ή[ἤ] διαζευκτικός σύνδ. δηλωτικός 1. αντιδιαστολής δύο ή περισσότερων αντίθετων εννοιών, αυστηρής επιλογής της μιας από τις δύο, καθώς και οι δύο μαζί δεν μπορούν να συνυπάρξουν: αριστερά ~ δεξιά; Κρύο ~ ζέστη; Πρωί ~ βράδυ; Όμορφη ~ άσχημη; Χαρά ~ λύπη; Άσπρο ~ μαύρο;|| (με επανάληψη, για να δοθεί έμφαση στον α' όρο) ~ τώρα ~ ποτέ! ~ εγώ ~ κανένας!|| (προφ., με δυνατότητα παράλειψης ή αντικατάστασής του με το "και") Νέοι (~) γέροι, πλούσιοι (~) φτωχοί, όλοι ήταν μαζεμένοι!|| (δυσαρέσκεια, αγανάκτηση για τη συμπεριφορά κάποιου ή για μια κατάσταση) Φίλος είσαι (εσύ) ~ εχθρός; Άνθρωπος είναι (αυτός) ~ (κανένα) τέρας; Ζωή είναι αυτή ~ μαρτύριο; Δωμάτιο είναι αυτό ~ στάβλος;|| (σε ερωτήσεις) Θα έρθεις ~ δεν θα έρθεις/όχι; (διερεύνηση άποψης) Θα τα καταφέρουμε ~ το θεωρείς απίθανο; 2. διάκρισης δύο ή περισσότερων στοιχείων που παρουσιάζονται ως εναλλακτικές εκδοχές: Τι θα ήθελες; Φαγητό ~ γλυκό; Θα με εξυπηρετήσετε εσείς ~ κάποιος άλλος; Παίρνω ~ το λεωφορείο ~ το μετρό ~ το τραμ (: άλλες φορές, άλλοτε).|| (με επανάληψη) (εμφατ.) ~ θα κοιμάται ~ θα βλέπει τηλεόραση. (αδιαφορία ή αβεβαιότητα) Θα έρθω ~ αύριο ~ (: μπορεί και) μεθαύριο. (ο α' όρος είναι ανυπόστατος και έτσι δηλώνεται εμφατ. ότι ισχύει στην ουσία ο β') ~ είμαστε όλοι τρελοί ~ (πράγματι) κάτι δεν πάει καλά! ΣΥΝ. είτε.|| (σε ερώτηση, προς εξακρίβωση του λόγου για τον οποίο γίνεται κάτι) Γιατί δεν του μιλάς; Ντρέπεσαι ~ φοβάσαι; Τι έχεις; Είσαι άρρωστος ~ απλά κακοδιάθετος; 3. διαφορετικότητας· αλλιώς, σε αντίθετη περίπτωση: Μάθε να συζητάς ~ μην ασχολείσαι μαζί μου!|| (απειλητ.) ~ φεύγεις αυτή τη στιγμή ~ καλώ την Αστυνομία (= αν δεν φύγεις ..., θα καλέσω ...)! Πβ. διαφορετικά, ειδάλλως. 4. εναλλακτικής διατύπωσης, διόρθωσης, τροποποίησης (συνήθ. ακολουθούν οι λ. "μάλλον" ή "καλύτερα"): το ίντερνετ ~ διαδίκτυο (στα Ελληνικά). Δεν καταλαβαίνει ~ μάλλον δεν θέλει να καταλάβει. Πήγαινε να δεις τι κάνει! ~ άσε καλύτερα· πάω εγώ! 5. (προφ.) μεγέθους κατά προσέγγιση, αβεβαιότητας: (κάπου) δεκαπέντε ~ είκοσι κιλά. ● ΦΡ.: ή μήπως δηλώνει 1. ευγενική διατύπωση ερώτησης: Να σου ζητήσω κάτι ~ ~ σε βάζω σε κόπο; 2. πιθανή εκδοχή: Κοιμήθηκες καλά ~ ~ νυστάζεις ακόμα; Προτιμάς σινεμά ~ ~ (καλύτερα) θέατρο;|| (προς έκφρ. ενδιαφέροντος) Χόρτασες ~ ~ να σου φέρω και κάτι άλλο;|| (αβεβαιότητα) Ήταν πριν από δύο ~ ~ τρία χρόνια; 3. αγανάκτηση, δυσαρέσκεια· προκειμένου να εκφραστεί ότι δεν είναι δυνατόν να ισχύει σε καμία περίπτωση ο β΄όρος: Τι κάθεσαι και τεμπελιάζεις; ~ ~ περιμένεις από εμένα να κάνω τις δουλειές; (: δεν πρόκειται να τις κάνω).