αγγειογραφία [ἀγγειογραφία] αγ-γει-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. ακτινογραφική εξέταση των αιμοφόρων ή λεμφικών αγγείων ύστερα από έγχυση σκιαγραφικού διαλύματος αδιαπέραστου από ακτίνες Χ: αφαιρετική/διαγνωστική/ενδοφλέβια/ηπατική/μαγνητική/ραδιοϊσοτοπική/τρισδιάστατη/ψηφιακή ~. ~ εγκεφάλου/καρδιάς/νεφρών. ~ με αξονικό τομογράφο/καθετήρα. Βλ. στεφανιογραφία, χολ~. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. ζωγραφική διακόσμηση ή παράσταση αγγείων και η αντίστοιχη τέχνη ή τεχνική: αρχαϊκή/αττική/γεωμετρική/ερυθρόμορφη/μελανόμορφη ~. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. (σπάν.) μελέτη των ζωγραφικών παραστάσεων σε αγγεία. Βλ. αγγειολογία, -γραφία. [< 1: γαλλ. angiographie, 1952, αγγλ. angiography, 1933]
αγγειολογία [ἀγγειολογία] αγ-γει-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΙΑΤΡ. ειδικότητα με αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία των αγγειακών παθήσεων: κλινική ~. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. (σπάν.) επιστημονικός κλάδος που μελετά τα αγγεία. Βλ. αγγειογραφία, -λογία. [< 1: μτγν. ἀγγειολογία ‘διδασκαλία για τα αιμοφόρα αγγεία’, γαλλ. angiologie, αγγλ. angiology 2: γαλλ. ~]
αιμοφόρος, ος, ο [αἱμοφόρος] αι-μο-φό-ρος επίθ.: ΙΑΤΡ. που φέρει ή μεταφέρει αίμα: ~α: κύτταρα. Βλ. -φόρος. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αιμοφόρα αγγεία: που μεταφέρουν το αίμα (: οι φλέβες, οι αρτηρίες και τα τριχοειδή αγγεία). [< γαλλ. vaisseaux sanguins] [< μτγν. αἱμοφόρος]
ακούνητος, η, ο [ἀκούνητος] α-κού-νη-τος επίθ. (λαϊκό): που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί: ~ο: βλέμμα. ~ο: έπιπλο (= αμετακίνητο, π.χ. λόγω βάρους). Κάθομαι/στέκομαι ~. Μείνε ~ (= ακίνητος)!|| Παρέμειναν ~οι στις καλοπληρωμένες θέσεις τους. Πβ. αμετακίνητος, ασάλευτος. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα 1. (μτφ.) για πειθήνια όργανα: Καθόταν αγαλματάκι ~ο και περίμενε διαταγές. 2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι: ~ ~ μέρα ή νύχτα;
αναδυόμενος, η, ο [ἀναδυόμενος] α-να-δυ-ό-με-νος επίθ. 1. που αναδύεται: ~ (μέσα) από τα κύματα.|| (μτφ.) ~η: επιχείρηση. ~ο: ταλέντο. ~οι: κίνδυνοι. ~α: ερωτήματα/προβλήματα. || ~α: κράτη. Οι ~οι γίγαντες της παγκόσμιας οικονομίας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. για αντικείμενο γραφικού περιβάλλοντος που εμφανίζεται ξαφνικά στην οθόνη του υπολογιστή: ~η: διαφήμιση/λίστα. ~ο: μενού/μήνυμα/παράθυρο. ΣΥΝ. ποπ-απ ● Ουσ.: Αναδυομένη (η): προσωνυμία της θεάς Aφροδίτης. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενες αγορές: ΟΙΚΟΝ. που αρχίζουν να αναπτύσσονται με καλές προοπτικές, συνήθ. σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. [< αγγλ. emerging markets] , αναδυόμενη γραφή: ΨΥΧΟΛ. που αναπτύσσει το παιδί στην προσχολική ηλικία. [< αγγλ. emerging writing] , αναδυόμενος γραμματισμός βλ. γραμματισμός [< 1: αρχ. ἀναδυόμενος, αγγλ. emerging 2: αγγλ. pop-up, 1926]
ανάλυση [ἀνάλυση] α-νά-λυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. λεπτομερής εξέταση ενός γεγονότος, ενός φαινομένου ή μιας έννοιας με εντοπισμό και μελέτη των επιμέρους στοιχείων· κατ' επέκτ. προφορική ή γραπτή ανάπτυξη-παρουσίαση της αντίστοιχης έρευνας: αντικειμενική/βαθιά/εμπεριστατωμένη/ενδελεχής/εξαντλητική/επιφανειακή/κριτική/λεπτομερής/λογική/μουσική/προσεκτική/συστηματική ~. Κοινων(ιολογ)ική/οικονομική/πολιτική ~. ~ των (εκλογικών) αποτελεσμάτων/των δεδομένων/της επικαιρότητας/της κατάστασης/της πορείας (του Χρηματιστηρίου)/των πτυχών ενός ζητήματος/των στοιχείων. ~ έργου (: συστηματική καταγραφή των διακριτών σταδίων-βημάτων μιας εργασίας). ~ μιας θεωρίας/ενός όρου. ~ στα οικονομικά (της εταιρείας). Άρθρα/σχόλια και ~ύσεις. Επιχειρώ/κάνω μια ~ (σε βάθος). (ειρων.) ~ύσεις επί ~ύσεων! Βλ. αυτο~, μετα~, μικρο~, σύνθεση, υπερ~, ψυχ~. 2. διαχωρισμός, με τη χρήση επιστημονικών μεθόδων, ενός δείγματος στα στοιχεία από τα οποία αποτελείται, με σκοπό τον προσδιορισμό τους και τη μελέτη των ιδίων ξεχωριστά καθώς και του συνόλου: (ΦΥΣ.-ΧΗΜ.) δυναμική/εργαστηριακή/μηχανική/μικροσκοπική/φασματοσκοπική/χημική ~. Εργαστήριο/μέθοδοι/συσκευές/τεχνικές ~ης. Ποιοτική και ποσοτική ~ ενός μείγματος. ~ύσεις αερίων/γάλακτος/εδαφών/τροφίμων/υδάτων.|| (ΟΠΤ.) Φωτογραφική ~.|| (ΙΑΤΡ.) Ιατρικές ~ύσεις. Κάνω ~ αίματος (πβ. εξέταση, τεστ)/ούρων (= καλλιέργεια)/DNA.|| Στατιστική ~.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΓΛΩΣΣ.) Γλωσσολογική/γραμματική/ετυμολογική/σημειωτική/συντακτική ~ (κειμένου). Λογοτεχνική ~ διηγήματος. Βλ. επαν~, ψυχ~. 3. ΠΛΗΡΟΦ. το πλήθος των πίξελ που εμφανίζονται σε μια οθόνη: ψηφιακή ~. ~ γραφικών/εικόνας. Κάμερα/τηλεόραση/φωτογραφίες υψηλής ~ης. Πβ. ευκρίνεια. 4. ΜΑΘ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον λογισμό και τη θεωρία των ορίων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (της) διακύμανσης/διασποράς/μεταβλητότητας: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος με την οποία εξετάζεται η επίδραση μίας ή περισσότερων ανεξάρτητων μεταβλητών στη διακύμανση μίας εξαρτημένης μεταβλητής: ~ ~ κατά έναν παράγοντα. [< αγγλ. variance analysis, analysis of variance (ANOVA), 1967] , ανάλυση αγοράς: ΟΙΚΟΝ. διαδικασία εξέτασης των παραγόντων, των συνθηκών και των χαρακτηριστικών μιας αγοράς: ~ ~ καυσίμων. [< αγγλ. market analysis] , ανάλυση κινδύνου/κινδύνων: ΟΙΚΟΝ. υπολογισμός και εκτίμηση των κινδύνων που σχετίζονται με χρηματοοικονομικές ή επενδυτικές αποφάσεις: έρευνα/κριτήρια/μελέτη ~ης ~ου. [< αγγλ. risk analysis, 1964] , ανάλυση λαθών/σφαλμάτων: επιστημονική μελέτη της ποιότητας και της ποσότητας των λαθών στο πλαίσιο των μαθηματικών, της γλωσσολογίας και της στατιστικής. [< αγγλ. error analysis, 1963] , ανάλυση (του) λόγου βλ. λόγος, ανάλυση περιεχομένου βλ. περιεχόμενο, ανάλυση συνομιλίας βλ. συνομιλία, ανάλυση συστημάτων βλ. σύστημα, αριθμητική ανάλυση βλ. αριθμητικός, διακριτική ανάλυση βλ. διακριτικός, ενόργανη ανάλυση βλ. ενόργανος, θεμελιώδης ανάλυση βλ. θεμελιώδης, παραγοντική ανάλυση/ανάλυση παραγόντων βλ. παραγοντικός, συνδυαστική ανάλυση βλ. συνδυαστικός ● ΦΡ.: σε τελική/σε τελευταία ανάλυση (προφ.-εμφατ.): προκειμένου να αναφερθεί στο τέλος η πιο σημαντική πτυχή ενός θέματος: Νομίζω ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο και, ~ ~, αφορά όλους μας. Πβ. άλλωστε, εκτός αυτού/τούτου, εντέλει, εξάλλου, επιπλέον, τελικά. [< γαλλ. en dernière analyse ] [< αρχ. ἀνάλυσις ‘απαλλαγή, αποσύνθεση, επίλυση’, γαλλ. analyse, αγγλ. analysis, γερμ. Analyse, γαλλ.-αγγλ. resolution]
