίου ή φορέα, που καθορίζεται από τη φύση υπόθεσης ή ζητήματος: ~ ~ πολυμελούς πρωτοδικείου/τριμελούς εφετείου/υπηρεσιών., κατά λόγο αρμοδιότητας: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. σύμφωνα με την αρμοδιότητα κάποιου: Κατόπιν των προαναφερθέντων, παρακαλείστε για τις ~ ~ ενέργειές σας., κατά τόπο(ν) αρμοδιότητα (λόγ.) & τοπική αρμοδιότητα: ΝΟΜ. δικαιοδοσία δικαστηρίου ή φορέα, που καθορίζεται από τον τόπο στον οποίο εδρεύει: ~ ~ αστυνομικής διεύθυνσης/υποκαταστημάτων του ΙΚΑ. Πβ. δωσιδικία. [< μεσν. αρμοδιότης, γαλλ. compétence, γερμ. Zuständigkeit]

αρχή

αρχή [ἀρχή] αρ-χή ουσ. (θηλ.) 1. σημείο στον χρόνο ή τον χώρο, από το οποίο κάτι αποκτά υπόσταση, εμφανίζεται για πρώτη φορά: η ~ του κόσμου/των πάντων/του Σύμπαντος (: δημιουργία). Η ~ της ζωής (: γέννηση). Από την ~ (= έναρξη) του χρόνου. Στις ~ές του έτους (ΑΝΤ. τέλη). Στην ~ (= αρχικά), νόμιζα ότι είχα κάνει λάθος. Από την ~ είχα αντιρρήσεις (= εξαρχής, από την πρώτη στιγμή). Ελάτε να κάνουμε μια ελπιδοφόρα/καινούργια/νέα ~ (= ξεκίνημα)! (ως ευχή) Καλή ~ στη νέα σου δουλειά! Βλ. απ~.|| Στην ~ του δρόμου (πβ. αφετηρία· ΑΝΤ. τέρμα)/κειμένου. ΑΝΤ. τέλος (1) 2. (συνήθ. με κεφαλ. Α) φορέας, όργανο, υπηρεσία· (συνεκδ., στον πληθ.) τα πρόσωπα που τα στελεχώνουν: αθλητική/αναγνωρισμένη/αναθέτουσα/ανακριτική/αρμόδια/αστυνομική/δικαστική/διοικητική/διοργανώτρια/διπλωματική/διωκτική/ελεγκτική/εποπτική/κρατική/κυβερνητική/νομαρχιακή/πολεοδοµική/πολιτειακή/στρατιωτική/φορολογική ~.(στην Κύπρο) ~ Ηλεκτρισμού. ~ Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ακρ. ΑΠΔΠΧ). ~ Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Ευρωπαϊκή ~ για την Ασφάλεια των Τροφίμων. Απόφαση/αρμοδιότητες/βεβαίωση/πιστοποιητικό/πόρισμα της ~ής. Ακαδημαϊκές/Πανεπιστημιακές ~ές. Προξενικές ~ές. Δημοτικές ~ές. Διώκεται από τις Αρχές (του τόπου) (: την Αστυνομία, τη Δικαιοσύνη, το Κράτος).|| Τελετή που παρακολούθησαν σύσσωμες οι ~ές της πόλης (= τοπικοί άρχοντες, τοπικές ~ές). 3. κανόνας που καθορίζει τη στάση ή τη συμπεριφορά κάποιου· κοινώς αποδεκτό πρότυπο συλλογικής συμπεριφοράς: δημοκρατικές/ηθικές/ιδεολογικές/κατευθυντήριες ~ές. Οι ~ές μου και τα πιστεύω μου. Άνθρωπος χωρίς ~ές (: ανήθικος, ασύδοτος). Αποτελεί ~ μου να ... Είναι θέμα/ζήτημα ~ής για μένα.|| Η ~ της ακεραιότητας/αξιοπρέπειας/ελευθερίας/κοινωνικής δικαιοσύνης/νομιμότητας. Εφαρμογή/παραβίαση/τήρηση των ~ών. 4. προϋπόθεση, όρος: ~ του διαλόγου/της συζήτησης είναι ... Το συμβούλιο θέτει ως ~ ότι ... Πβ. βάση, θεμέλιο. 5. (επιστ.) θεμελιώδης κανόνας, νόμος σε έναν γνωστικό τομέα: η ~ της άνωσης/βαρύτητας. Καταστατικές ~ές (= βασικές, θεμελιώδεις). Παιδαγωγικές ~ές. Βασικές ~ές και έννοιες της φιλοσοφίας. Γενικές ~ές (του) Αστικού Δικαίου. Θεωρητικές ~ές της επιστήμης. ~ές Οικονομικής Θεωρίας. Πβ. αξίωμα. 6. πρωταρχική αιτία: η ~ όλων των δεινών (= πηγή, ρίζα). ● ΣΥΜΠΛ.: ανεξάρτητη Αρχή βλ. ανεξάρτητος, ανθρωπική αρχή βλ. ανθρωπικός, αντιποίηση Αρχής βλ. αντιποίηση, αρχή της αδράνειας βλ. αδράνεια, αρχή της αναλογικότητας βλ. αναλογικότητα, αρχή της ισότητας βλ. ισότητα, αρχή της ομοφωνίας βλ. ομοφωνία, αρχή της πλειοψηφίας βλ. πλειοψηφία, αρχή/νόμος της διατήρησης βλ. διατήρηση, αρχιμήδεια αρχή/αρχή του Αρχιμήδη βλ. αρχιμήδειος, διωκτικές Αρχές βλ. διωκτικός, εκδίδουσα Αρχή βλ. εκδίδων, ζωτική αρχή βλ. ζωτικός, η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας βλ. απροσδιοριστία, η αρχή της αυτοδιάθεσης βλ. αυτοδιάθεση, η αρχή της δεδηλωμένης βλ. δηλωμένος, η αρχή της επικουρικότητας βλ. επικουρικότητα, η αρχή της νομιμότητας βλ. νομιμότητα, η αρχή των εθνοτήτων βλ. εθνότητα, η αρχή/η λογική της ήσσονος προσπάθειας βλ. ήσσων & ήττων, η κατηγορούσα αρχή βλ. κατηγορώ, λιμενική Αρχή βλ. λιμενικός, περιύβριση Αρχής βλ. περιύβριση, πρυτανικές Αρχές βλ. πρυτανικός, τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης βλ. τίτλος ● ΦΡ.: από την αρχή ως/μέχρι το τέλος: καθ' όλη τη διάρκεια ή σε όλη την έκταση: Ήμουν παρών ~ ~.|| Διάβασε το κείμενο ~ ~.|| Η ιστορία είναι πλαστή ~ ~ (= εξολοκλήρου)., αρχής γενομένης (+ από, λόγ.): αρχίζοντας από: πενθήμερη απεργία, ~ ~ από σήμερα., αυτό είναι μόνο η αρχή: για σχέδιο που βρίσκεται σε αρχικό στάδιο ή για κατάσταση που έχει συνήθ. αρνητική εξέλιξη: Έχει γίνει μια πρώτη προσπάθεια, αλλά ~ ~.|| Η κρίση εντείνεται και ~ ~., δεν έχει αρχή και τέλος & χωρίς αρχή και τέλος: για να δηλωθεί το άπειρο, η έλλειψη ορίων: η ευθεία δεν έχει ~ ~. Πβ. αέναος, ασταμάτητος, διαρκής, συνεχής.|| (μτφ.) Έρωτας χωρίς ~ ~. Πρόκειται για θέμα που δεν έχει ~ ~. Πβ. φαύλος κύκλος., εν αρχή ην … [ἐν ἀρχῇ ἦν] (λόγ.): στην αρχή υπήρχε (κάτι): ~ ~ το μηδέν/χάος.|| (ειρων.) ~ ~ η κατανάλωση., επί της αρχής (λόγ.): κατά βάση, σε γενικά πλαίσια, σε γενικές γραμμές: Εγκρίθηκε ~ ~ το νομοσχέδιο.|| (ως επίθ.) Η ~ ~ συμφωνία για ..., η αρχή είναι το ήμισυ του παντός (γνωμ.): το πιο σημαντικό είναι να κάνει κάποιος το πρώτο βήμα., κάθε αρχή και δύσκολη: για τα εμπόδια που συναντά κανείς σε κάθε ξεκίνημα., κάνω την αρχή 1. αρχίζω, ξεκινώ. 2. (μτφ.) αναλαμβάνω την πρωτοβουλία: Έκανε ~ για έναν παρατεταμένο αγώνα υπέρ ..., καταρχάς (λόγ.) & (λογιότ.) κατ' αρχάς: αρχικά, στην αρχή: ~, το ποσό μειώθηκε, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκε. Πβ. εν πρώτοις., καταρχήν & (λόγ.) κατ' αρχήν 1. κατά βάση, στα βασικά σημεία: Δεν διαφωνώ ~ ~, αλλά σε επιμέρους θέματα.|| (ως επίθ.) Η ~ συμφωνία. Πβ. επί της αρχής. 2. (συνήθ. καταχρ.) καταρχάς. [< γαλλ. en principe, γερμ. im Prinzip] , με αρχή, (μέση) και τέλος: με δομή, συνοχή: έργο/κείμενο ~ ~., αντίσταση κατά της Αρχής βλ. αντίσταση, είναι παλαιών/αυστηρών αρχών βλ. παλαιός, ενός ανδρός αρχή βλ. άνδρας & άντρας, η αρχή του κακού βλ. κακό, η αρχή του νήματος βλ. νήμα, η αρχή του τέλους βλ. τέλος, μηδενικός νόμος βλ. μηδενικός, φτου κι απ' την αρχή! βλ. φτου [< αρχ. ἀρχή, γαλλ. principe, αγγλ. principle 2: γαλλ. autorités, αγγλ. authorities]

άσκηση

άσκηση [ἄσκηση] ά-σκη-ση ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική δραστηριότητα, σύνολο κινήσεων, ενεργειών για την απόκτηση ή ανάπτυξη δεξιοτήτων: (ΑΘΛ.) αερόβια/εναλλακτική/έντονη/επίπονη/κοπιαστική/σωματική/φυσιοθεραπευτική ~. Φυσική ~ (: για ενδυνάμωση των μυών ή διατήρηση του σώματος σε φόρμα) για άτομα με ειδικές ανάγκες/εγκύους. ~ήσεις ρυθμικής γυμναστικής/χαλάρωσης. ~ήσεις στην μπάρα. Όργανα/πρόγραμμα/στρώμα ~ήσεων. Πβ. άθληση, εκγύμναση, εξ~. Βλ. προ~, προπόνηση, σπορ.|| ~ αυτογνωσίας/μνήμης/υπομονής. Πνευματική ~ (βλ. καλλιέργεια, μόρφωση). 2. δοκιμασία, εφαρμογή και έλεγχος στην πράξη γνώσεων και τεχνικών που έχει διδαχθεί κάποιος: άλυτη/γραπτή/διδακτική/δύσκολη/επαναληπτική/εργαστηριακή/(ΙΑΤΡ.) κλινική/λυμένη/μαθηματική/προφορική ~. ~ ορθογραφίας/ορθοφωνίας/συμπλήρωσης κενού/χημείας. Ανάθεση/εκφώνηση/παράδοση ~ης. Βιωματικές/γλωσσικές ~ήσεις. ~ήσεις επί χάρτου. Διορθώνω/λύνω ~ήσεις. Τετράδιο ~ήσεων-εργασιών. Πβ. εξέταση, πρόβλημα, τεστ.|| Δοκιμαστική/επαγγελματική ~. Δικηγορική ~ (: υποχρεωτική πρακτική πτυχιούχου νομικής).|| ~ήσεις στο πιάνο (βλ. παίξιμο).|| Αντιτρομοκρατική ~. ~ διάσωσης/επιβίωσης/πυρκαγιάς/σεισμού.|| (ΣΤΡΑΤ.) Διακλαδική/ναυτική/στρατιωτική ~. ~ήσεις βολής/ετοιμότητας/συναγερμού. Βλ. εκπαίδευση, εν~, προ~. 3. {χωρ. πληθ.} επιβολή, χρήση, εφαρμογή: ~ βίας/ελέγχου/εξουσίας/επιρροής/κριτικής/(οικονομικής) πίεσης.|| (ΝΟΜ.) ~ αγωγής/αναίρεσης/αρμοδιοτήτων/(της) γονικής μέριμνας/εκλογικού δικαιώματος/ένδικων μέσων/έφεσης/καθηκόντων/ποινικής δίωξης. 4. επαγγελματική ενασχόληση: ~ της δικηγορίας/ιατρικής. 5. ΕΚΚΛΗΣ. συνειδητή, εκούσια αποχή από υλικές απολαύσεις, με σκοπό την πνευματική ολοκλήρωση: ~ μοναχού/πιστού. ~ και διαλογισμός/προσευχή. Πβ. ασκητισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: ασκήσεις ακριβείας: συγχρονισμένες ασκήσεις., ασκήσεις εδάφους: ΓΥΜΝ. αγώνισμα της ενόργανης γυμναστικής, στο οποίο ο αθλητής εκτελεί το πρόγραμμά του στο δάπεδο: ~ ~ ανδρών/γυναικών. [< αγγλ. floor exercise, 1961] , άσκηση επαγγέλματος (επίσ.): εκτέλεση εργασίας για την οποία απαιτούνται ορισμένες προϋποθέσεις και δικαιολογητικά: ελεύθερη/παράνομη ~ ~. Άδεια/απαγόρευση/δικαίωμα ~ης ~., πρακτική άσκηση & πρακτική εξάσκηση: θητεία σε πραγματικές συνθήκες εργασίας για απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας ή/και άδειας ασκήσεως επαγγέλματος: προαιρετική/υποχρεωτική ~ ~. ~ ~ πτυχιούχου/σπουδαστή/φοιτητή. ~ ~ στο εξωτερικό. Πβ. πρακτική. [< αγγλ. on-the-job-training] , άσκηση προσομοίωσης βλ. προσομοίωση, πεδίο ασκήσεων βλ. πεδίο ● ΦΡ.: κατά την άσκηση: κατά την εκτέλεση, τη διενέργεια: ~ ~ των καθηκόντων του. [< γαλλ. dans l'exercice de ] [< αρχ. ἄσκησις, γαλλ. exercice, αγγλ. exercise]

αχρεώστητος

αχρεώστητος, η/ος, ο [ἀχρεώστητος] α-χρε-ώ-στη-τος επίθ.: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. που γίνεται χωρίς να αποτελεί μέρος οφειλής: ~η: είσπραξη/καταβολή. (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο της πληρωμής. ● επίρρ.: αχρεώστητα & (συχνότ. λόγ.) -ήτως: ~ πληρωμένοι φόροι. ● ΦΡ.: αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά: χρήματα που καταβλήθηκαν από κάποιον, κυρ. από φορέα του Δημοσίου, χωρίς να τα οφείλει, οπότε δικαιούται να τα ζητήσει πίσω: Ανάκτηση/είσπραξη/επιστροφή των ~ ~ων ~ών. ~ καταβληθείσες: αποδοχές/εισφορές/συντάξεις. [< μεσν. αχρεώστητος]

βάθος

βάθος βά-θος ουσ. (ουδ.) {βάθ-ους | -η, -ών} 1. η απόσταση ανάμεσα σε ένα ανώτερο και ένα κατώτερο επίπεδο: το ~ του γκρεμού/λάκκου/πηγαδιού. ~ γεώτρησης/εκσκαφής ... μέτρα. Σεισμός μικρού ~ους (= επιφανειακός). Έσκαψαν/καταδύθηκαν/κατέβηκαν σε μεγάλο ~. 2. η απόσταση ανάμεσα σε ένα πρόσθιο και ένα οπίσθιο επίπεδο: το ~ της σπηλιάς/στοάς (πβ. εσωτερικό). (στη ζωγραφική) Η αίσθηση/εντύπωση του ~ους (= του χώρου· βλ. προοπτική). Στο ~ (= φόντο) του πίνακα διακρίνονται δύο φιγούρες. 3. (μτφ.) έκταση, εύρος, μέγεθος: το ~ της γνώσης/σκέψης/σοφίας του. Το ~ ενός προβλήματος.|| Το απύθμενο ~ της ψευτιάς. ΣΥΝ. πλάτος (2) 4. (μτφ.) ουσία, περιεχόμενο: το ~ (= βαθύτερο νόημα) των λέξεων. Πολιτική με ~. Άνθρωπος χωρίς ~ (= κενός). 5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας έννοιας, με τα οποία διαφοροποιείται από κάθε άλλη. Βλ. γένος, πλάτος. ● ΣΥΜΠΛ.: βάθος πεδίου: ΦΩΤΟΓΡ. η απόσταση ανάμεσα στο πιο κοντινό στον φακό αντικείμενο και στο πιο απομακρυσμένο από αυτόν, όταν αυτά απεικονίζονται με ευκρίνεια στη φωτογραφία: Αλλάζω/βελτιώνω/ελαχιστοποιώ/μεγιστοποιώ το ~ ~. [< γαλλ. p rofondeur du champ ] , βάθος χρώματος: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθµός των δυαδικών στοιχείων που διατίθενται για την αποθήκευση της πληροφορίας του χρωµατισµού κάθε εικονοστοιχείου: Το ~ ~ ανέρχεται σε/φτάνει τα ... μπιτ. [< αγγλ. color depth] , θόρυβος βάθους: ΤΗΛΕΠ. που προέρχεται από πηγή (ήχου) διαφορετική από αυτή που ηχογραφείται. [< αγγλ. background noise] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους βλ. οικολογία, εστιακό βάθος βλ. εστιακός, ψυχολογία του βάθους βλ. ψυχολογία ● ΦΡ.: από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) & (λόγ.) εκ βάθους/από μέσης καρδίας: για έκφραση γνήσιων και έντονων συναισθημάτων: Σας ευχαριστώ/συγχαίρω ~ ~ (= ειλικρινά)! Εύχομαι ~ ~ υγεία και μακροημέρευση! ΣΥΝ. από καρδιάς, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά [< γαλλ. du fond de mon coeur] , εν τω βάθει (επιστ.): στο βάθος: (ΙΑΤΡ.) ~ ~ λοίμωξη/φλεβική θρόμβωση. ~ ~ καμπτήρας (δακτύλων). ΑΝΤ. επιπολής, κατά (/στο) βάθος: στην πραγματικότητα: ~ ~, είναι καλός άνθρωπος.|| Ξέρω, ~ ~ (: βαθιά μέσα μου), ότι λέει ψέματα. [< γαλλ. au/dans le fond] , με βάθος χρόνου 1. με προοπτική: επένδυση/συνεργασία ~ ~. 2. (για στόχο) με προβλεπόμενο χρονικό όριο για την επίτευξή του: έργα ~ ~ τα πέντε έτη/το 2020 (= με χρονικό ορίζοντα)., σε βάθος & (λόγ.) εις βάθος: που φτάνει στην ουσία των πραγμάτων: ανάλυση/έρευνα ~ ~ (= λεπτομερής, σχολαστική). Γνωρίζω ~ ~ το θέμα. Εξέτασε ~ ~ την υπόθεση (= διεξοδικά).|| Καθαριότητα ~ ~. Βλ. επιφανειακός. [< αγγλ. in depth, γαλλ. au fond de, à fond] , σε βάθος και (σε) πλάτος/σε πλάτος και (σε) βάθος 1. λεπτομερώς, από όλες τις πλευρές: έλεγχος ~ ~. Τα δεδομένα μελετήθηκαν ~ ~. ΣΥΝ. ενδελεχώς. 2. σε όλα τα επίπεδα: διεύρυνση/μεταρρύθμιση ~ ~., σε βάθος χρόνου 1. μακροπρόθεσμα, μελλοντικά: εφαρμογή του μέτρου σε (ικανό) ~ ~, όχι αμέσως. Αλλαγές που πραγματοποιούνται σταδιακά και ~ ~. 2. (προκειμένου για συγκεκριμένη χρονική προθεσμία) σε διάστημα: υλοποίηση του προγράμματος ~ ~ οκτώ μηνών. [< αγγλ. in time depth] , τα βάθη του χρόνου/των αιώνων: το πολύ μακρινό παρελθόν: Ιστορία/πολιτισμός που ξεκινά από τα/που χάνεται στα ~ ~., το βάθος/τα βάθη (συνήθ. προηγείται η πρόθ. σε ή από) 1. το εσώτερο σημείο, το πίσω μέρος: Στο ~ διακρίνεται το χωριό. Στο ~ του ορίζοντα. Τον είδε στο ~ της αίθουσας/του διαδρόμου.|| (μτφ.) Εικόνες από ~ της μνήμης/του μυαλού (πβ. μύχια). 2. το πιο απομακρυσμένο ή πάρα πολύ μακρινό σημείο: ταξίδι στα ~ της ερήμου (πβ. πέρατα). 3. {συνήθ. στον πληθ.} πολύ χαμηλό ή το χαμηλότερο σημείο: από τα/στα ~ της Γης (πβ. έγκατα)/της θάλασσας (πβ. πυθμένας). Αποστολές στα (άγνωστα) ~ των ωκεανών (πβ. άβυσσος). Στο ~ (= στον πάτο) της λίμνης., χαίρε βάθος αμέτρητον (από τον Ακάθιστο Ύμνο) (λόγ.-ειρων.): για δήλωση χαοτικής, άναρχης κατάστασης ή για κάτι εντελώς ασαφές και απροσδιόριστο., ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. βάθος, γαλλ. fond, αγγλ. depth, γερμ. Tiefe]

βάση

βάση βά-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. καθετί πάνω στο οποίο στέκεται, στηρίζεται, σταθεροποιείται ή στερεώνεται κάτι: αποσπώμενη/γυάλινη/ενσωματωμένη/μαρμάρινη/μεταλλική/ξύλινη ~. Η ~ του αγάλματος (πβ. βάθρο)/του κίονα (πβ. σπείρα, στυλοβάτης)/της κολόνας/του ναού (πβ. κρηπίδωμα)/του τηλεσκοπίου. ~ γραφείου (για οθόνη)/τοίχου (για τηλεόραση).|| Στη ~ του βουνού/του βράχου (= στους πρόποδες).|| ~ τάρτας (πβ. ζύμη).|| (ΑΝΑΤ.) Η ~ του δοντιού/του εγκεφάλου/της καρδιάς/του κρανίου (: το κατώτερο τμήμα).|| (ΓΕΩΜ.) Η ~ του κώνου/της πυραμίδας/του τραπεζίου/του τριγώνου. Βλ. πλευρά.|| (μτφ.) Στη ~ του βαθμολογικού πίνακα/της κατάταξης (: στην κατώτερη θέση). Βλ. ανά-, διά-, μετά-, παρά-βαση. ΑΝΤ. κορυφή (1) 2. (μτφ.) θεμελιώδης αρχή, στοιχείο, δεδομένο πάνω στο οποίο στηρίζεται μια πρόταση, μια θεωρία, μια κίνηση, ένα σύστημα: ~ αναφοράς/σύγκρισης. Η ~ ενός προβληματισμού/συλλογισμού (πβ. αφετηρία). Συνομιλίες σε κοινά αποδεκτή ~. Ισχυρισμός που δεν έχει λογική ~ (= αβάσιμος, αστήρικτος). Ανυπόστατη καταγγελία χωρίς ~ (πβ. έρεισμα, στήριγμα). Το επιχείρημα είναι σαθρό στη ~ του. Εξέταση του θέματος από/πάνω σε ηθική/θεωρητική/οικονομική/πολιτική ~ (= άποψη, πλευρά). Κοινή ~ συνεννόησης. Στρατηγική που χρησιμεύει ως ~ των μελλοντικών ενεργειών. Για την έρευνά μου έχω/λαμβάνω ως ~ τα εξής ... Το ζήτημα τέθηκε σε νέα ~/επί νέας ~ης. Το συστηματικό διάβασμα αποτελεί τη ~ της επιτυχίας. Διαρθρωτικές αλλαγές σε επίπεδο ~ης. Παροχή υπηρεσιών ευρείας ~ης (= μεγάλης γκάμας). Έβαλαν/έθεσαν τις ~εις για πολιτιστική ανάπτυξη. Οργάνωση της κοινωνίας πάνω σε γερές/σταθερές/στέρεες ~εις (= θεμέλια).|| Εταιρεία λαϊκής ~ης. 3. ο πιο χαμηλός βαθμός, για να θεωρηθεί επιτυχής μια εξέταση: Έγραψε ακριβώς τη ~ (π.χ. δέκα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, πέντε στο Πανεπιστήμιο)/κάτω από τη ~ (= κόπηκε)/πάνω από τη ~ (= πέρασε). Έπιασε/πήρε τη ~. 4. περιοχή ή χώρος με εγκαταστάσεις όπου οργανώνονται και πραγματοποιούνται διάφορες επιχειρήσεις: (ΣΤΡΑΤ.) αεροπορική/ναυτική ~. Μυστική ~. ~ ανεφοδιασμού (αεροσκαφών/πλοίων)/εκτόξευσης (πυραύλων)/υποβρυχίων. ~ του ΝΑΤΟ.|| Διαστημική ~. 5. έδρα ή τόπος διαμονής: η ~ μιας επιχείρησης. Γυρίζω/επιστρέφω στη ~ μου. Εγκαταλείπω τη/φεύγω από τη ~ μου. 6. ΠΟΛΙΤ. τα μέλη ή/και οι οπαδοί ενός κόμματος ή γενικότ. μιας οργάνωσης: η εκλογική/εργατική/κομματική ~. ΑΝΤ. ηγεσία (1), κορυφή (2) 7. κύριο, απαραίτητο συστατικό (μίγματος, προϊόντος): αρώματα με ~ τη λεβάντα. Κρέμα προσώπου με ~ φυτικά έλαια.|| Έβαψε τα δωμάτια σε διάφορες αποχρώσεις με ~ το μπλε. 8. προϊόν που τοποθετείται ως υπόστρωμα σε επιφάνεια: ~ βερνικιού (πβ. αστάρι, στόκος).|| ~ μέικ απ (πβ. φον ντε τεν). Διάφανη ~ νυχιών. 9. ΧΗΜ. ουσία που παράγει άλας και νερό, όταν αντιδρά με οξύ: ασθενής/ισχυρή ~. Βλ. εξουδετέρωση. 10. ΜΑΘ. ακέραιος αριθμός μεγαλύτερος του ένα, ο οποίος έχει επιλεγεί για τη δημιουργία συστήματος αρίθμησης (π.χ. το δύο για το δυαδικό, το δέκα για το δεκαδικό). 11. ΓΛΩΣΣ. (σπάν.) ρίζα, θέμα (λέξης). 12. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. (στον μαρξισμό) η οικονομική διάρθρωση μιας κοινωνίας, δηλ. το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων, σε αντιδιαστολή με το εποικοδόμημα. Βλ. υπερδομή. ΣΥΝ. υποδομή (3) ● βάσεις (οι) 1. η κατώτερη βαθμολογία κυρ. για εισαγωγή σε ανώτατη ή ανώτερη Σχολή ή για διορισμό στο Δημόσιο κατόπιν γραπτού διαγωνισμού, η οποία καθορίζεται από τον βαθμό του τελευταίου (στη σειρά κατάταξης) από τους επιτυχόντες που μπορούν να γίνουν δεκτοί: άνοδος/αύξηση/μείωση/πτώση των ~εων (εισαγωγής στα ΑΕΙ). Οι ~ ανέβηκαν/έπεσαν. Στα ύψη εκτινάχθηκαν/εκτοξεύθηκαν/έφτασαν οι ~ της Ιατρικής. Ανακοινώθηκαν/βγήκαν οι ~. ~ μορίων μετάθεσης. 2. εφόδια, κυρ. γνώσεις ή ηθικές αρχές: Αποκτώ ~εις στο δημοτικό. Έχει καλές ~ (= υπόβαθρο) στα μαθηματικά.|| Έλαβε/πήρε γερές/σωστές ~ από τους γονείς (βλ. ανατροφή)/την οικογένειά/το σπίτι του (= θεμέλια). ● ΣΥΜΠΛ.: βάση δεδομένων & βάση (συντομ. ΒΔ): ΠΛΗΡΟΦ. συλλογή, καταχώρηση και οργάνωση πληροφοριών σε ένα αρχείο, ώστε να είναι διαθέσιμες για αναζήτηση και ανάκτηση: ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ ~. [< αγγλ. database, 1962] , βάση διανυσματικού χώρου: ΜΑΘ. κάθε σύνολο γραμμικά ανεξάρτητων διανυσμάτων τέτοιο, ώστε καθένα από αυτά να μπορεί να γραφεί ως γραμμικός συνδυασμός των διανυσμάτων της βάσης., αζωτούχες βάσεις βλ. αζωτούχος, σταθμός βάσης βλ. σταθμός, συμπληρωματικές βάσεις βλ. συμπληρωματικός, φορολογική βάση βλ. φορολογικός ● ΦΡ.: δίνω βάση σε (κάτι): δίνω προσοχή, σημασία: Μη ~εις ~ στα κουτσομπολιά του κόσμου/σε φήμες. Δώσε ~ σε ό,τι σου λέω (= πρόσεξε)!, κατά βάση & (λόγ.) κατά βάσιν: κυρίως, βασικά· σε βασικές γραμμές: Τα βιβλία του είναι ~ ~ ιστορικά. Πβ. κατά κύριο λόγο, κατ’ ουσία(ν), πρωτίστως.|| ~ ~ συμφωνώ με την απόφαση. Πβ. επί της αρχής., με βάση (+ αιτ.) & (λόγ.) βάσει (+ γεν.): σύμφωνα με, με κριτήριο: Χωρισμός σε ομάδες με ~ την ηλικία. Βάσει (του) Νόμου, έχω το δικαίωμα να ..., σε ... βάση & (λόγ.) επί ... βάσεως: για δήλωση χρόνου, τρόπου: σε διαρκή/μακροπρόθεσμη/μόνιμη/σταθερή ~. Εξυπηρέτηση πελατών επί εικοσιτετραώρου βάσεως.|| Σε εθελοντική/ισότιμη ~ (= εθελοντικά, ισότιμα). [< αγγλ. on a ... basis] , στη βάση & (λόγ.) επί τη βάσει (+ γεν.): βασιζόμενος σε, στηριζόμενος σε: Το πρόβλημα πρέπει να εξεταστεί ~ ~ του δημόσιου διαλόγου. Υπολογισμός των κερδών της εταιρείας επί τη βάσει των εσόδων και εξόδων της., από μηδενική βάση βλ. μηδενικός, βάσει σχεδίου βλ. σχέδιο [< αρχ. βάσις, αγγλ. base, basis, γαλλ. base, γερμ. Basis]

βήμα

βήμα [βῆμα] βή-μα ουσ. (ουδ.) {βήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. καθεμία από τις κινήσεις που κάνει κάποιος εναλλάξ, όταν περπατά, σηκώνοντας το ένα πόδι και κατεβάζοντάς το μπροστά από το άλλο· κατ' επέκτ. βηματισμός και ειδικότ. τρόπος βαδίσματος, περπατήματος: Προχωρούσε με μεγάλα (= δρασκελιές)/μικρά ~ατα. Έκανε μερικά ~ατα μπροστά/πίσω (πβ. οπισθοχωρώ)/προς την πόρτα.|| Αποφασιστικό/αργό/βαρύ/βιαστικό/γρήγορο/διστακτικό/ζωηρό/κουρασμένο/σταθερό/στρατιωτικό ~. Επιτάχυνε το ~ της. (για ζώο) Το ~ του αλόγου (βλ. καλπασμός). Ψηφιακός μετρητής ~άτων (: εργομετρικό όργανο γυμναστικής).|| (μτφ.) Τα έργα προχωρούν με γοργά ~ατα (= με γρήγορους ρυθμούς).|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ., ο ήχος των ~άτων:) Άκουσα ~ατα πίσω μου.|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) Άφησε τα ~ατά (= αποτυπώματα, ίχνη, πατημασιές, χνάρια) της στην άμμο.|| (μτφ., για να δηλωθεί κοντινή απόσταση) Στεκόταν δύο ~ατα πιο πέρα. Το σπίτι δεν είναι πολύ μακριά· λίγα/πέντε ~ατα από την πλατεία. 2. (μτφ.) ενέργεια, προσπάθεια ή συμβάν που οδηγεί προοδευτικά στην επίτευξη ενός στόχου: ~ατα βελτίωσης (της σχέσης τους)/προόδου (ενάντια στον καρκίνο)/προσέγγισης (μεταξύ των δύο χωρών). Έχουν γίνει αποφασιστικά/καθοριστικά/κρίσιμα/ουσιαστικά/σημαντικά ~ατα για την επίλυση του προβλήματος (βλ. άλμα). Έκαναν ένα ~ προς αυτή την κατεύθυνση. Ό,τι πετύχαμε είναι ένα πρώτο ~. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά/να σχεδιάσουμε προσεκτικά τα επόμενά μας ~ατα. Πβ. δραστηριότητα, κίνηση. Βλ. διάβημα. 3. (μτφ.) καθένα από τα στάδια μιας διαδικασίας: (σε οδηγίες) ~ 1ο(ν): κάνετε κλικ στο εικονίδιο ... ~ 2ο(ν): Πληκτρολογείτε ... Πέντε απλά/βασικά ~ατα για σύνδεση στο ίντερνετ. Ακολουθήστε τα ~ατα προσεκτικά. Τα ~ατα ενός αλγορίθμου. 4. {συνήθ. στον πληθ.} οποιαδήποτε από τις κινήσεις των ποδιών στον χορό: Μαθαίνω τα ~ατα του χασάπικου. (σε μάθημα) (Κάνεις) ένα ~ μπρος, ένα ~ αριστερά ... 5. (μτφ.) χώρος έκφρασης και ανταλλαγής απόψεων: ανοιχτό/δημόσιο/ελεύθερο ~. ~ διαλόγου/ιδεών/συζήτησης. Ας μας δοθεί ένα ~, για να πούμε τη γνώμη μας.|| (τίτλος ιστότοπου ή περιοδικού:) Εκπαιδευτικό ~. 6. βάθρο, εξέδρα, συνήθ. κοινοβουλίου: Ανέβηκε στο/κατέβηκε από το ~. Εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ/μίλησε από το ~ της Βουλής. Πβ. πόντιουμ. 7. {συνήθ. στον εν.} ρυθμικός βηματισμός (π.χ. σε παρέλαση): Έχασε το ~ του (: τον συγχρονισμό του με τους άλλους). Άλλαξε το ~ σου! Έδινε το ~ με τη σφυρίχτρα (: καθόριζε τον ρυθμό του βαδίσματος). 8. ΤΕΧΝΟΛ. {συνήθ. στον πληθ.} απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικές σπείρες (π.χ. βίδας) ή προεξοχές (π.χ. οδοντωτού τροχού). Πβ. πάσο.βήματα (τα): ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) παράβαση κατά την οποία ο κάτοχος της μπάλας μετακινεί τα πόδια του, χωρίς να τη χτυπήσει στο έδαφος, ή (π.χ. στο μπάσιμο) κάνει περισσότερα από τα δύο επιτρεπόμενα βήματα. ● Υποκ.: βηματάκι (το): στις σημ. 1-3. ● ΣΥΜΠΛ.: βήμα/βάδισμα (της) χήνας: στρατιωτικός βηματισμός κατά τον οποίο τα πόδια κινούνται ψηλά, χωρίς να κάμπτονται τα γόνατα: παρέλαση με ~ ~. [< γαλλ. pas de l'oie] , Ιερό/Άγιο Βήμα: ΕΚΚΛΗΣ. το ιερό χριστιανικού ναού. ΣΥΝ. άβατο (2), τα Άγια των Αγίων (1), βήμα κουκκίδας βλ. κουκκίδα ● ΦΡ.: ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα 1. βαδίζω πίσω από κάποιον, παρακολουθώντας τον στενά: (κυριολ.) Οι τηλεοπτικές κάμερες ακολουθούσαν ~ ~ το δημοφιλές ζευγάρι.|| (μτφ.) Η ομάδα ακολουθεί ~ ~ την πρωτοπόρο της βαθμολογίας. ΣΥΝ. ακολουθώ κατά πόδας (3) 2. (μτφ.) εφαρμόζω κάτι χωρίς παρεκκλίσεις: Ακολούθησα ~ τις συμβουλές του. 3. (μτφ.) αντιγράφω πιστά, μιμούμαι: Το νέο μοντέλο ακολουθεί ~ το προηγούμενο της ίδιας εταιρείας., ακολουθώ τα/βαδίζω στα βήματα/χνάρια & ακολουθώ τα/βαδίζω στα ίχνη κάποιου (μτφ.): κινούμαι στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον, έχοντάς τον ως πρότυπο, ακολουθώ το παράδειγμά του: ~εί ~ του πατέρα/προκατόχου του. Η ελληνική αγορά ~εί τα χνάρια/~ει στα χνάρια της ευρωπαϊκής. [< γαλλ. marcher sur les pas de quelqu'un] , ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου 1. περπατώ πιο γρήγορα: Άνοιξε το ~ του για να την προλάβει. 2. (μτφ.) επεκτείνω τις δραστηριότητές μου: Η εταιρεία είναι έτοιμη ν' ανοίξει ~ της στην Ευρώπη. Πβ. ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά μου., βήμα-βήμα/βήμα προς βήμα/κατά βήμα: προσεκτικά, πιστά (και χωρίς παρεκκλίσεις)· αργά και σταθερά: Ακολουθήστε ~ ~ τις οδηγίες εγκατάστασης!|| Οι προσπάθειες προσέγγισης πάνε/προχωρούν βήμα-βήμα. [< γαλλ. pas à pas] , δεν κάνω (ούτε ένα) βήμα 1. (κυριολ.) δεν (μετα)κινούμαι: Όλη μέρα δεν ~ει ~ από τον καναπέ.|| (μτφ.) Η μητέρα του δεν τον αφήνει να κάνει ~ μακριά της (: τον παρακολουθεί στενά, δεν τον αφήνει ελεύθερο). 2. (μτφ.) δεν υποχωρώ: Δεν θα ~ουμε ~ πίσω από τις διεκδικήσεις μας., δεν κάνω βήμα χωρίς ...: δεν προβαίνω σε κάποια ενέργεια, χωρίς κάποιον ή κάτι πολύ απαραίτητο: Δεν ~ει ~ χωρίς τον άνδρα της/το κινητό του. Δεν μπορεί να κάνει ~ χωρίς τα γυαλιά του. ΣΥΝ. δεν κάνω χωρίς κάποιον/κάτι [< γαλλ. ne pas faire un pas sans] , ένα βήμα (πριν) από (μτφ.): λίγο πριν από κάτι: Απέχει ~ ~ την τρέλα/τη χρεοκοπία., ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω (μτφ.): για ανακοπή της αναπτυξιακής ή εξελικτικής πορείας, πισωγύρισμα: Οι διαπραγματεύσεις πάνε ~ ~., ένα βήμα πιο κοντά: για να δηλωθεί πλησίασμα, προσέγγιση: Έλα ~ ~ (= πλησίασε)!|| Εμβόλιο που φέρνει τους επιστήμονες ~ ~ στην αντιμετώπιση της ασθένειας., κάνει τα πρώτα (του) βήματα 1. (μτφ.) βρίσκεται στο ξεκίνημα, στις αρχές: Στην επαρχία έκανε τα πρώτα της (δειλά/διστακτικά) ~ στο τραγούδι.|| Τα πρώτα βήματα του διαδικτύου/του κινηματογράφου. 2. μαθαίνει να περπατά: (κυριολ. για παιδί) Μόλις άρχισε να κάνει ~ ~.|| (μτφ.) Μαζί κάναμε τα πρώτα μας ~ατα (= μεγαλώσαμε παρέα)., κάνω το πρώτο βήμα (μτφ.): κάνω την αρχή, την πρώτη κίνηση: Περιμένει απ' αυτόν να ~ει ~.|| Έγινε το πρώτο βήμα για ... [< γαλλ. faire le premier pas] , τα βήματά μου με οδηγούν/φέρνουν (κάπου) (μτφ.): κατευθύνομαι ενστικτωδώς: Τα ~ατά του τον έφεραν/οδήγησαν γρήγορα στο κέντρο της πόλης., το μετέωρο βήμα: για κάτι που επιχειρείται διστακτικά, με έλλειψη αποφασιστικότητας και χωρίς ελπίδα ή πιθανότητες επιτυχίας: ~ ~ προς την εγκαθίδρυση της ειρήνης., ένα βήμα μπροστά/βήματα μπροστά βλ. μπροστά, με βήμα σημειωτόν βλ. σημειωτόν, με ρυθμούς χελώνας βλ. χελώνα, σέρνω τα πόδια/τα βήματά μου βλ. σέρνω [< αρχ. βῆμα, γαλλ. pas, αγγλ. step]

βούληση

βούληση βού-λη-ση ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) επιθυμία για την πραγματοποίηση στόχου, τη λήψη απόφασης, την εκτέλεση πράξης, θέληση: ανθρώπινη/ατομική/ισχυρή/κοινή/λαϊκή ~. Η αυτονομία της ~ης. Επιβολή της ~ης της πλειοψηφίας. Έκφραση της ~ης του λαού. Καθεστώς ενάντια στη ~ των πολιτών (βλ. δικτατορία). Ανεξάρτητα από/παρά τη ~ή μου. Έρμαιο της ~ης των ισχυρών. Βλ. βολονταρισμός. 2. ΨΥΧΟΛ. ψυχική λειτουργία που εκδηλώνεται μέσω της ενσυνείδητης προσπάθειας του ανθρώπου να πετύχει τους στόχους που έχει επιλέξει. Βλ. νόηση, συναίσθημα. ΑΝΤ. αβουλία (2) ● ΣΥΜΠΛ.: ελευθερία της βούλησης: το δικαίωμα του ανθρώπου να πράττει σύμφωνα με τις συνειδητές επιλογές του, χωρίς να επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες: ~ ~ και σκέψης., πολιτική βούληση & πολιτική θέληση: που εκπορεύεται από την εξουσία για την οργάνωση μιας κοινωνίας και την αντιμετώπιση των προβλημάτων της: ~ ~ για πάταξη της φοροδιαφυγής. Θέμα ~ής ~ης. Ανυπαρξία/απουσία/έλλειψη ~ής ~ης. Δεν υπάρχει ~ ~. Η κυβέρνηση διαθέτει/έχει την ~ ~ να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές., δήλωση βουλήσεως/βούλησης βλ. δήλωση, διάταξη τελευταίας βούλησης βλ. διάταξη ● ΦΡ.: κατά βούληση & (λόγ.) κατά βούλησιν: σύμφωνα με τη θέληση κάποιου, όπως και όσο επιθυμεί: Είστε ελεύθεροι να πράξετε ~ ~. Πυρ ~ ~., οικεία/ιδία βουλήσει & εξ ιδίας βουλήσεως (λόγ.): θεληματικά, εκούσια: Αποφασίζω/δρω/ενεργώ ~ ~. ΣΥΝ. αυτόβουλα, ηθελημένα, οικειοθελώς ΑΝΤ. ακούσια [< αρχ. βούλησις, γαλλ. volonté]

γάιδαρος

γάιδαρος γάι-δα-ρος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άρου | θηλ. γαϊδούρα} 1. ΖΩΟΛ. θηλαστικό ζώο (επιστ. ονομασ. Equus asinus) με μεγάλα αυτιά και γκρίζο συνήθ. τρίχωμα, που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το άλογο: γκάρισμα/σαμάρι ~ου.|| Έχει αυτιά σαν του ~ου. Υπομονή ~ου. Ήταν φορτωμένος σαν ~. Δούλευε σαν ~ (βλ. σαν το σκυλί). Βλ. όναγρος, υποζύγιο. ΣΥΝ. γαϊδούρι (1), όνος 2. (μτφ.-υβριστ.) αναίσθητος, αγενής ή αχάριστος άνθρωπος: Είσαι (μεγάλος) ~! Ντροπή σου, ~ε! 3. (μειωτ.) νεαρός άντρας ο οποίος συμπεριφέρεται με τρόπο ανώριμο, που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ηλικίας του: Τριάντα χρονών ~ και ακόμη τον συντηρούν οι γονείς του. ● Υποκ.: γαϊδαράκος & γαϊδουράκος (ο) ● ΦΡ.: γάιδαρος με περικεφαλαία (υβριστ.-επιτατ.): πολύ αναίσθητος ή/και αγενής άνθρωπος. ΣΥΝ. γαϊδούρι/μουλάρι ξεσαμάρωτο/ξεκαπίστρωτο/ξέστρωτο, δεν ξέρει να μοιράσει/να χωρίσει δυο γαϊδάρων/γαϊδουριών άχυρα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν μπορεί να κάνει κάτι απλό, είναι εντελώς ανίκανος, άχρηστος., έδεσε/έχει δεμένο το(ν) γάιδαρό του (προφ.): εξασφαλίστηκε, τακτοποιήθηκε, έχει βολευτεί και εφησυχάζει: Τι ανάγκη έχει; ~ ~! Παντρεύτηκε και νομίζει ότι έδεσε τον γάιδαρό της. Πβ. επαναπαύομαι., είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αποδίδει σε άλλον αρνητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό τον ίδιο. Πβ. βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με., κατά φωνή κι ο γάιδαρος (προφ.): όταν κάποιος εμφανίζεται ακριβώς τη στιγμή που μιλούν για αυτόν, πάνω στην ώρα., πετάει ο γάιδαρος; πετάει! (προφ.): όταν κάποιος δέχεται μια άποψη ή κατάσταση, ακόμα και αν είναι απίστευτη ή παράλογη, συνήθ. λόγω πίεσης ή συμφέροντος., φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά & φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι, στην ουρά θα κολλήσουμε/μείνουμε/σταθούμε; (παροιμ.): ως προτροπή σε κάποιον να μην εγκαταλείψει μια δύσκολη και κοπιαστική προσπάθεια τη στιγμή που φτάνει στο τέλος της., φταίει ο γάιδαρος και χτυπάει/βαράει/δέρνει το σαμάρι (παροιμ.): για εσφαλμένη απόδοση ευθυνών, συνήθ. επειδή δεν γίνεται να τιμωρηθεί ο πραγματικός υπαίτιος., (ήταν που) ήταν στραβό το κλήμα, το 'φαγε κι ο γάιδαρος βλ. κλήμα, (σιγά) μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου/του ποντικού βλ. ουρά, δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα βλ. αχυρώνας, σαν τον γάιδαρο του Χότζα βλ. χότζας, σκάω (και) γάιδαρο βλ. σκάω, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια βλ. χαρίζω [< μεσν. γάιδαρος]

γράμμα

γράμμα γράμ-μα ουσ. (ουδ.) {γράμμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κάθε σύμβολο του συστήματος γραφής μιας γλώσσας που παριστάνει έναν ή περισσότερους φθόγγους: άτονο/τονισμένο ~. Κεφαλαία (= μεγάλα)/πεζά (= μικρά, βλ. μικρογράμματος) ~ατα. Τα ~ατα του αλφάβητου (βλ. σύμφωνο, φωνήεν). Αντιστοίχιση/σειρά/σύμπλεγμα (πβ. δίψηφο)/συνδυασμός ~άτων. Το αρχικό ~ ονόματος (πβ. μονόγραμμα). Κωδικός που αποτελείται από ~ατα και αριθμούς (πβ. αλφαριθμητικός). Πβ. γράφημα. Βλ. σημαίνον.|| (συνήθ. στην ΤΥΠΟΓΡ.) Πρώτο ~ (= αρχίγραμμα). Έντονα/μαύρα/όρθια/πλάγια/υπογραμμισμένα ~ατα (= στοιχεία, χαρακτήρες). Αυτοκόλλητα ~ατα (βλ. λετρασέτ). Μέγεθος/μορφοποίηση/τύπος ~άτων (βλ. γραμματοσειρά). Διάστημα μεταξύ των ~άτων.|| (γραφικός χαρακτήρας:) ~ατα με ουρές (= καλλιγραφικά). Δεν βγάζω/δεν καταλαβαίνω τα ~ατά σου (βλ. κολλυβογράμματα). Κάνει ωραία/στρογγυλά ~ατα.|| Τα ~ατα μιας ταινίας/μιας τηλεοπτικής εκπομπής (: τίτλοι ή υπότιτλοι· βλ. ζενερίκ). Βλ. εικονό-, ιδεό-, ολό-γραμμα. 2. επιστολή: ανώνυμο/απειλητικό/αποχαιρετιστήριο/ενημερωτικό/ερωτικό/ευχαριστήριο/προσωπικό/συγκινητικό/συγχαρητήριο/συλλυπητήριο/χειρόγραφο ~. Aπλό/επείγον/συστημένο ~. ~ από/για/προς/σε κάποιον. Aποστολέας/παραλήπτης του ~ατος. Γράφω/διαβάζω/δίνω/έχω/παίρνω/στέλνω/ταχυδρομώ (ένα) ~. Απαντώ σε ένα ~. Ρίχνω το ~ στο γραμματοκιβώτιο.γράμματα (τα) 1. η λογοτεχνία και κατ' επέκτ. οι ανθρωπιστικές κυρ. επιστήμες: κλασικά (: αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, γραμματολογία)/νεοελληνικά ~. Άνθιση/πόλη των ~άτων. Η γιορτή των ~άτων (: των τριών Ιεραρχών). Η εμφάνιση/προσφορά ενός συγγραφέα στα ~. Διακρίθηκε στον χώρο των ~άτων. 2. γραφή και ανάγνωση και κατ' επέκτ. γνώσεις, σπουδές: Δεν ξέρει (πολλά) ~ (= είναι αγράμματος, αναλφάβητος).|| Τα πρώτα ~ (: στοιχειώδης εκπαίδευση). Έχει έφεση/κλίση στα ~. ● Υποκ.: γραμματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: Γράμματα και Τέχνες: πνευματικός πολιτισμός: βραβείο/κέντρο/λέσχη/σύνδεσμος/σχολή ~άτων και ~ών. Εθνικό αριστείο/Τάξη ~άτων και ~ών της Ακαδημίας Αθηνών. Προσωπικότητα των ~άτων και των ~ών., κενό/νεκρό γράμμα (μτφ.): (συνήθ. για αρχή, θεσμό, νόμο) που δεν εφαρμόζεται στην πράξη: Αρκετές από τις διακηρύξεις για τα δικαιώματα του παιδιού παραμένουν ~ ~. Βλ. ανενεργός. [< γαλλ. lettre morte] , το γράμμα/ (και) το πνεύμα του νόμου (μτφ.): η διατύπωση και όχι η ουσία του: Απόφαση σύμφωνη με ~ ~. Είναι προσκολλημένος στο ~ ~. Ακολουθώ/επιβάλλω/παρακάμπτω/τηρώ ~ ~., άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι βλ. άνθρωπος, ανοιχτή επιστολή βλ. επιστολή, εγκύκλιος παιδεία/εγκύκλιες σπουδές/εγκύκλια γράμματα βλ. εγκύκλιος, Ιερά Γράμματα βλ. ιερός, ψιλά γράμματα βλ. ψιλός ● ΦΡ.: (γράφω κάτι/κάτι γράφεται) με χρυσά γράμματα (στην ιστορία) & με ολόχρυσα γράμματα: για πρόσωπο ή γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό που αξίζει να μείνει στη μνήμη: Το όνομά του γράφτηκε με ~ ~ στις δέλτους/σελίδες της ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Πβ. χρυσές σελίδες., βουλωμένο γράμμα διαβάζεις (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος έχει διαίσθηση, αντιλαμβάνεται κάτι, χωρίς να έχει τα απαραίτητα στοιχεία: Καλά πώς το κατάλαβες; ~ ~! Βλ. ψυχανεμίζομαι., δεν (τα) παίρνει τα γράμματα & τα παίρνει τα γράμματα (προφ.): είναι κακός/καλός μαθητής στο σχολείο., κατά γράμμα: πιστά, με συνέπεια και ακρίβεια: Ακολούθησε ~ ~ τις οδηγίες/τις συμβουλές/τις υποδείξεις μου. Εκτελώ ~ ~ μια διαταγή/μια εντολή. Ερμηνεύω/εφαρμόζω ~ ~ τον νόμο/μια συμφωνία. Το πρόγραμμα της προπόνησης πρέπει να τηρείται ~ ~ (= σχολαστικά). Η λέξη ... σημαίνει ~ ~ ... Πβ. επακριβώς.|| (ως επίθ.) ~ ~ μετάφραση (= κατά λέξη, ακριβής. Πβ. αυτολεξεί)., κορόνα (ή) γράμματα: διαδικασία κατά την οποία κάποιος ρίχνει ψηλά ένα κέρμα, για να αποφασίσει τυχαία ανάμεσα σε δύο εναλλακτικές δυνατότητες· το αντίστοιχο τυχερό παιχνίδι: Να το παίξουμε/να ρίξουμε ~ ~, για να αποφασίσουμε ποια ταινία θα δούμε., παίζω κάτι κορόνα (ή) γράμματα: αφήνω ή επιλέγω κάτι στην τύχη, ρισκάρω: ~ ~ τη ζωή μου/την καριέρα μου/το κεφάλι μου/το μέλλον μου. Πβ. ριψοκινδυνεύω., (τώρα στα γεράματα), μάθε γέρο γράμματα βλ. γεράματα, μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις βλ. δάσκαλος, δασκάλα [< αρχ. γράμμα]

γωνία

γωνία γω-νί-α ουσ. (θηλ.) {γωνι-ών} 1. ΓΕΩΜ. το σημείο τομής μεταξύ δύο ευθειών ή επιπέδων και το αντίστοιχο γεωμετρικό σχήμα: δίεδρη/εξωτερική/επίπεδη/κεντρική/λοξή/πολύεδρη/στερεά/σφαιρική ~. Προσκείμενες ~ες. ~ βάσης/κατεύθυνσης (: μεταξύ δεδομένης ευθείας και άξονα αναφοράς). Διχοτόμηση ~ας. Βλ. ακμή.|| (ΦΥΣ.) Μεταβαλλόμενη/σταθερή ~. ~ ανάκλασης (: που σχηματίζεται μεταξύ της ανακλώμενης ακτίνας και μιας κάθετης γραμμής)/διάθλασης (: που σχηματίζεται μεταξύ της διαθλώμενης ακτίνας και της κανονικής)/πρόσπτωσης. ~ ανύψωσης (: μεταξύ των γραμμών του βλέμματος και του ορίζοντα, για αντικείμενα που βρίσκονται πάνω από αυτόν)/βύθισης (: για αντικείμενα κάτω από τη γραμμή του ορίζοντα). ~ απόκλισης (: που σχηματίζουν οι ευθείες που συνδέουν το κέντρο αναφοράς με το κέντρο του δέκτη και με αυτό της πηγής φωτισμού)/έγκλισης. ~ ακτινοβολίας/αναφοράς/ανόδου (αεροσκάφους)/εκπομπής/εκτόξευσης/εκτροπής/θέασης/καθόδου/τριβής. 2. εσοχή ή εξοχή που διαμορφώνουν δύο τεμνόμενες ευθείες, επιφάνειες (ιδ. οδοί, τοίχοι, πλευρές αντικειμένου): Θα σε περιμένω/ραντεβού στη ~. Εμφανίστηκε/φάνηκε από τη ~. Στρίψε στη ~ (πβ. στροφή). Το κατάστημα είναι (στη) ~ (των οδών) ... και ... (πβ. συμβολή). Mένω δύο ~ες πιο κάτω (βλ. οικοδομικό τετράγωνο). Βλ. οπισθο~.|| Βάλε το κομοδίνο στη ~ (του δωματίου). Βλ. άκρη.|| (ΑΘΛ.) ~ του γηπέδου (= κόρνερ)/του τέρματος.|| Στρογγυλή ~ επίπλου. Η αριστερή/δεξιά/κάτω/πάνω ~ της οθόνης. Οι καναπέδες σχηματίζουν ~. Χτύπησα στη ~ του τραπεζιού. Προστατευτικά ~ών.|| ~ γλυκού/πίτας/ψωμιού (: το ακριανό κομμάτι).|| Πρόσωπο με ~ες (= γωνιώδες).|| (σημείο από το οποίο παρατηρεί κάποιος κάτι:) Από ποια ~ τράβηξες το πλάνο; (ΚΙΝΗΜ.-ΦΩΤΟΓΡ.) ~ λήψης (βλ. οπτικό πεδίο). 3. όργανο χάραξης ορθών γωνιών· κατ' επέκτ. κάθε γωνιώδες εξάρτημα, αξεσουάρ ή τούβλο για το αντίστοιχο σημείο του τοίχου: μεταβλητή ~. Πβ. ταυ.|| ~ στερέωσης/στήριξης/σύνδεσης (βλ. τακάκια, τάκος). Προστατευτικές ~ες (π.χ. από τσόχα). Βλ. σιδηρο~.|| ~ες βιβλίων. Πβ. βιβλιοστάτης. ΣΥΝ. τρίγωνο (5) ● ΣΥΜΠΛ.: εκτός/εντός εναλλάξ γωνίες: ΓΕΩΜ. δύο γωνίες που σχηματίζονται, όταν δύο ευθείες α, β τέμνονται από τρίτη γ και βρίσκονται εκτός των α, β (εκτός) ή μεταξύ τους (εντός), σε διαφορετικό όμως ημιεπίπεδο ως προς τη γ· είναι ίσες μόνο αν οι α και β είναι παράλληλες μεταξύ τους., εντός, εκτός και επί τα αυτά (γωνίες) 1. ΓΕΩΜ. δύο γωνίες που σχηματίζονται όταν δύο ευθείες α και β τέμνονται από τρίτη γ και η μία βρίσκεται μεταξύ των α και β (εντός), η άλλη εκτός αυτών και οι δύο στο ίδιο ημιεπίπεδο ως προς τη γ· είναι ίσες, μόνο αν οι α και β είναι παράλληλες μεταξύ τους. 2. (μτφ.) μέσα και έξω, στο εσωτερικό και το εξωτερικό: ~ ~ της χώρας., κατά κορυφήν γωνίες: ΓΕΩΜ. που έχουν κοινή κορυφή και οι πλευρές της μίας αποτελούν προεκτάσεις των πλευρών της άλλης., οπτική γωνία: τρόπος θεώρησης ενός ζητήματος: Πρώτη/δεύτερη/τρίτη ~ ~. Αποκλίνουσες/διαφορετικές ~ές (~ες). Αλλαγή ~ής ~ας. Υπό ορισμένη/συγκεκριμένη ~ ~. Kοιτάζω/παρουσιάζω/προσεγγίζω το θέμα (κάτω/μέσα) από άλλη/νέα ~ ~. Εξαρτάται από την ~ ~ που βλέπεις τα πράγματα. Όλα είναι ζήτημα ~ής ~ας. Πβ. πλευρά, πρίσμα, σκοπιά. [< γαλλ. point de vue] , αμβλεία γωνία βλ. αμβλύς, διαδοχικές γωνίες βλ. διαδοχικός, ευθεία γωνία βλ. ευθύς, εφεξής γωνίες βλ. εφεξής, ημίτονο γωνίας βλ. ημίτονο, κλειστή γωνία βλ. κλειστός, κορυφή γωνίας βλ. κορυφή, νεκρή γωνία βλ. νεκρός, οξεία γωνία βλ. οξύς, ορθή γωνία βλ. ορθός, παραλλακτική γωνία βλ. παραλλακτικός, παραπληρωματικές γωνίες βλ. παραπληρωματικός, συμπληρωματικές γωνίες βλ. συμπληρωματικός, ωριαία γωνία βλ. ωριαίος ● ΦΡ.: βάζω (κάποιον/κάτι) στη γωνία (μτφ.-προφ.): τον παραμερίζω, τον περιθωριοποιώ. Πβ. παραγκωνίζω., περιμένω κάποιον στη γωνία/στροφή (μτφ.-προφ.): περιμένω την ευκαιρία να τον ξεμπροστιάσω, να εξηγηθώ μαζί του ή να τον βλάψω. Πβ. του την έχω στήσει/στημένη. [< γαλλ. attendre quelqu'un au tournant] , πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι (ειρων.): έκφραση που απευθύνεται σε κάποιον που κάνει τον έξυπνο., στριμώχνω κάποιον στη γωνία (μτφ.-προφ.): τον φέρνω σε δύσκολη θέση: Τον στρίμωξε ~ ~ και δεν μπόρεσε να πει κουβέντα., υπό γωνία: από/σε σημείο που να σχηματίζει γωνία: εξέταση/θέαση/λήψη/προβολή ~ ~ (πβ. λοξά). [< αρχ. γωνία, γαλλ.-αγγλ. angle]