|| Είναι λογικό να φέρεται έτσι· ~ ~ ξέχασες τι πέρασε; (: θυμάσαι φυσικά)., ή ταν ή επί τας: ΙΣΤ. "ή αυτή ή πάνω σε αυτή", δηλ. "ή να επιστρέψεις με την ασπίδα ως νικητής ή να σε φέρουν επάνω της νεκρό", φρ. που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες στους γιους τους, όταν τους παρέδιδαν την ασπίδα, πριν αναχωρήσουν για τον πόλεμο· (μτφ.-λόγ.) προτροπή σε κάποιον να φέρει σε πέρας την αποστολή που του έχει ανατεθεί, χωρίς να δειλιάσει και να σκεφτεί το προσωπικό κόστος., αργά ή γρήγορα βλ. αργά, ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου βλ. καλογερεύω, ή όπως αλλιώς βλ. όπως, ή παπάς-παπάς ή ζευγάς-ζευγάς βλ. ζευγάς, ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε βλ. γιαλός, ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, να ζει κανείς ή να μη ζει; βλ. ζω1, ναι ή ου; βλ. ου [< αρχ. ἤ]
καρούλικα-ρού-λι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. αντικείμενο, συνήθ. κυλινδρικό ή κωνικό, γύρω από το οποίο τυλίγεται κάτι: ~ με κλωστή/νήμα (= κουβαρίστρα· βλ. ανέμη). ~ με αλυσίδα/ιμάντα/σχοινί (= μακαράς, τροχαλία). ~ πετονιάς/ποτίσματος. Φιλμ σε ~ (= μπομπίνα). Δέκα ~ια σύρμα. ΣΥΝ. πηνίο (2) 2. (μειωτ.) παλιό αυτοκίνητο. Πβ. κάρο, σακαράκα, σαράβαλο. ● καρούλια (τα): μικρές ρόδες στο κάτω μέρος επίπλων ή άλλων αντικειμένων, που επιτρέπουν ή διευκολύνουν τη μετακίνησή τους. Βλ. τροχήλατος. ● Υποκ.: καρουλάκι (το) ● ΦΡ.: αν η γιαγιά μου είχε καρούλια, (θα ήταν πατίνι/τρόλεϊ/τρένο) (ειρων.): ως απάντηση σε αβάσιμη και ανυπόστατη υπόθεση. [< μεσν. καρούλι]
κορσάζκορ-σάζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. γυναικείο ένδυμα που καλύπτει το στήθος και την κοιλιά: βελούδινο/δαντελωτό/εφαρμοστό/στενό ~. Πβ. μπούστο. 2. μικρή σύνθεση λουλουδιών που στολίζει γυναικείο ένδυμα στο ύψος περ. του ώμου ή φοριέται στον καρπό του χεριού σε επίσημη τελετή, κυρ. γαμήλια. Βλ. κουάφ, μπουτονιέρα. [< γαλλ. corsage]