ανάπτυξη [ἀνάπτυξη] α-νά-πτυ-ξη ουσ. (θηλ.) 1. πρόοδος, εξέλιξη, ακμή: αγροτική/αλματώδης/δυναμική/κοινωνική/ολοκληρωμένη/ποιοτική/πράσινη/σταδιακή/σταθερή/ταχεία/υγιής ~. ~ μιας εταιρείας/πόλης/χώρας. Μοντέλο/πρόγραμμα/ρυθμοί/σχέδιο/τροχιά ~ης. Αρνητική/μηδενική/πραγματική ~ της οικονομίας. Η ~ της βιομηχανίας/της γεωργίας/του διαδικτύου/του εμπορίου/της πληροφορικής/της τεχνολογίας/των τηλεπικοινωνιών/του τουρισμού. Αστική ~ και αναβάθμιση της ποιότητας ζωής. Περιφερειακή ~ και αποκέντρωση. Τοπική και εθνική ~. ~ και ανταγωνιστικότητα/απασχόληση/ευημερία. Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Επιβράδυνση της ~ης (στην ευρωζώνη).|| ~ των γραμμάτων/της επιστήμης/της παιδείας/του πολιτισμού/των τεχνών. Πβ. άνθιση, καλλιέργεια. Βλ. απο~, υπ~, υπερ~. ΑΝΤ. παρακμή 2. ΒΙΟΛ.-ΨΥΧΟΛ. δυναμική πορεία αύξησης, εξέλιξης και ωρίμανσης, χαρακτηριζόμενη από διαδοχικά στάδια, την οποία διανύει κάθε ζωντανός οργανισμός από τη στιγμή της σύλληψής του μέχρι την εφηβική ηλικία: ατομική/βιολογική/γνωστική/(δια)νοητική/(ψυχο)κοινωνική/πνευµατική/(ψυχο)σωματική ~. Aργή/καθυστερημένη/ομαλή/πρόωρη/φυσιολογική ~. Η ~ του παιδιού. ~ της νοημοσύνης/των οστών/της προσωπικότητας. Διαταραχές/επιβράδυνση/φάσεις της ~ης. Πβ. μεγάλωμα. Βλ. γήρανση, εξελικτική ψυχολογία.|| Το παιδί πρέπει να τρέφεται καλά, γιατί είναι (πάνω) στην ~ή του.|| ~ φυτού. 3. εμφάνιση, δημιουργία και σταδιακή αύξηση: ~ κλίματος εμπιστοσύνης/οικολογικής συνείδησης/σχέσεων συνεργασίας/υποδομών. ~ οικονομικών δραστηριοτήτων. ~ νεφώσεων. Σχεδιασμός και ~ ιστοσελίδων. Έρευνα και ~ νέων φαρμάκων. ~ δεξιοτήτων (= καλλιέργεια).|| (ΙΑΤΡ.) ~ ιών/νοσημάτων. ~ μικροβίων/μυκήτων στο δέρμα.|| (ΦΥΣ.) ~ τριβής.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ φωνήεντος µεταξύ συµφώνων (π.χ. "σταθιμός" αντί "σταθμός"). 4. (διεξοδική) ανάλυση, παρουσίαση: θεωρητική/λεπτομερής/πλήρης ~ (= πραγμάτευση) του θέματος. ~ των απόψεων/των ιδεών/ισχυρισμών (κάποιου). 5. επέκταση, εξάπλωση (στον χώρο): ελεγχόμενη/ραγδαία ~. (Οικιστική) ~ της πρωτεύουσας.|| Περιορισμένης έκτασης ~ αστυνομικών δυνάμεων. (ΑΘΛ.) Η επιθετική ~ των γηπεδούχων. ΑΝΤ. σύμπτυξη. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάπτυξη αγοράς: ΟΙΚΟΝ. στρατηγική που εφαρμόζει μια επιχείρηση για την αύξηση των πωλήσεών της μέσω της εξεύρεσης νέων αγορών. [< αγγλ. market development] , ανάπτυξη προϊόντων: ΟΙΚΟΝ. στρατηγική αύξησης των πωλήσεων με τη δημιουργία νέων, πιο ανταγωνιστικών προϊόντων ή υπηρεσιών ή τη βελτίωση όσων ήδη υπάρχουν. [< αγγλ. product development] , κόστος ανάπτυξης: ΟΙΚΟΝ. δαπάνες που καταβάλλονται για την έρευνα, τον σχεδιασμό, την παραγωγή ή βελτίωση προϊόντος (ή υπηρεσίας): ~ ~ και συντήρησης λογισμικού., οικονομική ανάπτυξη: ΟΙΚΟΝ. διαδικασία μακροπρόθεσμης αύξησης του πραγματικού εισοδήματος μιας χώρας ή μιας περιοχής: ισόρροπη/περιφερειακή/τοπική ~ ~. [< αγγλ. economic development, 1902] , αξιοβίωτη ανάπτυξη βλ. αξιοβίωτος, βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη βλ. βιώσιμος, ενδογενής ανάπτυξη βλ. ενδογενής, έρευνα και ανάπτυξη βλ. έρευνα, Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης βλ. ευρωπαϊκός ● ΦΡ.: υπό ανάπτυξη (λόγ.) & σε ανάπτυξη: για διαδικασία που δεν έχει ολοκληρωθεί, που βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση δημιουργίας, κατασκευής και εξέλιξης: επιχειρήσεις/οικονομίες/χώρες ~ ~ (= αναπτυσσόμενες). Προϊόντα ~ ~. Η ιστοσελίδα βρίσκεται ~ ~ (: υπό κατασκευή). [< αγγλ. under development] [< πβ. αρχ. ἀνάπτυξις ‘ξεδίπλωμα, άνοιγμα’, γαλλ. développement, αγγλ. development, γερμ. Entwicklung]
απελευθέρωση [ἀπελευθέρωση] α-πε-λευ-θέ-ρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. απόδοση ή απόκτηση της ελευθερίας: άμεση/εθνική/πολιτική ~. ~ των εδαφών/των κρατουμένων/των ομήρων (πβ. ελευθέρωση). ~ από τη φυλακή (= αποφυλάκιση). ~ του λαού μιας χώρας από τυραννικό καθεστώς. ~ της πόλης από τον δυνάστη/τον κατακτητή (πβ. λύτρωση). Πβ. λευτέρωμα. ΑΝΤ. υποδούλωση 2. (μτφ.) απαλλαγή από περιορισμούς ή καταναγκασμούς: κοινωνική/σεξουαλική ~. ~ του πνεύματος/του σώματος/της ψυχής. ~ των γυναικών (= ανεξαρτητοποίηση, χειραφέτηση)/της δημιουργικότητας/της έκφρασης/της εργασίας. ~ στις σχέσεις. ~ από την άγνοια/τα δεσμά/ενοχές/εξαρτήσεις (= απεξάρτηση)/κάθε μορφή εκμετάλλευσης/την καταπίεση/τις προλήψεις/τον φόβο. Η ~ (= αποδέσμευση) του ποιητικού λόγου από τον έμμετρο στίχο.|| Αποσυμφόρηση του κέντρου και ~ των δρόμων. ΑΝΤ. αποκλεισμός, κλείσιμο. 3. ΟΙΚΟΝ. διεξαγωγή εμπορικών συναλλαγών χωρίς κρατικές παρεμβάσεις: ~ των διδάκτρων/των ενοικίων/του νομίσματος/του παγκόσμιου εμπορίου/των τηλεπικοινωνιών/των τιμών/του τραπεζικού συστήματος/του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων. Πβ. (φιλ)ελευθεροποίηση. 4. (επιστ.) έκλυση: ~ αερίων/ενέργειας/ηλεκτρονίων/νετρονίων/ορμονών. ~ ενδορφινών στον εγκέφαλο. ~ γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον. Πρωτεΐνες βραδείας ~ης. Πβ. εκπομπή. 5. ΙΣΤ. (με κεφαλ. Α) (στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) εκδίωξη των γερμανικών στρατευμάτων από τις κατεχόμενες περιοχές. ● ΣΥΜΠΛ.: απελευθέρωση της αγοράς/των αγορών & (φιλ)ελευθεροποίηση της αγοράς/των αγορών: ΟΙΚΟΝ. αποδέσμευση της αγοράς από κρατικές επεμβάσεις και δεσμεύσεις και δημιουργία προϋποθέσεων για την απρόσκοπτη λειτουργία των δυνάμεων της προσφοράς και ζήτησης. Βλ. ιδιωτικοποίηση. [< αγγλ. market liberalization] [< 1: αρχ. ἀπελευθέρωσις 2-4: γαλλ. libération]