δεύτερος

δεύτερος, η, ο δεύ-τε-ρος αριθμητ. τακτ. {κ. (λόγ.) γεν. αρσ./ουδ. δευτ-έρου, (λόγ.) θηλ. δευτέρα} (σύμβ. 2ος, Β' ή β', ΙI) 1. που αντιπροσωπεύει τον αριθμό δύο (2) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: αγώνας/γάμος/γύρος/κύκλος/μήνας/τόμος. ~η: ανάγνωση/βαθμίδα/δοκιμή/δόση/εβδομάδα/έκδοση/ενότητα/κατοικία/σελίδα/τάξη/φάση. ~ο: δεκαπενθήμερο/επεισόδιο/επίπεδο/ερώτημα/έτος/ημίχρονο/θέμα/μέρος/παιδί/παράδειγµα/πτυχίο/σκέλος/τεύχος/τμήμα/φύλλο.|| Φίλιππος ο ~ (B'). Ο ~ (Β’) Παγκόσμιος Πόλεμος. 2. που βρίσκεται αμέσως μετά τον πρώτο σε μια ιεραρχική κλίμακα: ~ος: αντιπρόεδρος/νικητής/ρόλος. ~η: ομάδα/φωνή. ~ο: βραβείο/ρεκόρ. Έμεινε/ήρθε/κατετάγη/τερμάτισε ~. ~ στην κατάταξη. Η ~η θέση της βαθμολογίας/της κατηγορίας/του ομίλου/του πρωταθλήματος.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~η: κλίση. ~ο: πρόσωπο.|| (κατ' επέκτ.) Προϊόντα ~ης ποιότητας (= ευτελή, κατώτερα, φτηνιάρικα). 3. (επι)πρόσθετος, εναλλακτικός, συμπληρωματικός: ~ος: δρόµος/λογαριασμός/τρόπος. ~η: γνώμη/επιλογή/ονομασία/προσπάθεια. ~ο: αντίγραφο/εισόδημα. Πβ. επιπλέον. 4. που συνδέεται με δεύτερο βαθμό συγγένειας: ~ος: θείος. ~η: ξαδέλφη. Συγγενής ~έρου βαθμού. 5. (για κάποιον, κάτι) συγκρίσιμο με κάτι άλλο, παρόμοιο: Έγινε/ήταν (σαν)/στάθηκε ~ πατέρας για μένα. Χώρα που έγινε η ~η πατρίδα του. Πβ. καινούργιος, νέος. Βλ. άλλος. ● Ουσ.: δευτέρα (η) 1. (κ. με κεφαλ. Δ) ενν. τάξη σχολικής βαθμίδας (σύμβ. Β΄). 2. ενν. ταχύτητα οχήματος: Πάτα συμπλέκτη και βάλε ~. 3. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού: 2 στη ~ (22 = 2 Χ 2). Υψώνουμε τον αριθμό εις τη/στη ~. ΣΥΝ. τετράγωνο (2) [< γαλλ. la seconde] , δεύτερος (ο) 1. ενν. όροφος: Ανεβαίνω/μένω στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Φεβρουάριος: στις 3/2 (: τρεις ~έρου). 3. ΝΑΥΤ. ο δεύτερος στην ιεραρχία μηχανικός σε επιβατηγό ή εμπορικό πλοίο. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη θέση: οικονομική θέση, κυρ. σε πλοίο, τρένο: εισιτήριο/επιβάτες ~ης ~ης. Βλ. πρώτη θέση., δεύτερη φύση (μτφ.-εμφατ.): για στοιχείο άμεσα συνδεδεμένο με κάποιον ή πολύ οικείο σε αυτόν: Όταν συνηθίζεις κάτι, σου γίνεται ~ ~. [< γαλλ. seconde nature] , δεύτερο χέρι: για επανάληψη βαψίματος, πλυσίματος, ξεπλύματος· το ίδιο χρώμα του δεύτερου βαψίματος: (Ξε)πλένω τα ρούχα ~ ~.|| Πέρασα και το ~ ~ στον τοίχο., Δευτέρα Παρουσία βλ. παρουσία, δεύτερη Ανάσταση/Εσπερινός της Αγάπης/Αγάπη βλ. ανάσταση, δεύτερη γλώσσα βλ. γλώσσα, δεύτερη νιότη/νεότητα/εφηβεία βλ. νιότη, δεύτερη σκέψη βλ. σκέψη, δεύτερο (λεπτό) βλ. λεπτό, δεύτερο αντάρτικο βλ. αντάρτικο, πρώτης (Α')/δεύτερης (Β')/τρίτης (Γ')/τελευταίας διαλογής βλ. διαλογή, πρώτο/δεύτερο βιολί βλ. βιολί, πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού βλ. βαθμός, σε πρώτο/δεύτερο πλάνο βλ. πλάνο, σχολείο δεύτερης ευκαιρίας βλ. σχολείο, το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: από δεύτερο χέρι 1. για μεταχειρισμένα προϊόντα: βιβλία/ρούχα/συσκευές/υλικά ~ ~. Αγοράζω/ψωνίζω ~ ~. Πβ. χρησιμοποιημένος. 2. με διαμεσολάβηση, έμμεσα, χωρίς άμεση πρόσβαση στις αρχικές πηγές: διηγήσεις ~ ~. Πληροφορίες ~ ~. Βλ. από πρώτο χέρι. [< γαλλ. de seconde main] , για δεύτερη φορά: ξανά: πρωταθλητής ~ ~. ~ ~ μέσα σε έναν μήνα., κάθε δεύτερη μέρα/κάθε δεύτερο χρόνο: μέρα παρά μέρα, χρόνο παρά χρόνο: Τους επισκέπτομαι ~ ~ μέρα., κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον: για να δηλωθεί ότι κάτι κατέχει τη θέση που βρίσκεται αμέσως μετά την πρώτη., κατεβαίνει/παίζει με τα δεύτερα (προφ.): (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) για ομάδα που αγωνίζεται με πολλούς αναπληρωματικούς ή νεαρούς και άπειρους παίκτες., το έν(α) δεύτερο: το ήμισυ ενός συνόλου (σύμβ. 1/2): ~ ~ του πληθυσμού/του συνόλου/της τιμής., χωρίς δεύτερη σκέψη (εμφατ.): αμέσως, χωρίς ενδοιασμό: Ανταποκρίθηκε ~ ~.|| (κατ' επέκτ.) Χωρίς ~η ματιά/προειδοποίηση., δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, έξις, δευτέρα φύσις βλ. φύση, κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, σε δεύτερη μοίρα βλ. μοίρα, τελευταίος (/δεύτερος/τρίτος) και καταϊδρωμένος βλ. καταϊδρωμένος, χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση βλ. κουβέντα [< 1,2,3,4: αρχ. δεύτερος 5: γαλλ. second]

δέων

δέων, ουσα, ον δέ-ων επίθ. {δέ-οντος (θηλ. -ουσας (λογιότ.) -ούσης), -οντα | -οντες (ουδ. -οντα)} (λόγ.): κατάλληλος, αναγκαίος: ~ουσα: αντιμετώπιση/απάντηση/επιμέλεια/σημασία/τιμή. Οι ~ουσες αποφάσεις/εγγυήσεις/ενέργειες/εξηγήσεις/κυρώσεις/οδηγίες. Τα ~οντα μέτρα (: ενδεδειγμένα)/προσόντα (: απαραίτητα). Με τον ~οντα σεβασμό. Με/χωρίς τη ~ουσα προσοχή. Με τη ~ουσα ευαισθησία/σοβαρότητα. ΣΥΝ. αρμόζων, πρέπων, προσήκων ● Ουσ.: δέον (το): το αναγκαίο, πρέπον: Γνωρίζω/κάνω το ~ (= το σωστό). Οφείλουμε να πράξουμε το ~. ● ΦΡ.: δέον γενέσθαι (αρχαιοπρ.): που πρέπει να γίνει: Θα ληφθούν αποφάσεις για το τι ~ ~. Οι γνώμες διίστανται σχετικά με το ~ ~ (= το πρακτέο)., κατά το δέον/τα δέοντα: όπως πρέπει, ταιριάζει, είναι σωστό: Αντιμετωπίζω ~ ~ ένα ζήτημα. ΣΥΝ. κατά το πρέπον, τα δέοντα 1. αυτά που πρέπει να γίνουν: Η ελληνική Δικαιοσύνη ενήργησε/έπραξε ~ ~ (: προέβη στις κατάλληλες ενέργειες). Βλ. καθ' υπέρβαση. 2. ως ένδειξη σεβασμού και εκτίμησης, χαιρετίσματα: (παλαιότ.) ~ ~ στη μαμά σας! Πβ. προσρήσεις., υπέρ το δέον & πέραν του δέοντος & (σπάν.) πλέον του δέοντος (εσφαλμ. υπέρ του δέοντος): περισσότερο από όσο πρέπει: Είναι ~ ~ διαχυτικός/επιφυλακτικός/ευαίσθητος. Ανησυχούν ~ ~. ● βλ. δεόντως [< μτχ. εν. του ρ. δέω ‘έχω ανάγκη, χρειάζομαι’, βλ. δει]

διάβολος

διάβολος διά-βο-λος ουσ. (αρσ.) {διαβόλ-ου} & (λαϊκό) διάολος 1. ΘΕΟΛ. (συχνά με κεφαλ. Δ) προσωποποίηση του πνεύματος του κακού, συνήθ. με κέρατα και ουρά, ο αντίπαλος του Θεού που έχει βασίλειό του την κόλαση, σατανάς: η μάχη με τον ~ο. Όργανο/παγίδες του ~ου. Αποφεύγω/φοβάμαι (κάποιον/κάτι) σαν τον ~ο. ΣΥΝ. Βεελζεβούλ, Εωσφόρος (1), Σατανάς. 2. (μτφ.) άνθρωπος μοχθηρός και σκληρός: αληθινός/σκέτος/σωστός ~.|| (για οδηγό αυτοκινήτου) Έτρεχε σαν ~. Βλ. φτωχο~. 3. (λαϊκό-υβριστ.) σε ερωτήσεις και αναφωνήσεις, ως έκφραση εκνευρισμού, δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης: Τι ~ο θέλεις;|| (ως επιφών.) (Που/φτου) να πάρει ο ~! ● ΣΥΜΠΛ.: δια(β)όλου κάλτσα βλ. κάλτσα, διάβολος της Τασμανίας βλ. Τασμανία, δικηγόρος/συνήγορος του διαβόλου βλ. δικηγόρος ● ΦΡ.: άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! & να πας/πήγαινε στο διά(β)ολο/διάλο! (υβριστ.): ως έκφραση αγανάκτησης, οργής, όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον ή για να δηλωθεί μεγάλη έκπληξη: άι ~ ~ όλοι τους.|| Α ~ ~, δεν το πιστεύω!, βάζει ο διά(β)ολος την ουρά του: για αρνητική εξέλιξη που οφείλεται σε εξωγενή παράγοντα: Έβαλε ~ και τσακωθήκαμε! , βρήκα τον διάολό μου (μτφ.) 1. έμπλεξα, βρήκα τον μπελά μου: Προσπάθησα να τον βοηθήσω και ~ ~. 2. βρήκα τον δάσκαλό μου: Ήθελε να έχει το πάνω χέρι, αλλά μαζί της έχει βρει ~ ~ του., διά(β)ολοι/δια(β)όλοι και τρίβολοι/τριβόλοι: όταν υπάρχουν πολλοί πειρασμοί και ενοχλητικοί άνθρωποι τριγύρω., έσπασε/σπάει ο διά(β)ολος το ποδάρι του (προφ.): για κάτι αναπάντεχο, αρνητικό ή (ειρων.) θετικό: Έσπασε ~ ~ και τρέχαμε στο νοσοκομείο!, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του & έχει τον δαίμονα μέσα του: για πονηρό, δόλιο ή πολύ ευφυή, δαιμόνιο άνθρωπο., μπήκε ο διάολος μέσα του: δαιμονίστηκε ή συμπεριφέρεται σαν δαιμονισμένος, τον κυρίευσε ο σατανάς: Ούρλιαζε και χτυπιόταν σαν να ~ ~., ο διά(β)ολος έχει πολλά ποδάρια (λαϊκό): για να εκφραστεί ότι είναι πιθανόν να συμβεί αναπάντεχα κάτι αρνητικό, παρά τις όποιες προφυλάξεις: Καλό είναι να έχεις ένα δεύτερο κλειδί μαζί σου· ποτέ δεν ξέρεις, ~ ~ ... , όπως ο διά(β)ολος το λιβάνι & σαν τον διάολο το λιβάνι (λαϊκό-εμφατ.): λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αποστρέφεται ή φοβάται κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό: Αποφεύγει, ~ ~, τις κοσμικές συναθροίσεις., όταν γεράσει ο διά(β)ολος, καλογερεύει (παροιμ.): λέγεται για κάποιον που εγκαταλείπει παλιές κακές συνήθειες., πάει κατά δια(β)όλου (προφ.-εμφατ.): για πολύ αρνητική εξέλιξη: Η επιχείρηση/η κοινωνία/ο κόσμος/η ομάδα ~ ~ (: από το κακό στο χειρότερο)., πάει στον διά(β)ολο/διάλο (λαϊκό): για δήλωση συγκατάβασης, ας είναι: Δεν μου αρέσει το φαγητό, αλλά, ~ ~, θα το δοκιμάσω., στέλνω κάποιον στον διά(β)ολο/στον αγύριστο/από εκεί που ήρθε (προφ.-υβριστ.): διαολοστέλνω: Αγανάκτησε και τον έστειλε ~., στου δια(β)όλου τη μάνα/το κέρατο (μτφ.-προφ., για δήλωση δυσαρέσκειας ή αγανάκτησης): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Με έστειλαν ~ ~. Πού να τραβιέμαι τώρα ~ ~; Βλ. στην άκρη/στα πέρατα του κόσμου/της γης., τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου (λαϊκό-εμφατ.): αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία, ταλαιπωρούμαι: Τραβήξαμε ~ μας, για να τον ξεφορτωθούμε. ΣΥΝ. τραβώ τον αδόξαστο, δουλειά δεν είχε ο διά(β)ολος και ... βλ. δουλειά, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ [< αρχ. διάβολος ‘συκοφάντης’, μτγν. ~ ‘σατανάς’, γαλλ. diable]

διάλειμμα

διάλειμμα δι-α (& διά)-λειμ-μα ουσ. (ουδ.) {διαλείμμ-ατος | -ατα, -άτων}: προσωρινή διακοπή εργασίας ή άλλης δραστηριότητας, κυρ. για ξεκούραση: ενδιάμεσο/μεσημεριανό/σύντομο ~. ~ για ύπνο/φαγητό. ~ μισής ώρας/ολίγων λεπτών. ~ ανάπαυσης/χαλάρωσης. Είναι ώρα για ~. Τέρμα το ~. Είκοσι λεπτά ~. Κατά τη διάρκεια/την ώρα του ~ατος. Συχνά/τακτικά ~ατα. Στα ~ατα των μαθημάτων/της (θεατρικής) παράστασης/της συζήτησης/του συνεδρίου. Κάνω ~. Εργασία με/χωρίς ~ατα. Θα συνεχίσουμε μετά το ~. Σχολικό ~ (: μεταξύ δύο διδακτικών ωρών). Χτύπησε το κουδούνι του ~ατος/για ~. Πβ. μπρέικ.|| Ευχάριστο ~ (πβ. ιντερλούδιο, παρένθεση).|| ~ στη σχέση ενός ζευγαριού. Βλ. σε διάσταση/εν διαστάσει, χωρισμός. ΣΥΝ. ανάπαυλα ● ΣΥΜΠΛ.: διαφημιστικό διάλειμμα: μικρή παύση, συνήθ. σε ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πρόγραμμα, για διαφημίσεις: Ακολουθεί σύντομο ~ ~ και σε λίγο θα είμαστε και πάλι μαζί. Πάμε/περνάμε σε ~ ~., μουσικό διάλειμμα: διακοπή συνήθ. της ροής ενός προγράμματος, κατά την οποία ακούγεται μουσική ή παρουσιάζεται μουσικό ή/και χορευτικό θέαμα: ευχάριστο ~ ~. Μεσολαβεί/παρεμβάλλεται ~ ~. Βλ. ιντερ-λούδιο, -μέτζο., φωτεινό διάλειμμα: μικρή περίοδος νηφαλιότητας, διαύγειας πνεύματος: (ΙΑΤΡ.) ~ ~ μεταξύ επιληπτικών κρίσεων. Πβ. έκλαμψη.|| (κυρ. μτφ.) ~ά ~ατα στη ρουτίνα της καθημερινότητας. [< γαλλ. intervalle lucide] ● ΦΡ.: κατά διαλείμματα: κατά διαστήματα, διακεκομμένα: Αισθάνομαι κάποιους πόνους στο γόνατο ~ ~. ΑΝΤ. αδιάλειπτα & αδιαλείπτως, συνέχεια & συνεχώς, διάλειμμα για καφέ βλ. καφές [< μτγν. διάλειμμα]

διάνοια

διάνοια δι-ά-νοι-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -οίας} 1. άνθρωπος με υψηλό βαθμό ευφυΐας, μεγαλοφυΐα: επιστημονική/μαθηματική ~. Είναι ~ στη φυσική. Πβ. ιδιοφυΐα. Βλ. IQ, δείκτης νοημοσύνης. 2. {χωρ. πληθ.} νοητική ικανότητα, νους, πνεύμα: άνθρωπος με φωτισμένη ~. Η λειτουργία της ~ας. Η ~ ως μέσο για την απόκτηση γνώσης. Πβ. μυαλό. Βλ. εξυπνάδα, λογική, λόγος. ● ΣΥΜΠΛ.: προϊόντα/έργα της διάνοιας & (λόγ.) διανοίας: ΝΟΜ. δημιουργήματα του πνεύματος. Βλ. πνευματικά δικαιώματα, πνευματική ιδιοκτησία. ● ΦΡ.: ούτε κατά διάνοια: με τίποτα, σε καμία περίπτωση, επ' ουδενί: Αυτό που λες δεν μπορεί να ισχύσει ~ ~! Πβ. με κανέναν τρόπο., να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης βλ. προτρέχω [< αρχ. διάνοια ΄σκέψη, έννοια, σκοπός’]

διάρκεια

διάρκεια δι-άρ-κει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας} 1. η χρονική έκταση που καταλαμβάνει κυρ. κάποιο γεγονός: ~ διαδρομής/συνομιλίας. (Ελάχιστη) χρονική ~. Στάθμευση μικρής ~ας. Η ~ της θητείας των μελών του διοικητικού συμβουλίου είναι δύο χρόνια. Η μεγαλύτερη/μικρότερη σε ~ μέρα του χρόνου. Το μάθημα έχει ~ (= διαρκεί) 45 λεπτά/λεπτών. Βλ. περίοδος.|| (ΟΙΚΟΝ.) Επιτόκιο πενταετούς, σταθερής ~ας.|| (ΓΡΑΜΜ.) Μέλλοντας ~είας (= εξακολουθητικός). 2. μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το οποίο συμβαίνει, γίνεται κάτι ή αντέχει στον χρόνο, χωρίς να αλλοιωθεί ή φθαρεί: απεργία/διακοπές/κινητοποιήσεις ~είας. Βερνίκι/μελάνι/στιλό ~είας. Γάλα/τρόφιμα μακράς ~είας. Προϊόντα με μεγάλη ~ ζωής. Πβ. ανθεκτικότητα, αντοχή. ● ΣΥΜΠΛ.: εισιτήριο διαρκείας βλ. εισιτήριο, κάρτα διαρκείας βλ. κάρτα ● ΦΡ.: κατά τη διάρκεια & στη διάρκεια: όσο καιρό κρατά κάτι: ~ ~ του αγώνα/της ζωής/της ημέρας/του καλοκαιριού/των σπουδών. ΣΥΝ. διαρκούντος του/διαρκούσης της ... [< γαλλ. durant] [< μτγν. διάρκεια ‘επάρκεια’, γαλλ. durée]

διάστημα

διάστημα δι-ά-στη-μα ουσ. (ουδ.) {διαστήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. η απόσταση ανάμεσα σε δύο χρονικά ή τοπικά σημεία: βραχυπρόθεσμο/ελάχιστο/εύλογο ~. ~ δέκα ετών/ορισμένων λεπτών. ~ατα σιωπής/συννεφιάς. (Κατά) το/στο (αμέσως) προσεχές ~. Το τελευταίο ~ (= τελευταία). Η βιβλιοθήκη θα παραμείνει κλειστή το ~ από ... έως/μέχρι ... Σε αραιά/πυκνά ~ατα. Το μεγαλύτερο ~ της ημέρας η θερμοκρασία ήταν υψηλή. Η φωτιά πήρε σε πολύ σύντομο ~ μεγάλη έκταση. Συννεφιά με ~ατα ηλιοφάνειας. Βλ. μεσο~, περίοδος.|| (ΙΑΤΡ.) Μεσοδόντια/μεσοσπονδύλια ~ατα. 2. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. Δ) ο χώρος που εκτείνεται πέρα από τη Γη και την ατμόσφαιρά της: κοσμικό ~. Αποστολή/ταξίδια στο ~. Εξερεύνηση/έρευνα/κατάκτηση του ~ατος. Ο δορυφόρος βρίσκεται/εκτοξεύτηκε/ταξιδεύει στο ~. Πβ. αερο~. 3. ΜΟΥΣ. απόσταση ανάμεσα σε δύο νότες: αρμονικό ~ (: αν ηχούν ταυτόχρονα). Mελωδικό ~ (: αν οι νότες ηχούν διαδοχικά). Aπλά/σύνθετα ~ατα. Διάφωνο ~ (ή διαφωνία). Σύμφωνο ~ (ή συμφωνία). ~ ενός ημιτονίου/τόνου. ~ατα πέμπτης. Το ~ της ογδόης (= οκτάβα). Βλ. μικρο~. 4. κενός χαρακτήρας ή χώρος ανάμεσα σε γράμματα, λέξεις ή γραμμές στη γραφή ή την εκτύπωση: κανονικό/σταθερό ~. Ρύθμιση ~ατος παραγράφου/χαρακτήρων.|| Κείμενο γραμμένο σε μονό/διπλό ~ (= διάστιχο). 5. ΜΑΘ. το σύνολο από πραγματικούς αριθμούς το οποίο μπορεί να παρασταθεί ως ευθύγραμμο τμήμα: ανοιχτό/κλειστό ~. Γραμμικές εξισώσεις/συναρτήσεις ~άτων.|| (ΦΥΣ., το τμήμα της τροχιάς που διανύει ένα κινητό αντικείμενο σε ορισμένο χρόνο, σύμβ. s) Tο σώμα έχει διανύσει/διατρέξει ~ S = 20m. ● ΣΥΜΠΛ.: διάστημα εμπιστοσύνης: ΣΤΑΤΙΣΤ. σύνολο συνεχόμενων τιμών που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση μιας στατιστικής παραμέτρου. [< αγγλ. confidence interval, 1934] , χρονικό διάστημα: διάρκεια χρόνου: για κάποιο/για περιορισμένο ~ ~. Μέσα σε σύντομο ~ ~. Ύστερα από ένα μικρό ~ ~. Κατά το/στο ~ ~ ..., μεσογονάτια (διαστήματα) βλ. μεσογονάτιος, τουρίστας του Διαστήματος βλ. τουρίστας, τουρίστρια ● ΦΡ.: κατά διαστήματα: κατά περιόδους ή σε διάφορα σημεία: ~ ~ ένιωθε πόνους στη μέση. Ο καιρός θα είναι άστατος, με βροχές και καταιγίδες ~. Πβ. κατά διαλείμματα.|| Τοποθετούνται ~ ~ ... , σε/ανά/κατά τακτά χρονικά διαστήματα: σε καθορισμένο χρόνο, τακτικά, περιοδικά: Οι τιμές προσαρμόζονται ~ ~. Να κάνετε σύντομα διαλείμματα ~ ~. Αλλάζετε τον κωδικό πρόσβασής σας ~ ~. [< 1,3,5: αρχ. διάστημα 2,4: γαλλ. espace]

δοκούν

δοκούν [δοκοῦν] δο-κούν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: μόνο στη ● ΦΡ.: κατά το δοκούν (λόγ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): όπως φαίνεται σωστό ή αρέσει σε κάποιον, συνήθ. με αυθαίρετο τρόπο: επιβολή προστίμων/ερμηνεία των νόμων ~ ~. Πράττει ~ ~. [< αρχ. δοκοῦν, μτχ. ενεστ. του ρ. δοκῶ ‘έχω τη γνώμη, σκέφτομαι, πιστεύω’]

δύναμη

δύναμη δύ-να-μη ουσ. (θηλ.) 1. η ικανότητα -σωματική, ψυχική- που έχει κάποιος ή κάτι να ενεργεί με συγκεκριμένο τρόπο για την επίτευξη ενός σκοπού: ανθρώπινη/μυϊκή (= ρώμη)/φυσική ~. Ακατανίκητη (βλ. παντοδυναμία)/αστείρευτη/δημιουργική/εκφραστική/ερμηνευτική/πνευματική/ψυχολογική ~. ~ χαρακτήρα. Αντλώ δυνάμεις από ... Βρίσκω τη ~ να ... Ζωώδης/κτηνώδης ~. Εντυπωσιακή ~ και αντοχή. Ρίχνω/σπρώχνω/τραβώ/χτυπώ (κάτι) με ~ (= δυνατά). (ως ευχή:) Καλή ~ (σε όλους)! Έχασε τις δυνάμεις του και κινδύνεψε να πνιγεί. Αισθάνθηκε να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Ο ασθενής ανέκτησε τις δυνάμεις του/(λόγ.) ανέλαβε δυνάμεις. Δρομέας που δοκιμάζει τις δυνάμεις (πβ. δυνατότητες) του στον μαραθώνιο/που κράτησε δυνάμεις για τα τελευταία μέτρα.|| (κυριολ. κ. μτφ.) Είναι πάνω/πέρα από τις δυνάμεις μου. Ξεπερνάει/υπερβαίνει τις δυνάμεις μου. Αγωνίζομαι/προσπαθώ όσο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Πβ. ευρωστία, σθεναρ-, στιβαρ-ότητα, σφρίγος. Βλ. ταχυ~. ΑΝΤ. αδυναμία. 2. η ικανότητα που έχει κάτι άψυχο να επιφέρει ορισμένο αποτέλεσμα ή να επιτελεί καθορισμένη λειτουργία: αναγεννητική/αναζωογονητική/βλαπτική/ευεργετική ~. Η ζωοποιός/ζωτική ~ του νερού. Θερμαντική ~ καυσίμου. Η ~ του κινητήρα (= ιππο~). Υγρό με διαβρωτική ~. Κρέμα με αντιγηραντική ~ (= δράση). Η θεραπευτική ~ του φαρμάκου (πβ. αποτελεσματικ-, δραστικ-ότητα). Αποδεικτική ~ των στοιχείων της ταυτότητας.|| (ειδικότ. για φυσικό στοιχείο) Η ~ του ανέμου (πβ. ορμή, σφοδρότητα)/του φωτός (= ένταση). Οι δυνάμεις της φύσης (: τα φυσικά φαινόμενα). 3. δυνατότητα ελέγχου, επιβολής· κατ' επέκτ. σύνολο ανθρώπων ή παραγόντων που ασκεί επίδραση: εμπορική/ναυτική/οικονομική ~. Η ~ των Μέσων Ενημέρωσης/της μόδας. Η ~ του λόγου. Η ~ της αλήθειας/πίστης/συνήθειας. Η ~ του χρήματος. Η γνώση είναι ~.|| (μτφ.) Έχει ~ (= επιρροή, κύρος). Πβ. ισχύς.|| Ανερχόμενη/κυρίαρχη ~ στον χώρο της Πληροφορικής. Παράταξη που αναδείχθηκε πρώτη ~ σε ψήφους. Χώρα που έχει εξελιχθεί σε μεγάλη τεχνολογική ~. Οι δυνάμεις της αλλαγής/ανάπτυξης/ανατροπής/προόδου/ρήξης/συντήρησης. Δημιουργικές/δημοκρατικές/επαναστατικές/πολιτικές/ριζοσπαστικές/φιλελεύθερες δυνάμεις. Βλ. υπερ~. 4. το σύνολο των ανθρώπων ή των τεχνικών μέσων που διατίθενται για την επιτέλεση ενός έργου: εργατική/θαλάσσια/κατοχική/πυροσβεστική/στρατιωτική/χερσαία ~. Δυνάμεις καταστολής/κρούσης. Η οργανική ~ της Αστυνομίας/του νοσοκομείου (: προκαθορισμένος αριθμός εργαζομένων σε υπηρεσία, οργανισμό). Η ειρηνευτική ~ του ΟΗΕ (βλ. αποστολή). Λύκειο με ~ ... μαθητών. Ο λόχος έχει ~ ... άτομα. 5. ΦΥΣ. αίτιο ικανό να προκαλέσει τη μεταβολή της κινητικής κατάστασης ή της μορφής ενός σώματος: απορροφητική/ελκτική/ηλεκτρική/(ηλεκτρο)μαγνητική/ωστική ~. Η διαθλαστική ~ του φακού. Η ~ της βαρύτητας. Ασκούμενη ~ σε επιφάνεια. 6. ΜΑΘ. το γινόμενο που προκύπτει όταν ένας αριθμός πολλαπλασιάζεται με τον εαυτό του μία ή περισσότερες φορές· το αντίστοιχο σύμβολο, ο εκθέτης: τρίτη ~ (= ο κύβος) αριθμού. Yψώνω το δέκα στη δευτέρα ~ (= στο τετράγωνο).|| (κατ' επέκτ.) Τα προβλήματα οξύνονται στη νιοστή ~. 7. υπερφυσική οντότητα που θεωρείται ότι υπάρχει και επηρεάζει τα ανθρώπινα: ανώτερη ~. Θεϊκές/ουράνιες/σκοτεινές δυνάμεις. Οι δυνάμεις του κακού/καλού. Δυνάμεις (οι): ΕΚΚΛΗΣ. αγγελικό τάγμα. Βλ. άγγελος. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική δύναμη: το σύνολο των στρατιωτικών αεροσκαφών και αεροπόρων ενός κράτους. [< αγγλ. air power, 1908] , δημόσια δύναμη: τα Σώματα Ασφαλείας και οι Ένοπλες Δυνάμεις., Ειδικές Δυνάμεις: ΣΤΡΑΤ. ειδικά εκπαιδευμένες στρατιωτικές μονάδες που αναλαμβάνουν επιχειρήσεις υψηλού κινδύνου., ήρεμη δύναμη (μτφ.): για κάποιον του οποίου οι αρετές ή ικανότητες δεν εκδηλώνονται με ηχηρό, επιδεικτικό τρόπο., αγοραστική δύναμη/ικανότητα βλ. αγοραστικός, αντίρροπες δυνάμεις βλ. αντίρροπος, αστυνομικές δυνάμεις βλ. αστυνομικός, διαμοριακές δυνάμεις βλ. διαμοριακός, δυνάμεις Ασφαλείας βλ. ασφάλεια, Δυνάμεις Καταδρομών βλ. καταδρομή, δύναμη αποτροπής βλ. αποτροπή, δύναμη επαναφοράς βλ. επαναφορά, δύναμη πυρός βλ. πυρ, δύναμη της αδράνειας βλ. αδράνεια, εγγυήτρια δύναμη βλ. εγγυητής, εγγυήτρια, Ένοπλες Δυνάμεις βλ. ένοπλος, ζωτική/ζωική ενέργεια/δύναμη βλ. ζωτικός, ηγέτιδα δύναμη βλ. ηγέτης, ηλεκτρεγερτική δύναμη βλ. ηλεκτρεγερτικός, ισορροπία (των) δυνάμεων βλ. ισορροπία, καταβολή δυνάμεων βλ. καταβολή, κεντρομόλος δύναμη βλ. κεντρομόλος, κινητήρια δύναμη βλ. κινητήριος, Μεγάλες Δυνάμεις βλ. μεγάλος, μικροσκόπιο ατομικής δύναμης βλ. μικροσκόπιο, πυρηνική δύναμη βλ. πυρηνικός, φυγόκεντρος δύναμη βλ. φυγόκεντρος ● ΦΡ.: εν δυνάμει (λόγ.): που υπάρχει δυνητικά: Οι ~ ~ δικαιούχοι/πελάτες (= δυνητικοί)/σύμμαχοι/υποψήφιοι. Βλ. εν ενεργεία. ΣΥΝ. δυνάμει (2), Κύριε των δυνάμεων!: για δήλωση κυρ. έκπληξης: ήμαρτον, ~ ~! , με όλες μου/του τις δυνάμεις: με κάθε διαθέσιμο μέσο., πάση δυνάμει (λόγ.): με κάθε δύναμη, με όλες τις δυνάμεις μου: Πρέπει ~ ~ (= οπωσδήποτε) να τα καταφέρουμε. ΣΥΝ. πάση θυσία, το κατά δύναμη (λόγ.) & (λογιότ.) το κατά δύναμιν: ό,τι/όσο είναι δυνατό(ν): Κάνουμε ~ ~ (: ό,τι περνά από το χέρι μας). Προσπαθούμε/συνεισφέρουμε ~ ~., επίδειξη δύναμης βλ. επίδειξη, με κανέναν τρόπο βλ. κανείς & κανένας, καμία & καμιά, κανένα, παίρνω δύναμη/δυνάμεις βλ. παίρνω, στα μέτρα/στο μέτρο των δυνάμεων/των δυνατοτήτων (κάποιου) βλ. μέτρο [< αρχ. δύναμις, γαλλ. force(s), puissance, αγγλ. power]

δυνατός

δυνατός, ή, ό δυ-να-τός επίθ. 1. που έχει δύναμη, αντοχή και κατ' επέκτ. δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, να αντικρουστεί: ~ός: αντίπαλος/όμιλος/παίκτης. ~ή: καρδιά/μνήμη (= γερή). ~ό: σουτ. ~ά: δόντια. Σωματικά ~. Γερός/νέος και ~ (= εύρωστος, ρωμαλέος, στιβαρός. ΑΝΤ. ασθενικός). Νιώθω ~ και σε πολύ καλή φυσική κατάσταση.|| Λακ για ~ό κράτημα (ενν. των μαλλιών, πβ. ανθεκτικός).|| (για μηχανήματα) ~ός: κινητήρας. ~ό: αυτοκίνητο (: με μεγάλη απόδοση)/εργαλείο (= πολύ καλό).|| (μτφ.) ~ός: χαρακτήρας. ~ή: θέληση/πίστη (= ακλόνητη)/προσωπικότητα. ~ό: όπλο/χαρτί (: στην τράπουλα). ~ά: επιχειρήματα (ΑΝΤ. σαθρά). Το ~ό μου σημείο (ΑΝΤ. αχίλλειος πτέρνα).|| (ως ουσ.) Οι ~οί της Γης. ΣΥΝ. ισχυρός (1) ΑΝΤ. αδύναμος (1), αδύνατος (3), ανίσχυρος 2. που έχει πολλές δυνατότητες, ικανότητες ή τις απαιτεί: ~ός: μαθητής/υπολογιστής. ~ό: μυαλό. ~ στα μαθήματα (πβ. ικανός). Σταυρόλεξο για ~ούς λύτες.|| ~ό: τεστ (= απαιτητικό, δύσκολο). 3. που έχει μεγάλη ένταση: ~ός: άνεμος (πβ. σφοδρός)/ήλιος (= καυτός)/ήχος/θόρυβος/κρότος/σεισμός. ~ή: βροχή. ~ό: φως/ψύχος (= δριμύ). ~ά: συνθήματα.|| ~ός: πονοκέφαλος (= οξύς). ~ό: γέλιο.|| (μτφ.) ~ός: έρωτας (= σφοδρός). ~ή: συγκίνηση. ~ό: αίσθημα. Οι ~ές στιγμές (της καριέρας του). ΣΥΝ. έντονος (1), ισχυρός (2) ΑΝΤ. ανεπαίσθητος, ήπιος (2) 4. που προκαλεί έντονη αίσθηση, επίδραση: ~ός: στίχος. ~ό: ξεκίνημα/πρόγραμμα (για κέντρο διασκέδασης). ~ές: εικόνες (της χρονιάς που πέρασε). Δίσκος γεμάτος συνεργασίες με ~ά ονόματα.|| (με συστατικά σε μεγάλη αναλογία) ~ός: καφές (πβ. βαρύς). ~ή: γεύση/μυρωδιά. ~ό: άρωμα/κρασί/ποτό/τσάι/φάρμακο. 5. που μπορεί να γίνει, εφικτός, ενδεχόμενος, πραγματοποιήσιμος: Ο υψηλότερος ~ βαθμός απόδοσης. Ο μεγαλύτερος/μέγιστος/μικρότερος ~ αριθμός αντιτύπων. Ο χώρος βιντεοσκοπείται, προκειμένου να είναι ~ ο έλεγχός του. Δεν καθίσταται ~ή η χορήγηση άδειας. Παροχή κάθε ~ής βοήθειας. Χρόνος ~ής αποχώρησης. Το καλύτερο ~ό αποτέλεσμα. Κάναμε ό,τι ήταν ανθρωπίνως ~ό. Επίλυση του προβλήματος με όλους τους ~ούς τρόπους. Δεν είναι ~ή (= επιτρεπτή) η πρόσβαση. Βλ. πιθανός.|| (ως ουσ.) Όσο το ~ό(ν) γρηγορότερα/καλύτερα. Το αργότερο/συντομότερο/ταχύτερο ~ό.|| (απρόσ.) Πώς είναι ~όν να ...;|| (επιφωνηματικά, για να δηλωθεί απορία, έκπληξη, δυσαρέσκεια) Δεν είναι ~όν! (: είναι αδύνατο, ανέφικτο, απίστευτο). Μα είναι ~όν; Αν είναι ~όν! ● επίρρ.: δυνατά: με δύναμη: Τον έσπρωξαν ~ κι έπεσε κάτω. (προφ.) Πάμε γερά, πάμε ~, παιδιά! ● ΣΥΜΠΛ.: δυνατός/ισχυρός τύπος (προσωπικής αντωνυμίας): ΓΡΑΜΜ. η πλήρης μορφή της, όπου διατηρείται ο τόνος: Ο ~ ~ του "με" είναι "εμένα", του "σε" "εσένα" και του "τον" "αυτόν". ΑΝΤ. αδύνατος τύπος, γερά/ατσάλινα νεύρα βλ. νεύρα ● ΦΡ.: αν είναι δυνατό & (αρχαιοπρ.) ει δυνατόν: αν γίνεται: Τα χρήματα θα πρέπει να καταβληθούν, ~ ~, σήμερα κιόλας., βάζω τα δυνατά μου (προφ.): κάνω κάτι όσο καλύτερα μπορώ, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες: Βάλε ~ ~ σου (= προσπάθησε όσο μπορείς) στα μαθήματα. Έβαλα όλα μου τα δυνατά για να κερδίσω. ~ ~ να πετύχω το στόχο μου., είναι δυνατό(ν) να ...: ενδέχεται, μπορεί, ίσως., κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού: όσο μπορεί κανείς, όσο είναι εφικτό: Ενημερώνομαι/προσπαθώ/συμβάλλω σε κάτι ~ ~. Λαμβάνονται ~ ~ ειδικά μέτρα προστασίας. Αποφεύγω ~ ~ τις αντιπαραθέσεις., κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό βλ. σκοτώνω, πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά βλ. γρήγορα [< αρχ. δυνατός]

εαυτός

εαυτός [ἑαυτός] ε-αυ-τός αυτοπ. αντων. {προηγείται πάντα το οριστικό άρθρο και ακολουθεί κάποιος από τους αδύνατους τ. της προσ. αντων. στη γεν. (μου, σου, του, μας, σας, τους)}: εγώ, εσύ, ... (ο ίδιος): Να είσαι ο ~ σου (πβ. αυθεντικός, γνήσιος)! Δεν είμαι ο ~ μου (= δεν με αναγνωρίζω). Νιώθει σίγουρος/ντρέπεται/φοβάται για τον ~ό του. Παραμελώ/περιποιούμαι/σέβομαι/φροντίζω τον ~ό μου. Την ξέρω καλύτερα κι από τον ίδιο της τον ~ (= πάρα πολύ καλά). Δεν εμπιστεύεται κανέναν, παρά μόνο τον ~ό του (πβ. δύσπιστος). Παιδί που αποκτά την αίσθηση/συνείδηση του ~ού του (= εγώ, πβ. αυτο-αντίληψη, -εικόνα). Είναι ένα κομμάτι/μέρος του ~ού μου. Έδειξε μια άγνωστη πλευρά/πτυχή του ~ού της. Έκανα ένα δώρο στον ~ό μου. Κοιτάζουν μόνο τους ~ούς τους. Πβ. είναι, προσωπικότητα, ταυτότητα, χαρακτήρας. ● ΣΥΜΠΛ.: πράγμα καθ' εαυτό βλ. πράγμα ● ΦΡ.: (αυτός) καθ' (ε)αυτόν/καθ(ε)αυτόν, (αυτοί) καθ' (ε)αυτούς/καθ(ε)αυτούς (λόγ.): (αυτός) ο ίδιος, όχι σε σύγκριση ή σχέση με άλλον: Ο τουρισμός ~ ~ είναι ισχυρός κλάδος ανάπτυξης. Οι γενετικές μελέτες δεν είναι κακές ~ές ~ές. Δεν θα σταθώ στα καθ' εαυτά σχόλια περισσότερο απ' όσο πρέπει. [< αρχ. αὑτοί καθ' αὑτούς] , (ξανα)βρίσκω τον εαυτό μου: συνέρχομαι, ανακάμπτω, ορθοποδώ: Έκανα ένα ταξίδι, ηρέμησα και βρήκα ~. Η ομάδα ξαναβρήκε τον ~ της στο τέλος του πρωταθλήματος. , (ξανα)βρίσκω/θυμάμαι τον (παλιό) καλό εαυτό μου: ανακτώ τη θετική συμπεριφορά ή την καλή επίδοση που είχα κατά το παρελθόν: Με βοήθησε πολύ να βρω ~ ~., αφ' εαυτού/αφεαυτού (μου/του/της) & (θηλ.) αφ' εαυτής/αφεαυτής (επίσ.) 1. από μόνος μου/του/της: Η κατάσταση ~ής δεν είναι άσχημη. 2. με δική μου/σου ... βούληση: ~ού μου και αυτοθέλητα. Ξεστομίζω κάτι ~ού μου. Ενεργεί/αποφασίζει ~ού του. Πβ. αυτόβουλα., δίνω/δείχνω τον καλύτερό μου εαυτό: καταβάλλω τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια, συμπεριφέρομαι όσο καλύτερα γίνεται: Αν και δεν κυνηγώ το μετάλλιο, υπόσχομαι ότι θα δώσω ~ ~. Είναι αποφασισμένοι να δείξουν τον ~ τους ~ στην παράσταση., εαυτούς και αλλήλους (λόγ.): τους εαυτούς μας/σας/τους και τους άλλους: Οικτίρουν/συγχαίρουν ~ ~. Ας είμαστε ειλικρινείς προς ~ ~ (= αναμεταξύ μας). , καθαυτό & καθεαυτό & καθ' αυτό & καθ' εαυτό (λόγ.) : κατ’ εξοχήν, κυρίως, πρώτιστα, προπαντός: Αναπτύσσονται δραστηριότητες ~ (= καθαρά) εμπορικές. Τα έργα καλύπτουν τόσο τον ~ χώρο της ζωγραφικής όσο και του θεάτρου. [< αρχ. καθ΄ αὑτό] , κρατάω για τον εαυτό μου 1. δεν αποκαλύπτω, δεν φανερώνω: Κάποια πράγματα καλό θα ήταν να τα κρατάς ~ ~ σου. ΣΥΝ. κρατάω (κάτι) μέσα μου 2. δεν δίνω σε άλλους: Το αγουρέλαιο οι ελαιοπαραγωγοί το κρατούν συνήθως ~ ~ τους., κρίνω από τον εαυτό μου {συνήθ. στο α' κ. β' πρόσ. εν.}: χρησιμοποιώ ως κριτήριο τα δικά μου βιώματα, τον δικό μου τρόπο σκέψης: Αν ~ ~, ... Μην ~εις ~ σου, εσύ μπορεί να έχεις άλλες ανάγκες. ΣΥΝ. κρίνω εξ ιδίων (τα αλλότρια), ξεπερνώ τον εαυτό μου 1. σημειώνω την καλύτερή μου επίδοση σε έναν τομέα ή αντιμετωπίζω κάτι αρνητικό με επιτυχία: Ο αθλητής ξεπέρασε ~ του και τις προσδοκίες όλων. 2. (ειρων.) δείχνω τη χειρότερη συμπεριφορά μου: Ήξερα ότι λες ψέματα, όμως αυτή τη φορά ξεπέρασες ~ σου. , τα βάζω/τα έχω με τον εαυτό μου: είμαι θυμωμένος μαζί του, τον κατηγορώ: Τα έχω βάλει ~ ~ που δεν μπορώ να κόψω το κάπνισμα. Πβ. έχω κάτι/τα έχω με κάποιον., τα βρίσκω με τον εαυτό μου: συμφιλιώνομαι μαζί του, τον αποδέχομαι: Όταν τα βρεις με τον ~ό σου, θα τα βρεις και με τους άλλους. , (είμαι) σκιά του εαυτού μου βλ. σκιά, αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο βλ. αφήνω, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βέβαιος για τον εαυτό μου βλ. βέβαιος, εκτός εαυτού βλ. εκτός, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του βλ. ιδέα, κλείνομαι στον εαυτό μου βλ. κλείνω, κύριος/κυρία του εαυτού μου βλ. κύριος, λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου βλ. λέω, ο σώζων εαυτόν σωθήτω βλ. σώζω [< αρχ. ἑαυτοῦ, μεσν. ο εαυτός μου]

έγκληση

έγκληση [ἔγκληση] έ-γκλη-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. καταγγελία αξιόποινης πράξης σε δικαστική Αρχή από τον παθόντα και αίτηση για τιμωρία του δράστη: δημόσια/έγγραφη ~. Ανάκληση/άσκηση ~ης. ~ για διατάραξη κοινής ησυχίας/συκοφαντική δυσφήμιση. Υπέβαλε ~ κατ’ αγνώστων/κατά παντός υπευθύνου. ~ με παράσταση πολιτικής αγωγής. Πβ. μήνυση. Βλ. αγωγή, αντεγκλήσεις, κατηγορία. ● ΦΡ.: κατ' έγκληση & (λόγ.) κατ' έγκλησιν: κατόπιν καταγγελίας εκ μέρους του παθόντος: ~ ~ διωκόμενα εγκλήματα. ΑΝΤ. αυτεπάγγελτα [< μτγν. ἔγκλησις ‘κατηγορία, επίπληξη’]

εγώ

εγώ [ἐγώ] ε-γώ προσ. αντων. {εν. γεν. (δυνατός τ.) εμένα/(αδύνατος τ.) μου/(λόγ.) εμού, αιτ. εμένα/μένα/με/(λόγ.) εμέ | πληθ. ονομ. εμείς, αιτ. εμάς/μας· χωρ. κλητ.} & (προφ.) γω: δηλώνει το ίδιο το πρόσωπο που μιλά ή γράφει, για να ξεχωρίσει από το β' και γ' πρόσωπο: -Ποιος είναι; -~. ~ η ίδια σε προειδοποίησα. ~ και οι άλλοι. -Ποιος το έκανε; -Όχι ~.|| (η ονομ. είναι το υποκείμενο για κάθε ρήμα α' πρόσ. και συνήθ. εννοείται) (~) διόρθωσα το κείμενο.|| (εμφατ. ή σε αντιδιαστολή με άλλα πρόσωπα) ~ σε πήρα τηλέφωνο. ~ σου τα 'λεγα, αλλά εσύ δεν με άκουγες! ~ να μείνω μέσα κι εσύ να πας βόλτα; Εμείς σε βοηθήσαμε και όχι αυτός.|| (εμφατ. χρησιμοποιούνται μαζί και οι δύο τύποι της αντων.) Μη μου τα φορτώνεις εμένα όλα!|| (η γεν. χρησιμοποιείται ως κτητ. επίθ. ή ως β' όρος σύγκρισης) Τα παπούτσια μου πάλιωσαν. Είναι μεγαλύτερός μου/από εμένα.|| (η γεν. κ. αιτ. συντάσσονται με ρήμα ή πρόθεση, ή βρίσκονται κοντά σε επίρρημα) Μου έγραψε. Τηλεφώνησέ μου. Άσε με. Φύλαξέ μου το/φύλαξέ το μου. Εκτός/πλην εμού. Για μας. Δίπλα/κοντά/μαζί μου.|| (οικ.) Τι μου γίνεσαι/μου κάνεις; Έλα μου! Βλ. ημείς, ημών. ● ΦΡ.: εγώ είμαι εγώ κι εσύ είσαι εσύ: είμαστε διαφορετικοί μεταξύ μας., εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω (προφ.): κανένας δεν προσέχει αυτά που λέω, ιδ. ο συνομιλητής: Δεν σου είπα να θυμηθείς να πληρώσεις τον λογαριασμό; Μου φαίνεται ~ ~. ΣΥΝ. φωνή βοώντος εν τη ερήμω, εμείς κι εμείς (προφ.): μονάχα εμείς οι γνωστοί και συνήθ. λίγοι, σε στενό κύκλο: Ήμασταν/μείναμε ~ ~., κατ' εμέ (λόγ.): κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου: ~ ~ είναι αριστούργημα., εγώ να δεις! βλ. βλέπω, είπα κι εγώ βλ. λέω, εμένα μου λες βλ. λέω, εμένα που με βλέπεις βλ. βλέπω, μακριά από μας/απ' εδώ βλ. μακριά, να 'μαι κι εγώ βλ. είμαι, ξέρω γω βλ. ξέρω, ξέρω κι εγώ/(που θες να) ξέρω εγώ/'γω;/! βλ. ξέρω, ποιος μου λέει (εμένα) βλ. λέω ● βλ. υμών [< αρχ. ἐγώ]

έθος

έθος [ἔθος] έ-θος ουσ. (ουδ.) {έθ-ους | -η} (λόγ.): πράξη ή συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται συχνά: λατρευτικό/ταφικό ~. Αρχαία/θρησκευτικά ~η. Καθημερινό ~ (πβ. πρακτική). Κατά το ~ της εορτής (: την παράδοση, βλ. ειωθός). Ήθη και ~η. Πβ. έξη, συνήθεια. ● ΦΡ.: κατ' έθος: κατά το έθιμο, όπως συνηθίζεται. [< αρχ. ἔθος]

εικόνα

εικόνα [εἰκόνα] ει-κό-να ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) εικών 1. ζωγραφική αναπαράσταση, φωτογραφία· ό,τι προβάλλεται σε οθόνη ή αντανακλάται σε επιφάνεια: σκίτσα και ~ες. Βιβλίο με ~ες (= εικονογραφημένο). Ιστορία σε ~ες. Πβ. εικονογράφημα, ζωγραφιά.|| Τρισδιάστατη ~ (βλ. ολόγραμμα). Κινηματογραφική/τηλεοπτική ~. Κινούμενες ~ες (βλ. καρτούν). Μετάδοση/λήψη ~ας. ~ες από δορυφόρο. Δεν έχει καθαρή/καλή ~ η τηλεόραση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ψηφιακή ~. Ανάλυση/εισαγωγή/επεξεργασία/σάρωση ~ας. (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του ραντάρ. Βλ. πίξελ.|| Βλέπει την ~ του στον καθρέφτη (= είδωλο). 2. ΕΚΚΛΗΣ. εικόνισμα: βυζαντινή/θαυματουργή ~. Λιτάνευση/περιφορά/προσκύνημα της ~ας του Αγίου .../της Παναγίας. Άγιες/ιερές ~ες. Ασπάζεται/προσκυνά την ~ του Χριστού. Προσεύχεται μπροστά στην ~. Βλ. αγιογραφία. 3. (μτφ.) άποψη, εντύπωση που διαμορφώνεται από ορισμένα στοιχεία, δεδομένα ή προκαλείται από περιγραφή: αντιπροσωπευτική/εφιαλτική/ολοκληρωμένη/συγκεχυμένη ~. Δημόσια ~ (πβ. ίματζ). Η ~ της καθημερινότητας/της οικονομίας. Η ~ της κυβέρνησης (πβ. πορτρέτο, προφίλ, φυσιογνωμία). Αποκτώ/σχηματίζω γενική (βλ. πανόραμα)/ολοκληρωμένη ~ επί του θέματος (πβ. γνώμη). Πήραμε μια πρώτη ~ (= ιδέα). Δεν έχω συνολική ~ της κατάστασης. Δίνει αρνητική ~ προς τα έξω/στους άλλους. (ΙΑΤΡ.) Η κλινική ~ του ασθενή.|| Πιστή ~ της πραγματικότητας. Στο έργο παρουσιάζεται μια σαφής ~ της εποχής. Πβ. όψη. Βλ. αυτο~. 4. (μτφ.) νοητική αναπαράσταση: αμυδρή/ονειρική (βλ. όνειρο, οπτασία, όραμα) ~. Κρατάω ζωηρή/ζωντανή την ~ του μέσα μου. ~ες του παρελθόντος περνούσαν διαδοχικά από το μυαλό του (πβ. αναμνήσεις).|| (ΦΙΛΟΛ.) Μυθιστόρημα πλούσιο σε ~ες. ● Υποκ.: εικονίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική εικόνα 1. ΓΛΩΣΣ. & (σπάν.) ακουστικό ίνδαλμα: η γνώση που έχει ο ομιλητής για την προφορά μιας λέξης. ΣΥΝ. σημαίνον 2. (στη λογοτεχνία) φράση με την οποία επιδιώκεται να δραστηριοποιηθεί η ακοή του αναγνώστη. [< γαλλ. image auditive] , οπτική εικόνα 1. ΓΛΩΣΣ. & (σπάν.) οπτικό ίνδαλμα: η γνώση που έχει κάποιος για τον τρόπο γραφής μιας λέξης. 2. ΛΟΓΟΤ. περιγραφή με την οποία επιζητείται να ενεργοποιηθεί η όραση του αναγνώστη. [< γαλλ. image visuelle] , η αναστήλωση των (ιερών) εικόνων βλ. αναστήλωση, μαγική εικόνα βλ. μαγικός, πάγωμα της εικόνας βλ. πάγωμα ● ΦΡ.: κατ' εικόνα και (καθ') ομοίωσιν (ΠΔ) για να δηλωθεί 1. ΘΕΟΛ. ότι ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό, σύμφωνα με την εικόνα Του, διαθέτοντας νοημοσύνη και ελευθερία βούλησης και με σκοπό να μοιάσει σε Αυτόν, ώστε να φτάσει στη θέωση. 2. (μτφ.-λόγ.) ομοιότητα στα χαρακτηριστικά: σπίτι κατασκευασμένο ~ ~ των παραδοσιακών οικιών., μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις (πιθ. κινέζικη παροιμ.): για να εκφραστεί η παραστατικότητα, η δύναμη της εικόνας., δίνω την εντύπωση/την εικόνα βλ. δίνω [< αρχ. εἰκών, γαλλ.-αγγλ. image, αγγλ. picture 2: μεσν. εικόνα, γαλλ. icône, αγγλ. icon]

εικός

εικός [εἰκός] ει-κός: μόνο στη ● ΦΡ.: κατά το εικός (αρχαιοπρ.) : όπως είναι εύλογο, φυσικό ή αναμενόμενο. [< αρχ. εἰκός, ουσιαστικ. μτχ. του ἔοικα ‘μοιάζω, φαίνομαι όμοιος’]

εισπρακτέος

εισπρακτέος, α, ο [εἰσπρακτέος] ει-σπρα-κτέ-ος επίθ. (επίσ., για χρηματικό ποσό): που πρέπει να εισπραχθεί: ~ος: φόρος. ~ες: επιταγές. ~α: γραμμάτια/δάνεια. Βλ. -τέος. ΑΝΤ. καταβλητέος, πληρωτέος

ειωθός

ειωθός [εἰωθός] ει-ω-θός ουσ. (ουδ.) {ειωθότ-ος | κυρ. στον πληθ.} (αρχαιοπρ.): αυτό που γίνεται σύμφωνα με τα καθιερωμένα: αποκλίσεις/εκτροπή από τα (πολιτικά) ~ότα. Αντίθετα προς/σύμφωνα με τα ~ότα. Συνήθ. στη ● ΦΡ.: κατά το ειωθός/κατά τα ειωθότα: όπως είναι συνηθισμένο. [< μτχ. παρακ. του ρ. ἔθω ‘είμαι συνηθισμένος’]

έκαστος

έκαστος, η, ο [ἕκαστος] έ-κα-στος αντων. {θηλ. (λογιότ.) εκάστη, -ου (λογιότ.) εκάστου} (λόγ.): (εμφανίζεται συνήθ. σε στερεότυπες εκφρ.) καθένας: ~ος: δικαιούχος/υποψήφιος. Μηνιαίο εισόδημα εκάστου συζύγου. Οι προσδοκίες ~ου από εμάς ποικίλλουν. ~ο (= κάθε) μέρος δύναται να ... ● ΦΡ.: εις έκαστος {ενός εκάστου, ένα έκαστον} (αρχαιοπρ.): καθένας ξεχωριστά: τα δικαιώματα ενός εκάστου., καθ' εκάστην (επίσ.): κάθε μέρα: Ο γιατρός/ο δικηγόρος δέχεται επισκέψεις ~ ~ από ... μέχρι ... [< αρχ. καθ’ ἑκάστην (τήν) ἡμέραν] , καθείς/έκαστος εφ' ω ετάχθη [ἕκαστος ἐφ' ᾧ ἐτάχθη] (αρχαιοπρ.): καθένας στον τομέα του: Για την επιτυχία του συνεδρίου μόχθησαν, ~ ~, πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι., έκαστος/καθείς/καθένας στο είδος του βλ. είδος [< αρχ. ἕκαστος]

εκλογή

εκλογή [ἐκλογή] ε-κλο-γή ουσ. (θηλ.) 1. επιλογή υποψηφίου (για αξίωμα ή θέση) με ψηφοφορία: αναπληρωματική/άνετη/βέβαιη/ομόφωνη/παμψηφεί/πανηγυρική ~. ~ γραμματέα/εφορευτικής επιτροπής/μέλους ΔΕΠ/πρύτανη. Δικαίωμα ~ής. Σύστημα ~ής (βλ. αναλογική). Πβ. ανάδειξη. Βλ. επαν~. 2. ΦΙΛΟΛ. (σπάν.) συλλογή αντιπροσωπευτικών ή/και εκλεκτών έργων της λογοτεχνίας. Πβ. ανθολογία, επιτομή. ● ΣΥΜΠΛ.: άμεση εκλογή & ψηφοφορία: διαδικασία κατά την οποία η εκλογή γίνεται απευθείας από τους ψηφοφόρους., έμμεση εκλογή & ψηφοφορία: που γίνεται μέσω εκλεκτόρων (και όχι απευθείας από τους ψηφοφόρους)., σκεύος εκλογής βλ. σκεύος ● ΦΡ.: κατ' εκλογή(ν) (λόγ.): με επιλογή: ~ ~ προαγωγή (ΑΝΤ. κατ' αρχαιότητα). [< αρχ. ἐκλογή ‘διαλογή, επιλογή, συλλογή επιλεγμένων χωρίων’, γαλλ. élection]

