Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 404 εγγραφές  [0-20]


  • μετά με-τά επίρρ. 1. (για δήλωση χρονικής ακολουθίας) σε μελλοντική, σε ύστερη φάση: Πού θα πάμε ~;|| (ως ουσ. με άρθρο) Ζήσε το παρόν και ξέχνα το ~ (= αύριο, μέλλον, βλ. τώρα, χθες).|| (ως επίθ.) Το ~ (= μετέπειτα) διάστημα.|| (εμπρόθετα, (+ από) + αιτ.) Συνεχίζει να απασχολεί την ανθρωπότητα ακόμη και ~ (από) τον θάνατό της. ΣΥΝ. έπειτα (1), κατόπιν (2), ύστερα (1) ΑΝΤ. πριν (3) 2. (με τοπική σημασία) πιο πέρα: Λίγο πιο ~ θα δεις το μαγαζί στο δεξί σου χέρι. 3. προσδιορίζει αυτό που έρχεται ή είναι δεύτερο σε μια ιεραρχία: Για μένα πρώτα φταίνε οι γονείς και ~ τα παιδιά. ● ΦΡ.: και μετά σου λένε/σου λέει ... & και μετά σου λέει ο άλλος ... (προφ.): εκφράζει την αμφισβήτηση του ομιλητή για αυτό που ακολουθεί: ~ ~ η ζωή είναι εύκολη! [< αρχ. μετά]
  • μετά & μετ' & μεθ' πρόθ. {μετ' (μπροστά από α-, ε-), μεθ' (μπροστά από λέξη που παλιότερα δασυνόταν)} δηλώνει 1. (+ αιτ.) ακολουθία, χρονική ή τοπική, ή μτφ. ιεραρχία: οι Έλληνες ζωγράφοι ~ την Άλωση. Κυβέρνησε αμέσως ~ τον ... (: ακολουθεί όνομα πολιτικού, ενν. ~ τον θάνατό του ή την αποχώρησή του από το σχετικό αξίωμα).|| ~ το φανάρι, στρίψτε δεξιά. ΣΥΝ. κατόπιν (1) ΑΝΤ. πριν (1) 2. (μτφ.) (+ αιτ.) σχέση αιτίας-αποτελέσματος ή συνέπεια ή εναντίωση (στην τελευταία περίπτωση μπορεί να προτάσσεται εμφατικά ο σύνδεσμος "και", ενώ συχνά υπάρχει στην πρόταση το "ακόμη"): ~ (= έπειτα, ύστερα) τα όσα έκανε, περιμένεις και να τη συγχωρήσω;|| (Και) ~ τόση δίαιτα συνεχίζει να μη χάνει κιλά (πβ. παρά). 3. (λόγ.) (+ γεν.) τον τρόπο με τον οποίο συμβαίνει ή γίνεται κάτι, (μαζί) με: άδεια μετ' αποδοχών. Εργάζεται ~ ζήλου. Μίλησε ~ παρρησίας. Αυλαία ~ μουσικής (= με μουσική υπόκρουση) στο φεστιβάλ κινηματογράφου. ΑΝΤ. άνευ (1) 4. (λόγ.) (+ γεν.) συνοδεία: Στην εκδήλωση παρευρέθηκε ~ της συζύγου του.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Μεθ' ημών/υμών (= μαζί μας/σας) ο Θεός! ● ΦΡ.: μετά πολλών επαίνων/μετ' επαίνων (λόγ.): με (πολλούς) επαίνους: Αποφοίτησε ~ ~ από την Ιατρική Σχολή.|| (ειρων.) Η πρόταση/το σχέδιο απορρίφθηκε ~ ~. Πβ. μετά βαΐων και κλάδων., (μόλις και) μετά βίας βλ. βία, με βεβαιότητα βλ. βεβαιότητα, με τιμή/μετά τιμής βλ. τιμή, μετ' εμποδίων βλ. εμπόδιο, μετά (πολλών/μυρίων) κόπων και βασάνων βλ. κόπος, μετά βαΐων και κλάδων βλ. βάγια, μετά βδελυγμίας βλ. βδελυγμία, μετά θάνατο(ν) βλ. θάνατος, μετά λόγου γνώσεως βλ. λόγος, μετά μανίας βλ. μανία, μετά μεσημβρία(ν) βλ. μεσημβρία, μετά σπουδής/εν σπουδή βλ. σπουδή, μετά συγχωρήσεως βλ. συγχώρηση, μετά ταύτα βλ. ταύτα, μετά φανών και λαμπάδων βλ. φανός, μετά φόβου Θεού βλ. φόβος, μετά χαράς βλ. χαρά, μετά/ύστερα/έπειτα από ώριμη σκέψη βλ. σκέψη, ξύλο μετά μουσικής βλ. ξύλο, ο ένας μετά τον άλλο βλ. ένας, μία/μια, ένα [< αρχ. μετά]
  • μετά που με-τά που (χρον. σύνδ.) δηλώνει 1. (το σύγχρονο) την ώρα που, ενώ: Μιλήσαμε και ~ ~ έφευγε την είδα δακρυσμένη. 2. (σπάν.) (το προτερόχρονο) αφού, αφότου: Μου τηλεφώνησε λίγες μέρες ~ έστειλα το γράμμα.
  • μετα- & μετ-/μεθ- & μετά-/μέτ-/μέθ- α' συνθετικό λέξεων∙ δηλώνει 1. μετακίνηση σε άλλο σημείο: μετα-βαίνω/~κομίζω/~φέρω. Μετ-εγκατάσταση.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Μετα-δημότευση. Μετά-ταξη.|| (ΙΑΤΡ.) Μετά-σταση. 2. (μτφ.) μεταβολή κατάστασης: μετα-σχηματισμός/~τροπή. Μετά-πτωση. Μετ-αλλαγή/~εξέλιξη. 3. χρονική ακολουθία: μετα-μεσονύκτιος.|| Mετα-πτυχιακό(ς). Μετ-εκλογικός. Μετ-εκπαίδευση.|| Μετα-χρονολόγηση. Μετα-βιομηχανικός/~κλασικός/~πολεμικός. ΑΝΤ. προ-.|| (ΦΙΛΟΣ.) Μετα-φυσική.|| (μτφ.) Μετα-νιώνω. 4. επανάληψη ενέργειας: μετα-πουλώ (πβ. ξανα-). Μετ-επιβίβαση.|| Mετ-εξεταστέος. 5. το ανάμεσα, το μεταξύ: μετ-αίχμιο. Μεθ-όριος.|| (ΑΝΑΤ.) Μετα-κάρπιο (βλ. μεσο-). (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Μετα-κιόνιο. 6. συμμετοχή: μετ-έχω. 7. ΓΛΩΣΣ. συνήθ. λεξικό στοιχείο που παράγεται από μέρος του λόγου: μετα-ρηματικός. Μετ-ονοματικός.
  • μεταανάλυση με-τα-α-νά-λυ-ση ουσ. (θηλ.) & μετα-ανάλυση & μετανάλυση: συστηματική ανάλυση και μελέτη, κυρ. με χρήση στατιστικών μεθόδων, διαφόρων ερευνών που πραγματεύονται το ίδιο θέμα: ~ τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών. Μοντέλα ~ης. [< αγγλ. metatanalysis, 1914]
  • μεταβαίνω με-τα-βαί-νω ρ. (αμτβ.) {μετέβ-ηκα (λόγ. μετέβ-η, -ησαν), μεταβ-ώ, μεταβαίν-οντας} (+σε) (επίσ.) 1. πηγαίνω: Αποφάσισε να ~εί στο εξωτερικό για σπουδές. Ο υπουργός ~η αμέσως στον τόπο του δυστυχήματος. ΑΝΤ. επιστρέφω (1) 2. (μτφ.) μεταβιβάζομαι, μεταφέρομαι: (στο διαδίκτυο) Με κλικ στον τίτλο ο χρήστης ~ει στο πλήρες κείμενο του άρθρου.|| (ΓΡΑΜΜ.) Η ενέργεια (του ρήματος) ~ει σε δύο αντικείμενα (βλ. δίπτωτος). [< αρχ. μεταβαίνω]
  • μεταβάλλω με-τα-βάλ-λω ρ. (μτβ.) {παρατ. μετέβαλλα, αόρ. μετέβαλα, μεταβάλει, μεταβλή-θηκε (λόγ. μετεβλή-θη, -θησαν, μτχ. μεταβλη-θείς, -θείσα, -θέν), -θεί, μεταβάλλ-οντας, -όμενος, (λόγ.) μεταβεβλημένος}: αλλάζω: Η εταιρεία έχει το δικαίωμα να μεταβάλει (= τροποποιήσει) τους όρους του διαγωνισμού. Το κλίμα ~εται συνεχώς. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή ~θηκε τον περασμένο μήνα κατά ...%. Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι εκκλησίες της περιοχής ~θηκαν (= μετατράπηκαν) σε νοσοκομεία. Ικανότητα προσαρμογής σε ~όμενες συνθήκες. Πβ. μετα-πλάθω, -σκευάζω, -σχηματίζω. [< αρχ. μεταβάλλω]
  • μεταβαπτίζω με-τα-βα-πτί-ζω ρ. (μτβ.) {μεταβάπτι-σα, μεταβαπτί-σω, -στηκε, -στεί, -σμένος} (λόγ.-μτφ.-σπάν.): δίνω άλλο, νέο όνομα ή χαρακτηρισμό σε κάποιον ή κάτι: Ανάλογα με τα συμφέροντά τους ~ουν σε εχθρούς τούς άλλοτε συνεργάτες τους. ΣΥΝ. μετονομάζω [< μεσν. μεταβαπτίζω 'βαφτίζω ξανά σε άλλο δόγμα', γαλλ. rebaptiser]
  • μεταβάπτιση με-τα-βά-πτι-ση ουσ. (θηλ.) (σπάν.-λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταβαπτίζω. Πβ. μεταχαρακτηρισμός, μετονομασία. [< γαλλ. rebaptisation]
  • μετάβαση με-τά-βα-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. (για πρόσ.) μετακίνηση, μεταφορά: αεροπορική/ακτοπλοϊκή/δωρεάν/οδική ~. Έξοδα/τόπος/τρόπος ~ης. Βλ. πηγαιμός.|| (για χρήστες του διαδικτύου) ~ στην αρχική σελίδα ενός μπλογκ. Βλ. επιστροφή. 2. (μτφ.) πέρασμα σε μια νέα κατάσταση ή χρονική περίοδο: ομαλή/ψηφιακή ~. Διαδικασία/πορεία ~ης (= μεταβατική). Η ~ από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας/από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. || Δίκαιη ενεργειακή μετάβαση. [< αρχ. μετάβασις, αγγλ. transition]
  • μεταβατικός , ή, ό με-τα-βα-τι-κός επίθ.: που δεν είναι μόνιμος, οριστικός, που οδηγεί από μια κατάσταση σε άλλη: ~ός: πρόεδρος. ~ή: διάταξη/έδρα (π.χ. εφετείου)/λύση/ρύθμιση. ~ό: στάδιο/σύστημα/φαινόμενο (πβ. παροδικό). ~ά: μέτρα (= προσωρινά). Η αγορά βρίσκεται σε ~ή εποχή/περίοδο/φάση. Πβ. εφήμερος, πρόσκαιρος.|| (ΜΑΘ.) ~ή: ιδιότητα (π.χ., αν α=β και β=γ, τότε α=γ)/σχέση (βλ. σχέση ισοδυναμίας).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ός: λογαριασμός (: με τον οποίο μετατίθενται υποχρεώσεις ή απαιτήσεις μιας εταιρείας σε επόμενες χρήσεις). ~ή: τράπεζα. ● επίρρ.: μεταβατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μεταβατική κυβέρνηση: ΠΟΛΙΤ. προσωρινή κυβέρνηση που συγκροτείται με σκοπό τη διενέργεια εκλογών., μεταβατικό αντικείμενο: ΨΥΧΑΝ. αντικείμενο, συνήθ. παιχνίδι, στο οποίο προσκολλάται ένα παιδί, για να αντέξει το άγχος που του δημιουργείται, όταν απουσιάζει η μητέρα του. [< αγγλ. transitional object] , μεταβατικό ρήμα: ΓΡΑΜΜ. του οποίου η ενέργεια μεταβαίνει σε αντικείμενο: π.χ. βλέπω, γράφω. Πβ. δί-, μονό-πτωτος. ΑΝΤ. αμετάβατο ρήμα [< μτγν. μεταβατικός, γαλλ. transitoire]
  • μεταβατικότητα με-τα-βα-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του μεταβατικού: η ~ μιας εποχής/περιόδου/(ΓΡΑΜΜ.) των ρημάτων. Βλ. -ότητα.
  • μεταβιβάζω με-τα-βι-βά-ζω ρ. (μτβ.) {μεταβίβα-σα, μεταβιβά-σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, μεταβιβάζ-οντας, -όμενος, μεταβιβα-σμένος} 1. (λόγ.) μεταφέρω, μεταδίδω κάτι από ένα μέρος, σημείο σε άλλο: Οι ζωντανοί οργανισμοί ~ουν τα βιολογικά τους γνωρίσματα στους απογόνους τους. Μην ξεχάσεις να ~σεις (= διαβιβάσεις) τις ευχές/τους χαιρετισμούς μου στους δικούς σου. ~σε (= πάσαρε) την μπάλα στον συμπαίκτη του με θεαματική κεφαλιά. 2. ΝΟΜ. παραχωρώ σε κάποιον συνήθ. δικαίωμα ή περιουσιακό στοιχείο σύμφωνα με τις απαιτούμενες διαδικασίες: Το σωματείο, πριν διαλυθεί, ~σε την περιουσία του στον δήμο. Το 50% των μετοχών της εταιρείας ~στηκε. ~όμενη: άδεια (λειτουργίας καταστήματος). ~όμενο: ακίνητο. ~όμενες: αρμοδιότητες. ΣΥΝ. εκχωρώ (1) [< 1: αρχ. μεταβιβάζω 2: γαλλ. transférer]
  • μεταβίβαση με-τα-βί-βα-ση ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) μεταφορά, μετάδοση: ~ γνώσεων/μηνυμάτων/(ΑΘΛ.) της μπάλας (= πάσα)/πληροφοριών/της σκέψης (= τηλεπάθεια)/στοιχείων. Ηλεκτρονική ~ δεδομένων. Βλ. νευρο~. ΣΥΝ. διαβίβαση 2. ΝΟΜ. επίσημη παραχώρηση, συνήθ. δικαιώματος ή περιουσιακού στοιχείου σε κάποιον: ~ ακινήτου/δικαιώματος (υπογραφής)/εξουσίας/ευθύνης/ιδιοκτησίας/κυριότητας/μετοχών. Κληρονομική ~ άδειας αυτοκινήτου. Έξοδα/παράβολο/τέλη/φόρος ~ης. Πβ. κληροδοσία, παράδοση. ΣΥΝ. εκχώρηση (1) [< μεσν. μεταβίβασις, γαλλ. transmission, transfert]
  • μεταβιβάσιμος , η, ο με-τα-βι-βά-σι-μος επίθ.: ΝΟΜ. που μπορεί να μεταβιβαστεί σε κάποιον: μη ~η άδεια (π.χ. χρήσης). ~ο δικαίωμα. Η εγγύηση είναι ~η ακόμα και όταν το σπίτι πωληθεί.|| (ως ουδ. ουσ. στον εν.) Το ~ο των μετοχών. ΑΝΤ. αμεταβίβαστος [< γαλλ. transférable]
  • μεταβιβαστής με-τα-βι-βα-στής ουσ. (αρσ.): αυτός που μεταβιβάζει κάτι: (για πρόσ.) ~ γνώσεων/ιδεών. (ΝΟΜ.) ~ κληρονομιάς.|| (ΤΗΛΕΠ.) ~ μηνύματος/σήματος. Πβ. μεταδότης.|| (ΒΙΟΧ.) Χημικοί ~ές. Πβ. νευροδιαβιβαστής. [< αγγλ. transmitter]
  • μεταβιβαστικός , ή, ό με-τα-βι-βα-στι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που διενεργεί ή διευκολύνει τη μεταβίβαση: ~ή: πράξη. ~ό: συμβόλαιο. ~ά: δικαιώματα/τέλη. ● ΣΥΜΠΛ.: μεταβιβαστικές πληρωμές: ΟΙΚΟΝ. δημόσιες δαπάνες, όπως επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις, επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης. [< μεσν. μεταβιβαστικός]
  • μεταβιομηχανικός , ή, ό με-τα-βι-ο-μη-χα-νι-κός επίθ.: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. -ΟΙΚΟΝ. που χαρακτηρίζεται από ευρεία ανάπτυξη της βιομηχανίας υπηρεσιών και πληροφοριών (και λιγότερο της βιομηχανίας παραγωγής αγαθών): ~ή: εποχή. ~ές: κοινωνίες. ΑΝΤ. προβιομηχανικός [< γαλλ. postindustriel, αγγλ. postindustrial, 1917]
  • μεταβλητή με-τα-βλη-τή ουσ. (θηλ.) {μεταβλητών} 1. ΜΑΘ. -ΣΤΑΤΙΣΤ. σύμβολο ή όρος που μπορεί να πάρει διάφορες τιμές από ένα προκαθορισμένο βασικό σύνολο: δεσμευμένη/διακριτή/ελεύθερη/σταθερή/συνεχής/τυχαία ~. Οι ~ές μια εξίσωσης. Βλ. σταθερά. 2. ΠΛΗΡΟΦ. κάθε σύμβολο, χαρακτήρας ή ακολουθία χαρακτήρων που αναφέρεται σε τιμή αποθηκευμένη στον υπολογιστή: δήλωση/εμβέλεια/όνομα/τύπος μιας ~ής. Βλ. μνήμη. ● ΣΥΜΠΛ.: ανεξάρτητη μεταβλητή βλ. ανεξάρτητος, εξαρτημένη μεταβλητή βλ. εξαρτημένος [< γαλλ.-αγγλ. variable]
  • μεταβλητός , ή, ό με-τα-βλη-τός επίθ. (λόγ.): που είναι δυνατό να μεταβληθεί, να αλλάξει: ~ός: συντελεστής. ~ή: θερμοκρασία/ταχύτητα. ~ό: επιτόκιο/κόστος/μέγεθος/ύψος (καθίσματος). ~οί: παράγοντες. ~ές: συνθήκες (= μεταβαλλόμενες). Οι άνεμοι θα είναι ~οί, 2 με 4 μποφόρ/θα πνέουν αρχικά από ~ές διευθύνσεις.|| (ως ουδ. ουσ. στον εν.) Το ~ό του χρόνου. Βλ. πολυ~. ΣΥΝ. ευμετάβλητος ΑΝΤ. αμετάβλητος, σταθερός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: μεταβλητός αστέρας βλ. αστέρας [< μτγν. μεταβλητός, γαλλ.-αγγλ. variable]

