Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 731 εγγραφές  [0-20]


  • -δερμα β' συνθετικό ουδετέρων ουσιαστικών που αναφέρονται 1. ΒΙΟΛ.-ΑΝΑΤ. στις εμβρυϊκές βλαστικές στιβάδες: ενδό~/εξώ~/μεσό~/υπό~. 2. στο κατεργασμένο ή μη δέρμα ζώου: χοιρό~.
  • -κέφαλος , η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρεται 1. στο κεφάλι: δι-κέφαλο τέρας. Υδρο~.|| (ευχετ.) Σιδερο~.|| (μτφ.) Αυτο~. 2. (μτφ.) στον νου, τον τρόπο σκέψης, τον χαρακτήρα: θερμο~/ξερο~/στενο~/χοντρο~ (πβ. στενό-μυαλος).|| (χιουμορ.-μειωτ.) Κουφιo~/μπουζουκο~. 3. ΑΝΑΤ. σε εκφύσεις των μυών: τρι-κέφαλοι (μύες).
  • αγγειακός , ή, ό [ἀγγειακός] αγ-γει-α-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στα αιμοφόρα αγγεία: ~ός: δακτύλιος/τόνος. ~ή: απόφραξη/βλάβη/κυκλοφορία/νόσος/υπερτροφία/χειρουργική (= αγγειοχειρουργική). ~ό: δίκτυο/εγκεφαλικό επεισόδιο/ενδοθήλιο/μόσχευμα/σύστημα/τοίχωμα. ~οί: υπέρηχοι. ~ές: παθήσεις. Βλ. ενδ~, καρδι~, νεφρ~. [< γαλλ. vasculaire]
  • αγγείο [ἀγγεῖο] αγ-γεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ. δοχείο με χρηστικό ή διακοσμητικό χαρακτήρα: αποθηκευτικό/αττικό/γυάλινο/δακτυλιόσχημο/ερυθρόμορφο/ζωόμορφο/κεραμικό/κορινθιακό/κυκλαδικό/κυλινδρικό/μελανόμορφο/μινωικό/μυκηναϊκό/πήλινο/ταφικό/τελετουργικό/τριποδικό/χάλκινο ~. ~ πόσης. ~ με ανάγλυφη/γραμμική/γραπτή/εγχάρακτη διακόσμηση.|| Κρυστάλλινα/πορσελάνινα ~α. ~ για νερό (πβ. κανάτα, στάμνα). 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. {κυρ. στον πληθ.} αγωγός του οργανισμού μέσα στον οποίο κυκλοφορεί το αίμα, η λέμφος ή άλλο υγρό: απαγωγά (: φλέβες)/εγκεφαλικά/λεμφικά (ή λεμφαγγεία)/παράπλευρα/περιφερικά/προσαγωγά (: αρτηρίες)/στεφανιαία/χοληφόρα ~α. Αθηρωμάτωση/απόφραξη/διάνοιξη/διαστολή/ρήξη/στένωση/τοιχώματα/φλεγμονή ~ου/ων. 3. ΒΟΤ. {συνήθ. στον πληθ.} πολύ λεπτός αγωγός που μεταφέρει χυμούς μέσα στο φυτό. Τα ~α του ριζικού συστήματος ● ΣΥΜΠΛ.: αιμοφόρα αγγεία βλ. αιμοφόρος, καμαραϊκά αγγεία βλ. καμαραϊκός, τριχοειδή αγγεία βλ. τριχοειδής [< αρχ. ἀγγεῖον, γαλλ. vaisseau]
  • αγγειο- & αγγει- α' συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων με αναφορά 1. σε δοχείο ή σκεύος: αγγειο-γραφία/~πλάστης. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. στα αιμοφόρα αγγεία: αγγειο-πάθεια/~χειρουργικός. Αγγει-εκτασία.
  • αγγειώδης , ης, ες [ἀγγειώδης] αγ-γει-ώ-δης επίθ. (επιστ.) 1. που αναφέρεται στα αιμοφόρα αγγεία των ανθρώπων και των ζώων ή στα αγγεία που μεταφέρουν τους χυμούς στα φυτά: ~εις σπίλοι στο πρόσωπο.|| (ΒΟΤ.) ~ης: ιστός. 2. (σπάν.) που είναι κοίλος σαν αγγείο: ~ης: κατασκευή. Βλ. -ώδης. ● ΣΥΜΠΛ.: αγγειώδης χιτώνας: ΑΝΑΤ. ο χιτώνας του ματιού που βρίσκεται μεταξύ του ινώδους και του αμφιβληστροειδούς. [< 1: γαλλ. vasculaire]
  • αγκύλη [ἀγκύλη] α-γκύ-λη ουσ. (θηλ.) {αγκυλ-ών} 1. {συνήθ. στον πληθ.} τυπογραφικό σημείο ή σύμβολο που χρησιμοποιείται κυρ. στα μαθηματικά, την πληροφορική, τη φιλολογία, τη φυσική: αγκιστροειδείς (= άγκιστρα, μύστακες {})/καμπύλες (= παρενθέσεις)/τετράγωνες ~ες ([]). Άνοιγμα/ζεύγος/κλείσιμο ~ών. Αριθμοί/εντολές/λέξεις (μέσα) σε ~ες. Χαρακτήρες εκτός/εντός ~ών. Βάζω/γράφω κάτι (μέσα) σε ~ες. Οι γωνιώδεις ~ες < > χρησιμοποιούνται στις κριτικές εκδόσεις για δήλωση προσθήκης.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κωδικοί που περικλείονται σε ~ες. 2. ΑΝΑΤ. καμπή, τόξο: ανοιχτή/κλειστή/κολική/τραχηλική/φακοειδής ~. Η ~ του μέσου εντέρου. ~ες των σπονδυλικών νεύρων. Ορθοδοντικές ~ες. 3. ΝΑΥΤ. (σπάν.) θηλιά σχοινιού ή συρματόσχοινου για το δέσιμο πλοίου και γενικότ. κάθε θηλιά. [< 1: αρχ. ἀγκύλη, γαλλ. crochet, αγγλ. bracket 2: αγγλ. ansa, loop]
  • αγκώνας [ἀγκώνας] α-γκώ-νας ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. η εξωτερική γωνία της άρθρωσης ανάμεσα στον βραχίονα και τον αντιβραχίονα: γδαρσίματα/εξάρθρημα/κακώσεις/στρέβλωση/τραυματισμοί του ~α. Κάμπτω/λυγίζω/τεντώνω τους ~ες. Ακουμπώ/στηρίζομαι στους ~ες. Έσπρωχνε/σκουντούσε τους περαστικούς με τους ~ες.|| (συνεκδ., το τμήμα του μανικιού σε αυτό το σημείο) Φόρμα ενισχυμένη στους ~ες. Η μπλούζα είναι τρύπια/έχει φθαρεί στους ~ες. 2. (μτφ.) κάθε καμπή που σχηματίζει γωνία: ~ αγκιστριού/άγκυρας. ~ του δέλτα (: η γωνία που σχηματίζει το δέλτα ενός ποταμού). Ως τον ~α του δρόμου. ● ΣΥΜΠΛ.: αγκώνας των τενιστών: ΙΑΤΡ. επικονδυλίτιδα. [< αγγλ. tennis elbow] [< μεσν. αγκώνας]