κουβαλώ[κουβαλῶ] κου-βα-λώ ρ. (μτβ.) {κουβαλ-άς, -ά κ. -άει ...| κουβάλ-ησα, -ιέμαι, -ήθηκα, -ώντας, -ημένος} & κουβαλάω (προφ.) 1. μεταφέρω, έχω κάτι πάνω μου: ~ αποσκευές/βιβλία/κιβώτια/φορτίο. ~ κάτι στην πλάτη/στους ώμους μου. ~ τα ψώνια με το καρότσι/τα χέρια. Κατέβαινε τη σκάλα, ~ώντας σακιά. ~ησα (= πήγα) τα πράγματα από το ένα σπίτι στο άλλο (βλ. μετακομίζω). Τι ~άς στην τσάντα σου και είναι τόσο βαριά; Το τραπέζι δεν ~ιέται με τίποτα (: είναι πολύ βαρύ). ~ήθηκαν τόνοι άμμου.|| Όπου κι αν πάει, ~άει (= παίρνει) μαζί του το κινητό. ~άς (= έχεις) μαζί σου χρήματα; ~ούσε μπαστούνι/ομπρέλα. Πβ. βαστώ, κρατώ.|| (μτφ.) ~άει στην πλάτη του πολλά χρόνια. ~άει μεγάλη τρέλα/τραύματα από την παιδική του ηλικία. ~άμε βαριά κληρονομιά. ~άνε μέσα τους την παράδοση. Είναι αντάξια του ονόματος που ~άει (= φέρει). 2. (μτφ.) φέρνω κάποιον σε ένα μέρος, συχνά χωρίς να το θέλει ή να είναι επιθυμητός: Για ποιο λόγο με ~ησες εδώ; Τον ~ησαν με το ζόρι. Μου ~ησε και τη μάνα της μαζί. ● Παθ.: κουβαλιέμαι: πηγαίνω κάπου, συνήθ. απρόσκλητος ή ανεπιθύμητος: Μου ~ιέται κάθε τρεις και λίγο εδώ. Ελπίζω να μη μου ~ηθεί όλο το σόι στο σπίτι. Του ~ήθηκαν με το έτσι θέλω. Πβ. φορτώνομαι σε κάποιον.|| Άδικα/τσάμπα ~ηθήκαμε στη σχολή, δεν θα γίνουν τα μαθήματα. ● ΦΡ.: κουβαλάει νερό στον μύλο κάποιου (μτφ.): παρέχει, συνήθ. άθελά του, τα επιχειρήματα που ενισχύουν τις θέσεις αντίπαλης πλευράς ή τα μέσα που εξυπηρετούν τα συμφέροντά της: Με όσα λες ~άς ~ του ρατσισμού και του φανατισμού. Βλ. νεροκουβαλητής., (ο καθένας) σηκώνει/κουβαλάει τον σταυρό του βλ. σταυρός, κουβαλώ/σηκώνω στους ώμους (μου) βλ. ώμος, με τα μυαλά που έχεις/κουβαλάς ... βλ. μυαλό [< μεσν. κουβαλώ]
κουιντέτοκου-ι-ντέ-το ουσ. (ουδ.): ΜΟΥΣ. σύνθεση για πέντε όργανα ή φωνές· κατ' επέκτ. πενταμελής ομάδα εκτελεστών που ερμηνεύει αντίστοιχες συνθέσεις: ~ για έγχορδα/πιάνο.|| ~ (ξύλινων/χάλκινων) πνευστών. Το ~ αποτελούν οι ... Βλ. κουαρτέτο. [< ιταλ. quintetto]
κούκουκού-κου επιφών. {άκλ.} 1. η φωνή του κούκου. Βλ. κουάξ κουάξ. 2. (οικ.-χιουμορ.) για να δηλώσει κάποιος την ξαφνική εμφάνιση ή επανεμφάνισή του: ~! Ήρθα/να 'μαι κι εγώ! ΣΥΝ. τσα 3. (νεαν. αργκό) για άνθρωπο φευγάτο, τρελαμένο, που ζει στον κόσμο του. Πβ. τζαζ, τσίου. ● ΦΡ.: δεν μου κάνει κούκου (αργκό): δεν μου προκαλεί κάποιος ερωτικό ενδιαφέρον· (ειδικότ., για άνδρα) δεν έχω στύση. Βλ. μου κάνει κλικ. [< μεσν. κούκου, λ. ηχομιμητ.]