ανεξάρτητος

ανεξάρτητος, η, ο [ἀνεξάρτητος] α-νε-ξάρ-τη-τος επίθ. 1. που είναι ελεύθερος από εξωτερική, ξένη επιρροή, καθοδήγηση, έλεγχο, που δεν έχει εξάρτηση από κάποιον ή κάτι άλλο, στηρίζεται στον εαυτό του: ~ος: παράγοντας. ~η: άποψη/διαβίωση (: για άτομα με ειδικές ανάγκες)/ζωή/πρωτοβουλία/σκέψη (πβ. ελεύθερη). Είναι δυναμική και ~η. Θα πρέπει να δουλέψεις, για να γίνεις οικονομικά ~. Πβ. αυτάρκης, αυτεξούσιος, αυτόνομος. Βλ. ημι~.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ο: ερέθισμα. ΑΝΤ. εξαρτημένος (1) 2. (ειδικότ.) που δεν ανήκει σε συγκεκριμένο κόμμα, οργάνωση ή δεν υπάγεται σε ανώτερη Αρχή: ~ος: βουλευτής/δημοτικός σύμβουλος/συνδυασμός. Κατεβαίνει στις δημοτικές εκλογές ως ~ υποψήφιος. Πβ. αδέσμευτος, ανένταχτος.|| ~ος: αξιολογητής/ασφαλιστικός πράκτορας/δημοσιογράφος/εμπειρογνώμονας/επιθεωρητής/παραγωγός/σύμβουλος-συνεργάτης επιχειρήσεων.|| ~ος: οργανισμός (= μη κυβερνητικός)/φορέας. ~ο: νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. 3. (+ από/γεν.) που δεν επηρεάζεται, δεν προσδιορίζεται από άλλον παράγοντα, όρο, προϋπόθεση: Χρέωση σταθερή και ~η από τον χρόνο σύνδεσης. Η δικαστική εξουσία είναι ~η από τη νομοθετική και την εκτελεστική. Λόγοι ~οι από τη θέλησή μου με εμποδίζουν να ... Πβ. άσχετος. ΑΝΤ. αλληλένδετος, συναφής, σχετικός (1) 4. που έχει ξεχωριστή, αυτόνομη λειτουργία: (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ος: διακόπτης/εκτυπωτής/καταψύκτης.|| ~η: είσοδος. ~ο: διαμέρισμα. ~ες: κατοικίες/μεζονέτες. 5. ΜΑΘ. που δεν εξαρτάται από άλλες μεταβλητές ή σχετίζεται με ή ανήκει σε σύστημα εξισώσεων, από τις οποίες καμία δεν μπορεί να προκύψει από άλλη του συστήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: ανεξάρτητη Αρχή: ξεχωριστή, αυτόνομη λειτουργία φορέα, οργάνου, υπηρεσίας: σύσταση ~ης ~ής για την επιλογή προσωπικού (βλ. ΑΣΕΠ). Ο Συνήγορος του Πολίτη είναι ανεξάρτητη διοικητική Αρχή. Βλ. ΕΣΡ. [< γαλλ. autorité indépendante] , ανεξάρτητη μεταβλητή: ΜΑΘ. της οποίας η τιμή δεν καθορίζεται από τις τιμές των άλλων μεταβλητών σε μία συνάρτηση. ΑΝΤ. εξαρτημένη μεταβλητή, ανεξάρτητο/κυρίαρχο κράτος: ΠΟΛΙΤ. που είναι νομικά ισότιμο με τα υπόλοιπα κράτη και δεν υπάγεται σε κανέναν άλλο φορέα εκτός από τον εαυτό του. Βλ. προτεκτοράτο., κύρια/ανεξάρτητη πρόταση βλ. κύριος [< γαλλ. indépendant]

αστέρας

αστέρας [ἀστέρας] α-στέ-ρας ουσ. (αρσ.) (επίσ.) & (αρχαιοπρ.) αστήρ 1. ΑΣΤΡΟΝ. αστέρι: γέννηση/θάνατος/θέση/κίνηση/μάζα/τροχιά/φάσμα ενός ~α. ~ γίγαντας (βλ. κόκκινος/ερυθρός γίγαντας)/νάνος (βλ. λευκός νάνος). Σμήνη ~ων. Α(ει)φανείς ~ες. Οι ~ες ενός γαλαξία. Πβ. άστρο. Βλ. αστερισμός, ημι~. 2. (μτφ.) γνωστή προσωπικότητα, συνήθ. καλλιτέχνης, με λάμψη και γοητεία: διάσημος/διεθνής/νέος/τηλεοπτικός (= τηλε~) ~. ~ες της δημοσιογραφίας/του θεάματος/του κινηματογράφου/της μουσικής/του ποδοσφαίρου/του Χόλιγουντ. Η διοργάνωση θα φιλοξενήσει ~ες του παγκόσμιου κλασικού αθλητισμού. Πβ. βεντέτα, διασημότητα, (σούπερ) σταρ, φίρμα.αστέρων: διακριτικό διαβάθμισης της ποιότητας: εστιατόριο/ξενοδοχείο πέντε (: πρώτης κατηγορίας)/έξι (: πολυτελείας) ~. Κονιάκ/μπράντι τριών, πέντε ή επτά ~.|| (μτφ.-επιτατ.) Γιορτή/συμφωνία πολλών ~. ● ΣΥΜΠΛ.: απλανής (αστέρας) & απλανές αστέρι: που λόγω της απόστασής του από τη Γη, δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται σε σταθερή θέση σε σχέση με άλλους αστέρες. [< γαλλ. étoile fixe] , άστρο/αστέρας νετρονίων & αστέρι νετρονίων: ουράνιο σώμα που αποτελείται από συμπυκνωμένη ύλη, προκύπτει από την κατάρρευση άστρου στην τελευταία φάση της ζωής του και έχει ισχυρό βαρυτικό πεδίο. Βλ. σουπερνόβα. [< αγγλ. neutron star, 1934] , διπλός αστέρας: σύστημα δύο αστέρων που φαίνονται (οπτικό ζεύγος) ή είναι (φυσικό ζεύγος ή δυαδικός αστέρας) πολύ κοντινοί στο ουράνιο στερέωμα., μεταβλητός αστέρας: του οποίου η φωτεινότητα υπόκειται σε μεταβολές με την πάροδο του χρόνου. Πβ. πάλσαρ., πολικός αστέρας: ο λαμπρότερος αστέρας της Μικρής Άρκτου, που φαίνεται πολύ κοντά στον Β. Πόλο: Ο ~ ~ χρησιμεύει ως δείκτης προσανατολισμού. [< αγγλ. North Star] , ανερχόμενο αστέρι βλ. αστέρι, διάττων αστέρας βλ. διάττων, καινοφανής (αστέρας) βλ. καινοφανής, νεφελοειδής (αστέρας) βλ. νεφελοειδής, υπερκαινοφανής (αστέρας) βλ. υπερκαινοφανής [< μεσν. αστέρας, αγγλ. star, γαλλ. étoile]

βάγια

βάγια βά-για ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.-λαϊκό): παραμάνα, τροφός. [< μεσν. βάγια < μτγν. βαΐα < μτγν. λατ. baiula]

βδελυγμία

βδελυγμία βδε-λυγ-μί-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): αίσθημα αηδίας, απέχθειας και αποτροπιασμού. Κυρ. στη ● ΦΡ.: μετά βδελυγμίας (λόγ.) & με βδελυγμία: με αποστροφή: Απεχθάνομαι/αποκηρύσσω/απορρίπτω/αποστρέφομαι/καταδικάζω (κάτι) ~ ~. Αρνούμαι ~ ~ την κατηγορία. [< αρχ. βδελυγμία]

βεβαιότητα

βεβαιότητα βε-βαι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): απουσία κάθε αμφιβολίας, σιγουριά: απόλυτη/εύλογη ~. ~ για την ορθότητα μιας άποψης. Εξέφρασε/έχει τη ~ (= πεποίθηση, πίστη) ότι ... Το σχέδιο παρέχει ~ (= εγγύηση, ασφάλεια) για το μέλλον.|| Βαθμός/συντελεστής ~ας (= αξιοπιστίας) μετρήσεων. Τα γεγονότα οδηγούν με μαθηματική ~ (= ακρίβεια) σε ... Το δείγμα της έρευνας εξασφαλίζει σημαντική στατιστική ~ για τα αποτελέσματα. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. αβεβαιότητα ● βεβαιότητες (οι): αντιλήψεις, πεποιθήσεις που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση: γνωστικές/δογματικές/εδραιωμένες/κοινωνικές/πολιτικές ~. ~ της επιστήμης. Με το έργο του καταρρίπτει τις απολυτότητες και ~ του παρελθόντος. ● ΦΡ.: με βεβαιότητα & (λόγ.) μετά βεβαιότητος: χωρίς καμιά επιφύλαξη, με σιγουριά: (Δεν) μπορώ να πω ~ ~ ότι ... Αποδείχτηκε με κάθε ~ το μέγεθος της απάτης. Θα έλεγα με μεγάλη ~ πως ... [< αρχ. βεβαιότης, γαλλ. certitude]

βια

βια ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.): βιασύνη. ΣΥΝ. βιάση [< αρχ. βία με συνίζηση]

