Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 242 εγγραφές  [0-20]


  • ρο ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ρω: το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου: ~ κεφαλαίο (Ρ). ~ μικρό (ρ). Πβ. ρ. [< αρχ. ῥῶ]
  • ρο-ρο ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ειδικά σχεδιασμένο φορτηγό ή, κυρ., οχηματαγωγό πλοίο στο οποίο η φόρτωση και εκφόρτωση φορτίων και οχημάτων γίνεται μέσω ρυμούλκησης με ελκυστήρες: ~ στη γραμμή ... Βλ. κάργκο. [< αγγλ. Roll-on/Roll-off (RR), Ro-Ro, 1969]
  • ρόβι ρό-βι ουσ. (ουδ.) & ρόβη (η): ΒΟΤ. κτηνοτροφικό φυτό (επιστ. ονομασ. Vicia ervilia) που ανήκει στα ψυχανθή και οι καρποί του μοιάζουν με αρακά: ~ για τα βόδια. Βλ. βίκος, λαθούρι. [< μεσν. ρόβιν < αρχ. ὀρόβιον]
  • ροβίθια βλ. ρεβίθια
  • ροβιθιά βλ. ρεβιθιά
  • ροβίνια ρο-βί-νι-α ουσ. (θηλ.) & ρομπίνια: ΒΟΤ. ψευδακακία.
  • ροβινσώνας ρο-βιν-σώ-νας ουσ. (αρσ.) (μετωνυμ.): ναυαγός σε ερημικό μέρος και (ιδ.-κατ' επέκτ.) κάθε άνθρωπος που επιβιώνει κάτω από αντίξοες συνθήκες, μακριά από τον πολιτισμό: επίδοξοι/σύγχρονοι ~ες. [< αγγλ. Robinson (Crusoe)]
  • ροβολώ [ροβολῶ] ρο-βο-λώ ρ. (αμτβ.) {-ά κ. -άει ... | ροβόλ-ησα, -ώντας} & ροβολάω (λαϊκό): κατηφορίζω, κατεβαίνω γρήγορα, κυρ. από πλαγιά.
  • ρόγα ρό-γα ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.-λαϊκό): αμοιβή κυρ. κτηνοτρόφου ή αγρότη. [< μεσν. ρόγα]
  • ρόγα βλ. ρώγα
  • ρογί βλ. ροΐ
  • ρόγχος ρόγ-χος ουσ. (αρσ.) 1. βαριά και θορυβώδης αναπνοή λόγω αναπνευστικής δυσχέρειας, συνήθ. κατά τον ύπνο. Πβ. ροχαλητό, ροχάλισμα. 2. ΙΑΤΡ. {συνήθ. στον πληθ.} παθολογικός ήχος που ακούγεται κατά την ακρόαση των πνευμόνων: δύσπνοια και ~οι. Πβ. βράσιμο. Βλ. τρίζοντες. ● ΣΥΜΠΛ.: επιθανάτιος ρόγχος: δύσκολη και ηχηρή αναπνοή ανθρώπου που πεθαίνει· συνεκδ. ο θάνατος: ο ~ ~ του μελλοθάνατου.|| Τον έπιασαν οι τύψεις λίγο πριν από τον ~ο ~ο. (μτφ.) Κοινωνία σε ~ο ~ο (πβ. πνέει τα λοίσθια). [< μεσν. ρόγχος]
  • ρόδα ρό-δα ουσ. (θηλ.) 1. τροχός οχήματος· συνεκδ. οτιδήποτε έχει αντίστοιχο σχήμα: ~ αυτοκινήτου/ποδηλάτου. Ο άξονας/το ρουλεμάν της ~ας. Μπροστινές/πίσω ~ες. Βαλίτσα με ~ες.|| Η ~ του λούνα παρκ. ~ (της) πίτσας (: εργαλείο για κόψιμο σε κομμάτια). 2. (συνεκδ.-προφ.) γιωταχί ή μοτοσικλέτα. ● Υποκ.: ροδάκι (το) & ροδούλα, ροδίτσα (η): στη σημ. 1. ● ΦΡ.: ρόδα είναι και γυρίζει/γυρίζει ο τροχός βλ. γυρίζω [< βεν. roda < λατ. rota]
  • ρόδακας ρό-δα-κας ουσ. (αρσ.) 1. διακοσμητικό μοτίβο σε σχήμα ρόδου με ανοιχτά φύλλα: ανάγλυφος/χρυσός ~. Βλ. ροζέτα. 2. ΑΡΧΙΤ. μεγάλο κυκλικό άνοιγμα πάνω από τις πύλες γοτθικού ναού διακοσμημένο με βιτρό. 3. ΒΟΤ. ακτινωτή διάταξη του φυλλώματος φυτών με κοντό βλαστό. [< γαλλ. rosace]
  • ροδακινί ρο-δα-κι-νί επίθ./ουσ. {άκλ.} (προφ.): που έχει το χρώμα του ροδάκινου: ~ κουρτίνα. ~ λιπ γκλος/ρουζ. ~ αποχρώσεις.|| (ως ουσ.) Σου πάει το ~ (ενν. χρώμα). Βλ. βερικοκί.
  • ροδακινιά ρο-δα-κι-νιά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. φυλλοβόλο δέντρο (επιστ. ονομασ. Prunus persica) των εύκρατων περιοχών, με λογχοειδή φύλλα, καρπός του οποίου είναι το ροδάκινο. Βλ. νεκταρινιά, πυρηνόκαρπα, ροδίδες. [< μεσν. ροδακινιά]
  • ροδάκινο ρο-δά-κι-νο ουσ. (ουδ.): ο σαρκώδης, χυμώδης και αρωματικός καρπός της ροδακινιάς, ο οποίος έχει χνουδωτή φλούδα, σφαιρικό σχήμα και λευκορόδινο ή κόκκινο χρώμα: λευκόσαρκα ~α. Κομπόστα/λικέρ/μαρμελάδα ~. Τάρτα με ~α. Βλ. γιαρμάς, νεκταρίνι. [< μεσν. ροδάκινον < μτγν. δωράκινον (μῆλον) < λατ. duracinum]
  • ροδαλός , ή, ό ρο-δα-λός επίθ.: που έχει ρόδινο χρώμα: ~ή: απόχρωση/επιδερμίδα/κρούστα (: σε φαγητό). ~ό: μωρό/πρόσωπο/φως. ~ά: μάγουλα/χείλη. Πβ. τριανταφυλλένιος, τριανταφυλλής. ΣΥΝ. ροδοκόκκινος [< μτγν. ῥοδαλός]
  • ροδαλότητα ρο-δα-λό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ροδαλού: η ~ του προσώπου. Βλ. -ότητα.
  • ροδάμι ρο-δά-μι ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) ροδαμός (ο) (λαϊκό-λογοτ.): τρυφερός βλαστός. [< μτγν. ῥόδαμνος/ῥάδαμνος]