  • αδαμαντίνη [ἀδαμαντίνη] α-δα-μα-ντί-νη ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. λευκή σκληρή ουσία που προστατεύει τη μύλη από τα μικρόβια, το εξωτερικό τμήμα του δοντιού: αποτριβή/λεύκανση/υποπλασία/φθορίαση ~ης. Βλ. οδοντίνη, -ίνη. ΣΥΝ. σμάλτο (2) [< γαλλ. substance adamantine]
  • αδενοϋπόφυση [ἀδενοϋπόφυση] α-δε-νο-ϋ-πό-φυ-ση ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. ο πρόσθιος λοβός της υπόφυσης που εκκρίνει ορμόνες ρυθμιστικές των άλλων ενδοκρινών αδένων. Βλ. νευροϋπόφυση. [< αγγλ. adenohypophysis, 1935]
  • αεροφόρος , ος/α, ο [ἀεροφόρος] α-ε-ρο-φό-ρος επίθ. (επιστ.) 1. που είναι γεμάτος αέρα: ~ος: ιστός. ~ος: κοιλότητα/κύστη. ~ο: κέλυφος/οστό. 2. μέσα από τον οποίο μεταφέρεται αέρας: ~ος: αγωγός. Βλ. -φόρος. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροφόροι σάκοι: ΟΡΝΙΘ. θύλακας του αναπνευστικού συστήματος των πτηνών., αεροφόρος οδός: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το σύνολο των οργάνων που μεταφέρουν τον αέρα της αναπνοής: άνω και κάτω ~ ~. Απόφραξη/στένωση ~ων ~ών. Βλ. αεραγωγός. [< γαλλ. conduit aérifère] [< μτγν. ἀεροφόρος, γαλλ. aérifère, αγγλ. aeriferous]
  • αιδοίο [αἰδοῖο] αι-δοί-ο ουσ. (ουδ.): ΑΝΑΤ. τα εξωτερικά γυναικεία γεννητικά όργανα (: εφηβαίο, κλειτορίδα, μεγάλα και μικρά χείλη). Πβ. μουνί, σχισμή.αιδοία (τα) (σπάν.-γενικότ.): τα ανθρώπινα γεννητικά όργανα. [< αρχ. αἰδοῖον]
  • αίθουσα [αἴθουσα] αί-θου-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ούσης} 1. μεγάλος, στεγασμένος χώρος ή ευρύχωρο δωμάτιο που προορίζεται για συγκέντρωση πολλών ανθρώπων ή/και έχει συγκεκριμένη χρήση· συνεκδ. το σύνολο των ατόμων που έχουν συγκεντρωθεί στο σχετικό χώρο: άδεια/κατάμεστη/σχολική (= τάξη) ~. ~ (αθλητικών) αγώνων/ακροάσεων/διδασκαλίας/δικαστηρίου/εκδηλώσεων/παιγνίων (: σε καζίνο)/πληροφορικής/συλλόγου (καθηγητών)/συνεδριάσεων/σύνταξης/τελετών (: σε Πανεπιστήμιο)/τέχνης (πβ. γκαλερί)/τηλεκπαίδευσης και πολυμέσων/τύπου ή ενημέρωσης (= πρες ρουμ)/υποδοχής (βλ. ρεσεψιόν, σαλόνι)/χορού/ψυχαγωγίας/VIP. Ακουστική/χωρητικότητα ~ας. ~ες αποβίβασης/επιβίβασης (: σε αεροδρόμιο). Η ~ του θρόνου (: σε ανάκτορο ή πατριαρχείο). ~ που διατίθεται για/φιλοξενεί ομιλίες, συναυλίες. Μπήκε/εισήλθε στην ~. Βγήκε/εξήλθε από την ~. Αποβάλλω/διώχνω κάποιον από την ~ (: κυρ. για μαθητές). Η ταινία προβάλλεται σε πέντε ~ες (ενν. κινηματογραφικές). Πβ. σάλα.|| Όλη η ~ χειροκροτούσε τους ηθοποιούς. 2. ΑΝΑΤ. ωοειδής κοιλότητα στο μέσο του λαβυρίνθου του αυτιού, η οποία σχετίζεται με την αίσθηση της ισορροπίας. Βλ. ημικύκλιοι σωλήνες, κοχλίας. ● Υποκ.: αιθουσούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: σκοτεινές αίθουσες: οι κινηματογραφικές: Ταινία που κάνει πρεμιέρα/προβάλλεται στις ~ ~ (= σινεμά). [< γαλλ. salles obscures] , αίθουσα αναμονής βλ. αναμονή, αίθουσα ελέγχου βλ. έλεγχος [< αρχ. αἴθουσα (στοά) ‘εξώστης (για προστασία από τον ήλιο)’, γαλλ. salle, αγγλ. room]
  • αιθουσαίος , α, ο [αἰθουσαῖος] αι-θου-σαί-ος επίθ.: ΑΝΑΤ. που αναφέρεται στην αίθουσα του έσω τμήματος του αυτιού: ~ο: νεύρο. [< γαλλ. vestibulaire]
  • άκανθα [ἄκανθα] ά-καν-θα ουσ. (θηλ.) {άκανθ-ες, ακανθ-ών} (λόγ.) 1. αγκάθι· γενικότ. κάθε σκληρή βελονοειδής απόφυση ή προεξοχή σε φυτό ή ζώο: στέφανος εξ ~ών (: το ακάνθινο στεφάνι του Ιησού).|| (ΖΩΟΛ.) ~ εντόμου/φιδιού (: η σπονδυλική του στήλη)/ψαριού (πβ. ψαροκόκαλο). 2. ΑΝΑΤ. ακανθώδης απόφυση ή προεξοχή: ισχιακή/οστική/ραχιαία/ρινική ~. ~ πτέρνας/σπονδύλου. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. άκανθος. [< 1: αρχ. ἄκανθα 2: μτγν. ~]
  • άκμονας [ἄκμονας] άκ-μο-νας ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. αμόνι: χάλκινος ~.|| (μτφ.) Σφυρηλατήθηκε στον ~α της πολιτικής αντιπαράθεσης. 2. ΑΝΑΤ. το ένα από τα τρία οστάρια του μέσου αυτιού που μεταδίδει, μαζί με τον αναβολέα και τη σφύρα, τις δονήσεις από την τυμπανική μεμβράνη στο εσωτερικό αυτί. ● ΦΡ.: μεταξύ σφύρας και άκμονος/άκμονα (λόγ.-μτφ.): για κάποιον που δέχεται αμφίπλευρες επιθέσεις ή πιέσεις, που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο εμπόδια, πυρά, σε πολύ δύσκολη θέση: Ακροβατώ/κινούμαι/παλεύω/σχοινοβατώ ~ ~. [< 1: αρχ. ἄκμων 2: γαλλ. enclume]