μαλλίμαλ-λί ουσ. (ουδ.) {μαλλ-ιού} 1. {συνήθ. στον πληθ.} το σύνολο των τριχών που καλύπτουν το πάνω και πίσω μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού: άσπρα/γκρίζα/καστανά/κόκκινα/μαύρα/ξανθά ~ιά. Αραιά/γερά/δεμένα/ίσια/κατσαρά/κοντά/λαμπερά/λυτά/μακριά/ξηρά/πλούσια/πυκνά/σγουρά/σπαστά/ταλαιπωρημένα/υγιή/φουντωτά ~ιά. Άβαφα/άλουστα/απεριποίητα/βρεγμένα/λουσμένα ~ιά. ~ιά με ανταύγειες/μπούκλες/όγκο. Σαμπουάν για αδύναμα/ευαίσθητα/κανονικά/λεπτά/λιπαρά ~ιά. Κοκαλάκι/λακ/λοσιόν/σεσουάρ για τα ~ιά. Αξεσουάρ/απώλεια/βαφές/βούρτσα/ζελέ/θεραπεία/ισιωτική/κόψιμο/κρέμα/μαλακτικό/μεταμόσχευση/περιποίηση/πιστολάκι/προσθετική/σπρέι/στέγνωμα/τούφα/τύπος/χρώμα ~ιών. Έφτιαξα/χτένισα το ~/τα ~ιά μου. Έπιασε τα ~ιά της με τσιμπιδάκι. 2. {συνήθ. στον εν.} τρίχωμα ζώων, που συχνά αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας: αγνό/ακατέργαστο/απαλό/παρθένο/πρόβειο/συνθετικό/φυσικό ~. Ρούχα/υφάσματα από ~ (= μάλλινα). Γνέσιμο/επεξεργασία/παραγωγή/ποιότητα ~ιού. || Ορυκτό ~ (= πετροβάμβακας). ● Υποκ.: μαλλάκι (το) {συνήθ. στον πληθ.} ● ΣΥΜΠΛ.: μαλλί της γριάς: ΖΑΧΑΡ. είδος γλυκίσματος, κυρ. για παιδιά, από νήματα λιωμένης ζάχαρης που τυλίγονται γύρω από ένα ξυλάκι., μαλλιά αγγέλου: είδος φιδέ. [< αγγλ. angel-hair pasta, 1981] , στεγνωτήρας μαλλιών βλ. στεγνωτήρας ● ΦΡ.: μαλλιά κουβάρια (προφ.): για έντονη αντιπαράθεση ή σύγχυση: Έγιναν ~ ~ (= μύλος) λόγω οικονομικών διαφορών.|| Τα 'χω κάνει ~ ~ (= μαντάρα) στο μυαλό μου. ΣΥΝ. άνω-κάτω (2), κουλουβάχατα, μαλλιοκούβαρα, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος (παροιμ.): προσπάθησε να κερδίσει κάτι και τελικά ζημιώθηκε., πιάνομαι μαλλί με μαλλί {συνήθ. στο γ' πρόσ.} (προφ.): μαλλιοτραβιέμαι., πόσο πάει το μαλλί; (μτφ.-ειρων.): πόσο κάνει/κοστίζει;, σαν της τρελής τα μαλλιά (σπάν.-προφ.): για χώρο όπου επικρατεί ακαταστασία: Το δωμάτιό του ήταν ~ ~. ΣΥΝ. άνω-κάτω (1), τα μαλλιά της κεφαλής μου/σου/του (προφ.): τα μαλλιοκέφαλά μου., αρπάζω την ευκαιρία (από τα μαλλιά) βλ. ευκαιρία, αφήνω μούσι/μουστάκι/γένια/μαλλιά βλ. αφήνω, κλάνω μαλλί/μέντες/πατάτες βλ. κλάνω, ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά (του) πιάνεται βλ. πνίγω, τραβάω τα μαλλιά μου βλ. τραβώ, τραβηγμένος από τα μαλλιά βλ. τραβηγμένος [< μεσν. μαλλίν < μτγν. μαλλίον]
μυαλόμυα-λό ουσ. (ουδ.) 1. νους, σκέψη και ειδικότ. φρόνηση ή τρόπος σκέψης, νοοτροπία: επικίνδυνο/επιχειρηματικό/θετικό/θεωρητικό/καθαρό (: για πνευματική διαύγεια)/μαθηματικό/πονηρό/προοδευτικό/στενό/φτωχό ~. Λογαριάζω με το ~. Ξεπερασμένα/σκουριασμένα ~ά. Η δύναμη/οι δυνατότητες/τα μονοπάτια/παιχνίδια (= πλάνες, ψευδαισθήσεις)/προβολές του ~ού. Άνθρωπος με ανοιχτό/πρακτικό ~. Τρικυμία στο ~ (: για ταραγμένη διανοητική κατάσταση). Με το σκάκι ακονίζω/εξασκώ το ~ μου. Δουλεύει/κουράστηκε/σταμάτησε το ~ μου. Να έχεις στο ~ σου (: να θυμάσαι) ότι ... Δεν έχει το ~ να καταλάβει. Πού να ξέρω τι θέλει; Δεν είμαι στο ~ του. Απωθημένα φωλιάζουν στο πίσω μέρος του ~ού. Στο ~ και την καρδιά μας. Η μορφή του δεν φεύγει από το/τριγυρίζει συνέχεια στο ~ μου.