αποτυχία [ἀποτυχία] α-πο-τυ-χί-α ουσ. (θηλ.) {αποτυχιών} 1. μη επιθυμητή κατάληξη, ανεπιτυχής έκβαση: εισπρακτική/εμπορική/επαγγελματική/επική/επιχειρησιακή/καλλιτεχνική/οικονομική/οικτρή/ολοκληρωτική/παταγώδης/ταπεινωτική ~ (πβ. φιάσκο). ~ του εγχειρήματος/της προσπάθειας (πβ. αστοχία). ~ στην εκπλήρωση των στόχων. Σε πλήρη ~ κατέληξε η διάσκεψη. Απόπειρα καταδικασμένη σε ~. Σε ~ οδεύουν/οδηγούνται οι διαπραγματεύσεις (πβ. ναυάγιο). Υπήρξε μεγάλη ~ στις εξετάσεις (: οι μαθητές δεν έγραψαν καλά). Γνώρισε/δοκίμασε/είχε πολλές ~ες. Ύστερα από μια σειρά ~ών (πβ. ατυχία, ήττα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εγγραφής/εγκατάστασης.|| (ΙΑΤΡ.) ~ νεφρών (: αδυναμία εκτέλεσης της βασικής λειτουργίας τους). ΑΝΤ. επιτυχία (1) 2. (συνεκδ.) καθετί που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες κάποιου: Το γλυκό/η ταινία ήταν (μια) σκέτη ~ (πβ. τζίφος). Είναι ~ να πάρουμε τη δεύτερη θέση. ● ΣΥΜΠΛ.: αποτυχία της αγοράς: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία η αγορά δεν οδηγεί σε αποτελεσματική και δίκαιη κατανομή πόρων και υπηρεσιών: παγκόσμια/τοπική ~ ~., σχολική αποτυχία: αδυναμία του μαθητή, που προέρχεται κυρ. από ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες, να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις απαιτήσεις του σχολείου, με αποτέλεσμα να έχει χαμηλές επιδόσεις στα μαθήματα ή να εγκαταλείπει πρόωρα το σχολείο: ~ ~ και κοινωνικός αποκλεισμός/λειτουργικός αναλφαβητισμός. Μαθησιακές δυσκολίες και ~ ~. [< γαλλ. échec scolaire] [< αρχ. ἀποτυχία, γαλλ. échec, αγγλ. failure]
ατελής, ής, ές [ἀτελής] α-τε-λής επίθ. {ατελ-ούς | -είς (ουδ. -ή)∙ ατελέστ-ερος, -ατος} 1. που παρουσιάζει ελλείψεις και γι' αυτό δεν είναι πλήρης, επαρκής, ολοκληρωμένος ή τέλειος: ~ής: έλεγχος (πβ. ανεπαρκής, ανολοκλήρωτος, υποτυπώδης). ~ής: ανάπτυξη/γνώση/πληροφόρηση. ~ές: έργο (πβ. μισοτελειωμένο). ~ή: στοιχεία.|| (ΧΗΜ.) Προϊόντα ~ούς καύσης (ΑΝΤ. τέλεια).|| (ΜΑΘ.) ~ διαίρεση (: που αφήνει υπόλοιπο, ΑΝΤ. τέλεια).|| (ΙΑΤΡ.) ~ές: κάταγμα.|| ~ής: κόσμος/νόμος. ~ής: όραση/οργάνωση. ~ές: σύστημα (ΑΝΤ. άρτιο). ~είς: μορφές ζωής (= κατώτερες). 2. που έχει απαλλαγεί από φόρους, δασμούς: ~ής: εισαγωγή αυτοκινήτων. Πβ. αδασμολόγητος, αφορολόγητος.|| ~είς: κλήσεις (= δωρεάν). ● επίρρ.: ατελώς [-ῶς]: χωρίς τέλη. ● ΣΥΜΠΛ.: ατελής αγορά: ΟΙΚΟΝ. στην οποία το κοινό δεν έχει πλήρη πρόσβαση στη χρηματοπιστωτική πληροφόρηση και οι πωλητές δεν μπορούν εύκολα και άμεσα να βρουν αγοραστές και το αντίστροφο. [< αγγλ. imperfect market] , ατελής ανταγωνισμός: ΟΙΚΟΝ. κάθε κατάσταση αγοράς που δεν είναι εντελώς ανταγωνιστική: εμπόριο υπό συνθήκες ~ούς ~ού (μονο-, ολιγο-πώλια) στις διεθνείς αγορές. [< αγγλ. imperfect competition] , ατελής οστεογένεση βλ. οστεογένεση [< 1: αρχ. ἀτελής, γαλλ. incomplet 2: αρχ. ~]
εμπόριο [ἐμπόριο] ε-μπό-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ίου}: ΟΙΚΟΝ. αγοραπωλησία αγαθών, υπηρεσιών ή οικονομικών τίτλων, με σκοπό το κέρδος: γενικό/διεθνές/θαλάσσιο (βλ. ναυτιλία) ~. Εξωτερικό/εισαγωγικό (= εισαγωγές)/εξαγωγικό (= εξαγωγές) ~. Εσωτερικό/λιανικό (= λιαν~)/χονδρικό (= χονδρ~) ~. ~ αυτοκινήτων/ειδών υγιεινής/κρασιού/μετάλλων/τροφίμων (ΣΥΝ. εμπορία). ~ και επιχειρήσεις. Γενική Γραμματεία ~ίου (ακρ. ΓΓΕ). Ασχολείται με το/κάνει ~ ρούχων (= εμπορεύεται ρούχα). Βλ. ΠΟΕ, GATT.|| Παράνομο ~ (= λαθρ~, παρα~). ~ ανθρώπων (κυρ. βρεφών ή παιδιών). ~ ναρκωτικών/όπλων (πβ. διακίνηση). ~ αρχαιοτήτων (= αρχαιοκαπηλία). ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερο εμπόριο: που διενεργείται ελεύθερα μεταξύ των κρατών, χωρίς την επιβολή μέτρων προστατευτισμού, κυρ. δασμών: ~ ~ και ελεύθερη διακίνηση. Ζώνη ~ου ~ίου (= ελεύθερων συναλλαγών). Βλ. παρεμβατ-, (νεο)φιλελευθερ-ισμός. [< αγγλ. free trade] , εμπόριο ελπίδας/ελπίδων (αρνητ. συνυποδ.): συναλλαγές ή συμφωνίες, οι οποίες στηρίζονται στην εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου μέσα από τη δημιουργία ή παροχή συνήθ. ψεύτικων ελπίδων ή υποσχέσεων σε άτομα που μειονεκτούν (π.χ. ασθενείς, ανέργους): ~ ~ σε βάρος των καρκινοπαθών., εναλλακτικό και αλληλέγγυο εμπόριο & δίκαιο (και αλληλέγγυο) εμπόριο & εναλλακτικό εμπόριο: ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. νέα μορφή εμπορικής δραστηριότητας, οι φορείς της οποίας (συνεταιρισμοί και μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί) προμηθεύονται προϊόντα από μικρούς παραγωγούς των αναπτυσσόμενων χωρών, που σέβονται την ανθρώπινη εργασία και το περιβάλλον, και τα διαθέτουν στην αγορά σε συγκεκριμένα καταστήματα και σε δίκαιες τιμές· κατ΄επέκτ. το συγκεκριμένο κίνημα που αποσκοπεί στην καταπολέμηση της φτώχειας και τη βιώσιμη ανάπτυξη του αναπτυσσόμενου κόσμου. [< αγγλ. fair trade, 1947] , ηλεκτρονικό εμπόριο: που γίνεται μέσω κυρ. του διαδικτύου: ~ ~ μεταξύ επιχειρήσεων (και καταναλωτών). Πύλη ~ού ~ίου. Πβ. τηλεμπόριο. Βλ. ευρυζωνικότητα. [< αγγλ. electronic/e- commerce, 1993] , παράλληλο εμπόριο: που διεξάγεται με διαφορετικούς τρόπους και διαδικασίες σε σχέση με το συνηθισμένο εμπόριο, ταυτόχρονα όμως με αυτό., διαμετακομιστικό εμπόριο βλ. διαμετακομιστικός, εμπόριο/εμπορία οργάνων βλ. όργανο ● ΦΡ.: του εμπορίου: χαρακτηρισμός προϊόντων, συνήθ. τροφίμων και ποτών, που παρασκευάζονται σε βιομηχανικές μονάδες και προορίζονται για μαζική κατανάλωση: λάδι ~ ~ (= συσκευασμένο· ΑΝΤ. χύμα)., εκτός εμπορίου βλ. εκτός, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, εμπόριο λευκής σαρκός βλ. σαρξ [< αρχ. ἐμπόριον, γαλλ. commerce, αγγλ. trade]
έρανος [ἔρανος] έ-ρα-νος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άνου}: συγκέντρωση κυρ. χρημάτων σε εθελοντική βάση για φιλανθρωπικούς ή κοινωφελείς σκοπούς: Πανελλήνιος Αντικαρκινικός ~. ~ αγάπης. ~ της Αρχιεπισκοπής Αθηνών/του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. ~ για τους πυρόπληκτους/υπέρ των σεισμοπαθών. Διενέργεια/διεξαγωγή εράνου. [< αρχ. ἔρανος ‘συνεισφορά’]
ευαίσθητος, η, ο [εὐαίσθητος] ευ-αί-σθη-τος επίθ. 1. που συγκινείται, στενοχωριέται ή προσβάλλεται εύκολα· που ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της κοινωνίας, των συνανθρώπων του και συμπάσχει μαζί τους: (για πρόσ.) ~ος: καλλιτέχνης. ~η: ψυχή. ~ και ρομαντικός/τρυφερός (πβ. λεπτεπίλεπτος, ντελικάτος). Κοινωνικά ~οι πολίτες (= ευαισθητοποιημένοι). Έχει γίνει πολύ ~η. Είναι ~ σε θέματα που αφορούν την οικογένειά του. Πβ. ευσυγκίνητος. Βλ. αδιάφορος, σκληρός, υπερ~.|| (κατ' επέκτ.) ~η: ηλικία (: η παιδική ή συνηθέστ. η εφηβική)/ματιά (στον ανθρώπινο πόνο). ~α: τραγούδια (= συγκινητικά). ΣΥΝ. συναισθηματικός (2) ΑΝΤ. αναίσθητος (2), ασυγκίνητος 2. που επηρεάζεται σχετικά εύκολα και συνήθ. αρνητικά από εξωτερικά κυρ. ερεθίσματα ή αντιδρά πιο έντονα σε αυτά: ~ος: λαιμός/οργανισμός (= ευπρόσβλητος). ~η: ερωτογενής ζώνη (π.χ. στήθος). ~ο: στομάχι. ~α: νεύρα. Είναι ~η στις ανοιξιάτικες αλλεργίες. ~ στον ήλιο/στο φως (βλ. φωτο~). Σαμπουάν για λεπτά/ξηρά και ~α μαλλιά. Μάσκα απολέπισης για ~ες επιδερμίδες (πβ. ευερέθιστος). Φυτό ~ο σε ασθένειες. Από μικρός είχε ~η (= εύθραυστη) υγεία. (για αισθητήρια όργανα) ~η: όσφρηση. Βλ. θερμο~. 