βερικοκί βε-ρι-κο-κί επίθ./ουσ. {άκλ.} (προφ.): που έχει το χρώμα του βερίκοκου: ~ μπλούζα. ~ αποχρώσεις.|| (ως ουσ.) Το ~ (ενν. χρώμα). Βλ. ροδακινί.
βίκος βί-κος ουσ. (αρσ.): ΒΟΤ. φυτικό είδος (επιστ. ονομασ. Vicia sativa) της οικογένειας των ψυχανθών που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή και για χλωρή λίπανση. Βλ. ρόβι. [< πβ. μτγν. βικία, η < λατ. vicia]
γιαρμάς γιαρ-μάς ουσ. (αρσ.) {-άδες} & (προφ.) γερμάς: ποικιλία μεγάλου ροδάκινου με μαλακή, αρωματική κίτρινη σάρκα· καταχρ. ροδάκινο. Βλ. νεκταρίνι. [< τουρκ. yarma]
γυρίζω γυ-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γύρι-σα, γυρί-στηκε, -σμένος, γυρίζ-οντας} & γυρνώ κ. -άω {-άς ..., -ώντας} 1. περιστρέφω: ~ τους δείκτες του ρολογιού/το κλειδί στην πόρτα/τη σούβλα. Μην ξεχάσεις να ~σεις το ρολόι μια ώρα μπροστά/πίσω.|| Η Γη/ο δορυφόρος ~ει. Μετά το μεθύσι ένιωθα όλα να ~ουν.|| (μτφ.) Η κυβέρνηση ~ει γύρω-γύρω από το πρόβλημα της ανεργίας (: δεν το αντιμετωπίζει ουσιαστικά). 2. στρέφω κάτι προς ορισμένη κατεύθυνση: ~ το βλέμμα.|| Με το που μπήκε στο δωμάτιο, όλοι ~σαν. ~σε στους πίσω και τους έκανε παρατήρηση. Δεν ~σε καν να με κοιτάξει. Τον φώναξα πολλές φορές, αλλά δεν ~σε. ~σε και μου είπε ότι ... Είχε ~σμένο το κεφάλι προς το μέρος της. Κοιμάται ~σμένη στο πλάι. 3. επιστρέφω: ~ από τις διακοπές/τη δουλειά/το εξωτερικό. ~ το βράδυ/την Κυριακή/πίσω. Γυρνώντας σπίτι (= καθώς γύριζα, στον γυρισμό), άκουγα ραδιόφωνο. Τηλεφώνησέ μου μόλις ~σεις. Τι ώρα είναι αυτή που ~σες πάλι; Μόλις τώρα ~σα. Θα ~σω με τα πόδια. (ως ευχή) Καλό ταξίδι και με το καλό να ~σετε! Βλ. ξανα~.|| (μτφ.) Συχνά ~ στα παλιά/στο παρελθόν/στο χθες (πβ. αναπολώ). Φέτος τον χειμώνα η μόδα ~ει (= επανέρχεται) στη δεκαετία του '60.|| Δεν μου ~σε ακόμη τα δανεικά. (στο ποδόσφαιρο) ~σε από αριστερά τη μπάλα στον τερματοφύλακα. 4. αναποδογυρίζω: ~ τα αβγά/την ομελέτα.|| Ο γιακάς σου έχει ~σει (: έχει έρθει το μέσα έξω). 5. αλλάζω: ~ κανάλι/πλευρό/σελίδα.|| (μτφ.) ~ουν τα πράγματα. ~σε η κατάσταση/η τύχη. Ο καιρός ~σε (σε βοριά/νοτιά). Πβ. μεταβάλλομαι. 6. περιφέρομαι, τριγυρίζω: ~ει όλο το βράδυ στους δρόμους/σε μπαράκια. ~ει με τον ένα και με τον άλλο (: βγαίνει, έχει ερωτική σχέση). Οι μασκαράδες γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Πού ~ες όλη μέρα; ~ει εδώ κι εκεί.|| Το νησί είναι πανέμορφο, αξίζει να το ~σετε (: να κάνετε τον γύρο του, βλ. περπατώ.). ~σε όλο τον κόσμο (: ταξίδεψε παντού).|| Μας ~σαν σε μουσεία, καταστήματα, ταβέρνες (= ξενάγησαν, πήγαν). 7. κινηματογραφώ: ~ ένα ντοκιμαντέρ/ένα σίριαλ/ταινία. Το φιλμ ~στηκε το 1970. Βλ. κακο-, καλο-γυρισμένος. ● ΦΡ.: γυρίζω με άδεια χέρια (προφ.): επιστρέφω άπρακτος: Πήγε για κυνήγι, αλλά γύρισε ~ ~., γυρίζω το μέσα έξω: βγάζω έξω αυτό που βρίσκεται από μέσα, αναστρέφω, αντιστρέφω: Γύρισε τα γάντια ~ ~., γυρίζω το παιχνίδι & το παιχνίδι γυρίζει: (κυρ. στο ποδόσφαιρο) για ανατροπή του σκορ και συνήθ. νίκη της ομάδας ή του παίκτη που έχανε προηγουμένως., μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα (μτφ.-προφ.): με ενοχλεί υπερβολικά, μέχρι αηδίας: ~ ~ μόνο που το σκέφτομαι!, να πάει και να μη γυρίσει!: (αποτρεπτικά) για εξαιρετικά δυσάρεστο συμβάν., ρόδα είναι και γυρίζει/γυρίζει ο τροχός: για το ευμετάβλητο της τύχης. Πβ. έχει ο καιρός γυρίσματα., το γύρισε στ' αστείο/στην πλάκα (προφ.): έστρεψε τη συζήτηση προς το αστείο., το γύρισε στο σοβαρό (προφ.): έστρεψε την κουβέντα σε σοβαρά θέματα ή πήρε σοβαρό ύφος., το/τα γυρίζω (μτφ.