  • ακουστικός , ή, ό [ἀκουστικός] α-κου-στι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στην ακοή ή την ακουστική, που γίνεται μέσω της ακοής: ~ός: ενισχυτής/εξοπλισμός/συναγερμός. ~ή: αίσθηση/αναπηρία/διάδοση/εμπέδηση/ένταση/ευαισθησία/ικανότητα/ισχύς/μόνωση/ποιότητα/ωκεανογραφία. ~ό: βοήθημα (βαρηκοΐας)/λάθος/σύστημα στάθμευσης. ~οί: αισθητήρες. ~ές: αναμνήσεις/διαταραχές/εντυπώσεις/ιδιότητες (: θεάτρου, ναού, βλ. ακουστική)/μετρήσεις/παραισθήσεις/παραστάσεις. ~ά: ερεθίσματα/κύματα (βλ. ηχητικά ~)/όργανα/σήματα/φαινόμενα. Αντιθορυβική ~ή τεχνολογία. Οπτική και ~ή επαφή. Βλ. ηλεκτρο~.|| (ΑΝΑΤ.) ~ός: πόρος (: μεταφέρει τα ηχητικά κύματα στο τύμπανο και μαζί με το πτερύγιο αποτελεί το εξωτερικό αυτί). ~ό: κέντρο/νεύρο (: μεταδίδει τους ηλεκτρικούς παλμούς στον εγκέφαλο, για να αποκωδικοποιηθούν ως ήχοι)/οστάριο/πτερύγιο. (ΓΛΩΣΣ.) ~ή: φωνητική. 2. ΜΟΥΣ. (για μουσικό όργανο) που δεν είναι ηλεκτρικό ή (για μουσική) που προορίζεται να ακουστεί (και όχι να τραγουδηθεί): ~ό: μπάσο. ~οί: αυτοσχεδιασμοί. ~ές: εκτελέσεις/ενορχηστρώσεις. ● επίρρ.: ακουστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική άνεση: που παρέχεται μέσω των κατάλληλων επιπέδων ήχου: Λύσεις ακουστικής απορρόφησης που προσφέρουν τη μέγιστη ~ ~. [< αγγλ. acoustic comfort] , ακουστική αντίληψη: ΨΥΧΟΛ. ικανότητα αποκωδικοποίησης των ερεθισμάτων που λαμβάνονται από τα όργανα της ακοής: επαρκής/μειωμένη ~ ~. Βλ. οπτική αντίληψη. [< αγγλ. acoustic perception] , ακουστική συχνότητα: ΦΥΣ. η συχνότητα των ηχητικών κυμάτων που μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τον άνθρωπο: εύρος/πλάτος ~ής ~ας. [< αγγλ. audio frequency, 1913] , ακουστική τεχνολογία & ακουστική: ΤΕΧΝΟΛ. ο τομέας που ασχολείται με τις τεχνικές που εξασφαλίζουν την καλή διάδοση του ήχου και τον έλεγχο θορύβων και αντηχήσεων: ~ ~ χώρων. Αρχιτεκτονική ακουστική. Περιβαλλοντική ~ και ηχορύπανση., ακουστικός τύπος: πρόσωπο που αντιλαμβάνεται και μαθαίνει ευκολότερα κάτι, όταν το ακούει: Βλ. οπτικός τύπος. [< γερμ. akustischer Typ] , ακουστική εικόνα βλ. εικόνα, ακουστική κιθάρα βλ. κιθάρα, ακουστική οικολογία βλ. οικολογία, ακουστική περιγραφή βλ. περιγραφή, ακουστικό/ηχητικό/ομιλούν βιβλίο βλ. βιβλίο [< αρχ. ἀκουστικός ‘που αφορά την ακρόαση ή είναι διτεθειμένος να ακούσει’, γαλλ. acoustique, αγγλ. acoustic]
  • άκρο [ἄκρο] ά-κρο ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) άκρον 1. (επίσ.) το πιο μακρινό ή ψηλό σημείο ή τμήμα ενός αντικειμένου ή μιας έκτασης: το ~ της δοκού/του σωλήνα. Το ανατολικό/βόρειο/δυτικό/νότιο ~ (του νησιού, της χώρας). Στο ~ (= στην άκρη) του γκρεμού/του δρόμου. Στο ~ της πλατείας/της χερσονήσου (= μύτη). Το αριστερό/δεξί ~ (της άμυνας, της μεσαίας γραμμής ή της επίθεσης μιας ποδοσφαιρικής ομάδας). Από το ένα ~ στο άλλο. Ενώνω τα δύο ~α. Η μέση απέχει εξίσου από τα ~α.|| (μτφ.) Ορθολογισμός και συναίσθημα είναι τα δύο ~α (= αντίθετα). 2. ΑΝΑΤ. καθένα από τα μέλη του σώματος ανθρώπου ή ζώου: αριστερό/δεξιό ~. Άνω/κάτω ~α (= χέρια/πόδια). Εμπρόσθια/οπίσθια ~α (ζώου).άκρα (τα): ακρότητες, υπερβολές: Τον έλκουν τα ~. Φτάνω μέχρι τα ~. Ήταν αποφασισμένος να το τραβήξει μέχρι τα/στα ~ (: να ξεπεράσει τα όρια). [< γαλλ. extrémités] ● ΦΡ.: άνθρωπος των άκρων (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που υπερβαίνει το μέτρο, που υπερβάλλει, που έχει μεταπτώσεις στη συμπεριφορά του: Ήταν ένας ~ ~˙ ό,τι έκανε στη ζωή του ήταν πάντα ανατρεπτικό και παρατραβηγμένο. ΣΥΝ. ή του ύψους ή του βάθους, στα άκρα (μτφ.): στην υπερβολή· σε οριακό σημείο έντασης: Σπρώχνω/φέρνω κάποιον ~ ~. Έφτασαν ~ ~ (= παρεκτράπηκαν). Τα πράγματα οδηγούνται ~ ~ (= σε ακρότητες). [< γαλλ. aux extremités] , στο άλλο άκρο (μτφ.): στο εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο: Βρίσκομαι/καταλήγω/οδηγούμαι/περνώ/πέφτω/πηγαίνω ~ ~., απ' άκρη σ' άκρη βλ. άκρη [< αρχ. ἄκρον]
  • ακροβυστία [ἀκροβυστία] α-κρο-βυ-στί-α ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. ακροποσθία. [< μτγν. ἀκροβυστία]
  • ακροποσθία [ἀκροποσθία] α-κρο-πο-σθί-α ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. πτυχή του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο· ακροβυστία: στένωση (= φίμωση) της ~ας. Αφαίρεση/εκτομή της ~ας (= περιτομή). [< αρχ. ἀκροποσθία]