3. που απαιτεί προσεκτικό, λεπτό χειρισμό και διακριτικότητα: ~η: υπόθεση. ~ο: ζήτημα/πρόβλημα. Ο ~ κλάδος της υγείας/τομέας της εκπαίδευσης. Η πιο ~η πλευρά ενός θέματος. Πβ. επικίνδυνος, κρίσιμος, νευραλγικός. 4. ΤΕΧΝΟΛ. (για όργανο, συσκευή) που μπορεί να καταγράφει μικρές αλλαγές ή διαφορές σε φυσικά μεγέθη: ~ος: αισθητήρας. ~η: ζυγαριά (πβ. ακριβής). ~ο: μικρόφωνο. ● επίρρ.: ευαίσθητα ● ΣΥΜΠΛ.: ευαίσθητη αγορά: ΟΙΚΟΝ. της οποίας οι τιμές επηρεάζονται εύκολα από τις εκάστοτε (ευνοϊκές ή δυσμενείς) συνθήκες: η ~ ~ του Χρηματιστηρίου. [< αγγλ. sensitive market] , ευαίσθητη περιοχή 1. τα γεννητικά όργανα των γυναικών συνήθ. ή των μωρών: μαντιλάκια καθαρισμού/προστασία/υγιεινή της ~ης ~ής. Πλένετε την ~ ~ του βρέφους με άφθονο νερό και ειδικό σαπούνι. 2. {συνήθ.+ γεν.} (γενικότ.) οποιοδήποτε ευαίσθητο μέρος ή όργανο του γυναικείου κυρ. σώματος: προϊόν κατάλληλο για την ~ ~ των ματιών. Σύσφιξη και βελτίωση της ~ης ~ης του λαιμού. 3. (μτφ.) που παρουσιάζει γεωπολιτική αστάθεια: η ~ ~ της Μέσης Ανατολής., ευπαθείς/ευαίσθητες/ευάλωτες (κοινωνικά) ομάδες: τμήματα του πληθυσμού που χρειάζονται ιδιαίτερη μεταχείριση και προστασία, λόγω της κοινωνικής, οικονομικής, πνευματικής ή φυσικής τους κατάστασης και τα οποία είναι ευάλωτα στον κοινωνικό αποκλεισμό, σε ασθένειες, σε φυσικές καταστροφές (παιδιά, ηλικιωμένοι, άνεργοι, άποροι, μετανάστες, παλιννοστούντες, πρόσφυγες, ναρκομανείς, άστεγοι): μέτρα για την ενίσχυση της απασχόλησης των ~ών ~ων. [< αγγλ. vulnerable groups] , οικολογικά ευαίσθητες περιοχές: ΟΙΚΟΛ. στις οποίες μπορεί εύκολα να διαταραχθεί η οικολογική ισορροπία, π.χ. υγρότοποι, παράκτιες, παραποτάμιες ή παραλίμνιες ζώνες, θαλάσσια πάρκα, πηγές νερού: τουρισμός και βιωσιμότητα σε ~ ~ της Ευρώπης., αδύνατο σημείο βλ. αδύνατος, αδύνατος/αδύναμος κρίκος βλ. κρίκος, ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα βλ. προσωπικός ● ΦΡ.: αγγίζω τις ευαίσθητες χορδές (κάποιου) βλ. αγγίζω [< αρχ. εὐαίσθητος ‘αυτός που έχει καλή ή έντονη αισθητικότητα’, γαλλ. sensible, αγγλ. sensitive]
ευρωομόλογο [εὐρωομόλογο] ευ-ρω-ο-μό-λο-γο ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΝ. ομόλογο που εκδίδεται από διεθνή κοινοπραξία επενδυτικών τραπεζών έξω από τη δικαιοδοσία ενός ενιαίου νομίσματος ή σε διαφορετικό νόμισμα από αυτό της χώρας στην οποία γίνεται η έκδοση. Βλ. ευρω-αγορά, -νόμισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: αγορά ευρωομολόγων: δίκτυο από διεθνείς τράπεζες και χρηματομεσίτες για τον δανεισμό ξένων νομισμάτων έξω από τη χώρα προέλευσής τους ως μέσο χρηματοδότησης εμπορικών και επενδυτικών συναλλαγών: διατραπεζική ~ ~. [< αγγλ. eurobond, 1966]
εχίνος [ἐχῖνος] ε-χί-νος ουσ. (αρσ.): ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. τμήμα του κιονόκρανου ανάμεσα στον άβακα και τον κορμό του κίονα. [< μτγν. ἐχῖνος]
-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.
καλάθι κα-λά-θι ουσ. (ουδ.) {καλαθ-ιού} 1. δοχείο συνήθ. πλεκτό με ή χωρίς λαβές, για την τοποθέτηση ή μεταφορά αντικειμένων· συνεκδ. το περιεχόμενό του και κατ' επέκτ. οτιδήποτε μοιάζει με αυτό: μεταλλικό/πλαστικό/συρμάτινο/υφασμάτινο/ψάθινο ~. ~ από καλάμια/λυγαριά. ~ απλύτων/αποθήκευσης/δώρων/μπάνιου/ξύλων/τροφίμων. ~ για παιχνίδια/ψώνια. ~ του πικ νικ/σούπερ-μάρκετ. ~ με λουλούδια/ποτά/φρούτα (= πανέρι). Πβ. ζεμπίλι, κάνιστρο, κοφίνι.|| ~ σκουπιδιών (= σκουπιδοτενεκές). Ρίχνω κάτι στο ~ των απορριμμάτων. Βλ. κάδος.|| Ένα ~ μήλα (= μια καλαθιά).|| Αλιευτικό ~ (πβ. κιούρτος). Το ~ του αερόστατου (πβ. λέμβος)/του ποδηλάτου. Μοτοσικλέτα με (πλευρικό) ~. 2. ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) μεταλλικό στεφάνι με κρεμασμένο διχτάκι, ανοιχτό στο κάτω μέρος του, όπου καταλήγει η μπάλα μετά από εύστοχη προσπάθεια· συνεκδ. επιτυχημένη βολή: το αντίπαλο ~. Βλ. μπασκέτα, τέρμα.|| Νικητήριο ~. ~ και φάουλ. Μέτρησε το/μπήκε ~. Έβαλε/πέτυχε (το) ~. Έχασε το ~. Βλ. αυτο~, γκολ, σουτ.|| Τους έβαλαν στα ~ια (= τους κατατρόπωσαν). ● Υποκ.: καλαθάκι (το): στη σημ. 1: ~ με ψωμί (: στο τραπέζι). ~ Λήμνου (: παραδοσιακό λευκό τυρί. Βλ. ΠΟΠ). ● Μεγεθ.: καλάθα (η) (λαϊκό): στη σημ. 1. Βλ. καλαθούνα., καλαθάρα (η) (προφ.): στη σημ. 1 κ. (επιτατ.) στη σημ. 2. Βλ. γκολάρα. ● ΣΥΜΠΛ.: καλάθι αγορών & αγοράς: ΔΙΑΔΙΚΤ. (σε ιστοσελίδα) εικονίδιο που ενεργοποιεί μια λίστα παραγγελίας για αγορές μέσω ίντερνετ: άδειο/ηλεκτρονικό ~ ~. Προβολή ~ιού ~. Προσθήκη στο ~ ~. [< αγγλ. shopping basket/cart] , καλάθι νομισμάτων: ΟΙΚΟΝ. ομάδα νομισμάτων που χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η συναλλαγματική ισοτιμία ενός νομίσματος. [< αγγλ. basket of currencies, 1974, currency basket] ● ΦΡ.: (ρίχνω/πετώ κάτι ή κάτι καταλήγει/πηγαίνει) στο καλάθι των αχρήστων & (λόγ.) στον κάλαθο των αχρήστων: για κάτι στο οποίο δεν δίνεται μεγάλη σημασία ή απορρίπτεται, επειδή θεωρείται ανάξιο λόγου· για αντικείμενο από το οποίο απαλλάσσεται κάποιος, επειδή δεν λειτουργεί καλά ή έχει παλιώσει: (μτφ.) Πέταξαν τόσες ώρες δουλειάς ~ ~! Η πρόταση κατέληξε ~ ~.|| Το βλέπω να πηγαίνει ~ ~ (π.χ. το κινητό)., βλέπει το καλάθι σαν βαρέλι (προφ.): για παίκτη του μπάσκετ που έχει πολύ μεγάλο ποσοστό ευστοχίας., τι καλά, ... καλάθια! (ειρων.): για δήλωση δυσαρέσκειας, απογοήτευσης· αντί για την απάντηση "καλά" σε σχετική ερώτηση: -Πώς είσαι/πήγε, καλά; -~ ~., το καλάθι της νοικοκυράς: τα καταναλωτικά αγαθά που καλύπτουν τις βασικές ανάγκες ενός νοικοκυριού και χρησιμεύουν για τον υπολογισμό του κόστους ζωής: ακριβό το ~ ~. Αδειάζει το ~ ~. Βλ. Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, πληθωρισμός. [< γαλλ. le panier de la ménagère] , έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια βλ. αβγό & αυγό, μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι βλ. αβγό & αυγό, όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι βλ. κεράσι, στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει βλ. κοφίνι [< 1: μεσν. καλάθι 2: αγγλ. basket]
καμαραϊκός, ή, ό κα-μα-ρα-ϊ-κός επίθ. ΑΡΧΑΙΟΛ.: κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: καμαραϊκά αγγεία: αγγεία της μεσομινωικής περιόδου (περ. 2100-1600 π.Χ.) με πολύ λεπτά τοιχώματα και πολύχρωμα αφηρημένα ή σπανιότ. φυτικά και ζωικά μοτίβα σε σκούρο φόντο., καμαραϊκός ρυθμός: τεχνοτροπία της μεσομινωικής κεραμικής, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας αποτελούν τα σχετικά αγγεία.