εμπόδιο

εμπόδιο [ἐμπόδιο] ε-μπό-δι-ο ουσ. (ουδ.) {εμποδί-ου | -ων} 1. οτιδήποτε φράζει, καθιστά αδύνατη ή δύσκολη μια (μετα)κίνηση: σταθερό/τεχνητό/φυσικό (βράχος, ποτάμι, τάφρος)/χαμηλό/ψηλό ~. Πρόσκρουση σε ~. ~α στο οδόστρωμα (: σαμαράκια). Βλ. φράγμα.|| (ΑΘΛ., στον δρόμο μετ' ~ων) ~α ανδρών/γυναικών. Τετρακόσια μέτρα με ~α. (στην ιππασία:) Αγώνες υπερπήδησης ~ων. Βλ. μπάρα. 2. (μτφ.) όποιος ή ό,τι δυσκολεύει ή δεν επιτρέπει να γίνει κάτι: ανυπέρβλητο ~. Γραφειοκρατικά/διοικητικά/εξωτερικά/θεσμικά/κοινωνικά/μαθησιακά/νομικά/οικονομικά/τεχνικά ~α. Αποφυγή/άρση/εξάλειψη/παραμερισμός των ~ων. Άψογη λειτουργία χωρίς ~α (= ανεμπόδιστη). Αποτελώ/είμαι/μπαίνω ~ στην εξέλιξη κάποιου. Ορθώνονται ~α. Αντιμετωπίζω/συναντώ ~α. Ξεπερνώ/παρακάμπτω τα ~α. Βάζω/παρεμβάλλω/προβάλλω/φέρνω ~α σε κάποιον ή κάτι. Πβ. ανάχωμα, τροχοπέδη, φραγμός, φρένο. ΣΥΝ. κώλυμα, πρόσκομμα ● ΦΡ.: κάθε εμπόδιο για καλό: για τα θετικά αποτελέσματα που μπορούν να προκύψουν από κάποια αντιξοότητα., μετ' εμποδίων (μτφ.-λόγ.): με διακοπές ή προβλήματα: ~ ~ η κίνηση στους δρόμους. Έξοδος ~ ~ από το λιμάνι. ΑΝΤ. απρόσκοπτα, στέκομαι εμπόδιο σε κάποιον/κάτι: εμποδίζω κάποιον ή κάτι να πετύχει κάτι, να εξελιχθεί: δεν στάθηκε ~ στη ζωή του/στο να κάνει … , δρόμος μετ' εμποδίων βλ. δρόμος [< αρχ. ἐμπόδιος ‘αυτός που παρεμποδίζει’, ουδ. ἐμπόδιον, γαλλ. obstacle]

εξαρτημένος

εξαρτημένος, η, ο [ἐξαρτημένος] ε-ξαρ-τη-μέ-νος επίθ. 1. που εξαρτάται από κάποιον ή κάτι, δεν έχει αυτονομία: ~η: χώρα (πβ. υποτελής). ~ο: κράτος. Οικονομικά ~ από την οικογένεια.|| Μη ~η εργασία (= ελεύθερο επάγγελμα). ΑΝΤ. ανεξάρτητος (1) 2. (για πρόσ.) που έχει εθιστεί σε τοξική κυρ. ουσία, από την οποία δεν μπορεί να αποκοπεί: ~ος: χρήστης (ενν. ναρκωτικών, πβ. τοξικο~). ~ από το αλκοόλ/τον καφέ. Κέντρο Θεραπείας ~ων Ατόμων (ΚΕ.Θ.Ε.Α.).|| (κατ' επέκτ.) ~ από το κινητό/τον τζόγο/την τηλεόραση.|| (ως ουσ.) Τμήμα Αποκατάστασης ~ων (από ηρωίνη). ΣΥΝ. εθισμένος. ΑΝΤ. απεξαρτη-, αποτοξινω-μένος. ● ΣΥΜΠΛ.: εξαρτημένη μεταβλητή: ΜΑΘ. της οποίας η τιμή καθορίζεται από την τιμή άλλης ή άλλων ανεξάρτητων μεταβλητών σε μία συνάρτηση. ΑΝΤ. ανεξάρτητη μεταβλητή, εξαρτημένο αντανακλαστικό {συνήθ. στον πληθ.}: ΨΥΧΟΛ. επίκτητη αυτόματη συμπεριφορά που έχει αποκτηθεί με τη σύνδεση ενός ουδέτερου ερεθίσματος και ενός συγγενούς αντανακλαστικού., δευτερεύουσα/εξαρτημένη πρόταση βλ. δευτερεύων ● βλ. εξαρτώ [< αρχ. ἐξηρτημένος, γαλλ. dépendant]

επιστροφή

επιστροφή [ἐπιστροφή] ε-πι-στρο-φή ουσ. (θηλ.) 1. πηγαιμός στο αρχικό σημείο αναχώρησης· μετάβαση σε προγενέστερη κατάσταση, θέση, δραστηριότητα: ~ από διακοπές/ταξίδι. Η ~ του ξενιτεμένου. ~ των προσφύγων στις εστίες/στα σπίτια τους. Ασφαλής/ομαλή/υποχρεωτική ~ αεροσκάφους. ~ μέσω της εθνικής (οδού). Η ώρα της ~ής. Άρχισε/συνεχίζεται/χωρίς προβλήματα η ~ των εκδρομέων του Πάσχα. Καθυστερήσαμε στην ~ (= στον γυρισμό). Πβ. επάνοδος, ερχομός.|| (ΑΘΛ., συνήθ. στο ποδόσφαιρο και το μπάσκετ:) Αργές/γρήγορες ~ές (: των παικτών στην άμυνα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~ στην αρχική/προηγούμενη ιστοσελίδα. Πλήκτρο ~ής (: στο πληκτρολόγιο).|| (μτφ.) ~ (των μαθητών) στα θρανία. Η ~ των Ολυμπιακών Αγώνων στη γενέτειρά τους (ενν. στην Ελλάδα). ~ στο παρελθόν/στις ρίζες/στη φύση. ~ στην πολιτική/στο τραγούδι. ~ από την κόλαση. Η ~ του ασώτου υιού. 2. εκ νέου παράδοση, αποστολή αντικειμένου στον ιδιοκτήτη, τον αποστολέα ή προϊόντος στον παραγωγό, κυρ. επειδή δεν χρησιμοποιείται πλέον ή κρίθηκε ακατάλληλο: καθυστερημένη/ολική ~. ~ των βιβλίων στη δανειστική βιβλιοθήκη. ~ εξόδων (συμμετοχής)/κλοπιμαίων/περιουσιών (βλ. αποζημίωση)/ποσού/προκαταβολής/τελών/φόρου (= απόδοση). Το κόστος ~ής του εμπορεύματος. Πολιτική ~ών της εταιρείας (π.χ. για ελαττωματικά προϊόντα). Ο πελάτης δεν δικαιούται ~ χρημάτων.|| (συνεκδ. στον πληθ.) ~ές γίνονται δεκτές μέσα σε τρεις μέρες από την αποστολή .|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Τιμή ~ής (= επιστρεφόμενη). ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνια επιστροφή βλ. αιώνιος ● ΦΡ.: (ο) δρόμος (της) επιστροφής βλ. δρόμος, δρόμος χωρίς επιστροφή/γυρισμό βλ. δρόμος, εισιτήριο μετ' επιστροφής/με επιστροφή βλ. εισιτήριο, ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό βλ. ταξίδι [<  1: αρχ. ἐπιστροφή, αγγλ. return]

θάνατος

θάνατος θά-να-τος ουσ. (αρσ.) {θανάτ-ου | -ων, -ους} 1. οριστική, μη αναστρέψιμη παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών ζωντανού οργανισμού, τερματισμός της ζωής: άδικος/αδόκητος/αιφνίδιος/ακαριαίος/ανεξήγητος/ανώδυνος/αξιοπρεπής (βλ. ευθανασία)/ηρωικός/μαρτυρικός/μυστηριώδης/ξαφνικός/πρόωρος/σωματικός/τυχαίος ~. ~ από ασφυξία (= ασφυκτικός). Ληξιαρχική πράξη ~ου. Αναγγελία/δήλωση/είδηση/επέτειος (του) ~ου της ... Η αγωνία/ο φόβος του ~ου. Παγίδα ~ου (: κυρ. για δρόμο). Βουτιά ~ου από τον πέμπτο όροφο (βλ. αυτοκτονία). Θρήνος για τον ~ο του ... (πβ. απώλεια, τέλος, χαμός). Καταδίκη σε ~ο/(λόγ.) εις ~ον. Μείωση του αριθμού των παιδικών ~ων. ~ που αποδίδεται σε/οφείλεται σε/προκλήθηκε από φυσικά αίτια. Βρήκε/είχε τραγικό ~ο. Παλεύει με τον ~ο (= χαροπαλεύει, βλ. ετοιμο~.). Αυξήθηκαν οι ~οι από ναρκωτικά. Αδιευκρίνιστες παραμένουν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε ο ~ του ... (πβ. το μοιραίο). (εμφατ.) Κάπνισμα ίσον ~! (έκφρ.) Ελευθερία ή ~!|| (ειδικότ.) Αποτρόπαιος/βασανιστικός/βίαιος ~. Οι λίστες ~ου των εκβιαστών. Έστησαν ενέδρα/καρτέρι ~ου. Καταγγέλλει τον ~ο αμάχων. Πενθούν για τον ~ο αθώων. Καμικάζι έσπειρε τον ~ο. Πβ. ανθρωποκτονία, δολοφονία, φόνος.|| Μαζικοί ~οι ψαριών από χημικά. Πβ. εξόντωση. ΑΝΤ. γέννηση (1) 2. (μτφ.) καταστροφή, τέλος: ιδεολογικός/πνευματικός/πολιτικός/ψυχικός ~ (πβ. αφανισμός, όλεθρος). Ο ~ μιας αυτοκρατορίας (πβ. παρακμή, πτώση). Ο ~ μιας θεωρίας/μιας ιδεολογίας/ενός πολιτικού συστήματος (πβ. κατάρρευση). Οικονομική ύφεση: Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος ~ου. 3. θανατική ποινή: (ως σύνθημα) ~ στους δολοφόνους! 4. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) Χάρος: Ο ~ πλανιόταν πάνω από τα ερείπια. ● ΣΥΜΠΛ.: αργός θάνατος 1. (μτφ.) εξάρτηση από ουσίες που οδηγούν τον ανθρώπινο οργανισμό στη φθορά: Η ηρωίνη/το κάπνισμα/το ποτό είναι ~ ~. 2. που δεν επέρχεται γρήγορα: ~ ~ από ραδιενεργά υλικά. [< γαλλ. mort lente] , βιολογικός θάνατος: ΙΑΤΡ. διακοπή του μεταβολισμού των κυττάρων, κυρ. των νευρικών. [< γαλλ. mort biologique] , γλωσσικός θάνατος: ΓΛΩΣΣ. διαδικασία περιορισμού χρήσης μιας γλώσσας, συνήθ. μειονοτικής, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εξαφάνισή της. [< αγγλ. language death, 1972] , εγκεφαλικός θάνατος: ΙΑΤΡ. μη αναστρέψιμη βλάβη του εγκεφάλου, με απώλεια όλων των λειτουργιών που σχετίζονται με την αναπνοή και την κυκλοφορία του αίματος. [< αγγλ. brain death, 1964] , κλινικός θάνατος: ΙΑΤΡ. στάδιο πριν από τον οριστικό ή βιολογικό θάνατο, κατά το οποίο παρατηρείται παύση της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας και απώλεια των αισθήσεων: Ο ~ ~ είναι αναστρέψιμος. Βλ. κώμα, φυτό. [< γαλλ. mort clinique] , λευκός θάνατος: η ηρωίνη και γενικότ. τα ναρκωτικά: διακίνηση/κύκλωμα ~ού ~ου. Έμποροι/θύμα του ~ού ~ου. Ξέφυγε από τα δίχτυα του ~ού ~ου., μαύρος θάνατος: ονομασία ενδημικής και επιδημικής νόσου του 14ου αι., της οποίας τα συμπτώματα συνδέθηκαν με εκείνα της βουβωνικής πανώλης. Πβ. πανούκλα. [< αγγλ. black death] , συμβόλαιο θανάτου: συμφωνία με επαγγελματία συνήθ. εκτελεστή για τη δολοφονία ατόμου: πληρωμένα ~α ~. Ανέλαβε/έκανε/εκτέλεσε ~ ~ κατά επιχειρηματία/για ξεκαθάρισμα λογαριασμών.|| (μτφ.) Με την καταστροφή του περιβάλλοντος υπογράφουμε ~ ~ για τα παιδιά μας (= τη θανατική τους καταδίκη). [< αγγλ. contract killing, 1977] , φυσικός/φυσιολογικός θάνατος: που δεν είναι πρόωρος, δεν οφείλεται σε ατύχημα ή έγκλημα. [< γαλλ. mort naturelle] , άγγελος θανάτου βλ. άγγελος, κίνδυνος-θάνατος βλ. κίνδυνος, κούρσα θανάτου βλ. κούρσα, μπλε οθόνη (θανάτου) βλ. οθόνη, ο γύρος του θανάτου βλ. γύρος, στρατόπεδα θανάτου/εξόντωσης βλ. στρατόπεδο ● ΦΡ.: δεν είναι και για θάνατο/προς θάνατο(ν): (προφ.) για κάτι που δεν είναι τόσο τραγικό: Εντάξει, ένα λαθάκι έκανα ~ ~., μετά θάνατο(ν): αφού πεθάνει κάποιος: ~ ~ αναγνώριση/δικαίωση. Πιστεύεις στη ~ ~ ζωή; ΣΥΝ. μεταθανάτιος ΑΝΤ. εν ζωή, μέχρι/έως θανάτου: μέχρι να πεθάνει κάποιος: Βασανίστηκε/ξυλοκοπήθηκε ~ ~.|| (μτφ.) Αγώνας/μάχη ~ ~ (πβ. μέχρις εσχάτων, μέχρι τελικής πτώσεως)., ο θάνατός σου, η ζωή μου!: σε περιπτώσεις μεγάλου ανταγωνισμού, επικράτησης του ενός σε βάρος του άλλου., αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου βλ. αγώνας, ακολούθησε (κάποιον) στον τάφο/στον θάνατο βλ. ακολουθώ, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, μεταξύ ζωής και θανάτου βλ. ζωή, παλεύει με τον θάνατο/τον Χάρο βλ. παλεύω, στη ζωή και στο(ν) θάνατο βλ. ζωή, φλερτάρω με τον θάνατο/τον κίνδυνο βλ. φλερτάρω [< αρχ. θάνατος]