αεραγωγός

αεραγωγός [ἀεραγωγός] α-ε-ρα-γω-γός ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. άνοιγμα, δίοδος ή σωλήνας για μεταφορά και διοχέτευση αέρα από ή προς κλειστό χώρο: εύκαμπτος ~. ~ αναρρόφησης καυσαερίων/κτιρίου/μηχανήματος/πλοίου. Βλ. εξαεριστήρας. Βλ. -αγωγός, αεριαγωγός.|| (ΙΑΤΡ.) Ρινο-/στοματο-φαρυγγικός ~. Απόφραξη ~ού (σε βρέφος). Ο λάρυγγας χρησιµεύει ως ~ και ως φωνητικό όργανο. [< γαλλ. porte-vent, αγγλ. airway]

αιμοφόρος

αιμοφόρος, ος, ο [αἱμοφόρος] αι-μο-φό-ρος επίθ.: ΙΑΤΡ. που φέρει ή μεταφέρει αίμα: ~α: κύτταρα. Βλ. -φόρος. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αιμοφόρα αγγεία: που μεταφέρουν το αίμα (: οι φλέβες, οι αρτηρίες και τα τριχοειδή αγγεία). [< γαλλ. vaisseaux sanguins] [< μτγν. αἱμοφόρος]

άκρη

άκρη [ἄκρη] ά-κρη ουσ. (θηλ.) 1. τελικό σημείο, όριο, αρχή ή τέλος: Η μυτερή ~ του ακοντίου (πβ. αιχμή, κόψη). Η ~ του βέλους (= μύτη). Οι δύο ~ες της γέφυρας/της ζώνης/του καλωδίου/της κλωστής. Στην ~ του γκρεμού (= χείλος)/του (δια)δρόμου (= τέρμα)/της θάλασσας/του νησιού/του πεζοδρομίου/του τραπεζιού. Από τη μια ~μέχρι την/ως την άλλη. Θα τον ακολουθήσω ως την ~ της γης. Πβ. άκρο, απόληξη.|| Στην άλλη ~ του τηλεφώνου/της (τηλεφωνικής) γραμμής βρίσκεται ο ...|| Με τις ~ες των δαχτύλων. 2. γωνιά, απόμερο σημείο: Καθόταν αμίλητος στην ~. Σε μια ~ του δρόμου.|| (προφ.) ~ (= κάνε στην ~)! ~ να περάσω! 3. (σπάν.) μικρή έκταση: μια ~ γης. ● Υποκ.: ακρούλα & ακρίτσα (η) ● ΦΡ.: (δεν) βρίσκω άκρη: (δεν) μπορώ να οδηγηθώ στη λύση ενός προβλήματος, να βρω αυτό που θέλω: Ρωτάω δεξιά κι αριστερά και/μα δεν ~ ~. Πού να βρεις ~; Τελικά βρήκαμε (την) ~., άκρη-άκρη {επιρρ. χρ.}: εντελώς στην άκρη: ~ ~ στο κύμα/στο ποτάμι. Περπατώ/πηγαίνω ~ ~., απ' άκρη σ' άκρη & (λόγ.) απ' άκρου εις άκρον: από τη μια άκρη στην άλλη, παντού: Γνωρίζει την περιοχή ~ ~. Είχε οργώσει/διασχίσει/διατρέξει τη χώρα ~ ~. Η φήμη του απλώνεται ~ ~. ~ ~ της γης/της Ελλάδας/της επικράτειας/του πλανήτη., βάζω στην άκρη/στην μπάντα 1. & έχω στην άκρη/στην μπάντα: αποταμιεύω: ~ ~ χρήματα, για να πάρω ... Έχει καλό κομπόδεμα ~. 2. & αφήνω στην άκρη/μπάντα: παραμερίζω κάτι ή κάποιον: Έβαλε ~ τον εγωισμό του και του μίλησε., δεν βγάζω/δεν βγαίνει άκρη (προφ.): σε περιπτώσεις που αδυνατεί κάποιος να καταλάβει, να αντιληφθεί τι γίνεται: Δεν βγαίνει ~ με τη συνάντηση. Ξαναδιάβασα το κείμενο, αλλά δεν έβγαλα ~. Προσπαθώ να καταλάβω και δεν βγάζω ~ (= νόημα). ΣΥΝ. (δεν) βρίσκω άκρη, έχει άκρες (μτφ.-προφ.): έχει μέσον, βύσμα: Έχει γερές άκρες και γνωριμίες. Πβ. κονέ. ΣΥΝ. έχει (γερές) πλάτες, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι, κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα 1. & κάθομαι/στέκομαι/τραβώ/μπαίνω στην άκρη/στη μπάντα: παραμερίζω ή υποχωρώ υπέρ κάποιου άλλου: ~ ~ (= κάνω χώρο/τόπο) να περάσει κάποιος. (υβριστ.) Κάνε/τράβα ~, ρε χαμένε! Κάντε ~ να κατέβω. Κάτσε/στάσου ~ και μη μιλάς (= παράμερα, μην ανακατεύεσαι)! 2. (μτφ.) παραγκωνίζω, περιθωριοποιώ κάποιον: Αν δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, τον κάνουν ~. ~ στην άκρη (= αφήνω κατά μέρος) τους συναισθηματισμούς και σκέφτομαι λογικά. Πβ. κάνω κάποιον/κάτι πέρα., μέσες άκρες & άκρες-μέσες: περίπου: Μου είπε ~ ~ όλη την ιστορία. Άκουσα ~ ~ την κουβέντα τους. ΣΥΝ. σε γενικές γραμμές ΑΝΤ. ακριβώς (1), αναλυτικά, λεπτομερώς, (πατώ/περπατώ) στις άκρες των δαχτύλων βλ. δάχτυλο, έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου βλ. γλώσσα, η άκρη του νήματος βλ. νήμα, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης βλ. κόσμος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< μεσν. άκρη, γαλλ. bout]

αναμονή

αναμονή [ἀναμονή] α-να-μο-νή ουσ. (θηλ.) 1. χρονικό διάστημα που περνά κάποιος περιμένοντας κάτι: ατελείωτη/εκνευριστική/μακρά/μάταιη/πολύωρη ~. ~ μέχρι το μεσημέρι. Ουρά/χρόνος ~ής. Μας κούρασε η ~. Μεγάλες ~ές για την έναρξη της ιατρικής ειδικότητας. 2. τηλεφωνική υπηρεσία κατά την οποία γίνεται κράτηση κλήσης, όταν η γραμμή είναι κατειλημμένη: Η κλήση σας είναι σε ~.|| (μτφ.) Με έχει στην ~ (= στο περίμενε)! 3. προσδοκία: ~ές και ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Πβ. προσμονή. 4. {συνήθ. στον πληθ.} (επιστ.) υποδομή για επικείμενη εγκατάσταση: (ΑΡΧΙΤ.) ~ές θεμελίων/οπλισμών/υποστυλωμάτων (= μεταλλικές ράβδοι).|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ές για ηλεκτρικές συσκευές. Τοποθέτηση ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: αίθουσα αναμονής & χώρος αναμονής: δωμάτιο, χώρος με καθίσματα όπου περιμένει κάποιος συνήθ. τη σειρά του μέχρι να εξυπηρετηθεί: ~ ~ αεροδρομίου/σιδηροδρομικού σταθμού. ~ ~ επιβατών. Πβ. αναχωρήσεις.|| ~ ~ ιατρείου/νοσοκομείου. Βλ. λόμπι, ρεσεψιόν. [< αγγλ. waiting room] , λίστα αναμονής: κατάλογος προσώπων που περιμένουν με σειρά προτεραιότητας να εξασφαλίσουν θέση, συνήθ. σε αεροπορικές πτήσεις, πλοία και νοσοκομεία: Βρίσκομαι/γράφομαι/μπαίνω σε ~ ~. Σε ~ ~ για τη λήψη μοσχεύματος. [< αγγλ. waiting list] , αναμονή κλήσης βλ. κλήση ● ΦΡ.: εν/σε αναμονή (συνήθ. + γεν.): περιμένοντας να συμβεί κάτι: ~ ~ των εξελίξεων! Βρισκόμαστε/είμαστε ~ ~ των αποτελεσμάτων/για τα αποτελέσματα.|| Κρατώ κάποιον σε ~., τηρώ/κρατώ στάση αναμονής: περιμένω να δω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, προκειμένου να δράσω αναλόγως: Τηρεί ~ ~ μέχρι να βγει η δικαστική απόφαση. Κρατά ~ ~ όσον αφορά τα νέα μέτρα. [< μτγν. ἀναμονή, γαλλ. attente]