κοινός, ή, ό κοι-νός επίθ. 1. που χαρακτηρίζει, αφορά ένα σύνολο ανθρώπων ή στοιχείων ή συμβαίνει συγχρόνως από πολλούς μαζί: ~ός: αγώνας/κώδικας (επικοινωνίας)/προβληματισμός/προσανατολισμός/σκοπός/στόχος/τρόπος (σκέψης)/φόβος. ~ή: αντίληψη/βούληση/διαπίστωση/επιθυμία/επιτροπή/ιστορία/καταγωγή/μοίρα/παράδοση/πολιτική/πορεία/προοπτική/στρατηγική/συνείδηση/συνισταμένη/ταυτότητα/υπηρεσία. ~ό: ανακοινωθέν/γνώρισμα/μέλλον/νόμισμα/όραμα/πρόγραμμα/σύστημα. ~οί: κανόνες/όροι/παράγοντες. ~ές: αγωνίες/απόψεις/αρχές/επιλογές/θέσεις/ιδιότητες/προθέσεις. ~ά: αιτήματα/δικαιώματα/έθιμα/ενδιαφέροντα/ήθη/σημεία/συμφέροντα/χαρακτηριστικά. Πρόσωπο ~ής αποδοχής. Αδικήματα του ~ού Ποινικού Δικαίου. Αποτελεί/είναι/συνιστά ~ή πεποίθηση ότι ... Αγωνίζεται για το ~ό καλό (: το κοινωνικού συνόλου). Πβ. ίδιος, όμοιος, συλλογικός. 2. αυτός τον οποίο μοιράζονται, έχουν στην κατοχή τους ή χρησιμοποιούν πολλά άτομα μαζί: ~ός: λογαριασμός (ΑΝΤ. χωριστός). ~ή: γλώσσα/εταιρεία (βλ. συνεταιρισμός)/ιδιοκτησία. ~ό: κτήμα/σπίτι/ταμείο. ~ές: αναμνήσεις/εμπειρίες/καταβολές/συνήθειες/ρίζες. ~οί: μετοχικοί τίτλοι. ~ά: αγαθά/βιώματα/οφέλη. ~ υποψήφιος και για τα δύο κόμματα. Έχουμε ~ούς φίλους. Δωμάτια με ~ή (= κοινόχρηστη) κουζίνα/τουαλέτα. Η ~ή ζωή ενός ζευγαριού (πβ. συμβίωση).|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: καρωτίδα. 3. που δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, μέτριος, συνηθισμένος: ο ~ αναγνώστης/καταναλωτής (= μέσος). ~ός: πολίτης (= ιδιώτης)/τύπος (δέρματος). ~οί: χαρακτηρισμοί. Αποδείχτηκε/δεν είναι παρά ένας ~ απατεώνας. Του συμπεριφέρθηκαν σαν να ήταν ένας ~ κακοποιός. Διώξη ~ού εγκλήματος. Το έργο του τον διαφοροποιεί/ξεχωρίζει από τους ~ούς ανθρώπους. Ξεπέρασε το ~ό μέτρο (πβ. μέσος όρος). ΑΝΤ. εξαιρετικός, ξεχωριστός.|| ~ό: χαρτί (: φτηνό, όχι υψηλής ποιότητας).|| (ΒΟΤ.) Θύμος ο ~ (: το θυμάρι). Πόα η ~ή.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: νόσος. ● επίρρ.: κοινώς/κοινά [κοινῶς]: από πολλούς ανθρώπους: Είναι ~ (απο/παρα)δεκτό ότι ... || (όπως λέγεται από τους περισσότερους ανθρώπους, σύμφωνα με την καθομιλουμένη:) Οίδημα, κοινώς/κατά το κοινώς λεγόμενον, πρήξιμο. ● ΣΥΜΠΛ.: (Αλεξανδρινή/Ελληνιστική) Κοινή: ΓΛΩΣΣ. η ελληνική γλώσσα όπως διαμορφώθηκε από τον 3ο αι. π.Χ. μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ., η κοινή γνώμη: η στάση του κόσμου απέναντι σε κάποιο θέμα και συνεκδ. το κοινωνικό σύνολο: η διεθνής/ελληνική/ευρωπαϊκή/παγκόσμια ~ ~. Αποπροσανατολισμός/διαμόρφωση/ενημέρωση/επιρροή/ευαισθητοποίηση/κινητοποίηση/παραπλάνηση/πληροφόρηση/χειραγώγηση της ~ής ~ης. Υποθέσεις που συγκλόνισαν την ~ ~. Δημοσκόπηση για τη σφυγμομέτρηση της ~ής ~ης. [< γαλλ. opinion publique] ,κοινή αγορά: συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών η οποία επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εργασίας καθώς επίσης αγαθών και υπηρεσιών· (παλαιότ. με κεφαλ. Κ,Α) η Ευρωπαϊκή Ένωση: ~ ~ ενέργειας/ηλεκτρισμού. ~ές ~ές πετρελαίου/πρώτων υλών/φυσικού αερίου. [< αγγλ. common market, 1954, γαλλ. Marché Commun, 1957] , Κοινή Νεοελληνική/Κοινή Νέα Ελληνική: ΓΛΩΣΣ. η σύγχρονη μορφή της ελληνικής γλώσσας, η οποία προήλθε από την ανάμειξη της δημοτικής με στοιχεία της καθαρεύουσας., κοινό κρυολόγημα: η πιο συχνή μορφή λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος που εκδηλώνεται με ρινική καταρροή, φτέρνισμα, πονοκέφαλο, πονόλαιμο, ξηρό βήχα και χαμηλό πυρετό. Βλ. γρίπη., κοινό μυστικό: για καθετί που, ενώ θεωρείται μυστικό, το γνωρίζουν πολλοί: Είναι ~ ~ στους δημοσιογραφικούς κύκλους ότι ..., κοινός τόπος (μτφ.) 1. γενικώς αποδεκτή αντίληψη, κοινοτοπία: Είναι ~ ~ ότι ... Βλ. πρωτοτυπία. 2. κοινό σημείο: ~ ~ μεταξύ των δύο πλευρών., ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο βλ. ελάχιστος, κοινή (/χριστιανική/παρούσα) εποχή βλ. εποχή, κοινή γυναίκα βλ. γυναίκα, κοινή δράση βλ. δράση, κοινή λογική βλ. λογική, κοινή μετοχή βλ. μετοχή, κοινής ωφελείας βλ. ωφέλεια, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κοινό όνομα βλ. όνομα, κοινός θνητός βλ. θνητός, κοινός νους βλ. νους, κοινός παρονομαστής βλ. παρονομαστής, μέγιστος κοινός διαιρέτης βλ. διαιρέτης, το κοινό/το δημόσιο αίσθημα βλ. αίσθημα ● ΦΡ.: από κοινού: μαζί, συνεργαζόμενοι: ~ ~ ανάληψη της ευθύνης/αντιμετώπιση του προβλήματος/εμφάνιση/προσπάθεια/χρήση. Αποφάσισαν/εργάστηκαν ~ ~ (πβ. ομού)., βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) (μτφ.): βρίσκω σημείο σύγκλισης, συμφωνίας με κάποιον, το οποίο αποτελεί την αφετηρία για ευρύτερη συνεννόηση: Τα δύο κόμματα βρήκαν ~ ~ επικοινωνίας/συνεννόησης., διατάραξη (της) κοινής ησυχίας βλ. διατάραξη, κατά γενική/κοινή ομολογία βλ. ομολογία, κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο βλ. τύχη, κοινή συναινέσει βλ. συναίνεση, σε κοινή/σε δημόσια θέα βλ. θέα, ώρες κοινής ησυχίας βλ. ησυχία [< αρχ. κοινός, γαλλ. commun, αγγλ. common]