|| Έχει ~ αυτό το παιδί (= είναι έξυπνο)! Δεν έχεις λίγο ~ στο κεφάλι σου (= είσαι άμυαλος, κουτός)!|| Άντε να προκόψεις με τέτοια ~ά! 2. για ευφυή άνθρωπο: Είναι γερό/(δι)ερευνητικό/δυνατό/κοφτερό/μεγάλο/φωτεινό/φωτισμένο/χαρισματικό ~. 3. εγκέφαλος· ειδικότ. στα σφάγια, ως τροφή: ανθρώπινο ~. Τα κύτταρα του ~ού.|| (συνήθ. στον πληθ.) Αρνίσια/μοσχαρίσια ~ά. ~ά βραστά/πανέ. ● Υποκ.: μυαλουδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: γυναικείο/θηλυκό μυαλό & (σπάν.) γυναικείος/θηλυκός νους: για άνθρωπο επινοητικό, δημιουργικό: Έχει ~ ~., τετράγωνο μυαλό & τετράγωνος νους: ορθολογιστής: Είναι άνθρωπος με ~ ~ και πολλές γνώσεις. ● ΦΡ.: ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες: κάνει τον άνθρωπο να αποκτήσει ευρύτητα πνεύματος: Το διάβασμα ανοίγει/τα ταξίδια διευρύνουν ~., βάζω μυαλό/νιονιό 1. συνετίζομαι: Την έχω πατήσει πολλές φορές, αλλά δεν λέω να βάλω ~. Πβ. βάζω γνώση. 2. (+ σε κάποιον) συνετίζω: Προσπαθώ να τους βάλω μυαλό, αλλά μάταια., βάζω το μυαλό μου να δουλέψει: χρησιμοποιώ τη σκέψη μου, συνήθ. για να πετύχω κάτι: Βάλε λίγο ~ σου ~, μην περιμένεις έτοιμη τη λύση., γεννά το μυαλό του (προφ.): είναι επινοητικός: Το μυαλό του γεννά συνεχώς καινούργιες ιδέες., είμαι/μπαίνω στο μυαλό κάποιου: ξέρω τι σκέφτεται: Πού να ξέρω τι εννοούσε; Στο ~ του είμαι;, έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου 1. το(ν) σκέφτομαι: Σας έχω στο ~ μου, δεν σας ξεχνώ. Τα λόγια του τα είχα πάντα ~. Μόνο τη νίκη έχουν στο ~ τους, δεν τους νοιάζει τίποτε άλλο. Θέλω να κάνω μια γιορτή, όπως εγώ την ~ ~. 2. σκοπεύω, σχεδιάζω: ~ει πάντα ~ του τη διάκριση. Για την επέτειο κάτι ~ ~. ~ ~ να του κάνω μια επίσκεψη κάποια στιγμή. Πβ. έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι)., έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου: σκέφτομαι επιπόλαια: Πρόκειται για άνθρωπο που έχει ~ του ~ του., καλά μυαλά! (ευχετ.-συχνά ειρων.): προτροπή για συνετή αντιμετώπιση καταστάσεων: Χρόνια πολλά και ~ ~! Ψυχραιμία και ~ ~!, κόβει το μυαλό του & (λαϊκό) η γκλάβα του: είναι (πολύ) έξυπνος. ΣΥΝ. του κόβει, μαζεύω το μυαλό μου: συγκεντρώνομαι: Πρέπει να ~έψω ~ και να γράψω επιτέλους το άρθρο., με τα μυαλά που έχεις/κουβαλάς ... (μειωτ.): με τη νοοτροπία που σε διακρίνει: ~ ~ δεν πρόκειται να δεις προκοπή., με το φτωχό μου το μυαλό: προσποιητή μετριοφροσύνη ως εισαγωγή σε πρόταση κρίσης: Εγώ, ~ ~, βλέπω ότι θέλουν να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο., μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι (μτφ.) 1. μου έρχεται κάτι, συνήθ. αρνητικό, στον νου ή μου γίνεται έμμονη ιδέα: ~ ~ η ιδέα/η σκέψη ότι .../να ... Οι εικόνες της φρίκης/τα λόγια της καρφώθηκαν στο μυαλό μου. ΣΥΝ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) 2. κατανοώ ή