κόπος

κόπος κό-πος ουσ. (αρσ.) 1. καταβολή έντονης σωματικής ή ψυχικής προσπάθειας και η συνακόλουθη κούραση: υποβλήθηκε στον ~. Κατέβαλε (τον) ~ να … Απαιτείται/χρειάζεται ~ (για) να ... Πήγε στράφι/τζάμπα/χαμένος ο ~ μου. Ύστερα από πολύ ~ο κατάφερε να ... Με μεγάλο ~. Με ~ο και αγώνα/θυσίες/ιδρώτα. Χωρίς ~ο δεν γίνεται τίποτε. Οι ~οι της χρονιάς αποδίδουν καρπούς/δικαιώνονται. Aνταμείβομαι για/απολαμβάνω τους ~ους μου. Δεν φείδεται ~ων και εξόδων, προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει. Πβ. κάματος, μόχθος. 2. (προφ.) σωματική ή πνευματική εργασία και η ανταμοιβή της: Δεν πληρώθηκα τον ~ο μου. Πάρε αυτό/κάτι για τον ~ο σου! Πβ. αμοιβή, μισθός. ● ΣΥΜΠΛ.: άδικος/μάταιος κόπος: χωρίς αποτέλεσμα: Είναι ~ ~ να ασχοληθείς σοβαρά με το θέμα. Πβ. ματαιοπονία. ● ΦΡ.: βάζω (κάποιον) σε κόπο & σε φασαρία (συνήθ. με άρνηση και ως έκφραση ευγένειας) (προφ.): προκαλώ σωματική ή και ψυχική κούραση, ταλαιπωρία: Χαίρομαι να σε φιλοξενώ, δεν με ~εις ~. -Να σας φτιάξω έναν καφέ; -Μη σας βάλω ~., κάνω τον κόπο/μπαίνω σε/στον κόπο (συνήθ. με άρνηση και ως έκφραση ευγένειας) (προφ.): προβαίνω σε ενέργεια, αφιερώνω χρόνο για να κάνω κάτι: Μην κάνεις τον ~ να ... Μην μπαίνετε σε ~. Αν δε σου κάνει κόπο, μου φέρνεις ένα ποτήρι νερό; Δεν μπήκες καν στον ~ να με ενημερώσεις., μετά (πολλών/μυρίων) κόπων και βασάνων (λόγ.) & (προφ.) με κόπους και βάσανα/με χίλια βάσανα: με μεγάλη προσπάθεια, με πολλές δυσκολίες και ταλαιπωρίες: Φτάσαμε ~ ~. ~ ~ κατάφερε τελικά να μπει στο Πανεπιστήμιο. Πβ. με (τα) χίλια (δυο) ζόρια., τα αγαθά κόποις κτώνται (λόγ.): απαιτείται προσπάθεια και κούραση, προκειμένου να επιτευχθεί κάτι καλό., αξίζει τον κόπο βλ. αξίζω [< αρχ. κόπος]

λόγος

λόγος λό-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. η ανθρώπινη ικανότητα για έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων, γνώσεων, πληροφοριών μέσω της γλώσσας· η πραγμάτωση και οι διάφορες μορφές της: έναρθρος ~. Διαταραχές (βλ. αλαλία, α-, δυσ-φασία, αφωνία, τραυλ-, ψευδ-ισμός)/θεραπεία (πβ. λογοθεραπεία)/κατανόηση/όργανα (πβ. φωνή)/παραγωγή ~ου.|| Αρθρώνω/εκφέρω ~ο (= μιλώ). Συνηθισμένα λάθη στον καθημερινό ~ο. Έχει την ευχέρεια/το χάρισμα του ~ου. Είναι άριστος χειριστής του ~ου.|| Είδη ~ου. Δείκτες ~ου (= κειμενικοί δείκτες). Γραπτός (πβ. γραφή, γράψιμο)/δημοσιογραφικός/έμμετρος ή ποιητικός (= ποίηση)/επιστημονικός/ηλεκτρονικός/πολιτικός/προφορικός (= ομιλία) ~. Αρχαίος/αττικός (βλ. διάλεκτος)/δημοτικός (= δημοτική)/νεοελληνικός (= νεοελληνική) ~ (= γλώσσα). Έντεχνος ~/η τέχνη του ~ου (= λογοτεχνία). 2. αιτία ή σκοπός, πρόθεση: Για τον άλφα ή βήτα ~ο (= για τον ένα ή τον άλλο ~ο) ... Για ~ους αρχής/ασφαλείας/εκδίκησης/σκοπιμότητας/συμφέροντος/τιμής/υγείας ... Για ειδικούς/επαγγελματικούς/ευνόητους/οικογενειακούς/οικονομικούς/πολιτικούς/πολλούς/σοβαρούς/συναισθηματικούς ~ους. Ένας ~ παραπάνω να ... Διερεύνηση των ~ων/συνηθέστεροι ~οι αποτυχίας στο σχολείο. Ο κύριος ~ είναι ότι ... Υπάρχει ~ που ... Δεν συντρέχει/υπάρχει ~ (για) να .../ανησυχίας. Αυτός δεν είναι ~ να αγχώνεσαι. Εξ αυτού του ~ου. Αισθάνεται ότι δεν έχει ~ο ύπαρξης (πβ. νόημα, προορισμό, βλ. κενό). Για ποιο ~ο (πβ. αφορμή) έλειπες; Για κανένα ~ο (να) μη με ενοχλήσετε (: σε καμία περίπτωση). Ζητάει και τον ~ο (= και τα ρέστα) από πάνω. Δεν έχω ~ο να αμφιβάλλω. Ποιοι ~οι επιβάλλουν/ευνοούν/οδηγούν/ωθούν ...; Άγνωστοι παραμένουν οι ~οι (= τα αίτια, κίνητρα) του εγκλήματος. Δέκα ~οι για να κόψετε το κάπνισμα. Επικαλέστηκε προσωπικούς ~ους. Έχω ~ο/τον ~ο μου/τους ~ους μου που το αναφέρω. Δεν είχε ~ο να πει ψέματα. Εξήγησε τους ~ους για τους οποίους (= γιατί) ... Έχει βάσιμους ~ους να πιστεύει ότι ... Το θυμάμαι αυτό που λες, για άσχετο όμως ~ο. Πβ. αιτιο-, δικαιο-λογία. 3. αγόρευση, ομιλία: αποχαιρετιστήριος/αυτοσχέδιος/εναρκτήριος/επικήδειος/θρησκευτικός/καταγγελτικός/πολιτικός/(συνήθ. για κόμμα) προγραμματικός/προεκλογικός ~. Πανηγυρικός ~ για την 25η Μαρτίου. Βγάζω/εκφωνώ ~ο (στη Βουλή/στο δικαστήριο). Γράφω/ετοιμάζω ένα ~ο. Βλ. διάλεξη, διδαχή, κήρυγμα.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΡΗΤΟΡ.) Δικανικοί/επιδεικτικοί/συμβουλευτικοί ~οι. Οι ~οι του Δημοσθένη (βλ. φιλιππικός)/Κικέρωνα. Αγώνας ~ων. 4. ό,τι λέει κάποιος: η αλήθεια των ~ων του. Αναντιστοιχία/συνέπεια ~ων και έργων/πράξεων. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό ~ο για το φαγητό (πβ. εγκώμιο, έπαινος). Τι ~ο ξεστόμισες (: βρισιά, ύβρις)! Έχει πάντα έτοιμο τον κακό τον ~ο (= την κακία).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Πνευματικοί ~οι. ~οι Αγίων. ΣΥΝ. λόγια (1) 5. συζήτηση, αναφορά: Γίνεται (πολύς) ~ για πρόωρες εκλογές/ότι (σπάν. να) ... (: συζητιέται, σχεδιάζεται) Τον ~ο σου είχαμε (: μιλούσαμε, κουβεντιάζαμε για σένα). Πβ. μνεία. 6. υπόσχεση, διαβεβαίωση, δέσμευση: Αθέτησε/κράτησε/τήρησε τον ~ο της. Έχεις τον ~ο μου (πβ. δίνω τον λόγο μου, λόγω τιμής/στον ~ο της τιμής μου). Έμεινε πιστός/φάνηκε συνεπής στον ~ο του. Βασίζομαι στον ~ο σου.|| Είναι άνθρωπος με ~ο (: τιμή). 7. το δικαίωμα να μιλήσει κάποιος: Απευθύνω/αποτείνω/δίνω τον ~ο (σε κάποιον). Του αφαίρεσε τον ~ο. Κύριε ..., έχετε τον ~ο. Και τώρα ο ~ στον πρόεδρο. (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ου.|| (κατ' επέκτ.) Τον ~ο έχει τώρα η δικαιοσύνη (: είναι η σειρά της να αποφασίσει). 8. άποψη, γνώμη με ισχύ: Ο ~ του ακούγεται/μετράει/περνάει (: είναι σεβαστός, τον εκτιμούν). Θα έχει βαρύνοντα ~ο στην τελική απόφαση.|| Δεν υπάκουσε στον ~ο του πατέρα του. Πβ. διαταγή, εντολή, προσταγή. 9. λογική: ορθός ~ (πβ. ορθολογισμός). Η μετάβαση του ανθρώπου από τον μύθο στον ~ο. Πβ. έλλογο, μυαλό, νους. Βλ. υπέρλογο. ΣΥΝ. λογικό ΑΝΤ. άλογο(ν), παράλογο 10. ΜΑΘ. σχέση μεταξύ δύο μεγεθών, η οποία εκφράζεται ως το πηλίκο που προκύπτει, όταν διαιρεθούν μεταξύ τους: 3/4, ο ~ του 3 προς το 4. Ας υποθέσουμε ότι ο ~ α/β είναι σταθερός ... ΣΥΝ. αναλογία (5) ● Υποκ.: λογάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (του) λόγου: ΓΛΩΣΣ. μελέτη της δομής και των κανόνων που διέπουν γλωσσικές μονάδες μεγαλύτερες από την πρόταση (π.χ. παράγραφος, κείμενο, συνομιλία) κυρ. με γραμματικά και σημασιολογικά κριτήρια· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: κριτική ~ ~. Βλ. ανάλυση συνομιλίας, αναφορικ-, συνεκτικ-ότητα, συνοχή. [< αγγλ. discourse analysis, 1952] , (τα) μέρη του λόγου βλ. μέρος, αποχρών λόγος βλ. αποχρών, ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, ενδιάθετος λόγος βλ. ενδιάθετος, εστιακός λόγος βλ. εστιακός, ευθύς λόγος βλ. ευθύς, καθυστέρηση του λόγου/της ομιλίας βλ. καθυστέρηση, ο Λόγος (του Θεού) βλ. θεός, ο λόγος της τιμής βλ. τιμή, πεζός λόγος βλ. πεζός, πλάγιος λόγος βλ. πλάγιος, σπερματικός λόγος βλ. σπερματικός, σχήμα (λόγου) βλ. σχήμα, υποθετικός λόγος βλ. υποθετικός, υποτεταγμένος λόγος βλ. υποταγμένος ● ΦΡ.: από λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): από μένα, σένα ...: Μάθαμε ~ του ότι ..., για λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): για τον εαυτό μου/σου/του ...: ~ σου καλά έπραξες., για τον λόγο ότι ... & (σπάν.-λόγ.) επί τω λόγω ότι ...: γιατί, επειδή, εφόσον., δεν είναι σχήμα λόγου (προφ.): για κάτι που λέγεται κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά ή τυπικά: Θα χαρώ να τα ξαναπούμε· κι αυτό που λέω ~ ~ (: το εννοώ πραγματικά)., δεν μου πέφτει λόγος (προφ.): δεν με αφορά: Αν και (εμένα) ~ ~, θα σε συμβούλευα να φύγεις. Είναι προσωπική της επιλογή και δεν πέφτει ~ σε κανένα., δίνω λόγο 1. δίνω εξηγήσεις για τις ενέργειές μου, απολογούμαι, δικαιολογούμαι: Δεν έχω να δώσω ~ σε κανένα. ΣΥΝ. δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό, λογοδοτώ 2. λογοδίνομαι: Έδωσαν ~ κι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Πβ. αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι. 3. υπόσχομαι: Δώσαμε ~ να ξαναβρεθούμε στο ίδιο μέρος., έχω λόγο: εκφράζω την άποψή μου, συμμετέχω στη λήψη αποφάσεων: Δεν ~ει ~ στη διοίκηση της εταιρείας., ζητώ τον λόγο 1. ζητώ από κάποιον να εξηγήσει τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του: Κανείς δεν πρόκειται να σου ζητήσει ~. 2. (σε επίσημη συζήτηση, συνέλευση) ζητώ το δικαίωμα να μιλήσω: Κύριε Πρόεδρε, ~ ~. Ζήτησε και πήρε ~. [< γαλλ. demander la parole] , κάνω λόγο για ...: αναφέρομαι σε κάτι: Στην ανακοίνωσή/δήλωσή/έκθεσή/συνέντευξή του έκανε ~ για άμεση λήψη μέτρων., λόγο (σ)τον λόγο: κατά την εξέλιξη της συζήτησης: ~ ~ άναψαν τα αίματα., λόγος (και) αντίλογος: διατύπωση άποψης και προβολή της αντίθετής της, στο πλαίσιο του διαλόγου, της ελευθερίας έκφρασης: ~ ~ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αγώνες ~ου (και) ~ου (πβ. αντιλογία, επιχειρηματολογία). Βλ. ντιμπέιτ., λόγου χάρη/χάριν (συντομ. λ.χ.): για παράδειγμα., λόγω και έργω & λόγω ή έργω (λόγ.): με λόγια και/ή πράξεις: Είναι χαρισματική προσωπικότητα ~ ~.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξύβριση., λόγω τιμής & στο(ν) λόγο (της τιμής) μου (προφ.): ως έκφραση διαβεβαίωσης για την αλήθεια, την αξιοπιστία, την εγκυρότητα των λόγων κάποιου: Λόγω τιμής, δεν ξέρω τίποτα. Σου υπόσχομαι, στον λόγο της τιμής μου, δεν θα το ξανακάνω. [< γαλλ. (ma) parole d'honneur] , μετά λόγου γνώσεως (απαιτ. λεξιλόγ.): με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, με σύνεση και λογική, εκ πείρας, υπεύθυνα: Το λέω ~ ~., ο/η/το εν λόγω (λόγ.): για πρόσωπο ή πράγμα που έχει ήδη αναφερθεί, προς αποφυγή επανάληψης ή με ειρωνική χροιά: Με βάση τις διατάξεις του ~ ~ νόμου ... Η επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ~ ~ υποψήφιος δεν διαθέτει προϋπηρεσία. Το ~ ~ προϊόν παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα. Πβ. ο περί ου ο λόγος., ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση (εμφατ.-προφ.): σε περιπτώσεις που δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης: ~ ~ για ξεκούραση, αύριο φεύγουμε. -Μπορείς να με βοηθήσεις; -~ ~ (: βέβαια, θέλει και ρώτημα;)! Συναντηθήκαμε σήμερα, αλλά ~ ~ (: δεν μιλήσαμε καθόλου) για τα χθεσινά. Λίγες μέρες πριν τις διακοπές και για εισιτήρια φυσικά ~ ~ να γίνεται (: έχουν εξαντληθεί)., παίρνω/λαμβάνω τον λόγο: μιλώ ή παρεμβαίνω σε συζήτηση, αφού έρθει η σειρά μου: Πήρε ~ και είπε ... Πρώτος έλαβε ~ ο ..., ποιος ο λόγος να ...;: είναι άσκοπο, ανώφελο, ανούσιο: ~ ~ να πάω, αφού δεν θα έρθει; Πβ. ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος;, που λέει ο λόγος & (σπάν.) ο λόγος το λέει (προφ.): μιλώντας υποθετικά, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα ή μια παροιμία, λαϊκή ρήση: Kαι πενήντα να μαζευτούμε, ~ ~, χωράμε στην αίθουσα. Πβ. ας πούμε, τρόπος του λέγειν.|| Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο, ~ ~., του λόγου/(κι) ελόγου μου/σου/του ... (λαϊκό, συνήθ. ειρων.-μειωτ. για το β' κ. γ' πρόσ.): αντί της προσ. αντων. εγώ, εσύ, αυτός: Έτσι μεγάλωσα και ~ μου (= κι εγώ). Από πού 'ρχεσαι ~ σου; Καλό κουμάσι είναι κι ~ του! ΣΥΝ. αφεντιά, φυσικώ τω λόγω (λόγ.): όπως είναι λογικό, φυσικό., χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) & χωρίς αιτία/λόγο κι αφορμή & (λόγ.) άνευ λόγου (και αιτίας): χωρίς λογική εξήγηση: Κατηγορεί ο ένας τον άλλο ~ ~. Υποστήκαμε τα πάνδεινα ~ λόγο. ΣΥΝ. αδικαιολόγητα, αναίτια ΑΝΤ. δικαιολογημένα, ανάξιος λόγου βλ. ανάξιος, άξιος λόγου βλ. άξιος, για του λόγου το αληθές/το ασφαλές βλ. αληθής, δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί βλ. βλέπω, δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου βλ. δίνω, εν τη ρύμη του λόγου βλ. ρύμη, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, επ' ουδενί (λόγω) βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, ζωή σε (λόγου) σας βλ. ζωή, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο βλ. κουβέντα, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, ο περί ου/η περί ης/το περί ου ο λόγος βλ. περί, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, περί ορέξεως (ουδείς λόγος/κολοκυθόπιτα) βλ. όρεξη, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τι μέρος του λόγου είναι ...; βλ. μέρος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< αρχ. λόγος, γαλλ. langue, parole, raison]