λαϊκός, ή, ό λα-ϊ-κός επίθ. {κ. προφ. θηλ. -ιά | λαϊκότ-ερος, -ατος} 1. που σχετίζεται με τον λαό, ανήκει σε αυτόν ή προέρχεται από αυτόν: ~ή: αποδοχή (ενός κόμματος)/βούληση/δυσαρέσκεια (για τα νέα μέτρα)/εξέγερση/επιμόρφωση (βλ. διά βίου εκπαίδευση)/κυβέρνηση. ~ό: αίτημα/κίνημα (βλ. εργατικό κίνημα). ~ αγώνας δρόμου. Εταιρεία ~ής βάσης (: με μετόχους τους κατοίκους μιας πόλης ή ενός μέρους). Προσφυγή στη ~ή ετυμηγορία (: συνήθ. για διεξαγωγή εκλογών). Η κυβέρνηση έχει νωπή και ισχυρή ~ή εντολή. Βλ. αντι~, παλ~, φιλο~.|| (σε ονομασ., με κεφαλ.) Λ~ή Τράπεζα. Λ~ό Λαχείο (κ. ως ουσ. ~ό).|| ~ός: ήρωας. ~ή: ποίηση (= δημώδης· ΑΝΤ. λόγια)/σοφία (βλ. γνωμικό, παροιμία, ρήση). ~ές: δοξασίες/εκδηλώσεις. ~ά: αναγνώσματα/παραμύθια/στοιχεία (= φολκλορικά). Ελληνικός ~ πολιτισμός (βλ. λαογραφία).|| ~οί: χοροί. ~ά: όργανα. ΣΥΝ. δημοτικός, παραδοσιακός. 2. που αφορά τις κατώτερες οικονομικά και κοινωνικά ομάδες: ~ή: συνοικία (βλ. εργατογειτονιά). Οι ~ές τάξεις/τα ~ά στρώματα (: αγρότες, εργάτες). Είναι ~ής καταγωγής. ΑΝΤ. αριστοκρατικός.|| ~ές: τιμές (= φτηνές, χαμηλές).|| (για πρόσ.) Γνήσιος ~ τύπος (: ανεπιτήδευτος, απλός και αυθόρμητος). ~οί: ζωγράφοι (= αυτοδίδακτοι, ναΐφ). 3. (ειδικότ.) που σχετίζεται με το λαϊκό τραγούδι: ~ός: βάρδος/δίσκος/(ραδιοφωνικός) σταθμός/συνθέτης/τραγουδιστής. ~ή: ορχήστρα/συναυλία. ~ό: πρόγραμμα. ~ά: κέντρα (διασκέδασης). Καλλιτέχνης με ~ή φωνή. 4. ΛΕΞΙΚΟΓΡ. (για γλωσσικό στοιχείο) που χρησιμοποιείται κυρ. στον προφορικό λόγο και συνήθ. από τους απλούς ανθρώπους του λαού και αποκλίνει, ως προς τη μορφολογία ή/και την προφορά, από την Κοινή Νεοελληνική: ~ή: έκφραση/λέξη. ΑΝΤ. λόγιος (1) ● Ουσ.: λαϊκά (τα) (προφ.): ενν. τραγούδια: βαριά/παλιά ~. Ακούει μόνο ~., λαϊκός (ο): ΕΚΚΛΗΣ. χριστιανός ορθόδοξος που δεν είναι ούτε ιερωμένος ούτε μοναχός: ~οί και κληρικοί. Βλ. κληρικο~. ΣΥΝ. κοσμικός (1) ● επίρρ.: λαϊκά ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκή αγορά & (προφ.) λαϊκή: υπαίθρια αγορά όπου πωλούνται σε φορητούς πάγκους και σε σχετικά χαμηλές τιμές φρέσκα οπωροκηπευτικά, αλλά και άλλα προϊόντα (π.χ. ψάρια, είδη ένδυσης και οικιακής χρήσης) και η οποία διοργανώνεται συνήθ. μια φορά την εβδομάδα, σε προκαθορισμένα σημεία και για συγκεκριμένες ώρες: εβδομαδιαία/κεντρική/σκεπαστή ~ ~. ~ ~ βιολογικών προϊόντων. ~ές ~ές στις γειτονιές της πόλης. Μικροπωλητές ~ών ~ών. Κάθε Παρασκευή γίνεται/έχει λαϊκή. Βλ. εμποροπανήγυρη, παζάρι, παντοπωλείο, υπαίθριο εμπόριο., λαϊκή ιατρική (κυρ. παλαιότ.): πρακτική και εμπειρική αντιμετώπιση των ασθενειών: χρήση των βοτάνων στη ~ ~ (βλ. γιατροσόφια). Βλ. εναλλακτική ιατρική, ομοιοπαθητική., λαϊκή τέχνη (κ. με κεφαλ. Λ, Τ): ΛΑΟΓΡ. της οποίας δημιουργός είναι ο απλός λαός και η οποία σχετίζεται κυρ. με την αργυροχρυσοχοΐα, την κεντητική, την κεραμική, την ξυλογλυπτική, την υφαντική, τη χειροτεχνία, αλλά και τη μουσική, τα τραγούδια και τους χορούς: η ελληνική ~ ~ (: τέλη 17ου αι.-αρχές 19ου αι.)., λαϊκό δικαστήριο (παλαιότ., ιδ. σε περιόδους πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής ύστερα από επανάσταση· σήμερα, κυρ. μτφ.): του οποίου τα μέλη δεν είναι δικαστικοί λειτουργοί, αλλά απλοί πολίτες: Εδώ δεν είναι ~ ~, ο καθένας μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα., λαϊκό μέτωπο (κ. με κεφαλ. Λ, Μ): ΠΟΛΙΤ. συνασπισμός κομμάτων, συνήθ. της Αριστεράς., λαϊκό τραγούδι & αστικό λαϊκό τραγούδι: ΜΟΥΣ. είδος τραγουδιού των αστικών κέντρων, εξέλιξη του δημοτικού και του ρεμπέτικου, το οποίο έχει τις απαρχές του στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, εξελίσσεται ακόμα και χαρακτηρίζεται από ανατολίτικα ή/και δυτικά στοιχεία: βαρύ ~ ~. Βλ. ελαφρολαϊκό (τραγούδι)., έντεχνο λαϊκό (τραγούδι) βλ. έντεχνος, κοσμικό/λαϊκό κράτος βλ. κοσμικός, λαϊκή απογευματινή βλ. απογευματινός, λαϊκή ετυμολογία βλ. ετυμολογία, λαϊκή κυριαρχία βλ. κυριαρχία, λαϊκή παράδοση βλ. παράδοση, λαϊκή/λαοκρατική δημοκρατία βλ. δημοκρατία, Λαϊκό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, λαϊκό προσκύνημα βλ. προσκύνημα, λαϊκός καπιταλισμός βλ. καπιταλισμός ● ΦΡ.: επί το λαϊκότερον (συνήθ. ειρων.): όταν παρατίθεται η αντίστοιχη συνώνυμη λέξη ή φράση του προφορικού ή λαϊκού λεξιλογίου: Έφυγε γρήγορα ή, ~ ~, την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια. [< μτγν. λαϊκός, γαλλ. populaire]
λαχειοφόρος, ος, ο λα-χει-ο-φό-ρος επίθ. (λόγ.): που αφορά λαχνούς: ~ος: κλήρωση. Βλ. -φόρος. ● ΣΥΜΠΛ.: λαχειοφόρος αγορά & (προφ.) λαχειοφόρος: πώληση λαχνών με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων για κοινωφελή σκοπό· οι κάτοχοι των τυχερών λαχνών κερδίζουν δώρα, κατόπιν κλήρωσης: Ο σύλλογος/το σωματείο διοργάνωσε ~ο ~. Βλ. έρανος.