εκτίμηση

εκτίμηση [ἐκτίμηση] ε-κτί-μη-ση ουσ. (θηλ.) 1. αξιολόγηση, διατύπωση κρίσης: (λογική) ~ των αναγκών/του αποτελέσματος (= πρόβλεψη)/των προοπτικών. ~ των επιπτώσεων (του έργου) στο περιβάλλον. Αισιόδοξες/αρνητικές/θετικές ~ήσεις για την πορεία της οικονομίας. Έκανε λάθος/σωστή ~ της κατάστασης (= αποτίμηση, στάθμιση). Κατά την ~ή (= άποψή) μου, ... Σύμφωνα με τις αρχικές/πρώτες ~ήσεις, ... Βλ. συν~, υπερ~, υπο~.|| ~ κειμένου/μελέτης.|| ~ της προσωπικότητας/του χαρακτήρα.|| (ΙΑΤΡ.) Διαγνωστική/κλινική/προεγχειρητική ~. 2. υπολογισμός, προσδιορισμός: ακριβής ~. ~ των ζημιών/του κόστους/του χρόνου. ~ και προγραμματισμός έργων. Έκθεση/επιτροπή ~ης. Πβ. κοστολόγηση.|| ~ήσεις (αξίας) ακινήτων. Βλ. εκτιμητής.|| ~ της διάρκειας/ηλικίας του σύμπαντος.|| (ΜΑΘ.) ~ σφάλματος. (ΣΤΑΤΙΣΤ.) ~ μέσης τιμής. ΣΥΝ. αποτίμηση (2). Βλ. επαν~. 3. {χωρ. πληθ.} θετική γνώμη για κάποιον: Η ~ή μου προς το πρόσωπό του είναι απεριόριστη. Δεν τον έχω σε (καμία) ~ (= υπόληψη). Τρέφει βαθιά/μεγάλη ~ γι' αυτόν (= τον εκτιμά, τον σέβεται). Κέρδισε την (υψηλή) ~ του κοινού. Πβ. αναγνώριση, σεβασμός. Βλ. αλληλο~, αυτο~.|| (στο τέλος τυπικής συνήθ. επιστολής:) Με (πολλή) ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αξιολόγηση κινδύνου βλ. κίνδυνος ● ΦΡ.: κατ' εκτίμηση (λόγ.): βάσει υπολογισμού: πραγματικό ή ~ ~ κόστος παραγωγής/ποσό. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων ανέρχεται ~ ~ στους ... Βλ. κατά προσέγγιση., χαίρει (της) εκτίμησης/εκτιμήσεως & απολαμβάνει την εκτίμηση/της εκτίμησης & τυγχάνει (της) εκτίμησης: (απαιτ. λεξιλόγ.) τον εκτιμούν: ~ της ~ των συναδέλφων του. ~ (γενικής) εκτιμήσεως (: είναι ευυπόληπτος). Δεν ~ ιδιαίτερης ~ από τους συνεργάτες του.|| Η τέχνη του ~ ~ στο εξωτερικό., ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω , έχω σε υπόληψη/εκτίμηση βλ. υπόληψη [< μτγν. ἐκτίμησις ‘υψηλή αποτίμηση’, γαλλ.-αγγλ. estimation]

ελάχιστο

ελάχιστο [ἐλάχιστο] ε-λά-χι-στο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίστου}: το κατώτερο δυνατό ποσό, μέγεθος, όριο, τιμή: Οι αυξήσεις/οι ζημιές περιορίστηκαν στο ~. Έχουν το ~ που τους αναλογεί. Μείωσαν στο ~ τον κίνδυνο/τον χρόνο που απαιτείται για ... Το ~ που θα περίμενε κανείς είναι ... (ΜΑΘ.) Το ~ της συνάρτησης.|| (κατ' επέκτ.) Είναι το ~ που θα μπορούσε να γίνει/που μπορώ να κάνω/πω. Πβ. μίνιμουμ. ● ΦΡ.: ούτε στο ελάχιστο/παραμικρό: καθόλου: Δεν συμφωνώ ~ ~ με αυτά που λες. Δεν διαφέρουν ~ ~. Πβ. ούτε (ένα) χιλιοστό, ούτε κατά κεραία., το ελάχιστο(ν) & (λόγ.) κατ' ελάχιστο(ν) (ως επίρρ.): το λιγότερο: Το στρατηγικό σχέδιο θα πρέπει ~ ~ να περιλαμβάνει ... (πβ. τουλάχιστον). Δεν ανταποκρίθηκε ούτε κατ' ~ (= καθόλου) στις απαιτήσεις. ΑΝΤ. το πολύ [< αρχ. ἐλάχιστον, γαλλ. minime]

έναντι

έναντι [ἔναντι] έ-να-ντι επίρρ. (λόγ., + γεν.) 1. σε σχέση με, συγκριτικά, αναφορικά: Ανακάμπτει/υποχώρησε το ευρώ ~ των κυριότερων νομισμάτων. Υπερτερεί ~ των υπολοίπων. Πβ. αναλογικά.|| Θετική η στάση του κοινού ~ (= ως προς, όσον αφορά) των προγραμμάτων ανακύκλωσης. 2. (για χρηματικό αντάλλαγμα) αντί: ~ αποζημίωσης/οφειλής. Πληρωμή ~ λογαριασμού (: που έχει αντίκρισμα). Έργο ασφαλισμένο ~ ... δολαρίων.|| (απόλ.) Έδωσα/έλαβα χίλια ευρώ ~ (= προκαταβολικά). 3. απέναντι: Το κατάστημα βρίσκεται ~ του νοσοκομείου. Πβ. αντίκρυ. ● ΦΡ.: αντί/έναντι πινακίου φακής βλ. πινάκιο, έναντι αμοιβής βλ. αμοιβή, έναντι καταβολής βλ. καταβολή [< μτγν. ἔναντι, γαλλ. contre]

ενοφθαλμισμός

ενοφθαλμισμός [ἐνοφθαλμισμός] ε-νο-φθαλ-μι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΓΕΩΠ. μέθοδος εμβολιασμού (μπολιάσματος) η οποία βασίζεται στην τοποθέτηση οφθαλμού σε σχισμή που διανοίγεται στον φλοιό του φυτού. 2. ΙΑΤΡ. εισαγωγή παθογόνου παράγοντα ή αντιγόνου σε ιστούς ζώντων οργανισμών με σκοπό την ενεργοποίηση της παραγωγής αντισωμάτων: ~ σε πειραματόζωα. Βλ. -ισμός. [< 1: μτγν. ἐνοφθαλμισμός 2: γαλλ. inoculation]

εντολή

εντολή [ἐντολή] ε-ντο-λή ουσ. (θηλ.) 1. διαταγή ή παραγγελία από ανώτερη Αρχή προς υφιστάμενη, η εκτέλεση της οποίας είναι απαραίτητη: αυστηρή/γραπτή/επίσημη/προφορική/υπηρεσιακή ~. ~ ελέγχου/έρευνας. Με εισαγγελική ~. Έλαβε/πήρε ~. Δέχεται/υπακούει σε ~ές. Έχω ~ από τη διοίκηση να μη μιλήσω για το θέμα. Δεν δεσμεύονται από καμία επιτακτική ~. Εκδόθηκε προσωρινή ~ διακοπής των εργασιών. Περιμένω σχετικές ~ές. Δόθηκαν σαφείς ~ές και οδηγίες. Εκτελούσε ~ές ανωτέρων. Πραγματοποιεί την ~ή. Πβ. προσταγή. 2. ΠΛΗΡΟΦ. κωδικοποιημένη οδηγία που δίνεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή γενικότ. συσκευή για την εφαρμογή συγκεκριμένης λειτουργίας και η σχετική ενέργεια: ~ αναζήτησης/αποθήκευσης/διαγραφής/εκτέλεσης (εργασίας)/εκτύπωσης/εξόδου/μορφοποίησης. Διαγραφή/εισαγωγή/πλήκτρο ~ής. Γραμμή ~ών. ~ές σε γλώσσα μηχανής (βλ. μακρο~, μικρο~). Βλ. πρόγραμμα, ψευδο~.|| (ΤΗΛΕΠ.) Διενέργεια κλήσεων με φωνητική ~. 3. ΟΙΚΟΝ. διαδικασία κατά την οποία μεταφέρεται ή καταβάλλεται χρηματικό ποσό μέσω τράπεζας, ύστερα από εξουσιοδότηση· το ίδιο το ποσό: ταχυδρομική (βλ. επιταγή)/τηλεγραφική/τηλεφωνική/τραπεζική ~ (πβ. έμβασμα). ~ αγοράς/πληρωμής (ΦΠΑ)/πώλησης. Ακύρωση/διαβίβαση ~ής. Πάγια ~ εξόφλησης λογαριασμού μέσω πιστωτικής κάρτας. Χρηματιστηριακή ~ (: για εκτέλεση συναλλαγής). 4. ΝΟΜ. σύμβαση κατά την οποία ο ένας συμβαλλόμενος (εντολοδόχος) αναλαμβάνει χωρίς αμοιβή να διεκπεραιώσει υπόθεση που του αναθέτει ο άλλος (εντολοδότης): ανέκκλητη ~. ~ αντιπροσώπευσης/εκπροσώπησης. 5. ΠΟΛΙΤ. ανάθεση της πολιτικής εξουσίας σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή κόμματα, η οποία προκύπτει μέσω εκλογών: ~ σχηματισμού κυβέρνησης (: από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας). Η κυβέρνηση έχει ισχυρή λαϊκή ~. 6. ΙΣΤ. -ΝΟΜ. προσωρινή κηδεμονία, υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών, ορισμένων περιοχών με μεγάλη γεωπολιτική σημασία, που μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο έμειναν χωρίς κεντρική εξουσία: καθεστώς ~ής. Εδάφη υπό διεθνή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: διερευνητική εντολή: ΠΟΛΙΤ. με την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναθέτει (σε περίπτωση που δεν υπάρχει απόλυτη πλειοψηφία εδρών) σε αρχηγό κόμματος να διερευνήσει αν έχει τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση που θα μπορέσει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. [< γαλλ. mandat exploratoire] , εντολή/διαταγή πληρωμής: ΝΟΜ. τίτλος εκτελεστός που εκδίδεται από ειρηνοδίκη ή δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου, με τον οποίο ο οφειλέτης διατάσσεται να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό ή να παράσχει τα οφειλόμενα χρεόγραφα., αρχείο εντολών βλ. αρχείο, κατάθεση (της) εντολής βλ. κατάθεση ● ΦΡ.: δέκα εντολές 1. ΘΕΟΛ. κατάλογος δέκα ηθικών κανόνων που δόθηκαν από τον Θεό στον Μωυσή στο όρος Σινά, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη. Πβ. δεκάλογος. 2. (μτφ.) απαράβατες αρχές: οι ~ ~ των αγωνιστικών κανονισμών., κατ' εντολή(ν)/βάσει εντολής/εντολών (λόγ.): σύμφωνα με τη διαταγή: Δρουν/ενεργούν/λειτουργούν ~ ~ του διευθυντή/της πολιτικής ηγεσίας/της υπηρεσίας., κατόπιν εντολής (λόγ.): ύστερα από προσταγή: Ο φάκελος της υπόθεσης άνοιξε ~ ~ του εισαγγελέα., καταθέτω την εντολή βλ. καταθέτω [< 1: αρχ. ἐντολή]

εξαίρεση

εξαίρεση [ἐξαίρεση] ε-ξαί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) 1. διαφοροποίηση, απόκλιση από το συνηθισμένο, τον γενικό κανόνα, το σύνολο και συνεκδ. όποιος ή ό,τι αποκλίνει: αρνητική/θετική/πολιτιστική (πβ. διαφορετικότητα, ιδιαιτερότητα) ~. Με μία μόνο ~. Με την ~ ότι ... (: διαφορά). Αποτελούν/είναι/συνιστούν ~ (: είναι σπάνιοι). Το αυτονόητο έγινε ~. Εκτός ελαχίστων/μερικών/σπανίων ~έσεων. Κάθε κανόνας έχει και τις ~έσεις του (: δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας). Πβ. εκτροπή, παρέκκλιση.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~έσεις στην κλίση των ουσιαστικών. 2. ΝΟΜ. αποκλεισμός από νόμιμο δικαίωμα ή απαλλαγή από νόμιμη υποχρέωση για ειδικούς λόγους ή εξαιτίας ιδιαίτερων συνθηκών: ατομική/γενική/μερική/ομαδική/πλήρης/προσωρινή ~. ~ ανακριτή/διαιτητή/δικαστή/μάρτυρα. ~ από δικαστήριο/κλήρωση/συμμετοχή (σε διαγωνισμό). Ζητείται/χορηγείται ~ από την απαγόρευση/την εφαρμογή (των διατάξεων)/τον κανονισμό/τη φορολογία. Αίτηση/λόγος/πιστοποιητικό ~ης. Βλ. αυτο~, υπ~. 3. ΙΑΤΡ. αφαίρεση με χειρουργική επέμβαση: ολική/ριζική ~. Πβ. εκτομή. ● ΣΥΜΠΛ.: ρήτρα εξαίρεσης: ΝΟΜ. δικαίωμα κράτους-μέλους διεθνούς κοινότητας ή οργανισμού να μην συμπράξει με τα υπόλοιπα σε συγκεκριμένο τομέα της συνεργασίας τους., φωτεινή εξαίρεση: για κάποιον ή κάτι που ξεχωρίζει για τις θετικές του ιδιότητες: Εσύ είσαι/παραμένεις η μόνη ~ ~. Με (ελάχιστες) ~ές ~έσεις. ● ΦΡ.: η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα: δεν ακυρώνει τη γενική του ισχύ. [< γαλλ. l' exception confirme la règle] , κάνω εξαίρεση/εξαιρέσεις: δεν φέρομαι με τον ίδιο τρόπο απέναντι σε όλους, μεροληπτώ: Δεν κάνει ~έσεις στην τήρηση των νόμων. Πβ. διακρίσεις., κατ' εξαίρεση (λόγ.) & (λογιότ.) κατ' εξαίρεσιν: αντίθετα με τη συνήθη ή κοινή πρακτική, τον γενικό κανόνα: ~ ~ αποζημίωση/έκδοση άδειας. ~ ~ επιτρέπεται να ... Δέχτηκε ~ ~ να ..., με εξαίρεση (+ αιτ./γεν.) & (λόγ.) εξαιρέσει (+ γεν.): εκτός από, εξαιρώντας: Τα προβλήματα έχουν αποκατασταθεί ~ ~ μεμονωμένες περιπτώσεις. Εξαιρέσει των διατάξεων ..., χωρίς (καμία/καμιά) εξαίρεση: για να δηλωθεί απόλυτη και καθολική συμμετοχή, εφαρμογή: όλοι ~ ~ (: ανεξαιρέτως). Επιβάλλεται ~ ~ η ... [< 1: αρχ. ἐξαίρεσις, γαλλ. exception 2: γαλλ. exemption]

εξακολούθηση

εξακολούθηση [ἐξακολούθηση] ε-ξα-κο-λού-θη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): συνέχιση: ~ των διαπραγματεύσεων/της λειτουργίας (επιχείρησης)/των σπουδών/της χρήσης (ιστοσελίδας). (ΝΟΜ.) Περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν ~ του ίδιου εγκλήματος. ΣΥΝ. συνέχεια (2) ● ΦΡ.: κατ' εξακολούθηση (λόγ.) & (λογιότ.) κατ' εξακολούθησιν: συνεχώς, επανειλημμένως: (συχνά ΝΟΜ.) Απάτη/παράβαση που γίνεται ~ ~. Εκβίαση κατ' επάγγελμα και ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ δολοφόνοι (πβ. κατά συρροή). [< μτγν. ἐξακολούθησις ‘παρακολούθηση, συνοδεία’]

έξη

έξη [ἕξη] έ-ξη ουσ. (θηλ.) (επίσ.) : ισχυρή συνήθεια που έχει αποκτηθεί με τη διαρκή επανάληψη: η ~ του αλκοόλ/του καπνίσματος/της χρήσης ναρκωτικών. Πάθη που γίνονται έξεις. Πβ. εθισμός, εξάρτηση. Βλ. μέθεξη. ● ΦΡ.: καθ' έξιν 1. (λόγ.) που γίνεται από συνήθεια: ~ ~ κατανάλωση καφεΐνης.|| (καταχρ.) ~ ~ δολοφόνος (= κατά συρροή). 2. ΙΑΤΡ. για επαναλαμβανόμενη παθολογική κατάσταση: ~ ~ αποβολές., έξις, δευτέρα φύσις βλ. φύση [< αρχ. ἕξις]

επάγγελμα

επάγγελμα [ἐπάγγελμα] ε-πάγ-γελ-μα ουσ. (ουδ.): βιοποριστική απασχόληση, δραστηριότητα: ανθυγιεινό/ατομικό/δημιουργικό/επικίνδυνο/επιτυχημένο/οικογενειακό/προσοδοφόρο/σταθερό/χειρωνακτικό ~. Κύριο/δευτερεύον ~. Αγροτικά (: γεωργός, κτηνοτρόφος)/ιατρικά (: ιατρός)/νομικά (: δικηγόρος, συμβολαιογράφος)/παιδαγωγικά (: νηπιαγωγός, δάσκαλος, καθηγητής)/παραδοσιακά/παραϊατρικά (: μαία, νοσηλευτής)/πράσινα (= οικολογικά)/τεχνικά/τουριστικά (: ξεναγός, ιδιοκτήτης γραφείου ταξιδίων) ~ατα. ~ατα οικονομίας και διοίκησης/περιβάλλοντος/πολιτισμού. Το ~ του μέλλοντος. Το αρχαιότερο ~ (βλ. αγοραίος έρωτας, πορνεία). Αλλαγή/επιλογή ~ατος. Τα καλά/μυστικά/τυχερά του ~ατος. Είσοδος/πρόσβαση στο ~ του μηχανικού. Μπήκα στο ~. Ακολούθησε το ~ του δημοσιογράφου. Διάλεξε το σωστό ~. Είναι του ~ατος (: ασκεί το ίδιο ~). -Ποιο είναι το ~ά σου (= τι επαγγέλλεσαι); Πβ. δουλειά, επιτήδευμα, εργασία. Βλ. λειτούργημα, τέχνη. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερο επάγγελμα & (επίσ.) ελευθέριο επάγγελμα: που ασκείται από ελεύθερο επαγγελματία., κλειστά επαγγέλματα: που η άσκησή τους απαιτεί εγγραφή σε σχετικό σύλλογο ή σωματείο και περιορίζεται από ορισμένους νόμους: άνοιγμα/απελευθέρωση/κατάργηση (των) ~ών ~ων. Βλ. συντεχνία., νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. αυτό για το οποίο καθορίζονται με ακρίβεια τα επαγγελματικά δικαιώματα του πτυχιούχου, οι σχολές που οδηγούν σε αυτό και οι προϋποθέσεις για την απόκτηση άδειας άσκησής του., άσκηση επαγγέλματος βλ. άσκηση, βαρέα και ανθυγιεινά (επαγγέλματα) βλ. ανθυγιεινός ● ΦΡ.: εξ επαγγέλματος (λόγ.) 1. κατ' επάγγελμα: γιατρός ~ ~. Υποχρεούνται ~ ~ να ... (: για επαγγελματικούς λόγους).|| (ειρων.) ~ ~ επαναστάτες. 2. ΝΟΜ. (σπάν.) αυτεπάγγελτα: ~ ~ διορισμός συνηγόρου. [< 2: λατ. ex officio] , έχει κάνει επάγγελμα ... (προφ.-ειρων.): κάνει κάτι αρνητικό συνεχώς, επανειλημμένα: ~ ~ τις μηνύσεις., κατ' επάγγελμα (λόγ.) 1. για δραστηριότητα που γίνεται επαγγελματικά: ~ ~ παροχή υπηρεσιών. Είναι ~ ~ φυσικοθεραπευτής. Ασκούν ~ ~ τη γεωργία. 2. (μτφ.) συστηματικά: (ειρων.) ~ ~ απατεώνας/ψεύτης (: επαγγελματίας).|| (ΝΟΜ.) ~ ~ και κατά συνήθεια έγκλημα. Εκβίαση ~ ~ και κατ' εξακολούθηση. Πβ. κατά συρροή. [< μτγν. ἐπάγγελμα, γαλλ. profession]

επανάληψη

επανάληψη [ἐπανάληψη] ε-πα-νά-λη-ψη ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επαναλαμβάνω: αέναη/κουραστική/μονότονη/περιοδική (βλ. κυκλικότητα, περιοδικότητα)/συνεχής/συχνή ~. ~ του αγώνα/της διαδικασίας (εκλογής)/των διαπραγματεύσεων/(ΝΟΜ.) της δίκης/των εργασιών (της Συνόδου)/(ΜΟΥΣ.) του θέματος (βλ. ρεφρέν)/της θεραπείας/του λάθους/του πειράματος (για επαλήθευση)/της τάξης (: από μαθητή· βλ. στάσιμος)/του φαινομένου (= επανεμφάνιση)/της φάσης (= ριπλέι). ~ των ίδιων επιχειρημάτων (πβ. αναμάσημα). Δεν αντέχει την ~ (= τη ρουτίνα, τα ίδια και τα ίδια).|| (στην τηλεόραση:) ~ εκπομπής/επεισοδίου. Η σειρά μεταδίδεται/παίζεται/προβάλλεται σε ~. 2. διδασκαλία ή μελέτη που γίνεται ξανά, με σκοπό την εμπέδωση της μάθησης: γενική/μεθοδική/σύντομη/συστηματική/τελευταία ~. ~ της ενότητας/της θεωρίας/του κεφαλαίου. Ασκήσεις/ερωτήσεις για ~. 3. ΑΘΛ. το δεύτερο ημίχρονο ποδοσφαιρικού αγώνα: Η ομάδα ισοφάρισε στην ~. 4. ΓΛΩΣΣ. επανεμφάνιση στοιχείων στον λόγο για έμφαση, συνοχή: ~ λέξεων/νοημάτων/συντακτικών δομών/φράσεων. Βλ. παρήχηση.επαναλήψεις (οι): οτιδήποτε επαναλαμβάνεται: κείμενο γεμάτο (με) (περιττές) ~. Να αποφεύγετε τις ~ (στην έκθεση).|| Το καλοκαίρι τα κανάλια προβάλλουν μόνο/όλο ~.|| (ΓΥΜΝ.) Οκτώ με δέκα ~ της άσκησης. Εκτελείτε τρία σετ των δέκα ~ήψεων.|| Ολοκλήρωσαν την ύλη και κάνουν ~ (: επαναληπτικά μαθήματα). ● ΣΥΜΠΛ.: ορθή επανάληψη & επανάληψη στο ορθό: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. επαναδιατύπωση επίσημου κειμένου για τη διόρθωση λαθών που έγιναν στην προηγούμενη μορφή του: ~ ~ ανακοίνωσης/δελτίου τύπου/προκήρυξης/πρόσκλησης (εκδήλωσης ενδιαφέροντος). Ορθή ~ ως προς την ημερομηνία (του εγγράφου). Βλ. ανακοινοποίηση. ● ΦΡ.: κατ' επανάληψη (απαιτ. λεξιλόγ.) & (λόγ.) κατ' επανάληψιν: πολλές φορές, επανειλημμένα: (Κάτι) ακούστηκε/δημοσιεύτηκε/συνέβη ~ ~. Το θέμα έχει τεθεί ~ ~. Βλ. κατά συρροή., η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης/μαθήσεως βλ. μάθηση [< 1: μτγν. ἐπανάληψις, γαλλ. répétition, reprise 2: γαλλ. révision]

επέκταση

επέκταση [ἐπέκταση] ε-πέ-κτα-ση ουσ. (θηλ.) 1. αύξηση της έκτασης: εδαφική ~ (κράτους). ~ του δικτύου ύδρευσης/των ορίων του οικισμού. ~ γραμμής λεωφορείου/σχεδίου πόλεως.|| (συνεκδ.) ~ (: επιπλέον κομμάτι) καλωδίου για συσκευές. Πβ. προέκταση. 2. εξάπλωση, διεύρυνση: ~ της επιδημίας/πυρκαγιάς. ~ του ομίλου στο εξωτερικό.|| (μτφ.) Επενδυτική/επιχειρηματική/οικονομική ~. ~ δραστηριοτήτων/εργασιών. ~ της εμβέλειας (μετάδοσης)/της επιρροής (ενός κινήματος)/της ισχύος (ενός νόμου). ~άσεις εγγυήσεων. Χρονική ~ της συνεργασίας (για δύο επιπλέον έτη). ~ του ορίου (αφυπηρέτησης)/του ωραρίου του μετρό. Πβ. γενίκευση, παρέκταση. 3. ΠΛΗΡΟΦ. {συνηθέστ. στον πληθ.} τελικό τμήμα ονόματος αρχείου, συνήθ. με τρεις λατινικούς χαρακτήρες, που δηλώνει τον τύπο του. ΣΥΝ. κατάληξη (4), προέκταση (3) ● ΣΥΜΠΛ.: κάρτα επέκτασης βλ. κάρτα ● ΦΡ.: κατ' επέκταση (συνήθ. προηγείται το και) 1. περαιτέρω: το υπουργείο και ~ ~ η κυβέρνηση ... Η γραφή και ~ ~ η γλώσσα ... Eίναι, ~ ~, απορίας άξιο πώς ... ΣΥΝ. κατά προέκταση 2. με διεύρυνση της σημασίας μιας λέξης: "Καρποφόρος" σημαίνει "που φέρει καρπούς" και ~ ~ "εύφορος". [< 1,2: αρχ. ἐπέκτασις, γαλλ. extension, expansion 3: αγγλ. extension]

επιλογή

επιλογή [ἐπιλογή] ε-πι-λο-γή ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιλέγω: αποτυχημένη/ασυνήθιστη/ασφαλής/δύσκολη/ελεύθερη/ενδεικτική/εξαιρετική/κορυφαία/κρίσιμη/τελική/τολμηρή ~. ~ επαγγέλματος/προϊόντος/προορισμού (για διακοπές)/στελεχών/συντρόφου. Αποτελέσματα/διαγωνισμός/διαδικασία/επιτροπή/κριτήρια/οδηγός/προϋποθέσεις/τρόπος ~ής (υποψηφίων). Συνέντευξη ~ής προσωπικού. ~ μεταξύ δύο εναλλακτικών (λύσεων). Κωδικός πρόσβασης δικής σας ~ής. Μαθήματα ~ής (= επιλεγόμενα, ΑΝΤ. υποχρεωτικά). Σχολές πρώτης/δεύτερης ~ής. Υποτροφίες κατόπιν ~ής (: χωρίς διαγωνισμό). Θέλω να έχω το δικαίωμα στην ~. Έκανες τη σωστή ~ (= διάλεξες σωστά, πβ. απόφαση). Πβ. εκλογή, διάλεγμα, προτίμηση. Βλ. προ~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μοχλός ~ής. 2. (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) το αντικείμενο ή η δυνατότητα επιλογής: άπειρες/απεριόριστες/διαθέσιμες/διατροφικές/εκπαιδευτικές/επαγγελματικές/ιδεολογικές/μουσικές/πολιτικές/προσωπικές ~ές. ~ές για διασκέδαση. Μεγάλη γκάμα/πληθώρα/ποικιλία ~ών.|| Δίχως/χωρίς ~. Είναι ~ μου να ... Έχεις δύο ~ές, ή ... ή ... (πβ. δίλημμα). Δεν έχετε/δεν σας μένει άλλη ~ από το να ... Δεν μου άφησε πολλές ~ές.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ές και αποκλίσεις από τη νόρμα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ενεργή ~. (Απ)ενεργοποιώ/ρυθμίζω μια ~. Εκτέλεση/κατάργηση μιας ~ής. ● ΣΥΜΠΛ.: πολλαπλών επιλογών/πολλαπλής επιλογής & (σπάν.) πολλαπλών απαντήσεων/πολλαπλής απάντησης: για θέματα, συνήθ. εξετάσεων, που αποτελούνται από την κύρια ερώτηση και διαφορετικές απαντήσεις-επιλογές, από τις οποίες μία συνήθ. είναι η σωστή: ασκήσεις/ερωτηματολόγιο/ερωτήσεις/κουίζ/σύστημα/τεστ ~ ~.|| (κατ' επέκτ.) Λίστα/μενού ~ επιλογών. [< αγγλ. multiple-choice, 1926] , φυσική επιλογή: ΒΙΟΛ. διαδικασία εξέλιξης των ειδών κατά την οποία επιβιώνουν οι οργανισμοί που έχουν προσαρμοστεί καλύτερα στο περιβάλλον, σε βάρος των λιγότερο προσαρμοσμένων: μεταλλάξεις και ~ ~. Φυσική και τεχνητή (: που γίνεται από τον άνθρωπο) ~. Βλ. δαρβινισμός. [< αγγλ. natural selection] , Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού βλ. συμβούλιο, μενού (επιλογών) βλ. μενού ● ΦΡ.: κατ' επιλογή(ν) (λόγ.): με επιλογή: ~ ~ μαθήματα (= επιλεγόμενα). Εφαρμογή των οδηγιών ~ ~ των κρατών-μελών. Προαγωγή ~ ~ (ΑΝΤ. κατ' αρχαιότητα). [< μτγν. ἐπιλογή, γαλλ. sélection, choix, αγγλ. selection, choice]

επιρροή

επιρροή [ἐπιρροή] ε-πιρ-ρο-ή ουσ. (θηλ.) 1. άσκηση επίδρασης σε κάποιον ή κάτι· κατ' επέκτ. η ίδια η επίδραση: αρνητική/έντονη/θετική/ισχυρή/καλή/καταστροφική/κοινωνική/κυρίαρχη/οικονομική/ολέθρια/παγκόσμια/πολιτική ~. Bαθμός/πεδίο ~ής. Ιδεολογικές/πνευματικές/πολιτιστικές ~ές. Ασκώ/δέχομαι ~. Η ~ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης/της τεχνολογίας/της τηλεόρασης στους νέους. Πρότυπα που αποτελούν κακή ~ για τα παιδιά. Πβ. επενέργεια, επηρεασμός.|| Κτίρια με αναγεννησιακές ~ές (βλ. καταβολές). Η μουσική τους είναι ένα μείγμα ~ών από ροκ, τζαζ και φανκ. 2. ισχύς, κύρος: Ως πολιτικός απέκτησε λαϊκή ~. Έχει μεγάλη/σημαντική/τεράστια ~ στους κυβερνητικούς κύκλους. Η ~ του μεγάλωσε/μειώθηκε. Δεν έχει καμία ~ πάνω μου. Πβ. δύναμη, εξουσία, επιβολή, κυριαρχία. ● ΣΥΜΠΛ.: σφαίρα/ζώνη επιρροής & ακτίνα επιρροής: περιοχή όπου ένα κράτος ή ένας θεσμός έχει κυρ. πολιτική ή οικονομική ισχύ: Επεκτείνουν τη ~ ~ τους. Μια χώρα βρίσκεται/εντάσσεται/τίθεται στη ~ ~ κάποιας άλλης. Στη ~ ~ του οργανωμένου εγκλήματος. [< γαλλ. sphère/zone d’ influence] ● ΦΡ.: υπό την επιρροή/επίδραση (+ γεν.) (λόγ.): σε κατάσταση κατά την οποία ασκείται επίδραση σε κάποιον ή κάτι: Η χώρα βρισκόταν/τέθηκε/τελούσε υπό την επιρροή ξένων παραγόντων. (ΦΥΣ.) Σωματίδιο υπό την επιρροή/επίδραση κεντρικής δύναμης. Ο οδηγός ήταν υπό την επίδραση αλκοόλ (= υπό την επήρεια). [< γαλλ. sous l'influence (de)] [< αρχ. ἐπιρροή, γαλλ. influence]

επίφαση

επίφαση [ἐπίφαση] ε-πί-φα-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): επιφανειακή εικόνα μιας κατάστασης: ~ αντικειμενικότητας/ελευθερίας/ηρεμίας/ισότητας. Βλ. βιτρίνα, ψευδαίσθηση. Κυρ. στη ● ΦΡ.: κατ' επίφαση & (λόγ.) κατ' επίφασιν: (αρνητ. συνυποδ.) με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα· δήθεν: κείμενο ~ ~ λογοτεχνικό. Ενδιαφέρεσαι για τους άλλους μόνο ~ ~ και όχι ουσιαστικά.|| ~ ~ διανοούμενος/καλλιτέχνης. ~ ~ δημοκρατική διαδικασία. ΣΥΝ. φαινομενικά [< μτγν. ἐπίφασις ‘δείξιμο, (εξωτερική) εμφάνιση’]

έρευνα

έρευνα [ἔρευνα] έ-ρευ-να ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -εύνης | -ών}: σύνολο οργανωμένων ενεργειών που γίνονται με σκοπό την εύρεση, τη συλλογή ή την ερμηνεία στοιχείων: ανακριτική/δημόσια/(ιατρο)δικαστική/διοικητική/εντατική/μυστική/πανελλαδική/πολύπλευρη ~. Αντικείμενο/πεδίο ~ας. Γραφείο ιδιωτικών ~ών (βλ. ντετέκτιβ). Μετά από εξονυχιστική ~ στο σπίτι του δράστη ... Εντείνεται/ολοκληρώθηκε/συνεχίζεται η εισαγγελική ~ για επικίνδυνα τρόφιμα. Κάνω/ξεκινώ ~. Το θέμα είναι/παραμένει υπό ~ (= ερευνάται). Διατάχθηκε διεξοδική ~ της υπόθεσης. Στο σκοτάδι οι ~ες για τη ληστεία. Η προκαταρκτική ~ (= προ~) ανατέθηκε στον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.|| Ανασκαφική/αρχαιολογική/γενετική/δημογραφική/διαστημική/επιδημιολογική/ιστορική/κλινική/κοινωνική/περιβαλλοντική/τεχνολογική/φιλολογική ~. Ακαδημαϊκή/εκπαιδευτική/εμπειρική/πειραματική/πιλοτική/ποιοτική/ποσοτική/πρωτογενής/πρωτότυπη/στατιστική/στοχευμένη ~. ~ αιχμής. ~ κοινής γνώμης (πβ. γκάλοπ, δημοσκόπηση, σφυγμομέτρηση). ~ ικανοποίησης πελατών/χρηστών. Σύμφωνα με επίσημη ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης ... Το συμπέρασμα προκύπτει από ~ που πραγματοποίησε ... Συμμετοχή ασθενών σε επιστημονική ~. Πρόσφατες ~ες για λογαριασμό του Υπουργείου. Ελεύθερη ~ και διακίνηση ιδεών. Πβ. μελέτη, σπουδή. ● ΣΥΜΠΛ.: βασική έρευνα: που αποσκοπεί στην απόκτηση και διεύρυνση των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων σε συγκεκριμένο αντικείμενο, χωρίς να δίνεται έμφαση στην πρακτική τους εφαρμογή., επιχειρησιακή έρευνα: εφαρμογή μαθηματικών κυρ. μεθόδων, προκειμένου να μελετηθούν προβλήματα που σχετίζονται με πολύπλοκα συστήματα, με σκοπό τη βελτιστοποίησή τους: πιθανότητες/προσομοίωση/στατιστική και ~ ~. (ως γνωστικό αντικείμενο, με κεφαλ. τα αρχικά Ε) Θεωρητική και Εφαρμοσμένη ~ ~. [< αγγλ. operations/operational research, 1943, γαλλ. recherche opénationelle, 1956] , έρευνα αξιολόγησης: που αποσκοπεί στην αξιολόγηση αγαθών, προγραμμάτων, υπηρεσιών: ~ ~ των διδακτικών βιβλίων. [< αγγλ. evaluative research, 1966] , έρευνα δράσης: ΠΑΙΔΑΓ. συμμετοχικός τύπος έρευνας που αποσκοπεί στην εύρεση λύσεων σε πραγματικά προβλήματα. [< αγγλ. action-research, 1945] , έρευνα και ανάπτυξη: ΟΙΚΟΝ. σύνολο ενεργειών που αποσκοπούν στη βελτίωση προϊόντων και υπηρεσιών και στον σχεδιασμό και προώθηση πρότυπων εφαρμογών, καινοτόμων λύσεων· το αντίστοιχο τμήμα εταιρειών: ~ ~ πληροφοριακών συστημάτων/τεχνολογιών αιχμής. [< αγγλ. research and development, 1923] , εφαρμοσμένη έρευνα: που επεξεργάζεται θεωρητικές επιστημονικές γνώσεις για την αντιμετώπιση πρακτικών προβλημάτων ή τον σχεδιασμό πρακτικών μέσων για την εξυπηρέτηση ενός συγκεκριμένου τομέα., σωματική έρευνα & σωματικός έλεγχος: που γίνεται συνήθ. από αστυνομικό όργανο με σκοπό την ανακάλυψη κυρ. όπλων, εκρηκτικών ή ναρκωτικών που μπορεί να κρύβει κάποιος στο σώμα του: ~ ~ στο αεροδρόμιο/γήπεδο. Βλ. ανιχνευτής. [< αγγλ. body search] , βαλλιστική εξέταση βλ. βαλλιστικός, δειγματοληπτικός έλεγχος/δειγματοληπτική έρευνα βλ. δειγματοληπτικός, Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας βλ. ειδικός, έρευνα αγοράς βλ. αγορά, έρευνα/μελέτη πεδίου βλ. πεδίο, τυφλή μελέτη βλ. τυφλός ● ΦΡ.: κατ' οίκον έρευνα: που διενεργείται νόμιμα στο σπίτι κάποιου: ένταλμα ~ ~ας (πβ. αναζήτηση, ψάξιμο). Σε νομότυπη ~ ~ που ακολούθησε/έγινε από άνδρες του Τμήματος Ασφαλείας βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών. Βλ. οικογενειακό άσυλο/άσυλο κατοικίας. [< αρχ. ἔρευνα ‘αναζήτηση, διερεύνηση’, γαλλ.-αγγλ. investigation, γαλλ. recherche, αγγλ. research]

έτος

έτος [ἔτος] έ-τος ουσ. (ουδ.) {έτ-ους | -η, -ών} 1. χρονικό διάστημα τριακοσίων εξήντα πέντε ημερών (ή τριακοσίων εξήντα έξι για δίσεκτο έτος), που συνήθ. αρχίζει (συμβατικά) την πρώτη Ιανουαρίου και τελειώνει την τριακοστή πρώτη Δεκεμβρίου και χωρίζεται σε δώδεκα μήνες (το ημερολογιακό έτος) ή μπορεί να αρχίζει σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία· μία συγκεκριμένη από αυτές τις περιόδους, συνήθ. στη χρονολογική της σειρά: επετειακό/επόμενο/μεταβατικό/παρελθόν/περασμένο/πλήρες/τρέχον ~. Στην αρχή/με την πάροδο/στο τέλος του ~ους. Η πρώτη μέρα (πβ. πρωτοχρονιά)/οι εποχές του ~ους. Απαιτούμενη προϋπηρεσία: ένα ως δύο ~η. Δάνειο διαρκείας με σταθερό επιτόκιο για τρία ~η. Κατά τα προηγούμενα ~η. Επί δύο συναπτά ~η. Ύστερα από προσπάθειες πολλών ~ών ... Εγγύηση δύο ~ών. Ποινή κάθειρξης είκοσι ~ών. Προ ~ών (: πριν από πολλά ~η). Από (πολλών) ~ών (: εδώ και πολλά ~η). Εξόφληση χρέους εντός τριών ~ών.|| (ειδικότ. για την ηλικία) Συμπλήρωση του πεντηκοστού ~ους της ηλικίας. Έγινε ογδόντα/πέθανε σε ηλικία ενενήντα ~ών. Γυναίκες άνω/κάτω των σαράντα ~ών. Πόσων ~ών (= χρονών) είστε;|| Ουίσκι δώδεκα ~ών.|| (ευχετ.) Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο το νέο ~. ~ αποφοιτήσεως/γεννήσεως/έκδοσης (πβ. χρονολογία).|| (σε άλλο σύστημα χρονολόγησης:) Το ~ του Φιδιού (στο κινέζικο ημερολόγιο). Ένα ~ Εγίρας (στο ισλαμικό ημερολόγιο που αντιστοιχεί στο 622 μ.Χ.). Το ~ 7107 από κτίσεως κόσμου (δηλ. 1599 μ.Χ.). Το ~ μιας Ολυμπιάδας. ΣΥΝ. χρονιά (1), χρόνος (6) 2. (ειδικότ.) χρονικό διάστημα, μικρότερο συνήθ. από ένα έτος, κατά το οποίο λειτουργεί ένα ίδρυμα, ινστιτούτο· συνεκδ. σύνολο προσώπων που φοιτούν μαζί σε σχολείο, πανεπιστήμιο: ακαδημαϊκό-πανεπιστημιακό ~. Παράταση διδακτικού ~ους. Μαθήματα πρώτου ~ους (σπουδών). Διαγωνίσματα/εκπαιδευτική εκδρομή/εξετάσεις/υποτροφίες ~ους ... Φοιτητές δευτέρου ~ους/μεγαλύτερων ~ών/του ~ους μου. Δεν ήταν στο δικό μου ~ (= δεν ήμασταν συμφοιτητές). Βλ. ανθρωπο~, γενιά. 3. ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για μια πλήρη περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο, το ηλιακό, τροπικό έτος· κατ' επέκτ. ο χρόνος περιφοράς ενός πλανήτη ή δορυφόρου γύρω από τον Ήλιο ή άλλο πλανήτη, αντίστοιχα: το ~ του Άρη/της Σελήνης. ● ΣΥΜΠΛ.: εκκλησιαστικό έτος: που αρχίζει την πρώτη Σεπτεμβρίου και τελειώνει την τριακοστή πρώτη Αυγούστου. ΣΥΝ. ίνδικτος (1), έτος φωτός 1. ΑΣΤΡΟΝ. {κυρ. στον πληθ.} μονάδα μήκους (διεθνές σύμβ. ly) που ισούται με την απόσταση που διανύει το φως στο κενό σε ένα έτος: Γαλαξίας που απέχει ... εκατομμύρια ~η ~ από τη Γη. 2. {μόνο στον πληθ.} (μτφ.) για να δηλωθεί εμφατικά πολύ μεγάλη (ποιοτική) διαφορά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων συγκρινόμενων πραγμάτων, προσώπων: Η θεωρία απέχει συχνά ~η ~ από την πράξη. Βρισκόμαστε ~η ~ (μακριά) από τις συνήθειες των παππούδων μας. [< αγγλ. light year, 1925] , Ευρωπαϊκό/Διεθνές/Παγκόσμιο Έτος: χρονικό διάστημα συνήθ. ενός έτους, αφιερωμένο σε συγκεκριμένο θέμα, πρόσωπο, ιδέα, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνται σχετικές εκδηλώσεις σε ευρωπαϊκό, διεθνές ή παγκόσμιο επίπεδο., ηλιακό/τροπικό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών εαρινών ή φθινοπωρινών ισημεριών που ισοδυναμεί με 365 μέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 45.51 δευτερόλεπτα: ημερολόγιο βασισμένο στο ~ ~. Μέσο τροπικό ~ (365, 2421988 ... μέρες). Βλ. γρηγοριανό/νέο, ιουλιανό/παλαιό ημερολόγιο, ηλιακός χρόνος. [< γαλλ. année solaire/tropique] , ημερολογιακό έτος & πολιτικό έτος: από την 1η Ιανουαρίου ως την 31η Δεκεμβρίου. [< αγγλ. calendar year] , οικονομικό έτος: ΟΙΚΟΝ. λογιστική περίοδος δώδεκα μηνών: απολογισμός/έξοδα/έσοδα/ισολογισμός/κέρδη ~ού ~ους ... Φορολογικές δηλώσεις ~ού ~ους ... Εκκαθάριση λογαριασμών-~ά ~η ... [< αγγλ. financial year] , σεληνιακό έτος: με διάρκεια τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ημερών., σχολικό έτος: το χρονικό διάστημα λειτουργίας των σχολείων, συμπεριλαμβανομένων των παραδόσεων και των εξετάσεων: Το ~ ~ διαρκεί από την πρώτη Σεπτεμβρίου έως την τριακοστή Ιουνίου. Πβ. χρονιά., αστρικό έτος βλ. αστρικός, κοσμικό/γαλαξιακό έτος βλ. κοσμικός, πλήρης ημερών βλ. ημέρα, το ενεστώς έτος βλ. ενεστώς, υδρολογικό έτος βλ. υδρολογικός ● ΦΡ.: αίσιο(ν) και ευτυχές το νέο(ν) έτος (λόγ.): (σε ευχετήριες κάρτες και επιστολές) στερεότυπη ευχή για το νέο έτος., ανά/κατ' έτος: (για, σε) κάθε έτος, ετησίως: δαπάνες/δημοσιεύσεις/ταξινόμηση ~ ~.|| (ως επίθ.) Βράβευση της κατ' έτος (= ετήσιας) σημαντικότερης ερευνητικής εργασίας στον χώρο της ..., εις πολλά έτη/έτη πολλά (λόγ.): ευχή για μακροζωία: ~ ~ με υγεία και χαρά! (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ ~, ∆έσποτα! Πβ. χρόνια πολλά., εν έτει (λόγ.): το έτος: Έργο γραμμένο ~ ~ ... , επί σειρά(ν) ετών (λόγ.): για πολλά και διαδοχικά χρόνια: πρόεδρος/πρωταθλητής ~ ~.|| (ως επίθ.) Ο ~ ~ διευθυντής. , καθ' όλο(ν) το έτος (λόγ.): σε όλη τη διάρκεια του έτους: Το ξενοδοχείο λειτουργεί ~ ~., κατ' έτος (επίσ.): (για) κάθε χρονιά, ετησίως: αποδοχές ~ ~. Η κατώτατη τιμή ορίζεται ~ ~., (κατά) το σωτήριο(ν) έτος βλ. σωτήριος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος [< αρχ. ἔτος, γαλλ. année, αγγλ. year]

ευφημισμός

ευφημισμός [εὐφημισμός] ευ-φη-μι-σμός ουσ. (αρσ.): ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται λέξη ή φράση με θετική σημασία αντί για άλλη, που δηλώνει κάτι αρνητικό, δυσάρεστο ή μη αποδεκτό, π.χ. "γλυκάδι" αντί "ξίδι", "σωφρονιστικό κατάστημα" αντί "φυλακή", "άτομα με ειδικές ικανότητες" αντί "άτομα με αναπηρίες". Βλ. πολιτική ορθότητα, -ισμός. ● ΦΡ.: κατ' ευφημισμό(ν) (επίσ.): για κάτι που λέγεται ευφημιστικά, χωρίς όμως να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: ~ ~ καλλιτέχνης (: χωρίς να το αξίζει, ατάλαντος). [< μτγν. εὐφημισμός, γαλλ. euphémisme, αγγλ. euphemism]

ευχή

ευχή [εὐχή] ευ-χή ουσ. (θηλ.) 1. & (λαϊκό-λογοτ.) ευκή: προφορική ή γραπτή έκφραση της έντονης επιθυμίας και ελπίδας κάποιου να γίνει κάτι, συνήθ. καλό: η ~ της μάνας. Αυθόρμητες/εγκάρδιες/ειλικρινείς/ιδιαίτερες/προσωπικές/χιλιάδες ~ές. Γαμήλιες (: βίον ανθόσπαρτον, καλούς απογόνους, να ζήσετε!)/χριστουγεννιάτικες (: καλά Χριστούγεννα!) ~ές. ~ές για υγεία και μακροημέρευση. Κάρτα με ~ές (= ευχετήρια). ~ μας είναι να πάνε όλα καλά (βλ. αμήν, ας, είθε, μακάρι)! Κάνε μια ~ πριν σβήσεις τα κεράκια! Έπιασαν οι ~ές μου (= πραγματοποιήθηκαν). Οι ~ές όλων μας σε συνοδεύουν στο καινούργιο σου ξεκίνημα. (Σας στέλνω) πολλές ~ές για καλή χρονιά! Με τις θερμότερες/καλύτερες ~ές μου! Μεταφέρω τις ~ές κάποιου. Κόψαμε τη βασιλόπιτα κι ανταλλάξαμε ~ές. Πβ. πρόποση. Βλ. απ~, και/κι εις ανώτερα, να τα εκατοστίσεις, περαστικά, σιδερένιος, σιδεροκέφαλος, χρόνια πολλά.|| (από πατέρα ή κληρικό/μοναχό) Του έδωσε την ~ του. Ζήτησε/πήρε την ~ του. Πβ. ευλογία.|| (συνήθ. από γονιό σε μελλόνυμφους) Με την ~ μου, παιδιά μου! (στον πληθ., ως προτροπή ή ειρων.) Να φύγεις, με τις ~ές μου! Πβ. συγκατάθεση, συναίνεση. 2. ΕΚΚΛΗΣ. παράκληση, προσευχή προς τον Θεό για συγκεκριμένο σκοπό: μισή ~ (: δίνεται από ιερέα σε λεχώνα και βρέφος είκοσι μέρες μετά τον τοκετό). Ο παπάς διάβασε μια ~. Βλ. σαραντισμός. ΣΥΝ. δέηση (1) ● Υποκ.: ευχούλα (η) ● ΦΡ.: (που) να πάρει η ευχή! (ευφημ.): για έκφραση δυσαρέσκειας, δυσφορίας: ~ ~! Πάλι λάθος έκανα! Το ξέχασα, ~ ~!, άι στην ευχή (ευφημ.): ως έκφραση αγανάκτησης, εκνευρισμού: ~ ~, βαρέθηκα/συγχύστηκα!, ευχής έργο & (λόγ.) ευχής έργον: ευτύχημα: Θα ήταν ~ ~ να γίνει αυτό/αν ακολουθούσαν το παράδειγμά μας. Πβ. μακάρι., κατ' ευχήν (λόγ.): ευνοϊκά: Τα πράγματα βαίνουν/πηγαίνουν ~ ~., ποιος/πού/τι στην ευχή;: για δήλωση απορίας ή αγανάκτησης: Ποιος ~ χτυπάει την πόρτα;|| Πού ~ έχουν πάει όλοι;|| Τι ~ είν' αυτό/κάνεις εδώ;, στην ευχή του Θεού (και της Παναγίας): στο καλό· ευφημ. ως έκφραση δυσφορίας, θυμού: (Να πας) ~ ~, παιδί μου! Πβ. ύπαγε εν ειρήνη. || Α/άι/άντε ~ ~!, την ευχή μου να 'χεις/να έχεις την ευχή μου (συνήθ. από ηλικιωμένο σε νέο): να είσαι καλά, να σου πάνε όλα καλά: ~ ~, κόρη/παλικάρι μου!, το δι' ευχών 1. ΕΚΚΛΗΣ. η καταληκτική ευχή μιας ακολουθίας. 2. (μτφ.-προφ.) την τελευταία στιγμή, στο τέλος: Έφτασαν στο ~ (: στο παρά πέντε, στο τσακ)., ευχή και κατάρα βλ. κατάρα [< αρχ. εὐχή]

εφαρμογή

εφαρμογή [ἐφαρμογή] ε-φαρ-μο-γή ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) εκτέλεση, υλοποίηση στην πράξη: ακριβής/άμεση/σταδιακή ~ μιας απόφασης. Αυστηρή ~ του νόμου (πβ. ισχύς). Πιλοτική ~ ενός προγράμματος. ~ του θερινού ωραρίου. ~ νέων μεθόδων στη διδασκαλία (πβ. αξιοποίηση). Πεδίο ~ής. Θεωρίες χωρίς πρακτική/ουσιαστική ~ (= ανεφάρμοστες). Το σχέδιο μπήκε/τέθηκε σε ~.|| (ΦΥΣ.) Σημείο ~ής της δύναμης. 2. τοποθέτηση αντικειμένου πάνω ή μέσα σε άλλο: ~ της αλυσίδας στον τροχό (= προσαρμογή).|| (Τοπική) ~ αλοιφής. ~ επιθεμάτων.|| (για ρούχα και παπούτσια) Καλσόν με άψογη/τέλεια ~ (στο πόδι). Αυτό το παντελόνι δεν έχει καλή ~ πάνω σου (= δεν ταιριάζει στο σώμα σου). Βλ. εφαρμοστός.|| (επίσ.) ~ ψύχους σε τραύμα (π.χ. κρύες κοµπρέσες, παγοκύστες). 3. ΠΛΗΡΟΦ. πρόγραμμα που εκτελεί συγκεκριμένη εργασία: ~ πολυμέσων. Διαδικτυακές/διαδραστικές ~ές. Εμπορικές/επιχειρηματικές ~ές. ~ές για το γραφείο/σπίτι. Βλ. επεξεργαστής, λογισμικό, λογιστικό φύλλο.εφαρμογές (οι): χρήσεις: εκπαιδευτικές ~ των νέων τεχνολογιών. Οι εργαστηριακές/ιατρικές/κλινικές ~ μιας ανακάλυψης. Υλικά με καλλιτεχνικές ~. Μέθοδοι με γεωργικές ~. ● ΦΡ.: βρίσκει εφαρμογή: εφαρμόζεται: Η ανακάλυψή του ποτέ δεν βρήκε ~ (στην επιστήμη)., κατ' εφαρμογή & (λογιότ.) κατ' εφαρμογήν: ΝΟΜ. εφαρμόζοντας: ~ ~ του άρθρου .../των διατάξεων/του κανονισμού/νόμου/της οδηγίας/των όρων. [< μτγν. ἐφαρμογή ‘συνταίριασμα, σύμπτωση’, γαλλ.-αγγλ. application]

ζεύγος

ζεύγος [ζεῦγος] ζεύ-γος ουσ. (ουδ.) {ζεύγ-ους | -η} (λόγ.) 1. άνδρας και συνήθ. γυναίκα που έχουν σχέση ερωτική, συζυγική ή/και επαγγελματική: διάσημο/ερωτευμένο/προεδρικό/πρωθυπουργικό ~. ~ επιστημόνων. Το ~ των νεονύμφων (πβ. ανδρόγυνο). Συμβουλευτική ~ους.|| Καλλιτεχνικό ~ (πβ. δίδυμο, ντουέτο). ΣΥΝ. ζευγάρι (1) 2. δυάδα από ομοειδή στοιχεία που έχουν συμπληρωματική ή αντίστοιχη λειτουργία: ~ ηχείων/καλωδίων/υποδημάτων. Πβ. ζευγάρι.|| Το αντιθετικό ~ των εννοιών "καλό-κακό" (βλ. δίπολο).|| (ΓΛΩΣΣ.) Ελάχιστα ~η (: στη φωνητική, δύο λέξεις που διαφέρουν ως προς ένα μόνο φώνημα, π.χ. ζώο-σώο). Τα σημασιολογικά ~η λόγιων και δημοτικών λέξεων (π.χ. νύμφη-νύφη). ~η προτάσεων.|| (ΦΥΣ.) ~ δυνάμεων (: ίσων, παράλληλων και αντίρροπων)/ηλεκτρονίων. (ΧΗΜ.) ~ ιόντων.|| (ΗΛΕΚΤΡ.) Θερμοηλεκτρικό ~ (= θερμοστοιχείο). 3. (σπάν., για υποζύγια) ζευγάρι. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος βλ. ηλεκτροπαραγωγός ● ΦΡ.: ανά/κατά ζεύγη: ανά δύο, σε δυάδες: Χωρίστηκαν σε ομάδες ~ ~ (: των δύο ατόμων). Πβ. ζευγαρωτά. [< 1, 3: αρχ. ζεῦγος]

ημείς

ημείς [ἡμεῖς] η-μείς προσ. αντων. (αρχαιοπρ.): εμείς. ● ΦΡ.: τα καθ' ημάς (λόγ.-συχνά ειρων.): όσα μας αφορούν ή συμβαίνουν στον δικό μας χώρο: Eπιστρέφω στα ~ ~ (= δικά μας).|| (ως επίθ.) Το ~ ~ Πατριαρχείο/πολίτευμα., η καθ' ημάς Ανατολή βλ. ανατολή ● βλ. ημών [< αρχ. ἡμεῖς]

ήμισυς

ήμισυς, εια, υ [ἥμισυς] ή-μι-συς επίθ. {ημίσ-εος (θηλ. -είας) | -εις (ουδ. -εα κ. ημίση), -εων} (αρχαιοπρ.): μισός: επί μία και ~εια ώρα. Προ ενός και ~εος έτους. ● Ουσ.: ήμισυ (το) (λόγ.): το μισό, το ένα δεύτερο: το πρώτο ~ του εικοστού αιώνα. Το ~ του κόστους/του πληθυσμού/ενός συνόλου. ● ΣΥΜΠΛ.: ημίσεια ζωή: ημιζωή., το έτερον ήμισυ: ο/η σύζυγος ή ο/η ερωτικός/ερωτική σύντροφος. ● ΦΡ.: εξ ημισείας (λόγ.): σε δύο ίσα μέρη, μισό μισό, από μισό (ενν. μερίδιο) ο καθένας: Το χρηματικό έπαθλο απονεμήθηκε ~ ~ στους δύο νικητές. Βλ. εξ ολοκλήρου., κατά το ήμισυ (λόγ.): κατά το μισό: Το έδαφος της περιοχής είναι ~ ~ πεδινό και ~ ~ ορεινό. Έχεις ~ ~ δίκιο., η αρχή είναι το ήμισυ του παντός βλ. αρχή [< αρχ. ἥμισυς]

ίδιος1

ίδιος1 [ἴδιος] ί-δι-ος επίθ. , -ία, -ιο(ν) {ιδί-ου | -ων, -ους} (λόγ.) 1. που ανήκει στο πρόσωπο ή στον φορέα για τον οποίο γίνεται λόγος: παραγωγή λαχανικών για ιδία χρήση. Δεν έχω ιδία άποψη για το θέμα. Αγορά ιδίων μετοχών. Ίδιες ζημίες (βλ. μικτή ασφάλεια). Πβ. ατομ-, προσωπ-ικός. ΑΝΤ. ξένος (1) 2. ιδιαίτερος, ξεχωριστός: ~ος: τρόπος έκφρασης. ● ΦΡ.: ιδίαις δαπάναις & ιδία δαπάνη [ἰδίᾳ δαπάνῃ] & ιδίοις αναλώμασι(ν) (αρχαιοπρ.): με έξοδα του ίδιου: Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή ~ ~., ίδιον όφελος/συμφέρον (συχνά αρνητ. συνυποδ.): κέρδος που αποκομίζει κάποιος για τον εαυτό του: Προσφέρει χωρίς ~ ~ (= ανιδιοτελώς).|| Κλοπή δημοσίου χρήματος για/προς ~ ~., ιδίω δικαιώματι: ΝΟΜ. με εξουσία που λαμβάνει κανείς από τον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς άδεια: Ενεργεί είτε ~ ~ είτε κατ' εξουσιοδότηση., ιδίω ονόματι: ΝΟΜ. με το δικό του όνομα, χωρίς να εκπροσωπεί κάποιον άλλο: Ενεργεί ~ ~. Προέβη ~ ~ σε υποβολή πρότασης προς ..., κατ' ιδίαν (& σπάν. κατιδίαν): μόνος με κάποιον, σε προσωπικό επίπεδο και χωρίς την παρουσία τρίτων: ~ ~ συνάντηση/συνομιλίες. Με πήρε παράμερα, για να μου μιλήσει ~ ~. ΣΥΝ. ιδιαιτέρως (1), κατά μόνας, προσωπικά, τετ α τετ, κρίνω εξ ιδίων (τα αλλότρια) (αρνητ. συνυποδ.): οδηγούμαι σε συμπεράσματα για κάποιον άλλο με κριτήριο τον εαυτό μου: Κρίνοντας προφανώς εξ ιδίων, θεωρεί ότι οι συνειδήσεις εξαγοράζονται. ΣΥΝ. κρίνω από τον εαυτό μου, του ιδίου φυράματος (μειωτ. για πρόσ.): έχει τον ίδιο κακό χαρακτήρα με κάποιον άλλο: Ταιριάζουν γιατί είναι ~ ~., (με) ιδία ευθύνη βλ. ευθύνη, από ιδίους πόρους βλ. πόρος, εκ πείρας βλ. πείρα, εξ ιδίας αντιλήψεως βλ. αντίληψη, εξ ιδίας πρωτοβουλίας βλ. πρωτοβουλία, εξ οικείων/εξ ιδίων τα βέλη βλ. βέλος, ιδίαις χερσί(ν) βλ. χειρ, ιδίοις όμμασι(ν) βλ. όμμα, οικεία/ιδία βουλήσει βλ. βούληση ● βλ. ίδιο(ν), ιδίως [< αρχ. ἴδιος]