μανία

μανία μα-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. υπερβολικά έντονη επιθυμία για κάτι, με αποτέλεσμα τη συνεχή ενασχόληση με αυτό, πάθος, τρέλα: ~ για αγορές/με τα σπορ. Βλ. βιβλιο~, γραφο~. ΣΥΝ. κόλλημα (1), λόξα (1), ψύχωση (1) 2. μένος, λύσσα: η εκδικητική ~ των εξαγριωμένων. Πβ. αλλοφροσύνη. 3. ΨΥΧΙΑΤΡ. παθολογική ψυχοπνευματική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από υπερδραστηριότητα, υπέρμετρο ενθουσιασμό, διαταραγμένες σκέψεις και γενικότ. αποδιοργάνωση της συμπεριφοράς. Πβ. έμμονη ιδέα, μανιοκαταθλιπτική ψύχωση. Βλ. ιδεοληψία, υπο~. ● ΣΥΜΠΛ.: μανία καταδίωξης/καταδιώξεως βλ. καταδίωξη ● ΦΡ.: μετά μανίας: με πολύ μεγάλο και έντονο ζήλο: Κατεβάζει ~ ~ προγράμματα από το ίντερνετ., πυρ και μανία βλ. πυρ [< αρχ. μανία, γαλλ. manie, αγγλ. mania]

μεσημβρία

μεσημβρία με-σημ-βρί-α ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) μεσημέρι. 2. ο Νότος και κατ' επέκτ. όλες οι περιοχές που βρίσκονται στον Νότο· συνήθ. στις ● ΦΡ.: μετά μεσημβρία(ν) (συντομ. μ.μ.): μετά το μεσημέρι: Η παράσταση θα αρχίσει στις 4 μ.μ., προ μεσημβρίας (συντομ. π.μ.): πριν από το μεσημέρι: Το κατάστημα ανοίγει καθημερινά στις 9 π.μ. [< αρχ. μεσημβρία]

μνήμη

μνήμη μνή-μη ουσ. (θηλ.) 1. ικανότητα του νου να διατηρεί και να ανακαλεί εικόνες, γεγονότα, παραστάσεις, γνώσεις και συνεκδ. η αντίστοιχη λειτουργία και το σχετικό τμήμα του εγκεφάλου: αγχίνους/αδύνατη/ακουστική/ασθενική/βραχυπρόθεσμη/γερή/δυνατή/ισχυρή/κακή/καλή/κριτική/λειτουργική/μακροπρόθεσμη/μηχανική/μουσική/μυϊκή/οπτική/πρόσφατη/φωτογραφική ~. Άδηλη/δηλωτική/διαδικαστική/έκδηλη ~. Αδυναμία/απώλεια (πβ. αμνησία, λήθη)/διαταραχές/εξάσκηση/επιδείνωση της/κενά/παιχνίδι ~ης. Ανασύρω/διατηρώ/έρχεται/έχω/συγκρατώ/φέρνω (κάτι) στη ~ μου. Εξασκώ/τονώνω/χάνω τη ~ μου. (Κάτι) διασώζεται/εντυπώνεται/μένει/χαράσσεται στη ~ μου (= το θυμάμαι). Η ημέρα αυτή θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη ~ μας. Δεν με βοηθάει η ~ μου. Για να φρεσκάρω τη ~ σας, να σας υπενθυμίσω ότι ... Διαθέτει εξαιρετική ~. Με πρόδωσε η ~ μου (= ξέχασα). Η ~ μου με εγκαταλείπει. Πβ. θυμητικό, μνημονικό.|| Συναισθηματική ~ (: αναβίωση της συναισθηματικής κατάστασης που προκάλεσε μια εμπειρία). 2. ανάμνηση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος και γενικότ. ιστορικού παρελθόντος, εμπειρίας: ατομική/δημόσια/ιδιαίτερη/ιερή/ιστορική/κοινή/προγονική/συλλογική ~. Εκδήλωση/εορτή/επέτειος/ημέρα/τελετή ~ης. Αμαυρώνω/διατηρώ/κηλιδώνω/προσβάλλω τη ~ (κάποιου). Έθνος χωρίς ~. Η ~ του θα παραμείνει για πάντα ζωντανή μέσα μας/στην καρδιά μας. Είναι ακόμη παρών/ζει στη ~ μας. Αποκαταστάθηκε η ~ του. Πβ. θύμηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Στις 17 Ιουλίου εορτάζεται/τιμάται η ~ της Αγίας Μαρίνας.|| Εφηβικές/παιδικές ~ες. ~ες του λαού/του πολέμου/του τόπου. Νωπές οι ~ες του παρελθόντος. Ο πρόσφατος σεισμός ξύπνησε εφιαλτικές ~ες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. λειτουργική μονάδα σε ηλεκτρονικό υπολογιστή για την αποθήκευση δεδομένων, απ' όπου είναι δυνατή η γρήγορη ανάκτησή τους και η παρουσίασή τους στην οθόνη: εξωτερική/εσωτερική/μαγνητική/μεταφραστική/φορητή ~. Διεύθυνση/κύτταρο/λειτουργία/μέγεθος/σύστημα/ταχύτητα/χωρητικότητα ~ης. ~ ένα γιγαμπάιτ.|| (κατ' επέκτ.) ~ ηλεκτρονικού εγκεφάλου/(κινητού) τηλεφώνου. ● ΣΥΜΠΛ.: δευτερεύουσα/περιφερειακή/βοηθητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. κάθε συσκευή αποθήκευσης δεδομένων που δεν είναι απευθείας προσπελάσιμη από την κεντρική μονάδα και διαφοροποιείται από την κύρια μνήμη του υπολογιστή. [< αγγλ. secondary memory, 1970] , ενδιάμεση/κρυφή/λανθάνουσα μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. τμήμα της κύριας μνήμης του υπολογιστή που χρησιμοποιείται για προσωρινή αποθήκευση δεδομένων πριν τη μεταβίβασή τους σε περιφερειακή συσκευή. [< αγγλ. cache (memory), 1968] , επιλεκτική μνήμη: ΨΥΧΟΛ. διανοητική διεργασία συγκράτησης πληροφοριών κατόπιν επιλογής· (κυρ. ειρων.) για κάποιον που θυμάται μόνο ό,τι τον συμφέρει, που προσποιείται ότι έχει ξεχάσει τα υπόλοιπα: ~ ~ για τις αρνητικές αναμνήσεις και εμπειρίες.|| ~ ~ και συλλογική αμνησία. Έχει ~ ~. [< αγγλ. selective memory] , κύρια/κεντρική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. RAM., μνήμη RAM/τυχαίας προσπέλασης: ΠΛΗΡΟΦ. ολοκληρωμένο κύκλωμα μνήμης για ανάγνωση, εγγραφή και επεξεργασία δεδομένων που χάνονται μόλις διακοπεί η ηλεκτρική τροφοδοσία του υπολογιστή. [< αγγλ. random-access memory, 1953] , πτητική μνήμη: ΠΛΗΡΟΦ. που δεν διατηρεί τα περιεχόμενά της μετά τη διακοπή της τροφοδοσίας του υπολογιστή με το ρεύμα: Η ROM/οι σκληροί δίσκοι είναι μη ~ ~. [< αγγλ. volatile memory, 1950] , εικονική μνήμη βλ. εικονικός, κάρτα μνήμης βλ. κάρτα ● ΦΡ.: αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου: αν θυμάμαι σωστά, καλά: ~ ~, κάπου έχουμε ξανασυναντηθεί., από μνήμης: χωρίς να συμβουλεύομαι γραπτές σημειώσεις, απέξω: Απαγγέλλω ~ ~. ΣΥΝ. από στήθους [< γαλλ. de mémoire] , μνήμη ROM/μόνο για ανάγνωση: ΠΛΗΡΟΦ. το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να τροποποιήσει ούτε να διαγράψει ο χρήστης., στη μνήμη (κάποιου) & (λόγ.) εις μνήμη(ν) προς ανάμνηση ή τιμή ενός προσώπου που δεν ζει: αγώνας/δωρεά/εκδήλωση/εορτή/συναυλία ~ ~ του ... Το έργο/βιβλίο αφιερώνεται στη ~ της ..., (έχει) μνήμη ελέφαντα βλ. ελέφαντας, (έχει) μνήμη χρυσόψαρου βλ. χρυσόψαρο, αιωνία σου/του/της η μνήμη βλ. αιώνιος, αλήστου μνήμης βλ. άληστος, ανακαλώ στη μνήμη (μου) βλ. ανακαλώ, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι [< 1,2: αρχ. μνήμη, γαλλ. mémoire 3: αγγλ. memory, 1946]

ξύλο

ξύλο ξύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. σκληρή ουσία του κορμού και των κλαδιών των δέντρων· συνεκδ. κάθε κομμάτι ή αντικείμενο που προέρχεται από αυτά: ακατέργαστο/γνήσιο/ελαφρύ/κατεργασμένο/μαλακό/μασίφ/σκαλιστό/σουηδικό ~ (= ξυλεία). ~ ελιάς/κερασιάς/οξιάς/πεύκου. ~ τικ. Απολιθωμένο ~. Άρωμα/ασθένειες/βαφή/βιομηχανία (= ξυλοβιομηχανία)/εμπορία/τεχνολογία ~ου.|| Φύλλα ~ου. Έπιπλα/κουφώματα/πόρτα/σκάλα από ~.|| Γλυπτική/ζωγραφική σε ~. Βερνίκι για ~. || (Αρωματικά) ~α καπνίσματος. 2. (μτφ.) χτυπήματα με το χέρι ή με βέργα: άγριο/αλύπητο/ανελέητο/γερό ~. Έφαγε το ~ της αρκούδας/χρονιάς. ~ και των γονέων/με τη σέσουλα/μέχρι θανάτου/μέχρι λιποθυμίας. Δίνω/παίζω/ρίχνω ~. Πέφτει ~ (= γίνεται καβγάς, έχουν πιαστεί στα χέρια). (Κάποιος) θέλει ~ (: του αξίζει). Πβ. βρομόξυλο, ξυλο-δαρμός, -κόπημα, -φόρτωμα. 3. (μτφ.) καθετί σκληρό, που δύσκολα λυγίζει ή κάμπτεται: Το κορμί του είχε γίνει ~ από το κρύο (= ξύλιασε, ξεπάγιασε). 4. {κυρ. στον πληθ.} καυσόξυλα: ~α για προσάναμμα/για το τζάκι. Κόβω/κουβαλώ/μαζεύω ~α. Σόμπα ~ου/~ων. Ρίχνω ~α στη φωτιά. Βλ. πυρηνόξυλο. ● Υποκ.: ξυλαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: τίμιο/άγιο ξύλο: ΕΚΚΛΗΣ. μικρό κομμάτι ξύλου που προέρχεται από τον σταυρό πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς: Φυλαχτό με τίμιο ~., σομφό ξύλο βλ. σομφός ● ΦΡ.: επί ξύλου κρεμάμενος (μτφ.): για κάποιον που έχει βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση και χωρίς υποστήριξη, από οικονομική ή άλλη άποψη: Έφαγε όλη του την περιουσία κι έμεινε ~ ~ (= απένταρος)., ξύλο μετά μουσικής (συνήθ. ειρων.): για άγριο ξυλοδαρμό., σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο (προφ.): τον χτυπώ πολύ άσχημα, χωρίς οίκτο: (απειλητ.) Θα σε σπάσω ~!, το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο: ως εσφαλμένη δικαιολόγηση της παιδαγωγικής ή σωφρονιστικής σημασίας του ξυλοδαρμού ή της χειροδικίας., τρώω ξύλο (μτφ.-προφ.): με δέρνουν, με χτυπούν. ΣΥΝ. τις αρπάζω, τις τρώω, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, ένα (γερό) χέρι ξύλο βλ. χέρι, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, σκοτώνω στο ξύλο (κάποιον) βλ. σκοτώνω, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει βλ. φωτιά, τουλουμιάζω στο ξύλο βλ. τουλουμιάζω, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο! βλ. χτυπώ ● βλ. ξυλάκι [< αρχ. ξύλον]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πηγαιμός

πηγαιμός πη-γαι-μός ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) πηγεμός (λαϊκό-λογοτ.): μετάβαση, πορεία προς κάποιο προορισμό. ΑΝΤ. γυρισμός, επιστροφή (1), ερχομός [< μεσν. πηγαιμός]