βιβλίο

βιβλίο βι-βλί-ο ουσ. (ουδ.) 1. έντυπο σε μορφή σελίδων με γραπτό ή/και εικονογραφικό υλικό, δεμένων στη μία τους πλευρά, το οποίο διαθέτει εξώφυλλο και οπισθόφυλλο και έχει εκδοθεί σε πολλά αντίτυπα· κυρ. το περιεχόμενό του (π.χ. κείμενο): δερματόδετο/χαρτόδετο ~. Το κάλυμμα/τα κεφάλαια/το παράρτημα/ο πρόλογος/το σχήμα/ο τίτλος ενός ~ου. (εμφατ.) Το ~ των ~ων (= η Αγία Γραφή). ~-οδηγός μαγειρικής (βλ. τσελεμεντές). ~ τσέπης (: μικρού μεγέθους και σε προσιτή τιμή, πβ. βίπερ). Έκθεση ~ου. Μεταχειρισμένα/παλιά/σπάνια ~α (βλ. παλαιοβιβλιοπωλείο). Ράφια με ~α. ~ που εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε. Αγοράζω/ανοίγω/βγάζω (= εκδίδω)/διαβάζω/κλείνω/ξεφυλλίζω/φυλλομετρώ ένα ~. Μοιράστηκαν τα ~α στους μαθητές (ενν. τα σχολικά).|| Απολαυστικό/βαρετό/διασκεδαστικό/ενδιαφέρον/μεταφρασμένο/πολυδιαβασμένο (βλ. τιράζ)/συναρπαστικό/χρήσιμο ~. Διδακτικά/εξωσχολικά/επιστημονικά/λογοτεχνικά/παιδικά/πανεπιστημιακά (πβ. σύγγραμμα) ~α. (Συγ)γράφει ένα ~ για/πάνω σε ... (βλ. πνευματικά δικαιώματα). Τόποι που ξέρουμε μόνο από τα ~α (: όχι από κοντά). Βλ. άλμπουμ, ανθολόγιο, εγχειρίδιο, κατάλογος, λεύκωμα, μπροσούρα, μυθιστόρημα.|| (μτφ.) Το ~ της ζωής/της φύσης. 2. (ειδικότ.) μεγάλο τετράδιο με χοντρό συνήθ. εξώφυλλο, το οποίο χρησιμοποιείται για καταγραφή, καταχώρηση στοιχείων: (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~ αποθήκης/επιταγών (= τσεκ, μπλοκ)/μεταγραφών (υποθηκοφυλακείου)/μετόχων. Τραπεζικά ~α. Πβ. κατάστιχο, τεφτέρι.|| (κυρ. για την Εφορία:) (Χειρόγραφο) ~ αγορών/εξόδων/εσόδων/πωλήσεων. Εμπορικά ~α και ~α επιτηδευματιών. Άνοιγμα/ενημέρωση/κλείσιμο (των) ~ων (βλ. ισολογισμός). Ανακρίβεια ~ων. Απόρριψη/έλεγχος (των) ~ων (: από τη ΔΟΥ). Επιχειρήσεις που τηρούν ~α Α'/Β'/Γ' κατηγορίας (= ~α Εφορίας). (για λογιστή) Κρατάω τα ~ (ενν. εταιρείας ή ιδιώτη).|| (γενικότ.) ~ δρομολογίων/ευχών/παραπόνων/πρακτικών/συλλυπητηρίων. Υπέγραψε στο ~ επισκεπτών. 3. σε ΦΡ. για πρόσωπο πολύ μελετηρό, βιβλιόφιλο ή το αντίθετο: άνθρωπος του ~ου. Είναι συνέχεια πάνω από ένα ~. Δεν έχει ανοίξει/πιάσει ~ στη ζωή/στα χέρια του. 4. καθένα από τα ξεχωριστά τμήματα ενός ευρύτερου γραπτού έργου: στο δεύτερο ~ της τριλογίας ... Πβ. τόμος. ● Υποκ.: βιβλιαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστικό/ηχητικό/ομιλούν βιβλίο: εγγραφή σε κασέτα ή κυρ. σιντί, κειμένου (συνήθ. λογοτεχνικού) που διαβάζεται συχνά από ηθοποιό ή συγγραφέα και διατίθεται στο εμπόριο: ψηφιακά ακουστικά/ομιλούντα ~α. ~ ~ για τυφλούς. [< αγγλ. audiobook, 1942, γαλλ. audiolivre, 1949] , ανοιχτό βιβλίο (μτφ.): για πρόσωπο που φανερώνει τον χαρακτήρα του, που διακρίνεται από ειλικρίνεια: Σε διαβάζω/σε ξέρω σαν ~ ~., ηλεκτρονικό βιβλίο & ψηφιακό βιβλίο: κείμενο σε ψηφιακή μορφή ή υλικό που διαβάζεται ψηφιακά: διαδραστικά/ενισχυμένα/κανονικά ~ά ~α. Βλ. ηλεκτρονική έκδοση, ηλεκτρονικό χαρτί, ψηφιακή/ηλεκτρονική βιβλιοθήκη. [< αγγλ. electronic/e-book, 1988, γαλλ. e-book, 1998] , βιβλίο/έργο αναφοράς βλ. αναφορά, Ιερό Βιβλίο/Κείμενο βλ. ιερός, κανονικά βιβλία βλ. κανονικός, Λευκή Βίβλος/Λευκό Βιβλίο βλ. βίβλος, ληξιαρχικά βιβλία βλ. ληξιαρχικός, λογιστικά βιβλία βλ. λογιστικός, Μπλε Βίβλος βλ. βίβλος ● ΦΡ.: τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο (μτφ.): το διαβάζω γρήγορα, γιατί το βρίσκω ενδιαφέρον, συναρπαστικό., Βιβλίο Μητρώου Μαθητών/Μητρώο Μαθητών βλ. μητρώο, κλείνω τα βιβλία βλ. κλείνω [< αρχ. βιβλίον, αγγλ. book, γαλλ. livre, γερμ. Buch]

εικόνα

εικόνα [εἰκόνα] ει-κό-να ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) εικών 1. ζωγραφική αναπαράσταση, φωτογραφία· ό,τι προβάλλεται σε οθόνη ή αντανακλάται σε επιφάνεια: σκίτσα και ~ες. Βιβλίο με ~ες (= εικονογραφημένο). Ιστορία σε ~ες. Πβ. εικονογράφημα, ζωγραφιά.|| Τρισδιάστατη ~ (βλ. ολόγραμμα). Κινηματογραφική/τηλεοπτική ~. Κινούμενες ~ες (βλ. καρτούν). Μετάδοση/λήψη ~ας. ~ες από δορυφόρο. Δεν έχει καθαρή/καλή ~ η τηλεόραση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ψηφιακή ~. Ανάλυση/εισαγωγή/επεξεργασία/σάρωση ~ας. (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του ραντάρ. Βλ. πίξελ.|| Βλέπει την ~ του στον καθρέφτη (= είδωλο). 2. ΕΚΚΛΗΣ. εικόνισμα: βυζαντινή/θαυματουργή ~. Λιτάνευση/περιφορά/προσκύνημα της ~ας του Αγίου .../της Παναγίας. Άγιες/ιερές ~ες. Ασπάζεται/προσκυνά την ~ του Χριστού. Προσεύχεται μπροστά στην ~. Βλ. αγιογραφία. 3. (μτφ.) άποψη, εντύπωση που διαμορφώνεται από ορισμένα στοιχεία, δεδομένα ή προκαλείται από περιγραφή: αντιπροσωπευτική/εφιαλτική/ολοκληρωμένη/συγκεχυμένη ~. Δημόσια ~ (πβ. ίματζ). Η ~ της καθημερινότητας/της οικονομίας. Η ~ της κυβέρνησης (πβ. πορτρέτο, προφίλ, φυσιογνωμία). Αποκτώ/σχηματίζω γενική (βλ. πανόραμα)/ολοκληρωμένη ~ επί του θέματος (πβ. γνώμη). Πήραμε μια πρώτη ~ (= ιδέα). Δεν έχω συνολική ~ της κατάστασης. Δίνει αρνητική ~ προς τα έξω/στους άλλους. (ΙΑΤΡ.) Η κλινική ~ του ασθενή.|| Πιστή ~ της πραγματικότητας. Στο έργο παρουσιάζεται μια σαφής ~ της εποχής. Πβ. όψη. Βλ. αυτο~. 4. (μτφ.) νοητική αναπαράσταση: αμυδρή/ονειρική (βλ. όνειρο, οπτασία, όραμα) ~. Κρατάω ζωηρή/ζωντανή την ~ του μέσα μου. ~ες του παρελθόντος περνούσαν διαδοχικά από το μυαλό του (πβ. αναμνήσεις).|| (ΦΙΛΟΛ.) Μυθιστόρημα πλούσιο σε ~ες. ● Υποκ.: εικονίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική εικόνα 1. ΓΛΩΣΣ. & (σπάν.) ακουστικό ίνδαλμα: η γνώση που έχει ο ομιλητής για την προφορά μιας λέξης. ΣΥΝ. σημαίνον 2. (στη λογοτεχνία) φράση με την οποία επιδιώκεται να δραστηριοποιηθεί η ακοή του αναγνώστη. [< γαλλ. image auditive] , οπτική εικόνα 1. ΓΛΩΣΣ. & (σπάν.) οπτικό ίνδαλμα: η γνώση που έχει κάποιος για τον τρόπο γραφής μιας λέξης. 2. ΛΟΓΟΤ. περιγραφή με την οποία επιζητείται να ενεργοποιηθεί η όραση του αναγνώστη. [< γαλλ. image visuelle] , η αναστήλωση των (ιερών) εικόνων βλ. αναστήλωση, μαγική εικόνα βλ. μαγικός, πάγωμα της εικόνας βλ. πάγωμα ● ΦΡ.: κατ' εικόνα και (καθ') ομοίωσιν (ΠΔ) για να δηλωθεί 1. ΘΕΟΛ. ότι ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό, σύμφωνα με την εικόνα Του, διαθέτοντας νοημοσύνη και ελευθερία βούλησης και με σκοπό να μοιάσει σε Αυτόν, ώστε να φτάσει στη θέωση. 2. (μτφ.-λόγ.) ομοιότητα στα χαρακτηριστικά: σπίτι κατασκευασμένο ~ ~ των παραδοσιακών οικιών., μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις (πιθ. κινέζικη παροιμ.): για να εκφραστεί η παραστατικότητα, η δύναμη της εικόνας., δίνω την εντύπωση/την εικόνα βλ. δίνω [< αρχ. εἰκών, γαλλ.-αγγλ. image, αγγλ. picture 2: μεσν. εικόνα, γαλλ. icône, αγγλ. icon]