ισομοιρία

ισομοιρία [ἰσομοιρία] ι-σο-μοι-ρί-α ουσ. (θηλ.): συνήθ. στη ● ΦΡ.: κατ' ισομοιρία: ΝΟΜ. κατά ίσα μέρη: διανομή μετοχών ~ ~ προς τους μετόχους. Η περιουσία μοιράστηκε ~ ~ στους νόμιμους κληρονόμους. [< αρχ. ἰσομοιρία]

καιρός

καιρός και-ρός ουσ. (αρσ.) 1. η κατάσταση της ατμόσφαιρας πάνω από μια περιοχή για ορισμένο (μικρό) χρονικό διάστημα, η οποία χαρακτηρίζεται από τις τιμές των διαφόρων μετεωρολογικών στοιχείων (δηλ. ηλιοφάνεια, νεφώσεις, βροχή, χαλάζι, χιόνι, θερμοκρασία, άνεμος, υγρασία, ορατότητα): άστατος/άσχημος (βλ. βρομόκαιρος)/βροχερός/γλυκός/ζεστός/μουντός/υγρός ~. Ο ~ στην Ελλάδα και τον κόσμο. Αλλαγή/βελτίωση/επιδείνωση/μεταβολή του ~ού. Πρόβλεψη/πρόγνωση (του) ~ού. Αγρίεψε (= χειροτέρεψε)/έφτιαξε/ζέστανε/χάλασε/ψύχρανε ο ~. Αναμένεται καλός ~ για το τριήμερο. Γενικά αίθριος ~ και μόνο κατά τόπους νεφελώδης. Tι ~ό έχετε/θα κάνει αύριο; Δεν πάω πουθενά με τέτοιον ~ό! Μας τα χάλασε ο ~ (: ματαιώθηκαν τα σχέδιά μας λόγω κακοκαιρίας). Βλ. κλίμα.|| ~ για μπάνιο/σκι (: κατάλληλες καιρικές συνθήκες). Ταξιδεύουν με όλους τους ~ούς.|| Λέει τον ~ό (= το δελτίο ~ού) στην τηλεόραση. 2. χρόνος· ειδικότ. μεγάλο χρονικό διάστημα ή ελεύθερος χρόνος: Κύλησε γρήγορα/πώς περνάει ο ~! Πάει πολύς ~ από τότε! Πού χάθηκες τόσον ~ό; Πόσο ~ό γνωρίζεστε;|| Μετά/ύστερα από ~ό. ~ό είχαμε να τα πούμε! Θα κάνει ~ό να το ξεχάσει! Οι προσπάθειες για ~ό έμειναν άκαρπες. Ήθελα από/εδώ και ~ό να το κάνω. (για ζευγάρι:) Είναι ~ό μαζί.|| Δεν του μένει ~ ούτε να φάει (βλ. ευκαιρώ). Πού ~ για ξεκούραση! Δεν έχω ~ό για χάσιμο! Μόλις τώρα βρήκα ~ό να γράψω. Χάνεις τον ~ό σου μαζί του (= ματαιοπονείς)! Μη χάνεις ~ό (= βιάσου)! Περνάει τον ~ό (= τις ώρες) του άσκοπα/ζωγραφίζοντας/με αγαθοεργίες. 3. εποχή, περίοδος: απ' τον ~ό της Επανάστασης/της Κατοχής/των παππούδων μας. Tον παλιό καλό ~ό. Σε ~ό/(λόγ.) εν ~ώ ειρήνης/πολέμου. Τον ~ό που ήταν παιδί/στρατιώτης. Υπήρξε μια απ' τις πιο χειραφετημένες γυναίκες του ~ού της. Στον ~ό μου (= όταν ήμουν νέος), τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τον ~ό της ακμής του, ο οικισμός είχε χίλιους κατοίκους. 4. κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία: ~ για αλλαγές/δράση! Μήπως είναι ~ να το ξανασκεφτούμε; Έφτασε/ήρθε ο ~ για κάτι διαφορετικό. ΣΥΝ. ώρα. 5. ΝΑΥΤ. (λαϊκό) ισχυρός άνεμος και φουρτούνα: Τι ~ φυσάει; Το μνημείο το δέρνουν οι ~οί και η εγκατάλειψη. ● Ουσ.: καιροί (οι): εποχή, ιδ. κοινωνικές συνθήκες, περιστάσεις: κρίσιμοι/μοντέρνοι/σκληροί/σύγχρονοι ~. Ωραίοι ~! Οι ~ άλλαξαν, δεν είναι όπως τα 'ξερες. Βρε πώς αλλάζουν οι ~! Οι ~ απαιτούν/επιβάλλουν νέες προσεγγίσεις. Οι αυξημένες απαιτήσεις των καιρών. Οι ~ μας δεν επιτρέπουν καθυστερήσεις. Έρχονται καλύτεροι ~! Διανύουμε/ζούμε σε/περνάμε δύσκολους/χαλεπούς καιρούς. ● Υποκ.: καιρούλης ● ΣΥΜΠΛ.: παντός καιρού (επίσ.): κατάλληλος για κάθε είδους καιρικές ή άλλες συνθήκες: ελαστικά/ελικόπτερο ~ ~. Βλ. παντός εδάφους.|| (μτφ.-συχνά ειρων.) Άνθρωπος ~ ~ (= ευέλικτος, ευπροσάρμοστος)., δελτίο καιρού/μετεωρολογικό δελτίο βλ. δελτίο, μηνύματα των καιρών βλ. μήνυμα, σημεία των καιρών βλ. σημείο ● ΦΡ.: ανοίγει ο καιρός (προφ.): υποχωρεί η κακοκαιρία, διαλύονται τα σύννεφα: ~ ~ και πάλι, με ήλιο και άνοδο της θερμοκρασίας. Βλ. ανοίγει ο ουρανός., από καιρό σε καιρό & (λόγ.) από καιρού εις καιρόν: πότε πότε: Η κατάσταση επαναλαμβάνεται ~ ~.|| Οι οδηγίες τροποποιούνται από καιρού εις καιρόν (= ενίοτε) ανάλογα με τα νέα δεδομένα. Πβ. κατά καιρούς., για δες καιρό που διάλεξε ... (συνήθ. χιουμορ.): για κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη στιγμή: ~ ~ η εξεταστική ν' αρχίσει!|| ~ ~ που διάλεξα ν' αρρωστήσω!, εν καιρώ (επίσ.): αργότερα, σε εύθετο χρόνο: Το πρόγραμμα θα ανακοινωθεί ~ ~., έναν καιρό (προφ.): κάποτε, στο παρελθόν: Θυμάσαι ~ ~ που διαβάζαμε μαζί; Πβ. άλλοτε, παλιά., έχει ο καιρός γυρίσματα (προφ.): για τις ξαφνικές αλλαγές, το ευμετάβλητο της ζωής ή της τύχης: Τώρα γελάς, όμως ~ ~ (= θα αλλάξουν κάποια στιγμή τα πράγματα)!, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) (παροιμ.): για όλα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή: Μη βιάζεσαι κι όλα θα γίνουν· ~ ~! ΣΥΝ. κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του, καιρός ήταν! (ειρων.): για κάτι που άργησε να γίνει: -Γύρισα! -~ ~!|| ~ ~ ν' ασχοληθεί λίγο και με την υπόθεσή μας!, καιρός παντί πράγματι (ΠΔ) (αρχαιοπρ.): κάθε πράγμα στον καιρό του., κατά καιρούς: σε διάφορες χρονικές περιστάσεις: τα ~ ~ δημοσιεύματα. Λόγια που έχουν ~ ~ ειπωθεί. Συνεργάστηκε ~ ~ με διάφορα περιοδικά. Πβ. από καιρό σε καιρό., με τον καιρό: με το πέρασμα του χρόνου: ~ ~ θα συνηθίσει. Πβ. στην πορεία/στον δρόμο., μια φορά κι έναν καιρό ...: στερεότυπη φράση με την οποία ξεκινά η αφήγηση παραμυθιού: ~ ~, ζούσε ένα βασιλόπουλο ...|| (ειρων.) ~ ~ (= άλλοτε, κάποτε), ήταν εύκολο να βρεις δουλειά, τώρα ..., ο καιρός είναι γιατρός (παροιμ.): με το πέρασμα του χρόνου αμβλύνονται επώδυνες αναμνήσεις και συναισθήματα., προ καιρού (λόγ.): πριν από κάμποσο καιρό: Το θέμα είχε απασχολήσει ~ ~ την κοινή γνώμη., του καλού καιρού (προφ.): πάρα πολύ: Βρέχει ~ ~! Κοιμάται/τρώει ~ ~!, του παλιού καιρού: που ανήκει σε περασμένη εποχή· (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) ξεπερασμένος, παρωχημένος: έθιμα/ιστορίες ~ ~.|| Αντιλήψεις/έπιπλα ~ ~., τω καιρώ εκείνω (ΚΔ) (αρχαιοπρ.-ειρων.): για κάτι που συνέβη ή συνηθιζόταν παλαιότερα: ~ ~, είχε άλλες προτεραιότητες., χειμώνα/καλοκαίρι καιρό (προφ., συχνά ως έκφρ. δυσαρέσκειας): μες στο κρύο ή τη ζέστη: Πού πας χειμώνα ~;|| Καλοκαίρι ~ χωρίς κλιματιστικό!, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη: απαξιωτική αντιμετώπιση μιας νέας τάσης, ενός σύγχρονου κοινωνικού φαινομένου. [< λατ. o tempora! o mores!] , από τον καιρό της Tουρκοκρατίας βλ. τουρκοκρατία, από τον καιρό του Νώε βλ. Νώε, δύσκολοι καιροί για ... βλ. δύσκολος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια βλ. παραπούλι, κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό βλ. κοιτάζω, κρύο, καιρός για δύο βλ. κρύο, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, οι καιροί ου μενετοί βλ. μενετός, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο! βλ. φλάρος, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1: μεσν. καιρός 2-4: αρχ. ~, μτγν. ~]

κανόνας

κανόνας κα-νό-νας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) κανών {καν-όνος} 1. γενική αρχή που καθορίζει τον τρόπο που πρέπει να γίνεται κάτι ή ρυθμίζει μια συμπεριφορά: απαράβατος/αυστηρός/εμπειρικός/πρακτικός ~. Άγραφος/γραπτός ~. ~ ζωής.|| Νομικοί ~ες. ~ες δεοντολογίας/δικαίου. ~ες λειτουργίας/υγιεινής. Οι ~ες του διαγωνισμού.|| Εθιμικός (βλ. εθιμικό δίκαιο)/ηθικός (βλ. ηθική) ~. ~ες ευγενείας/(καλής) συμπεριφοράς.|| Γλωσσικός ~ (πβ. νόρμα). Γραμματικοί/συντακτικοί ~ες. ~ες ορθογραφίας/συλλαβισμού.|| Λογοτεχνικός ~ (: συγγραφείς και έργα που αποτελούν μοντέλο, υπόδειγμα).|| Οι ~ες των Μαθηματικών/της Φυσικής (= νόμοι· βλ. αξίωμα). Οι ~ες της Τέχνης (βλ. αισθητική).|| Η ισχύς ενός ~α. Εξαίρεση στον/του ~α. Απουσία ~ων (βλ. αναρχία, αταξία). Επιβολή/θέσπιση ~ων. Αποδοχή/παράβαση/παραβίαση των ~ων. Σύμφωνα με τους ~ες (: με το τυπικό). Τέθηκαν ~ες. Δεν ακολουθήθηκαν/εφαρμόστηκαν/τηρήθηκαν οι ~ες. Συμμορφώθηκαν/υπάκουσαν στους ~ες. Πβ. κανονισμός.|| Ξεφεύγει/παρεκκλίνει από τον ~α (: τα καθιερωμένα, συνηθισμένα). Ενάντια στους ~ες (: στο ρεύμα· βλ. αντισυμβατικότητα).|| (προφ.) Δεν τρώμε με βρόμικα χέρια, είναι ~! Η αδιαφορία έχει γίνει ~ (: καθεστώς). Το έχω (ως) ~α να ... 2. ΜΑΘ. χάρακας: Βλ. υποδεκάμετρο.|| (παλαιότ.) Λογαριθμικός ~ (: υπολογιστικό όργανο).|| Οδοντωτός ~ (= κρεμαγιέρα). 3. ΕΚΚΛΗΣ. (συνήθ. με κεφαλ. Κ) υμνογραφικό είδος που αποτελείται από εννέα ωδές, καθεμία από τις οποίες περιλαμβάνει τρία έως εννέα τροπάρια: Αναστάσιμος ~. Πβ. ψαλμός. 4. ΕΚΚΛΗΣ. (κ. με κεφαλ. Κ) το σύνολο των ιερών κειμένων που περιέχουν την αυθεντική, κατά την Εκκλησία, παράδοση και θεωρούνται θεόπνευστα, τα κανονικά βιβλία: ο ~ της Αγίας Γραφής ή Βιβλικός ~. Βλ. απόκρυφα Ευαγγέλια, νομοκάνονας. 5. ΜΟΥΣ. αντιστικτική τεχνική η οποία βασίζεται στην επανάληψη της αρχικής μελωδίας σε μία ή περισσότερες άλλες φωνές. Πβ. μίμηση, φούγκα. 6. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. {συνήθ. στον πληθ.} (στον δωρικό ναό) καθένας από τους κοντούς πήχεις στο πάνω μέρος των οριζόντιων δοκών του επιστυλίου: Οι ~ες βρίσκονται πάνω από το μετακιόνιο. Από τους ~ες κρέμονται οι σταγόνες. ● ΣΥΜΠΛ.: ιεροί/θείοι κανόνες & κανόνες (κ. με κεφαλ. Ι, Θ, Κ): ΕΚΚΛΗΣ. το σύνολο των αρχών που διέπουν την οργάνωση, τη λειτουργία και τη ζωή της Εκκλησίας και έχουν καθιερωθεί από την αποστολική παράδοση: οι Ιεροί ~ των Οικουμενικών Συνόδων. Οι Αποστολικοί ~., χρυσός κανόνας & (λόγ.-συχνά ειρων.) χρυσούς κανών 1. βασικός, θεμελιώδης κανόνας που εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση: Ο σεβασμός του αντιπάλου είναι ~ ~ στον αθλητισμό. 2. ΟΙΚΟΝ. & κανόνας χρυσού & χρυσή βάση: νομισματικό σύστημα στο οποίο η αξία της νομισματικής μονάδας προσδιορίζεται βάσει των αποθεμάτων χρυσού. [< 1: αγγλ. the golden rule 2: gold standard] , κανόνας της οκτάδας βλ. οκτάδα, κανόνες αναγκαστικού Δικαίου βλ. αναγκαστικός, κοινωνικοί κανόνες βλ. κοινωνικός, Παρακλητικός Κανόνας βλ. παρακλητικός ● ΦΡ.: κατά (γενικό) κανόνα: σύμφωνα με αυτό που συμβαίνει συνήθως, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων: ~ ~, πραγματοποιείται έλεγχος δύο φορές τον χρόνο. Πβ. εν γένει, κανονικά, κατά το ειωθός/τα ειωθότα, κατά το σύνηθες, συνήθως, ως/όπως είθισται. [< γαλλ. en regle (générale), γερμ. in der Regel] , οι κανόνες του παιχνιδιού: οι συμβάσεις που το κατευθύνουν και με τις οποίες οφείλει να συμμορφώνεται αυτός που συμμετέχει: ~ ~ είναι πολύ απλοί, ο καθένας μπορεί να λάβει μέρος.|| (μτφ.) Όποιος δεν γνωρίζει τους ~ ~, δεν επιβιώνει στον επαγγελματικό χώρο., η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα βλ. εξαίρεση, με κανόνα και διαβήτη/με τον διαβήτη βλ. διαβήτης1 [< 1: μτγν. κανών, γαλλ. règle, αγγλ. rule 2: αρχ. κανών 3-5: μεσν. κανών 6: γερμ. Leiste]

καρα- & καρά-

καρα- & καρά- α’ συνθετικό που 1. (προφ.) επιτείνει τη συνήθ. αρνητική σημασία του β’ συνθετικού: καρα-στημένος/~τσεκαρισμένος (: πάρα πολύ, εντελώς). Καρά-βλαχος. Καρα-κιτσαριό.|| Καρα-γιαπί/~σκάνδαλο.|| Καρα-κουκλάρα. 2. (παλαιότ.-λαϊκό) δηλώνει ότι το β' συνθετικό είναι μαύρο: καρα-μπογιά. [< τουρκ. kara-]

καταβάλλω

καταβάλλω κα-τα-βάλ-λω ρ. (μτβ.) {παρατ. κατέβαλλα, αόρ. κατέβαλα, καταβάλει, καταβλή-θηκε (λόγ. κατεβλή-θη, -θησαν, μτχ. καταβλη-θείς, -θείσα, -θέν), -θεί, καταβάλλ-οντας, καταβεβλημένος (σπάν.) καταβλημένος} 1. (επίσ.) εξοφλώ, πληρώνω: ~ αμοιβή/αντίτιμο/αποζημίωση/ασφάλιστρα/δαπάνη/δίδακτρα/εγγύηση/εισφορές/έξοδα/κόμιστρα/ποσό/πρόστιμο/συνδρομή/τέλη. ~εται η δόση/η επιδότηση/το παράβολο/η σύνταξη/ο τόκος/ο φόρος. Κατέβαλλε κανονικά το ενοίκιο κάθε μήνα. Η επιχορήγηση ~θηκε στην επιχείρηση. Δεν ~θησαν οι νόμιμοι δασμοί. Η οφειλή θα ~θεί εφάπαξ/μετρητοίς. ~θέν: κεφάλαιο. Βλ. καταθέτω, προ~. ΑΝΤ. εισπράττω (1) 2. (ως απολεξικοποιημένο ρήμα) διοχετεύω όλες μου τις δυνάμεις, δαπανώ ενέργεια για συγκεκριμένο σκοπό: ~ κόπο (= κοπιάζω)/μόχθο (= μοχθώ)/το μέγιστο των δυνατοτήτων μου. ~εται μέριμνα/φροντίδα. Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια (= προσπάθησε πολύ). Πβ. καταναλώνω. 3. {συνήθ. στο γ' πρόσ.} εξαντλώ, εξουθενώνω, καταπονώ: Το άγχος/η αρρώστια/η αϋπνία/η δίαιτα/η κούραση τον κατέβαλε (= εξασθένησε). Με έχει καταβάλει η ιδέα/σκέψη της αποτυχίας. Πβ. λυγίζω. ΑΝΤ. δυναμώνω, τονώνω. 4. (λόγ.) νικώ αντίπαλο, κάμπτω την αντίστασή του: Κατέβαλαν τα εχθρικά στρατεύματα. Πβ. εξουδετερώνω. ● ΦΡ.: αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά βλ. αχρεώστητος ● βλ. καταβεβλημένος [< αρχ. καταβάλλω, γαλλ. accabler]

καταβάτης

καταβάτης κα-τα-βά-της επίθ./ουσ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: καταβάτης/καταβατικός άνεμος: ΜΕΤΕΩΡ. καθοδικό ρεύμα αέρα κατά μήκος πλαγιάς, που δημιουργείται όταν το ψυχρό, τη νύχτα, έδαφος παγώνει τον αέρα που βρίσκεται πάνω από αυτό. ΑΝΤ. αναβατικός άνεμος [< αγγλ. katabatic wind, 1918] [< μτγν. καταβάτης 'αυτός που κατεβαίνει από άλογο ή άρμα']

καταβεβλημένος

καταβεβλημένος, η, ο κα-τα-βε-βλη-μέ-νος επίθ. (λόγ.) 1. εξαντλημένος, εξουθενωμένος, καταπονημένος: ~ και εξασθενημένος από τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. ΑΝΤ. ακατάβλητος (1) 2. & (σπάν.) καταβλημένος: που έχει πληρωθεί: ~οι: φόροι. ~ες: εισφορές. ● βλ. καταβάλλω [< 1: γαλλ. accablé]

καταθέτω

καταθέτω κα-τα-θέ-τω ρ. (μτβ.) {κατέθε-σα (προφ.) κατάθε-σα, καταθέ-σω, κατατίθ-εται, -ενται (προφ.-εσφαλμ. καταθέτ-εται, -ονται), κατατέ-θηκε (λόγ. κατετέθ-η, -ησαν, μτχ. κατατεθ-είς, -είσα, -έν), κατατε-θεί, κατατιθέμενος, κατατεθειμένος, καταθέτ-οντας} 1. ΟΙΚΟΝ. κάνω κατάθεση: ~ χρήματα σε θυρίδα/σε ξένο συνάλλαγμα/στο ταμιευτήριο. Ο μισθός ~εται κάθε μήνα στην τράπεζα. Το ποσό ~θηκε σε κοινό λογαριασμό. ~μένα: κεφάλαια.|| (μτφ.) ~σε (= αφιέρωσε) την ψυχή του στο τραγούδι. 2. (επίσ.) προσκομίζω, υποβάλλω (έγγραφο): ~ αίτημα/έκθεση πεπραγμένων/φάκελο (με στοιχεία). ~ τα χαρτιά μου στη γραμματεία/(αυτοπροσώπως/εγγράφως) την παραίτησή μου. Ο βουλευτής ~σε επερώτηση. Τα βιογραφικά ~ενται εντός της προθεσμίας. ~θηκε στη Βουλή για ψήφιση ο νέος νόμος. Κατατεθειμένη: αίτηση/πρόταση.|| (ΝΟΜ.) ~ αγωγή/ασφαλιστικά μέτρα/ένορκη βεβαίωση/ένσταση/έφεση/μήνυση/προσφυγή. 3. ΝΟΜ. δίνω προφορική ή γραπτή μαρτυρία: ~ ως μάρτυρας σε δίκη. Ο εγκαλών ~σε ενόρκως/ψευδώς ότι ... Κλήθηκε να ~σει ενώπιον του ανακριτή/δικαστηρίου/εισαγγελέα. 4. (μτφ.-επίσ.) παρουσιάζω, εκθέτω (τις απόψεις μου): ~σε (δημόσια) τις ανησυχίες/τις θέσεις/τις προτάσεις/τους προβληματισμούς του. 5. (επίσ.) αποθέτω: ~θηκε στεφάνι στο μνημείο των πεσόντων.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) ~θηκαν τα λείψανα του Αγίου (στον ναό). ● ΦΡ.: καταθέτω την εντολή (επίσ.): παραιτούμαι από κάτι που μου έχει επίσημα ανατεθεί: Τα μέλη της Επιτροπής υπέβαλαν συλλογική παραίτηση και κατέθεσαν ~ τους., καταθέτω/παραδίδω τα όπλα 1. (μτφ.-συνήθ. σε αρνητ. πρόταση) εγκαταλείπω τον αγώνα, παραιτούμαι από την προσπάθεια: Μην καταθέτεις ~ στην πρώτη δυσκολία/τόσο γρήγορα! Πβ. παραδίδομαι, υποκύπτω. 2. σταματώ τις εχθροπραξίες, παύω τον ένοπλο αγώνα: Τα αντίπαλα στρατεύματα παρέδωσαν ~ τους και συνθηκολόγησαν. ● βλ. κατατεθείς [< αρχ. κατατίθημι, μεσν. καταθέτω, γαλλ. déposer]

καταπώς

καταπώς [καταπῶς] κα-τα-πώς επίρρ. (προφ.) & κατά πως: καθώς, (έτσι) όπως: ~ δείχνουν τα πράγματα, πρέπει να ... Φέρεται ~ του αρέσει/τον βολεύει. ~ λένε/φαίνεται, θα παραιτηθεί. [< μεσν. καταπώς]

κεραία

κεραία κε-ραί-α ουσ. (θηλ.) {κεραι-ών} 1. ΤΕΧΝΟΛ. εναέριος αγωγός (μεταλλική συσκευή ή ράβδος) για λήψη ή εκπομπή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: διπολική/εξωτερική/επίγεια/επίπεδη/εσωτερική/καλωδιακή/κατευθυντική/παραβολική/περιστρεφόμενη/σταθερή/τηλεσκοπική ~. ~ αεροπλάνου/(οροφής) αυτοκινήτου/ραδιοφώνου/ραντάρ/τηλεόρασης. Ακτινοβολία/αντίσταση/βάση/ενισχυτής/σύνδεσμος ~ας. Οι ~ες της κινητής τηλεφωνίας. ΣΥΝ. αντένα (1) 2. ΝΑΥΤ. αντένα ιστιοφόρου. 3. ΓΡΑΜΜ. η μεγάλη παύλα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει εναλλαγή συνομιλητών σε διαλογικό κείμενο. Βλ. ενωτικό.κεραίες (οι) 1. ΖΩΟΛ. ζεύγος λεπτών και ευκίνητων αισθητηρίων οργάνων που βρίσκονται στο πρόσθιο τμήμα της κεφαλής των εντόμων και άλλων αρθρόποδων: οι ~ του αστακού/της πεταλούδας. 2. (μτφ., για πρόσ.) αντιληπτική ικανότητα, οξυδέρκεια: Οι ευαίσθητες ~ του έχουν πιάσει τον παλμό των εξελίξεων. Έχει τις ~ του ανοιχτές (: βρίσκεται σε εγρήγορση). Με τις ~ στραμμένες προς την επικαιρότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: δορυφορικό πιάτο βλ. πιάτο, πάρκο κεραιών βλ. πάρκο ● ΦΡ.: μέχρι κεραίας & (σπάν.) κατά κεραία (λόγ.): με την παραμικρή λεπτομέρεια, επακριβώς: Η συμφωνία τηρήθηκε ~ ~ (= στο ακέραιο). Οι έρευνες επιβεβαίωσαν ~ ~ τις αρχικές μας εκτιμήσεις. ΣΥΝ. μέχρι τελείας, ούτε κατά κεραία (λόγ.): ούτε στο ελάχιστο, καθόλου: Δεν αλλάζουν ~ ~ τον αρχικό τους στόχο. Δεν μετακινήθηκε ~ ~ από τις θέσεις του. [< 1,2: γαλλ. antenne 3: μτγν. κεραία]

κεφαλή

κεφαλή κε-φα-λή ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) κεφάλι: ακουστικά/κόσμημα/μασάζ/στηρίγματα ~ής. Αερόσακοι ~ής. (ΙΑΤΡ.) Οστά/σκελετός (βλ. κρανίο)/τραυματισμοί της ~ής. Φθειρίαση του τριχωτού της ~ής. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Μαρμάρινη ~ (πβ. προτομή).|| (συνεκδ.-ειρων.) Ομιλούσες ~ές (: στα τηλεπαράθυρα). Οι σοφές ~ές (= οι σοφοί). 2. (μτφ.) αρχηγός, επικεφαλής· συνεκδ. ηγετική θέση, αρχηγικό αξίωμα: η ~ της Εκκλησίας (ο Χριστός, ο Πατριάρχης, ο μητροπολίτης ή ο Πάπας)/των Ενόπλων Δυνάμεων/του κράτους/της οικογένειας.|| Αποχώρηση/παραίτηση από την ~ του κόμματος. ΣΥΝ. ηγεσία (1) 3. (μτφ.) αρχή, κορυφή, άκρο, το μπροστινό ή πάνω μέρος: η ~ της παρέλασης/πορείας/φάλαγγας (ΑΝΤ. ουρά). Η ~ του κρεβατιού (βλ. κεφαλάρι). Ο Πρόεδρος κάθισε στην ~ του τραπεζιού.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Ανταλλακτική/κινούμενη/κοπτική ~. ~ εκτύπωσης/ξυρίσματος. Πύραυλος με συμβατική/χημική ~ (βλ. βλήμα).|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) (Αλουμινένια) ~ κινητήρα/κυλίνδρου (= κυλινδρο~).|| (ΑΝΑΤ.) Η ~ της κερκίδας/του μηριαίου οστού. Η ~ του παγκρέατος (: το διογκωμένο τμήμα του).|| (ΑΣΤΡΟΝ.) ~ του κομήτη.|| (ΜΟΥΣ.) ~ κιθάρας/μπάσου (: το τμήμα των έγχορδων οργάνων, στο οποίο βρίσκονται τα κλειδιά). 4. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. τμήμα συσκευής για εγγραφή, αναπαραγωγή ή διαγραφή μαγνητικών σημάτων: ~ μαγνητοφώνου/ντιβιντί/πικάπ. ~ ανάγνωσης. Βίντεο έξι ~ών. Κασέτα καθαρισμού ~ών. 5. ΛΕΞΙΚΟΓΡ. ο βασικός τύπος με τον οποίο λημματογραφείται μια λέξη, συνήθ. με έντονα γράμματα. ● ΣΥΜΠΛ.: κάλυμμα (της) κεφαλής & κάλυμμα (του) κεφαλιού: ό,τι προφυλάσσει ή κρύβει το κεφάλι ή/και το πρόσωπο: ισλαμικό ~ ~ (βλ. μπούρκα, νικάμπ, σαρίκι, τσαντόρ, φερετζές). ~ ~ ανδρικής (= φέσι)/γυναικείας (= κεφαλόδεσμος) παραδοσιακής ελληνικής φορεσιάς. Πβ. καλύπτρα. Βλ. καπέλο, κασκέτο, μαντίλα, μπερές, πηλήκιο, σκούφος, τσεμπέρι, φακιόλι.|| (ΑΘΛ.) ~ατα ~ για παίκτες χόκεϊ επί πάγου/μπέιζμπολ., ασώματος κεφαλή βλ. ασώματος, κυνήγι κεφαλών βλ. κυνήγι, κυνηγός κεφαλών βλ. κυνηγός, πυρηνική κεφαλή βλ. πυρηνικός ● ΦΡ.: δεν έχει πού την κεφαλήν κλίνη & δεν έχω πού την κεφαλήν κλίναι (ΚΔ): (μτφ.) δεν έχει/έχω καμία βοήθεια, κανένα στήριγμα., κατά κεφαλή(ν) (επίσ.): που αντιστοιχεί σε κάθε άτομο ξεχωριστά: ετήσιο ~ ~ εισόδημα. ~ ~ ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. ~ ~ δαπάνες/φόροι., με βραχεία κεφαλή (μτφ.-λόγ.): με ελάχιστη διαφορά: επικράτηση/νίκη/προβάδισμα ~ ~. Προηγούνται ~ ~., ζητώ την κεφαλή (κάποιου) επί πίνακι βλ. ζητώ, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του βλ. λαγός, μου σηκώθηκε η τρίχα (κάγκελο) βλ. τρίχα, ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε (/άλλαξε) το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του βλ. λύκος, τα μαλλιά της κεφαλής μου/σου/του βλ. μαλλί [< 1,2,3: μεσν. κεφαλή 3,4: αγγλ. head 5: αγγλ. headword]

κίνδυνος

κίνδυνος κίν-δυ-νος ουσ. (αρσ.) {κινδύν-ου | -ων, -ους} 1. καθετί που μπορεί να διαταράξει, να απειλήσει τη ζωή, την υγεία, την ασφάλεια, την περιουσία, την ακεραιότητα προσώπου ή να προκαλέσει φθορές, καταστροφές και η αντίστοιχη κατάσταση: θανάσιμος/κοινωνικός/περιβαλλοντικός/υπαρκτός ~. Βιομηχανικοί/θαλάσσιοι/φυσικοί ~οι. Ελλοχεύει/καραδοκεί/παραμονεύει/πέρασε ο ~. Λήψη μέτρων για την αποτροπή/την αποφυγή/την πρόληψη του ~ου. Σε περίπτωση ~ου. ~οι από το κάπνισμα/τη ραδιενέργεια/τη ρύπανση. Προστασία από τους ~ους. Αψηφά/διέφυγε/ξεπέρασε τον ~ο. Νόσημα που αποτελεί ~ο για τη δημόσια υγεία. Σταθμίζω τους ~ους. Επεσήμαναν τους ~ους από τη χρήση ναρκωτικών.|| Η ζωή (κάποιου)/το πλοίο/η χώρα βρίσκεται σε ~ο. Μπήκε σε ~ο (= κινδύνεψε). Βάζουν/θέτουν σε ~ο το περιβάλλον. Νοσηλεύεται εκτός ~ου. (σε επιγραφές, ως προειδοποίηση) Προσοχή, ~! Πβ. απειλή. 2. πιθανότητα να συμβεί κάτι δυσάρεστο ή κακό: ~ απόρριψης/αποτυχίας/ατυχημάτων/εμπλοκής/εξαφάνισης/ηλεκτροπληξίας/θανάτου/μόλυνσης/μπλακ άουτ/πολέμου/πυρκαγιάς/τραυματισμού/φυσικών καταστροφών. (Άμεσος/πιθανός) ~ για αποκλεισμό. Δεν υπάρχει ~ να μεταδοθεί η ασθένεια. Ορατός είναι ο ~ να ... Η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών μειώνει τον ~ο καρδιαγγειακών παθήσεων.|| (προφ.) Δεν υπάρχει τέτοιος ~!|| (ως έκφρ. ευγενείας προτού ειπωθεί κάτι δυσάρεστο) Με ~ο να φανώ/χαρακτηριστώ αγενής ... 3. ΟΙΚΟΝ. (ειδικότ.) το ενδεχόμενο απωλειών σε επενδύσεις και γενικότ. χρηματοοικονομικές συναλλαγές: επιτοκιακός/λειτουργικός/συναλλαγματικός/τραπεζικός ~. ~ θέσης/μετοχών και χαρτοφυλακίων. Αποτίμηση/δείκτης/διασπορά/έλεγχος/εξισορρόπηση/μείωση ~ου. Απόδοση χωρίς ~ο. (Μη) ασφαλιστικοί/εμπορικοί ~οι. ~οι από μεταβολές των τιμών της αγοράς. Κατανομή/ταξινόμηση ~ων. 4. διακινδύνευση, ρίσκο: με προσωπικό ~ο. Αγωνίστηκε με ~ο της ζωής του. Πβ. διακύβευση. ● ΣΥΜΠΛ.: αξιολόγηση κινδύνου & εκτίμηση κινδύνου: ποσοτική και ποιοτική αξιολόγηση, ώστε να προσδιοριστούν οι επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου ή/και στο περιβάλλον, από μια δράση ή από την παρουσία και χρήση ουσίας: ~ ~ και στρατηγικές προφύλαξης. ~ ~ σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις., δημόσιος κίνδυνος: καθετί που αποτελεί απειλή για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο: Ένας μεθυσμένος οδηγός είναι ~ ~., επαγγελματικοί κίνδυνοι: που προκύπτουν από την άσκηση ενός επαγγέλματος. Βλ. επαγγελματική ασθένεια, εργατικό ατύχημα., ηθικός κίνδυνος: ΝΟΜ. το ενδεχόμενο οικονομικής ζημίας που αντιμετωπίζει ασφαλιστική εταιρεία και το οποίο προέρχεται από την αβεβαιότητα για την εντιμότητα του ασφαλιζομένου: φυσικός και ~ ~. [< αγγλ. moral hazard] , κίνδυνος-θάνατος: για θανατηφόρο κίνδυνο: ~ ~ το αλκοόλ/το οδικό δίκτυο. ~ ~ για τους οδηγούς/τους πεζούς.|| (σε επιγραφή) Προσοχή! ~ ~ ! (: προειδοποίηση για τον κίνδυνο ηλεκτροπληξίας)., παράγοντας κινδύνου: στοιχείο που οδηγεί σε δύσκολη κατάσταση, κυρ.για θέματα υγείας: ισχυρός/σημαντικός/σοβαρός ~ ~. Βασικοί/κύριοι ~ες ~. Ένας απρόσμενος/νέος ~ ~ για άνοια. [< αγγλ. risk factor, 1949] , σήμα κινδύνου 1. που εκπέμπεται ως έκκληση βοήθειας: Το αεροσκάφος έστειλε ~ ~ στον πύργο ελέγχου. Ακουστικά/ηχητικά/οπτικά/φωτιστικά ~ατα ~. Πβ. ΣΟΣ. 2. (μτφ.) κάθε είδους προειδοποίηση για επικείμενη απειλή: ~ ~ για το νερό/για το περιβάλλον εκπέμπουν οι οικολογικές οργανώσεις. ~ ~ λόγω αύξησης της ανεργίας. [< αγγλ. distress signal] , υψηλού/χαμηλού κινδύνου 1. ο βαθμός απειλής (μικρός ή μεγάλος) για κάποιον ή κάτι: ασθενείς/ζώνη/κατηγορία/περιοχές ~ ~. Υψηλού ~ κύηση (= επαπειλούμενη). 2. που μπορεί να βλάψει περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά: παράγοντες υψηλού ~ για την υγεία (π.χ. γενετική προδιάθεση, κάπνισμα, παχυσαρκία). Χαμηλού ~ επεμβάσεις. 3. μεγάλου/μικρού ρίσκου: επενδύσεις/μετοχές ~ ~. Αγορά υψηλού ~. [< αγγλ. high/low risk] , ανάληψη κινδύνου/ρίσκου βλ. ανάληψη, ανάλυση κινδύνου/κινδύνων βλ. ανάλυση, αποστροφή κινδύνου βλ. αποστροφή1, διαχείριση κινδύνου/κινδύνων βλ. διαχείριση, έξοδος κινδύνου βλ. έξοδος, επιχειρηματικός κίνδυνος βλ. επιχειρηματικός, κίνδυνος ρευστότητας βλ. ρευστότητα, ομάδες υψηλού κινδύνου βλ. ομάδα, πιστωτικός κίνδυνος βλ. πιστωτικός, φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης βλ. φως ● ΦΡ.: κατά παντός κινδύνου (λόγ.): ΝΟΜ. έναντι όλων των πιθανών ζημιών που μπορεί να προκληθούν από διάφορες αιτίες: ασφάλεια/ασφάλιση/κάλυψη/συμβόλαιο ~ ~., κάτι εγκυμονεί/κρύβει κινδύνους: εμπεριέχει, ενέχει κινδύνους: Ενημέρωση του κοινού για τους κινδύνους που εγκυμονούν τα γενετικά μεταλλαγμένα προϊόντα. Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ~ ~. Βλ. επιφυλάσσω., φέρει τον κίνδυνο: ΝΟΜ. έχει την ευθύνη, υφίσταται τη ζημία σε περίπτωση αρνητικής εξέλιξης: Ο εργολάβος ~ ~ του έργου. Ο ανάδοχος ~ ~ για κάθε είδους φθορά ή απώλεια., διατρέχω κίνδυνο/τον κίνδυνο να ... βλ. διατρέχω, εκθέτω σε κίνδυνο βλ. εκθέτω, κρούω τον κώδωνα (του κινδύνου) βλ. κώδων, φλερτάρει με τον θάνατο/τον κίνδυνο βλ. φλερτάρω [< αρχ. κίνδυνος, αγγλ. danger, risk, γαλλ. danger, risque]

κόρος1

κόρος1 κό-ρος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): κορεσμός. Κυρ. στη ● ΦΡ.: κατά κόρον: σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό: Ουσίες που χρησιμοποιούνται ~ ~ από ... [< αρχ. κόρος]

κόσμος

κόσμος κό-σμος ουσ. (αρσ.) 1. το Σύμπαν και γενικότ. κάθε πλανητικό σύστημα: η γέννηση/η γνώση/η δημιουργία/η καταστροφή/τα μυστήρια/η σύλληψη (= κοσμοθεωρία) του ~ου. Βασικές αρχές που διέπουν τον ~ο. Ο άνθρωπος/εμείς κι ο ~ (πβ. φύση). Φαινόμενο τόσο παλιό όσο και ο ~. Πβ. πλάση.|| Συμπαντικοί ~οι. ~οι και γαλαξίες. Αναζήτηση εξωγήινων ~ων. 2. (ειδικότ.) η Γη με τους κατοίκους της και καθετί πάνω σε αυτή, η υφήλιος: ο γύρος/τα διάφορα μέρη/η ιστορία/η πορεία/οι φυλές του ~ου. Ανακάλυψη/εξερεύνηση/κατάκτηση/χάρτης του ~ου. Ο ~ μέσα από τα μάτια των παιδιών. Του ~ου τα παράξενα/περίεργα! Ο πιο πλούσιος άνθρωπος του ~ου. Νέα από την Ελλάδα και όλο τον ~ο. Εκατομμύρια άνθρωποι στον ~ο ... Ταξίδια ανά τον ~ο. Γνωστός/μοναδικός σε όλο τον ~ο. Ο ~ του αύριο. Αγώνας/ελπίδες/όνειρα για έναν καλύτερο ~ο. Άλλαξε τη ροή του ~ου. Σε έναν ~ο που συνεχώς αλλάζει/προοδεύει. Ζήτημα που αφορά όλο τον ~ο (= παγκόσμιο). Σε τι ~ο ζούμε; Πού πάει ο ~ (: τι εξέλιξη θα έχει); Πβ. ανθρωπότητα, οικουμένη, υδρόγειος. 3. τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου: Ο ~ λέει/νομίζει ότι ... Όλος ο ~ ξεσηκώθηκε/σας είδε/το ξέρει. Έχει βουίξει ο ~ (= ο τόπος). Πάει, τρελάθηκε ο ~! Αναστάτωσε/σήκωσε στο πόδι όλον τον ~ο. Η γνώμη του ~ου (πβ. κοινή γνώμη). Η νοοτροπία του ~ου. (ειρων.) Προβλήματα που έχει ο ~! Ο ~ του σχολείου. Πβ. γειτονιά, κοινωνία, περιβάλλον, περίγυρος.|| (πλήθος ατόμων:) Έχει έρθει/μαζευτεί/συγκεντρωθεί πολύς ~ έξω από ... (πβ. πολυκοσμία). Καλωσόρισε/χαιρέτησε τον ~ο (= τους παρευρισκόμενους). Βγήκε ο ~ στους δρόμους. Κοροϊδεύει τον ~ο. Ευχαρίστησε τον ~ο που ... Κανείς στον ~ο δεν θα με εμποδίσει. Δεν είχαν ~ο τα καταστήματα (: πολλούς πελάτες, μεγάλη κίνηση). Έχω ~ο στο σπίτι (= επισκέπτες/καλεσμένους). Διαλέγει τον ~ο (= τις παρέες) που συναναστρέφεται. Απηύθυνε πρόσκληση στον ~ο (= στους πολίτες) να ... 4. (αφηρ.) κοινωνική ζωή, οργάνωση: Δεν έχει βγει στον ~ο (: είναι άβγαλτος). Δεν έχει πείρα του ~ου. Ζει έξω/μακριά από τον ~ο (= αποκομμένος, απομονωμένος). Είναι μόνος του στον ~ο (: δεν έχει οικογένεια). Σ' έναν ζοφερό ~ο. Γκρεμίστηκε ο ~ της (: αναστατώθηκε η ζωή της). Άφησε τον ~ο (= τα επίγεια, τα εγκόσμια) και πήγε να μονάσει. Βλ. καθημερινότητα. 5. σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, ως προς την ιστορική περίοδο που έζησαν, τη γεωγραφική περιοχή, το θρήσκευμα, την ιδεολογία, την επαγγελματική ιδιότητα, τα ενδιαφέροντα: ο αρχαίος (ελληνικός)/βυζαντινός/μεσαιωνικός/νεότερος/σύγχρονος ~. Η ακμή και παρακμή του ρωμαϊκού ~ου. Βλ. εποχή.|| Ο ~ της Ανατολής/Δύσης.|| Ο μουσουλμανικός/χριστιανικός ~ (= οι μουσουλμάνοι/χριστιανοί).|| Ο καπιταλιστικός/κομμουνιστικός/σοσιαλιστικός ~.|| Ο αγροτικός/εμπορικός/επιχειρηματικός/καλλιτεχνικός/πολιτικός/φίλαθλος ~. Ο ~ του αθλητισμού/των γραμμάτων και των τεχνών/της επιστήμης/του θεάματος/της μόδας/της μουσικής/της οικονομίας/της πολιτικής. Οι αγώνες/διεκδικήσεις του εργατικού ~ου. 6. σύνολο οργανωμένων στοιχείων, εννοιών, οντοτήτων: ορατός/πραγματικός ~. Ο φυσικός ~ (πβ. φυσικό περιβάλλον). Ο θαυμαστός ~ του βυθού/της θάλασσας (= υδάτινος, υποβρύχιος). Μικροσκοπικός ~ (πβ. μικρόκοσμος· βλ. μακρόκοσμος). Βλ. βιόκοσμος.|| Αόρατος/μαγικός/σκοτεινός ~. Ο ~ των ιδεών/των ονείρων/του παραμυθιού/των πνευμάτων/του υπερφυσικού (πβ. σφαίρα). Ο πνευματικός/συναισθηματικός/ψυχικός ~ του εφήβου/παιδιού. Βιβλία που ανοίγουν παράθυρα/πύλες στον ~ο της γνώσης. Διακριτοί/δυνητικοί/εξωτικοί/μυθικοί/παράλληλοι/πιθανοί/φανταστικοί ~οι. Ένας άλλος/καινούργιος ~ αποκαλύφθηκε/ξεδιπλώθηκε/ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους. Γεφύρωση δύο διαφορετικών ~ων. Ταξίδια σε άγνωστους ~ους. Πλάθω νέους ~ους με τον νου/τη φαντασία.|| Ο εικονικός/τρισδιάστατος/ψηφιακός ~. Ο ~ του διαδικτύου/των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Βλ. κυβερνο~. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωπος του κόσμου: που είναι πολύ κοινωνικός και έχει πείρα της ζωής. Πβ. κοσμικός, περπατημένος., εσωτερικός κόσμος: το σύνολο των πνευματικών και ηθικών χαρακτηριστικών κάποιου προσώπου: μοναδικός/πλούσιος/φτωχός ~ ~. Ο ~ ~ του παιδιού/του συγγραφέα. Το διάβασμα/οι τέχνες καλλιεργούν τον ~ό ~ο., ο καλός κόσμος: τα υψηλά κοινωνικά στρώματα· η καλή κοινωνία: Οι κυρίες του ~ού ~ου. Κατάφερε να μπει στα σαλόνια του ~ού ~ου. Πβ. αριστοκρατία.|| (ειρων.) Μαζεύτηκε όλος ~ ~! Πβ. η σάρα και η μάρα., Παλαιός Κόσμος: η Ασία, η Αφρική και κυρ. η Ευρώπη., αναπτυσσόμενες χώρες βλ. αναπτύσσω, Νέος Κόσμος βλ. νέος, ο μάταιος κόσμος βλ. μάταιος, πολίτης του κόσμου βλ. πολίτης, Τέταρτος Κόσμος βλ. τέταρτος, Τρίτος Κόσμος βλ. τρίτος, ψυχή του κόσμου βλ. ψυχή ● ΦΡ.: δεν ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο/δεν είναι του κόσμου τούτου/είναι από άλλο κόσμο: για κάποιον που είναι ξεχωριστός, μοναδικός ή για κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις τρέχουσες αντιλήψεις., είναι/ζει στον κόσμο του/στον δικό του κόσμο/σε άλλο κόσμο/στην κοσμάρα του & στον κόσμο του/στην κοσμάρα του (ειρων.): για πρόσωπο που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας: Εγώ του μιλάω, κι αυτός στον κόσμο του! Πβ. τον χαβά του., έτσι/αυτός είναι ο κόσμος! (προφ.): ως έκφραση συγκατάβασης, αποδοχής μιας δυσάρεστης συνήθ. κατάστασης: Τι να κάνουμε; ~ ~! Σήμερα σου μιλούν, αύριο δεν θέλουν να σε ξέρουν! ~ ~! Πβ. αυτά έχει/έχουν..., και τι στον κόσμο! (προφ.): για να δηλωθεί επιθυμία να συμβεί κάτι που θεωρείται αδύνατο, απίθανο: Αυτό να δω ~ ~!, κατά κόσμον: προς δήλωση του βαφτιστικού ονόματος και του επιθέτου, συνήθ. ιερέα ή μοναχού: (όταν προηγείται το ιερατικό όνομα:) Αρχιμανδρίτης/ιερομόναχος/μητροπολίτης/πατριάρχης ..., ~ ~ ...|| (κατ' επέκτ., όταν προηγείται το ψευδώνυμο:) Οδυσσέας Ελύτης, ~ ~ Οδυσσέας Αλεπουδέλης.|| (χιουμορ.) Μπίλι ή ~ ~ Βασίλης., κόσμε!: ως κλητική προσφώνηση: Εμπρός/ξύπνα ~! Α, ρε, ~ άκαρδε/ψεύτη! Βοήθεια, ~ (/χριστιανοί)!|| (από μικροπωλητή) Πάρε/περάστε/τρέξε, ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Πέρασε, ~ να δεις τα χαΐρια τους! Τρέμε, ~! Έρχεται ο ..., κόσμος και ντουνιάς (προφ.-εμφατ.): πολύς και κάθε λογής κόσμος: ~ ~ περνάει από εκεί. Ήρθε/μαζεύτηκε ~ ~ Πβ. κόσμος και κοσμάκης., με/για τίποτα στον κόσμο: (με άρνηση-εμφατ.) σε καμία περίπτωση, για κανένα λόγο: Δεν φεύγω/δεν το χάνω ~ ~! ~ ~ μη σταματήσεις/μην τα παρατήσεις! ΣΥΝ. για όλο το χρυσάφι του κόσμου, επ' ουδενί (λόγω), με κανέναν τρόπο, με τίποτα (1), μπροστά σε/στον κόσμο: για πράξεις που γίνονται παρουσία και άλλων ατόμων, δημοσίως: Μη μαλώνετε ~ ~! Δεν αισθάνομαι άνετα, όταν βρίσκομαι/τραγουδάω ~ ~. Πβ. σε κοινή/σε δημόσια θέα., ο έξω κόσμος: το εξωτερικό περιβάλλον: Δεν έχει καμία επαφή με τον ~ ~ο (: ζει απομονωμένος). Είχα ξεχάσει πώς είναι ~ ~ (: είχα καιρό να βγω έξω)., ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω & (σπάν.) αναποδογύρισε ο κόσμος: προκλήθηκαν συνταρακτικές αλλαγές, έγιναν μεγάλες ανακατατάξεις., ο κόσμος το 'χει τούμπανο/βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι (παροιμ.): για κάτι που οι άμεσα ενδιαφερόμενοι αποκρύπτουν, ενώ στην ουσία το γνωρίζουν όλοι., ο πολύς (ο) κόσμος: οι περισσότεροι άνθρωποι: ~ ~ νομίζει/πιστεύει ότι ... Βιβλίο άγνωστο στον ~ύ ~ο. Στη συνείδηση του ~ύ ~ου ... Τον περισσότερο ~ο δεν τον απασχολούν τέτοια θέματα. Πβ. ευρύ κοινό, μάζα, όχλος. ΣΥΝ. πολλοί (1), όμορφος κόσμος (ηθικός), αγγελικά πλασμένος (συνήθ. ειρων.): για να δηλωθεί ότι μία άσχημη κατάσταση παρουσιάζεται ως ωραία., στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης (μτφ.): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Έφτασε ~ ~., στον άλλο κόσμο: στον κάτω κόσμο· γενικότ. για αναφορά στη μεταθανάτια ζωή: Πήγε ~ ~ (= πέθανε). Τον έστειλε ~ ~ (= τον σκότωσε)., τι σου είναι ο κόσμος!: προς δήλωση αποδοκιμασίας, δυσαρέσκειας ή έκπληξης, θαυμασμού. Βλ. τι σου είναι ο άνθρωπος!, το κέντρο του κόσμου: το επίκεντρο: Πόλη που έγινε ~ ~. Νομίζει ότι είναι ~ ~ (βλ. εγωκεντρικός). Πβ. ο ομφαλός της Γης., του κόσμου (εμφατ.) 1. για μεγάλη ποσότητα: Ξόδεψε ~ ~ τα λεφτά! Μας είπε ~ ~ τις αηδίες/τα ψέματα! Έχει ~ ~ τα καλά και παραπονιέται κι από πάνω. 2. της καλής κοινωνίας: Κυρία ~ ~ με εκλεπτυσμένους τρόπους., (τι) μικρός που είναι ο κόσμος/πόσο μικρός είναι ο κόσμος! βλ. μικρός, απαρνούμαι τα εγκόσμια/τον κόσμο βλ. εγκόσμιος, από καταβολής κόσμου βλ. καταβολή, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης βλ. κτίση, για όλο το χρυσάφι του κόσμου βλ. χρυσάφι, για τα μάτια του κόσμου βλ. μάτι, δεν χάθηκε/δεν χάλασε/δεν θα χαλάσει (κι) ο κόσμος βλ. χαλώ, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, έφαγα τον κόσμο βλ. τρώω, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) βλ. βασιλεύω, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, κάνω το(ν) γύρο του κόσμου βλ. γύρος, κόσμος και κοσμάκης βλ. κοσμάκης, ο κάτω κόσμος βλ. κάτω, ο κόσμος να χαλάσει βλ. χαλώ, ο κόσμος της νύχτας βλ. νύχτα, ο ομφαλός της Γης βλ. ομφαλός, ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος βλ. πάνω & επάνω, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, συντέλεια του κόσμου βλ. συντέλεια, τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας βλ. θαύμα, τα ύστερα του κόσμου βλ. ύστερος, τρελαίνει κόσμο βλ. τρελαίνω, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω, χαλάει κόσμο βλ. χαλώ, χαλάει ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλάει τον κόσμο βλ. χαλώ, χάλασε ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλασμός Κυρίου/κόσμου βλ. χαλασμός [< 1,2,3,4: αρχ., μτγν. κόσμος, αγγλ.-γαλλ. cosmos 5,6: γαλλ. monde]

κράτος

κράτος κρά-τος ουσ. (ουδ.) {κράτ-ους | -η, -ών} 1. (κ. με κεφαλ. Κ) πολιτικά οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που συνήθ. καταλαμβάνουν μια οριοθετημένη εδαφική έκταση, αναγνωρισμένη από τη διεθνή κοινότητα· οι υπηρεσίες που διαθέτει και συνεκδ. η πολιτική εξουσία: ελεύθερο/ελληνικό/νεοσύστατο/ομόσπονδο/πολυεθνικό/υποτελές ~. Εθνικά ~η. Ο αρχηγός/η κυβέρνηση του ~ους. Ασφάλεια/έξοδα (πβ. δημόσιες δαπάνες)/νόμοι/οικονομικά/περιφέρειες (βλ. νομαρχία)/προϋπολογισμός/σύνταγμα του ~ους. Διοίκηση/κατάλυση/συγκρότηση/σύσταση του ~ους. Συμφωνίες μεταξύ ~ών (βλ. διπλωματία, εξωτερική πολιτική). Βλ. υπερ~, ψευδο~.|| Σχέσεις ~ους-πολίτη. Διαχωρισμός ~ους-εκκλησίας. Εκπρόσωποι του επίσημου ~ους. Επιχείρηση/έργο/μονοπώλιο/τα μυστικά (πβ. κρατικό απόρρητο)/υποθέσεις του ~ους. Σε ετοιμότητα το ~/ο μηχανισμός του ~ους. Οικονομική ενίσχυση από το ~. Η περιουσία του περιήλθε στο ~. Πβ. πολιτεία. 2. (ειδικότ.) η μορφή της διακυβέρνησης: ανθρώπινο/αποικιακό/αποκεντρωμένο/αστικό/αστυνομικό/αυταρχικό/δημοκρατικό/δικτατορικό/ευνομούμενο/καπιταλιστικό/κομματικό/κομμουνιστικό/ολοκληρωτικό/παρεμβατικό/πελατειακό/σοσιαλιστικό/στρατιωτικό/συγκεντρωτικό/φιλελεύθερο ~. ~ βίας/ευημερίας/καταστολής/κοινωνικών παροχών. Πβ. καθεστώς. Βλ. παρα~. 3. η γεωγραφική έκταση, η επικράτεια ενός κράτους: τα όρια/σύνορα του ~ους. Πβ. χώρα. 4. (λόγ.) κυριαρχία, εξουσία, ισχύς: το ~ του θανάτου/της λογικής/του νόμου. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθύ κράτος: υπόγειος μηχανισμός εξουσίας ο οποίος καθοδηγείται από παρακρατικές οργανώσεις, κέντρα και μυστικές υπηρεσίες (κυρ. από τις Ένοπλες Δυνάμεις) και αποσκοπεί στην επιβολή της πολιτικής του στα εσωτερικά και διεθνή ζητήματα., έθνος-κράτος: μορφή πολιτικής οργάνωσης κατά την οποία ένας σχετικά ομοιογενής πληθυσμός με κοινά εθνολογικά χαρακτηριστικά κατοικεί σε ανεξάρτητο κράτος. [< αγγλ. nation-state, 1918] , κοινωνικό κράτος: που λαμβάνει μέτρα για τη βελτίωση των όρων ζωής των πολιτών του., κράτος (-) μέλος & χώρα-μέλος: που ανήκει σε έναν υπερεθνικό πολιτικό οργανισμό με κοινές αρχές και στόχους: ιδρυτικό ~ ~. ~ ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης/του ΝΑΤΟ/του ΟΗΕ. Ένταξη νέου ~ους ~ους στην Ευρωζώνη. [< αγγλ. member-state, 1931] , (Γενικό) Χημείο του Κράτους βλ. χημείο, ανεξάρτητο/κυρίαρχο κράτος βλ. ανεξάρτητος, αυτόνομο κράτος βλ. αυτόνομος, Γενικά Αρχεία του Κράτους βλ. αρχείο, ένωση κρατών βλ. ένωση, επανίδρυση του κράτους βλ. επανίδρυση, κοσμικό/λαϊκό κράτος βλ. κοσμικός, κράτος δικαίου βλ. δίκαιο, κράτος πρόνοιας βλ. πρόνοια, κράτος/πόλη δορυφόρος βλ. δορυφόρος, κράτος-νταντά/γκουβερνάντα βλ. νταντά, Νομικό Συμβούλιο του Κράτους βλ. νομικός, ομοσπονδιακό κράτος βλ. ομοσπονδιακός, πόλη-κράτος βλ. πόλη ● ΦΡ.: κατά κράτος (λόγ.): ολοκληρωτικά, πλήρως: Νίκησαν ~ ~ τα αντίπαλα στρατεύματα. Κέρδισε ~ ~ τις εντυπώσεις.|| (ως επίθ.) ~ ~ επικράτηση/ήττα., κράτος εν κράτει (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): για ομάδα, φορέα ή πρόσωπο που έχει αποκτήσει αυτονομία ή υπέρμετρη εξουσία μέσα σε ένα κράτος., το κράτος είμαι εγώ: (ρήση του Λουδοβίκου ΙΔ' της Γαλλίας) ως έκφραση απολυταρχικού πνεύματος και συγκεντρωτισμού των εξουσιών. [< γαλλ. L'État, c'est moi ] , υπό το κράτος (μτφ.): υπό την κυριαρχία, την επιβολή ή την επήρεια: ~ ~ εκβιασμών και απειλών/της μέθης/του πανικού. Ζουν ~ ~ του φόβου., κράτος-νυχτοφύλακας βλ. νυχτοφύλακας, ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους βλ. ρήτρα [< αρχ. κράτος ‘δύναμη, ανώτατη εξουσία’, γαλλ. état, γερμ. Staat]

κρημνός

κρημνός κρη-μνός ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ. σύνθετo τμήμα ιστών (κυρ. του δέρματος) που μετατίθεται με χειρουργική επέμβαση από μια περιοχή του σώματος σε μια άλλη γειτονική. 2. γκρεμός· κυρ. στη ● ΦΡ.: κατά κρημνών (λόγ.): προς την καταστροφή: Η επιχείρηση/οικονομία βαίνει/πάει ~ ~. Πβ. κατά δια(β)όλου. [< 1: γαλλ. lambeau 2: αρχ. κρημνός]