σκέψη

σκέψη σκέ-ψη ουσ. (θηλ.) 1. η διανοητική δραστηριότητα και το αποτέλεσμά της (ιδέα, κρίση, συλλογισμός): η ανάπτυξη/ανεξαρτησία/οι διεργασίες/τα στερεότυπα της ~ης (πβ. νόηση). Η δύναμη της ~ης. Από τη ~ στην πράξη. Άσκηση που απαιτεί/θέλει/χρειάζεται ~. Δεν υπάρχει ~ για αλλαγές/πρόσθετα μέτρα. Δεν μπορώ να (παρ)ακολουθήσω τη ~ σας. Πού γυρίζει/τριγυρνάει η ~ σου; Απόφαση που ελήφθη κατόπιν ~εως. Μεταβίβαση ~ης/~εως (= τηλεπάθεια).|| Βαθιά/βαθυστόχαστη/διαυγής/έξυπνη/κρυστάλλινη/νηφάλια/οξεία/περίπλοκη/πονηρή/πρωτότυπη/ρηχή ~. Ανομολόγητες/βρόμικες (= πρόστυχες)/επίκαιρες/μαύρες (= απαισιόδοξες)/σκόρπιες/φευγαλέες ~εις. Ο ειρμός/το νήμα των ~εων. Η πρώτη/τελευταία ~ μου. Απορρίπτω/εγκαταλείπω κάθε ~ (για κάτι). Μάντεψες τη ~ μου. Ξαφνικά μού ήρθε/πέρασε από το μυαλό η ~ να ... Και μόνο η ~ πως ... Έκανε ~εις για .../τη ~ να ... Με τη ~ στραμμένη στο μέλλον. Βυθίζομαι/χάνομαι σε ~εις. Με βασανίζουν/τρώνε οι ~εις (πβ. έγνοιες). Μοιράζομαι τις ~εις μου με άλλους. Πβ. διανόημα, λογισμός, στοχασμός. Βλ. μνήμη, φαντασία. 2. ο τρόπος με τον οποίο κατανοεί και ερμηνεύει κάποιος τα πράγματα· σύνολο ή σύστημα ιδεών που χαρακτηρίζουν ανθρώπους ή χρονικές περιόδους: αιτιολογική/αναλυτική/αποδεικτική/αρνητική/αφαιρετική/δημιουργική/ελεύθερη/επαναστατική/επιστημονική/θετική/λογική/νομική/οργανωτική/ριζοσπαστική/στρατηγική/συνδυαστική/συνθετική/φιλοσοφική ~. Η σύγχρονη πολιτική ~. Έχει συγκροτημένη ~. Αναπτύσσει/καλλιεργεί την κριτική ~. Καταστολή της ~ης (βλ. λοβοτομή).|| Ανατολική/αριστερή/δεξιά/δυτική/καντιανή/μαρξιστική/φιλελεύθερη/χριστιανική ~. Πβ. βιο-, κοσμο-θεωρία. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη σκέψη: επανεξέταση (θέματος, απόφασης, θέσης, κρίσης), συνήθ. υπό το φως νέων δεδομένων: Επικράτησε μια ~ ~, πιο λογική. Με μια ~ ~, παραδέχομαι/συνειδητοποιώ ότι ... [< αγγλ. second thought] , κριτική σκέψη: ικανότητα αξιολόγησης των εκάστοτε πληροφοριών, δεδομένων, παρατηρήσεων και επιχειρημάτων για τη διαμόρφωση αντικειμενικής γνώμης και την ανάληψη δράσης. Βλ. μαιευτική/σωκρατική μέθοδος. [< αγγλ. critical thinking] , αποκλίνουσα σκέψη/νόηση βλ. αποκλίνων, δεξαμενή σκέψης βλ. δεξαμενή, ελευθερία (της) σκέψης/(της) συνείδησης βλ. ελευθερία, συγκλίνουσα σκέψη/νόηση βλ. συγκλίνων ● ΦΡ.: βάζει (κάποιον) σε σκέψεις: τον προβληματίζει: Τα λόγια σου με έβαλαν σε ~. , διαβάζω τη σκέψη (κάποιου) (μτφ.): αντιλαμβάνομαι πλήρως τι έχει στον νου του., μετά/ύστερα/έπειτα από ώριμη σκέψη & (λόγ.) κατόπιν ωρίμου σκέψεως: μετά από προσεκτική και υπεύθυνη εξέταση (ενός ζητήματος): ~ ~ αποφάσισε να .../αποφάνθηκε ότι .../υπέβαλε την παραίτησή του., ούτε σκέψη (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα να γίνει κάτι: ~ ~ υποχώρησης. ~ ~ για ξεκούραση/να φύγω., σκέψεις για/γύρω από & πάνω σε: σκέψεις σχετικά με κάτι: ~ ~ την ποίηση., στη/με τη σκέψη ότι: σκεπτόμενος ότι: Παρηγορηθείτε ~ ~ υπάρχουν και χειρότερα. Τρέμω/τρομάζω ~ ~ μπορεί να σου συμβεί κάτι κακό., υπό σκέψη & (σπάν.) σκέψιν (λόγ.): για κάτι που αποτελεί αντικείμενο εξέτασης ή για να δηλωθεί ο προβληματισμός σχετικά με τη λήψη μιας απόφασης: Η ανέγερση νέου εμπορικού κέντρου βρίσκεται/είναι ~ ~.|| (ως επίθ.) Τα ~ ~ μέτρα.|| Είμαι ~ ~ για την αγορά σπιτιού., βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μπαίνω σε σκέψεις βλ. μπαίνω, να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης βλ. προτρέχω, χωρίς δεύτερη σκέψη βλ. δεύτερος [< αρχ. σκέψις, γαλλ. pensée, αγγλ. thought]

σπουδή

σπουδή σπου-δή ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. μεθοδική μελέτη ορισμένου αντικειμένου, θέματος: διεξοδική/εμπεριστατωμένη/επιστημονική/συγκριτική/συστηματική ~. Η ~ του ανθρώπου/της γλώσσας/του δικαίου/του ελληνισμού/των μαθηματικών/της φύσης. Πεδίο ~ής. Πολυετής ~ και ενασχόληση με τα μουσικά όργανα. (Κάτι) απαιτεί γνώση και ~. Το έργο αποτελεί ~ πάνω στη διαφορετικότητα. ~ και έρευνα της οικονομικής επιστήμης. 2. έργο, εικαστικό ή μουσικό, που δημιουργείται ως προσχέδιο του τελικού ή για εξάσκηση και πειραματισμό πάνω σε ένα θέμα: (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) ~ σε γύψο (ΣΥΝ. πρόπλασμα)/στο χρώμα.|| (ΜΟΥΣ.) Συμφωνική ~. ~ για πιάνο/σε πέντε όγδοα. Βλ. γύμνασμα. 3. βιασύνη: η ~ των αρμοδίων. Κινήθηκαν με υπερβολική ~. Πβ. πρεμούρα, φούρια. 4. προθυμία, φροντίδα: μεγάλη ~. Κάτι αντιμετωπίζεται/επιδιώκεται με ιδιαίτερη ~. ΣΥΝ. επιμέλεια (1), ζήλος ● σπουδές (οι): συστηματική και οργανωμένη ενασχόληση με συγκεκριμένη επιστήμη ή τέχνη, με σκοπό την απόκτηση και διεύρυνση γνώσεων και δεξιοτήτων, κυρ. σε εκπαιδευτικό ίδρυμα: ακαδημαϊκές/γυμνασιακές/διδακτορικές/διεθνείς/εγκύκλιες/ευρωπαϊκές/θεατρικές/θετικές/θεωρητικές/ιατρικές/καλλιτεχνικές/κλασικές/μεταπτυχιακές/πανεπιστημιακές/προπτυχιακές ~. ~ μετάφρασης και διερμηνείας. ~ διάρκειας οκτώ εξαμήνων/μετά το λύκειο/πλήρους παρακολούθησης. Έκανε λαμπρές ~ στο εξωτερικό. Διάρθρωση/κανονισμός/κύκλος/πιστοποιητικό ~ών. Διακόπτω/εγκαταλείπω/ξεκινώ/ολοκληρώνω/συνεχίζω τις ~ μου. Πβ. φοίτηση. ● ΣΥΜΠΛ.: πρόγραμμα σπουδών: τα προσφερόμενα μαθήματα σε οποιαδήποτε βαθμίδα της εκπαίδευσης, συνήθ. στην τριτοβάθμια ή σε άλλον εκπαιδευτικό οργανισμό και η παρουσίασή τους: αναλυτικό/διαπανεπιστημιακό/διατμηματικό/μεταπτυχιακό/προπτυχιακό ~ ~. ~ ~ Γυμνασίου/Λυκείου/Τμήματος ΑΕΙ, ΤΕΙ. Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο ~ατος ~., σπουδές (του) φύλου & (σπάν.) γυναικείες/φεμινιστικές σπουδές: μελέτη της θέσης και του ρόλου της γυναίκας στην κοινωνία, καθώς και της σχέσης της με τον άντρα. [< αγγλ. gender/women's studies, 1972] , ανατολικές σπουδές βλ. ανατολικός, ανθρωπιστικές σπουδές βλ. ανθρωπιστικός, εκπαίδευση εξ αποστάσεως/από απόσταση βλ. εκπαίδευση, οδηγός σπουδών βλ. οδηγός, τίτλος σπουδών βλ. τίτλος ● ΦΡ.: μετά σπουδής/εν σπουδή (λόγ.): βιαστικά: ~ ~ παραπομπή του φακέλου στον εισαγγελέα. [< αρχ. σπουδή ‘βιασύνη, επιμέλεια, φροντίδα’, γαλλ. étude]

σταθερά

σταθερά στα-θε-ρά ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΘ. όρος σε μία εξίσωση ή μαθηματική έκφραση που παραμένει σταθερός/ή και ανεξάρτητος/η από τις αλλαγές των τιμών άλλων όρων: η ~ π. 2. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. μέγεθος, η τιμή του οποίου παραμένει αμετάβλητη κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες: (ΦΥΣ.) βαρυτική/κοσμολογική ~. ~ αναλογίας/διάσπασης/επαναφοράς (βλ. δύναμη επαναφοράς)/παγκόσμιας έλξης/σύζευξης/ταλάντωσης/ταχύτητας/χρόνου. Ελατήριο ~άς.|| (ΧΗΜ.) ~ διάστασης/ισορροπίας. Βλ. μεταβλητή. 3. (μτφ.-λόγ.) κεντρικός άξονας, σημείο αναφοράς: Ο γονιός αποτελεί ~ στη ζωή ενός παιδιού. ● ΣΥΜΠΛ.: διηλεκτρική σταθερά βλ. διηλεκτρικός, ηλιακή σταθερά βλ. ηλιακός, σταθερά ιονισμού βλ. ιονισμός [< γαλλ. constante]

συγχώρηση

συγχώρηση συγ-χώ-ρη-ση ουσ. (θηλ.) & (προφ.) συ(γ)χώρεση: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συγχωρώ: ~ για τα λάθη/σφάλματά μας. Δίνω/παίρνω ~. Ζήτησε ~ από τον Θεό. ~ (= άφεση) των αμαρτιών. Μετάνιωσε ειλικρινά και έλαβε ~. Πβ. εξιλασμός. Βλ. μετάνοια. ● ΦΡ.: μετά συγχωρήσεως (προφ.): παρενθετικά για μετριασμό απαξιωτικής ή παρεξηγήσιμης έκφρασης: Τι ανοησίες, ~ ~, κάθεσαι και λες; ΣΥΝ. με το συμπάθιο [< μτγν. συγχώρησις]

σχέση

σχέση σχέ-ση ουσ. (θηλ.) 1. αμοιβαία επαφή, επικοινωνία, αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων, ομάδων: αδελφική/επαγγελματική/εταιρική/παιδαγωγική/προβληματική/σοβαρή/στενή/συγγενική/συμβατική ~.|| (ειδικότ., ερωτικός δεσμός:) Ανοιχτή/ελεύθερη/εξωσυζυγική/κρυφή/ολοκληρωμένη/παράλληλη/παράνομη/περιστασιακή/ρομαντική/συντροφική/υγιής ~. Γενετήσιες/σαρκικές/σεξουαλικές ~εις. Δεν ξεπέρασε την προηγούμενή του ~. ~ με/χωρίς μέλλον/προοπτικές. ~ εξ αποστάσεως. Κάνω/συνάπτω ~ με κάποιον. Έχουμε ~ εδώ και καιρό. Μια παλιά μου ~ (πβ. γνωριμία).|| Διακρατικές/διπλωματικές/εμπορικές/εξωτερικές/κοινωνικές/νομικές/οικογενειακές/πελατειακές/πολιτικές/πολιτιστικές/τεταμένες/τυπικές/φιλικές ~εις. ~ ανταγωνισμού/εμπιστοσύνης/πάθους/στοργής. ~ ζωής (: μακροχρόνια και ουσιαστική). ~ αγάπης και μίσους. Διαφωνίες/προβλήματα/σύννεφα στη ~. ~ (μεταξύ) γονέων και παιδιών/δασκάλου και μαθητή/Εκκλησίας και κράτους/σχολείου και κοινωνίας.|| Διατηρώ ~εις με κάποιον. Έχω καλές ~εις με τους συνεργάτες μου. Πβ. παρτίδες. 2. ύπαρξη κοινών σημείων ή ο τρόπος σύνδεσης εννοιών, καταστάσεων, αντικειμένων· γενικότ. η θεώρησή τους ως προς ορισμένο χαρακτηριστικό ή κριτήριο: διαλεκτική/έμμεση/λογική ~. ~ αιτίας και αποτελέσματος (= αιτιώδης ~)/αλληλεπίδρασης/αντίθεσης/εναντίωσης/εξουσίας/προσφοράς και ζήτησης/συνωνυμίας/υπαλληλίας/υποτέλειας. Πβ. συνάρτηση, συσχέτιση.|| (Κάτι) δεν έχει ~ με το θέμα (πβ. άσχετος). Δεν έχω καμία ~ (= ανάμειξη) με το γεγονός.|| (ΜΑΘ.) Διμελής ~ (: που συνδέει τα στοιχεία δύο συνόλων σε ζεύγη).|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Κιβώτιο πέντε ~εων/ταχυτήτων. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιες σχέσεις: σύνολο ενεργειών με στόχο τη δημιουργία θετικής εικόνας για πρόσωπο, προϊόν ή επιχείρηση: οι ~ ~ του δημάρχου/του δημοσιογράφου/του καλλιτέχνη/της κυβέρνησης/του ποδοσφαιριστή/του συλλόγου/του υπουργείου. Κάνει ~ ~. Εργάζεται στις ~ ~. Σπουδές στις ~ ~. Τομέας/υπεύθυνος ~ίων ~εων. [< αγγλ. public relations,γαλλ. public-relations, 1951, relations publiques, 1957] , ανθρώπινες σχέσεις βλ. ανθρώπινος, διαπροσωπικές σχέσεις βλ. διαπροσωπικός, διεθνείς σχέσεις βλ. διεθνής, εργασιακές σχέσεις βλ. εργασιακός, πελατειακές σχέσεις βλ. πελατειακός, προγαμιαίες σχέσεις βλ. προγαμιαίος, σχέση ισοδυναμίας βλ. ισοδυναμία ● ΦΡ.: καμία σχέση (προφ.): για να δηλωθεί ότι η υπόθεση ή η εκτίμηση που κάνει κάποιος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: -Πώς ήταν η ταινία; Καλή; -~ ~! -Συζητάτε το συγκεκριμένο θέμα; -~ ~!, σχέση ένα προς πολλά: ΠΛΗΡΟΦ. σχέση οντοτήτων σχεσιακής βάσης δεδομένων κατά την οποία μια εγγραφή ενός πίνακα συνδέεται βάσει κλειδιού με πολλές εγγραφές ενός άλλου. Βλ. (σχέση) ένα προς ένα. [< αγγλ. one-to-many relationship] , σχετικά με/σε σχέση με & (λόγ.) εν σχέσει με: συγκριτικά, αναλογικά, αναφορικά με: Η τελευταία εργασία σου υπερτερεί/υστερεί ~ ~ τις προηγούμενες. ΣΥΝ. έναντι (1) [< 1: γαλλ. relation(s), αγγλ. relationship 2: αρχ. σχέσις]