έλεγχος

έλεγχος [ἔλεγχος] έ-λεγ-χος ουσ. (αρσ.) {ελέγχ-ου | -ων} 1. εξέταση προσώπων, πραγμάτων, δεδομένων, διαδικασιών με στόχο την εξακρίβωση της εγκυρότητας, της λειτουργίας, της ισχύος, της ορθότητας ή της νομιμότητάς τους· συνεκδ. η αρμόδια υπηρεσία: αιφνιδιαστικός/ακτινολογικός/αστυνομικός/αυστηρός/αυτόματος/δημοσιονομικός/έκτακτος/ενδελεχής/εξονυχιστικός/επιτόπιος/εργαστηριακός/ηλεκτρονικός (βλ. τηλε~)/ιατρικός/μοριακός/οικονομικός/οπτικός/ορθογραφικός/περιοδικός/προγεννητικός/προληπτικός/πρωτοβάθμιος/στατιστικός/τακτικός/τελωνειακός/τεχνικός/υγειονομικός/φορολογικός/χημικός ~. ~ αποσκευών/διαβατηρίων/διαθεσιμότητας (δικτύου)/εισιτηρίων (πβ. τσεκ-ιν)/επιχειρήματος (πβ. ανασκευή)/καυσαερίων/κυκλοφορίας/λογιστικών βιβλίων/παραγωγής/πληροφοριών (: διασταύρωση)/πλοίων (πβ. επιθεώρηση)/προϊόντων/στοιχείων (πβ. επαλήθευση)/τιμών/υγείας (πβ. τσεκάπ)/φαρμάκων. Διαχειριστικός ~ των πράξεων. Δυναμικός ~ ευστάθειας. Προσεισμικός ~ κτιρίων. ~ της συμπεριφοράς ανθρώπου/συστήματος. ~ της αξιοπιστίας των αποτελεσμάτων (πβ. δοκιμασία). Ασκώ/διεξάγω/πραγματοποιώ ~ο. Υποβάλλεται/υπόκειται σε ~ο. Περνώ από ~ο. ~ για ιούς (σε υπολογιστή). ~ εξ αποστάσεως. Διενεργούνται ~οι στην αγορά.|| Επιτροπή/όργανα/τμήμα ~ου. Πβ. κοντρόλ, τεστ-, τσεκ-άρισμα. Βλ. αυτο~, επαν~, προ~. 2. διεύθυνση, εξουσία: Αποκτώ/διατηρώ τον (απόλυτο) ~ο μιας εταιρείας. Οι δύο χώρες ανταγωνίζονται για τον ~ο της περιοχής. Ο οδηγός έχει τον ~ο του αυτοκινήτου. Πβ. διακυβέρνηση, διοίκηση, κυριαρχία.|| (μτφ.) ~ (: χαλιναγώγηση) των παθών/παρορμήσεων/συναισθημάτων. 3. (για κατάσταση, φαινομένο, μέγεθος) περιορισμός της εξάπλωσης, της αύξησης: ~ της ανεργίας/της ασθένειας/της βίας/του πληθωρισμού/της ρύπανσης. Ο ~ του βάρους κάποιου. Πβ. συγκράτηση. 4. & (επίσ.) έλεγχος προόδου: επίσημο έγγραφο στο οποίο καταγράφεται η βαθμολογία, ο αριθμός των απουσιών και η διαγωγή μαθητή και δίνεται στον κηδεμόνα του κυρ. κάθε τρίμηνο ή τετράμηνο. 5. επίβλεψη: ~ των παιδιών. Ήθελε να ξεφύγει από τον συνεχή ~ο των γονιών του. Πβ. επιτήρηση, παρακολούθηση. ● ΣΥΜΠΛ.: αίθουσα ελέγχου: χώρος που φιλοξενεί το προσωπικό και τα μηχανήματα που απαιτούνται, ώστε να ελέγχεται η λειτουργία εγκατάστασης, σταθμού, δικτύου: ~ ~ μηχανοστασίου. [< αγγλ. control room] , έλεγχος (της) προόδου: εξέταση της βελτίωσης, της εξέλιξης: ~ ~ ενός αθλητή/του προσωπικού μιας εταιρείας/ενός υποψήφιου διδάκτορα. ~ ~ των πωλήσεων ενός προϊόντος/υλοποίησης ενός έργου., έλεγχος (των) γεννήσεων: σκόπιμος περιορισμός του αριθμού των γεννήσεων με μεθόδους αντισύλληψης: πολιτική ~ου ~. Βλ. άμβλωση, δημογραφική εξέλιξη, οικογενειακός προγραμματισμός, στείρωση, υπερπληθυσμός, υπογεννητικότητα. [< αγγλ. birth control, γαλλ. contrôle des naissances, 1933] , έλεγχος πρόσβασης: ΠΛΗΡΟΦ. απαγόρευση εισόδου μη εξουσιοδοτημένων προσώπων σε υπολογιστικό σύστημα (με προσωπικά συνήθ. δεδομένα)., έλεγχος προσώπων: εξέταση που στοχεύει στην εξακρίβωση της ταυτότητας ατόμου ή ατόμων για λόγους ασφάλειας: αστυνομικός ~ ~. ~ ~ στους αερολιμένες/στα σύνορα. ~ ~ και αποσκευών/εμπορευμάτων/οχημάτων. Βλ. φέις-κοντρόλ., έλεγχος των εξοπλισμών: διεθνής συμφωνία για τον περιορισμό της κατασκευής και κατοχής όπλων, καθώς και τα σχετικά μέτρα. , κοινωνικός έλεγχος: το σύνολο των διαδικασιών που αποσκοπούν στη συμμόρφωση των μελών μιας κοινωνίας προς συγκεκριμένα πρότυπα δράσης και συμπεριφοράς. Βλ. κομφορμισμός., μη καταστροφικός έλεγχος: ΤΕΧΝΟΛ. μορφή ποιοτικού ελέγχου που εφαρμόζεται στη βιομηχανία και την επιστήμη για την αξιολόγηση των ιδιοτήτων και της αντοχής ενός υλικού ή αντικειμένου, χωρίς αυτά να καταστρέφονται: ~ ~ σκυροδέματος. Μέθοδος/τεχνικές μη ~ού ~ου. Βλ. διασφάλιση (της) ποιότητας. [< αγγλ. nondestructive testing, 1929] , πίνακας ελέγχου 1. ΠΛΗΡΟΦ. παράθυρο στον υπολογιστή που περιέχει εικονίδια προγραμμάτων για τη ρύθμιση των βασικών παραμέτρων και λειτουργιών του λειτουργικού συστήματος ή του περιβάλλοντος εργασίας. 2. ΤΕΧΝΟΛ. το τμήμα της κονσόλας συσκευής ή μηχανής που περιλαμβάνει ενδεικτικές λυχνίες, ψηφιακές οθόνες και διακόπτες. [< αγγλ. control panel] , ποιοτικός έλεγχος/έλεγχος ποιότητας : σύνολο διαδικασιών (ανάλυση σχεδιασμού, εξέταση δείγματος) που αποσκοπούν στη διασφάλιση του επιθυμητού επιπέδου ποιότητας, ιδ. κατά την παραγωγή προϊόντων: ~ ~ τροφίμων/υλικών. [< αγγλ. quality control, 1935] , βιολογική καταπολέμηση/βιολογικός έλεγχος βλ. καταπολέμηση, δειγματοληπτικός έλεγχος/δειγματοληπτική έρευνα βλ. δειγματοληπτικός, δωμάτιο ελέγχου βλ. δωμάτιο, ζώνη οικιστικού ελέγχου βλ. ζώνη, κάρτα (ελέγχου) καυσαερίων βλ. κάρτα, κοινοβουλευτικός έλεγχος βλ. κοινοβουλευτικός, ντόπινγκ/αντιντόπινγκ έλεγχος/κοντρόλ βλ. αντιντόπινγκ, ομάδα ελέγχου βλ. ομάδα, πύργος ελέγχου βλ. πύργος, σωματική έρευνα βλ. έρευνα ● ΦΡ.: εκτός ελέγχου: για κάτι που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί: ~ ~ η κρίση/ο πληθωρισμός/η φωτιά. Η κατάσταση βαίνει/βγήκε/βρίσκεται ~ ~.|| (σπάν. για πρόσ.) Είναι ~ ~ (= εκτός εαυτού)., υπό (τον) έλεγχο: για κάτι που περιορίζεται, ελέγχεται ή βρίσκεται υπό την εξουσία, κυριαρχία κάποιου: Η επιδημία γρίπης/η πυρκαγιά τέθηκε υπό έλεγχο. Όλα είναι υπό ~.|| Οργανισμοί που βρίσκονται υπό τον ~ του κράτους. Πβ. στα χέρια κάποιου., χάνω τον έλεγχο (μτφ.) 1. χάνω την ψυχραιμία μου, παρεκτρέπομαι: ~ει ~ του εαυτού του. Όταν θυμώνει, ~ει ~. 2. αδυνατώ να διευθύνω, να κατευθύνω κάτι: Έχασε ~ του αεροσκάφους/της επιχείρησης. Ο παίκτης έχασε ~ της μπάλας. [< αρχ. ἔλεγχος ‘ανασκευή, εξέταση (σε αντιπαράθεση), απόδειξη’, γαλλ. contrôle, αγγλ. control]