βερικοκί

βερικοκί βε-ρι-κο-κί επίθ./ουσ. {άκλ.} (προφ.): που έχει το χρώμα του βερίκοκου: ~ μπλούζα. ~ αποχρώσεις.|| (ως ουσ.) Το ~ (ενν. χρώμα). Βλ. ροδακινί.

βίκος

βίκος βί-κος ουσ. (αρσ.): ΒΟΤ. φυτικό είδος (επιστ. ονομασ. Vicia sativa) της οικογένειας των ψυχανθών που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή και για χλωρή λίπανση. Βλ. ρόβι. [< πβ. μτγν. βικία, η < λατ. vicia]

γιαρμάς

γιαρμάς γιαρ-μάς ουσ. (αρσ.) {-άδες} & (προφ.) γερμάς: ποικιλία μεγάλου ροδάκινου με μαλακή, αρωματική κίτρινη σάρκα· καταχρ. ροδάκινο. Βλ. νεκταρίνι. [< τουρκ. yarma]

γυρίζω

γυρίζω γυ-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γύρι-σα, γυρί-στηκε, -σμένος, γυρίζ-οντας} & γυρνώ κ. -άω {-άς ..., -ώντας} 1. περιστρέφω: ~ τους δείκτες του ρολογιού/το κλειδί στην πόρτα/τη σούβλα. Μην ξεχάσεις να ~σεις το ρολόι μια ώρα μπροστά/πίσω.|| Η Γη/ο δορυφόρος ~ει. Μετά το μεθύσι ένιωθα όλα να ~ουν.|| (μτφ.) Η κυβέρνηση ~ει γύρω-γύρω από το πρόβλημα της ανεργίας (: δεν το αντιμετωπίζει ουσιαστικά). 2. στρέφω κάτι προς ορισμένη κατεύθυνση: ~ το βλέμμα.|| Με το που μπήκε στο δωμάτιο, όλοι ~σαν. ~σε στους πίσω και τους έκανε παρατήρηση. Δεν ~σε καν να με κοιτάξει. Τον φώναξα πολλές φορές, αλλά δεν ~σε. ~σε και μου είπε ότι ... Είχε ~σμένο το κεφάλι προς το μέρος της. Κοιμάται ~σμένη στο πλάι. 3. επιστρέφω: ~ από τις διακοπές/τη δουλειά/το εξωτερικό. ~ το βράδυ/την Κυριακή/πίσω. Γυρνώντας σπίτι (= καθώς γύριζα, στον γυρισμό), άκουγα ραδιόφωνο. Τηλεφώνησέ μου μόλις ~σεις. Τι ώρα είναι αυτή που ~σες πάλι; Μόλις τώρα ~σα. Θα ~σω με τα πόδια. (ως ευχή) Καλό ταξίδι και με το καλό να ~σετε! Βλ. ξανα~.|| (μτφ.) Συχνά ~ στα παλιά/στο παρελθόν/στο χθες (πβ. αναπολώ). Φέτος τον χειμώνα η μόδα ~ει (= επανέρχεται) στη δεκαετία του '60.|| Δεν μου ~σε ακόμη τα δανεικά. (στο ποδόσφαιρο) ~σε από αριστερά τη μπάλα στον τερματοφύλακα. 4. αναποδογυρίζω: ~ τα αβγά/την ομελέτα.|| Ο γιακάς σου έχει ~σει (: έχει έρθει το μέσα έξω). 5. αλλάζω: ~ κανάλι/πλευρό/σελίδα.|| (μτφ.) ~ουν τα πράγματα. ~σε η κατάσταση/η τύχη. Ο καιρός ~σε (σε βοριά/νοτιά). Πβ. μεταβάλλομαι. 6. περιφέρομαι, τριγυρίζω: ~ει όλο το βράδυ στους δρόμους/σε μπαράκια. ~ει με τον ένα και με τον άλλο (: βγαίνει, έχει ερωτική σχέση). Οι μασκαράδες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Πού ~ες όλη μέρα; ~ει εδώ κι εκεί.