ταύτα

ταύτα [ταῦτα] ταύ-τα δεικτ. αντων. {τούτων} (λόγ.): αυτά. Κυρ. στις ● ΦΡ.: διά ταύτα: γι' αυτούς τους λόγους, γι' αυτό: ~ ~, η Βουλή αποφασίζει ... (ΝΟΜ.) Τα στοιχεία είναι συντριπτικά, ~ ~, το δικαστήριο κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο (βλ. διατακτικό)., κατά ταύτα: σύμφωνα με όσα έχουν προαναφερθεί: Τα μέτρα αποσκοπούν, ~ ~, στην ..., μετά ταύτα: ύστερα από αυτά: Οι αντιδράσεις ήταν μαζικές. ~ ~ (= κατόπιν αυτού/τούτου), εκδόθηκε νέο διάταγμα., το διά ταύτα: το συμπέρασμα, οι διαπιστώσεις: Για να καταλήξουμε/πάμε/περάσουμε στο ~ ~ της υπόθεσης ... Προχωρώντας στο ~ ~, προτείνω ... Και έρχομαι στο ~ ~. Πβ. προκείμενο., παρ' όλα/παρόλα αυτά βλ. παρόλο [< αρχ. ταῦτα]

τιμή

τιμή τι-μή ουσ. (θηλ.) 1. αγοραστική αξία αγαθού, χρηματικό αντίτιμο, κόστος: ανώτατη/ απίστευτη/αρχική/ειδική/εκπτωτική/ενιαία/προνομιακή/σταθερή/συμβολική ~. Ακριβές/αλμυρές/ανταγωνιστικές/ασυναγώνιστες/δίκαιες/ελεύθερες/εξευτελιστικές/εξωπραγματικές/λογικές/μοναδικές/προσιτές/τσιμπημένες/τσουχτερές ~ές. ~ ασφαλείας/διάθεσης/(εξ)αγοράς/ζήτησης/παρέμβασης (στα σιτηρά)/προσφοράς/πώλησης/χρέωσης. ~ μονάδας. Σχέση ~ής και ποιότητας. Διεθνής ~ πετρελαίου. Άνοδος στην ~ του χρυσού. ~ές εργοστασίου (: χωρίς το κέρδος του παραγωγού)/καταλόγου/λιανικής/χονδρικής. Αύξηση στις ~ές των διοδίων/τροφίμων. Αναγραφή/ανάλυση/διακύμανση/διαμόρφωση/έλεγχος/εναρμονισμός/εξομάλυνση/καθορισμός/μείωση/μεταβολή/προσαρμογή/πτώση/ρύθμιση/σύγκριση των ~ών. Βουτιά/έκρηξη/κατάρρευση/πάγωμα/ράλι των ~ών. Πολιτική ~ών. Άλμα/φρένο/φωτιά στις ~ές προϊόντων και υπηρεσιών. ~ές-σοκ. Στην ~ δεν συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ. Το πήρα σε ~ προσφοράς/στη μισή ~. Κερδίστε δύο εισιτήρια στην ~ του ενός. Μου έκανε καλή ~. Οι ~ές ανεβαίνουν/εκτινάσσονται στα ύψη/κυμαίνονται από ... έως ... ευρώ/σταθεροποιούνται/υποχωρούν. Ημερήσιο Δελτίο ~ών. Βλ. ανατίμηση. 2. καλή φήμη, υπόληψη: διαφύλαξη/προάσπιση της ~ής της πατρίδας. Έγκλημα/ζήτημα/θέμα ~ής. Είναι ανάγκη να ανακτηθεί/αποκατασταθεί η χαμένη ~ του (πβ. κύρος). Του έθιξε το αίσθημα της ~ής (πβ. αξιοπρέπεια, περηφάνια). Λόγοι ~ής με αναγκάζουν να παραιτηθώ. Προστατεύω/υπερασπίζω την ~ του ονόματός μου/την προσωπική μου ~. Σέβομαι/προσβάλλω/σπιλώνω την ~ κάποιου.|| Έπεσε στο πεδίο της ~ής (= στη μάχη).|| (παρωχ.) Παρθενία· συζυγική πίστη. 3. έκφραση εκτίμησης, σεβασμού, αναγνώρισης: εξαιρετική/ιδιαίτερη/ύψιστη ~. Εκδήλωση/μνημόσυνο ~ής. Μέρα μνήμης και ~ής. Τάγμα ~ής (: παράσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας). Πρέσβης/πρόεδρος επί ~ (= επίτιμος). ~ και δόξα στους ήρωες! (Αποδίδουμε) ~ στους ευεργέτες/πεσόντες. Αισθάνομαι ιδιαίτερη /μεγάλη ~ και χαρά. Είναι ~ για μένα να ... Θα είναι μεγάλη μας ~ αν/να μας επισκεφθείτε. Μας έκανε/μου επιφύλαξε την ~ να ... ΑΝΤ. ατίμωση, προσβολή.|| -Θα με συνοδέψετε; -~ (: ευχαρίστησή) μου! Με ποιον έχω την ~ να ομιλώ; (ειρων.) Σε τι οφείλω την ~ της επίσκεψής σου; 4. (μτφ.) καμάρι, καύχημα: (για πρόσ.) Είναι η ~ της οικογένειας/ομάδας. Πβ. περηφάνια, στολίδι. ΑΝΤ. μαύρο πρόβατο 5. ΜΑΘ. κάθε δυνατός προσδιορισμός ενός μεταβλητού μεγέθους: αλγεβρική ~ (: με πρόσημο + ή -). ~ μεταβλητής/συνάρτησης. Η ~ του χ/ψ. Απόδειξη θεωρήματος για όλες τις ~ές του ν.|| (ΙΑΤΡ.) Αυξημένες/φυσιολογικές/χαμηλές ~ές βιοχημικών εξετάσεων. ~ές γλυκόζης.τιμές (οι): τιμητικές διακρίσεις ή εκδηλώσεις: αγήματα απόδοσης ~ών. Του έκαναν/πρόσφεραν ~. ~ και διακρίσεις. Τον υποδέχτηκαν με όλες τις δέουσες ~. Κηδεύτηκε με στρατιωτικές ~. [< γαλλ. honneurs ] ● ΣΥΜΠΛ.: ακαμψία τιμής: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία η τιμή των βιομηχανικών προϊόντων ή των πρώτων υλών δεν επηρεάζεται από τη γενικότερη οικονομική ύφεση ή την αύξηση του πληθωρισμού. [< αγγλ. price rigidity] , αναμενόμενη/προσδοκώμενη τιμή/αξία: ΟΙΚΟΝ. -ΣΤΑΤΙΣΤ. ο μέσος όρος των υποθετικών αξιών μιας τυχαίας μεταβλητής: αρνητική/θετική ~ ~. ~ ~ επένδυσης/μετοχής/προσφοράς. Αποτίμηση σε ~ ~. ΣΥΝ. μαθηματική ελπίδα (2) [< αγγλ. expected value, 1915] , ενεργός τιµή (συντομ. rms): ΗΛΕΚΤΡ. η σταθερή τιμή του ρεύματος που προκαλεί την ίδια κατανάλωση ισχύος σε μια αντίσταση (R) με ένα εναλλασσόμενο ρεύμα που έχει την ίδια τιμή: ~ ~ της τάσης του ηλεκτρικού πεδίου. [< αγγλ. effective value, root mean square (value)] , επίπεδο τιμών: ΟΙΚΟΝ. κόστος ζωής: γενικό/μεταβλητό/σταθερό/σχετικό/υψηλό ~ ~. Βλ. πληθωρισμός., εύρος τιμής: ΟΙΚΟΝ. η διαφορά μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης τιμής της αξίας σε μια συγκεκριμένη συνεδρίαση του χρηματιστηρίου: δεσμευτικό/οριστικό ~ ~. ~ ~ διάθεσης δέκα έως δώδεκα ευρώ ανά μετοχή. Μείωση του ~ους ~. Το ~ ~ ορίστηκε μεταξύ τεσσάρων και πέντε ευρώ., κυρία (επί) των τιμών: γυναίκα στην ακολουθία βασίλισσας ή πριγκίπισσας: (συνήθ. ειρων.) Συμπεριφέρεται σαν ~ ~. [< αγγλ. lady of honour] , κώδικας τιμής: σύνολο ηθικών αξιών και κανόνων που προσδιορίζουν την ευυπόληπτη συμπεριφορά των μελών μιας κοινότητας: άγραφος ~ ~. [< γαλλ. code de l' honneur] , μέση τιμή (ν αριθμών): ΣΤΑΤΙΣΤ. το πηλίκο του αθροίσματος ν αριθμών με το πλήθος ν., ο λόγος της τιμής: προφορική διαβεβαίωση, υπόσχεση που βασίζεται στην αξιοπιστία κάποιου: Έχεις/σου δίνω το(ν) λόγο ~ μου. [< γαλλ. la parole d'honneur] , σταθερότητα των τιμών: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη συγκράτηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα: νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη ~ ~. ΑΝΤ. διακύμανση τιμών. [< αγγλ. price stability] , συγκράτηση τιμών: ΟΙΚΟΝ. η διατήρηση των τιμών σε σταθερά επίπεδα: μέτρα για πάταξη νοθείας και ~ ~ στα καύσιμα., τιμή κλεισίματος/εκκαθάρισης: ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπευτική τιμή του συναλλακτικού ενδιαφέροντος που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου Αξιών, η οποία υπολογίζεται βάσει μεθόδου μετά το τέλος της συνεδρίασης: ημερήσια ~ ~. [< αγγλ. closing price/settlement price, 1928] , τρέχουσα τιμή: ΟΙΚΟΝ. η τιμή του υποκείμενου προϊόντος στην αγορά, η οποία ισχύει τη δεδομένη χρονική στιγμή., φιλική τιμή: συμφέρουσα τιμή: Το πουλάω στη ~ ~ των ... ευρώ. Θα σου κάνω ~ ~., χρέος τιμής: ηθική δέσμευση, υποχρέωση: ελάχιστο/υπέρτατο ~ ~ απέναντι σε κάποιον. Για μένα είναι ~ ~ και ιερό καθήκον να ... Θεωρώ ~ ~ να μιλήσω για ... [< αγγλ. debt of honour] , (Γενικός) Δείκτης Τιμών βλ. δείκτης, άκρες τιμές βλ. άκρος, αντικειμενική αξία βλ. αντικειμενικός, απόλυτη τιμή βλ. απόλυτος, δελτίο τιμών βλ. δελτίο, εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή/πληθωρισμός βλ. εναρμονισμένος, ενδεικτική τιμή βλ. ενδεικτικός, η Λεγεώνα της Τιμής βλ. λεγεώνα, πράσινη τιμή βλ. πράσινος, συμβόλαιο τιμής βλ. συμβόλαιο, τιμή αληθείας βλ. αλήθεια, τιμή αναφοράς βλ. αναφορά, τιμή ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τιμή γνωριμίας βλ. γνωριμία, τιμή εκκίνησης βλ. εκκίνηση, τιμή κόστους βλ. κόστος, τίτλος τιμής βλ. τίτλος, φόρος τιμής βλ. φόρος ● ΦΡ.: για την τιμή των όπλων: για να μη χαθεί η αξιοπρέπεια, για την υπεράσπιση της υπόληψης: αγώνας/απεργία/συμβολική ενέργεια/συνάντηση (που γίνεται) ~ ~ (και μόνο). Βλ. για τα μάτια του κόσμου., η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι η αξιοπρέπεια δεν εξαγοράζεται. [< γαλλ. l' honneur n' a pas de prix] , λαμβάνω/έχω την τιμή να ...: τυπική έκφραση ευγενείας του γραπτού και προφορικού λόγου: ~ ~ σας ανακοινώσω ότι .../σας παρουσιάσω τον ... Με την παρούσα επιστολή, ~ ~ απευθυνθώ σε εσάς για ένα ζήτημα υψίστης σημασίας. [< γαλλ. avoir l' honneur de ...] , με τιμή/μετά τιμής (επίσ.): στερεότυπη αποφώνηση επιστολής ή εγγράφου, που προηγείται της υπογραφής: Διατελώ ~ ~., προς τιμή(ν) κάποιου 1. με σκοπό να τιμηθεί κάποιος: ανέγερση μνημείου/γιορτή/δεξίωση/ημέρα/τελετή ~ ~ του ... Παρατέθηκε δείπνο ~ ~ των συνέδρων. 2. για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι άξιος τιμής, επιβράβευσης: Είναι ~ ~ τους ότι παραδέχτηκαν το σφάλμα τους/σήκωσαν το βάρος της απόφασης. [< 1: γαλλ. en l'honneur de] , σε συμφέρουσα τιμή: σε τιμή που συμφέρει τον αγοραστή, συνήθ. χαμηλή: αυτοκίνητο ~ ~., σε τιμή λιώμα (αργκό): σε πολύ καλή τιμή, πολύ φτηνά: ~ ~ το νέο μοντέλο., (μέσα) στην τιμή βλ. μέσα, γκολ της τιμής βλ. γκολ, λόγω τιμής βλ. λόγος, περιποιεί/περιποιούν τιμή βλ. περιποιώ, σε τιμή ευκαιρίας βλ. ευκαιρία, τιμή μου και καμάρι μου βλ. καμάρι, τιμής ένεκεν βλ. ένεκεν, τσίμπησαν οι τιμές βλ. τσιμπώ, χτυπάει τις τιμές βλ. χτυπώ [< αρχ. τιμή, γαλλ. honneur 5: γαλλ. valeur]