μου εντυπώνεται κάτι: Αν του το επαναλάβεις πολλές φορές, θα του μπει τελικά ~., μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου (μτφ.): με ξεμυάλισε, με συνεπήρε κάποιος ή κάτι, είμαι παράφορα ερωτευμένος: Ποια σου ~ ~; Η εκδρομή τούς ~ ~., μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο: εκπλήσσομαι, ενθουσιάζομαι: ~ ~ με τις δυνατότητες του νέου μοντέλου! ΣΥΝ. μου 'φυγε/μου 'πεσε η μασέλα, νερούλιασε/έχει νερουλιάσει το μυαλό του (προφ.): αποβλακώθηκε, ξεκούτιανε. Πβ. κουρκουτιάζω., όλα είναι στο μυαλό/θέμα μυαλού: απόφθεγμα σύμφωνα με το οποίο το μυαλό είναι που δημιουργεί παραστάσεις και αντιλήψεις και όχι η εμπειρική πραγματικότητα: Δεν έχεις πρόβλημα, ~ στο μυαλό σου. Μη φοβάσαι, ~ θέμα ~ού, αρκεί να έχεις θέληση., πηγαίνει το μυαλό μου (σε κάτι/κάποιον): το(ν) σκέφτομαι, το(ν) υποψιάζομαι: Δεν θα πήγαινε ~ ~ σ' εκείνον με τίποτε!, πού έχεις/είναι/τρέχει το μυαλό σου;: επιτιμητικά για κάποιον που είναι αφηρημένος, απρόσεκτος ή απερίσκεπτος: Δεν με άκουσες που το είπα; ~ ~;, πού μυαλό;/δεν έχω μυαλό για κάτι: δεν έχω διάθεση, δεν μπορώ να επικεντρωθώ σε κάποιο θέμα: Πού ~ για δουλειά; Δεν ~ ~ για διάβασμα., σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου (μτφ.): σκέφτομαι, προβληματίζομαι έντονα: Σπάω το μυαλό μου να θυμηθώ πού σ' έχω ξαναδεί! Στύβω το κεφάλι μου να βρω μια λύση., χάνω το μυαλό/τα μυαλά/το τσερβέλο μου: τρελαίνομαι: Έχει χάσει ~ ~ά του, για να πιστεύει ότι θα σώσει τον κόσμο.|| Έχω ~σει ~ μου μαζί του (: είμαι τρελά ερωτευμένη). Πβ. χάνω τα λογικά μου., αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανακαλώ στη μνήμη/στο μυαλό μου βλ. ανακαλώ, βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι βλ. νους, βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου βλ. κεφάλι, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου βλ. νους, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχει κάλο στον εγκέφαλο βλ. κάλος, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα βλ. αέρας, έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι βλ. νους, και τα μυαλά στα κάγκελα βλ. κάγκελο, κουκούτσι μυαλό βλ. κουκούτσι, μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό σου/του βλ. φτάνω, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μου περνά (από το μυαλό/τον νου) βλ. περνώ, ξεσηκώνω τα μυαλά κάποιου βλ. ξεσηκώνω, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια βλ. πόδι, παίρνει στροφές/το μυαλό του παίρνει στροφές βλ. στροφή, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, πήζει το μυαλό μου βλ. πήζω, πιπιλίζω το μυαλό κάποιου βλ. πιπιλίζω, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, το μυαλό μου κολλάει βλ. κολλώ, το μυαλό του κόβει σαν ξυράφι & μυαλό ξ(ο)υράφι βλ. ξυράφι, το μυαλό/τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος) βλ. λίρα, τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου βλ. τρέχω, τυπώνω (καλά μέσα) στο μυαλό/στο(ν) νου μου βλ. τυπώνω, φουσκώνω τα μυαλά κάποιου βλ. φουσκώνω [< μεσν. μυαλόν < μτγν. μυαλός < αρχ. μυελός]