|| Το νησί είναι πανέμορφο, αξίζει να το ~σετε (: να κάνετε τον γύρο του, βλ. περπατώ.). ~σε όλο τον κόσμο (: ταξίδεψε παντού).|| Μας ~σαν σε μουσεία, καταστήματα, ταβέρνες (= ξενάγησαν, πήγαν). 7. κινηματογραφώ: ~ ένα ντοκιμαντέρ/ένα σίριαλ/ταινία. Το φιλμ ~στηκε το 1970. Βλ. κακο-, καλο-γυρισμένος. ● ΦΡ.: γυρίζω με άδεια χέρια (προφ.): επιστρέφω άπρακτος: Πήγε για κυνήγι, αλλά γύρισε ~ ~., γυρίζω το μέσα έξω: βγάζω έξω αυτό που βρίσκεται από μέσα, αναστρέφω, αντιστρέφω: Γύρισε τα γάντια ~ ~., γυρίζω το παιχνίδι & το παιχνίδι γυρίζει: (κυρ. στο ποδόσφαιρο) για ανατροπή του σκορ και συνήθ. νίκη της ομάδας ή του παίκτη που έχανε προηγουμένως., μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα (μτφ.-προφ.): με ενοχλεί υπερβολικά, μέχρι αηδίας: ~ ~ μόνο που το σκέφτομαι!, να πάει και να μη γυρίσει!: (αποτρεπτικά) για εξαιρετικά δυσάρεστο συμβάν., ρόδα είναι και γυρίζει/γυρίζει ο τροχός: για το ευμετάβλητο της τύχης. Πβ. έχει ο καιρός γυρίσματα., το γύρισε στ' αστείο/στην πλάκα (προφ.): έστρεψε τη συζήτηση προς το αστείο., το γύρισε στο σοβαρό (προφ.): έστρεψε την κουβέντα σε σοβαρά θέματα ή πήρε σοβαρό ύφος., το/τα γυρίζω (μτφ.-προφ.): αλλάζω γνώμη ή συνήθεια: Ενώ αρχικά είπε ότι θα με βοηθήσει, μετά μου τα γύρισε.|| Το ~σε (= στράφηκε) στη μαγειρική τώρα., τώρα που γυρίζει (προφ.): (ως προτροπή) σε περιπτώσεις που η έκβαση δεν έχει ακόμη κριθεί και οι προοπτικές είναι ανοιχτές: Έλα παίξε ~ ~ (: ενν. η ρουλέτα και γενικότ. σε τυχερά παιχνίδια)! Πάρτε προσκλήσεις ~ ~!, αλλάζει/γυρίζει το γούρι βλ. γούρι, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, γυρίζει σαν (τη) σβούρα βλ. σβούρα, γυρίζει σαν την άδικη κατάρα βλ. κατάρα, γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου βλ. κεφάλι, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, γυρίζω/στρέφω και το άλλο μάγουλο βλ. μάγουλο, γυρίζω/στρέφω/δείχνω την πλάτη/τα νώτα μου σε κάποιον/κάτι βλ. πλάτη, η τύχη μού γυρίζει την πλάτη βλ. τύχη, θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός βλ. χορταίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, το ποτάμι δε(ν) γυρίζει πίσω βλ. ποτάμι [< μεσν. γυρίζω, γαλλ. tourner, αγγλ. turn]