κύμα

κύμα [κῦμα] κύ-μα ουσ. (ουδ.) {κύμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. μάζα νερού που υψώνεται και υποχωρεί στην επιφάνεια υδάτινου όγκου και προκαλείται συνήθ. από φυσικές δυνάμεις (άνεμο, παλίρροια, σεισμική δόνηση)· κατ' επέκτ. ό,τι έχει παρόμοια κίνηση ή μορφή: άγρια/αφρισμένα/γιγάντια/θαλάσσια/θεόρατα/ισχυρά/μανιασμένα/μεγάλα/ορμητικά/τεράστια/ωκεάνια ~ατα. Φονικό ~ (πβ. τσουνάμι). Ο αφρός/η βοή/ο ήχος/ο παφλασμός/ο φλοίσβος των ~άτων. ~ατα βουνά (= πελώρια). Η θάλασσα έχει/σήκωσε ~ (βλ. τρικυμία). Τα ~ατα ξέβρασαν μια νεκρή φάλαινα. Τα ~ατα χτυπούσαν με δύναμη/μανία στους βράχους. Το ~ σκάει στην ακτή/στα πόδια μας. Τα παιδιά έπαιζαν με τα ~ατα. Τους κατάπιαν τα ~ατα (= πνίγηκαν). Οι δύο ναυαγοί πάλευαν με τα ~ατα όλη (τη) νύχτα. Βλ. κυματισμός.|| (συνεκδ.) Οικόπεδα/ταβέρνες δίπλα/κοντά/πάνω/πλάι στο ~. Το σπίτι βρίσκεται πενήντα μέτρα από το ~ (πβ. θάλασσα, παραλία).|| ~ατα άμμου (βλ. αμμόλοφος, θίνα). Οι φίλαθλοι κάνουν ~ στις εξέδρες. 2. (μτφ.) φυσικό, κοινωνικό ή άλλο φαινόμενο, τάση, συναίσθημα που εκδηλώνεται με μεγάλη ένταση ή/και σε ευρεία έκταση: πρωτοφανές/σφοδρό ~ ζέστης/κακοκαιρίας πλήττει τη χώρα.|| Αντιπολεμικό/επαναστατικό ~. Παγκόσμιο ~ διαμαρτυρίας. Γενικευμένο/κλιμακούμενο/ογκούμενο ~ αντιδράσεων/βίας/εγκληματικότητας/επιθέσεων/κινητοποιήσεων. ~ απολύσεων/προσλήψεων/φυγής (υπαλλήλων). Καλλιτεχνικό ~ αλληλεγγύης/συμπαράστασης (για τα θύματα του σεισμού). Μεγαλώνει/φουντώνει το ~ των καταλήψεων στα σχολεία. Απεργιακό ~ σάρωσε τις δημόσιες υπηρεσίες της χώρας.|| (ΟΙΚΟΝ.) Ανοδικό ~ στο χρηματιστήριο. Έρχεται νέο ~ ακρίβειας/ανατιμήσεων.|| ~ ανησυχίας/πανικού. Επιδημικό/πανδημικό ~. Η αθώωσή του ξεσήκωσε/προκάλεσε ~ οργής. Ένιωσα να με πλημμυρίζει ένα ~ ενθουσιασμού. 3. (μτφ.) μεγάλος αριθμός ανθρώπων που μετακινούνται συγχρόνως: ~ εκδρομέων/(λαθρο)μεταναστών/προσφύγων. Καταφθάνουν στη χώρα μας τα πρώτα ~ατα τουριστών. 4. ΦΥΣ. περιοδική ταλάντωση που ξεκινά από συγκεκριμένη πηγή και διαδίδεται στον χώρο είτε μέσω κάποιου υλικού σώματος είτε στο κενό· ειδικότ. ένας πλήρης κύκλος αυτής της ταλάντωσης: ακουστικά (βλ. ήχος)/αρμονικά/εγκεφαλικά (: ~ατα άλφα/βήτα/δέλτα)/ελαστικά/ερτζιανά (βλ. ραντάρ)/μηχανικά/σεισμικά/φωτεινά ~ατα. Ημιτονοειδές ~ (: το πλάτος της διαταραχής μεταβάλλεται ημιτονοειδώς στον χώρο και τον χρόνο). Ανάκλαση/διάδοση/διάθλαση/ένταση/εξίσωση/κορυφή/πλάτος/συνάρτηση (= κυματοσυνάρτηση)/ταχύτητα/φάση ~ατος. Επαλληλία/υπέρθεση ~ων. ~ατα εδάφους (: ραδιοκύματα που μεταδίδονται κατά μήκος της επιφάνειας της Γης)/μεταφοράς (: που μεταφέρουν ύλη)/υπερήχων/χώρου. Βλ. μικροκύματα. ● Υποκ.: κυματάκι (το): κυρ. στη σημ. 1. ● Μεγεθ.: κυματάρα (η): κυρ. στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: διαμήκη κύματα: ΦΥΣ. όταν η τοπική μετατόπιση των μορίων της ύλης και η διάδοση της ταλάντωσης γίνονται κατά την ίδια κατεύθυνση. [< αγγλ. longitudinal waves, 1936] , εγκάρσια κύματα: ΦΥΣ. όταν η τοπική μετατόπιση της ύλης γίνεται κάθετα ως προς την διεύθυνση διάδοσης της ταλάντωσης. [< αγγλ. transverse waves, 1912] , ηχητικά κύματα: ΦΥΣ. που διαδίδονται με τη μεσολάβηση ενός φυσικού μέσου, όπως ο αέρας, και μεταδίδουν τον ήχο. Βλ. ακουστικά κύματα. [< γαλλ. ondes sonores] , κρουστικό κύμα: ΦΥΣ. που οφείλεται σε έκρηξη ή δημιουργείται συνήθ. όταν ένα σώμα, κυρ. αεροπλάνο ή βλήμα, κινείται στον αέρα με ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτή του ήχου: κάθετα/πλάγια ~ά ~ατα. Βλ. υπερηχητικός.|| (ΙΑΤΡ.) Θεραπεία/λιθοτριψία με ~ά ~ατα. [< αγγλ. shock-wave, 1907] , κύμα καύσωνα/ψύχους: ΜΕΤΕΩΡ. ακραίο καιρικό φαινόμενο κατά το οποίο επικρατούν πολύ υψηλές/χαμηλές θερμοκρασίες σε μεγάλες γεωγραφικές εκτάσεις: ~ ~ μαστίζει/σαρώνει την Ευρώπη., μήκος κύματος : ΦΥΣ. η απόσταση ανάμεσα σε δύο αντίστοιχα σημεία διαδοχικών κυμάτων: ελάχιστο/μέγιστο ~ ~. ~ ~ του φωτός. Ακτινοβολία με ~ ~ ...νανόμετρα. [< γαλλ. longueur d'onde] , μοναχικό κύμα: ΦΥΣ. που προξενεί μικρές αλλαγές στις συνθήκες πίεσης, πυκνότητας ή ταχύτητας του υλικού που διατρέχει και δεν συνοδεύεται από αντίστοιχες κυματικές διαταραχές. [< αγγλ. solitary wave] , βαρυτικά κύματα βλ. βαρυτικός, βραχέα (κύματα) βλ. βραχύς, ηλεκτρομαγνητικά κύματα βλ. ηλεκτρομαγνητικός, μακρά (κύματα) βλ. μακρός, μεσαία (κύματα) βλ. μεσαίος, μέτωπο κύματος βλ. μέτωπο, νέο κύμα βλ. νέος, οδεύον/τρέχον κύμα βλ. οδεύω, παλιρροϊκό κύμα βλ. παλιρροϊκός, πράσινο κύμα βλ. πράσινος, στάσιμο κύμα βλ. στάσιμος, ωστικό κύμα βλ. ωστικός ● ΦΡ.: κατά κύματα & κύματα κύματα: κατά τρόπο που χαρακτηρίζεται από μαζικότητα και περιοδικότητα: Η έξοδος του Πάσχα θα πραγματοποιηθεί ~ ~. Οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την περιοχή ~ ~. Έκανε λόγο για επιθέσεις που δέχεται ~ ~., κόντρα στο κύμα 1. αντίθετα από την κατεύθυνση του κύματος: Κολυμπούσαν/κωπηλατούσαν ~ ~. 2. (μτφ.) ενάντια στη γενική τάση, στην κυρίαρχη άποψη: Με το έργο του πηγαίνει ~ ~. Πβ. κόντρα στο ρεύμα/στον καιρό/στον άνεμο. Βλ. μέινστριμ., περνώ από σαράντα/χίλια κύματα {συνήθ. στο γ' πρόσ. αορίστου} (μτφ.): συναντώ πολλές δυσκολίες, εμπόδια: Το ειδύλλιό τους έχει περάσει ~ ~. Μετά από σαράντα κύματα κατάφεραν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους., στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος (μτφ.): για να δηλωθεί συμφωνία, ταύτιση ή διαφορετικότητα, αντίθεση αντιστοίχως: Βρισκόμαστε/είμαστε/εκπέμπουμε στο ίδιο ~ (: έχουμε τις ίδιες απόψεις, συνήθειες, κοινούς στόχους). Πβ. συμφωνώ.|| Σε διαφορετικό/άλλο ~ ~ με τον βουλευτή κινήθηκε/μίλησε η υπουργός ... Πβ. διαφοροποιούμαι. ΣΥΝ. στην ίδια/σε διαφορετική(/άλλη) συχνότητα [< γαλλ. (être) sur la même longueur d'onde] , έρμαιο των κυμάτων βλ. έρμαιο, χύμα στο κύμα βλ. χύμα [< 1: αρχ. κῦμα 2,3,4: γαλλ. vague, onde, αγγλ. wave]

κυριολεξία

κυριολεξία κυ-ρι-ο-λε-ξί-α ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. η βασική, ακριβής ή αρχική σημασία λέξης, φράσης, σε αντίθεση προς τη μεταφορική: Στον ποιητικό λόγο οι λέξεις χάνουν την ~ τους. Ήταν μια αγωνίστρια της ζωής με την ~ του όρου. Πβ. ακριβολογία. Βλ. μεταφορά, σχήμα (λόγου).|| (συνεκδ. στον πληθ.) Χρησιμοποιεί ~ες (= κυριολεκτεί). Μπερδεύουν τους συμβολισμούς με τις ~ες (: κυριολεκτικές χρήσεις). ● ΦΡ.: κατά κυριολεξία (επίσ.): κυριολεκτικά, με την κυριολεκτική σημασία. Βλ. μεταφορικά., στην κυριολεξία ΣΥΝ. κυριολεκτικά 1. (επιτατ.) πραγματικά, στα αλήθεια, χωρίς (πολλές) υπερβολές: Γελάσαμε, ~ ~, μέχρι δακρύων. Η ζωή της ~ ~ κρεμόταν σε μια κλωστή. 2. στην κυριολεκτική σημασία: Η λέξη ... ~ ~ σημαίνει ... [< μτγν. κυριολεξία]

κύριος

κύριος κύ-ρι-ος ουσ. (αρσ.) {κυρί-ου | -ων, -ους} 1. ως ευγενική αναφορά ή προσφώνηση άντρα: (για κάποιον του οποίου αγνοούμε το όνομα) Ένας γοητευτικός/ευγενέστατος/ηλικιωμένος/νεαρός ~. Σας ζητάει ένας ~. Ο ~ της φωτογραφίας της φάνηκε γνωστός. Ρωτήστε τον ~ο δίπλα. Ο εν λόγω ~ θέλησε να μείνει ανώνυμος. (στο τηλέφωνο) Με ποιον ~ο μιλάω;|| Αγαπητέ/φίλτατε ~ε ... Αξιότιμοι ~οι ... Κυρίες και ~οι ...|| (με ρ. στο γ' πρόσ., συνήθ. για πελάτη) Για δες τι θέλει ο ~. Τι θα πάρουν οι ~οι;|| (συνοδεύει επώνυμο ή/και όνομα, ιδιότητα) Ο ~ Αντρέας. (ως συντομ. κ.) Ο κ. Πετρόπουλος. (ως συντομ. κ.κ.) Οι κ.κ. Βασιλείου και Ρένεσης. Ο ~ καθηγητής/πρόεδρος ... Μάλιστα, ~ε δικαστά. 2. (λόγ.) εξουσιαστής, κυρίαρχος: ~ του κόσμου (= ο Θεός). Έγινε ο ~ του νησιού/της πόλης (πβ. αφέντης). Κάθε άνθρωπος είναι ~ της μοίρας/τύχης του. Παρέμειναν ~οι της κατάστασης/του παιχνιδιού μέχρι τέλους. Πβ. άρχοντας, βασιλιάς. 3. ΝΟΜ. κάτοχος, ιδιοκτήτης: ο ~ του ακινήτου/της επιχείρησης/των μετοχών. Βλ. συγ~. 4. άνδρας με αξιοπρέπεια, ήθος και σοβαρότητα: Είναι ~ με τα/σε όλα του. Ήταν ένας πραγματικός ~ του ελληνικού θεάτρου. Πβ. ιππότης, τζέντλεμαν. 5. προσηγορία ή προσφώνηση δασκάλου ή καθηγητή μέσης εκπαίδευσης, κυρ. από μαθητές: Με σήκωσε ο ~ στον πίνακα. ~ε, να ρωτήσω κάτι; 6. σύζυγος, οικοδεσπότης ή αφεντικό: (κυρ. παλαιότ.) Ο ~ της κυρίας. Πβ. άνδρας.|| Πότε επιστρέφει ο ~ του σπιτιού;|| (από το υπηρετικό προσωπικό) Ο ~ απουσιάζει. ● ΣΥΜΠΛ.: συμφωνία κυρίων: που δεν βασίζεται σε επίσημο έγγραφο, αλλά στον λόγο των συμβαλλόμενων: Υπάρχει ~ ~ ανάμεσα στις δύο πλευρές ότι ... [< αγγλ. gentlemen's/ gentleman's agreement, γαλλ. ~ ~, 1930] , ψιλός κύριος βλ. ψιλός ● ΦΡ.: κύριος/κυρία του εαυτού μου: ανεξάρτητος/η ή ικανός/ή να διατηρώ τον αυτοέλεγχό μου. ● βλ. κυρία [< 1,5,6: μτγν. κύριος, γαλλ. monsieur, ιταλ. signore 2,3: αρχ. κύριος 4: αγγλ. gentleman]

λάθος

λάθος λά-θος ουσ. (ουδ.) {λάθ-ους | -η, -ών} 1. ό,τι αποκλίνει από αυτό που θεωρείται σωστό και κατ' επέκτ. αποδεκτό, λογικό και αναμενόμενο ή από αυτό που ισχύει στην πραγματικότητα· ακατάλληλη ή ανεπιτυχής ενέργεια, κακή πράξη, παράβαση ή παράλειψη: ακούσιο/ανεπανόρθωτο/ασυγχώρητο/εγκληματικό/επαγγελματικό/μοιραίο/οικτρό/ολέθριο/παιδαριώδες/σοβαρό/στιγμιαίο/τραγικό/χαζό/χοντρό ~. Ιατρικό/λογιστικό/στατιστικό/τεχνικό/τυπογραφικό (πβ. παρόραμα) ~. Γλωσσικά/γραμματικά/εκφραστικά/λεκτικά/ορθογραφικά/συντακτικά/φραστικά ~η (βλ. ακυρολεξία, ασυνταξία, βαρβαρισμός, μαργαριτάρι, σολοικισμός). Επικοινωνιακά/στιλιστικά ~η. ~ από αμέλεια/απερισκεψία/απροσεξία/επιπολαιότητα. ~ εκ παραδρομής. Το μεγαλύτερο ~ της ζωής κάποιου. Ενδεχόμενο/περίπτωση/πιθανότητα ~ους. Αποφυγή/διόρθωση/σωρεία ~ών. Συγγνώμη, (δικό μου) ~! Ήταν ~ μου/προσωπικό μου ~ που ... Με το παραμικρό ~, μου βάζει τις φωνές. Αναγνωρίζω/αρνούμαι/ομολογώ/παραδέχομαι/πληρώνω το ~ μου. Διέπραξε ~η. Υπέπεσε σε πολλά ~η. Μαθαίνουμε από τα ~η μας. Δεν έμαθε από τα ~η του παρελθόντος. Έγιναν ~η στρατηγικής/τακτικής/χειρισμού. Δεν εντοπίστηκαν ~η. Ελέγχω το κείμενο για τυχόν ~η. Πβ. αμάρτημα, αστοχία, ατόπημα, γκάφα, γκέλα, κοτσάνα, ολίσθημα, παράπτωμα, πλάνη1, πλημμέλημα, στραβοτιμονιά, φάλτσο. ΣΥΝ. σφάλμα (1) 2. (ως επίθ.) λανθασμένος: ~ απάντηση (= άστοχη, ΑΝΤ. ορθή)/διεύθυνση/εντύπωση/κίνηση/νούμερο. Σε ~ βάση. ~ άνθρωπος σε ~ θέση. Πήρα ~ λεωφορείο. ΑΝΤ. σωστός (1) 3. (ως επίρρ.) λανθασμένα: Μάλλον κατάλαβα ~. ~ (= εσφαλμένα) το έγραψες. Τι κάνω/μπορεί να πήγε ~ (= στραβά); ● Υποκ.: λαθάκι (το): Βλ. μικρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: ανθρώπινο λάθος: για απόδοση ευθυνών σε πρόσωπο: Το δυστύχημα οφείλεται σε ~ ~ και όχι σε μηχανική βλάβη., ανάλυση λαθών/σφαλμάτων βλ. ανάλυση, ερωτήσεις σωστού-λάθους/διαζευκτικής απάντησης βλ. ερώτηση, λάθος/τέρας/έκτρωμα της φύσης βλ. φύση, μήνυμα λάθους/σφάλματος βλ. μήνυμα, περιθώριο σφάλματος/λάθους βλ. περιθώριο ● ΦΡ.: αν δεν κάνω λάθος: έκφρ. μετριασμού της βεβαιότητας για κάτι: ~ ~ (= αν δεν γελιέμαι), ασχολείται με ... Σε είδα χθες, ~ ~. ΣΥΝ. αν δεν απατώμαι, γράψε/γράψτε λάθος & σημειώσατε λάθος (προφ.): έκφρ. παραδοχής σφάλματος: Συγγνώμη, ξέχασα ότι δεν μπορείς/μπορείτε αύριο, ~ ~., κάνω λάθος: σφάλλω: ~εις (μεγάλο) ~ (= απατάσαι) αν νομίζεις πως ... ~ει συνέχεια τα ίδια ~η/το ένα ~ μετά το άλλο. Δεν πειράζει, όλοι ~ουμε ~η. Έκανα ~ στην εκτίμησή μου (= έπεσα έξω)/στην πρόσθεση/στους υπολογισμούς. Μην ~εις το ~ και/να του ξαναμιλήσεις. Πβ. λαθεύω, λανθάνω. Βλ. αλάθητο., κατά λάθος & (λόγ.) εκ λάθους: χωρίς να το θέλει κάποιος: Έσβησα το μήνυμα ~ ~. Πβ. από αβλεψία. ΑΝΤ. εκ προθέσεως, επίτηδες, εσκεμμένα, σκόπιμα., λάθη επί λαθών (λόγ.-εμφατ.): διαδοχικά λάθη: ~ ~ στα τελευταία λεπτά του αγώνα., λάθος εποχή βλ. εποχή, τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε βλ. άνθρωπος, χτυπώ λάθος πόρτα βλ. πόρτα [< μτγν. λάθος ‘λήθη’, μεσν. λάθος, γαλλ. erreur, faute]

λεγόμενος

λεγόμενος, η, ο λε-γό-με-νος επίθ. (με άρθ.): που λέγεται, αποκαλείται: Ο 5ος αι. π.Χ., ο ~ (= επονομαζόμενος) και "χρυσός αιώνας του Περικλή". Οι ~ες "χώρες του Τρίτου Κόσμου". ● ΣΥΜΠΛ.: άπαξ λεγόμενον/λέξη άπαξ βλ. άπαξ ● ΦΡ.: κατά το κοινώς λεγόμενο(ν) (λόγ.) & (λογιότ.) κατά το δη λεγόμενον: (για να χρησιμοποιηθεί, ειρωνικά ή χιουμοριστικά, λέξη ή φράση του προφορικού λεξιλογίου) όπως συνήθως λέγεται: Είναι εξουθενωμένος· ~ ~, τα 'χει φτύσει! Πβ. απλοελληνικά.

λέξη

λέξη λέ-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. ΓΛΩΣΣ. μονάδα του λόγου, γλωσσικό σημείο που έχει μορφή και περιεχόμενο (σημασία): λεξικές (ή πλήρεις) και γραμματικές (ή λειτουργικές ή κενές) ~εις. Απλές και μη απλές (: σύνθετες ή παράγωγες) ~εις (βλ. επίθ-, μόρφ-ημα, θέμα). Φωνολογικές ~εις. Οι τύποι μιας ~ης.|| (ΓΡΑΜΜ.) Άκλιτες ή κλιτές ~εις.|| (ΛΕΞΙΚΟΓΡ.) Απαρχαιωμένες/αρχαίες ελληνικές/νέες (= νεολογισμοί)/σπάνιες ~εις. Η ετυμολογία/ο ορισμός μιας ~ης. Καταχώρηση ~εων σε λεξικό. Βλ. λεξιλόγιο.|| Δυσνόητη/κακόηχη/συνθηματική (βλ. πάσγουορντ) ~. Άγνωστες/βασικές/καθημερινές/ξένες/χυδαίες ~εις. Τα γράμματα/η έννοια/η μετάφραση μιας ~ης. Πώς γράφεται/τι σημαίνει η ~ ...; Από πού βγαίνει/προέρχεται η ~ ...; ~ που αρχίζει από/με φωνήεν. Δεν μου 'ρχεται η κατάλληλη ~. Αναζήτηση με ~εις-κλειδιά (: σε βάσεις δεδομένων). || ~εις-συνθήματα (: αλλαγή, επανίδρυση, κάθαρση). 2. κάτι που λέγεται ή γράφεται, σύντομη κουβέντα: Δεν ακούω ~ (για αυτό το ζήτημα)! Δεν μπόρεσε να αρθρώσει/βγάλει ~ (: να μιλήσει). ~ δεν έγραψε στο διαγώνισμα (: έδωσε λευκή κόλλα). Δεν έχουν ανταλλάξει ~ από το πρωί. Θέλω να σου πω δυο ~εις (= λόγια). Ξεστόμισε/χρησιμοποίησε βαριές ~εις (πβ. εκφράσεις). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των δυαδικών ψηφίων που μπορούν να αποθηκευτούν σε έναν καταχωρητή της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας υπολογιστή και ο οποίος αποτελεί πολλαπλάσιο του οκτώ. ● Υποκ.: λεξίδιο (το) {συνήθ. στον πληθ.}: Βλ. -ίδιο., λεξούλα (η): Το μωρό είπε τις πρώτες του ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: λέξη-ταμπού βλ. ταμπού, μήκος λέξης βλ. μήκος, πρωτότυπη λέξη βλ. πρωτότυπος ● ΦΡ.: δεν λέω/δεν βγάζω λέξη (προφ.) 1. δεν λέω τίποτα, δεν μιλώ καθόλου: Δεν έβγαλε ~ από το στόμα του.|| (συχνά απειλητ.) Μην πεις ~ σε κανέναν! Μείνε εδώ ήσυχος και μη βγάλεις ~. Πβ. δεν βγάζω άχνα, σωπαίνω. 2. μόνο στο "δεν βγάζω λέξη": δεν καταλαβαίνω τίποτα: ~ ~ από το κείμενο., δεν μου βγαίνει λέξη (προφ.): δεν μπορώ να εκφραστώ προφορικά ή γραπτά, δεν έχω έμπνευση., δεν παίρνω λέξη πίσω (προφ.): δεν αναιρώ ή δεν μετανιώνω για προηγούμενη δήλωσή μου. ΑΝΤ. το παίρνω πίσω., επί λέξει (λόγ.) & κατά λέξη/(λόγ.) λέξιν: με τα ίδια ακριβώς λόγια: Στην παραίτησή του αναφέρει ~ ~ τα εξής ... Δήλωσε/μου είπε ~ ~ τα ακόλουθα ...|| (ως επίθ.) ~ ~ μετάφραση (= κατά γράμμα, πβ. πιστή, βλ. ελεύθερη). ΣΥΝ. αυτολεξεί, λέξη προς λέξη (1), έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα: παίρνω την οριστική απόφαση, καθορίζω το τέλος, το αποτέλεσμα: Δεν έχω πει ακόμη ~ μου ~. Ο λαός θα πει ~ ~ στις εκλογές. Θέλει να έχει ~ ~ σε όλα. [< γαλλ. avoir le dernier mot ] , λέξη προς λέξη 1. επί λέξει. 2. με κάθε λεπτομέρεια: Τα αφηγήθηκα/είπα όλα ~ ~. [< γαλλ. mot à mot] , με μια λέξη & με δυο λέξεις: με λίγα λόγια, πολύ σύντομα, συνοπτικά: Ανακεφαλαιώνω/περιγράφω/συνοψίζω/χαρακτηρίζω κάτι ~ ~. ~ ~, μου είπε ότι εγώ φταίω. [< γαλλ. en un mot] , ούτε λέξη 1. (+ για) κανένας λόγος, καμία αναφορά: (Δεν είπε) ~ ~ για άδεια. 2. απολύτως τίποτα: Δεν πιστεύω ~ ~ απ' όσα είπες.|| Δεν γνωρίζει ~ ~ (= καθόλου) Γαλλικά., παίζω με τις λέξεις & (σπάν.) παίζω με τα λόγια: κάνω περίεργους συνδυασμούς λέξεων, εκμεταλλεύομαι την πολυσημία τους, για να δημιουργήσω ασάφεια, να οδηγήσω κάποιον σε παρερμηνεία: Στα ποιήματά του ~ει ~.|| Μην ~εις ~! [< γαλλ. jouer sur les mots] , πίσω από τις λέξεις & κάτω από τις λέξεις (μτφ.): αναφορά στο βαθύτερο νόημα φράσης, ενέργειας: Τι κρύβεται ~ ~; Η ουσία ~ ~. Μάθε να διαβάζεις ~ ~ (= ανάμεσα στις/πίσω από τις γραμμές)., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα βλ. κουβέντα, η τελευταία λέξη βλ. τελευταίος, με όλη τη σημασία της λέξης βλ. σημασία, μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις βλ. εικόνα, παιχνίδι με τις λέξεις βλ. παιχνίδι [< μεσν. λέξη < αρχ. λέξις, γαλλ. mot 3: αγγλ. word, 1946]

μάλλον

μάλλον [μᾶλλον] μάλ-λον επίρρ. 1. ίσως, πιθανώς, πιθανόν: ~ θ' αργήσω. 2. πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό: Προτιμώ ~ να μείνω μόνος μου, παρά να έρθω μαζί σας. 3. (για μετριασμό) κάπως: Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ~ πιο εύκολη και απλή. 4. για να διορθωθεί κάτι που προαναφέρθηκε: Προτιμώ, ή ~ προτιμούσα, το μπάσκετ από το ποδόσφαιρο. ● ΦΡ.: επί μάλλον και μάλλον (σπάν.-λόγ.): ολοένα και πιο πολύ. , κατά το μάλλον ή ήττον (λόγ.): λίγο πολύ, πάνω-κάτω: Οι όροι της συμφωνίας ικανοποίησαν ~ ~ και τις δύο πλευρές., πολλώ (δε) μάλλον & τοσούτω μάλλον (λόγ.): πολύ περισσότερο: Υπάρχει επιτακτική ανάγκη να ληφθούν μέτρα, ~ ~ στην παρούσα φάση., πόσο μάλλον: πολύ περισσότερο: Έχω τρεις μήνες να του μιλήσω στο τηλέφωνο, ~ ~ να βρεθούμε από κοντά! [< αρχ. μᾶλλον]

μανά

μανά μα-νά: μόνο στη ● ΦΡ.: ξανά μανά βλ. ξανά ΜΑΝΑ

μέρος

μέρος μέ-ρος ουσ. (ουδ.) {μέρ-ους | -η, -ών} 1. τμήμα ευρύτερου συνόλου: θεωρητικό/πειραματικό ~ ενός μαθήματος. Τα ~η του σώματος. Μεταλλικά/μηχανικά ~η οχημάτων. Έκοψε την τούρτα σε οκτώ ίσα ~η (= κομμάτια, τεμάχια). Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε ~η (πβ. ενότητες, κεφάλαια). Το μεγαλύτερο ~ του έργου ολοκληρώθηκε. Το δεύτερο ~ της παράστασης ήταν κουραστικό. (για ταινία) Είδες το τρίτο ~ (βλ. σίκουελ); (για ομάδα) Ήμασταν καλύτεροι στο πρώτο ~ (= ημίχρονο). Από τη σονάτα δεν σώθηκε το ~ του βιολιού. Ζήτησε το ~ (= μερίδα, μερίδιο, μερτικό) του απ' τα κέρδη. Για ό,τι έγινε, έχεις κι εσύ ~ (της) ευθύνης. Γνωρίζει μόνο ~ της αλήθειας. Αποτελείς/είσαι (σημαντικό) ~ της ζωής μου. 2. (προφ.) με τοπική σημασία: αγαπημένο/ιδανικό/μαγευτικό ~ (= τόπος) για διακοπές. Άνθρωποι από διαφορετικά ~η/απ' όλα τα ~η της Γης έρχονται στο νησί. Σε κανένα (άλλο) ~ του κόσμου (= πουθενά αλλού). Σε οποιοδήποτε άλλο ~ (= οπουδήποτε αλλού). Το διαμέρισμά σου είναι σε ωραίο ~ (= τοποθεσία). Πήγε προς αυτό/εκείνο/το άλλο ~ (= κατεύθυνση). Πώς κι ήρθες απ' τα/στα ~η μας (πβ. εδώ); Σε κάποιο ~ (= κάπου) εδώ κοντά. Από ποιο ~ είσαι/κατάγεσαι (: περιοχή, πόλη, χώρα, χωριό); Οι συνήθειες διαφέρουν από ~ σε ~. Στο πίσω ~ της οθόνης (= μεριά, πλευρά). Δεν υπάρχει ~ να καθίσουμε (= θέση, χώρος). Σε ποιο ~ χτύπησες (= πού, σε ποιο σημείο); 3. {συνηθέστ. στον πληθ.} καθένα από τα δύο ή περισσότερα πρόσωπα, ομάδες ή κράτη που μετέχουν σε μια διαδικασία, βρίσκονται σε αντιπαράθεση ή έχουν άμεση σχέση: εμπλεκόμενα/εμπόλεμα/ενδιαφερόμενα ~η. Τα ~η μιας δίκης (= αντίδικοι). Αναζητείται λύση που θα ικανοποιεί όλα τα ~η. Αμφότερα τα ~η κατέληξαν σε συμφωνία/συμφώνησαν. Η αίτηση θα κοινοποιηθεί και στο άλλο ~. ΣΥΝ. μεριά (2), πλευρά (3) 4. (ευφημ.-κυρ. παλαιότ.) τουαλέτα, αποχωρητήριο. ΣΥΝ. καμπινές ● ΣΥΜΠΛ.: (τα) μέρη του λόγου: ΓΡΑΜΜ. καθεμία από τις κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται οι λέξεις μιας γλώσσας, με βάση τη μορφολογία ή τη συντακτική τους λειτουργία: Στα κλιτά ~ ~ ανήκουν τα άρθρα, τα ουσιαστικά, τα ρήματα, τα επίθετα, οι αντωνυμίες και οι μετοχές, ενώ στα άκλιτα τα επιρρήματα, οι προθέσεις, οι σύνδεσμοι και τα επιφωνήματα., απόκρυφα σημεία (του σώματος) βλ. απόκρυφος, λυρικά μέρη βλ. λυρικός, συμβαλλόμενα μέρη βλ. συμβάλλω ● ΦΡ.: από μέρους (κάποιου): από την πλευρά του, σε ό,τι τον αφορά: ~ ~ μου κανένα πρόβλημα, κάνε ό,τι θέλεις!, αφήνω/βάζω (κάτι) κατά μέρος: παραμερίζω, παραβλέπω, παρακάμπτω: Ας αφήσουμε ~ την γκρίνια/τις διαφορές/τους εγωισμούς/τη μιζέρια. ~οντας ~ το γεγονός ότι ... ΣΥΝ. βάζω στην άκρη/στην μπάντα (2), βάζω κατά μέρος (προφ.): αποταμιεύω. ΣΥΝ. βάζω στην άκρη/στην μπάντα (1), εκ μέρους (σπάν. εκμέρους)/από μέρους (κάποιου) (λόγ.): ως εκπρόσωπός του: ~ ~ μου (= από τη δική μου πλευρά, μεριά). Ο υπουργός ... κατέθεσε στεφάνι ~ ~ της κυβέρνησης. Πβ. για λογαριασμό, εξ ονόματος. [< γαλλ. de la part de] , εν μέρει & ενμέρει (λόγ.): σε κάποιο βαθμό, όχι συνολικά: Έχεις ~ ~ δίκιο. ΣΥΝ. μερικώς, υπό/κατά μία έννοια ΑΝΤ. εν όλω, εντελώς, πλήρως [< γαλλ. en part] , επί μέρους (λόγ.): επιμέρους: Το τρίτο ~ ~ ζήτημα αφορά ..., κατά (ένα) μεγάλο μέρος & (λόγ.) κατά μέγα μέρος: σε μεγάλο βαθμό, ποσοστό: ~ ~ το πρόβλημα λύθηκε., λαμβάνω/παίρνω μέρος σε κάτι: συμμετέχω: Στον διαγωνισμό/στις εκδηλώσεις/στην κλήρωση/στη συζήτηση έλαβαν/πήραν ~ μαθητές απ' όλη τη χώρα. [< γαλλ. prendre part à ] , παίρνω (κάποιον) κατά μέρος: τον απομακρύνω από τους άλλους, συνήθ. για να μιλήσουμε ιδιαιτέρως: Με πήρε ~ και μου ανέφερε το πρόβλημα. Πβ. ξεμοναχιάζω. Βλ. κατ' ιδίαν, κατά μόνας., παίρνω κάποιον με το μέρος μου: τον κάνω να με υποστηρίξει, να ασπαστεί τις απόψεις μου: Προσπάθησε με μαλαγανιές να τους πάρει με το ~ της/του., παίρνω το μέρος & πηγαίνω/είμαι με το μέρος (κάποιου) & (σπάν.) έρχομαι: υποστηρίζω, υπερασπίζομαι ένα πρόσωπο: Μου θύμωσε, γιατί δεν πήρα το ~ της. Πήγε με το ~ των δυνατών. Δεν είμαι με το ~ κανενός. Αν έρθεις με το ~ μας, ...|| (μτφ.) Ο χρόνος είναι με το ~ μας (: προς όφελός μας)., προς το μέρος (κάποιου): προς τον τόπο, το σημείο όπου βρίσκεται κάποιος: Γύρισε/ήρθε/πήγε/σημάδεψε (με το όπλο) ~ ~ τους και είπε ...|| (μτφ.) Η ζυγαριά κλίνει ~ ~ της., τι μέρος του λόγου είναι ...; (προφ.-μτφ., συχνά μειωτ.): (για πρόσ.) ποιο είναι το ποιόν του;, από τη μια (πλευρά/μεριά) ..., από την άλλη (πλευρά/μεριά) βλ. πλευρά, έχω την τύχη με το μέρος μου βλ. τύχη [< αρχ. μέρος, γαλλ. part, partie]

μέσα

μέσα μέ-σα επίρρ. {συχνά πριν από την πρόθ. σε} & μες (συνήθ. στον προφορικό λόγο, όταν παθαίνει έκθλιψη πριν από σύμφωνο ή πριν από φωνήεν)· δηλώνει 1. (σε κίνηση ή στάση) το εσωτερικό χώρου, έκτασης ή αντικειμένου ή γενικότ. κλειστό χώρο: Έλα ~ (πβ. εδώ)! Ποιοι είναι ~; Πού θέλεις να καθίσουμε, ~ ή έξω; (ειδικότ. σπίτι) Θα κάτσω/μείνω ~ απόψε. Μην πας πολύ ~ (= βαθιά, ενν. στη θάλασσα). (στο διαδίκτυο) Θα μπεις καθόλου ~ το βράδυ (π.χ. σε κάποιο τσατ ρουμ);|| (συνήθ. + από/σε) Της άρπαξε την τσάντα ~ απ' το αυτοκίνητο. Περάσαμε μεσ' απ' το τούνελ (= διά μέσου). Ανασύρθηκε ζωντανή ~ από τα ερείπια. Η πόρτα του δωματίου δεν κλείνει από ~ (πβ. έσωθεν). Βάλε τα ρούχα ~ στο πλυντήριο. Τι έχεις ~ στην τσάντα; Την κοίταξε ~ στα μάτια.|| (με πρόθ.) Δεν φαινόταν τίποτα από ~ (= εσωτερικό). Σπρώξε προς τα ~.|| (συγκριτικός βαθμός) Προχωρήστε πιο ~.|| (ως επιφών., συνήθ. χωρίς ρήμα) "~ όλοι!", φώναξε στους μαθητές.|| (με επανάληψη) Δες αν το φαγητό ζεστάθηκε ~ ~.|| (συχνά μτφ.) Όλα είναι ~ στο μυαλό σου. Κάποιοι ~ από την εταιρεία έκαναν υποκλοπές.|| (με άρθρο, ως επίθ.) Στις ~ (= έσω, εσωτερικές) σελίδες της εφημερίδας. (μτφ.) Ο ~ μας κόσμος (= ψυχικός). ΣΥΝ. εντός (1) ΑΝΤ. εκτός (1), έξω (1) 2. χρονική διάρκεια συνήθ. ή στιγμή: Όλα έγιναν ~ σε τρεις μήνες (= σε διάστημα τριών μηνών). Θα προλάβεις ~ σε μια ώρα να έρθεις; Περπατούσε ~ στη βροχή (: ενώ έβρεχε). Ποιος να παίρνει τηλέφωνο ~ στη νύχτα; Βρισκόμαστε ~ στην καρδιά του καλοκαιριού (= κατακαλόκαιρο)/στο χειμώνα. Το νέο μοντέλο έρχεται ~ στον Οκτώβριο. ΣΥΝ. εντός (2) 3. (μτφ.) συγκεκριμένη κατάσταση ή τρόπο: Έζησε ~ στα πλούτη/στη φτώχεια. Τα ρούχα σου είναι μες στη βρομιά.|| Διδασκαλία στο σχολείο ~ από την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Ο περισσότερος κόσμος τη γνωρίζει ~ από την τηλεόραση (= μέσω). 4. (ειδικότ.) μεταξύ, ανάμεσα: ένα χωριό ~ στο πράσινο. Ψάξε ~ στα άπλυτα και θα το βρεις.|| (για πρόσ.) ~ σε τόσο πλήθος λογικό ήταν να χαθούμε. Είναι ~ στους καλύτερους σκακιστές (: θεωρείται ένας από τους ...).|| (μτφ.) ~ στα πολλά που είπε/έκανε ... Δεν θέλει να τον έχει ~ στα πόδια της (: να είναι συνέχεια ανάμεσά της, να την ενοχλεί). ● Ουσ.: μέσα (το) (προφ.): εσωτερικό μέρος ή εσωτερικός χώρος: το ~ του καρπουζιού/σπιτιού. Τον πονάν τα ~ (= σπλάχνα, σωθικά) του.|| Δεν έχεις βαρεθεί το ~ (: να μη βγαίνεις έξω); ΑΝΤ. έξω (1) ● ΦΡ.: (είναι) μέσα σε όλα/σ΄όλα (προφ.): συμμετέχει σε ποικίλες δραστηριότητες, έχει πολλές διασυνδέσεις ή/και είναι (πάντα) ενημερωμένος., (μέσα) στην τιμή: χωρίς να απαιτείται πρόσθετη αμοιβή: Τα έξοδα αποστολής του προϊόντος (συμ)περιλαμβάνονται ~ ~. Το πρωινό δεν είναι ~ ~ του δωματίου., βάζω και μένα(/σένα ...) μέσα: συμπεριλαμβάνω, συνυπολογίζω: Παιδιά, βάλτε και μένα ~ στην παρουσίαση., είμαι μέσα (προφ.) 1. είμαι πρόθυμος, συμφωνώ, π.χ. να κάνω κάτι ή να πάω κάπου: Για το Σάββατο εγώ (πάντως/σίγουρα) ~ ~. Είστε ~ για ταξίδι στο εξωτερικό; (ως μονολεκτική καταφατική απάντηση, ναι, (και) βέβαια) -Θα 'ρθεις για φαγητό μαζί μας; -~! 2. είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: Κάνε και την αίτηση, για να είσαι ~. 3. αντιλαμβάνομαι κάτι: ~ είσαι ότι τώρα τελευταία δεν τα πηγαίνουμε καλά. ΣΥΝ. πέφτω μέσα, είμαι/μπήκα μέσα (προφ.): χρωστώ: ~ ~ πεντακόσια ευρώ αυτόν τον μήνα. Πβ. πέφτω έξω.|| (για επιχείρηση) Το μαγαζί με την κρίση μπήκε ~ (= έχει παθητικό, χασούρα)., είναι μέσα ή μπήκε/πήγε μέσα (προφ.): είναι κλεισμένος σε φυλακή ή ψυχιατρικό ίδρυμα ή φυλακίστηκε: ~ ~ για εξακρίβωση στοιχείων., κατά τα/στα μέσα (+ γεν.): για δήλωση χρόνου: ~ ~ του 20ού αι., κρατάω (κάτι) μέσα μου: δεν εξωτερικεύω τα συναισθήματα ή/και τις σκέψεις μου: Μην τα κρατάς όλα ~ σου. Πβ. κατα-πίνω, -πνίγω. ΣΥΝ. κρατάω για τον εαυτό μου (1), μέσα μου: στην καρδιά, στην ψυχή ή στο μυαλό μου: Η απάντηση βρίσκεται (βαθιά) ~ σου (πβ. ενδόμυχα). Κάτι άλλαξε ~ ~. Πονάει ακόμη ~ της. Πρέπει να το βγάλεις από ~ σου (: να το εξωτερικεύσεις).|| Όμορφες αναμνήσεις ξύπνησαν ~ ~., πέφτω μέσα (μτφ.-προφ.): αντιλαμβάνομαι, μαντεύω σωστά κάτι: Έπεσες ~ στις προβλέψεις σου (: είχες δίκιο). ΑΝΤ. πέφτω έξω (1), το 'χω μέσα μου (προφ.): για κάτι που αποτελεί στοιχείο του χαρακτήρα μου, με εκφράζει ή έχω έμφυτη κλίση σε αυτό: Αν δεν το 'χεις ~ σου, ... Είναι και να το 'χεις ~ σου ..., τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα (λαϊκό) & (λαϊκότ.) τον έχωσαν μέσα: τον φυλάκισαν: Είχε κάνει παρανομίες κι έτσι ~ ~ (= τον έβαλαν στη φυλακή). , (μες) στο νερό βλ. νερό, απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα βλ. κούκλα, απέξω/απ' έξω κι από μέσα βλ. απέξω, βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι (μέσα) στο κόλπο βλ. κόλπο, έχει βάλει/χώσει κάποιον μέσα βλ. βάζω, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του βλ. διάβολος, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου βλ. καρδιά, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... βλ. λέω, κρύβει ένα παιδί μέσα του βλ. παιδί, κρύβει μέσα του βλ. κρύβω, λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου βλ. λέω, μέσα από τα γυαλιά βλ. γυαλιά, μέσα από τα δόντια (του) βλ. δόντι, μέσα έξω βλ. έξω, μέσα στα πράγματα βλ. πράγμα, μέσα στην τούρλα βλ. τούρλα, μέσα/μες στα μέλια/σιρόπια βλ. μέλι, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά βλ. χαρά, στα μέσα και στα έξω βλ. έξω, τα κεφάλια μέσα! βλ. κεφάλι, την τύχη/το κέρατό μου μέσα βλ. τύχη, τυχερός (μέσα) στην ατυχία του βλ. τυχερός, χέσε μέσα! βλ. χέζω [< μεσν. μέσα]

μέσος

μέσος, η, ο μέ-σος επίθ. 1. που βρίσκεται στη μέση ή παρεμβάλλεται μεταξύ δύο άκρων, τοπικών ή χρονικών: ~η: βαθμίδα (= ενδιάμεση, βλ. ανώτερη, βασική, κατώτερη). ~ο: επίπεδο (βλ. αρχάριο, προχωρημένο). Πύραυλος ~ου βεληνεκούς.|| (ΑΝΑΤ.) ~ος: εγκέφαλος (= μεσεγκέφαλος). ~η: φλέβα. ~ο: αυτί (βλ. έξω, έσω)/νεύρο. Πβ. κεντρικός, μεσιανός. Βλ. ακριανός, πρώτος, τελευταίος.|| (ΙΣΤ., συχνά με κεφαλ. Μ) ~η Νεολιθική Εποχή (περ. 5800-5300 π.Χ.) (βλ. πρώιμος, ύστερος). ΣΥΝ. μεσαίος (2) 2. (συνήθ. για μεγέθη, φαινόμενα) που αποτελεί τον μέσο όρο: ~ος: πληθωρισμός (βλ. μηδενικός)/ρυθμός (αύξησης/μεταβολής· βλ. αργός, γρήγορος). ~η: απόκλιση/απόσταση (π.χ. της Γης από τον Ήλιο, βλ. αστρονομική μονάδα)/θερμοκρασία (μιας περιοχής σε ορισμένη χρονική περίοδο· βλ. ελάχιστη, μέγιστη)/καθυστέρηση (πληρωμής)/στάθμη (της θάλασσας)/τάση/ταχύτητα (βλ. στιγμιαία). ~ο: μοριακό βάρος. ~ες μηνιαίες απολαβές. 3. (μτφ.) που εμφανίζει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας του συνόλου στο οποίο ανήκει· ειδικότ. που δεν ξεχωρίζει από το συνηθισμένο, δεν ξεπερνά τον μέσο όρο: ο ~ αναγνώστης/Έλληνας/Ευρωπαίος/καταναλωτής/πολίτης/τηλεθεατής. Πβ. κοινός, συνηθισμένος.|| Άνθρωποι/άτομα ~ου (: μετρίου) αναστήματος/~ης μόρφωσης. Επιχειρήσεις ~ου μεγέθους (= μεσαίες). 4. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από μέτρο, απουσία ακροτήτων: Υποστήριξε μια ~η (πβ. ουδέτερος) θέση. Τα βλέπει όλα άσπρο-μαύρο· γι' αυτόν δεν υπάρχει ~η (= ενδιάμεση) κατάσταση. ΑΝΤ. ακραίος, υπερβολικός. 5. ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με τη μέση διάθεση: ~ος: αόριστος/μέλλοντας. ~α: ρήματα. Βλ. μεσοπαθητικός. ● Ουσ.: μέσος (ο) 1. ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) παίκτης που συνήθ. αγωνίζεται στη μεσαία γραμμή της ομάδας του: αριστεροπόδαρος/διεθνής ~. Πβ. χαφ. Βλ. αμυντικός, επιθετικός, λίμπερο, μπακ, στόπερ. ΣΥΝ. κεντρώος 2. ΑΝΑΤ. το μεσαίο δάχτυλο του χεριού ή σπανιότ. του ποδιού. Βλ. παράμεσος. ΣΥΝ. μεσαίος 3. ΜΑΘ. {σπανιότ. στον πληθ. μέσοι} μέσος όρος: ο ~ του πληθυσμού. [< 1: αγγλ. midfielder, 1940 2: αρχ. μέσος] ● ΣΥΜΠΛ.: μέση διάθεση: ΓΡΑΜΜ. στην οποία ανήκουν ρήματα που δηλώνουν ότι το υποκείμενό τους ενεργεί και ταυτόχρονα δέχεται την ενέργεια αυτή (π.χ. ντύνομαι, πλένομαι, χτενίζομαι). Βλ. ενεργητική, ουδέτερη, παθητική διάθεση., Μέσοι Χρόνοι (οι): ΙΣΤ. ο Μεσαίωνας. Πβ. σκοτεινοί χρόνοι. Βλ. αρχαιότητα, νεότεροι χρόνοι. [< γαλλ. Moyen Âge] , μέσος όρος 1. ΜΑΘ. -ΣΤΑΤ. το αποτέλεσμα που εξάγεται από την πρόσθεση αριθμών ή τιμών και τη διαίρεση του αθροίσματός τους με τον αριθμό που αντιπροσωπεύει το πλήθος τους: αριθμητικός ~ ~. ~ ~ βαθμολογίας/ετήσιων αποδοχών/ηλικίας/θερμοκρασίας/κόστους (συντήρησης)/πτυχίου. Ο ~ ~ ζωής. Δείκτης νοημοσύνης κάτω του ~ου ~ου (: του μετρίου)/πάνω από το ~ο ~ο. Βγάζω/βρίσκω/υπολογίζω τον ~ο ~ο. Πβ. μέση τιμή. 2. ΦΙΛΟΣ. (στη λογική) όρος συλλογισμού που περιέχεται και στις δύο προτάσεις του. [< 1: γαλλ. moyenne 2: γαλλ. moyen terme] , δευτεροβάθμια/μέση εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, κινητός μέσος (όρος) βλ. κινητός, Μέση Ανατολή βλ. ανατολή, μέση ηλικία βλ. ηλικία, μέση τιμή βλ. τιμή, μέσο κόστος βλ. κόστος, μέσος ανάλογος (δύο αριθμών) βλ. ανάλογος ● ΦΡ.: κατά μέσο(ν) όρο: σύμφωνα με υπολογισμό του μέσου όρου, ανάμεσα στο λιγότερο ή μικρότερο και το περισσότερο ή μεγαλύτερο: αυξήσεις 30% ~ ~ στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων., μέση οδός/λύση: που δεν διακρίνεται από ακρότητες, που χαρακτηρίζεται από μέτρο: Βρέθηκε η ~ λύση. Δεν υπάρχει ~ ~. Εδώ δεν χωράνε ~ες λύσεις. ΣΥΝ. χρυσή τομή (1), εν μέση οδώ βλ. οδός [< αρχ. μέσος, γαλλ. moyen 5: μτγν. ~]

μέτωπο

μέτωπο μέ-τω-πο ουσ. (ουδ.) {μετώπ-ου} 1. το άνω τμήμα του προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στην έκφυση των μαλλιών, τα φρύδια και τους κροτάφους: πλατύ/στενό/φαρδύ ~. Βαθιές ρυτίδες κατά μήκος του ~ου. Μια τούφα έπεφτε μπροστά στο ~ (βλ. φράντζα). Πβ. κούτελο.|| Λευκή κηλίδα στο ~ αλόγου. 2. ΣΤΡΑΤ. η πρώτη γραμμή στρατιωτικής δύναμης, παράταξης και συνεκδ. οι θέσεις, ο τόπος διεξαγωγής της μάχης: πολεμικό ~. Το ανατολικό/δυτικό/εχθρικό/συμμαχικό ~. Κατάρρευση του ~ου (: ήττα, υποχώρηση στρατού). Αναχώρηση για/πορεία προς το ~. Νέα από το ~. Πολέμησε στο αλβανικό ~. Έπεσε (= πέθανε) στο ~. Ο εχθρός (δι)έσπασε το ~ (= διαπέρασε τις γραμμές). Πβ. ζώνη επιχειρήσεων. Βλ. μετόπισθεν.|| (μτφ.) Εσωκομματικό ~. Εξελίξεις σε όλα τα ~α. Πβ. πεδίο μάχης. 3. συμμαχία, συνασπισμός: αντιρατσιστικό/απεργιακό/δημοκρατικό/ενιαίο/κοινό/πατριωτικό ~. ~ αριστεράς/δεξιάς. ~ νεολαίας. ~ εναντίον της αισχροκέρδειας/διαπλοκής. Συγκροτώ/σχηματίζω ~. Κάνω ~ με κάποιον (= συμμαχώ). Πβ. ένωση, λίγκα, συμπαράταξη, σύμπραξη, συνεργασία. 4. ΜΕΤΕΩΡ. το νοητό όριο μεταξύ αέριων μαζών με διαφορετικά χαρακτηριστικά (θερμοκρασία, υγρασία): στάσιμο ~ (: όταν οι μάζες που το σχηματίζουν δεν κινούνται). Μετακίνηση ~ου βορειοδυτικά.|| Το ~ της κακοκαιρίας. 5. πρόσοψη: ανάπλαση του ~ου ενός κτιρίου. Μόλος µε κατακόρυφο/κεκλιμένο ~. Κατασκευή δαπέδου σε όλο το μήκος του ~ου. ~ εκσκαφής σήραγγας.|| Το μπαλκόνι έχει ~ (= βλέπει) προς τη θάλασσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό μέτωπο: εμπόλεμη κατάσταση ή (συνήθ.-κατ' επέκτ.) αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη: Η κυβέρνηση έχει ~ ~ κατά της διαφθοράς/με την τρομοκρατία., γραμμή του μετώπου: γραμμή του πυρός: Διασπάστηκε η ~ ~.|| (μτφ.) Στην πρώτη ~ ~ κατά του ρατσισμού., θαλάσσιο/παραλιακό μέτωπο & (σπάν.) παράκτιο μέτωπο: τμήμα παράκτιας περιοχής που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα και βλέπει σε αυτή., θερμό μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας θερμού αέρα, η οποία περνά πάνω από μια ψυχρή μάζα, επιφέροντας αύξηση της θερμοκρασίας και δυνατή βροχή., μέτωπο κύματος: ΦΥΣ. ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που βρίσκονται στην ίδια φάση σε δεδομένη χρονική στιγμή κατά την κίνηση ενός κύματος. [< αγγλ. wave-front] , συνεσφιγμένο μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας ψυχρού αέρα όταν συναντά και σπρώχνει προς τα πάνω μια θερμή αέρια μάζα., το μέτωπο της φωτιάς/της πυρκαγιάς & πύρινο μέτωπο: η έκταση που καίγεται: Υπό έλεγχο τέθηκε ~ ~., ψυχρό μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας ψυχρού αέρα, η οποία εισχωρεί κάτω από μια θερμή μάζα και την εκτοπίζει προς τα πάνω, σχηματίζοντας σωρειτομελανίες., αρραγές μέτωπο βλ. αρραγής, λαϊκό μέτωπο βλ. λαϊκός ● ΦΡ.: ανοίγω/κλείνω μέτωπα: έρχομαι σε σύγκρουση ή δίνω τέλος σε μια σύγκρουση, αντίστοιχα: Έπρεπε να είμαστε ενωμένοι και να μην ανοίγουμε ~ μεταξύ μας. Τα συνδικάτα ανοίγουν νέο μέτωπο κινητοποιήσεων.|| Η κυβέρνηση κλείνει ~ με πολλούς φορείς., κατά μέτωπο(ν) (μτφ.): με άμεσο, ευθύ τρόπο: Αντιμετωπίζω ~ ~ τις δυσκολίες.|| (ως επίθ.) ~ ~ αντιπαράθεση/επίθεση/σύγκρουση., με το μέτωπο/κούτελο καθαρό/ψηλά: με καθαρή συνείδηση, χωρίς να μπορώ να κατηγορηθώ ότι έχω αδικήσει ή παρανομήσει: Θέλω να κυκλοφορώ/περπατάω ~ ~. Πβ. με το κεφάλι ψηλά., μέτωπο δεξιά/αριστερά!: στρατιωτικό παράγγελμα για στροφή παράταξης προς τα δεξιά ή τα αριστερά, αντιστοίχως. [< 1,2,5: αρχ. μέτωπον 3,4: γαλλ. front]

μήκος

μήκος [μῆκος] μή-κος ουσ. (ουδ.) {μήκ-ους | -η} 1. το φυσικό μέγεθος που σχετίζεται με τη μέτρηση της απόστασης από ένα άκρο σε άλλο: ελάχιστο/μέγιστο/μεταβλητό ~. Μονάδες ~ους. ~ σε εκατοστά/ίντσες. Σήραγγα συνολικού ~ους ... μέτρων. Σε διάφορα/διαφορετικά ~η. ~ μαλλιών (πβ. μάκρος). 2. ΓΕΩΜ. μια από τις τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος (εκτός από το πλάτος και το ύψος) ή η συνήθ. μεγαλύτερη από τις δύο διαστάσεις μιας επίπεδης επιφάνειας: ~ γραμμής/κύκλου/τόξου. Υπολογισμός του ~ους.|| Το ~ του τραπεζιού. ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) μήκος: ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής, αφού πάρει φόρα σε έναν διάδρομο, εκτελεί άλμα σε ειδικό σκάμμα: ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. (άλμα εις) τριπλούν., μήκος λέξης: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των μπιτ από τα οποία αποτελείται η λέξη ενός υπολογιστή: σταθερό ~ ~. Το μέγιστο ~ ~ είναι 4 μπάιτ (= 32 μπιτ). [< αγγλ. word length, 1951] , γεωγραφικό μήκος βλ. γεωγραφικός, εστιακό μήκος βλ. εστιακός, μήκος κύματος βλ. κύμα, ταινία μικρού/μεγάλου/μεσαίου μήκους βλ. ταινία ● ΦΡ.: κατά μήκος: παράλληλα με κάτι: ~ ~ της ακτής/διαδρομής/του οδικού άξονα., σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) & (σπάν.) στα μήκη και (στα) πλάτη (της Γης): παντού, σε όλο τον κόσμο: Έχει ταξιδέψει ~ ~. Έχει δώσει συναυλίες ~ ~. Πβ. απανταχού της Γης/της οικουμένης, όπου Γης., σε όλο το μήκος και (το) πλάτος & κατά μήκος και (κατά) πλάτος: σε όλη την έκταση, παντού: ~ ~ του οδοστρώματος. Εκκλησάκια διάσπαρτα ~ ~ του νησιού. Κατά μήκος και (κατά) πλάτος της αίθουσας., στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα [< αρχ. μῆκος, γαλλ. longueur, αγγλ. length]

μόνας

μόνας μό-νας επίρρ.: μόνο στη ● ΦΡ.: κατά μόνας (σπάν.-λόγ.): εντελώς μόνος, χωρίς την παρουσία τρίτου προσώπου: Ζήτησε να του μιλήσει ~ ~. Την πήρε ~ ~, για να λύσουν τις διαφορές τους. Πβ. ιδιαιτέρως, κατ' ιδίαν. [< αρχ. φρ. κατά μόνας]