μαύρος, η, ο [μαῦρος] μαύ-ρος επίθ. 1. που έχει το χρώμα με την ελάχιστη φωτεινότητα ή τη μέγιστη σκοτεινότητα, η επιφάνεια του οποίου απορροφά, αλλά δεν αντανακλά καμία ορατή ακτινοβολία: ~ος: πίνακας (= μαυροπίνακας). ~η: απόχρωση/κουκκίδα/σημαία. ~ο: άλογο/βελούδο/κοράκι/στιλό/φόντο/φόρεμα. ~ο δερμάτινο/πέτσινο μπουφάν. ~ες: γόβες. ~α: εσώρουχα. Βάζω ~ο μολύβι στα μάτια. Μελάνι ~ου χρώματος.|| (ΤΥΠΟΓΡ.) ~α γράμματα σε λευκό φόντο. Εκτύπωση με (έντονα) ~α (= μπολντ) στοιχεία. Βλ. ημίμαυρος.|| (εμφατ.) ~, κατάμαυρος. ~ σαν κάρβουνο/πίσσα (πβ. κατράμι). Πβ. ασπρό-, ολό-μαυρος. ΑΝΤ. άσπρος (1), λευκός (1) 2. που έχει πολύ σκούρο χρώμα, σχεδόν μαύρο: ~ος: ουρανός (πβ. συννεφιασμένος). ~η: πεύκη. ~α: γυαλιά.|| ~ος: καφές (: χωρίς γάλα). ~η: ζάχαρη (βλ. άσπρη)/μπίρα (βλ. ξανθιά)/σοκολάτα (ή υγείας)/σταφίδα (βλ. ξανθή). ~ο: κρασί (: σκούρο κόκκινο, βλ. μαυροδάφνη)/πιπέρι/ρύζι (βλ. λευκό)/ψωμί (πβ. ολικής αλέσεως). ~ες: ελιές (βλ. πράσινες). ~α: σταφύλια (βλ. λευκά).|| ~α: δόντια/μαλλιά/στίγματα (πβ. μελανά). ~οι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Έγινε ~ από τον ήλιο (πβ. μαυρίζω). Το μάτι του είναι ~ο από τη(ν) μπουνιά που έφαγε.|| Μες στη ~η νύχτα (: χωρίς φεγγάρι ή αστέρια, πολύ σκοτεινή).|| ~α: νύχια/χέρια (: βρόμικα, λερωμένα. ΑΝΤ. καθαρά). Έγινα ~ από τον καπνό.|| (για πρόσ.) ~η: φυλή (: με σκουρόχρωμη επιδερμίδα, νέγρικη. Βλ. κίτρινη, λευκή). 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για να δηλωθεί κάτι αρνητικό, δυσάρεστο, θλιβερό: ~ος: μήνας. ~η: ζωή (πβ. άθλιος, βασανισμένος, δυστυχισμένος). ~ες: ειδήσεις/σκέψεις (πβ. απαισιόδοξος). ~α: μηνύματα. ~η ψυχή (: κακιά, μοχθηρή). ~ο (= δυσοίωνο) το μέλλον της οικονομίας. ~α σύννεφα στον τουρισμό. ~ες γιορτές/~ο Σαββατοκύριακο θα περάσουμε! Είναι σε ~α χάλια/έχει τα ~α του τα χάλια (: σε πολύ άσχημη κατάσταση)!|| (συνδεδεμένος με καταστροφικό, τραγικό γεγονός) ~ος: Σεπτέμβρης. ~η: επέτειος/μέρα (πβ. αποφράδα)/σελίδα της ιστορίας.|| (εμφατ.) ~η: απελπισία/πείνα/φτώχεια. Η ~η (= πικρή) αλήθεια είναι ότι ...|| ~η: μαγεία. 4. (προφ.) που δεν δηλώνεται στην εφορία και αποφέρει παράνομα κέρδη: ~η: οικονομία. Πβ. λαθραίος. ● Ουσ.: μαύρα (τα) 1. μαύρα ρούχα, συχνά ως ένδειξη πένθους: ντύνομαι στα/φοράω ~. Έβγαλε τα ~ (: σταμάτησε να πενθεί). Βλ. λευκά. 2. τα μαύρα πιόνια στο σκάκι: Παίζουν τα ~. Βλ. λευκά., μαύρο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: Προτιμώ το μοβ από το ~.|| Το ~ σου πάει πολύ! ΑΝΤ. άσπρο (1) 2. (& σπάν. μαύρη ψήφος) (αργκό) αρνητική ψήφος· γενικότ. καταψήφιση, αποδοκιμασία ενός προσώπου ή μιας κατάστασης: Οι ψηφοφόροι θα ρίξουν ~ στο κόμμα. Θα φάει ~ δαγκωτό στις εκλογές. ΣΥΝ. φούμο (2) 3. & μαύρη (η): (αργκό) χασίς. Πβ. φούντα, χόρτο. ● Υποκ.: μαυρούλης , α, ικο ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρη (αγορά) 1. παράνομη αγοραπωλησία σε δύσκολες κυρ. περιόδους (όπως πολεμικές) όπου υπάρχει έλλειψη εμπορευμάτων, κυρ. τροφίμων, τα οποία πωλούνται σε πολύ υψηλές τιμές. 2. παράνομη αγοραπωλησία προϊόντων που δεν είναι νόμιμα, δεν βρίσκονται εύκολα στο εμπόριο ή πωλούνται σε χαμηλότερη από την κανονική τιμή, συνήθ. επειδή είναι κλεμμένα. [< αγγλ. black market, 1931, γαλλ. marché noir, 1945] , μαύρη γη (μτφ.) 1. καμένη έκταση. 2. (λογοτ., συχνά σε δημοτικά τραγούδια) ο Άδης., μαύρη ζώνη: ΑΘΛ. που αποκτούν οι αθλούμενοι στις πολεμικές τέχνες και προσδιορίζει το ανώτερο επίπεδο τεχνικής και εμπειρίας τους στο άθλημα. Βλ. λευκή ζώνη., μαύρη μουσική: ΜΟΥΣ. το σύνολο των μουσικών ειδών αφροαμερικανικής προέλευσης. Βλ. αρ εν μπι, μπλουζ, ραπ, σόουλ, τζαζ, χιπ χοπ., μαύρο μυθιστόρημα ΛΟΓΟΤ. 1. αυτό που συνδυάζει συνήθ. την αστυνομική πλοκή με την αρνητική, σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας. Βλ. φιλμ νουάρ. 2. το γοτθικό, με βασικά χαρακτηριστικά τα υπερφυσικά και τρομακτικά στοιχεία. [< γαλλ. roman noir] , αρνητική/μαύρη διαφήμιση βλ. διαφήμιση, άσπρο-μαύρο & μαύρο-άσπρο βλ. άσπρος, η μαύρη ήπειρος βλ. ήπειρος, μαύρα σκοτάδια βλ. σκοτάδι, μαύρα ταμεία βλ. ταμείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, μαύρες συσκευές βλ. συσκευή, Μαύρη Βίβλος βλ. βίβλος, μαύρη εργασία βλ. εργασία, μαύρη κωμωδία βλ. κωμωδία, μαύρη λίστα βλ. λίστα, μαύρη προπαγάνδα βλ. προπαγάνδα, μαύρη τρύπα βλ. τρύπα, μαύρη χήρα βλ. χήρα, μαύρο θέατρο βλ. θέατρο, μαύρο κουτί βλ. κουτί, μαύρο πρόβατο βλ. πρόβατο, μαύρο τσάι βλ. τσάι, μαύρο/μπλακ χιούμορ βλ. χιούμορ, μαύρο/σκοτωμένο αίμα βλ. αίμα, μαύρος θάνατος βλ. θάνατος, μαύρος καβαλάρης βλ. καβαλάρης, μαύρος νάνος βλ. νάνος, μαύρος πάγος βλ. πάγος, μαύρος χρυσός βλ. χρυσός ● ΦΡ.: μαύρος και άραχνος (μτφ.-εμφατ.): για καθετί δύσκολο, δυσάρεστο, δυσοίωνο: Τα βλέπει/τα βρήκε/είναι όλα ~α και ~α., τα βάφω μαύρα (μτφ.-προφ.): στενοχωριέμαι υπερβολικά, απογοητεύομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό, απελπίζομαι: Τα έβαψε ~ μετά τον χωρισμό.|| (ειρων.) Σιγά μην τα βάψω ~ που δεν ήρθε! ΣΥΝ. είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά, με παίρνει από κάτω/αποκάτω, (γράφω κάποιον/κάτι) στα μαύρα κατάστιχα βλ. κατάστιχο, άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά βλ. σκύλος, βάζω/φοράω (μαύρες) πλερέζες βλ. πλερέζα, για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια βλ. αλήθεια, είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά βλ. πανί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) βλ. Μάης, κάνει το άσπρο μαύρο βλ. άσπρος, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) βλ. μάτι, μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα βλ. μαυρίλα, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) βλ. νύχτα, μαύρη η ώρα βλ. ώρα, μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει βλ. τρώω, με (τα πιο) ζοφερά/μελανά χρώματα βλ. χρώμα, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι βλ. χιόνι, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα βλ. βλέπω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< μτγν. μαῦρος, γαλλ. noir, αγγλ. black]