κάργκο

κάργκο κάρ-γκο ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. πλοίο ή αεροπλάνο που μεταφέρει εμπορεύματα· κυρ. συνεκδ. το ίδιο το φορτίο: (ως επίθ.) πτήσεις ~. Βλ. φορτηγό. 2. είδος φαρδιού παντελονιού με μεγάλες εξωτερικές τσέπες στο πλάι των μηρών: (ως επίθ.) ~ κάπρι. [< 1: αγγλ. cargo, γαλλ. ~, 1906]

νεκταρινιά

νεκταρινιά νε-κτα-ρι-νιά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. ποικιλία ροδακινιάς (επιστ. ονομασ. Prunus persica), καρπός της οποίας είναι το νεκταρίνι. ΣΥΝ. μηλοροδακινιά

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ρεβίθια

ρεβίθια ρε-βί-θια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. ρεβίθι} & (λαϊκό) ροβίθια & (εσφαλμ.) ρεβύθια: οι μικροί στρογγυλοί καρποί της ρεβιθιάς, φαγώσιμο όσπριο: (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ γιαχνί/με λαχανικά/με ρύζι/σούπα/στον φούρνο (= ρεβιθάδα). ~ κοκκινιστά/νερόβραστα/σαλάτα. Κρέας/μελιτζάνες με ~. Πουρές ~ιών (πβ. χούμους). ● Υποκ.: ρεβιθάκι (το) ● ΦΡ.: το κουκί και το ρεβίθι βλ. κουκιά [< μεσν. ρεβίθι]

ροζέτα

ροζέτα ρο-ζέ-τα ουσ. (θηλ.) 1. διακοσμητικό στοιχείο σε σχήμα λουλουδιού, που συνήθ. τοποθετείται στο κέντρο του ταβανιού: ανάγλυφη/επιχρυσωμένη/ξύλινη ~. ~ με φυτικό διάκοσμο. Βλ. ρόδακας. 2. ΤΕΧΝΟΛ. επίπεδος δακτύλιος σύσφιξης ή στήριξης: λαβή με ~. Πβ. ροδέλα. 3. παράσημο με σχήμα τριαντάφυλλου. 4. ΟΡΥΚΤ. διαμάντι που η μία του πλευρά είναι πολυεδρική και η άλλη επίπεδη. 5. δαχτυλίδι με κεντρική πέτρα και μικρούς πολύτιμους λίθους γύρω της σε σχήμα λουλουδιού. Βλ. -έτα. [< ιταλ. rosetta, γαλλ. rosette]

ροΐ

ροΐ ρο-ΐ ουσ. (ουδ.) & ρογί (λαϊκό): μικρό δοχείο λαδιού σε σχήμα κώνου με μακρόστενο στόμιο. Πβ. λαδερό, λαδικό. [< μεσν. ρογίον]

ρώγα

ρώγα [ῥῶγα] ρώ-γα ουσ. (θηλ.) & ρόγα 1. καθένας από τους καρπούς που έχει το τσαμπί του σταφυλιού: άγουρη ~ (βλ. αγουρίδα). Βλ. γίγαρτα. ΣΥΝ. ράγα2 2. ΑΝΑΤ. θηλή του μαστού. 3. το εσωτερικό των ακροδαχτύλων. ● Υποκ.: ρωγίτσα & ρωγούλα (η) ● ΦΡ.: μάζευε κι ας είν' και ρώγες (παροιμ.): κάνε αποταμίευση ακόμα και μικρών, ασήμαντων πραγμάτων, γιατί μπορεί να φανούν χρήσιμα στο μέλλον., τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε βλ. τζιτζίκι [< μεσν. ρώγα < αρχ. ῥώξ, αιτ. ῥῶγα]

τρίζοντες

τρίζοντες τρί-ζο-ντες ουσ. (αρσ.) (οι) {σπάν. στον εν. τρίζων}: ΙΑΤΡ. ρόγχοι μικρής διάρκειας με μη μουσικό ήχο, που αποτελούν σύμπτωμα της λοβώδους πνευμονίας: εισπνευστικοί ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.