νόμος

νόμος νό-μος ουσ. (αρσ.) 1. ΝΟΜ. (κ. με κεφαλ. Ν ή συντομ. ν. ή Ν.) θεσμοθετημένος κανόνας δικαίου, ο οποίος στηρίζεται στο Σύνταγμα μιας χώρας (ή ένωσης κρατών), ρυθμίζει τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και με το κράτος (ή την ένωση), με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία του (της), και ψηφίζεται από το κοινοβούλιο (στο δημοκρατικό πολίτευμα): αντισυνταγματικός/αυστηρός/ελαστικός/σκληρός ~. Ειδικός/ιδρυτικός/κυρωτικός/τροποποιητικός/φορολογικός ~. Ο ~ περί πνευματικής ιδιοκτησίας. (προφ.) Δήλωση του Νόμου 105 (= υπεύθυνη δήλωση). Άρθρο/ασάφειες/ερμηνεία/κενά/παράγραφος του ~ου. Αναθεώρηση/αναστολή/κατάργηση ενός ~ου. Εκτός/εντός των πλαισίων του ~ου. Αντίθετα/σύμφωνα με τον ~ο. Διεθνείς/εθνικοί/κοινοτικοί ~οι. Συλλογή ~ων (= κώδικας). Ο (ισχύων/παρών) ~ απαγορεύει/επιτρέπει ... Κάτι απορρέει από τον ~ο/υπόκειται στις διατάξεις του ~ου. Όπως ορίζεται/προβλέπεται από τον ~ο, ... Γνωρίζω/εφαρμόζω/καταπατώ/καταστρατηγώ/παραβιάζω/τηρώ κατά γράμμα τον ~ο. Η Βουλή ψήφισε/ο υπουργός υπέγραψε/η κυβέρνηση πέρασε τον ~ο. Εγκρίθηκε/ενεργοποιήθηκε/θεσπίστηκε/τέθηκε σε ισχύ ο ~. Γίνεται ~ του κράτους (: δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως). 2. (συνήθ. με κεφαλ. Ν) νομοθεσία, Δίκαιο· κατ' επέκτ. οι εκπρόσωποί της, οι Αρχές: αστικός/ποινικός ~. Το κύρος του ~ου. Ενάντια στον ~ο. Κανείς δεν είναι υπεράνω του ~ου. Επέβαλαν την τάξη και τον ~ο. Επικαλούμαι τον ~ο. Έχει τον ~ο με το μέρος του. Αψηφώ/περιφρονώ/προσβάλλω τους ~ους. Υπακούω στους ~ους. (Κάτι) υπάγεται στους ~ους του κράτους/της χώρας. (μτφ.) Θα πέσει πάνω τους βαρύς ο πέλεκυς του ~ου (= της Δικαιοσύνης· για επιβολή μεγάλης ποινής).|| Οι άνθρωποι του ~ου (: δικαστικοί, αστυνομικοί). Έπεσε στην παγίδα του ~ου (= τον συνέλαβαν). 3. κανόνας, αρχή: ο ~ της φιλοξενίας. Οι ανθρώπινοι ~οι (βλ. θείος ~). Οι (αδιασάλευτοι/απαράβατοι) ~οι μιας κοινωνίας. Οι ~οι της αγοράς/μόδας.|| (μτφ.) Επιβάλλω/κατανοώ/ξέρω/σέβομαι τους ~ους του παιχνιδιού.|| Ο ~ (της τιμής και) του αίματος (= βεντέτα)/του ανταγωνισμού/της μαφίας (= ομερτά· βλ. ~ της σιωπής)/του Μέρφι (: αν είναι κάτι να πάει στραβά, θα πάει)/(των ανθρώπων) της νύχτας. 4. (επιστ.) γενική διατύπωση για τη σχέση μεταξύ των φαινομένων, όπως προκύπτει από την παρατήρηση και επαληθεύεται από την εμπειρία· κατ' επέκτ. βασική και σταθερή αρχή: ο ~ της αδράνειας/της αιτιότητας/του Μέντελ. Οικονομικοί ~οι. Διερεύνηση/μελέτη/πειραματική επαλήθευση των φυσικών ~ων. Οι ~οι της Φυσικής. Βλ. αξίωμα.|| Κατασκευή που αψηφά τον ~ο της βαρύτητας. Το Σύμπαν υπάγεται στους ~ους του χώρου και του χρόνου. Γενικοί ~οι διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.|| Κάτι ακολουθεί/αντιβαίνει/παραβιάζει τον ~ο/τους ~ους της ύπαρξης/φύσης. ● ΣΥΜΠΛ.: εκτελεστικός νόμος: που αναφέρεται στην εφαρμογή συνταγματικών διατάξεων., θείος/ιερός νόμος: οι εντολές του Θεού, στις οποίες καλούνται να υπακούουν οι πιστοί μιας θρησκείας., θεμελιώδης νόμος/θεμελιώδεις νόμοι: το Σύνταγμα., νόμος της προσφοράς και της ζήτησης: ΟΙΚΟΝ. ο οποίος, στην ελεύθερη οικονομία, καθορίζει τις τιμές και τους μισθούς, σύμφωνα με το επίπεδο της ζήτησης και τη διαθεσιμότητα., νόμος-πλαίσιο: του οποίου οι γενικές διατάξεις λειτουργούν ως πλαίσιο για επιμέρους εφαρμογές: ~ ~ για τη δομή και λειτουργία των ΑΕΙ. [< γαλλ. loi-cadre, περ. 1950] , οργανικός/θεσμικός νόμος: που προσδιορίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας οργάνων και θεσμών που προβλέπει το Σύνταγμα (π.χ. εκλογικός νόμος)., ουσιαστικός νόμος: ΝΟΜ. πράξη της Πολιτείας που περιέχει κανόνα ή κανόνες δικαίου (π.χ. νομοθετικό διάταγμα), ανεξάρτητα από το όργανο που τους θεσπίζει: ~ ~ ενίσχυσης των αγροτών., πρόταση νόμου: ΠΟΛΙΤ. νομοσχέδιο που κατατίθεται προς ψήφιση από βουλευτές και όχι από την κυβέρνηση., σχέδιο νόμου: νομοσχέδιο., τυπικός νόμος: κάθε πράξη της Πολιτείας που θεσπίζεται από τη Βουλή και υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (π.χ. προϋπολογισμός): Αν ο ~ ~ περιέχει κανόνα δικαίου, είναι και ουσιαστικός νόμος., άγραφος νόμος βλ. άγραφος, αναγκαστικός νόμος βλ. αναγκαστικός, αρχή/νόμος της διατήρησης βλ. διατήρηση, ειδικοί ποινικοί νόμοι βλ. ποινικός, εκλογικός νόμος βλ. εκλογικός, ευεργετικός νόμος/ευεργετική διάταξη βλ. ευεργετικός, ηθικός κώδικας/νόμος βλ. ηθικός, Μωσαϊκός Νόμος βλ. μωσαϊκός2, νόμος των πιθανοτήτων βλ. πιθανότητα, ο νόμος της σιωπής βλ. σιωπή, ο νόμος της τρισυλλαβίας βλ. τρισυλλαβία, στρατιωτικός νόμος βλ. στρατιωτικός, σχέδιο "Καλλικράτης" βλ. Καλλικράτης, σχέδιο "Καποδίστριας" βλ. Καποδίστριας, το γράμμα του νόμου βλ. γράμμα, το πνεύμα του νόμου βλ. πνεύμα, τυπική ισχύς (νόμου) βλ. τυπικός ● ΦΡ.: άγνοια νόμου: γενική αρχή του δικαίου που αναφέρεται στο Σύνταγμα: ~ ~ δεν δικαιολογείται/δεν επιτρέπεται/δεν συγχωρείται., διά νόμου (λόγ.): με ειδικό νόμο: (Κάτι) απαγορεύεται/επιβάλλεται/καταργείται/κατοχυρώνεται/ρυθμίζεται ~ ~., εκ του νόμου (λόγ.): σύμφωνα με τον νόμο, από τον νόμο: Η διαδικασία είναι αυστηρώς απόρρητη ~ ~., εν ονόματι του νόμου (λόγ.) & στο όνομα του νόμου: επίκληση του νόμου για επικύρωση ενέργειας: άσκηση βίας/κλήση μάρτυρα ~ ~. Δρα/μιλά ~ ~. Εν ονόματι του νόμου, ανοίξτε/συλλαμβάνεστε (: λέγεται από αστυνομικό όργανο)!, κανονικά και με τον νόμο (εμφατ.-συνήθ. ειρων.): για τυπικά αποδεκτή ή νομότυπη ενέργεια, αλλά συχνά, στην ουσία, δυσάρεστη ή ανήθικη: Διορίστηκε/τον εκμεταλλεύονται ~ ~., κατά νόμο/κατά παράβαση του νόμου: ΝΟΜ. σύμφωνα με ή παραβαίνοντας τον νόμο: κατά νόμο ενέργειες/κατάθεση. Κατά νόμο αρμόδιες Αρχές/υπεύθυνος/υπόχρεος. Υποβολή των κατά νόμο αποδεικτικών/δικαιολογητικών/στοιχείων.|| Κυκλοφορία φαρμακευτικού προϊόντος κατά παράβαση του νόμου., νόμω (λόγ.): σύμφωνα με το γραπτό Δίκαιο: ~ κατοχύρωση. Η παρούσα αίτηση είναι ~ και ουσία αβάσιμη/βάσιμη. Βλ. φύσει., ο νόμος/οι νόμοι και οι προφήτες: οι γραπτοί κανόνες και οι αυθεντίες: Πέρα από τους νόμους και τους ~, υπάρχει και η δύναμη του λαού., παίρνω τον νόμο στα χέρια μου: αυτοδικώ., παρά τον νόμο: αντίθετα με τον νόμο: καταχρηστική και ~ ~ χρήση των υπηρεσιών. Χορηγήθηκαν άδειες ~ ~ (= παράνομα)., (έχει) ισχύ νόμου βλ. ισχύς, δάσκαλε που δίδασκες (και νόμο/λόγο δεν εκράτεις) βλ. διδάσκω, εκτός νόμου βλ. εκτός, μηδενικός νόμος βλ. μηδενικός, ο λόγος κάποιου είναι συμβόλαιο/νόμος βλ. συμβόλαιο, ο νόμος της ζούγκλας βλ. ζούγκλα, ο νόμος των μεγάλων αριθμών βλ. αριθμός, το δίκαιο του ισχυρότερου/του ισχυροτέρου βλ. δίκαιο [< αρχ. νόμος, γερμ. Gesetz, γαλλ. loi, αγγλ. law]

οδός

οδός [ὁδός] ο-δός ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. δρόμος: αγροτική/δευτερεύουσα/εμπορική/κεντρική/κοινοτική/κύρια/παραλιακή/περιμετρική ~. ~ ανεφοδιασμού/διέλευσης/παράκαμψης. Ανάπλαση/αποκατάσταση/ασφαλτόστρωση/βελτίωση/διάνοιξη/διαπλάτυνση/επέκταση/μονοδρόμηση/πεζοδρόμηση ~ού. Καθαρισμός/πινακίδες σήμανσης (: οδοσήμανση)/φωτισμός ~ών. Επαρχιακή ~ (: που συνδέει κωμοπόλεις ή χωριά). Η ~ Ακαδημίας. Η Εγνατία ~. Αρίθμηση/μετονομασία/ονοματοθεσία ~ού. Τμήμα ~ού κλειστό λόγω εργασιών. Κατοικία επί/στο ύψος της ~ού ... Αναζήτηση ~ού σε χάρτη. Μένει στην ~ό ... Το κτίριο βρίσκεται στη συμβολή των ~ών ...|| (Φυσική) υδάτινη ~ός. (: κανάλι, δίαυλος). 2. (μτφ.) τρόπος δράσης, το σύνολο των μεθόδων και τακτικών που ακολουθούνται για την επίτευξη στόχου, καθώς και η ίδια η πορεία προς αυτόν: εναλλακτική/επίσημη/λανθασμένη/νόμιμη/συναινετική ~. Η μόνη ~ επίλυσης των διαφορών τους είναι η δικαστική. Η επιχείρηση βαδίζει στην ~ό της επιτυχίας.|| Η ~ της αγάπης/αλήθειας/πίστης. Η ~ του διαλόγου και της διαπραγμάτευσης. 3. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. δίοδος, πέρασμα που επιτρέπει την κυκλοφορία ουσίας στον οργανισμό: (γαστρ)εντερική/μεταβολική/οπτική/ουροφόρος/πεπτική (: σωλήνας)/χοληφόρος ~. Η εκφορητική ~ του ήπατος. ● ΣΥΜΠΛ.: εθνική οδός & (προφ.) εθνική: μεγάλος δημόσιος αυτοκινητόδρομος που συνδέει τις βασικές πόλεις και τους συγκοινωνιακούς κόμβους μεταξύ τους: ~ ~ Αθηνών-Κορίνθου/-Λαμίας., οδός πρόσβασης/προσπέλασης 1. δρόμος αστικού ή επαρχιακού δικτύου που το συνδέει με μια οδό ταχείας κυκλοφορίας. 2. δευτερεύων βοηθητικός δρόμος ο οποίος ενώνει εγκαταστάσεις, κτίρια ή χώρους με τις κεντρικές οδικές αρτηρίες που οδηγούν σε αυτούς. [< αγγλ. access road] , οδός προτεραιότητας: ειδικά χαρακτηρισμένη και σημασμένη, στην οποία τα οχήματα έχουν προτεραιότητα έναντι των εισερχόμενων από άλλες οδούς: τέλος ~ού ~., οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας: στον οποίο τα αυτοκίνητα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα., αεροφόρος οδός βλ. αεροφόρος, αναπνευστική οδός βλ. αναπνευστικός, βασιλική οδός/βασιλικός δρόμος βλ. βασιλικός, ευθεία οδός βλ. ευθύς, ο δρόμος του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, ο δρόμος/η οδός του μεταξιού βλ. μετάξι, οδός αναπαύσεως βλ. ανάπαυση, οδός/έξοδος διαφυγής βλ. διαφυγή, περιφερειακή (οδός/λεωφόρος)/περιφερειακός (δρόμος) βλ. περιφερειακός ● ΦΡ.: διά της πλαγίας/τεθλασμένης οδού (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): με έμμεσο τρόπο: Απάντησε/έμαθε τα νέα ~ ~.|| (κατ' επέκτ., με παραβίαση της νόμιμης διαδικασίας:) Διορίστηκε/πήραν την επιχορήγηση ~ ~. ΣΥΝ. με πλάγια μέσα, εν μέση οδώ [ἐν μέσῃ ὀδῷ] (λόγ.): στη μέση του δρόμου και κατ' επέκτ. ενώπιον όλων: Aπόμεινε, ~ ~, να χαζεύει αμήχανος.|| Του επιτέθηκε ~ ~., καθ' οδόν (λόγ.): προχωρώντας, στον δρόμο, κατά την πορεία: ~ ~ προς την πόλη. Βρίσκω/συναντώ κάποιον ~ ~.|| (μτφ.) ~ ~ προς τη νέα χρονιά αναμένονται αλλαγές. Η αναδιάρθρωση της εταιρείας είναι ~ ~., ανά τας οδούς και τας ρύμας βλ. ρύμη, η οδός της απωλείας βλ. απώλεια, μέση οδός/λύση βλ. μέσος, μέσω/διά της διπλωματικής οδού βλ. διπλωματικός, ο δρόμος/η οδός της αρετής/του Κυρίου βλ. αρετή [< αρχ. ὁδός]

οίκος

οίκος [οἶκος] οί-κος ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. οικία, σπίτι. ΣΥΝ. εστία (5), κατοικία (1) 2. επιχείρηση, κατάστημα· ίδρυμα, άσυλο: εισαγωγικός/εμπορικός/επενδυτικός/μουσικός/οπτικός/χρηματιστηριακός/χρηματοοικονομικός ~. ~ δημοπρασιών/επίπλων/καλλυντικών/κατασκευής/κοσμημάτων/νυφικών/τελετών/υψηλής ραπτικής. Αντιπροσωπευόμενοι/συνεργαζόμενοι ~οι. Διάσημος ~ μόδας. Βελτιωτικοί ~οι/~οι βελτιώσεων αυτοκινήτων. Προϊόντα επώνυμων ~ων εξωτερικού/εσωτερικού. Βλ. οργανισμός.|| ~ φροντίδας ηλικιωμένων/υπερηλίκων. ~ Τυφλών. ~οι ενδιαίτησης και περίθαλψης. 3. γένος, δυναστεία: (ΙΣΤ.) Βασιλικός ~. Αυτοκρατορικοί ~οι του Βυζαντίου. ΣΥΝ. οικογένεια (2) 4. ΕΚΚΛΗΣ. (στη βυζαντινή μουσική) στροφή κοντακίου: Ο "Ακάθιστος Ύμνος" αποτελείται από είκοσι τέσσερις ~ους. ● ΣΥΜΠΛ.: ο οίκος (του) Θεού & ο οίκος (του) Κυρίου: ΕΚΚΛΗΣ. χριστιανικός ναός. ΣΥΝ. εκκλησία (1), οίκος (πιστοληπτικής) αξιολόγησης: ΟΙΚΟΝ. εταιρεία που αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα επιχειρήσεων, οργανισμών, κρατών: διεθνής ~ ~. [< αγγλ. credit rating agency (CRA)] , εκδοτικός οίκος βλ. εκδοτικός, ευκτήριος οίκος βλ. ευκτήριος, ο Λευκός Οίκος βλ. λευκός, οίκος ανοχής βλ. ανοχή, οίκος ευγηρίας βλ. ευγηρία, Οίκος Ναύτου βλ. ναύτης ● ΦΡ.: κατ' οίκον: στο σπίτι: ~ ~ διδασκαλία (= οικοδιδασκαλία)/εργασία/κράτηση/μαθήματα (= ιδιαίτερα)/νοσηλεία/περιορισμός/φροντίδα. Παράδοση (εμπορευμάτων/προϊόντων) ~ ~. Διανομή (παραγγελιών έτοιμου φαγητού) ~ ~. Πβ. οίκοι., τα εν οίκω μη εν δήμω [τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ]: τα ενδοοικογενειακά θέματα δεν πρέπει να γίνονται ευρύτερα γνωστά· γενικότ. η εχεμύθεια είναι απαραίτητη σε εμπιστευτικές υποθέσεις., τα του οίκου: ιδιωτικές, προσωπικές υποθέσεις: (επιτατ.) Ας κοιτάξουν/λύσουν/τακτοποιήσουν πρώτα ~ ~ τους και μετά να μιλούν για τους άλλους., κατ' οίκον έρευνα βλ. έρευνα, σε κατ' οίκον περιορισμό βλ. περιορισμός [< 1,2,3: αρχ. οἶκος 4: μεσν. ~]

ολίγον

ολίγον [ὀλίγον] ο-λί-γον επίρρ. (λόγ.): λίγο: Είναι ~ (τι) υπερβολικός (= κάπως, κομματάκι). Αναχώρησε δι' ~ στο εξωτερικό (= για μικρό χρονικό διάστημα). Το ζήτημα συζητήθηκε επ' ~ (ΑΝΤ. επί μακρόν). Μετ' ~ έφτασε (= σε λίγο/μετά από λίγο).|| (ειρων.) Διαφημίσεις με ~ από εκπομπή. (για να δηλωθεί ότι κάτι είναι αδύνατο να συμβεί:) Η λογική του "~ έγκυος". ● ΦΡ.: ολίγον κατ' ολίγον: σταδιακά, σιγά-σιγά: Άρχισε να συνέρχεται ~ ~. ΣΥΝ. βαθμιαία, λίγο-λίγο, παρά λίγο/παρ' ολίγο(ν)/παρά τρίχα βλ. λίγο [< αρχ. ὀλίγον]

ολοκληρία

ολοκληρία [ὁλοκληρία] ο-λο-κλη-ρί-α ουσ. (θηλ.): στη ● ΦΡ.: καθ' ολοκληρία(ν) (λόγ.): εντελώς, στο σύνολό του: εποχή ~ ~ αντιηρωική. Τα σεμινάρια θα γίνουν ~ ~ στην αγγλική γλώσσα. ΣΥΝ. εξ ολοκλήρου [< γαλλ. en entier] [< μτγν. ὁλοκληρία ‘πληρότητα’]

όνομα

όνομα [ὄνομα] ό-νο-μα ουσ. (ουδ.) {ονόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. λέξη με την οποία καλείται ένας άνθρωπος και αποτελεί αναγνωριστικό στοιχείο του· ανθρωπωνύμιο: ανδρικό/γυναικείο ~. Αρχαιοελληνικό/σπάνιο/χριστιανικό ~. Επιλογή ~ατος. Ποιο είναι τ' ~ά σου (: πώς λέγεσαι); Τι ~ θα δώσετε στο μωρό (: πώς θα το βγάλετε, ονομάσετε); Έδωσαν δύο ~ατα στο παιδί τους. Έχει/πήρε το ~ της γιαγιάς της. Στην αίτηση έγραψα πλήρες ~ (: ονοματεπώνυμο). Υπογράφει τα γραπτά του με ψεύτικο ~ (πβ. ψευδώνυμο). Μετά τον γάμο κράτησε το πατρικό της ~ (ενν. επίθετο). Τον φωνάζει με το μικρό του ~ (: σημάδι οικειότητας). Πότε γιορτάζει το ~ ... (βλ. ονομαστική εορτή); Στη συνάντηση έγινε μνεία του ~ατός του. Ανακοινώθηκαν/δημοσιεύτηκαν τα ~ατα των επιτυχόντων. Βλ. μητρ-, πατρ-ώνυμο, παρωνύμιο, χαϊδευτικό.|| (για κατοικίδιο) Τι ~ έχει ο σκύλος σου; 2. ΓΡΑΜΜ. λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί πρόσωπο, ζώο, πράγμα, έννοια ή γενικότ. οποιαδήποτε οντότητα και να διαχωριστεί από άλλη· ονομασία: γεωγραφικό (βλ. τοπωνύμιο)/διεθνές/εθνικό/εμπορικό (= επωνυμία)/επίσημο/επιστημονικό/κοινό ~. ~ βουνού/λίμνης/οδού/πόλης/φυτού/ψαριού. ~ εταιρείας/οργανισμού/συσκευής. Η περιοχή πήρε το ~ά της από τον ποταμό. ~ τραγουδιού (πβ. τίτλος). Προέλευση/προστασία ~ατος (βλ. ΠΟΠ). Βλ. ονοματοδοσία. 3. η καλή φήμη που έχει αποκτήσει κάποιος ή κάτι· κατ' επέκτ. το ίδιο το πρόσωπο που γνωρίζει καταξίωση σε έναν τομέα: Γιατρός/δικηγόρος με σπουδαίο ~ στον χώρο. Έχει καλό ~ στην αγορά. Αμαύρωσε το ~ά του. Κουβαλάει βαρύ ~ (: προέρχεται από γνωστή οικογένεια). Πρέπει να φανεί αντάξιος του ~ατός του. Ζητά την αποκατάσταση του ~ατος και του κύρους του. Η βαρύτητα του ~ατος του συλλόγου.|| (σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης) Ο ... είναι πρώτο ~ (: φίρμα) στο μαγαζί. Ισχυρά/μεγάλα ~ατα του επιχειρηματικού κόσμου. Ηχηρά ~ατα της σόου μπίζνες. Υπάρχουν ... υποψήφια ~ατα για τη θέση. (μτφ.) Παρέλαση ~άτων (πβ. διασημότητα). 4. ΓΡΑΜΜ. {συνήθ. στον πληθ.} ουσιαστικό ή επίθετο: (για ουσιαστικό) προσηγορικά ~ατα. (για επίθετο) Κλίση των ~άτων. || Σύνθετα ~ατα. ● Υποκ.: ονοματάκι (το): (προφ.) Θα μου πεις τ' ~ σου; ● Μεγεθ.: ονοματάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κοινό όνομα 1. & κοινή ονομασία: η γνωστή στον πολύ κόσμο (σε αντίθεση με την επιστημονική) ονομασία ενός πράγματος: ~ ~ ενός εντόμου/ζώου/λουλουδιού. ~ ~ προϊόντος. 2. ΓΡΑΜΜ. το προσηγορικό: Τα ~ά ~ατα γράφονται με μικρό και τα κύρια με κεφαλαίο., μικρό όνομα: το προσωπικό όνομα καθενός που δίνεται κυρ. κατά τη βάπτιση. Πβ. βαφτιστικό (όνομα). Βλ. επώνυμο., βαφτιστικό (όνομα) βλ. βαφτιστικός, εθνικά (ονόματα) βλ. εθνικός, επίκοινα ονόματα βλ. επίκοινος, κύριο όνομα βλ. κύριος, κωδικό όνομα βλ. κωδικός, μεταπλαστά ονόματα βλ. μεταπλαστός, οικογενειακό όνομα βλ. οικογενειακός, όνομα χρήστη βλ. χρήστης, όνομα χώρου/τομέα βλ. χώρος, περιληπτικό όνομα/ουσιαστικό βλ. περιληπτικός ● ΦΡ.: ακούει στο όνομα: λέγεται, ονομάζεται: Το νέο μουσικό αστέρι ~ ~ ...|| Πολλά σκυλάκια ~ούν ~ ..., για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! & (προφ.) για όνομα (επιτατ.): για να δηλωθεί έκπληξη, δυσφορία, αποδοκιμασία: ~ ~, τι πήγες κι έκανες; ~ ~, λίγος σεβασμός! Πβ. (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία!, εξ ονόματος (λόγ.): για λογαριασμό ή κατ΄εντολή άλλου προσώπου: Μιλώ ~ ~ όλων.|| Η προσφυγή ασκήθηκε από δικηγόρο ~ ~ του πελάτη του. Πβ. εκ μέρους., και το όνομα αυτού/αυτής ...: όταν ανακοινώνεται το όνομα που δόθηκε ή πρόκειται να δοθεί σε κάποιον ή κάτι., κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα: γίνομαι γνωστός, αποκτώ φήμη: Έχει κάνει ~ στο εξωτερικό/στον κύκλο του., κατ' όνομα (επίσ.) 1. για κάτι που ισχύει σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά όχι στην πράξη: Εκεχειρία μόνο ~ ~. Πβ. στα χαρτιά. ΑΝΤ. στην ουσία 2. ονομαστικά: Τον γνωρίζω ~ ~, όχι εξ όψεως., λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους: μιλάω με παρρησία, ειλικρινά και απροκάλυπτα: Ας πούμε ~ ~. Ποιον φοβάται και δεν λέει ~ ~; Δεν διστάζει να πει ~ ~. ΑΝΤ. μασάω τα λόγια μου/τα μασάω, με τ' όνομα! (προφ.-εμφατ.): ονομαστός, φημισμένος: (συχνά χιουμορ.) Είναι ο Γιάννης ~ ~!, μου βγαίνει τ' όνομα (προφ.): για διάδοση αρνητικής φήμης: Πρόσεχε τι κάνεις και τι λες, γιατί δεν θέλει πολύ να σου βγει ~. Μου βγήκε ~ ότι ..., όνομα και μη χωριό (προφ.): για να αποφύγουμε να κατονομάσουμε πρόσωπο που είναι γνωστό για κάποια αρνητική ιδιότητα: Κάποιος κύριος, ~ ~, συνεχώς τεμπελιάζει., όνομα και πρά(γ)μα (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι μια ιδιότητα είναι αληθινή και όχι μόνο ονομαστική: άξιος ~ ~. Βλ. άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη., ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε κάποιον για τον οποίο διατυπώνουμε κάτι αρνητικό, αν και από τα λεγόμενά μας γίνεται συνήθ. αντιληπτό σε ποιον αναφερόμαστε: Κάποιοι, ~ ~, δεν φέρονται καθόλου τίμια., στο όνομα (κάποιου): προς δήλωση του κατόχου κινητού ή ακίνητου στοιχείου: Ο λογαριασμός εκδόθηκε στο ~ά μου. Το σπίτι είναι (γραμμένο) στο ~ά της., άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άφησε/θα αφήσει εποχή βλ. εποχή, εν ονόματι του νόμου βλ. νόμος, ιδίω ονόματι βλ. ίδιος1, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα βλ. μάτι, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού, πίνω νερό στο όνομα κάποιου βλ. νερό, ψιλώ ονόματι βλ. ψιλός [< αρχ. ὄνομα]

παράβαση

παράβαση πα-ρά-βα-ση ουσ. (θηλ.) 1. παραβίαση που συνεπάγεται κυρώσεις· αδίκημα: ~ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων/των κανονισμών/του ορίου ταχύτητας/των όρων/μιας συμφωνίας (πβ. κατα-πάτηση, -στρατήγηση). ~ διαταγής/εντολής. ~ του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιβολή προστίμου λόγω ~ης των διατάξεων περί ... Σε περίπτωση ~ης της νομοθεσίας, ... Καταδίκη για ~ του νόμου περί ... Πήρε κλήση για ~ του ΚΟΚ. Πβ. αθέτηση. ΑΝΤ. τήρηση.|| Πειθαρχική ~. ~ ντόπινγκ. Αγορανομικές/διοικητικές/ποινικές/πολεοδομικές/τελωνειακές/τροχαίες/υγειονομικές/φορολογικές ~άσεις. Άρση/τέλεση της ~ης. Η σοβαρότητα μιας ~ης. Σωρεία ~άσεων. Διαπράττω/κάνω/υποπίπτω σε ~. Πβ. παράπτωμα, παρατυπία, πταίσμα. 2. ΦΙΛΟΛ. τυπικό μέρος της αττικής κωμωδίας, κατά το οποίο διακόπτεται προσωρινά η δράση, οι υποκριτές αποχωρούν από την ορχήστρα και ο ποιητής, διά στόματος του χορού, σχολιάζει την επικαιρότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: παράβαση καθήκοντος βλ. καθήκον ● ΦΡ.: κατά παράβαση (επίσ.): παραβαίνοντας: Ενήργησε ~ ~ του Συντάγματος. [< 1: μτγν. παράβασις, γαλλ. contravention 2: μτγν.~, γαλλ. parabase, αγγλ. parabasis, γερμ. Parabase]

παραγγελιά

παραγγελιά πα-ραγ-γε-λιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) 1. τραγούδι που ζητά από την ορχήστρα πελάτης νυχτερινού κέντρου διασκέδασης, για να το ακούσει ή να το χορέψει μόνος ή με την παρέα του. 2. παραγγελία. [< μεσν. παραγγελιά]

παράδοση

παράδοση πα-ρά-δο-ση ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των στοιχείων του πολιτισμού (γνώση, έργα, ήθη, έθιμα, αξίες, πρότυπα, ιδιαίτερος τρόπος ζωής) που μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη: η προφορική και γραπτή ~ ενός τόπου (= τοπική ~). Η αρχαία/βυζαντινή/δυτική/εθνική/ελληνική/ευρωπαϊκή/(ελλην)ορθόδοξη ~. Η γλωσσική/δημοτική/θεατρική/θρησκευτική/ιστορική/καλλιτεχνική/λαογραφική/μαγειρική/μουσική/ναυτική/πολιτιστική/χορευτική μας ~. Τέχνη και ~. Λάτρης/συνεχιστές της ~ης. Προστασία της ~ης. Χώρα με ένδοξη/λαμπρή/μακραίωνη/πλούσια ~. Είναι/μένει πιστός στην ~. Πβ. κληρονομιά, παρακαταθήκη. Η ~ είναι/παραμένει ζωντανή. || Συνεχίζει την οικογενειακή ~. 2. (κατ' επέκτ.) κάτι που έχει επαναληφθεί πολλές φορές και έχει πλέον παγιωθεί: Είναι ~ το σχολείο μας να έχει υψηλά ποσοστά επιτυχίας στις πανελλαδικές. Φεστιβάλ που έχει ~ ... ετών. Ελπίζουν ότι θα σπάσουν την ~. Το έχουν ~ (= συνήθεια) τα Χριστούγεννα να ... 3. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραδίδω· μεταβίβαση: αυθημερόν/γρήγορη/δωρεάν/ηλεκτρονική/προσωπική ~. ~ αλληλογραφίας/δώρου/εγγράφου (πβ. επίδοση)/εμπορεύματος/εξοπλισμού/εργασίας/έργου/νέας πτέρυγας νοσοκομείου (στο κοινό)/παραγγελίας/πινακίδων (κυκλοφορίας). ~ στο σπίτι (= ~ κατ’ οίκον). ~ και πληρωμή. Απόδειξη/προθεσμία ~ης. Συμβόλαιο ~ης αργού πετρελαίου. Βλ. αυτο~.|| (σε κινητό:) Αναφορά ~ης (μηνύματος).|| ~ της σημαίας (π.χ. του σχολείου στον σημαιοφόρο)/της ολυμπιακής φλόγας. ~ καθηκόντων διοικητή. ΑΝΤ. παραλαβή 4. διδασκαλία: ~ βιολογίας/φιλολογικών μαθημάτων/φυσικής/χημείας. 5. υποταγή: εξευτελιστική/ολοκληρωτική ~ άνευ όρων. Πρωτόκολλο/σύμφωνο ~ης μιας περιοχής. 6. προσαγωγή σε δικαστική ή άλλη Αρχή: ~ καταζητούμενου για εγκλήματα πολέμου.παραδόσεις (οι) 1. λαϊκές αφηγήσεις, ιστορίες που παραδίδονται προφορικά από γενιά σε γενιά: θρύλοι/μύθοι και ~. 2. ήθη και έθιμα: Ακολουθώ/(δια)τηρώ/διαφυλάσσω/κρατώ/σέβομαι τις ~. Πβ. θέσμια. 3. (σε ανώτατο ή ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα) μαθήματα (με τη σημασία της διδασκαλίας τους): εργαστηριακές/πανεπιστημιακές/τρίωρες/υποχρεωτικές ~. Έναρξη/παρακολούθηση των ~όσεων. Πρόγραμμα/σημειώσεις ~όσεων. Δεν έρχεται στις ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άμεση παράδοση: ΦΙΛΟΛ. το σύνολο των διασωθέντων χειρογράφων ενός έργου., έμμεση παράδοση: ΦΙΛΟΛ. τα διασωθέντα παραθέματα ενός έργου ή/και οι μεταφράσεις του σε άλλες γλώσσες., Ιερά/Ιερή Παράδοση: ΕΚΚΛΗΣ. ευρύς όρος που περιλαμβάνει τη διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων, τα διατάγματα των Οικουμενικών Συνόδων, τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, τους Ιερούς Κανόνες και τα λειτουργικά κείμενα: Αγία Γραφή και ~ ~., λαϊκή παράδοση: της οποίας δημιουργός και φορέας μετάδοσης είναι ο λαός: ελληνική ~ ~. Η ~ ~ της περιοχής είναι πλούσια.|| Τα πρώτα κάλαντα ήταν, σύμφωνα με τη ~ ~, μελωδίες και ύμνοι των αγγέλων. Αναζητά τα θέματά του στις/εμπνεύστηκε από τις ~ές ~όσεις., λόγια παράδοση: της οποίας δημιουργοί και φορείς μετάδοσης είναι οι λόγιοι: Λέξη που προέρχεται από τη ~ ~., τελετή παράδοσης-παραλαβής & (προφ.) παράδοση-παραλαβή: επίσημη εκδήλωση κατά την οποία πραγματοποιείται αλλαγή ηγεσίας σε κάποιον φορέα: ~ ~ της διοίκησης του Νοσοκομείου/του Υπουργείου στον ..., παράδοση όπλων βλ. όπλο, πνευματική κληρονομιά βλ. πνευματικός ● ΦΡ.: από παράδοση & (λόγ.) εκ παραδόσεως: από πολύ παλιά, παραδοσιακά: Λαοί που έχουν ~ ~ φιλικές σχέσεις. Είναι εκ παραδόσεως φιλόξενοι. Πβ. από γενιά σε γενιά, (από) πάππου προς πάππου., έχω παράδοση σε κάτι: έχω φήμη σε κάτι εξαιτίας της μακρόχρονης και επιτυχημένης ενασχόλησής μου με αυτό: Χώρα που ~ει ~ στην ενόργανη γυμναστική., κατά παράδοση: σύμφωνα με ό,τι συνηθίζεται από (πολύ) παλιά: περιοχή ~ ~ αγροτική. Την ημέρα αυτή, ~ ~, μαγειρεύουν/φτιάχνουν ..., οίνοι/κρασιά με ονομασία κατά παράδοση: κατηγορία στην οποία υπάγονται επιτραπέζιοι οίνοι (π.χ. η ρετσίνα) των οποίων η παραγωγή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, και η κατανάλωση υπακούουν σε παραδοσιακές μεθόδους συγκεκριμένης περιοχής ή χώρας. [< 1,3,5,6: αρχ. παράδοσις 1,2: γαλλ. tradition 4: μτγν. ~]

παράλειψη

παράλειψη πα-ρά-λει-ψη ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραλείπω: αδικαιολόγητη/ακούσια/ανεπίτρεπτη/ασυγχώρητη/βασική/εγκληματική/ουσιώδης/παράνομη/σημαντική/σκόπιμη/σοβαρή/συνειδητή/συστηματική ~. ~ από αμέλεια. ~ λέξεων κατά την ανάγνωση (βλ. δυσλεξία). Θα ήταν ~ή μου/μεγάλη ~ εκ μέρους μου να μην αναφέρω ... Έλεγξε ξανά το γραπτό για τυχόν λάθη και ~είψεις. Πβ. παράβλεψη.|| (ΝΟΜ., ως αδίκημα, παράβαση:) ~ δίωξης και τιμωρίας πειθαρχικού παραπτώματος (βλ. κατάχρηση εξουσίας)/εφαρμογής (οδηγίας)/συμμόρφωσης (προς τις δικαστικές αποφάσεις)/υποβολής φορολογικής δήλωσης. ~ καθήκοντος. Οι επιπτώσεις/συνέπειες μιας ~ης (βλ. κυρώσεις, πρόστιμο). ● ΦΡ.: κατά παράλειψη (λόγ.): παραλείποντας: Η "διαλεκτική" είναι ουσιαστικοποιημένο επίθετο που προήλθε ~ ~ της λέξης "τέχνη".|| (ΝΟΜ., σε αίτηση ακύρωσης:) Ο ... εκλέχτηκε στη θέση του καθηγητή ~ ~ (: με σκόπιμη παράβλεψη) του αιτούντος που ήταν υποψήφιος για την ίδια θέση. [< αρχ. παράλειψις, γαλλ. omission]

παραχώρηση

παραχώρηση πα-ρα-χώ-ρη-ση ουσ. (θηλ.): εκούσια μεταβίβαση δικαιώματος, πράγματος σε κάποιον άλλο: άμεση/δωρεάν/έγγραφη/μακροχρόνια/οριστική/παράνομη/προσωρινή ~. Αίτηση/βεβαίωση/όροι/συμβάσεις/σύμφωνο ~ης. Αμοιβαίες/εδαφικές/εμπορικές/φορολογικές ~ήσεις. ~ αιγιαλού/(αγροτικών) εκτάσεων/κυριαρχίας/μετοχών/οικοπέδου για .../πνευματικών δικαιωμάτων/υλικού/της χρήσης ακινήτου. ~ σχολικών κτιρίων/χώρων. Πολιτική ~ήσεων (βλ. ενδοτικότητα). ~ οικονομικής βοήθειας στους πληγέντες από ... Δεν θα κάνει καμία ~ προς τους ... (πβ. υποχώρηση). Με την ευγενική ~ του Δήμου ... Άνευ όρων ~ήσεις.|| (καταχρ.) ~ εργαζομένων σε άλλο εργοδότη. ● ΦΡ.: κατά παραχώρηση: με την άδεια, την προσφορά ή την ανοχή κάποιου: Η εταιρεία έχει αναλάβει ~ ~ την κατασκευή και εκμετάλλευση του ... || (ΘΕΟΛ.) ~ ~ του Θεού. [< μτγν. παραχώρησις, γαλλ. concession]

περίεργος

περίεργος, η, ο πε-ρί-ερ-γος επίθ. 1. (για πρόσ.) γεμάτος περιέργεια· κατ' επέκτ. αδιάκριτος: Είμαι ~ να ακούσω τι έχει να πει/(για το) τι θα γίνει. Πβ. φιλο~.|| ~οι: γείτονες. Είναι ~η, της αρέσει να χώνει τη μύτη της παντού (ΑΝΤ. διακριτική). Μακριά από τα ~α βλέμματα του κόσμου. 2. παράξενος, ασυνήθιστος, αφύσικος: ~ος: θόρυβος/πόνος. ~η: ιστορία/κατάσταση/περίπτωση/σύμπτωση. ~ο: περιστατικό/συναίσθημα. ~ες: αντιλήψεις. ~α: γούστα/σύμβολα/συμπτώματα. ~η και αψυχολόγητη συμπεριφορά. Ασκεί μια ~η γοητεία/έλξη. ~α πράγματα συμβαίνουν! Πβ. αλλόκοτος, αξιο~, παράδοξος.|| Μου φαίνεται (πολύ) ~ο που δεν έχει απαντήσει. (Δεν είναι) διόλου/καθόλου ~ο που/(το γεγονός) ότι ...|| Μέρη όπου συχνάζουν κάθε λογής ~οι/~α (και ύποπτα) στοιχεία. 3. ιδιότροπος: ~η: προσωπικότητα. Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει πολύ ~. Πβ. ιδιόρρυθμος. ● Ουσ.: περίεργο (το): καθετί ασυνήθιστο και κατ' επέκτ. αξιοσημείωτο: Το ~ (της όλης υπόθεσης) είναι ότι ... Δεν βλέπω/δεν βρίσκω κάτι το ~ στις κινήσεις του. Τα ~α του κόσμου. Τελευταία της έχουν τύχει διάφορα/πολλά ~α. ● επίρρ.: περίεργα: Κοιτούσε ~.|| Ντύνεται/συμπεριφέρεται ~. Ένιωσα πολύ ~. Βλ. περιέργως. ● ΦΡ.: κατά περίεργο τρόπο: περιέργως: ~ ~, δεν παρουσιάστηκε κανένα πρόβλημα. [< μτγν. περίεργος]

περίπτωση

περίπτωση πε-ρί-πτω-ση ουσ. (θηλ.) 1. συμβάν, περίσταση: ακραία/απλή/δύσκολη/ειδική/ενδεικτική/εξαιρετική /μοναδική/ξεχωριστή/συνηθισμένη ~. ~ απώλειας/ατυχήματος/λάθους. Σε/στην ιδανική ~. Στη συγκεκριμένη ~. Σε ελάχιστες/λίγες/πολλές ~ώσεις τυχαίνει να ... Σε έκτακτες/επείγουσες ~ώσεις (= καταστάσεις), τηλεφωνήστε στο ...|| (ΙΑΤΡ.) Βαριά/ελαφριά/σπάνια ~ καρδιοπάθειας/λοίμωξης (= κρούσμα)/υπογλυκαιμίας. Πβ. περιστατικό. Βλ. υπο~. 2. ενδεχόμενο, πιθανότητα: Στην απίθανη ~ που προκύψει κάποιο ζήτημα ... Αν δεν τηρηθεί η συμφωνία, υπάρχει και η ~ να ... Τι θα συμβεί σε αυτήν την/σε μια τέτοια ~; Στην καλύτερη ~/των ~ώσεων θα αθωωθεί. 3. δείγμα, παράδειγμα: αντιπροσωπευτική/τυπική/χαρακτηριστική ~. Αποτελεί ενδιαφέρουσα/πρωτοφανή ~ ανθρώπου. Πρόκειται για καθαρή/κλασική ~ βλάβης/υποκρισίας. Βλ. -πτωση. ● Υποκ.: περιπτωσούλα (η) ● Μεγεθ.: περιπτωσάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ειδική/ιδιαίτερη περίπτωση: για κάποιον ή κάτι που ξεχωρίζει, ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, που έχει ιδιαιτερότητες ή πολλά προβλήματα: ~ ~ αθλητή/ανθρώπου/καλλιτέχνη. ~ ~ αποτελούν οι οικονομικοί μετανάστες., μελέτη περίπτωσης : μέθοδος έρευνας στην οποία χρησιμοποιούνται ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα, προκειμένου να μελετηθεί διεξοδικά μια περίπτωση (π.χ. ένα άτομο, ένας θεσμός). [< αγγλ. case study, 1933] , επιβαρυντική περίσταση/περίπτωση βλ. επιβαρυντικός, κλινική περίπτωση βλ. κλινικός, χειρότερη/χειρίστη περίπτωση βλ. χειρότερος ● ΦΡ.: είναι περίπτωση! (αργκό) 1. (για πρόσ.) με σπάνια προσόντα ή ιδιόμορφη, αλλόκοτη συμπεριφορά: Ο τύπος ~ ~! 2. (για πράγμα) μεγάλη ευκαιρία που δεν πρέπει να μείνει ανεκμετάλλευτη: Τέτοιο σπίτι ~ ~ (= κελεπούρι, προσφορά)!, εν πάση περιπτώσει: πάντως, όπως και να 'χει: ~ ~, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ... Tι θα έκανα για να λύσω ή, ~ ~, για να περιορίσω το πρόβλημα; Πβ. σε κάθε περίπτωση, τέλος πάντων. [< γαλλ. en tout cas] , εν τοιαύτη περιπτώσει (λόγ.): σε τέτοια περίπτωση, αφού είναι έτσι: ~ ~, συμφωνώ. Πβ. ούτως εχόντων των πραγμάτων. [< γαλλ. en tel cas] , κατά περίπτωση & ανά περίπτωση: ανάλογα με την περίπτωση: Αποφασίζουν/κρίνουν ~ ~ (πβ. μεμονωμένα). Βλ. ad hoc., πέσαμε στην περίπτωση (προφ.): αντιμετωπίζουμε ένα απίθανο ενδεχόμενο, μια εξαιρετικά σπάνια, συνήθ. αρνητική, κατάσταση., σε κάθε περίπτωση & σε οποιαδήποτε περίπτωση: όποια και αν είναι η κατάσταση, ό,τι και αν συμβεί: Οδηγίες για να γνωρίζετε τι θα κάνετε ~ ~. ~ ~ (= όπως κι αν/και να έρθουν τα πράγματα), πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι., σε καμία περίπτωση & (λόγ.) εν ουδεμιά περιπτώσει: για κανένα λόγο, ποτέ: ~ ~ δεν πρέπει να το μάθει. Δεν έχει ~ ~ ευθύνη. Πβ. με τίποτα.|| Εν ουδεμιά ~ τίθεται θέμα ακύρωσης. [< γαλλ. en aucun cas] , σε περίπτωση (που/όπου): αν συμβεί, αν τύχει: ~ ~ ασθένειας/κωλύματος ενός μέλους, ορίζεται αναπληρωτής. Τι πρέπει να κάνετε ~ ~ σεισμού. ~ ~ που δεν έρθει, θα ... Στην ~ όπου το ακίνητο ήταν μισθωμένο, τότε θα χρειαστεί ... [< γαλλ. en cas de] , σε/στην αντίθετη περίπτωση & σε διαφορετική περίπτωση & (λόγ.) εν εναντία περιπτώσει: διαφορετικά, ειδάλλως: Οι σπουδαστές πρέπει να έχουν γνώση υπολογιστών. ~ ~ θα πρέπει να παρακολουθήσουν το σεμινάριο. [< γαλλ. dans le cas contraire] , υπάρχει περίπτωση: υπάρχει ενδεχόμενο, πιθανότητα: ~ ~ να μην έρθει; (επιτατ.) Δεν ~ ~ να μη γίνει αποδεκτή η πρόταση (= αποκλείεται)., σε περίπτωση ανάγκης βλ. ανάγκη, στην (συντριπτική) πλειονότητα των περιπτώσεων βλ. πλειονότητα, στην προκειμένη (περίπτωση) βλ. προκείμενος [< μτγν. περίπτωσις ‘σύμπτωση, συνάντηση, εμπειρία’, γαλλ. cas]

περίσταση

περίσταση πε-ρί-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση που διαμορφώνεται σε μια δεδομένη χρονική στιγμή: δυσμενής/έκτακτη/εξαιρετική/επίσημη/ευνοϊκή ~. ~ επικοινωνίας. Η εκάστοτε ~ απαιτεί/επιβάλλει ... Φόρεμα που δεν ταιριάζει στην ~. Πρωτότυπο έργο που δημιουργήθηκε ειδικά για την ~. Ευχετήριες κάρτες για κάθε ~. Εκμεταλλεύτηκε την ~ (= ευκαιρία). Πβ. περίπτωση, φάση. Βλ. περιστατικό. ΣΥΝ. στιγμή (2) 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. περιστύλιο. Βλ. πρόσταση.περιστάσεις (οι): συνθήκες, συγκυρίες: δύσκολες/ιστορικές/κρίσιμες/οικονομικές/πολιτικές ~. Πρέπει να διερευνηθούν οι ~ του ατυχήματος/της υπόθεσης/του φόνου. Όπως απαιτούν οι ~. Το επιβάλλουν οι ~. Εφόσον το επιτρέπουν οι ~, θα ... Αποδείχθηκε κατώτερος των ~άσεων.|| (ΝΟΜ.) Οι ελαφρυντικές ~ (ενός νόμου). ● ΣΥΜΠΛ.: επιβαρυντική περίσταση/περίπτωση βλ. επιβαρυντικός ● ΦΡ.: κατά περίσταση/κατά τις περιστάσεις & ανάλογα με την περίσταση/τις περιστάσεις: ανάλογα με την περίπτωση ή τις συνθήκες: Προσαρμόζεται ~ ~., στέκεται στο ύψος του/στο ύψος των περιστάσεων βλ. στέκομαι [< μτγν. περίστασις]

πιθανότητα

πιθανότητα πι-θα-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. η δυνατότητα να συμβεί κάτι: αυξημένη/μειωμένη/μηδενική/σοβαρή ~. ~ επιτυχίας/σφάλµατος (βλ. περιθώριο). Ανύπαρκτες/μηδαμινές ~ες. Αποκλείεται η ~ (= δεν υπάρχει περίπτωση) να ... Αναμένονται νεφώσεις, με μικρή ~ βροχής. Υπάρχουν ελάχιστες ~ες/δεν υπάρχει (καμία) ~ ίασης/να εγκριθεί το σχέδιο. Εξαντλούνται/εξετάζονται όλες οι ~ες. Έχει πολλές ~ες να κερδίσει.|| Διαγνωστική ~. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. ενδεχόμενο 2. ΣΤΑΤΙΣΤ. (σύμβ. P) συχνότητα εμφάνισης ενός τυχαίου γεγονότος προς το σύνολο όλων των δυνατών περιπτώσεων: δεσμευμένη (ή υπό συνθήκη)/ολική ~. Κατανομή/μέτρο/πυκνότητα/συνάρτηση ~ας. Βλ. τυχαιότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: Θεωρία (των) Πιθανοτήτων & (προφ.) Πιθανότητες: ΜΑΘ. που έχει ως αντικείμενό της την κατασκευή μαθηματικών μοντέλων για την πρόβλεψη τυχαίων φαινομένων· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος. Βλ. πείραμα τύχης, συνάρτηση κατανομής, τυχαία μεταβλητή. [< γαλλ. Théorie des Probabilités ] , νόμος των πιθανοτήτων: ΜΑΘ. ο στατιστικός υπολογισμός των προϋποθέσεων να εκδηλωθεί ένα φαινόμενο, με βάση τον οποίο κάτι θεωρείται πιθανό ή απίθανο: σύμφωνα με τον ~ο ~ ... ● ΦΡ.: κατά πάσα πιθανότητα & (λόγ.) κατά πάσαν πιθανότητα: για κάτι που είναι σχεδόν βέβαιο· πιθανότατα: Το ατύχημα οφείλεται, ~ ~ στις κακές καιρικές συνθήκες. ~ ~, θα έρθει. [< αρχ. πιθανότης ‘πειστικότητα, αξιοπιστία’, γαλλ. probabilité]

πλειοψηφία

πλειοψηφία πλει-ο-ψη-φί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λόγ.) πλειονοψηφία ΑΝΤ. μειοψηφία 1. το μεγαλύτερο μέρος, ποσοστό των ψήφων: αυτοδύναμη (= αυτοδυναμία)/κοινοβουλευτική/κυβερνητική ~. Η παράταξη της ~ας. Εκλογική νίκη με άνετη/αυξημένη/ευρεία/μικρή ~. Με ομοφωνία ή ~. Δεν επιτεύχθηκε (η απαιτούμενη) ~. Απέσπασε/εξασφάλισε/κατέκτησε/κέρδισε/πήρε/συγκέντρωσε/έχασε την ~. Κόμμα που διατηρεί/ελέγχει/έχει και πάλι την ~ στη Βουλή.|| (με τη σημ. της πλειοψηφικής διαφοράς) Απόφαση που λήφθηκε με ~ (= διαφορά) δέκα μόνο ψήφων. Διαθέτουν μια ισχνή ~ τριών βουλευτών/εδρών. 2. (γενικότ.) πλειονότητα: Η γνώμη της ~ας. Η μεγάλη/συντριπτική ~ των ερωτηθέντων/πολιτών/ψηφοφόρων είναι υπέρ της άποψης/πιστεύει ότι ...|| Η ~ των βιβλίων/προγραμμάτων. 3. (συνεκδ.) η ομάδα, συνήθ. το κόμμα, που πλειοψηφεί: Η ~ επέλεξε/πρότεινε/υποστηρίζει την αναβολή των διαπραγματεύσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: απλή/σχετική πλειοψηφία: με αριθμό θετικών ψήφων μεγαλύτερο από τις μισές., απόλυτη πλειοψηφία: βασισμένη στο μισό συν ένα των ψήφων. [< γαλλ. majorité absolue] , αρχή της πλειοψηφίας: ΠΟΛΙΤ. θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας, η οποία εξασφαλίζει τη δίκαιη εκπροσώπηση των διαφορετικών θέσεων μέσα σε ένα σύνολο και ειδικότ. τη λαϊκή κυριαρχία: Εφαρμόζεται/ισχύει η ~ ~. Οι αποφάσεις των οργάνων λαμβάνονται συλλογικά, με βάση την ~ ~. Βλ. αρχή της δεδηλωμένης., ειδική πλειοψηφία: που αντιστοιχεί στον αριθμό των ψήφων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες πρέπει να συγκεντρωθούν στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προκειμένου να εγκριθεί μια απόφαση: ενισχυμένη ~ ~., οριακή πλειοψηφία: με μικρή διαφορά ή με ποσοστό που μόλις ξεπερνά το 50%., σιωπηρή/σιωπηλή πλειοψηφία: σημαντικό τμήμα ενός πληθυσμού, συνήθ. τα μεσαία στρώματα, που επιλέγει να μην εκφράσει τις απόψεις του, είτε λόγω αδιαφορίας είτε επειδή θεωρεί ότι δεν έχουν αξία: η ~ ~ των πολιτών. ● ΦΡ.: κατά πλειοψηφία & (σπανιότ.) κατά πλειονότητα 1. κατά κύριο λόγο, στο μεγαλύτερο ποσοστό, κυρίως: Επιτροπή που αποτελείται ~ ~ από ... 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) ανάλογα με το τι ψηφίζουν οι περισσότεροι· πλειοψηφικά: Η πρόταση έγινε δεκτή ~ ~. στην (συντριπτική) πλειοψηφία/πλειονότητα των περιπτώσεων: τις πιο πολλές φορές. [< πβ. μτγν. πλειο(νο)ψηφία 'κυρίαρχη αστρολογική επιρροή', αγγλ. majority, γαλλ. majorité]

πλείστοι

πλείστοι, ες, α [πλεῖστοι] πλεί-στοι επίθ. {σπανιότ. στον εν. πλείστος} (λόγ.): πολλοί: Νέο μοντέλο με ~ες τεχνολογικές καινοτομίες. ~α θέματα αντλούνται από ... ● Ουσ.: οι πλείστοι (απαιτ. λεξιλόγ.): οι περισσότεροι: ~ ~ από εμάς/(λογιότ.) εξ ημών ... Στις ~ες των περιπτώσεων ..., το πλείστο(ν): το μεγαλύτερο μέρος: ~ ~ της παραγωγής διατίθεται σε ... ● ΦΡ.: κατά το πλείστον: κατά το μεγαλύτερο μέρος, στο μεγαλύτερο ποσοστό: Έκθεση που παρουσιάζει έργα σύγχρονων, ~ ~, ζωγράφων., πλείστοι όσοι : πάρα πολλοί, πολλοί και διάφοροι: ~ ~ ασχολήθηκαν με το θέμα. Έχουν καταγγείλει ~ες ~ες φορές την κατάσταση. Αντιμετωπίζουν ~α ~α προβλήματα., ως επί το πλείστον: κατά το μεγαλύτερο ποσοστό· κυρίως: Πολύς κόσμος, ~ ~ εργαζόμενοι, ...|| Αναφέρθηκε ~ ~ στα κοινωνικά προβλήματα. [< αρχ. πλεῖστοι]

πους

πους ουσ. (αρσ.) {ποδ-ός, -α | -ες, -ών} & πόδας 1. (αρχαιοπρ.) πόδι. 2. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μήκους. ● ΣΥΜΠΛ.: μετρικός πους/πόδας: ΜΕΤΡ. σύνολο συλλαβών που αποτελούν τη βασική δομική μονάδα στα μέτρα κυρ. της αρχαίας ποίησης. Βλ. ανάπαιστος, δάκτυλος, ίαμβος, τροχαίος., άκρο πόδι βλ. πόδι ● ΦΡ.: ακολουθώ κατά πόδας & καταπόδας (λόγ.) 1. (μτφ.) κατά γράμμα, πιστά: ~ησαν ~ το παράδειγμά του. 2. (μτφ.) έχω μικρή (βαθμολογική) διαφορά από κάποιον: Οι αντίπαλοι μας ~ούν ~. 3. πηγαίνω πίσω από κάποιον, συνήθ. παρακολουθώντας τον. Πβ. καταπόδι, ξοπίσω. ΣΥΝ. ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα (1), παίρνω (κάποιον) στο κατόπι [< αρχ. κατά πόδας] , επί ποδός (λόγ.): σε ετοιμότητα: ~ ~ πολέμου. Η τροχαία βρίσκεται/τέθηκε ~ ~ για την ομαλή διεξαγωγή της κυκλοφορίας. Πβ. σε εγρήγορση., παρά πόδα & (καταχρ.) παρά πόδας: ΣΤΡΑΤ. (ως παράγγελμα) ο οπλίτης να κρατήσει όρθιο το όπλο δίπλα στο δεξί του πόδι· συνεκδ. η αντίστοιχη θέση. Βλ. αρμ, επ' ώμου. [< αρχ. πούς]

πρέπων

πρέπων, ουσα, ον πρέ-πων επίθ. {πρέπ-οντος, -οντα | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (λόγ.): αρμόζων, ενδεδειγμένος, κατάλληλος: ο ~ων: σεβασμός. Η ~ουσα: απάντηση/λύση/συμπεριφορά/τιμή/τιμωρία/φροντίδα. Τα ~οντα μέτρα. Δεν δόθηκε η ~ουσα βαρύτητα/προσοχή/σημασία στο συγκεκριμένο ζήτημα. Η υπόθεση δεν αντιμετωπίστηκε με την ~ουσα σοβαρότητα. Θεώρησα ~ον (= σωστό) να σας ενημερώσω. ΣΥΝ. δέων, προσήκων ΑΝΤ. ανάρμοστος ● Ουσ.: πρέπον (το): το (ηθικά) δίκαιο, το (τυπικά) σωστό: Θα πράξει τα ~οντα (= δέοντα). ● ΦΡ.: κατά το πρέπον: κατά το δέον. [< αρχ. πρέπων]

προέκταση

προέκταση προ-έ-κτα-ση ουσ. (θηλ.) 1. οτιδήποτε προστίθεται για να επεκτείνει ή να επιμηκύνει επιφάνεια ή αντικείμενο: ~ ακουστικών/κεραίας/πληκτρολογίου/χειριστηρίου. Βύσμα/καλώδιο (πβ. επιμήκυνση)/σωλήνας ~ης. Καναπές με/χωρίς ~άσεις. ~ δρόμου/παραλίας/προβλήτας/τοίχου. ~ γραμμής λεωφορείου. ~ δικτύου αποχέτευσης και άρδευσης. Το νέο κτίριο αποτελεί ~ του ανακαινισμένου κτίσματος. Νοητή ~ του γήινου ισημερινού. Δυνατότητα ~ης. Πβ. επέκταση. 2. (μτφ.) συνέχεια· (συνήθ. στον πληθ.) επιπρόσθετοι παράγοντες, επακόλουθα: ~ της σκέψης/του συλλογισμού.|| Εκπαιδευτικές/ηθικές/θεωρητικές/μεταφυσικές/οικολογικές/οικονομικές/παιδαγωγικές/πνευματικές/φιλοσοφικές ~άσεις. Ένα πρόβλημα με κοινωνικές/νομικές ~άσεις. Οι πολιτικές ~άσεις της κρίσης. 3. ΠΛΗΡΟΦ. επέκταση. ΣΥΝ. κατάληξη (4), προέκταμα (1) ● ΦΡ.: κατά προέκταση: κατ' επέκταση, περαιτέρω. [< 1,2: γαλλ. prolongement 3: αγγλ. extension]

προσέγγιση

προσέγγιση προ-σέγ-γι-ση ουσ. (θηλ.) 1. πλησίασμα και κατ' επέκτ. συμφωνία, σύγκλιση: ~ του πλοίου στο λιμάνι. Δυνατότητα/οδηγίες/ταχύτητα ~ης. Λόγω του πλήθους, η ~ στην είσοδο του καταστήματος ήταν αδύνατη. Πβ. ζύγωμα, πρόσβαση, προσπέλαση.|| (μτφ.) ~ πελατών. Εξατομικευμένη ~ των μαθητών.|| ~ συνεργασίας. ~ των απόψεων/νομοθεσιών. Απόπειρα/βήμα/κλίμα/προσπάθεια/σχέδιο/τρόπος ~ης. Δεν μπορεί να υπάρξει ~ μεταξύ των δύο χωρών. Βλ. επανα~. 2. εξέταση, μελέτη, θεώρηση: αναλυτική/βιωματική/γλωσσική/δημιουργική/δημοσιογραφική/διδακτική/διεπιστημονική/επικοινωνιακή/θεολογική/κοινωνιολογική/κριτική/οικολογική/παιδαγωγική/πολιτική/πολιτιστική/πολυπαραγοντική/πρακτική/συγκριτική/σφαιρική/τεχνική/φιλοσοφική/ψυχολογική ~. Διαπολιτισμικές/εικαστικές/εναλλακτικές/ερμηνευτικές/θεωρητικές/καινοτόμες/μεθοδολογικές/πειραματικές/συστημικές ~ίσεις. Διαγνωστική και θεραπευτική ~ μιας ασθένειας (πβ. αντιμετώπιση). Επιστημολογική/ιστορική ~ του θέματος. Τεχνολογική ~ στο πρόβλημα της ρύπανσης. Επιχειρεί μια πρώτη ~ της ιστορίας της εκπαίδευσης. Σύγχρονες ~ίσεις στη διδασκαλία της γλώσσας.|| (ΜΑΘ.) Θεωρία ~ίσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: διαθεματική προσέγγιση βλ. διαθεματικός, ολιστική προσέγγιση βλ. ολιστικός ● ΦΡ.: κατά προσέγγιση: περίπου, με μικρή απόκλιση: ~ ~ εκτιμήσεις. Υπολογίστε την απόσταση ~ ~. Το βάρος του φορτίου ανέρχεται ~ ~ στα ογδόντα κιλά. Βλ. κατ' εκτίμηση. ΑΝΤ. με μεγάλη ακρίβεια [< 1: μτγν. προσέγγισις, γαλλ. approximation, rapprochement 2: αγγλ. approach]