τώρα

τώρα τώ-ρα επίρρ. 1. αυτή την ώρα, αυτή τη στιγμή: Πού να βρίσκεται ~; (Έ)ως/ίσαμε/μέχρι ~ δεν έχει σημειωθεί κανένα πρόβλημα. Τι θυμήθηκα ~! Γίνε μέλος/κάντε κράτηση ~! Παλιότερα τον δικαιολογούσα, αλλά ~ δεν μπορώ. ~ βέβαια μιλάμε εντελώς θεωρητικά. Να περάσουμε ~ στο συμβάν. Και ~ έρχομαι στο διά ταύτα.|| Aπό ~ (= εδώ) και μετά/στο εξής/στο μέλλον. ~ πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν είναι ~ πια της μόδας. ~ να δούμε τι θα γίνει. ~ που μπορώ, θα πάω διακοπές.|| Άλλοτε και ~ (= σήμερα). ΑΝΤ. παλιά.|| (ως ουσ., το παρόν:) Το τότε/πριν/χτες και το ~. Το ~ και το αύριο/μετά. Προσπαθεί να ζήσει το ~ και να ξεχάσει το παρελθόν. 2. αμέσως: Ειδοποίησέ την ~! Πες του να έρθει ~! Ό,τι είναι να γίνει πρέπει να γίνει ~! (εμφατ.) ~ αμέσως. 3. για να δοθεί έμφαση σε κάτι που έχει αρχίσει από καιρό ή στη χρονική διάρκεια γεγονότος: Χρόνια ~ ακούμε τα ίδια και τα ίδια. Eίναι δυο χρόνια ~ που ασχολείται με την υπόθεση. Πάνε ~ έξι μήνες που δεν την έχουμε δει. 4. για να δηλωθεί απορία, αδιέξοδο, δυσαρέσκεια, απειλή: Και ~ τι κάνουμε;|| ~ πια είναι αργά.|| ~ βρήκες και συ την ώρα να το συζητήσουμε.|| ~ θα δει τι έχει να πάθει! ● ΦΡ.: από τώρα; (προφ.): από τόσο νωρίς;: Φεύγουμε ~ ~; ~ ~ πας να κοιμηθείς;, ή τώρα ή ποτέ: για κάτι που πρέπει να γίνει εξάπαντος ή να ξεκινήσει τη στιγμή που μιλάμε: Είπα ~ ~ και το τόλμησα!, τώρα δα/μόλις (προφ.) 1. πριν από πολύ λίγο: ~ ~ με πήρε τηλέφωνο. Πβ. προ ολίγου. 2. αυτή(ν) ακριβώς τη στιγμή: Αυτό σκεφτόμουν ~ ~., τώρα μάλιστα (προφ.): δηλώνει επιβράβευση ή αποδοκιμασία, δυσαρέσκεια: ~ ~, σε παραδέχομαι!|| ~ ~! Μας σώσατε., τώρα τελευταία (προφ.): εδώ και λίγο καιρό: Δεν αισθάνομαι καλά ~ ~ (= τον τελευταίο καιρό)., αιώνες τώρα βλ. αιώνας, εδώ και τώρα βλ. εδώ, έλα τώρα/δα! βλ. έλα, έτσι/τώρα εξηγείται! βλ. εξηγώ, θα σου 'λεγα (τώρα) βλ. λέω, λέμε τώρα βλ. λέω, μη χέ(σω) (τώρα) βλ. χέζω, τώρα δέσαμε! βλ. δένω, τώρα είναι που ... βλ. που, τώρα κοντά βλ. κοντά, τώρα που βρήκαμε παπά, ας/να θάψουμε πεντέξι βλ. παπάς, τώρα που γυρίζει βλ. γυρίζω [< μτγν. τώρα]

φανός

φανός φα-νός ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. φακός: ηλεκτρικοί φορητοί ~οί. ~ χειρός. 2. φανάρι, προβολέας: ~οί ναυσιπλοΐας (βλ. φαροδείκτης, φαρόπλοιο)/ομίχλης (: σε όχημα). Πβ. λυχνία. ● ΣΥΜΠΛ.: φανός θυέλλης βλ. θύελλα, φώτα πορείας βλ. φως ● ΦΡ.: μετά φανών και λαμπάδων (μτφ.-λόγ.-ειρων.): θριαμβευτικά, πανηγυρικά: Η συμφωνία ανακοινώθηκε ~ ~. [< αρχ. φανός ‘πυρσός, φανάρι’, αγγλ. torch]

φόβος

φόβος φό-βος ουσ. (αρσ.): δυσάρεστο και έντονο συναίσθημα που αποτελεί προσωρινή αντίδραση σε κάποιον κίνδυνο, υπαρκτό ή ανύπαρκτο: αδιόρατος/αιώνιος/ακαθόριστος/ανεξήγητος/ανομολόγητος/αόριστος/απροσδιόριστος/αρχέγονος/διάχυτος/ενδόμυχος/μόνιμος/μύχιος/παθολογικός/παράλογος (πβ. φοβία)/υποσυνείδητος ~. Παιδικοί ~οι. Ο ~ της απόρριψης/της αποτυχίας/της απώλειας/των εξετάσεων/του θανάτου/της τιμωρίας. ~ για το σκοτάδι. Αιτία/αντιμετώπιση/πηγή του ~ου. Καθεστώς/κλίμα ~ου. Σε κατάσταση πανικού και ~ου. Ο μεγαλύτερος/χειρότερος ~ του είναι ... (πβ. αγωνία). Τον έπιασε/κυρίευσε ~. Υποχώρησε μπροστά στον ~ο του αγνώστου. Κάτω από τον/υπό τον ~ο επεισοδίων. Αντιμετωπίζω/εκδηλώνω/νικώ/νιώθω/ξεπερνώ έναν ~ο. Κάτι δημιουργεί/εμπνέει ~ο. Σπέρνω τον ~ο. Διέκρινα ~ο στο βλέμμα του. Ζει με τον ~ο. Έδειξε ~ο (πβ. δειλία).|| (εμφατ.) Έτρεμε/παρέλυσε/του κόπηκαν τα πόδια/τρελάθηκε απ' τον ~ο (του). Πάγωσε από τον ~ο. Πβ. τρόμος. Βλ. άγχος, τρακ1.φόβοι (οι): ανησυχίες: αδικαιολόγητοι/βάσιμοι ~. ~ για κλιμάκωση της έντασης/πανδημία. Αναζωπύρωση των ~ων. Επαληθεύτηκαν/επιβεβαιώθηκαν οι αρχικοί μας ~. Διέλυσε/έδιωξε τους ~ους μου.|| (σπανιότ. στον εν.) Είχε εκφράσει τον ~ο του για ... ● ΣΥΜΠΛ.: ο φόβος/τρόμος του κενού βλ. τρόμος ● ΦΡ.: κατουριέμαι/τα κάνω πάνω μου/χέζομαι απ' τον φόβο (μου) (μτφ.-προφ.-εμφατ.): φοβάμαι πάρα πολύ., μετά φόβου Θεού (λόγ.): με δέος, πολύ προσεκτικά ή διστακτικά., παίρνω κάποιον/κάτι από φόβο (προφ.): μου προκαλεί φόβο: Σε έχει πάρει από ~., υπάρχει φόβος: υπάρχει κίνδυνος: ~ ~ μόλυνσης. Δεν ~ ~/δεν έχει ~ο να χαλάσει., φόβος Θεού: ΕΚΚΛΗΣ. δέος, σεβασμός προς τον Θεό., φόβος και τρόμος (προφ.-εμφατ., ΚΔ, μετὰ φόβου καὶ τρόμου): ~ ~ από τις ληστείες. Τους κατέλαβε ~ ~.|| (για πρόσ.) Ήταν ο φόβος και (ο) τρόμος του σχολείου (: για πολύ αυστηρό καθηγητή). Πβ. φόβητρο., χωρίς φόβο και πάθος: χωρίς υπεκφυγές, ενδοιασμούς, ψέματα: Θα σου μιλήσω ~ ~.|| (στο δικαστήριο:) Ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια ~ ~., για τον φόβο των Ιουδαίων βλ. Ιουδαίος, Ιουδαία, μου λύθηκε ο αφαλός από τα γέλια/από τον φόβο βλ. αφαλός, ο φόβος φυλάει τα έρημα/έρμα βλ. έρημος [< αρχ. φόβος]

χαρά

χαρά χα-ρά ουσ. (θηλ.) 1. έντονα θετικό συναίσθημα που συνιστά έκφραση ευτυχίας και προκαλείται από την εκπλήρωση στόχου ή επιθυμίας: εσωτερική ~. ~ και αισιοδοξία/ικανοποίηση/περηφάνια/συγκίνηση. Η ~ της δημιουργίας/του έρωτα/της ζωής/της νίκης/του παιχνιδιού. Χαμόγελα ~άς. Με ιδιαίτερη/περισσή ~. Τρελός από ~. Γέλια και ~ές. Η ~ μου δεν περιγράφεται/είναι απερίγραπτη. Είναι όλο ~. Δάκρυσε/έκλαψε/λάμπει από ~. Τα λόγια σου μου δίνουν μεγάλη ~ (= με κάνουν πολύ χαρούμενο). Χρόνια πολλά με υγεία και ~! (σε λόγο:) Έχω τη ~ και την τιμή να ... Είναι ~ μου που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας. Πβ. ευχαρίστηση. Βλ. ενθουσιασμός. ΑΝΤ. θλίψη (1), λύπη (1), στενοχώρια 2. (συνεκδ.) οτιδήποτε προκαλεί το αντίστοιχο συναίσθημα· χαρούμενο συμβάν: απλές/καθημερινές/οικογενειακές ~ές. Ο ερχομός του ήταν (μια) ανέλπιστη/απροσδόκητη ~. Έχουμε διπλή ~ στο σπίτι: γάμο και γεννητούρια. Απολαμβάνω/γεύομαι τις μικρές ~ές (= μικροχαρές) της ζωής. Περάσαμε ~ές και λύπες. ● Υποκ.: χαρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: παιδική χαρά: υπαίθριος χώρος ψυχαγωγίας για παιδιά, στον οποίο υπάρχουν διάφορα παιχνίδια (κούνιες, τραμπάλα, τσουλήθρα): η ~ ~ της γειτονιάς. Βλ. λούνα παρκ, παιδότοπος, πάρκο.|| (μτφ.) Η άμυνα της ομάδας θυμίζει ~ ~., τσάρτερ της χαράς βλ. τσάρτερ, χαράς ευαγγέλια βλ. ευαγγέλιο ● ΦΡ.: γεια χαρά (προφ.) & (λαϊκό) γεια χαραντάν: ως φιλικός χαιρετισμός: ~ ~, παιδιά! ~ ~ σ' όλους! Γεια (σου) και χαρά σου!, η χαρά του ... (προφ.-συχνά ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον, έχει σε μεγάλο βαθμό στοιχεία που τον ικανοποιούν: Αυτοκίνητα, ~ ~ των ανδρών. Το δωμάτιό της είναι ~ ~ παιδιού (: γεμάτο παιχνίδια). Πόλη που είναι ~ ~ αρχιτέκτονα., κάνω χαρά/χαρές/χαρούλες: εξωτερικεύω τη χαρά μου: Έκανε μεγάλη χαρά που μας είδε. Μας έκανε (πολλές) χαρές/χαρούλες (: μας υποδέχτηκε θερμά).|| Το τι χαρές έκανε με τα δώρα της, δεν λέγεται!|| Ε, ρε χαρές (= γλέντια) που έχουμε να κάνουμε!, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά & (σπάν.) σαν την καλή χαρά (προφ.): πολύ χαρούμενος, κεφάτος: Είναι πάντα/ξύπνησε ~ ~., μετά χαράς (λόγ.): ευχαρίστως, πρόθυμα: Δέχομαι ~ ~., μια χαρά (προφ.): πολύ καλά, ωραία: -Πώς είσαι; -~ ~! Όλα πάνε ~ ~. ~ ~ τα κατάφερες/σε βλέπω. Τα βρήκαν ~ ~ μεταξύ τους. ~ ~ (= με τον καλύτερο δυνατό τρόπο) τη χειρίστηκε την υπόθεση.|| (ειρων.) ~ ~ θα ζήσεις και χωρίς εμένα.|| Γιατί τι έχει; ~ ~ παιδί είναι (: πολύ καλό).|| Θα μπορούσε ~ ~ (= κάλλιστα) να αδιαφορήσει, αλλά δεν το 'κανε., μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά (παροιμ.): η χαρά γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όταν τη μοιραζόμαστε με κάποιον. Βλ. μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη., πετώ/πηδώ απ' τη χαρά μου/από χαρά (μτφ.-επιτατ.): είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, πανευτυχής: Πέταξε ~ ~, όταν έμαθε ότι ...|| -Χαίρεσαι; -Ε, δεν πετώ κι ~ μου (= δεν τρελαίνομαι κιόλας). Κανονικά, θα 'πρεπε να ~άς από χαρά., στις χαρές/στη χαρά σου! (ευχετ., συνήθ. ως πρόποση): και στα δικά σου!: Άντε, και ~ ~! ~ ~ σας οι λεύτεροι!, χαρά θεού (προφ.): όμορφος καιρός, λιακάδα· κατ' επέκτ. για κάτι πολύ όμορφο, ευχάριστο: ~ ~ σήμερα! Είναι/έχει ~ ~ έξω, πάμε βόλτα;|| ~ ~ η φύση!, χαρά μου: οικεία προσφώνηση: Ό,τι θέλεις, ~ ~!, χαρά σ' αυτόν/σ' εκείνον/στον ... που ... (προφ.-συνήθ. ειρων.): έχει κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένος αυτός που ...: Χαρά στον άντρα που θα την πάρει!, χαρά στο κουράγιο/στην υπομονή σου (προφ.): απορώ πώς αντέχεις: ~ ~ που περίμενες τόσες ώρες/τον ανέχεσαι!, (την) κάνει (μια χαρά) τη δουλειά/(τη δουλίτσα) του βλ. δουλειά, γιορτές/χαρές και πανηγύρια βλ. γιορτή, εργασία και χαρά! βλ. εργασία, η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) βλ. τιμή, με γεια σου, με χαρά σου βλ. γεια, μια χαρά και δυο τρομάρες βλ. τρομάρα, σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη βλ. Κυριακή, χαρά και αγαλλίαση βλ. αγαλλίαση [< αρχ. χαρά]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.