καμαραϊκός

καμαραϊκός, ή, ό κα-μα-ρα-ϊ-κός επίθ. ΑΡΧΑΙΟΛ.: κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: καμαραϊκά αγγεία: αγγεία της μεσομινωικής περιόδου (περ. 2100-1600 π.Χ.) με πολύ λεπτά τοιχώματα και πολύχρωμα αφηρημένα ή σπανιότ. φυτικά και ζωικά μοτίβα σε σκούρο φόντο., καμαραϊκός ρυθμός: τεχνοτροπία της μεσομινωικής κεραμικής, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας αποτελούν τα σχετικά αγγεία.

κιθάρα

κιθάρα κι-θά-ρα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. μουσικό όργανο με έξι συνήθ. χορδές, μακρύ βραχίονα με κλειδιά στην κεφαλή του για το κούρδισμα των χορδών και πλατύ σκάφος με σχήμα όπως ο αριθμός οκτώ· ειδικότ. η κλασική κιθάρα: μελωδική/ρυθμική ~. Το μπράτσο/η πένα/το σώμα της ~ας. Σόλο ~. Ρεσιτάλ/σολίστ ~ας. Με τη συνοδεία ~ας. Έργα για ~. Ξέρει να γρατζουνάει την ~ (: έχει λίγες γνώσεις ~ας). Στην ~ ο ... (: σε συναυλίες, κατά την παρουσίαση των μελών της ορχήστρας). ● Υποκ.: κιθαρίτσα & κιθαρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική κιθάρα: που χρησιμοποιεί μόνο ακουστικές μεθόδους για την παραγωγή ήχου: ~ές και ηλεκτροακουστικές κιθάρες. [< αγγλ. acoustic guitar, 1958] , ηλεκτρική κιθάρα: που έχει συμπαγές σώμα, μεταλλικές χορδές και ο ήχος της ενισχύεται με ηλεκτρικά μέσα. [< αγγλ. electric guitar, 1938] [< αρχ. κιθάρα ‘λύρα’, ιταλ. chitarra]

νευροϋπόφυση

νευροϋπόφυση νευ-ρο-ϋ-πό-φυ-ση ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. ο οπίσθιος λοβός της υπόφυσης, ο οποίος διοχετεύει τα νευροπεπτίδια του υποθαλάμου και στον οποίο αποθηκεύονται η αντιδιουρητική ορμόνη και η οξυτοκίνη. [< αγγλ. neurohypophysis, 1912, γαλλ. neurohypophyse]

οδοντίνη

οδοντίνη [ὀδοντίνη] ο-δο-ντί-νη ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. η ουσία που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του δοντιού, βρίσκεται κάτω από το σμάλτο και περιβάλλει τον πολφό: διάβρωση/υπερευαισθησία ~ης. Βλ. αδαμαντίνη. [< γαλλ. dentine]

οικολογία

οικολογία [οἰκολογία] οι-κο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ο): ΟΙΚΟΛ. η επιστημονική μελέτη της πληθώρας και κατανομής των ζωντανών οργανισμών και της αλληλεπίδρασης μεταξύ τους, καθώς και ανάμεσα σε αυτούς και το περιβάλλον· κατ' επέκτ. το ιδεολογικό κίνημα που στοχεύει στην επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον και στην προστασία αυτών με τη συνετή χρήση της τεχνολογίας· οι αντίστοιχες σπουδές: βιομηχανική (: που εξετάζει τη λειτουργία του βιομηχανικού συστήματος και τις αλληλεπιδράσεις του με τη βιόσφαιρα)/γενική/εξελικτική/εφαρμοσμένη/θαλάσσια/κοινωνική/λιβαδική/μικροβιακή/μοριακή/πληθυσμιακή/ριζοσπαστική/σοσιαλιστική ~. Βλ. αγρο~, βιο~, παλαιο~, -λογία.|| Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και ~ας. Εργαστήριο ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική οικολογία: η επιστημονική μελέτη των ήχων ενός οικοσυστήματος και της επίδρασής τους στους ζωντανούς οργανισμούς. [< αγγλ. acoustic ecology, 1960] , ανθρώπινη οικολογία: κλάδος της κοινωνιολογίας και της οικολογίας που μελετά κατά χώρο και χρόνο τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων και της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσής τους σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής τους συνείδησης. [< αγγλ. human ecology, 1933] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Β, Ο): ΦΙΛΟΣ. θεωρία η οποία αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα επιβίωσης σε όλες τις μορφές ζωής και αντιτίθεται στον ανθρωποκεντρισμό. [< αγγλ. deep ecololgy, 1972] , δασική οικολογία: κλάδος που μελετά την αλληλεπίδραση των οργανισμών ενός δασικού οικοσυστήματος και τη σχέση τους με τον περιβάλλοντα χώρο., πολιτική οικολογία (κ. με κεφαλ. Π, Ο): ο αγώνας για την προστασία του περιβάλλοντος ως πολιτική θεωρία και κατ΄επέκτ. το σχετικό πολιτικό κίνημα. [< αγγλ. political ecology] [< γερμ. Ökologie, 1866, αγγλ. ecology, 1873, γαλλ. écologie, 1874, διαδόθηκε περ. το 1968]

οπτική

οπτική [ὀπτική] ο-πτι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣ. κλάδος που μελετά τις ιδιότητες του φωτός και τα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτό, ιδ. τη διάδοση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας: γεωμετρική/μη γραμμική/κβαντική/κυματική ~. Βλ. ηλεκτρο~. 2. οπτική γωνία: μέσα από την ~ (+ γεν.). Πβ. πρίσμα, σκοπιά. [< αρχ. ὀπτική, γαλλ. optique]