πρόσωπο

πρόσωπο πρό-σω-πο ουσ. (ουδ.) {προσώπ-ου} 1. το μπροστινό μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού με κύρια χαρακτηριστικά τα μάτια, τη μύτη και το στόμα· συνεκδ. το δέρμα και η έκφραση, το ύφος, τα συναισθήματα που αποτυπώνονται σε αυτό: λεπτό/μακρύ/οβάλ ή ωοειδές/στρογγυλό/τετράγωνο ~. ~ με γωνίες (= γωνιώδες). Αγγελικό/ανέκφραστο/άσχημο/αυστηρό/γλυκό/εκφραστικό/ήρεμο/κουρασμένο/λαμπερό/μελαγχολικό/νεανικό/ξεκούραστο/όμορφο/ρυτιδιασμένο/συμπαθητικό/υγιές/φωτεινό/χαρούμενο/χλομό/ωραίο/ωχρό ~ (πβ. μορφή). Αισθητική/ανανέωση/ανάπλαση (βλ. λίφτινγκ)/αντηλιακά/γραμμές/κρέμα/μακιγιάζ/μάσκα/μεταμόσχευση/περίγραμμα/περιποίηση/πλαστική χειρουργική/σχήμα/τριχοφυΐα/φροντίδα (του) ~ου. Ανάλυση των χαρακτηριστικών του ~ου (βλ. φυσιογνωμία, φυσιογνωμική). Γύρισε/έστρεψε το ~ό του από την άλλη/προς το μέρος μου. Με ακάλυπτο/καλυμμένο ~. Τον χτύπησε στο ~ (βλ. χαστουκίζω). Ένα πλατύ χαμόγελο έλαμπε/ζωγραφίστηκε στο ~ό της. Η θλίψη ήταν χαραγμένη στα ~ά τους. Το ~ό του έγινε κόκκινο από θυμό/ντροπή. Πβ. μούρη, μούτρο, φάτσα. 2. το άτομο, ο άνθρωπος ως ξεχωριστή προσωπικότητα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, η ταυτότητα και ο χαρακτήρας του· ειδικότ. η υπόληψη, το καλό όνομα: αγαπημένο/άγνωστο/αινιγματικό/αντιπαθητικό/αξιοσέβαστο/γνωστό/δημοφιλές (βλ. βεντέτα, διασημότητα)/ιερό/ιστορικό/κύριο/οικείο/συγγενικό/τραγικό/ύποπτο/φαιδρό ~. Αίτηση ενδιαφερομένου/δήλωση/στοιχεία ~ου. Διακεκριμένα/διάσημα/εξέχοντα/επίσημα/ισχυρά/πλούσια/πολιτικά/προσφιλή/σημαίνοντα/σημαντικά (βλ. βιπ) ~α. Θεωρείται σοβαρό ~. Αποκαλύφθηκε/έδειξε/φάνηκε το αληθινό/πραγματικό του ~. Βιαιοπραγία/επίθεση κατά του ~ου του ... Εξέφρασαν την εμπιστοσύνη/τον σεβασμό τους στο ~ό της. Άνθρωπος με δύο ~α (= δι-, διπλο-πρόσωπος). Υψηλά (ιστάμενα) ~α. Σχέσεις μεταξύ ~ων. ~ της εταιρείας καλλυντικών το γνωστό μοντέλο ...|| (ΘΕΟΛ.) Τα τρία ~α της Αγίας Τριάδος.|| (οικ.) Βγήκε με το ~ (= εραστής ή ερωμένη). Το τρίτο ~ σε μια σχέση (βλ. απιστία).|| (ειρων.-λαϊκό) Σπουδαία προσώπατα.|| (ως παραθετικό σύνθ.) ~-κλειδί στην υπόθεση. 3. ήρωας λογοτεχνικού, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου και ειδικότ. ο αντίστοιχος ρόλος: βασικό/βιβλικό ~. Αλληγορικά/αντρικά/γυναικεία/δευτερεύοντα/δραματικά/κεντρικά/κύρια (βλ. πρωταγωνιστής) ~α. Το ~ του αφηγητή. Τα ~α του δράματος/της ιστορίας/του μυθιστορήματος/της ταινίας. 4. (μτφ.) τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα θεσμού, φαινομένου, τόπου: το άγριο/σκληρό ~ της βίας/της ζωής/της κοινωνίας/του πολέμου. Μια πόλη με πολλά ~α. Αναδεικνύεται/προβάλλεται το σύγχρονο ~ της Ελλάδας. Ο ρατσισμός μπορεί να εμφανίζεται με διαφορετικά ~α. 5. ΓΡΑΜΜ. {χωρ. πληθ.} τύπος ρήματος ή αντωνυμίας που δηλώνει τον ομιλητή, τον συνομιλητή και αυτόν ή αυτό για το οποίο μιλά: πρώτο, δεύτερο, τρίτο ~ ενικού/πληθυντικού. Αφήγηση σε τρίτο ~ (βλ. τριτοπρόσωπος). Βιβλίο γραμμένο σε πρώτο ~ εν είδει ημερολογίου. 6. (προφ.) το μπροστινό, εξωτερικό τμήμα, η πρόσοψη έκτασης ή κτιρίου: Το ακίνητο/γήπεδο έχει ~ στην εθνική οδό. ● Υποκ.: προσωπάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιο πρόσωπο: που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή., ανεπιθύμητο πρόσωπο βλ. ανεπιθύμητος, βουβό πρόσωπο βλ. βουβός, έλεγχος προσώπων βλ. έλεγχος, καθαρισμός προσώπου βλ. καθαρισμός, νομικό πρόσωπο βλ. νομικός, παρένθετο πρόσωπο βλ. παρένθετος, φυσικό πρόσωπο βλ. φυσικός ● ΦΡ.: (το) πρόσωπο της ημέρας/της χρονιάς: άνθρωπος που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, της επικαιρότητας: Είναι ~ της ημέρας. Βραβεύτηκε/επιλέχθηκε/τιμήθηκε ως ~ της χρονιάς., από προσώπου γης/από το πρόσωπο της γης (ΠΔ): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι είναι άφαντο(ς), δεν υπάρχει πουθενά, δεν έχει αφήσει ίχνη: Έχουν εξαφανιστεί/χαθεί ~ ~., βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο (μτφ.): για να δηλωθεί βελτίωση των συνθηκών ζωής: Δεν έχει δει ~ ~ από τότε που απολύθηκε. Πότε, επιτέλους, θα δούμε κι εμείς ~ ~; Πβ. άσπρη μέρα, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή., κατά πρόσωπο: απευθείας, άμεσα, κατάμουτρα: Του τα είπα ~ ~. Αντιμετωπίζει ~ ~ την πραγματικότητα. Είχε το θάρρος να λέει την αλήθεια ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ συνάντηση. ΣΥΝ. καταπρόσωπο (2), με ανθρώπινο πρόσωπο: με δικαιοσύνη και ανθρωπιά, με σεβασμό στα δικαιώματα του ανθρώπου· ειδικότ. με ευγένεια και ευαισθησία: κοινωνία/κράτος/πολιτική ~ ~. Βλ. ανάλγητος. [< γαλλ. à visage humain] , με τι/ποιο πρόσωπο θα .../(δεν) έχω πρόσωπο να ...: για να δηλωθεί έντονη ντροπή ή ενοχή: ~ ~ θα βγω στον κόσμο; Δεν έχω ~ να αντικρίσω την κοινωνία. ΣΥΝ. με τι/ποια μούτρα/(δεν) έχω μούτρα ..., με τον ιδρώτα του προσώπου μου (ΠΔ): με κόπο και μόχθο: Δουλεύει σκληρά, ζώντας ~ ~ του., πρόσωπα και πράγματα: άνθρωποι και καταστάσεις, συνθήκες: ~ ~ της πολιτικής/τέχνης. Γνωρίζει/ξέρει ~ ~., πρόσωπο με πρόσωπο: αντικριστά, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο· κατ' επέκτ. για άμεση, προσωπική επικοινωνία ή αντιπαράθεση: Βρέθηκαν/κάθισαν ~ ~ (= βιζαβί, τετ α τετ. Πβ. μύτη με μύτη). Ήρθε ~ ~ με μια σοβαρή ασθένεια/με τους κακοποιούς (πβ. ενώπιος ενωπίω).|| Επαφές/συνάντηση/συνομιλίες ~ ~. ~ ~ διδασκαλία (πβ. διά ζώσης). Μάχη ~ ~ (βλ. στήθος με στήθος). ΣΥΝ. φάτσα με φάτσα, φέις του φέις, στο πρόσωπο κάποιου βλέπω/βρίσκω ...: αποδίδω σε κάποιον μια ιδιότητα ή αναγνωρίζω ότι τη διαθέτει: Η κοινή γνώμη βλέπει στο ~ό του έναν ταλαντούχο καλλιτέχνη. Στο ~ό του βρήκε αυτό που έψαχνε., το άλλο πρόσωπο του/της (μτφ.): η κρυφή, άγνωστη πλευρά, όψη ανθρώπου, τόπου, φαινομένου: ~ ~ της εξουσίας/ενός ηγέτη., αλλάζει πρόσωπο βλ. αλλάζω, παρουσίασε δύο πρόσωπα βλ. παρουσιάζω, τιμώμενο πρόσωπο βλ. τιμώμενος, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, χαστούκι στο πρόσωπο/στα μούτρα βλ. χαστούκι [< 1: αρχ. πρόσωπον 2,3,4,5,6: μτγν. ~, γαλλ. personne, personnage, face]

προτεραιότητα

προτεραιότητα προ-τε-ραι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {προτεραιοτήτ-ων} 1. αξιολόγηση και τοποθέτηση στην πρώτη θέση· συνεκδ. ό,τι ιεραρχείται πρώτο: άμεση/βασική/μεγάλη/υπ' αριθμόν ένα/υψηλή ~. Οριζόντια ~ (: στόχος στον οποίο δίνεται ιδιαίτερη προσοχή σε όλες τις φάσεις ενός προγράμματος). Άξονες/δραστηριότητες/έργα/προβλήματα ~ας. Δίνω (την) απόλυτη ~ σε κάτι. Η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί/συνιστά ~ για τη χώρα. Η συνεχής βελτίωση των υπηρεσιών υγείας είναι ~ά μας. Αποδίδω ύψιστη ~ στο ... Θεωρεί ~ την καταπολέμηση των ναρκωτικών. Έθεσε ως ~ την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μέτρα ~ας για τη διαχείριση της μετανάστευσης. Τομείς εθνικής ~ας. Εκπαιδευτικές/ερευνητικές/θεματικές/πολιτικές/τεχνολογικές ~ες. Οι ~ες του Υπουργείου. Επανεξετάζω/καθορίζω τις ~ες. Είναι θέμα ~ων. Το ζήτημα βρίσκεται/παραμένει στην κορυφή των ~ων μας. Βλ. -ότητα, προβάδισμα. 2. το δικαίωμα που δίνεται σε κάποιον ή κάτι να προηγείται έναντι άλλων: Έχει ~ κατά τη διαδικασία της επιλογής. Προκήρυξη θέσης με ~. Τηρείται σειρά ~ας.|| (ειδικότ. για οχήματα) Παραβίαση/παραχώρηση της ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: πρώτη προτεραιότητα (εμφατ.): βασικό μέλημα, κύριος στόχος: Η αντιμετώπιση της κρίσης αποτελεί/παραμένει ~ ~ (= μείζον θέμα) στην κυβερνητική ατζέντα. Ζήτημα ~ης ~ας. [< αγγλ. first priority] , αριθμός προτεραιότητας βλ. αριθμός, οδός προτεραιότητας βλ. οδός ● ΦΡ.: κατά προτεραιότητα: όπως επιβάλλει η σειρά: Τα αιτήματα εξυπηρετούνται ~ ~. Χορηγούνται ~ ~ δάνεια. [< γαλλ. priorité]

προτίμηση

προτίμηση προ-τί-μη-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προτιμώ· συνεκδ. καθετί που αρέσει σε κάποιον περισσότερο από κάτι άλλο: Το νέο προϊόν κέρδισε την ~ των καταναλωτών. Έχω ~ στα γλυκά. Εκφράζω την ~ή μου για κάτι. Δείχνω την ~ή μου σε κάποιον (βλ. εύνοια). Σχολή πρώτης ~ης. Εκλέγονται με σειρά ~ης οι εξής ... Οι επιλογές είναι πολλές και καλύπτουν όλες τις ~ήσεις (πβ. γούστα).|| Διατροφικές/ενδυματολογικές/επαγγελματικές/μουσικές/πολιτικές ~ήσεις. Προϊόν που αποτελεί την πρώτη ~/είναι ψηλά στις ~ήσεις των καταναλωτών.|| ~ήσεις ψηφιακού συστήματος (: συνιστώμενες προδιαγραφές και απαιτήσεις λειτουργίας).|| (ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ.) Δικαίωμα ~ης σε περίπτωση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. 2. ΠΛΗΡΟΦ. εντολή με την οποία ο χρήστης επιλέγει από έναν αριθμό εναλλακτικών ενεργειών ενός λογισμικού όσες επιθυμεί: επεξεργασία/τροποποίηση ~ήσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: σταυρός προτίμησης βλ. σταυρός ● ΦΡ.: κατά προτίμηση: το προτιμότερο: (για τρόφιμα) ανάλωση ~ ~ πριν από ... (: αναγράφεται ημερομηνία). [< 1: αρχ. προτίμησις 2: αγγλ. preference]

πρώτος

πρώτος, η, ο [πρῶτος] πρώ-τος αριθμητ. τακτ. (σύμβ. 1ος, Α' ή α', Ι) 1. που γίνεται, συμβαίνει, εμφανίζεται πριν από όλους τους άλλους: ~ος: αγώνας/γάμος/γύρος/δίσκος (συγκροτήματος)/μήνας (του χρόνου)/τόμος/ύπνος (= το αρχικό στάδιο)/χορός. ~η: αντίδραση/απόπειρα/άφιξη (πλοίου)/έκδοση/εκδοχή/επαφή/εργασία/νίκη/παράσταση/προσπάθεια/τιμή (= αρχική). ~ο: αεροπλάνο/ημίχρονο/ραντεβού/σχέδιο (βλ. προσχέδιο)/φιλί. ~α: άνθη. Ο ~ παγκόσμιος πόλεμος. Η ~η μέρα της εβδομάδας (= η Κυριακή)/του έτους (= πρωτοχρονιά)/του μήνα (= πρωτομηνιά). Κέρδισε την ~η παρτίδα. Ολοκληρώθηκε η ~η φάση του έργου. Η ~η νύχτα του γάμου. Απέκτησαν το ~ο τους παιδί. Το ~ο λεπτό της ώρας/τέταρτο της Σελήνης/φως της ημέρας (πβ. λυκαυγές). Περιμένω το ~ο λεωφορείο/τρένο. Είναι στο ~ο έτος της Ιατρικής. Η αμεσότητα της ~ης εντύπωσης. Οι ~οι έρωτες της εφηβείας. Τα ~α χρόνια της ζωής/των σπουδών του. Τα ~α τεύχη του περιοδικού. ΑΝΤ. τελευταίος (1) 2. που βρίσκεται στην αρχή μιας σειράς, ακολουθίας: ~ος: στίχος. ~η: διαφάνεια/πρόταση/σελίδα/στροφή. ~ο: θρανίο/πάτωμα/σπίτι. Άρθρο ~ο. Το ~ο κεφάλαιο/μέρος ενός βιβλίου. Ο ~ αριθμός/το ~ο όνομα στον κατάλογο. Το ~ο στοιχείο του περιοδικού πίνακα είναι το υδρογόνο. Θα στρίψετε στον ~ο δρόμο δεξιά. ~ο γραφείο/~η πόρτα/~ο κτίριο αριστερά.|| (για πρόσ.) Είναι ~ στην ουρά. Βγήκε ~η από το σινεμά. Έφτασε/μίλησε ~.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ο: πρόσωπο. ~η: κλίση.|| ~ο (Α'/1ο) Γυμνάσιο/Ενιαίο Λύκειο (μιας πόλης). 3. που προηγείται όλων των άλλων ως προς την αξία, τη σημασία, την ποιότητα, την ποσότητα, τη συχνότητα, το αξίωμα· κατ' επέκτ. βασικός, πρωταρχικός, αναγκαίος, στοιχειώδης: (για πρόσ.) ~ος: σκόρερ/(ΙΣΤ.) ύπατος (αρμοστής).|| ~ος: τουριστικός προορισμός. ~η: δύναμη/ομάδα/χώρα. ~ο: βραβείο/καθήκον/μέλημα. Η ~η σημασία μιας λέξης (= η πιο συχνή, βασική). Η ~η κατοικία (σε αντίθεση με την εξοχική). Ο ~ πολίτης της χώρας (= ο αρχηγός του κράτους). Ο ~ δημότης (= ο δήμαρχος). (λόγ.) ~ τη τάξει. Ο ~ λαχνός. Είναι ο ~ μαθητής στην τάξη. ~ στόχος της κυβέρνησης είναι ... Είναι/έρχεται ~ στις προτιμήσεις του κοινού. Μπήκε/πέρασε ~ στη σχολή. Τερμάτισε ~η. Αναδείχτηκε ~η στον διαγωνισμό. Η εταιρεία είναι ~η στον κόσμο σε πωλήσεις. Είναι η ~η επιλογή των καταναλωτών. Κρασί ~ης ποιότητας. Εστιατόριο/ξενοδοχείο ~ης κατηγορίας. Παρέχω στο νεογέννητο τις ~ες φροντίδες. Τα ~α γράμματα.|| (ΦΙΛΟΣ.) ~η: αιτία/αλήθεια/ουσία. Το νερό ως ~η αρχή. 4. που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, πρόχειρος: μια ~η προσέγγιση του θέματος. Μια ~η ματιά στα γεγονότα. Έγινε μια ~η αποτίμηση/εκτίμηση των αποτελεσμάτων. Πήρα μια ~η γεύση από το βιβλίο. ● Ουσ.: πρώτη (η) 1. (κ. με κεφαλ. Π) ενν. τάξη σχολικής βαθμίδας (σύμβ. Α΄): Πάει (στην)/τελείωσε την ~ Δημοτικού/Γυμνασίου/Λυκείου. 2. η ταχύτητα με την οποία αρχίζει να κινείται ένα όχημα: Βάζω ~. 3. πρεμιέρα: επίσημη/παγκόσμια ~. 4. η ημέρα με την οποία αρχίζει ο μήνας: ~ Μαΐου (= Πρωτομαγιά)/Ιουνίου., πρώτο (το) 1. το λεπτό της ώρας: Τερμάτισε με χρόνο έξι ~α και τριάντα δεύτερα. 2. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. πρωτόνιο., πρώτος (ο) 1. το πρόσωπο που προηγείται σε μια σειρά: Ας περάσει ο ~ (ενν. στην ουρά). Ήταν ο ~ που αντιστάθηκε. Είναι μεταξύ των ~ων. Ο ~ των ~ων. 2. (προφ.) ο πρώτος όροφος κτιρίου: Μένει στον ~ο. 3. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Ιανουάριος: στις 5/01/... (: πέντε ~ου). 4. ο ανώτερος ιεραρχικά καπετάνιος ή μηχανικός του πλοίου. 5. ΕΚΚΛΗΣ. ο μοναχός που προεδρεύει στις συνάξεις ή βρίσκεται στην ιεραρχία μετά τον ηγούμενο. ● ΣΥΜΠΛ.: πρώτη ηλικία: η βρεφική και νηπιακή ηλικία· συνεκδ. τα νήπια., πρώτη θέση 1. αυτή που προηγείται όλων των άλλων σε βαθμολογική κυρ. κατάταξη: Διατήρησε/διεκδικεί/εξασφάλισε/κατέκτησε/κατέλαβε/κέρδισε/πήρε την ~ ~. Ανέβηκε/βρέθηκε/επανήλθε/κατατάσσεται/παραμένει/τερμάτισε στην ~ ~.|| Έχει την ~ ~ στη ζωή μου. 2. η πιο ακριβή θέση σε μέσο μεταφοράς: Ταξιδεύει (στην) ~ ~. Καμπίνα/σαλόνι ~ης ~ης. Πβ. διακεκριμένη θέση., πρώτη φωνή: ΜΟΥΣ. η βασική, η κύρια φωνή. Πβ. πρίμο., πρώτο χέρι: για προϊόν που αγοράζεται ολοκαίνουργιο ή για χειρωνακτική εργασία (κυρ. βάψιμο) που αποτελεί τη βάση για τις επόμενες: (σε αγγελία:) Πωλείται αυτοκίνητο σε άριστη κατάσταση, ~ ~.|| Στέγνωσε το ~ ~. Βλ. δεύτερο χέρι., πρώτος (αριθμός): ΜΑΘ. φυσικός αριθμός, διάφορος της μονάδας, που διαιρείται μόνο με τον εαυτό του και τη μονάδα: Το 2 είναι ο μοναδικός ζυγός ~ ~., έκτακτης/άμεσης/πρώτης ανάγκης βλ. ανάγκη, μητρική/πρώτη γλώσσα βλ. γλώσσα, πρώτες βοήθειες βλ. βοήθεια, πρώτη Ανάσταση βλ. ανάσταση, πρώτη γραμμή βλ. γραμμή, πρώτη κυρία βλ. κυρία, πρώτη μούρη βλ. μούρη, πρώτη νιότη/νεότητα βλ. νιότη, πρώτη προτεραιότητα βλ. προτεραιότητα, πρώτη ύλη βλ. ύλη, πρώτης (Α')/δεύτερης (Β')/τρίτης (Γ')/τελευταίας διαλογής βλ. διαλογή, πρώτης γραμμής βλ. γραμμή, πρώτο μπόι βλ. μπόι, πρώτο/δεύτερο βιολί βλ. βιολί, πρώτος μεσημβρινός βλ. μεσημβρινός, πρώτος χορευτής βλ. χορευτής, χορεύτρια, πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού βλ. βαθμός, σε πρώτο/δεύτερο πλάνο βλ. πλάνο, ταινίες α'/β' προβολής βλ. προβολή ● ΦΡ.: (είσαι/είναι) και ο πρώτος/η πρώτη! (εμφατ.-προφ.): ως έκφραση έντονης επιδοκιμασίας, για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι ο καλύτερος: Μεγάλε/μπράβο, είσαι ~ ~! Και το πρώτο παιδί!, από πρώτο χέρι (προφ.): άμεσα, από αξιόπιστη πηγή: Ενημερωθείτε ~ ~. Ξέρουμε ~ ~ τα προβλήματα. Πληροφορίες ~ ~. Έμαθε από ~ ~ τι συνέβη. Βλ. από δεύτερο χέρι. [< γαλλ. de première main] , από τον πρώτο ως τον τελευταίο: όλοι ανεξαιρέτως: Όλοι μας, ~ ~, έχουμε ευθύνη., για πρώτη φορά: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν έχει ξαναγίνει, ξανασυμβεί: Κάνω κάτι/πηγαίνω κάπου ~ ~., εν πρώτοις/κατά πρώτον (λόγ.): καταρχάς, προπάντων: Πρέπει να σημειωθεί ~ ~ ότι ... Πβ. πρώτα απ' όλα., έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο (μτφ.): έχει κυρίαρχο και αποφασιστικό ρόλο: Θέλει να ~ ~ στις εξελίξεις., με την πρώτη ματιά: αμέσως: έρωτας ~ ~ (= κεραυνοβόλος). Την αντιπάθησε/θα σας γοητεύσει/σε κερδίζει ~ ~. Δεν είναι εύκολο να τα δει κανείς όλα ~ ~. [< γερμ. auf den ersten Blick] , με την πρώτη/με το πρώτο: αμέσως: Μπήκε ~ ~ στα βαθιά. Τον αναγνώρισε/τα κατάφερε/πέτυχε ~ ~., οι τα πρώτα φέροντες (αρχαιοπρ.): αυτοί που κατέχουν υψηλές θέσεις: ~ ~ (= οι κορυφαίοι) υπουργοί. Πβ. υψηλά ιστάμενος., παίζει τον πρώτο ρόλο (μτφ.): αποτελεί τον βασικότερο, τον κυρίαρχο παράγοντα: Σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις η εμπιστοσύνη ~ ~. Tα αγνά υλικά ~ουν ~ στην παρασκευή των εδεσμάτων., πρώτης τάξεως/τάξης: πολύ καλός, εξαιρετικός: ~ ~ διαφήμιση/υπηρεσία. Του δίνεται/παρέχεται μια ~ ~ ευκαιρία να αποδείξει την αξία του. ΣΥΝ. πρώτης γραμμής, πρώτος και καλύτερος (συχνά ειρων.): για κάποιον που πρωτοστατεί ή κατέχει την πρώτη θέση σε μια κατάταξη: όπου επεισόδια, αυτός ~ ~! Όλοι, με ~ο και ~ο εσένα, τον κατηγορούσατε!|| ~οι και ~οι στη λίστα των καλεσμένων θα είναι ..., πρώτου μεγέθους: πολύ μεγάλος ή σοβαρός, σπουδαίος, πρωτοφανής: είδηση/έκπληξη/σκάνδαλο ~ ~. Πρόβλημα ~ ~ (: μεγάλων διαστάσεων).|| (για πρόσ.) Εξελίχθηκε σε αστέρι ~ ~., (ο) πρώτος διδάξας/(η) πρώτη διδάξασα βλ. διδάξας, διδάξασα, δεν είναι/είσαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που ... βλ. τελευταίος, είδη/αγαθά πρώτης ανάγκης βλ. ανάγκη, είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που ... βλ. τελευταίος, εκ πρώτης όψεως/όψης βλ. όψη, κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, κάνει τα πρώτα (του) βήματα βλ. βήμα, κάνω το πρώτο βήμα βλ. βήμα, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, με την πρώτη/σε πρώτη ευκαιρία βλ. ευκαιρία, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα, ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω βλ. αναμάρτητος, ο πρώτος τυχών/τυχόντας βλ. τυχών, οι έσχατοι έσονται πρώτοι (και οι πρώτοι έσχατοι) βλ. έσχατος, πρώτο τραπέζι πίστα βλ. τραπέζι, πρώτος μεταξύ ίσων βλ. ίσος, πρώτος/καλύτερος (και) με διαφορά βλ. διαφορά, σε πρώτη ζήτηση βλ. ζήτηση, τα στερνά τιμούν τα πρώτα βλ. στερνός ● βλ. πρώτα, πρώτον [< αρχ. πρῶτος, γαλλ. premier]

σειρά

σειρά σει-ρά ουσ. (θηλ.) 1. ομάδα προσώπων ή όμοιων πραγμάτων, στοιχείων, που βρίσκονται το ένα μετά το άλλο ή δίπλα στο άλλο: ~ από βουνά (= ορο~)/δέντρα/κίονες/κτίρια. Η πρώτη ~ των εδράνων/θεατών/συνέδρων. Κάθονται/περιμένουν υπομονετικά στη ~ (πβ. γραμμή, ουρά). Μπήκε στη ~ για να αγοράσει εισιτήριο. Πίνακες κρεμασμένοι στη ~. Καθίσματα της δεύτερης ~άς. Αεροσκάφος με σαράντα ~ές θέσεων. Βλ. γραμματο~, συμβολο~. 2. γραμμή, στίχος κειμένου: η πρώτη ~ των υποτίτλων. Οι τελευταίες ~ές του άρθρου. Τρεις ~ές από το τέλος της σελίδας. Πβ. αράδα. 3. σύνολο γεγονότων, συμβάντων, εκδηλώσεων, που σχετίζονται κυρ. θεματικά και ακολουθούν χρονικά το ένα το άλλο: ~ διαλέξεων (= κύκλος)/ερωτημάτων/λαθών/μέτρων/ομιλιών/σεμιναρίων/συναντήσεων/συναυλιών/χειρισμών. (Μια) ~ από δραστηριότητες/ήττες/νίκες (= σερί)/πρωτοβουλίες. Δύσκολη ~ αγώνων. Ο πρωθυπουργός ξεκίνησε ~ επαφών με τους πολιτικούς αρχηγούς. Πβ. ακολουθία, αλυσίδα. 4. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συνδέονται μεταξύ τους με κάποιον τρόπο, συνήθ. έχουν κοινά χαρακτηριστικά, παράγονται ή πωλούνται μαζί: ~ ασκήσεων/δώρων/εργαλείων/υπολογιστών. Αναμνηστική ~ γραμματοσήμων/νομισμάτων. Πλήρης ~ σκευών μαγειρικής. Νέα/ολοκληρωμένη ~ επίπλων. ~ περιποίησης προσώπου-σώματος-μαλλιών.|| (για βιβλία) Εκδοτική/ιστορική/φιλοσοφική ~. ~ αστυνομικής/ξένης λογοτεχνίας.|| Μια ~ από θέματα/μελέτες/στοιχεία. Μια ~ από προβλήματα/προβλημάτων (= πλήθος). 5. ΤΗΛΕΟΡ. καθημερινό ή εβδομαδιαίο τηλεοπτικό συνήθ. πρόγραμμα με το ίδιο καστ ή θέμα: αισθηματική/δραματική/κοινωνική/κωμική/μεταγλωττισμένη/νεανική/ραδιοφωνική ~. ~ δράσης/μυστηρίου/περιπέτειας/τρόμου/φαντασίας. Τα γυρίσματα/τα επεισόδια/οι ήρωες/οι πρωταγωνιστές της ~άς. ~ τριών ωριαίων ντοκιμαντέρ. Ελληνικές/ξένες ~ές που προβάλλονται από τα κανάλια. ~ές βασισμένες σε λογοτεχνικά έργα. Πβ. σίριαλ. 6. κατάταξη δεδομένων ή προσώπων σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια· ειδικότ. αλληλουχία: αριθμητική/αύξουσα/συντακτική/τυχαία/φθίνουσα/χρονολογική ~. Αξιολογική ~ υποψηφίων. Πβ. ταξινόμηση.|| Παρουσιάστε τις σκέψεις σας με λογική ~ (πβ. ειρμός, συνοχή). (σε ασκήσεις) Βάλτε τις λέξεις στη σωστή ~. Μπείτε στη ~ (: στοιχηθείτε). 7. θέση που κατέχει κάποιος ή κάτι σε ένα σύνολο: ~ αναφοράς/εκκίνησης/εμφάνισης/επιτυχίας/κατάταξης. Μπήκα με καλή ~ στη σχολή. Μου πήρε τη ~.|| (προφ.) Δεν είναι της ~άς του (: δεν ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη). ΣΥΝ. σινάφι. 8. ΣΤΡΑΤ. το σύνολο των στρατευσίμων που κατατάσσονται στις Ένοπλες Δυνάμεις την ίδια χρονική περίοδο· (συνεκδ.-αργκό) ο ίδιος ο στρατιώτης που ανήκει στο σύνολο αυτό: (επίσ.) Eκπαιδευτική ~ Στρατευσίμων Oπλιτών (ακρ. EΣΣO). ~ που απολύθηκε/παρουσιάστηκε/υπηρετεί. Αριθμός ~άς. Πβ. κλάση.|| (ως προσφών.) Γεια σου, ρε ~. 9. (προφ., συνήθ. με κτητ. αντων.) τάξη, σύστημα, πρόγραμμα: (Δεν) έχει ~ και συνέχεια. Έλειψε δύο φορές και βγήκε από/έχασε τη ~ του. ● Υποκ.: σειρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ομόλογη σειρά: ΧΗΜ. ομάδα οργανικών ενώσεων με κοινό γενικό μοριακό τύπο και ίδιες χημικές ιδιότητες: Τα αλκάνια/οι αλκοόλες είναι ~ ~. [< αγγλ. homologous series] , σειρά των όρων: ΓΛΩΣΣ. η θέση των κύριων όρων μέσα στην πρόταση: Η ~ ~ στα Ελληνικά είναι ελεύθερη. [< αγγλ. word order] , αλφαβητική σειρά βλ. αλφαβητικός ● ΦΡ.: (είναι/έρχεται/φτάνει η) σειρά μου να ...: είναι, έρχεται η ώρα για κάποιον να πάθει ή να κάνει κάτι, σύμφωνα με μια χρονική ακολουθία: Έφτασε/ήρθε η ~ της να απαντήσει/απολογηθεί. Σειρά σου τώρα να ..., βάζω (κάτι) στη/σε σειρά 1. τακτοποιώ, διευθετώ: ~ουν σε ~ τις προτεραιότητές τους. Ας βάλουμε τα πράγματα στη ~ τους. Προσπαθεί να βάλει τη ζωή/τις σκέψεις του σε μια ~. Πβ. ξεκαθαρίζω, οργανώνω. 2. (σπάν.) δρομολογώ: Ο δήμαρχος έχει βάλει σε ~ έργα πνοής για την πόλη. [< γαλλ. mettre en ligne] , εκτός σειράς: για κάτι που δεν εντάσσεται σε ένα ομοιογενές σύνολο ή δεν ακολουθεί ορισμένη κατάταξη, ιεραρχία: δημοσιεύματα ~ ~.|| Ήθελε να μιλήσει ~ ~., με τη σειρά: το ένα μετά το άλλο (ή ο ένας μετά τον άλλον): ~ ~, μην μπερδευόμαστε. Ένα-ένα θέμα, ~ ~, όχι όλα μαζί. Καλούνται ~ ~ να πουν τη γνώμη τους. [< γαλλ. par ordre] , με τη σειρά μου: για κάτι που γίνεται σύμφωνα με μια ακολουθία, συνήθ. χρονική: Να σας καλημερίσω κι εγώ ~ ~. Διατυπώστε κι εσείς ~ σας το δικό σας σχόλιο., με/κατά/σε σειρά: με βάση συγκεκριμένη κατάταξη: ~ ~ αρχαιότητας/εκλογής/επιτυχίας/ηλικίας/προτεραιότητας/προτίμησης/σπουδαιότητας/συχνότητας. Πρωταγωνιστούν με ~ εμφάνισης οι ... Προβάλλεται το δέκατο κατά ~ επεισόδιο. Τρίτο στη ~ κριτήριο. , μπαίνει στη/σε σειρά: (μτφ.) μπαίνει σε τάξη, διευθετείται, ρυθμίζεται: Μην ανησυχείς, όλα ~ουν στη ~ (= τακτοποιούνται) με λίγη προσπάθεια. Η ζωή μας έχει μπει σε μια ~. Ας βρεθεί μια λύση, για να μπουν τα πράγματα στη ~ τους., παίρνει σειρά: για κάτι που έχει δρομολογηθεί και πρόκειται να πραγματοποιηθεί: Έργα που έχουν πάρει ~ και υλοποιούνται. , ποιος/τι έχει σειρά; (προφ.): ποιος είναι ο επόμενος· τι θα ακολουθήσει;: ~ ~ τώρα; Ποιος ~ να παίξει;, σύνδεση σε/εν σειρά: ΗΛΕΚΤΡ. κατά την οποία όλα τα στοιχεία βρίσκονται υπό την ίδια ένταση, ενώ η ολική τάση στα άκρα του κυκλώματος ισούται με το άθροισμα των τάσεων στα άκρα του κάθε στοιχείου. ΑΝΤ. παράλληλη σύνδεση/διάταξη, της σειράς & (σπάν.) της αράδας (μειωτ.): ως χαρακτηρισμός για κάτι ευτελές ή κοινό, συνηθισμένο: ταινία ~ ~. Φτηνή μπίρα ~ ~. (σπανιότ. για πρόσ.) Καλλιτέχνες/τραγουδιστές ~ ~., ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά βλ. πράγμα, επί σειρά(ν) ετών βλ. έτος [< μτγν. σειρά, γαλλ. ordre, rang, série 5: αγγλ. series, 1949]

στάδιο

στάδιο στά-δι-ο ουσ. (ουδ.) {σταδί-ου | -ων} 1. ανοιχτός ή κλειστός χώρος διεξαγωγής αθλητικών αγώνων ή σπανιότ. άλλων εκδηλώσεων και συνεκδ. οι θεατές που βρίσκονται σε αυτόν: αρχαίο/δημοτικό/εθνικό/κατάμεστο/ποδοσφαιρικό (βλ. γήπεδο)/υπαίθριο/υπερσύγχρονο ~. (κ. με κεφαλ. Σ) Το Παναθηναϊκό ~ ή ~ (: το Καλλιμάρμαρο ή η περιοχή όπου αυτό βρίσκεται). Το ~ Ειρήνης και Φιλίας. Το Ολυμπιακό ~ (: τμήμα του ΟΑΚΑ). Οι κερκίδες/το πέταλο του ~ου. ~ δέκα χιλιάδων θέσεων. Το ~ καλύπτει τις ανάγκες του κλασικού αθλητισμού. Οι θεατές γέμισαν το ~. Έδωσε συναυλία στο ~ ...|| Ολόκληρο το ~ σηκώθηκε κι άρχισε να χειροκροτεί. Ξεσήκωσε το ~. 2. (μτφ.) καθεμία από τις συγκεκριμένες φάσεις εξελικτικής πορείας· ειδικότ. επαγγελματικός κλάδος που προσφέρει δυνατότητα εξέλιξης: αρχικό/ενδιάμεσο/επόμενο/μεταβατικό/πειραματικό/προηγούμενο/πρώιμο ~. (ΨΥΧΑΝ.) Γεννητικό/πρωκτικό/στοματικό/φαλλικό ~. ~ έγκρισης/ελέγχου/εφαρμογής (προγράμματος)/παραγωγής/σχεδιασμού/υλοποίησης. Το ερευνητικό ~ του διδακτορικού. Τα ~α της εκπαίδευσης/του κύκλου της ζωής/της μάθησης. Διαδοχικά ~α της ανάπτυξης του παιδιού. Νόσος σε προχωρημένο/πρώιμο ~. Η διαδικασία ένταξης διακρίνεται σε/περιλαμβάνει τρία ~α. Πόσο διαρκεί το προκαταρκτικό/προπαρασκευαστικό ~; Το νομοσχέδιο βρίσκεται σε ~ επεξεργασίας. Εμπλέκεται σε όλα τα ~α, από την προετοιμασία μέχρι την ολοκλήρωση. Πβ. περίοδος. Βλ. αναβαθμός, βαθμίδα, σκαλοπάτι.|| Θα ακολουθήσει το διπλωματικό ~. Πβ. σταδιοδρομία. Βλ. προ~. 3. ΝΑΥΤ. μονάδα μήκους ίση με το ένα δέκατο του ναυτικού μιλίου (185,2 μ.). ● ΣΥΜΠΛ.: τελικό στάδιο: τελευταία φάση μιας διαδικασίας: (κατά) το ~ ~ του διαγωνισμού/της έρευνας/των συζητήσεων. Ασθενής ~ού σταδίου/σε ~ ~ (πβ. ετοιμοθάνατος). Σε ~ ~ βρίσκονται οι διαπραγματεύσεις. Πβ. τελική ευθεία. ● ΦΡ.: κατά στάδια: σε διαδοχικές φάσεις, βαθμιαία: χειρουργική αποκατάσταση ~ ~. Η εξαγορά θα γίνει είτε ενιαία είτε ~ ~. ΣΥΝ. σταδιακά ΑΝΤ. απότομα, μονομιάς (1), ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν βλ. ιδού [< αρχ. στάδιον, γαλλ. stade, αγγλ. stadium]

σύμβαση

σύμβαση σύμ-βα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. επίσημη συμφωνία (δικαιοπραξία) που κατοχυρώνεται νομικά μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων και συνεκδ. το σχετικό έγγραφο: δημόσια/εμπορική/ετήσια/ιδιωτική/προθεσμιακή/τελωνειακή/τροποποιητική ~. Διμερείς/διπλωματικές/ευρωπαϊκές/πολυμερείς ~άσεις. ~ δανείου (= δανειακή ~)/παροχής υπηρεσιών (διαδικτύου)/συνεργασίας/υπεργολαβίας/χρονομεριστικής μίσθωσης. ~άσεις δημοσίων έργων. Διεθνής ~ για τα δικαιώματα του παιδιού (ΣΥΝ. συνθήκη). ~ παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών (: ο εργαζόμενος καθορίζει ο ίδιος τις συνθήκες, όπως τον τόπο, χρόνο και τρόπο εργασίας του, χωρίς να υπόκειται στην εποπτεία και τον έλεγχο του εργοδότη). Ακύρωση/ανάθεση/ανανέωση/διάρκεια/εκτέλεση/εφαρμογή/καταγγελία/λήξη/όροι/παραβίαση/παράταση/σύναψη/σχέδιο/τροποποίηση/υπογραφή ~ης. ~ αξίας/ύψους ... ευρώ. Εγκρίθηκε/επικυρώθηκε η ~ πώλησης ... Η ~ ανατέθηκε στην εταιρεία ... Εργάζομαι με ~. Με ~ παραχώρησης θα προχωρήσει η κατασκευή του νέου αυτοκινητόδρομου. Πβ. σύμφωνο.|| Υπεγράφη προγραμματική ~ για την ανάπλαση της πλατείας. Πβ. συμβόλαιο. Βλ. αυτο~. 2. {συνήθ. στον πληθ.} κανόνες που προκύπτουν από ρητή ή σιωπηρή συμφωνία μεταξύ ατόμων ή κοινωνικών ομάδων· κατ' επέκτ. (συχνά μειωτ.) ό,τι ισχύει μόνο τυπικά, άνευ ουσίας: Αδιαφορεί για τις κοινωνικές ~άσεις (: πρότυπα συμπεριφοράς κοινωνικώς αποδεκτά). Ήρθε σε ρήξη με τις αφηγηματικές/θεατρικές ~άσεις της εποχής του. Στο παρόν έγγραφο χρησιμοποιούνται οι εξής τυπογραφικές ~άσεις ...|| Εξακολουθούν να ζουν μαζί από ~ (= συμβατικά). ● ΣΥΜΠΛ.: σύμβαση (ανάθεσης/μίσθωσης) έργου: ΝΟΜ. σύμβαση εργασίας για υλοποίηση συγκεκριμένου έργου έναντι αμοιβής., σύμβαση (εργασίας): ΝΟΜ. συμφωνία ανάμεσα σε εργαζόμενο και εργοδοσία που αφορά τον μισθό, το ωράριο και τις συνθήκες για παροχή συγκεκριμένης εργασίας: ατομική ~ ~. Συλλογική ~ ~ (: μεταξύ των συνδικάτων των εργαζομένων και των εργοδοτών για τους όρους εργασίας). ~ αορίστου/ορισμένου χρόνου (: ανάλογα με το αν η διάρκειά της καθορίζεται ή όχι). ~ εξαρτημένης εργασίας (: βάσει της οποίας ο μισθωτός προσφέρει τις υπηρεσίες του υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του εργοδότη)., σύμβαση(-)πλαίσιο: που περιλαμβάνει γενικές κατευθυντήριες αρχές και εναπόκειται στα συμβαλλόμενα μέρη να καθορίσουν τις επιμέρους διατάξεις της: ~ ~ για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων. [< γαλλ. convention(-)cadre, αγγλ. framework/outline convention] , ασφαλιστική σύμβαση βλ. ασφαλιστικός, ετεροβαρής σύμβαση βλ. ετεροβαρής ● ΦΡ.: επί συμβάσει: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. με σύμβαση εργασίας: μόνιμο ή ~ ~ (διοικητικό) προσωπικό. ~ ~ υπάλληλοι (= συμβασιούχοι) του Δημοσίου., κατά σύμβαση: σύμφωνα με ό,τι γίνεται αποδεκτό κατόπιν συμφωνίας ή τυπικά: Λέμε ~ ~ ότι η γέννηση του Χριστού έλαβε χώρα το έτος ένα. Πβ. κατά συνθήκη(ν). [< 1: αρχ. σύμβασις 2: γαλλ. convention]

σύμπτωση

σύμπτωση σύ-μπτω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ταυτόχρονη και, φαινομενικά τουλάχιστον, τυχαία εκδήλωση γεγονότων, φαινομένων: απίστευτη/ατυχής (πβ. συγκυρία)/ιστορική/μοιραία/τραγική/χρονική ~. Κι εσύ εδώ; Κοίτα/τι/τρελή/τρομερή ~! Πρόκειται για ~. Δεν αποτελεί ~ το γεγονός ότι ... Οι όποιες ομοιότητες είναι/οφείλονται σε απλή ~. Για δες κάτι ~ώσεις! (Πολύ) περίεργες ~ώσεις συμβαίνουν τελευταία. Είναι πολλές οι ~ώσεις, για να είναι ατύχημα. Δεν πιστεύω στις ~ώσεις. Μια σειρά ~ώσεων τους έφερε στον τόπο του εγκλήματος. Πβ. τύχη. 2. (μτφ.) συμφωνία, ταύτιση: Διαπιστώθηκε (απόλυτη) ~ απόψεων μεταξύ τους (= σύγκλιση. ΑΝΤ. διάσταση). ~ (ΝΟΜ.) βουλήσεων/ιδιοτήτων στο ίδιο πρόσωπο/συμφερόντων (ΑΝΤ. σύγκρουση). Υπάρχουν σημεία ~ης (: κοινά) μεταξύ των δύο λαών. Βλ. -πτωση. ΣΥΝ. ταυτότητα (4) ● ΣΥΜΠΛ.: διαβολική/σατανική σύμπτωση: για γεγονός εντελώς απροσδόκητο και συχνά δυσάρεστο: Κατά ~ ~ η κληρωτίδα τούς έφερε και πάλι αντιμέτωπους. ● ΦΡ.: από/κατά σύμπτωση & (λόγ.) εκ συμπτώσεως: κατά τύχη, συμπτωματικά, χωρίς αρχική πρόθεση ή κατάλληλη προετοιμασία: Έγινε ηθοποιός ~ ~. Η φωτιά από καθαρή ~ έγινε αμέσως αντιληπτή. [< 1: αρχ. σύμπτωσις, γαλλ. coïncidence, γερμ. Zufall]

συνέπεια

συνέπεια συ-νέ-πει-α ουσ. (θηλ.) {συνεπει-ών} 1. οτιδήποτε προκύπτει ως αποτέλεσμα, επίπτωση, επακόλουθο: άμεση/αναπόφευκτη/λογική/φυσική ~. Απρόβλεπτες/αρνητικές/δυσάρεστες/έννομες/επώδυνες/ηθικές/θετικές/κοινωνικές/οικονομικές/ολέθριες/σοβαρές/τραγικές ~ες. Η ~ της άγνοιας/της αδιαφορίας/της (μη) εφαρμογής του νόμου είναι ότι ... Άρση/περιορισμός (των) ~ών. Aναλαμβάνει/δέχεται/υφίσταται τις ~ες των πράξεών του. Το αλκοόλ έχει βλαβερές ~ες για τον οργανισμό. Η ατονία του αποτελεί ~ κακής διατροφής. (επίσ.) Εν γνώσει των ~ών του νόμου. ΣΥΝ. αντίκτυπος, απόρροια 2. σταθερότητα σε αξίες, απόψεις και η ανάλογη συμπεριφορά και στάση ζωής: πολιτική ~. Έλλειψη/υπόδειγμα ~ας. Άνθρωπος με ~. Αντιμετωπίζει με ~ (το πρόβλημα). Απόλυτη ~ (μεταξύ) λόγων και έργων (πβ. ακολουθία). Αγωνίζονται με ~ για την προστασία του περιβάλλοντος. ΣΥΝ. ευσυνειδησία ΑΝΤ. ανακολουθία, ασυνέπεια (2) 3. ακρίβεια και υπευθυνότητα στην τήρηση συμφωνιών: επαγγελματική ~. Εργάζεται με ~. ~ στα ραντεβού. Υλοποιώ τις αποφάσεις/υποσχέσεις μου με ~. Δείχνει/έχει ~ (στη δουλειά). Οι πελάτες μάς προτιμούν χάρη στη ~ και τις τιμές μας. ● ΦΡ.: κατά συνέπεια (κειμενικός δείκτης, συνηθέστ. στον γραπτό λόγο): εισάγει προτάσεις που εκφράζουν τη λογική συνέπεια των προαναφερθέντων: Αυτή τη στιγμή όλα είναι ρευστά στην αγορά· ~ ~, το ρίσκο είναι μεγάλο (: γι' αυτό· πβ. έτσι). Η ρύθμιση είναι μη λειτουργική και, ~ ~, πρακτικά ανεφάρμοστη. Πβ. επομένως, συνεπώς, ως εκ τούτου, κατ' ακολουθία(ν)., με συνέπεια να ... & έχοντας ως συνέπεια να ...: με αποτέλεσμα να ...: Δεν είχε να πληρώσει την εγγύηση, ~ ~ οδηγηθεί στη φυλακή., συνεπεία (+ γεν.) (επίσ.): ως συνέπεια, ως αποτέλεσμα, ως επακόλουθο: ~ συμβάσεως/συμφωνίας. Έκδοση νέων μετοχών ~ της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. [< μτγν. συνέπεια 'ακολουθία λέξεων', γαλλ. conséquence]

συνήθης

συνήθης, ης, ες συ-νή-θης επίθ. {ουδ. σύνηθες, γεν. συνήθ-ους | -εις (ουδ. -η)· συνηθέστ-ερος, -ατος} (λόγ.): που είναι συνηθισμένος, που δεν προκαλεί έκπληξη: ~ης: (μηχανικός) έλεγχος (βλ. τυπικός)/τόπος (διαμονής)/τρόπος (μετακίνησης)/τύπος (ασκήσεων). ~ης: δοσολογία (φαρμάκου)/πρακτική (δεκαετιών)/χρήση (κινητού). ~ες: αίτιο (της αλλεργίας)/λάθος (που κάνουν οι μαθητές)/φαινόμενο (οι σεισμοί στην Ελλάδα). Πβ. αναμενόμενος. ΑΝΤ. ασυνήθης, ασυνήθιστος (1), πρωτοφανέρωτος ● ΣΥΜΠΛ.: οι συνήθεις ύποπτοι βλ. ύποπτος ● ΦΡ.: κατά το σύνηθες: όπως είναι συνηθισμένο: Πράττω ~ ~. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν, ~ ~, κεκλεισμένων των θυρών. Πβ. κατά το ειωθός/τα ειωθότα. [< αρχ. συνήθης]

συνθήκη

συνθήκη συν-θή-κη ουσ. (θηλ.) {συνθηκών}: (συνήθ. με κεφαλ. Σ) επίσημη συμφωνία μεταξύ κρατών, οργανισμών ή άλλων πολιτικών σχηματισμών και συνεκδ. το σχετικό έγγραφο: διακρατική/διατλαντική/διεθνής/εμπορική/ιδρυτική/ιστορική/μυστική/στρατηγική ~. Ακύρωση/αναθεώρηση/διατάξεις/επικύρωση/εφαρμογή/ισχύς/καταγγελία/κατάργηση/όροι/παραβίαση/σύναψη/υπογραφή ~ης. ~ εγγυήσεως/ειρήνης/συμμαχίας/(αμυντικής, διμερούς) συνεργασίας. ~ προσχώρησης (μελών) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ~ της Λωζάνης (1923)/του Μάαστριχτ (1993). Ευρωπαϊκή Συνταγματική ~. Πβ. σύμφωνο. Βλ. πρωτόκολλο, σύμβαση.συνθήκες (οι) 1. οι καταστάσεις που επικρατούν σε ορισμένο χώρο και χρόνο, οι οποίες αποτελούν το πλαίσιο εκδήλωσης γεγονότων: ~ διαβίωσης/διαμονής/εργασίας/ζωής/κράτησης/μετακίνησης/νοσηλείας/φυλάκισης. Άθλιες/άνετες/αντίξοες/ατμοσφαιρικές/ειδικές/ευνοϊκές/καιρικές/κατάλληλες/κλιματολογικές/κοινωνικές/κρίσιμες/κυκλοφοριακές/οικογενειακές/οικονομικές/περιβαλλοντικές/πολιτι(στι)κές/σύγχρονες/υλικές/φυσικές ~. Ζει κάτω από/υπό απάνθρωπες/τραγικές ~. Παραμένουν άγνωστες οι ~ θανάτου/τραυματισμού της. Μόρια δυσμενών ~ών (: για δημόσιους υπαλλήλους). Γενική Διεύθυνση ~ών και Υγιεινής της Εργασίας. Πβ. περιβάλλον, περιστάσεις, συγκυρία. 2. ΜΑΘ. οι περιορισμοί και γενικότ. η σχέση μεταξύ δεδομένου και αγνώστου κατά την επίλυση ενός προβλήματος. [< γαλλ. conditions] ● ΣΥΜΠΛ.: κανονικές συνθήκες 1. (μτφ.) φυσιολογικές, ομαλές καταστάσεις: ~ ~ εργασίας/κυκλοφορίας/λειτουργίας/χρήσης. Με/σε ~ ~. Κάτω από/(λόγ.) υπό ~ ~, τώρα θα είχα τελειώσει. 2. ΧΗΜ. στις οποίες επικρατεί θερμοκρασία 0°C (273.15 K) και πίεση 1 ατμόσφαιρα: ~ ~ θερμοκρασίας και πίεσης. Μέτρηση σε ~ ~., αναγκαία συνθήκη βλ. αναγκαίος, αντίξοες συνθήκες βλ. αντίξοος, ικανή συνθήκη βλ. ικανός ● ΦΡ.: κατά συνθήκη(ν) (λόγ.): συμβατικά: ~ ~ δεχόμαστε ότι ... Πβ. κατά σύμβαση. Βλ. στην πράξη, στην πραγματικότητα., (τα) κατά συνθήκη(ν) ψεύδη βλ. ψεύδος [< αρχ. συνθήκη, γαλλ. traité]

συρροή

συρροή συρ-ρο-ή ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. συγκέντρωση, συσσώρευση: μαζική ~. ~ κόσμου (= κοσμο~)/πλήθους/τουριστών. Βλ. προσέλευση.|| ~ κρουσμάτων (γρίπης). 2. ροή υδάτων στο ίδιο σημείο. ● ΦΡ.: κατά συρροή(ν): ΝΟΜ. για συστηματική και κατά συνήθεια διάπραξη αδικημάτων ή εγκλημάτων: ανθρωποκτονία/απάτη/κλοπή/ληστεία ~ ~. ~ ~ δολοφόνος (= σίριαλ κίλερ). Πβ. κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα. Βλ. κατ' επανάληψη. [< 2. μτγν. συρροή]

σύστημα

σύστημα σύ-στη-μα ουσ. (ουδ.) {συστήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. σύνολο οργάνων, μηχανισμών ή μεθόδων, τεχνικών για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού, λειτουργίας: ~ ανακύκλωσης/αξιολόγησης/ασφάλισης/αυτοκινήτου/αυτοματισμού/δασοπυρόσβεσης/διδασκαλίας/έκδοσης (εισιτηρίων)/εκμάθησης (ξένων γλωσσών)/ελέγχου/εξαερισμού/εξετάσεων/επικοινωνίας/έρευνας/ηχείων/ήχου (= ηχητικό ~, ηχο~)/(κεντρικής) θέρμανσης/κρατήσεων/μετάδοσης/μέτρησης/οργάνωσης/παρακολούθησης/πέδησης/πληροφόρησης/πληρωμής/πλοήγησης/ποτίσματος/πρόγνωσης/πρόνοιας/προσγείωσης (αεροπλάνου)/πυρανίχνευσης/πυρόσβεσης/συναγερμού/φωτισμού. ~ εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. ~ (έγκαιρης) προειδοποίησης (για φυσικές καταστροφές). Εθνικό ~ Υγείας (ΕΣΥ). Αμυντικό/αποχετευτικό/δικαστικό/δορυφορικό/εμπορικό/επαναστατικό/ηλεκτρονικό/ιατρικό/οικιακό/οπλικό/σωφρονιστικό/υδραυλικό/ψηφιακό ~. Βλ. ευρω~, πολυ~. 2. ΠΟΛΙΤ. (ειδικότ.) η μορφή οργάνωσης και διακυβέρνησης ενός κράτους, μιας κοινωνίας: δημοκρατικό/δικαιικό/καπιταλιστικό/κοινοβουλευτικό/κομμουνιστικό/οικονομικό/παγκόσμιο/ποινικό/πολιτειακό/πολιτικό/σοσιαλιστικό/συγκεντρωτικό/φασιστικό ~. 3. μεθοδικότητα: Δουλεύει με ~. Έχει ~ στον τρόπο με τον οποίο κάνει την έρευνα. 4. ΙΑΤΡ. σύνολο οργάνων ή ιστών με λειτουργική ή/και ανατομική σύνδεση μεταξύ τους, που εκτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες στους ζωντανούς οργανισμούς: αγγειακό/ενδοκρινικό/ερειστικό/κινητήριο/μυϊκό/ουρογεννητικό ~. Βλ. φωτο~. 5. ΑΘΛ. ο τρόπος με τον οποίο παρατάσσεται και αγωνίζεται μια ομάδα: αμυντικό/επιθετικό ~. (στο μπάσκετ) ~ ζώνης/μαν του μαν. ~ 4-4-2/4-3-3/5-3-2 (: στο ποδόσφαιρο, με βάση τον αριθμό των παικτών στην αμυντική, μεσαία και επιθετική γραμμή). 6. τρόπος συμπεριφοράς που επαναλαμβάνεται, συνήθεια: Το έχει ~ να λέει ψέματα. 7. σύνολο στοιχείων και εννοιών που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση: ~ γραφής. Κλιτικό/μορφολογικό/(πολυ)τονικό/φωνολογικό ~ (μιας γλώσσας). Η γλώσσα αποτελεί ένα ~ σημείων (πβ. κώδικας).|| (για κατηγοριοποίηση μεγεθών:) Κρυσταλλικό/μετρικό/ταξινομικό ~.|| (ΜΑΘ.) ~ εξισώσεων. 8. (σε τυχερά παιχνίδια) τυποποιημένη μέθοδος που βασίζεται σε συνδυασμούς αριθμών: μεταβλητό ~. ~ προπό/λόττο. 9. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, το κατεστημένο: Αντιμάχεται/υπηρετεί το ~. Έχει ενταχθεί στο ~. Είναι άνθρωπος/παιδί του ~ατος. 10. ΦΙΛΟΣ. ενιαίο, οργανωμένο και ολοκληρωμένο σύνολο γνώσεων, ιδεών και αρχών: εγελιανό ~. ~ αξιών. ● Υποκ.: συστηματάκι (το): κυρ. στις σημ. 5,8. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση συστημάτων (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Σ): ΠΛΗΡΟΦ. μελέτη και προσδιορισμός των συστατικών μερών μιας δραστηριότητας, διαδικασίας, μεθόδου ή τεχνικής, που αποσκοπεί στον καθορισμό του ρόλου και των βασικών της στόχων, καθώς και στην ανάπτυξη υπολογιστικών εφαρμογών για την επίτευξή τους: ~ ~ τεχνολογίας. Σχεδιασμός και ~ ~. Βλ. μοντελοποίηση. [< αγγλ. systems analysis, 1950] , δυναμικά συστήματα: ΜΑΘ. φυσικά φαινόμενα και διεργασίες που περιγράφονται από συστήματα διαφορικών εξισώσεων των οποίων η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι ο χρόνος: χαοτικά ~ ~ (βλ. φαινόμενο της πεταλούδας). [< αγγλ. dynamic(al) systems] , ακροφωνικό σύστημα βλ. ακροφωνικός, αναπνευστικό σύστημα βλ. αναπνευστικός, ανοσοποιητικό (σύστημα) βλ. ανοσοποιητικός, αρχείο συστήματος βλ. αρχείο, αστρικό σύστημα βλ. αστρικός, Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών βλ. γεωγραφικός, δεκαδικό σύστημα βλ. δεκαδικός, Διεθνές Σύστημα Μονάδων βλ. διεθνής, δυαδικό σύστημα (αρίθμησης) βλ. δυαδικός, εκλογικό σύστημα βλ. εκλογικός, εκπαιδευτικό σύστημα βλ. εκπαιδευτικός, έμπειρα συστήματα βλ. έμπειρος, ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, ηλιακό σύστημα βλ. ηλιακός, θερμοδυναμικό σύστημα βλ. θερμοδυναμικός, κυκλοφορικό σύστημα βλ. κυκλοφορικός, λειτουργικό (σύστημα) βλ. λειτουργικός, μεταιχμιακό σύστημα (του εγκεφάλου) βλ. μεταιχμιακός, νευρικό σύστημα βλ. νευρικός, νομισματικό σύστημα βλ. νομισματικός, οικοδομικό σύστημα βλ. οικοδομικός, οικονομικό σύστημα βλ. οικονομικός, ουροποιητικό σύστημα βλ. ουροποιητικός, παθητικά ηλιακά συστήματα βλ. παθητικός, παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα βλ. παρασυμπαθητικός, πεπτικό σύστημα βλ. πεπτικός, Περιοδικός Πίνακας (των Στοιχείων) βλ. περιοδικός, πλανητικό σύστημα βλ. πλανητικός, πληροφοριακό σύστημα βλ. πληροφοριακός, συμπαθητικό νευρικό σύστημα βλ. συμπαθητικός, σύστημα αναφοράς βλ. αναφορά, σύστημα αντιεμπλοκής (κατά την πέδηση) βλ. αντιεμπλοκή, σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων βλ. διαχείριση, σύστημα διεύθυνσης βλ. διεύθυνση, σύστημα προστασίας βλ. προστασία, συστήματα ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τραπεζικό σύστημα βλ. τραπεζικός, τυφλό σύστημα βλ. τυφλός, ψυχογενετικό σύστημα βλ. ψυχογενετικός ● ΦΡ.: εκ συστήματος/κατά σύστημα (λόγ.): συστηματικά: Εκμεταλλεύεται ~ ~ τους πελάτες του., σύστημα/γραφή Μπράιγ: (για τυφλούς) που χρησιμοποιεί ανάγλυφα τυπογραφικά στοιχεία, ώστε να επιτρέπει την ανάγνωση με την αφή· ανάγλυφη γραφή. [< αρχ. σύστημα, γερμ. System, γαλλ. système, αγγλ. system]