νεροκουβαλητήςνε-ρο-κου-βα-λη-τής ουσ. (αρσ.) 1. (μτφ.-μειωτ.) που εξυπηρετεί ξένα συμφέροντα: ~ του κατεστημένου/(στον μύλο) των ισχυρών. Πβ. πιόνι. Βλ. κουβαλάει νερό στον μύλο κάποιου. ΣΥΝ. κουβαλητής (3), υπηρέτης (3) 2. νερουλάς. [< 2: μεσν. νεροκουβαλητής]
ξετυλίγωξε-τυ-λί-γω ρ. (μτβ.) {ξετύλι-ξε, ξετυλί-ξει, -χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -χτεί (λόγ.) -χθεί, -γμένος, ξετυλίγ-οντας} 1. ανοίγω κάτι που είναι τυλιγμένο, ξεδιπλώνω: ~ καλώδιο/ρολό (χαρτί)/σχοινί (ΑΝΤ. κουβαριάζω, κουλουριάζω, τυλίγω). ~ξε τα ακουστικά/τα μαλλιά της.|| (μτφ.) ~ξε τις αναμνήσεις του. ΑΝΤ. περιτυλίγω 2. αφαιρώ το περιτύλιγμα: ~ξε το δώρο/το κουτί/το πακέτο/τη συσκευασία. Πβ. ξεπακετάρω. ΑΝΤ. συσκευάζω. ● Παθ.: ξετυλίγεται (μτφ.) 1. εκτυλίσσεται, λαμβάνει χώρα: ~ σιγά-σιγά ο μίτος των αποκαλύψεων. Μπροστά στα μάτια μας ~χτηκαν απίστευτες σκηνές. 2. καταλαμβάνει έκταση, απλώνεται: Απόλαυσε τη θέα που ~όταν μπροστά της. ● ΦΡ.: ξετυλίγω το κουβάρι/το νήμα 1. & ξεμπερδεύω το κουβάρι/το νήμα: ξεδιαλύνω μια περίπλοκη συνήθ. κατάσταση: ~ει ~ του μυστηρίου/της υπόθεσης. 2. διηγούμαι: ~ξε ~ της ζωής του. [< μεσν. ξετυλίγω]
σταυρόςσταυ-ρός ουσ. (αρσ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Σ) το σύμβολο του χριστιανισμού ως αντικείμενο ή παράσταση σταυροειδούς σχήματος, κυρ. στη λατρεία και την τέχνη: βυζαντινός/ελληνικός ή ισοσκελής/λατινικός/μαρμάρινος ~. ~ αγιασμού/ευλογίας. Ξυλόγλυπτος ~ τέμπλου. Επιστήθιος ~ επισκόπου. Προσκύνησε τον ~ό. Βούτηξαν στα παγωμένα νερά να πιάσουν τον ~ό (: έθιμο των Θεοφανείων). Η ελληνική σημαία φέρει ~ό.|| (ως κόσμημα) Ασημένιος/βαφτιστικός/κρεμαστός/χειροποίητος/χρυσός ~. Φορούσε ~ό στον λαιμό.|| (ως παράσημο) Ο ~ της Λεγεώνας της Τιμής/του Σωτήρος. 2. (παλαιότ.) κατασκευή από δύο δοκούς, κάθετες συνήθ. μεταξύ τους, όπου δένονταν ή καρφώνονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο με τα χέρια απλωμένα· (κυρ. ειδικότ.) το όργανο του μαρτυρίου του Ιησού Χριστού: το μαρτύριο του ~ού (: η Σταύρωση). O Απόστoλoς Ανδρέας θανατώθηκε πάνω σε ~ό σχήματoς X (: σταυρώθηκε). 3. σχήμα δύο αξόνων που τέμνονται κάθετα και γενικότ. οτιδήποτε μοιάζει με αυτό: ~ φαρμακείου. Βάλτε/σημειώστε ~ό σε ένα µόνο τετραγωνίδιο. Υπογράφει με ~ό (: για αναλφάβητο). Χαράζει ~ό. (προφ.) Ο ~ της θάλασσας (= αστερίας). (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ μετάδοσης κίνησης. (ΑΘΛ.) Έκανε τον ~ό στους κρίκους (: άσκηση στην ενόργανη γυμναστική).|| (ειδικότ. ως εκδοτικό σύμβολο †, για φθαρμένο χωρίο ή για δήλωση της χρονολογίας θανάτου κάποιου· βλ. αστερίσκος). 