-προφ.): αλλάζω γνώμη ή συνήθεια: Ενώ αρχικά είπε ότι θα με βοηθήσει, μετά μου τα γύρισε.|| Το ~σε (= στράφηκε) στη μαγειρική τώρα., τώρα που γυρίζει (προφ.): (ως προτροπή) σε περιπτώσεις που η έκβαση δεν έχει ακόμη κριθεί και οι προοπτικές είναι ανοιχτές: Έλα παίξε ~ ~ (: ενν. η ρουλέτα και γενικότ. σε τυχερά παιχνίδια)! Πάρτε προσκλήσεις ~ ~!, αλλάζει/γυρίζει το γούρι βλ. γούρι, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, γυρίζει σαν (τη) σβούρα βλ. σβούρα, γυρίζει σαν την άδικη κατάρα βλ. κατάρα, γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου βλ. κεφάλι, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, γυρίζω/στρέφω και το άλλο μάγουλο βλ. μάγουλο, γυρίζω/στρέφω/δείχνω την πλάτη/τα νώτα μου σε κάποιον/κάτι βλ. πλάτη, η τύχη μού γυρίζει την πλάτη βλ. τύχη, θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός βλ. χορταίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, το ποτάμι δε(ν) γυρίζει πίσω βλ. ποτάμι [< μεσν. γυρίζω, γαλλ. tourner, αγγλ. turn]
κάργκο κάρ-γκο ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. πλοίο ή αεροπλάνο που μεταφέρει εμπορεύματα· κυρ. συνεκδ. το ίδιο το φορτίο: (ως επίθ.) πτήσεις ~. Βλ. φορτηγό. 2. είδος φαρδιού παντελονιού με μεγάλες εξωτερικές τσέπες στο πλάι των μηρών: (ως επίθ.) ~ κάπρι. [< 1: αγγλ. cargo, γαλλ. ~, 1906]
νεκταρινιά νε-κτα-ρι-νιά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. ποικιλία ροδακινιάς (επιστ. ονομασ. Prunus persica), καρπός της οποίας είναι το νεκταρίνι. ΣΥΝ. μηλοροδακινιά
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ρεβίθια ρε-βί-θια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. ρεβίθι} & (λαϊκό) ροβίθια & (εσφαλμ.) ρεβύθια: οι μικροί στρογγυλοί καρποί της ρεβιθιάς, φαγώσιμο όσπριο: (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ γιαχνί/με λαχανικά/με ρύζι/σούπα/στον φούρνο (= ρεβιθάδα). ~ κοκκινιστά/νερόβραστα/σαλάτα. Κρέας/μελιτζάνες με ~. Πουρές ~ιών (πβ. χούμους). ● Υποκ.: ρεβιθάκι (το) ● ΦΡ.: το κουκί και το ρεβίθι βλ. κουκιά [< μεσν. ρεβίθι]
ροζέτα ρο-ζέ-τα ουσ. (θηλ.) 1. διακοσμητικό στοιχείο σε σχήμα λουλουδιού, που συνήθ. τοποθετείται στο κέντρο του ταβανιού: ανάγλυφη/επιχρυσωμένη/ξύλινη ~. ~ με φυτικό διάκοσμο. Βλ. ρόδακας. 2. ΤΕΧΝΟΛ. επίπεδος δακτύλιος σύσφιξης ή στήριξης: λαβή με ~. Πβ. ροδέλα. 3. παράσημο με σχήμα τριαντάφυλλου. 4. ΟΡΥΚΤ. διαμάντι που η μία του πλευρά είναι πολυεδρική και η άλλη επίπεδη. 5. δαχτυλίδι με κεντρική πέτρα και μικρούς πολύτιμους λίθους γύρω της σε σχήμα λουλουδιού. Βλ. -έτα. [< ιταλ. rosetta, γαλλ. rosette]
ροΐ ρο-ΐ ουσ. (ουδ.) & ρογί (λαϊκό): μικρό δοχείο λαδιού σε σχήμα κώνου με μακρόστενο στόμιο. Πβ. λαδερό, λαδικό. [< μεσν. ρογίον]
ρώγα [ῥῶγα] ρώ-γα ουσ. (θηλ.) & ρόγα 1. καθένας από τους καρπούς που έχει το τσαμπί του σταφυλιού: άγουρη ~ (βλ. αγουρίδα). Βλ. γίγαρτα. ΣΥΝ. ράγα2 2. ΑΝΑΤ. θηλή του μαστού. 3. το εσωτερικό των ακροδαχτύλων. ● Υποκ.: ρωγίτσα & ρωγούλα (η) ● ΦΡ.: μάζευε κι ας είν' και ρώγες (παροιμ.): κάνε αποταμίευση ακόμα και μικρών, ασήμαντων πραγμάτων, γιατί μπορεί να φανούν χρήσιμα στο μέλλον., τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε βλ. τζιτζίκι [< μεσν. ρώγα < αρχ. ῥώξ, αιτ. ῥῶγα]
τρίζοντες τρί-ζο-ντες ουσ. (αρσ.) (οι) {σπάν. στον εν. τρίζων}: ΙΑΤΡ. ρόγχοι μικρής διάρκειας με μη μουσικό ήχο, που αποτελούν σύμπτωμα της λοβώδους πνευμονίας: εισπνευστικοί ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