ταύτα

ταύτα [ταῦτα] ταύ-τα δεικτ. αντων. {τούτων} (λόγ.): αυτά. Κυρ. στις ● ΦΡ.: διά ταύτα: γι' αυτούς τους λόγους, γι' αυτό: ~ ~, η Βουλή αποφασίζει ... (ΝΟΜ.) Τα στοιχεία είναι συντριπτικά, ~ ~, το δικαστήριο κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο (βλ. διατακτικό)., κατά ταύτα: σύμφωνα με όσα έχουν προαναφερθεί: Τα μέτρα αποσκοπούν, ~ ~, στην ..., μετά ταύτα: ύστερα από αυτά: Οι αντιδράσεις ήταν μαζικές. ~ ~ (= κατόπιν αυτού/τούτου), εκδόθηκε νέο διάταγμα., το διά ταύτα: το συμπέρασμα, οι διαπιστώσεις: Για να καταλήξουμε/πάμε/περάσουμε στο ~ ~ της υπόθεσης ... Προχωρώντας στο ~ ~, προτείνω ... Και έρχομαι στο ~ ~. Πβ. προκείμενο., παρ' όλα/παρόλα αυτά βλ. παρόλο [< αρχ. ταῦτα]

τεκμήριο

τεκμήριο τεκ-μή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (συχνότ. λόγ.) -ίου | -ίων} 1. αποδεικτικό στοιχείο για την εξαγωγή συμπερασμάτων· ειδικότ. ντοκουμέντο: ~ γνώσης μιας γλώσσας (βλ. πιστοποιητικό, πτυχίο). Αδιάψευστα/ακαταμάχητα ~α. Πβ. απόδειξη, μαρτύριο.|| Γραπτά/ηχητικά/ιστορικά/σπάνια/φωτογραφικά/ψηφιακά ~α. Αναζήτηση/αξιολόγηση ~ίων. Φύλαξη και συντήρηση ~ίων (αρχειακού υλικού). 2. ΝΟΜ. συμπέρασμα που προκύπτει από γνωστά στοιχεία για κάτι άγνωστο, έμμεση απόδειξη και ειδικότ. πειστήριο: αντικειμενικά/δικαστικά (: που συνάγονται από τον δικαστή)/νόμιμα (: που ορίζονται από τον νόμο) ~α. ~ αθωότητας/εγκυρότητας/ενοχής/νομιμότητας/πιστότητας/υπαιτιότητας. Παραβίαση ~ίου. Κατέθεσε ως ~. 3. ΟΙΚΟΝ. κριτήριο για τον υπολογισμό του τεκμαρτού εισοδήματος του φορολογούμενου: αύξηση/εφαρμογή/κατάργηση ~ίου. Το ~ απόκτησης περιουσιακών στοιχείων (= πόθεν έσχες)/(δαπανών) διαβίωσης. ~ αγοράς ακινήτου/ανέγερσης κατοικίας/αυτοκινήτου/κυριότητας του Δημοσίου. Επαναφορά του ~ίου στα σκάφη. Αλλαγές στα φορολογικά ~α. Το ~ αυξάνεται/μειώνεται κατά ... %. ● ΣΥΜΠΛ.: αμάχητο τεκμήριο βλ. αμάχητος, μαχητό τεκμήριο βλ. μαχητός ● ΦΡ.: κατά τεκμήριο (επίσ.): όπως μπορεί να συμπεράνει κάποιος από τα δεδομένα: ~ ~ (= αποδεδειγμένα), η νόσος προσβάλλει άτομα άνω των ...|| (ΝΟΜ.) Ο κατηγορούμενος είναι ~ ~ αθώος μέχρις αποδείξεως του εναντίου. [< αρχ. τεκμήριον ‘ένδειξη, απόδειξη’]

τόπος

τόπος τό-πος ουσ. (αρσ.) 1. συγκεκριμένη έκταση γης, τοποθεσία, περιοχή: βραχώδης/γόνιμος/επίπεδος/έρημος/μακρινός ~. Πβ. έδαφος.|| Γενέθλιος/φιλόξενος ~ (πβ. πόλη, χώρα). ~ γέννησης/διαμονής/διεξαγωγής (αγώνων)/εγκατάστασης/έκδοσης/κατοικίας/παραγωγής/παραθερισμού/προορισμού. ~ εισαγωγής/εξαγωγής προϊόντων. Ο ~ του ατυχήματος/του μαρτυρίου/της μάχης. Άγονος, φτωχός ~. Εδώ είναι ο ~ όπου ... Μετακίνηση από ~ο σε ~ο/προς και από τον ~ο εργασίας. Αρχαιολογικοί/ιεροί/ιστορικοί ~οι. ~οι λατρείας. Ανεξερεύνητοι ~οι της Γης. Παραμύθια από ~ους της Ασίας. Έχει ισχυρούς δεσμούς με τον ~ο καταγωγής του. Τα σωστικά συνεργεία δυσκολεύτηκαν να φτάσουν στον ~ο της τραγωδίας. Ιδανικός ~ για ... Η ενότητα του ~ου στο κλασικό θέατρο.|| (ΓΡΑΜΜ.) Επιρρηματικός προσδιορισμός του ~ου. ΣΥΝ. μέρος (2) 2. χώρος: Πιάνει πολύ ~ο. Κάνε ~ο να περάσω. Έχει γεμίσει ο ~ σκουπίδια. 3. η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου: Γύρισε στον ~ο του. Η ιστορία του ~ου μας. 4. ΛΟΓΟΤ. -ΡΗΤΟΡ. παραδοσιακό μοτίβο, λογοτεχνική σύμβαση. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιοι Τόποι: ΕΚΚΛΗΣ. οι περιοχές της αρχαίας Παλαιστίνης όπου έζησε και δίδαξε ο Χριστός., γεωμετρικός τόπος: ΜΑΘ. το σύνολο όλων των σημείων που έχουν μόνο αυτά μία κοινή χαρακτηριστική ιδιότητα. [< νεολατ. locus] , αρχαιολογική θέση/αρχαιολογικός τόπος βλ. αρχαιολογικός, δικτυακός τόπος/χώρος βλ. δικτυακός, κοινός τόπος βλ. κοινός, κρανίου τόπος βλ. κρανίο, τόπος αναπαύσεως βλ. ανάπαυση, τόπος του εγκλήματος βλ. έγκλημα ● ΦΡ.: εις τόπον χλοερόν/εν τόπω χλοερώ: ΕΚΚΛΗΣ. (στη νεκρώσιμη ακολουθία) για τον τόπο όπου βρίσκεται ο νεκρός: Απεβίωσεν/αποδήμησε εις ~ ~. Αναπαύεται/βρίσκεται εν ~ ~., επί τόπου (λόγ.): επιτόπου., κατά τόπους: κατά περιοχές, τοπικά: ηλιοφάνεια και λίγη ~ ~ συννεφιά.|| (ως επίθ.) Οι ~ ~ (= τοπικές) διευθύνσεις/υπηρεσίες. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στα ~ ~ γραφεία του Οργανισμού., πιάνει τόπο (προφ.): για κάτι που έχει αποτέλεσμα, αξιοποιείται θετικά: Οι κόποι/τα λεφτά/οι συμβουλές του έπιασαν ~., τόπο στα νιάτα: για να δηλωθεί ότι πρέπει να παραμερίζουν οι μεγαλύτεροι ή γεροντότεροι, ώστε να δίνονται ευκαιρίες στους νέους: Δώστε ~ ~!, αδειάζω τη γωνιά/τον τόπο βλ. αδειάζω, ατάκα κι επί τόπου βλ. ατάκα, αφήνω στον τόπο βλ. αφήνω, βρόμησε ο τόπος βλ. βρομώ, δεν με χωρά(ει) ο τόπος βλ. χωρώ, δίνω τόπο στην οργή βλ. οργή, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, έμεινε στον τόπο βλ. μένω, κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη βλ. ζακόνι, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, κατά τόπο(ν) αρμοδιότητα βλ. αρμοδιότητα, κουνήσου από τη θέση σου βλ. κουνώ, ουδείς προφήτης στον τόπο του βλ. προφήτης, παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είναι (/είν' και) μπαλωμένο βλ. παπούτσι, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. τόπος ‘θέση, μέρος, θέμα’, γαλλ. lieu, γερμ. Topos, αγγλ. topos]

τρόπος

τρόπος τρό-πος ουσ. (αρσ.) 1. μέσο, σύστημα, μέθοδος: απλός/αποτελεσµατικός/γνωστός/εναλλακτικός/ευέλικτος/εύκολος/πρακτικός ~. ~ αξιοποίησης (του ελεύθερου χρόνου)/δήλωσης (π.χ. συμμετοχής)/διάκρισης (των ικανοτήτων)/διδασκαλίας/επικοινωνίας/κατασκευής/λειτουργίας (συσκευής)/οργάνωσης/σκέψης/συμπεριφοράς/σύνδεσης (σωμάτων καλοριφέρ)/υπολογισμού/χρήσης (προϊόντος). ~οι αντιμετώπισης (φαινομένου)/αποστολής (μηνύματος)/διασκέδασης/μάθησης/μεταφοράς/πληρωμής/προστασίας/συνεργασίας. ~ εφαρμογής ενός σχεδίου. Το διαδίκτυο άλλαξε τον ~ο που επικοινωνούμε. Δεν βρίσκει ~ο να επιστρέψει. Δεν υπάρχει ~ διαφυγής/~ να πειστεί. Θα βοηθήσει με όποιον ~ο μπορεί/με τον δικό του ~ο. Το κενό πρέπει να καλυφθεί με άλλον ~ο. Έχει αποδείξει με πολλούς/χίλιους ~ους την αξία του.|| Με τους ακόλουθους ~ους. Με αυτό τον ~ο/Κατ' αυτόν τον ~ο (= έτσι) η εργασία γίνεται ευκολότερη. Μιλά με τέτοιον ~ο, ώστε να γίνεται κατανοητή (= έτσι ώστε).|| Διάλεξε με τυχαίο ~ο (= τυχαία). Δικαιολογήθηκε με έξυπνο ~ο (= έξυπνα). 2. συμπεριφορά: απαράδεκτος/άψογος ~. Δεν είναι ~ αυτός! Δεν μου αρέσουν οι ~οι του.|| Με τον ~ο του στάθηκε στο πλευρό τους. Προσπάθησε με τον ~ο της να τους πλησιάσει. Πβ. φέρσιμο.|| Έχει κακούς/καλούς/λεπτούς/ωραίους ~ους. Δεν έχει ~ους (: είναι ανάγωγος). Κάποιος πρέπει να του μάθει ~ους. Πβ. διαγωγή. 3. ΜΟΥΣ. το είδος της κλίμακας από την οποία έχουν ληφθεί οι φθόγγοι μουσικής σύνθεσης: αιολικός/δωρικός/πεντατονικός/φρύγιος ~. Ελάσσων/μείζων ~. Εκκλησιαστικοί ~οι. 4. ΝΟΜ. (σε διαθήκη ή δωρεά) υποχρέωση που επιβάλλεται σε κληρονόμο με όρο να την εκπληρώσει: εκτέλεση του ~ου. Κληροδοσίες υπό ~ο. 5. ΓΡΑΜΜ. ποιόν ενεργείας. ● ΣΥΜΠΛ.: τρόπος ζωής: σύνολο δραστηριοτήτων, αντιλήψεων, συμπεριφορών κοινωνικής ομάδας ή ανθρώπου: αστικός/δυτικός/καθημερινός/καταναλωτικός/κυρίαρχος/νομαδικός/παραδοσιακός/σύγχρονος/υγιεινός/φυσικός ~ ~. Ακολουθώ/αφομοιώνω/επιβάλλω/επιλέγω/υιοθετώ έναν ~ο ~.|| Η γυμναστική/ποίηση είναι για μένα ~ ~. Έχει κάνει το τραγούδι ~ ~., μαγικό ραβδί/μαγική συνταγή/μαγική λύση/μαγικός τρόπος βλ. μαγικός ● ΦΡ.: έχει (έναν/τον) τρόπο να: μπορεί, έχει την ικανότητα: ~ τον ~ο να σε κερδίζει αμέσως. ~ έναν ~ο να ξεπερνάει τις δυσκολίες. Δεν έχει ~ο να υπερασπιστεί τον εαυτό του., έχει τον τρόπο του (προφ., συνήθ. ως υπονοούμενο για κάποιον εύπορο): τα βολεύει, τα καταφέρνει: Μην ανησυχείς γι' αυτήν, ~ ~ της., κατά/με κάποιο(ν) τρόπο & (λόγ.) τρόπον τινά: κάπως: Προσπαθεί ~ ~ να τον προσεγγίσει. Με το ύφος του επιβάλλει ~ ~ την άποψή του. ΣΥΝ. υπό/κατά μία έννοια, με κάθε τρόπο & (λόγ.) διά παντός τρόπου & παντί τρόπω: με οποιοδήποτε μέσο: Διευκολύνει/ενισχύει ~ ~ το έργο τους. Με στήριξαν ~ ~.|| Το μήνυμα πρέπει να δοθεί ~ ~ (= εξάπαντος, οπωσδήποτε) σε όλους., με τι/ποιον τρόπο; & (λογ.) τίνι τρόπω;: πώς: ~ ~ θα έρθει;, με τον ένα(ν) ή τον άλλο τρόπο: έτσι ή αλλιώς: Θα το μάθαινε ~ ~. Απασχόλησε, ~ ~, κριτικούς και συγγραφείς., με τρόπο (προφ.) 1. κατάλληλα ή ευγενικά, διακριτικά: Προσπάθησε να του το πει ~ ~, ώστε να μη θυμώσει. Της είπε ~ ~ ότι ενοχλήθηκε. 2. κρυφά: Άφησε το δώρο ~ ~ και έφυγε., τρόπος του λέγειν (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν λέγεται κυριολεκτικά: Πήρε το καπελάκι του, ~ ~, κι έγινε καπνός. Πβ. ας πούμε, που λέει ο λόγος., κατ' ουδένα(ν) τρόπο βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, κατά περίεργο τρόπο βλ. περίεργος, με επίσημο τρόπο βλ. επίσημος, με κανέναν τρόπο βλ. κανείς & κανένας, καμία & καμιά, κανένα [< 1,2,3: αρχ. τρόπος, γαλλ. mode]

τύχη

τύχη τύ-χη ουσ. (θηλ.) 1. σύμπτωση ευνοϊκών καταστάσεων: Με λίγη ~ θα κερδίσουμε. Η ~ του βρίσκεται στα χέρια (+γεν.) … Δεν είχε ~ στη ζωή του. Είναι ζήτημα ~ης αν θα τα καταφέρει.|| (στα τυχερά παιχνίδια:) Έχει μεγάλη ~ σήμερα (πβ. φάρδος, ΑΝΤ. γκίνια).|| (ως ευχή:) Καλή ~! Πβ. καλοτυχία. ΑΝΤ. ατυχία (1), γκαντεμιά, κακοτυχία 2. οτιδήποτε καθορίζει θετικά ή αρνητικά την εξέλιξη γεγονότων, χωρίς να έχει προβλεφθεί· μοίρα, πεπρωμένο: Έτσι τα έφερε/τα ΄φερε η ~. Αναζήτησε καλύτερη ~ στο εξωτερικό. Η ~ ευνοεί τους τολμηρούς. Τον εγκατέλειψε η ~ του. Πβ. γραφτό, ειμαρμένη, ριζικό. ΣΥΝ. τυχερό (1) 3. ό,τι σχετίζεται με το μέλλον ή τη μετέπειτα εξέλιξη κάποιου: οι ~ες των ανθρώπινων κοινωνιών. Εντείνεται η ανησυχία για την ~ των αμάχων. Συγκεχυμένες είναι οι πληροφορίες για την ~ των αγνοουμένων.|| (για πράγμα) Αγνοείται η ~ των έργων τέχνης που εκλάπησαν. ● ΣΥΜΠΛ.: ο τροχός της τύχης βλ. τροχός, πείραμα τύχης βλ. πείραμα ● ΦΡ.: από (καθαρή) τύχη: χάρη σε τυχαίο γεγονός ή ευνοϊκή συγκυρία: ~ ~ δεν υπήρξαν θύματα. Επέζησε/σώθηκε ~ ~. Πβ. ως εκ θαύματος., αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του: δεν νοιάζομαι για κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ πλήρως για αυτό(ν): Είχε αφήσει/εγκαταλείψει/παρατήσει ~ του τον άρρωστο πατέρα της. Πβ. αφήνω κάποιον στη δυστυχία του., για καλή/για κακή μου τύχη: (σε αφήγηση) ευτυχώς/δυστυχώς για μένα: Για καλή ~, είχα εξαιρετικούς καθηγητές. Για κακή ~ με έκλεψαν., δεν έχει τύχη: δεν πρόκειται να πετύχει καλά αποτελέσματα, να έχει θετική κατάληξη: Η ομάδα ~ ~ στον τελικό. Με τόσο συντηρητικές απόψεις δεν ~εις ~., δοκιμάζω την τύχη μου: ριψοκινδυνεύω: Δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, αλλά θα ~σει ~ του., έχω την τύχη με το μέρος μου: έχω την εύνοια της τύχης, είμαι καλότυχος: Όλα καλά του πάνε, έχει ~ ~ του!, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει: αποδεικνύομαι τυχερός: Τόσα χρόνια ζούσε με μεροκάματα, αλλά του χαμογέλασε η τύχη και κέρδισε το λαχείο., η τύχη μού γυρίζει την πλάτη: είμαι κακότυχος: Ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά η τύχη τού γύρισε ~. Η τύχη γύρισε την πλάτη στην ομάδα., κάνω/βρίσκω την τύχη μου: μου τυχαίνει κάτι καλό και πετυχαίνω, πλουτίζω: Έκανε/βρήκε ~ του στο εξωτερικό., κατά τύχη: τυχαία, συμπτωματικά: Βρέθηκε στην περιοχή ~ ~., κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο (γνωμ.): όλοι μπορεί να βρεθούν στην ίδια θέση, καθώς η έκβαση των πραγμάτων δεν μπορεί να προκαθοριστεί., κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου: καθορίζω, κατευθύνω τη ζωή του., πού τέτοια τύχη! & (σπάν.) χάρη: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν μπορεί να γίνει, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Ήλπιζα ότι θα έβρισκα εισιτήρια, αλλά ~ ~! -Ήρθε; -Μπα! ~ ~! Πβ. πού τέτοιο πρά(γ)μα!, στην τύχη: χωρίς πλάνο, όπως να ’ναι: Αγοράζει/διαλέγει/επιλέγει ~ ~. ΣΥΝ. απλώς/εική και ως έτυχε, στα κουτουρού, στα τυφλά (1), την τύχη/το κέρατό μου μέσα (αργκό-υβριστ.): για να δηλωθεί έντονη αγανάκτηση., τύχη αγαθή [τύχῃ ἀγαθῇ] (λόγ.): κατά καλή τύχη: ~ ~ (: ευτυχώς) αποφεύχθηκε το μοιραίο.|| (επίσ.) ~ ~ έδοξε τη Ακαδημία Αθηνών ..., ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου βλ. ακολουθώ, αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει βλ. διαβαίνω, ανοίγει η τύχη μου βλ. ανοίγω, αφήνω (κάτι) στην τύχη βλ. αφήνω, γαμώ την τύχη/το φελέκι μου βλ. φελέκι, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου βλ. άξιος, ειρωνεία της τύχης βλ. ειρωνεία, ένωσαν τις τύχες τους βλ. ενώνω, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η τύχη του πρωτάρη βλ. πρωτάρης, πρωτάρα, κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει βλ. κοιμάμαι, μίλησε με την τύχη (του) βλ. μιλώ, τύχη βουνό βλ. βουνό [< 1,2: αρχ. τύχη 3: γαλλ. sort]

υπαγόρευση

υπαγόρευση [ὑπαγόρευση] υ-πα-γό-ρευ-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπαγορεύω: φωνητική/ψηφιακή ~. Ρυθμός/ταχύτητα ~ης. ~ (άγνωστου/διδαγμένου/μουσικού) κειμένου/των θεμάτων (των εξετάσεων)/ορθογραφίας. Συσκευή/σύστημα ~ης. Πβ. εκφώνηση.|| (μτφ.) Πολιτική ~. ~ όρων (πβ. επιβολή). Δεν δέχομαι ~εύσεις από κανένα. ● ΦΡ.: καθ' υπαγόρευση & (λόγ.) καθ' υπαγόρευσιν 1. για κείμενο που διαβάζεται σε κάποιον, συνήθ. για να το γράψει: Γράφω/δακτυλογραφώ ~ ~. 2. (μτφ.) μετά από εντολή ή υπόδειξη κάποιου: Ενεργώ ~ ~. [< μτγν. ὑπαγόρευσις]

υπέρβαση

υπέρβαση [ὑπέρβαση] υ-πέρ-βα-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπερβαίνω: ~ του μέτρου/ορίου (επιφυλακής/ταχύτητας)/προϋπολογισμού/χρόνου (παράδοσης/εργασίας). ~ δαπανών/εξόδων.|| ~ του αδιεξόδου/εγώ. ~ της κρίσης. ~ (των) αρμοδιοτήτων. Ο υπάλληλος διώκεται για ~ εξουσίας (πβ. κατάχρηση).|| Κάνω την ~. Βλ. αυθ~. ΣΥΝ. ξεπέρασμα (2) ● ΣΥΜΠΛ.: υπέρβαση καθήκοντος/καθηκόντων βλ. καθήκον ● ΦΡ.: καθ' υπέρβαση & (λόγ.) καθ' υπέρβασιν: ξεπερνώντας τα επιτρεπόμενα ή καθορισμένα όρια: Ενεργεί ~ ~ της δικαιοδοσίας του. ~ ~ της κείμενης νομοθεσίας.|| Εγγραφή σε σχολή, ~ ~ του αριθμού των εισακτέων. [< αρχ. ὑπέρβασις]

υπεύθυνος

υπεύθυνος, η, ο [ὑπεύθυνος] υ-πεύ-θυ-νος επίθ./ουσ. {(ως ουσ. λόγ.) υπευθ-ύνου} 1. που έχει επιφορτιστεί με κάποια ευθύνη και ειδικότ. με την οργάνωση και τον έλεγχο ή τη διεκπεραίωση συγκεκριμένης δραστηριότητας ή έργου: ~ος: εκδότης/καθηγητής/λογιστής/προϊστάμενος/συντονιστής/υπάλληλος/φορέας. (κατ' επέκτ.) ~η: θέση/υπηρεσία (= αρμόδια). ~ο: πόστο.|| (ως ουσ.) Ο ~ ασφαλείας/βιβλιοθήκης/δημοσίων σχέσεων/διαφήμισης/(της) διοργάνωσης/επικοινωνίας/εργαστηρίου/της ιστοσελίδας/λογιστηρίου/μηχανογράφησης/παραγωγής/προγράμματος/σπουδών/του τομέα (πολιτισμού)/Τύπου/ύλης (εφημερίδας/περιοδικού). Ακαδημαϊκός/επιστημονικός ~. Για παράπονα απευθυνθείτε στον ~ο του (υπο)καταστήματος. Σε καθιστώ ~ο για οτιδήποτε συμβεί όσο λείπω. 2. που ευθύνεται για κάτι, συνήθ. δυσάρεστο, υπαίτιος: Τον θεώρησε ~ο για το ατύχημα του γιου της. Είσαι ~ για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί.|| (ως ουσ.) Συνελήφθησαν οι ~οι των επεισοδίων. Οι ~οι θα πρέπει να λογοδοτήσουν. Πβ. αίτιος, ένοχος, πρόξενος2, φταίχτης. Βλ. συν~. ΑΝΤ. ανεύθυνος (2), ανυπαίτιος 3. (για κάτι) που γίνεται ή (για κάποιον) που ενεργεί με αίσθημα ευθύνης: ~η: αντιμετώπιση/απάντηση/γνώμη/δουλειά/ενημέρωση/εργασία/συμπεριφορά.|| ~ος: επαγγελματίας. ~ο: άτομο. Είχαμε έγκυρη πληροφόρηση από ~α χείλη (: από αρμόδιους για το ζήτημα, συνήθ. από επίσημη Αρχή). Πβ. ευσυνείδητος, συνεπής.|| Καθένας είναι ~ για τις επιλογές/πράξεις του. ΑΝΤ. ανεύθυνος (1) ● επίρρ.: υπεύθυνα & (λόγ.) υπευθύνως ● ΣΥΜΠΛ.: αστικώς υπεύθυνος: ΝΟΜ. πρόσωπο που υποχρεώνεται από τον νόμο να καταβάλει αποζημίωση για πράξη ή παράλειψη στον πολιτικό ενάγοντα., υπεύθυνη δήλωση βλ. δήλωση ● ΦΡ.: κατά παντός υπευθύνου: ΝΟΜ. εναντίον καθενός που φέρει ευθύνη για κάτι: καταγγελία/μέτρα/μήνυση/ποινική δίωξη ~ ~. [< 1,2: γαλλ. responsable 3: αρχ. ὑπεύθυνος]

υποβολή

υποβολή [ὑποβολή] υ-πο-βο-λή ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) διαδικασία κατά την οποία κατατίθεται κάτι σε αρμόδια Αρχή ή υπηρεσία συνήθ. για κρίση ή έγκριση: ηλεκτρονική ~. ~ αναφοράς/βιογραφικού σημειώματος/(φορολογικής) δήλωσης/δικαιολογητικών/εισήγησης/έκθεσης/ένστασης/ερωτήματος/συγκεντρωτικών καταστάσεων/μήνυσης/νομοσχεδίου/παραίτησης/παραπόνων/προσφοράς/πρότασης/υπομνήματος/υποψηφιότητας. ~ εργασιών/θεμάτων. Δικαίωμα/έντυπο/ημερομηνία/παράταση/προθεσμία/πρόσκληση ~ής αιτήσεων. Βλ. συν~. ΣΥΝ. κατάθεση (2) 2. (λόγ.) κατάσταση κατά την οποία αναγκάζεται κάποιος να υποστεί κάτι συνήθ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: ~ σε δοκιμασία/έλεγχο/θεραπεία. 3. ΨΥΧΟΛ. έμμεσος επηρεασμός κάποιου ώστε να αποδεχτεί άποψη ή ιδέα, χωρίς χρήση επιχειρημάτων ή άσκηση πίεσης και χωρίς ο ίδιος να αντιλαμβάνεται την επιρροή που δέχεται: υπνωτική ~. Βλ. αυθ~, υπνοθεραπεία. 4. ΝΟΜ. παράνομη υποκατάσταση προσώπου ή αντικειμένου: ~ τέκνου (: εμφάνιση ξένου παιδιού ως φυσικού). ● ΦΡ.: καθ’ υποβολή(ν) (επίσ.): μετά από υπαγόρευση ή υπόδειξη κάποιου: Η επιστολή γράφτηκε ~ ~. [< αρχ. ὑποβολή, γαλλ. action de soumettre, suggestion]

υπόδειξη

υπόδειξη [ὑπόδειξη] υ-πό-δει-ξη ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποδεικνύω: Χρήσιμες ~είξεις για τη σωστή διαχείριση των οικονομικών. ~είξεις ασφαλείας. Πβ. οδηγία, συμβουλή, συστάσεις.|| Δεν πρόκειται να ανεχτώ άλλο τις ~είξεις σου. Πβ. υπαγόρευση.|| Το ναυάγιο ανασύρθηκε με ~ των δυτών. Πβ. επισήμανση. ● ΦΡ.: καθ' υπόδειξη & (λόγ.) καθ' υπόδειξιν & κατόπιν υποδείξεως: μετά από υπόδειξη: ~ ~ δηλώσεις. Ενήργησε ~ ~ των ανωτέρων του. Έκανα εξετάσεις αίματος κατόπιν υποδείξεως του γιατρού. [< μτγν. ὑπόδειξις]

φαινόμενο

φαινόμενο φαι-νό-με-νο ουσ. (ουδ.) {φαινομέν-ου | -ων} 1. ό,τι γίνεται αντιληπτό μέσω των αισθήσεων και συνιστά αντικείμενο παρατήρησης ή μελέτης: ανησυχητικό/γλωσσικό/θρησκευτικό/ιστορικό/κοινωνικό/μυστηριώδες/οπτικό/ουράνιο/παγκόσμιο/παθολογικό/πολυπαραγοντικό/πολύπλοκο/σπάνιο/συνηθισμένο/σύνθετο/τοπικό/φυσικό ~. Ανεξήγητα/ατομικά/βιολογικά/γεωλογικά/καταστροφικά/μεταφυσικά/οικονομικά/παραφυσικά/περιοδικά/υπερφυσικά/ψυχικά ~α. Ανάλυση/εξήγηση/καταγραφή/περιγραφή του ~ου.|| Το ~ της βαρύτητας/τήξης. Μοντελοποίηση/προσομοιώσεις/ταξινόμηση ~ων.|| Το ~ της ανεργίας/της μετανάστευσης/του ρατσισμού. ~α βίας. Πάταξη του ~ου της διαφθοράς. Το ~ της παχυσαρκίας στην παιδική και εφηβική ηλικία. ~/~α των καιρών.|| Γραμματικά και συντακτικά ~α. 2. για κάποιον ή κάτι που εντυπωσιάζει, ξεχωρίζει ή εκπλήσσει, συνήθ. θετικά: Από μικρός ήταν ~. Εταιρεία που αποτελεί ~ ανάπτυξης.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Άνθρωπος/παιδί (βλ. παιδί-θαύμα)/ποδοσφαιριστής-~. ● ΣΥΜΠΛ.: καιρικά φαινόμενα βλ. καιρικός, τριχοειδή φαινόμενα βλ. τριχοειδής, φαινόμενο (της) σήραγγας βλ. σήραγγα, φαινόμενο της καμινάδας βλ. καμινάδα, φαινόμενο της πεταλούδας βλ. πεταλούδα, φαινόμενο του θερμοκηπίου βλ. θερμοκήπιο, φωτοβολταϊκό φαινόμενο βλ. φωτοβολταϊκός, φωτοηλεκτρικό φαινόμενο βλ. φωτοηλεκτρικός ● ΦΡ.: κατά τα φαινόμενα (επίσ.): όπως δείχνουν τα πράγματα, απ' ό,τι φαίνεται, πιθανότατα: Αναβάλλεται ~ ~ η επιστροφή του., τα φαινόμενα απατούν βλ. απατώ [< αρχ. φαινόμενον, γαλλ. phénomène, γερμ. Phänomen, αγγλ. phenomenon]

φαντασία

φαντασία φα-ντα-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. η ικανότητα του νου να σχηματίζει εικόνες ή να συλλαμβάνει ιδέες, κυρ. για πράγματα για τα οποία δεν είχε προηγούμενη ή άμεση εμπειρία: αστείρευτη/αχαλίνωτη/ερωτική/ζωηρή/καλπάζουσα/μεγάλη/νοσηρή (= αρρωστημένη)/πλούσια/φτωχή ~. Η ανθρώπινη/λαϊκή/παιδική ~. Η δύναμη της ~ας. Απελευθέρωση της ~ας. Δημιούργημα/προϊόν της ~ας (βλ. φαντασίωση). Ταξίδια με τη ~. Αναπτύσσω/εξάπτω/χαλιναγωγώ τη ~ (κάποιου). Άσε τη ~ σου να οργιάσει. Ορισμένες φορές η πραγματικότητα ξεπερνά τη ~. Δεν θέλει/δεν χρειάζεται και μεγάλη/πολλή ~ (= σκέψη) για να καταλάβεις ότι ... Η ~ σου δεν έχει όρια (= φαντάζεσαι πράγματα ανυπόστατα). 2. (ειδικότ.) δημιουργική ικανότητα, έμπνευση: τέχνη και ~. Με στιλ και ~. Σου λείπει η ~. Στερείται ~ας. Βάλτε ~ (στην κουζίνα)! Πβ. ευρηματικ-, εφευρετικ-ότητα. 3. ΜΟΥΣ. σύνθεση ελεύθερης μορφής: μικρή ~ για πιάνο και ορχήστρα. ● ΣΥΜΠΛ.: αποκύημα/γέννημα της φαντασίας βλ. αποκύημα, επιστημονική φαντασία βλ. επιστημονικός ● ΦΡ.: (κάτι) ανήκει/κινείται στη σφαίρα της φαντασίας: δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Αυτά που λέει ~ουν/~ούνται ~ ~., κατά φαντασία(ν) (ειρων.): που έχει επινοηθεί, που δεν ισχύει πραγματικά: ~ ~ ιστορία. ~ ~ έγκυος., κατά φαντασία(ν) ασθενής (ειρων.): για κάποιον που νομίζει ότι είναι άρρωστος. Βλ. υποχόνδριος. [< γαλλ. le malade imaginaire] , πέρα από κάθε φαντασία & (λόγ.) πέραν κάθε φαντασίας: για κάτι ασύλληπτο: τραγωδία ~ ~. Οι απαιτήσεις τους είναι ~ ~ (= εξωφρενικές). [< αρχ. φαντασία, γαλλ. fantaisie, αγγλ. fantasy 3: γερμ. Fantasie, ιταλ.-αγγλ. fantasia]

φύση

φύση φύ-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως} 1. (κ. με κεφαλ. Φ) το σύνολο της χλωρίδας, της πανίδας και των γεωγραφικών σχηματισμών ως μέρος της εξωτερικής επιφάνειας της Γης, το οποίο αποτελεί το περιβάλλον στο οποίο ζει ο άνθρωπος: αγνή/άγρια/παρθένα ~. Η μητέρα ~. Τα αγαθά/το μεγαλείο/τα μυστήρια/οι νόμοι/η πολυμορφία/η σοφία της ~ης. Πβ. κόσμος, σύμπαν, φυσικό περιβάλλον. Βλ. βιοποικιλότητα.|| Εκμετάλλευση/εξερεύνηση/προστασία της ~ης (βλ. οικολογία). Αρμονική συνύπαρξη ανθρώπου-~ης. Ο σεβασμός στη ~. 2. εξοχή: η ελληνική ~. Διακοπές/δραστηριότητες/εκδρομή/επιστροφή/πεζοπορία στη ~. Ζω στη ~. Πβ. ύπαιθρος. 3. η βιολογική, σωματική ή ψυχική υπόσταση ενός ατόμου: η ανδρική/γυναικεία/παιδική ~. Ο άνθρωπος από τη ~ του είναι κοινωνικός (: είναι γνώρισμά του).|| Ανήσυχη/ευαίσθητη/καλλιτεχνική (βλ. ταμπεραμέντο)/μελαγχολική ~. Πβ. ιδιοσυγκρασία, προσωπικότητα, φυσιογνωμία, χαρακτήρας.|| Ασθενική/γερή/ευπαθής ~. Πβ. κράση, οργανισμός, φυσική κατάσταση, φυσικό.|| Δεν μπορείς να πηγαίνεις ενάντια στη ~ σου. Δεν είναι στη ~ του να λέει ψέματα (: δεν το συνηθίζει).|| (ΘΕΟΛ.) Οι δύο φύσεις του Χριστού (: θεϊκή και ανθρώπινη). 4. οι ιδιότητες που ορίζουν ένα φαινόμενο ή ένα αντικείμενο και το διακρίνουν από άλλα: η χημική ~ των ενζύμων.|| Η ~ μιας ασθένειας. Κείμενο νομικής ~ης. Δικαστικές ή άλλης ~ης διαφορές. Ερωτήσεις/προβλήματα τεχνικής ~εως. Πβ. είδος, μορφή, ποιόν. ● ΣΥΜΠΛ.: θαύμα της φύσης (εμφατ.): οτιδήποτε υπάρχει στη φύση και προκαλεί τον θαυμασμό: Οι καταρράκτες είναι ένα (μοναδικό/πραγματικό) ~ ~., λάθος/τέρας/έκτρωμα της φύσης (εμφατ.): για κάποιον ή κάτι που παρουσιάζει μια ανωμαλία, που αποκλίνει από το φυσιολογικό ή το συνηθισμένο· πολύ άσχημο(ς). Πβ. τέρας ασχήμιας., νεκρή φύση & (σπάν.-λόγ.) νεκρά φύση/φύσις: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ζωγραφικός πίνακας που αναπαριστά άνθη, φρούτα ή αντικείμενα καθημερινής χρήσης: ~ ~ με ανοιξιάτικα λουλούδια/μήλα. Πβ. ρωπογραφία. [< γαλλ. nature morte] , δεύτερη φύση βλ. δεύτερος, μνημείο της φύσης βλ. μνημείο, προστασία του (φυσικού) περιβάλλοντος βλ. προστασία, τα στοιχεία της φύσης βλ. στοιχείο ● ΦΡ.: εκ φύσεως (λόγ.): φύσει: Είναι ~ ~ αισιόδοξος/ολιγόλογος. [< λατ. de natura] , έξις, δευτέρα φύσις (αρχαιοπρ.): για να δηλωθεί ότι η συνήθεια είναι τόσο ισχυρή, ώστε μοιάζει να ανήκει στα εγγενή χαρακτηριστικά κάποιου., κατά φύσιν/φύση (επιστ.): σύμφωνα με τους νόμους της ανθρώπινης φύσης. Βλ. φυσιολογικός., παρά φύσιν/φύση (επιστ.): αντίθετα με τους νόμους της ανθρώπινης φύσης ή κατ' επέκτ. με τις επιταγές της λογικής ή της ηθικής: (ΝΟΜ.) ~ ~ ασέλγεια (: μεταξύ αρρένων)/συνουσία (= σοδομισμός· βλ. πρωκτικός).|| ~ ~ κατάσταση (= αφύσικη)., παρά φύση έδρα βλ. έδρα, πάσης φύσεως/φύσης βλ. πας, πάσα, παν [< αρχ. φύσις, γαλλ.-αγγλ. nature]

χάρις

χάρις χά-ρις ουσ. (θηλ.) {χάριτ-ος | -ες, χαρίτ-ων} (λόγ.): χάρη: η ~ της μουσικής.|| Οφείλω ~ες στους συνεργάτες μου (: τους χρωστώ ευγνωμοσύνη).|| Απονομή ~ος (σε κατάδικο). (ΝΟΜ.) Συμβούλιο ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: η χάρις/χάρη του Θεού/του Αγίου Πνεύματος & η θεία χάρη/χάρις: ΘΕΟΛ. η φανέρωση στον άνθρωπο της άφατης αγάπης του Τριαδικού Θεού, η προσφορά στον ευσεβή πιστό της εύνοιάς Του: σημάδι/σύμβολο της χάριτος του Θεού. Σώθηκε με τη χάρη του Θεού. Η παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.|| Το δώρο/μεγαλείο/φως της θείας χάρης., οι τρεις Χάριτες: ΜΥΘ. Αγλαΐα, Ευφροσύνη, Θάλεια· (κυρ. κατ' επέκτ.) για τρεις ωραίες κοπέλες που εμφανίζονται μαζί., περίοδος χάριτος & (σπάν.) χαριστική περίοδος 1. χρονικό διάστημα επιείκειας, ανεκτικότητας απέναντι σε κάποιον: Εξαντλήθηκε η ~ ~ της νέας κυβέρνησης.|| Ζήτησε ~ο χάριτος και πίστωση χρόνου. 2. ΝΟΜ. χρονικό διάστημα που ξεκινά από τη λήψη ενός δανείου, κατά το οποίο δεν απαιτείται η καταβολή της δόσης του: άτοκη/έντοκη ~ ~ (μέχρι ένα χρόνο). Ευκολίες πληρωμής με ~ο χάριτος. [< αγγλ. grace period] ● ΦΡ.: κατά χάριν/χάρη: ΕΚΚΛΗΣ. με την επενέργεια της θείας χάριτος. [< μτγν. χάρις]

Χριστός

Χριστός Χρι-στός ουσ. (αρσ.): ΘΕΟΛ. ο Υιός του Θεού, ιδρυτής του Χριστιανισμού και κεφαλή της Εκκλησίας: ο (Κύριος ημών) Ιησούς (βλ. ΙΧ)/ο Σωτήρας (βλ. ΙΧΘΥΣ) ~. Η Ανάσταση (βλ. Πάσχα)/η Βάπτιση (βλ. Φώτα)/η ενανθρώπηση ή ενσάρκωση/τα θαύματα/η θεία και ανθρώπινη φύση (βλ. περιχώρηση)/η θυσία/οι μαθητές/οι παραβολές/η Σταύρωση/το σώμα και το αίμα (βλ. Θεία Κοινωνία, μετουσίωση)/η Ταφή (βλ. αποκαθήλωση, Πανάγιος/Άγιος Τάφος) του ~ού. Πιστεύω/προσεύχομαι στον ~ό. Πβ. αλιέας/αλιεύς ανθρώπων, ο Αμνός (του Θεού), ο άρτος της ζωής, Δεσπότης, ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, Θεάνθρωπος, ο Λόγος (του Θεού), Λυτρωτής, Μέγας Αρχιερέας, ο Μέγας Βασιλεύς, μεσσίας, νυμφίος, ραβί, φως ιλαρόν. Βλ. Άγιοι Τόποι, Ευαγγέλιο, Ιερά/Ιερή Παράδοση, Μεγάλη Εβδομάδα, Χριστούγεννα.|| (στην αγιογραφία:) Ο ~ Παντοκράτορας. Βλ. ο καλός ποιμήν. ● Υποκ.: Χριστούλης (ο) (συνήθ. όταν απευθυνόμαστε σε μικρό παιδί): ο μικρός/νεογέννητος ~ (: ο Χριστός βρέφος).|| Μην ανησυχείς! Ο καλός ~ θα σε βοηθήσει! Βλ. Παναγίτσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο Ελκόμενος (Χριστός) βλ. ελκόμενος ● ΦΡ.: (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία! (προφ.): προς δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αποδοκιμασίας: ~ ~! Τι είν' αυτά τα πράγματα!|| Έλα Χριστέ κι Απόστολε! Ο κόσμος είναι τρελός!, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! (προφ.): τίποτα απολύτως!, είδα τον Χριστό φαντάρο! (αργκό): τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. τα είδα όλα! (2), κατά Χριστόν: ΕΚΚΛΗΣ. σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού: η ~ ~ αγάπη. Έζησε ~ ~ (βλ. όσιος)., κατεβάζω/βρίζω Χριστούς και δαίμονες/Παναγίες (προφ.): βρίζω, βλαστημώ. ΣΥΝ. κατεβάζω/ρίχνω χριστοπαναγίες, προ Χριστού/μετά Χριστόν (συντομ. π.Χ., μ.Χ.): (μέθοδος χρονολόγησης στον χριστιανικό κόσμο) πριν από ή μετά τη γέννηση του Χριστού: τον 5ο αι. π.Χ. Η 2η χιλιετία μ.Χ., του Χριστού (λαϊκό): την ημέρα των Χριστουγέννων: Ήρθαν/χιόνισε (ανήμερα) ~ ~., Χριστέ μου/Χριστούλη μου! (ως επιφών.): για να δηλωθεί: (έκπληξη, δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία:) Τι ντροπή, ~ ~!|| (παράκληση, ευχή:) Βόηθα/λυπήσου με, ~ ~!|| (φόβος:) ~ ~ (: μαμά/μανούλα μου)! ΣΥΝ. Θεέ μου!, Χριστός!: λέγεται σε κάποιον που βήχει, επειδή στραβοκατάπιε., για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! βλ. όνομα, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε βλ. φυλάω, Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! βλ. Ιησούς, μετά Χριστόν προφήτης βλ. προφήτης, ο δρόμος του Θεού/του Χριστού βλ. δρόμος, περνώ/τραβώ του λιναριού τα πάθη/των παθών μου τον τάραχο/τα πάθη του Χριστού βλ. πάθος, Χριστός ανέστη βλ. ανασταίνω, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός [< μτγν. Χριστός]

χώρα

χώρα χώ-ρα ουσ. (θηλ.) {χωρ-ών} 1. κατοικημένη περιοχή μέσα στα όρια της οποίας εκτείνεται ένα κράτος· συνεκδ. το ίδιο το κράτος: αχανής ~. Ασιατικές/αφρικανικές/βαλκανικές/ευρωπαϊκές/μεσογειακές/παρευξείνιες ~ες. Η έκταση/ο χάρτης μιας ~ας. Οι ~ες της Βαλτικής/του Τρίτου Κόσμου. (με συγκεκριμένο, παγκοσμίως γνωστό, χαρακτηριστικό:) Η ~ του ανατέλλοντος ηλίου/των χρυσανθέμων (= Ιαπωνία). Η ~ του καφέ και της σάμπας (= Βραζιλία)/της σαμπάνιας (= Γαλλία)/της τουλίπας (= Ολλανδία). (ειρων.) Η ~ της παράνοιας.|| Δημοκρατικές/καπιταλιστικές/σοσιαλιστικές ~ες. Βιομηχανικές/γειτονικές/πλούσιες/σύμμαχες/υπανάπτυκτες/φτωχές ~ες. ~ με ιστορία/πολιτισμό. Οι Αρχές/η γλώσσα/ο ηγέτης/η κυβέρνηση/το νόμισμα/η οικονομία/ο πληθυσμός/ο (φυσικός) πλούτος/τα σύνορα/οι υπήκοοι μιας ~ας. Οι ~ες της ζώνης του ευρώ. ~ες υποδοχής μεταναστών. Ταξίδια σε ~ες του εξωτερικού/σε ξένες ~ες. Η πρώτη ~ στον κόσμο σε ... Ταραχές στο εσωτερικό της ~ας. Συνεργασία μεταξύ ~ών. Πβ. πολιτεία. Βλ. πόλη, χωριό. 2. η αντίστοιχη επικράτεια ως τόπος γέννησης, διαμονής ή καταγωγής συνήθ. του ομιλητή· με αναφορά κυρ. στην Ελλάδα: τα έθιμα/η εξωτερική πολιτική/οι θεσμοί/το κύρος/οι πολίτες/το πολίτευμα/ο πρωθυπουργός/η σημαία/τα συμφέροντα/τα σχολεία της ~ας (μας). Η ~ χωρίζεται σε ... νομούς. Επέστρεψε στη ~ του. Αλλοδαποί που εισέρχονται/μπαίνουν παράνομα στη ~. Σε όλες τις γωνιές της ~ας (: σε όλη τη ~). Είναι άγνωστος στη ~ του. Η ~ έχει βυθιστεί στο χάος/μπαίνει σε νέα τροχιά ανάπτυξης. Κακοκαιρία έπληξε τη ~. Η κατάσταση που επικρατεί στη ~.|| (προφ.) Μήπως ζω/κατοικώ σε άλλη ~ (και δεν το έχω πάρει είδηση); Κάνει λες και έρχεται από άλλη ~ (: από άλλον πλανήτη). Πβ. πατρίδα. 3. (συνεκδ.) το σύνολο των ατόμων που κατοικούν στην αντίστοιχη γεωγραφική έκταση: ανάστατη η ~ από ... Είναι έτοιμη η ~ να ... Πβ. λαός. 4. μέρος: μια άγνωστη/μακρινή/μυθική/φανταστική ~. Πβ. τόπος. 5. (συνήθ. με κεφαλ. Χ) πρωτεύουσα νησιού: το κάστρο της ~ας. Θα πάμε στη ~. 6. ΑΝΑΤ. ανατομική περιοχή: εγκεφαλική/θωρακική/καρδιακή/κοιλιακή ~. ● Υποκ.: χωρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: οι Κάτω Χώρες: ΓΕΩΓΡ. Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο. [< γαλλ. les Pays-Bas] , Αδέσμευτες Χώρες βλ. αδέσμευτος, αναπτυσσόμενες χώρες βλ. αναπτύσσω, ανεπτυγμένες/αναπτυγμένες χώρες βλ. αναπτυγμένος, βουβωνική χώρα βλ. βουβωνικός, δωρήτριες χώρες βλ. δωρητής, ηβική χώρα βλ. ηβικός, κράτος (-) μέλος βλ. κράτος ● ΦΡ.: κατά χώραν (λόγ.): (συνήθ. ΑΡΧΑΙΟΛ.) για να δηλωθεί εύρεση αντικειμένων στο σημείο όπου είχαν τοποθετηθεί κατά την εποχή της τελευταίας τους χρήσης· επί τόπου: τα ~ ~ ευρήματα. Αποκαλύφθηκαν ~ ~ δύο μαρμάρινες πλάκες. ΣΥΝ. in loco, λαμβάνει χώρα βλ. λαμβάνω [< αρχ. χώρα, γαλλ. pays 5: μεσν. ~ 6: γαλλ. région]

ψεύδος

ψεύδος [ψεῦδος] ψεύ-δος ουσ. (ουδ.) {ψεύδ-ους | -η} (λόγ.): ψέμα: αισχρά/αναίσχυντα/ανυπόστατα/ασύστολα/εξοργιστικά/ιστορικά/κατάφωρα/τερατώδη (= τερατολογίες)/χονδροειδή ~η (= ψευδολογίες). Διαδίδουν/διασπείρουν/καταφεύγουν σε ~η. Βλ. ασαφής λογική. ΑΝΤ. αλήθεια (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ανιχνευτής ψεύδους βλ. ανιχνευτής ● ΦΡ.: (τα) κατά συνθήκη(ν) ψεύδη (λόγ.): που επιβάλλονται από την περίσταση ή τις κοινωνικές συμβάσεις, χωρίς να υπάρχει πρόθεση από την πλευρά του ομιλητή να εξαπατήσει ή να βλάψει. Πβ. λευκό ψέμα. [< αρχ. ψεῦδος]

οικονομία

οικονομία [οἰκονομία] οι-κο-νο-μί-α ουσ. (θηλ.) {οικονομιών} 1. ΟΙΚΟΝ. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Ο) το σύστημα παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης υλικών αγαθών και υπηρεσιών μιας κοινωνίας, η οικονομική κατάσταση και δραστηριότητα κράτους ή περιοχής καθώς και η βέλτιστη κατανομή πόρων· γενικότ. κάθε οικονομικό σύστημα: ανταγωνιστική/βιομηχανική/βιώσιμη/γεωργική/δημόσια (ή κρατική)/δικτυακή/δυναμική/εθνική/ενεργειακή/ευρωπαϊκή (/κοινοτική)/εύρωστη/ισχυρή/ναυτιλιακή/παγκόσμια/παράνομη (= παρα~)/πραγματική (ΑΝΤ. εικονική)/πράσινη/τοπική/τουριστική/υγιής/φτωχή ~. Η ~ της αγοράς. Αναθέρμανση/ανάκαμψη/δείκτες/διάρθρωση/θωράκιση/συρρίκνωση/σχεδιασμός/ύφεση της ~ας. Νόμπελ ~ας. Αναδυόμενες/αναπτυγμένες/αναπτυσσόμενες/περιφερειακές/υπανάπτυκτες ~ες. ~ες του πλανήτη/υπό μετάβαση. Η πορεία της ~ας. Προώθηση του εμπορίου και άνοιγμα της ~ας. Μέτρα ενίσχυσης/στήριξης/τόνωσης της ~ας. Επιβραδύνθηκε/επιταχύνθηκε ο ρυθμός ανάπτυξης της ~ας της ευρωζώνης στο ... τρίμηνο του έτους ... Διεθνείς ~ες και Χρηματιστήριο. 2. (κατ' επέκτ.) η οικονομική επιστήμη, τα τμήματα διδασκαλίας της και το αντίστοιχο μάθημα· το σύνολο των σχολών και των δογμάτων της οικονομικής σκέψης: Σπουδές στην ~. Σχολή ~ας και Διοίκησης. Πβ. (χρηματο)οικονομικά, οικονομολογία. Βλ. μακρο~, μικρο~, νευρο~.|| (ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ.) Καπιταλιστική/κλασική/μαρξιστική/σοσιαλιστική ~. Βλ. -νομία. 3. περιορισμός εξόδων, αποφυγή σπατάλης και γενικότ. συνετή διαχείριση, χρήση ή δραστηριότητα με στόχο το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα: σκληρή ~ (= λιτότητα). ~ στο ηλεκτρικό/στα καύσιμα/στο νερό/στο χαρτί/στα χρήματα. ~ στην κατανάλωση ενέργειας. Κάνει ~, για να πάει διακοπές. (ΤΕΧΝΟΛ.) Λάμπα ~ας (= εξοικονόμησης ενέργειας).|| (μτφ.) ~ γλώσσας/δυνάμεων/λόγου/χρόνου/χώρου. Πβ. φειδώ. Βλ. εξοικονόμηση. 4. διάταξη και κατανομή των επιμέρους διαφορετικών στοιχείων ενός καλλιτεχνικού συνήθ. έργου με στόχο τη δημιουργία οργανωμένου, λειτουργικού συνόλου: αφηγηματική/θεατρική/σκηνική ~. Παράκαμψη δευτερευόντων ζητημάτων για λόγους ~ας του κειμένου. Βλ. προ~.οικονομίες (οι): αποταμιευμένο απόθεμα χρημάτων: αιματηρές ~. Χρόνια έκανε ~. Έχω μερικές ~ στην άκρη/στην τράπεζα. Χάθηκαν οι ~ μιας ζωής. [< αγγλ. savings] ● ΣΥΜΠΛ.: ελεγχόμενη οικονομία (κυρ. παλαιότ.): στην οποία το κράτος παρεμβαίνει και κατευθύνει την οικονομική δραστηριότητα: κεντρικά ~ ~. Η μετάβαση από την αυστηρά ~ ~ στην οικονομία της αγοράς. [< αγγλ. managed economy, 1969] , ελεύθερη οικονομία & οικονομία της (ελεύθερης) αγοράς: κατά την οποία ελαχιστοποιείται ο κρατικός παρεμβατισμός και επιτρέπεται η ελεύθερη σχετικά δράση της ιδιωτικής επιχείρησης, ο ανταγωνισμός και η ελεύθερη αγορά, ενώ αναγνωρίζεται η ιδιοκτησία: ανάπτυξη/αρχές/καθεστώς/σύστημα της ~ης ~ας. Ανοικτή και ~ ~. Η οικονομία της αγοράς διέπεται από το νόμο της προσφοράς και της ζ΄ητησης. Βλ. ελεύθερος ανταγωνισμός, καπιταλ-, φιλελευθερ-ισμός. [< αγγλ. free economy, 1946, free-market economy, 1947, market economy, 1918] , θεία οικονομία: ΘΕΟΛ. το θείο σχέδιο για την σωτηρία του κόσμου: Η ~ ~ εκφράζεται μέσα από το μυστήριο της ενανθρώπησης του Υιού και Λόγου του Θεού. Πβ. θεία πρόνοια., κοινωνική οικονομία & (κοινωνική) αλληλέγγυα οικονομία & οικονομία της αλληλεγγύης: ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. τομέας της οικονομίας στον οποίο δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις, φορείς και οργανισμοί με στόχο την κοινωνική και οικονομική ένταξη των ευπαθών ομάδων, την καταπολέμηση της ανεργίας, την προώθηση της τοπικής ανάπτυξης και των εναλλακτικών μορφών επιχειρηματικότητας: Ανάπτυξη/προγράμματα της ~ής ~ας., κρυφή οικονομία 1. ΟΙΚΟΝ. τομέας της οικονομίας που περιλαμβάνει συναλλαγές οι οποίες (παρανόμως) δεν δηλώνονται στην Εφορία και δεν λαμβάνονται υπόψη στις επίσημες στατιστικές: Η ~ ~ αφορά πολλές επιχειρηματικές δραστηριότητες. 2. (σπάν.) οικονομία ή αποταμίευση που δεν είναι άμεσα εμφανής. [< αγγλ. hidden economy, 1930] , κυκλική οικονομία & πράσινη οικονομία: (ως πράσινο μοντέλο ανάπτυξης) παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών με ελαχιστοποίηση των αποβλήτων σε όλα τα στάδια παραγωγής. ΑΝΤ. γραμμική οικονομία. [< αγγλ. circular/green economy] , μικτή οικονομία: οικονομικό σύστημα στο οποίο ο δημόσιος τομέας συνυπάρχει με τον ιδιωτικό, κυρ. στον κλάδο των επιχειρήσεων., νέα/ψηφιακή οικονομία: που βασίζεται στον παγκόσμιο ιστό· το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που υλοποιούνται με βάση την αμφίδρομη ψηφιακή επικοινωνία· το αντίστοιχο διδασκόμενο μάθημα: ~ ~ της γνώσης και της πληροφορίας. ~ ~ και παγκοσμιοποίηση. Βλ. ηλεκτρονικό επιχειρείν. [< αγγλ. new/digital economy] , περιβαλλοντική οικονομία & οικονομία του περιβάλλοντος: κλάδος της οικονομικής επιστήμης που εστιάζει κυρίως σε περιβαλλοντικά θέματα. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας. [< αγγλ. environmental economics] , αγροτική οικονομία βλ. αγροτικός, ανοιχτή οικονομία βλ. ανοιχτός, γραμμική οικονομία βλ. γραμμικός, ιδιωτική οικονομία βλ. ιδιωτικός, κλειστή αγροτική οικονομία βλ. κλειστός, κλειστή οικονομία βλ. κλειστός, οικιακή οικονομία βλ. οικιακός, οικονομίες κλίμακας βλ. κλίμακα, πολιτική οικονομία βλ. πολιτικός, υπερθέρμανση της οικονομίας βλ. υπερθέρμανση ● ΦΡ.: κατ' οικονομία(ν) (λόγ.): με σχέδιο και συγκεκριμένο στόχο: ~ ~ διευθέτηση/λύση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ ~ Θεού. Πβ. κατ' ανάγκη(ν)/εξ ανάγκης. [< 1: μτγν. οἰκονομία, γαλλ. économie, αγγλ. economy 3: αρχ. οἰκονομία 4: μτγν. ~]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.