4. (προφ.) το κέντρο του μετώπου, ειδικότ. το σημείο ανάμεσα στα φρύδια και τη μύτη: Τον βρήκε στον ~ό (: για καίριο χτύπημα). Πβ. κατακούτελα, στο δόξα πατρί. ● Υποκ.: σταυρουδάκι (το): συνήθ. ως κόσμημα. ● ΣΥΜΠΛ.: Βόρειος Σταυρός: ΑΣΤΡΟΝ. ο αστερισμός του Κύκνου., σταυρός προτίμησης & (προφ.) σταυρός: ΠΟΛΙΤ. που σημειώνεται από τον ψηφοφόρο δίπλα στο όνομα του υποψηφίου που επιλέγει: Έλαβε χίλιους ~ούς ~. Βλ. μονοσταυρία, πολυσταυρία, σταυροδοσία., Σταυρός του Νότου/Νότιος Σταυρός: ΑΣΤΡΟΝ. μικρός σε μέγεθος αστερισμός του Νοτίου Ημισφαιρίου. Βλ. Κύων., Τίμιος Σταυρός: ΕΚΚΛΗΣ. στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός: η Ύψωση του ~ίου ~ού (: στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα το 336 μ.Χ.), αγκυλωτός σταυρός βλ. αγκυλωτός, Ερυθρός Σταυρός βλ. ερυθρός, ο σταυρός του μαρτυρίου βλ. μαρτύριο, πολεμικός σταυρός βλ. πολεμικός, το σημείο του σταυρού βλ. σημείο ● ΦΡ.: (ο καθένας) σηκώνει/κουβαλάει τον σταυρό του: για τις δυστυχίες και τα βάσανα που υφίσταται κάποιος στη ζωή: ~ ~ κι ανεβαίνει τον Γολγοθά του. Θεέ μου, τι σταυρό σηκώνω; Με στωικότητα ~ ~ των άλλων., (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι (μτφ.-προφ.): για άνθρωπο τίμιο που ενεργεί αποκλειστικά με βάση τις ηθικές αξίες., κάνω τον σταυρό μου (προφ.) 1. σχηματίζω σταυρό με τον αντίχειρα, τον δείκτη και το μέσο δάχτυλο του δεξιού χεριού, ξεκινώντας από το μέτωπο, συνεχίζοντας στην κοιλιά, έπειτα στον δεξιό και, τέλος, στον αριστερό ώμο, ως λατρευτική κίνηση και για προστασία από το κακό: Κάνε τον ~ σου και μην ανησυχείς! Πβ. σταυροκοπιέμαι. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ευγνωμοσύνη, ευχή, απορία: Αντί να ~εις τον ~ σου που σώθηκες, κάθεσαι και παραπονιέσαι! Κάνε ~ σου να 'χουμε την υγειά μας. Είναι να ~εις τον ~ σου με αυτά που συμβαίνουν εδώ μέσα!, μα τον σταυρό! (προφ.): ως όρκος: Έτσι έγινε, ~ ~!, του Σταυρού (προφ.): η γιορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου): ανήμερα ~ ~., φιλώ σταυρό (προφ.): ορκίζομαι: Λες αλήθεια; φιλάς ~; [< μτγν. σταυρός]
ωμός, ή, ό [ὠμός] ω-μός επίθ. 1. (για τροφή) που δεν έχει μαγειρευτεί: ~ή: σαλάτα. ~ό: αβγό/κρέας (= άψητο). ~οί: ξηροί καρποί. ~ά: λαχανικά/φρούτα/ψάρια (βλ. σούσι). Βλ. βραστός, τηγανητός, ψητός. 2. (μτφ.) σκληρός, απάνθρωπος: ~ός: εκβιασμός (πβ. απροκάλυπτος, στυγνός). ~ή: απάντηση (= κυνική)/απειλή/εικόνα. ~ές: επιθέσεις/παραβιάσεις/παρεμβάσεις. ~ά: συναισθήματα. Ταινίες ~ού ρεαλισμού. Μίλησε με ~ή γλώσσα. Πρέπει να δεις την ~ή (= γυμνή) αλήθεια/πραγματικότητα. Περιέγραψε την κατάσταση με τον πιο ~ό τρόπο.|| (για πρόσ.) Θα είμαι ~ και ειλικρινής μαζί σου. ● επίρρ.: ωμά: στη σημ. 2: Για να το θέσω/να το πω ~ (πβ. κοφτά, στα ίσια) ... ● ΣΥΜΠΛ.: ωμή βία 1. για πράξεις εξαιρετικά βίαιες και φρικιαστικές: σκηνές ~ής ~ας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. μέθοδος αποκρυπτογράφησης η οποία βασίζεται στην εξαντλητική δοκιμή όλων των πιθανών κλειδιών, μέχρι να βρεθεί το σωστό: επίθεση ~ής ~ας. Αλγόριθμοι ~ής ~ας. Βλ. χάκινγκ. [< 2: αγγλ. brute force] [< αρχ. ὠμός]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