οπτικός

οπτικός, ή, ό [ὀπτικός] ο-πτι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με την όραση ή την οπτική: ~ός: έλεγχος. ~ή: αναπηρία/απόδοση/απόλαυση/εμπειρία/εμφάνιση/παρατήρηση/πρόσβαση/σήμανση/ταυτότητα (π.χ. προϊόντων, βλ. λογότυπο). ~ό: κείμενο (= εικόνα)/υλικό/φαινόμενο (π.χ. ουράνιο τόξο). ~ές: ιδιότητες/πληροφορίες. ~ά: βοηθήματα/ερεθίσματα/χαρακτηριστικά.|| (ΑΝΑΤ.) ~ός: φλοιός (του εγκεφάλου). ~ό: νεύρο (οφθαλμού). Βλ. οφθαλμικός.|| (ΟΠΤ.) ~ή: οξύτητα. ~ά: είδη (π.χ. γυαλιά, φακοί επαφής).|| (ΦΥΣ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ό: καλώδιο/πρίσμα/φάσμα. ~ές: διατάξεις/μετρήσεις/συσκευές.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~ός: προγραμματισμός. ~ό: δίκτυο/ποντίκι. ~ή ανάλυση σάρωσης.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: αισθητήρας/σωλήνας. ~ό: μικροσκόπιο/τηλεσκόπιο. ~οί: ανιχνευτές. ~ά: εφέ/όργανα (π.χ. διόπτρα). ~ό και ακουστικό σήμα (: οπτικοακουστικό). Βλ. ηλεκτρο~.|| (ΦΩΤΟΓΡ.) ~ός: σταθεροποιητής (εικόνας)/φακός. ● Ουσ.: οπτικά (τα): οπτικά είδη: εμπόριο/κατάστημα/συλλογή ~ών. ● επίρρ.: οπτικά & (λόγ.) -ώς [ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: οπτική άνεση: που παρέχεται μέσω των κατάλληλων επιπέδων φωτισμού: ~ ~ στο εσωτερικό κτιρίων. Λαμπτήρας που εγγυάται υψηλή ~ ~. Βλ. ακουστική, θερμική άνεση., οπτική αντίληψη: ΨΥΧΟΛ. η ικανότητα αποκωδικοποίησης των ερεθισμάτων που λαμβάνονται από τα όργανα της όρασης. Βλ. ακουστική αντίληψη. [< αγγλ. visual perception] , οπτική επαφή 1. το να είναι κάτι ή κάποιος εντός του οπτικού πεδίου προσώπου: απρόσκοπτη/καθαρή/παρατεταμένη/πρώτη/συνεχής ~ ~. Δατηρώ/έχω άμεση ~ ~ με τον χώρο. 2. ΤΗΛΕΠ. επικοινωνία μέσω οπτικών ινών: απευθείας ~ ~ μεταξύ συσκευών. Απόσταση/γραμμή/διάδοση/συνθήκες ~ής ~ής. Τα ασύρματα δίκτυα απαιτούν ~ ~ ανάμεσα σε πομπό και δέκτη., οπτική όχληση (επίσ.): που προκαλείται από θέαμα το οποίο προσβάλλει την αισθητική κάποιου: ~ ~ από τις οικοδομικές εργασίες., οπτικό ποίημα: ΛΟΓΟΤ. που συνδυάζει τον γραπτό λόγο με την εικόνα ή μεταδίδει οπτικά το νόημα με τον τρόπο διάταξής του., οπτικός θόρυβος: ΦΩΤΟΓΡ. διακυμάνσεις φωτεινότητας ή χρώματος σε εικόνες από σκάνερ ή ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Βλ. κόκκος. [< αγγλ. image noise] , οπτικός πολιτισμός: διεπιστημονικός κλάδος ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των εικόνων, ιδ. όπως αυτές προβάλλονται από τα ψηφιακά μέσα και το διαδίκτυο, καθώς και των μεθοδολογικών-φιλοσοφικών εργαλείων ανάλυσής τους: ~ ~ και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. [< αγγλ. visual culture] , οπτικός τύπος: πρόσωπο που αντιλαμβάνεται και μαθαίνει ευκολότερα κάτι, όταν το βλέπει. Βλ. ακουστικός τύπος. [< γερμ. optischer Typ] , οπτική απάτη βλ. απάτη, οπτική γωνία βλ. γωνία, οπτική εικόνα βλ. εικόνα, οπτική επικοινωνία βλ. επικοινωνία, οπτική ίνα βλ. ίνα, οπτική ποίηση βλ. ποίηση, οπτική πυκνότητα βλ. πυκνότητα, οπτικό ζουμ βλ. ζουμ, οπτικό πεδίο βλ. πεδίο, οπτικός αναγνώστης βλ. αναγνώστης, οπτικός γραμματισμός βλ. γραμματισμός, οπτικός δίσκος βλ. δίσκος, οπτικός θάλαμος βλ. θάλαμος [< αρχ. ὀπτικός, γαλλ. optique, αγγλ. optical, visual]

περιγραφή

περιγραφή πε-ρι-γρα-φή ουσ. (θηλ.): αναλυτική ή σύντομη παρουσίαση των χαρακτηριστικών κυρ. προσώπου, πράγματος, χώρου ή γεγονότος, ώστε ο ακροατής ή αναγνώστης να μπορεί να αναπλάσει την εικόνα τους στο μυαλό του: ακριβής/απλή/γενική/γλαφυρή/εκτεταμένη/εξωτερική/εσωτερική/ζωηρή/ζωντανή/λεπτομερής/περιληπτική/πιστή/πλήρης/ρεαλιστική/συνοπτική/φανταστική ~. ~ του κτίριου/προϊόντος. Βλ. αναπαράσταση.|| ~ μαθήματος/προγράμματος. ~ ενός εθίμου/σχεδίου/φαινομένου. ~ των ρόλων και αρμοδιοτήτων. Επιστημονική ~ (= εξήγηση) μιας διαδικασίας. Τεχνική ~ ενός έργου. Λειτουργική ~ ενός συστήματος.|| ~ αθλητικού αγώνα. ~ές από αυτόπτες μάρτυρες (= μαρτυρίες). Πβ. εξιστόρηση. ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική περιγραφή: επικουρική υπηρεσία η οποία βασίζεται στην αφήγηση σκηνής κυρ. ενός τηλεοπτικού προγράμματος, κινηματογραφικού έργου ή μιας θεατρικής παράστασης, ώστε να καθίσταται δυνατή η παρακολούθησή της πλοκής του/της από άτομα με προβλήματα όρασης: υπότιτλοι, ~ ~, νοηματική (: εναλλακτικά κειμένων για ΑμεΑ). [< αγγλ. audio description] [< μτγν. περιγραφή, γαλλ. description]

ρεσεψιόν

ρεσεψιόν ρε-σε-ψιόν ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: χώρος υποδοχής και εξυπηρέτησης κοινού ή πελατών, διαμορφωμένος με γραφείο και πάσο· η σχετική, συνήθ. τηλεφωνική, υπηρεσία: ~ γυμναστηρίου/ιατρείου/νοσοκομείου/ξενοδοχείου/πλοίου. Ο θυρωρός/υπάλληλος της (πβ. ρεσεψιονίστ) ~. ~ με αίθουσα αναμονής/καθιστικό. Άφησε το κλειδί στη ~.|| Θα κάνουμε κράτηση στη ~. Τηλεφώνησε στη ~. Βλ. γραμματεία, πληροφορίες. [< γαλλ. réception]

τριχοειδής

τριχοειδής, ής, ές τρι-χο-ει-δής επίθ. 1. (επιστ.) που μοιάζει με τρίχα, είναι πάρα πολύ λεπτός: ~είς: ρωγμές. (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ής: σωλήνας (: με εξαιρετικά μικρή διατομή). (ΧΗΜ.) ~ής: στήλη (: με μικρή διάμετρο). (ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ.) ~ής: άλγη. ~είς: ρίζες. ~ή: κύτταρα. (ΙΑΤΡ.) ~είς: θηλές (της γλώσσας). Βλ. -ειδής. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. τριχοειδικός. ● ΣΥΜΠΛ.: λεμφικά τριχοειδή & (σπάν.) λεμφοφόρα τριχοειδή: ΙΑΤΡ. αγγεία που μεταφέρουν τη λέμφο στα λεμφαγγεία, για να καταλήξει τελικά στο φλεβικό σύστημα., τριχοειδή αγγεία & τριχοειδή {σπάν. στον εν.}: ΑΝΑΤ. μικροσκοπικοί αγωγοί μέσα από τους οποίους περνά το αίμα από την αρτηριακή στη φλεβική κυκλοφορία: επιφανειακά/πνευμονικά ~ ~., τριχοειδή φαινόμενα & (σπάν.) τριχοειδικά: ΦΥΣ. που παρουσιάζονται, όταν υγρά έρθουν σε επαφή με τριχοειδή σωλήνα ή με πορώδη μέσα. [< αρχ. τριχοειδής, γαλλ. capillaire, αγγλ. trichoid]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.