παράλληλος, η/ος, ο πα-ράλ-λη-λος επίθ. 1. (μτφ.) που γίνεται, υπάρχει ταυτόχρονα ή με ανάλογο, παρόμοιο τρόπο με κάτι άλλο: ~ος: σκοπός/σχεδιασμός. ~η: αναζήτηση/απασχόληση/δράση/δραστηριότητα/εξέλιξη/εξυπηρέτηση(πελατών)/εργασία/θεραπεία/κυκλοφορία/παρακολούθηση/πορεία/(ερωτική) σχέση. || (ΝΟΜ.) ~η: ασφάλιση. ~ο: παιχνίδι/πρόγραμμα. ~οι: αγώνες/έλεγχοι/κόσμοι/τομείς. ~ες: εκδηλώσεις/επιδιώξεις/ιστορίες/προσπάθειες (π.χ. για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος)/συνεδρίες/συνομιλίες/υπηρεσίες. ~α: γεγονότα/έργα/μέτωπα.|| (ΑΘΛ.) ~ο: (γιγαντιαίο) σλάλομ (ανδρών/γυναικών) (: κατά το οποίο αγωνίζονται ταυτόχρονα δύο αθλητές σε ~ες πίστες). 2. που εκτείνεται στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον άλλο, δεν τέμνεται μαζί του και η μεταξύ τους απόσταση παραμένει ίδια: ~οι: αγωγοί/άξονες/δρόμοι/σωλήνες/τοίχοι. ~ες: σειρές. Κυματοθραύστες ~οι προς την ακτή. Κατασκευή πεζόδρομου ~ου προς την οδική αρτηρία. Ευθεία ~η προς το έδαφος.|| ~ο: παρκάρισμα. 3. ΠΛΗΡΟΦ. που αναφέρεται σε ταυτόχρονες διαδικασίες, όπως επεξεργασία δεδομένων, λειτουργία προγραμμάτων, υπολογιστών: ~ος: αλγόριθμος/προγραμματισμός/υπολογισμός. ~η: πρόσβαση. ~ο: καλώδιο/σύστημα. ΑΝΤ. σειριακός 4. ΓΕΩΜ. (για επίπεδα) που δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. ● Ουσ.: παράλληλος (η): οδός παράλληλη προς άλλη: πρώτη/δεύτερη/τρίτη ~ λεωφόρου. ● επίρρ.: παράλληλα & (λόγ.) παραλλήλως: ~ προς ... (ΗΛΕΚΤΡ.) Σύνδεση λαμπτήρων σε σειρά και ~ (= σε παραλληλία).|| Τα εργαστήρια θα λειτουργήσουν ~.|| Το σπίτι είναι διακοσμημένο με κλασικό και ~ μοντέρνο στιλ. Πβ. ταυτόχρονα. ● ΣΥΜΠΛ.: παράλληλες (ευθείες): ΓΕΩΜ. που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. Βλ. τέμνουσα., παράλληλες εισαγωγές/εξαγωγές: ΟΙΚΟΝ. νόμιμες εισαγωγές/εξαγωγές προϊόντων μέσω δικτύων διανομής που δεν έχουν όμως εγκριθεί από τον κατασκευαστή ή τον παραγωγό τους., παράλληλη αγορά: ΟΙΚΟΝ. δευτερεύουσα αγορά των σύγχρονων χρηματιστηρίων που απευθύνεται στις μικρότερες επιχειρήσεις, αποτελώντας τον προθάλαμο για την εισαγωγή τους στην κύρια: γενικός δείκτης της ~ης ~άς. Εισαγωγή/ένταξη (μιας εταιρείας) στην ~ ~., παράλληλη σύνδεση/διάταξη: ΗΛΕΚΤΡ. τρόπος σύνδεσης στοιχείων ηλεκτρικού κυκλώματος, κατά τον οποίο όλα τα στοιχεία βρίσκονται υπό την ίδια τάση και η ένταση του συνολικού ρεύματος που διαπερνά το κύκλωμα είναι ίση με το άθροισμα των εντάσεων των ρευμάτων που διαρρέουν τα στοιχεία του: ~ ~ αντιστάσεων/μπαταριών/πυκνωτών. ΑΝΤ. σύνδεση σε/εν σειρά, παράλληλος (κύκλος) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΑΣΤΡΟΝ. νοητός κύκλος της γήινης ή της ουράνιας σφαίρας παράλληλος προς τον ισημερινό: Οι ~οι ~οι παίρνουν τιμές από 0-90 μοίρες. Βλ. μεσημβρινός., σχήμα εκ παραλλήλου: ΡΗΤΟΡ. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο μια έννοια διατυπώνεται ταυτόχρονα θετικά και αρνητικά: π.χ. Να αρνηθείς και να μη δεχτείς. Όμορφος και όχι άσχημος., βίοι παράλληλοι βλ. βίος, παράλληλη θύρα βλ. θύρα, παράλληλο εμπόριο βλ. εμπόριο, παράλληλο κείμενο βλ. κείμενο, παράλληλο Σύμπαν βλ. σύμπαν, παράλληλοι ζυγοί βλ. ζυγός ● ΦΡ.: εκ παραλλήλου (λόγ.): συγχρόνως, ταυτόχρονα. Πβ. σε παραλληλία. [< αρχ. παράλληλος, γαλλ. parallèle, αγγλ. parallel]
πιστωτικός, ή, ό πι-στω-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την πίστωση: ~ός: έλεγχος/οργανισμός/τίτλος. ~ή: κρίση. ~ό: όριο/υπόλοιπο. ~ές: διευκολύνσεις/υπηρεσίες. ~ά: ιδρύματα (π.χ. τράπεζες). Πβ. νομισματο~, χρηματοδοτικός, χρηματο~. ΑΝΤ. χρεωστικός ● ΣΥΜΠΛ.: πιστωτικές μονάδες: μονάδα μέτρησης του φόρτου εργασίας του μέσου φοιτητή για την επίτευξη των μαθησιακών στόχων ενός προγράμματος σπουδών· ισοδυναμεί με 25-30 ώρες εκπαιδευτικής δραστηριότητας, όπως παρακολούθηση διαλέξεων, φροντιστηριακών ασκήσεων ή εργαστηρίων, ιδιωτική μελέτη και συμμετοχή σε εξετάσεις. Πβ. διδακτικές/ακαδημαϊκές μονάδες. [< αγγλ. credit units, credits] , πιστωτική (κάρτα): ΟΙΚΟΝ. κάρτα, συνήθ. με συγκεκριμένο πιστωτικό όριο, που εκδίδεται ονομαστικά από τράπεζα ή επιχείρηση και επιτρέπει στον κάτοχό της να αποκτήσει αγαθά ή να κάνει χρήση υπηρεσιών, πληρώνοντας αργότερα, συχνά με τόκο: αριθμός/έκδοση ~ής ~ας. Αγορές με ~ ~/μέσω ~ών ~ών. Πβ. πλαστικό χρήμα, χρυσή κάρτα. Βλ. χρεωστική (κάρτα). [< αγγλ. credit card, 1888] , πιστωτική αγορά: ΟΙΚΟΝ. η χρηματαγορά και η κεφαλαιαγορά. [< αγγλ. credit market] , πιστωτικό γεγονός: ΟΙΚΟΝ. αποτυχία νομικού προσώπου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του στα πλαίσια σημαντικής οικονομικής συναλλαγής, με αποτέλεσμα τη μείωση της πιστοληπτικής του αξιοπιστίας. [< αγγλ. credit event] , πιστωτικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζογραμμάτια., πιστωτικός κίνδυνος: ΟΙΚΟΝ. κίνδυνος μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που έχει ο αντισυμβαλλόμενος (π.χ. να αποπληρώσει ένα δάνειο ή χρέος) στον οφειλόμενο χρόνο ή οποτεδήποτε μετά τη λήξη αυτού. Βλ. σι ντι ες. [< αγγλ. credit risk] [< μτγν. πιστωτικός ‘βεβαιωτικός’, γαλλ. créditeur, αγγλ. credit]
στεφανιογραφία στε-φα-νι-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ακτινογραφία των στεφανιαίων αρτηριών. Βλ. -γραφία. [< γαλλ. coronarographie]
τηλεσυνεργασία τη-λε-συ-νερ-γα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. συνεργασία απομακρυσμένων συνομιλητών μέσω ηλεκτρονικού και τηλεπικοινωνιακού δικτύου: (α)σύγχρονη ~. ~ μεταξύ τηλετάξεων (βλ. τηλεκπαίδευση). Αίθουσα/εργαλεία/εφαρμογές ~ας. [< αγγλ. telecollaboration, telecooperation]
τριχοειδής, ής, ές τρι-χο-ει-δής επίθ. 1. (επιστ.) που μοιάζει με τρίχα, είναι πάρα πολύ λεπτός: ~είς: ρωγμές. (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ής: σωλήνας (: με εξαιρετικά μικρή διατομή). (ΧΗΜ.) ~ής: στήλη (: με μικρή διάμετρο). (ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ.) ~ής: άλγη. ~είς: ρίζες. ~ή: κύτταρα. (ΙΑΤΡ.) ~είς: θηλές (της γλώσσας). Βλ. -ειδής. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. τριχοειδικός. ● ΣΥΜΠΛ.: λεμφικά τριχοειδή & (σπάν.) λεμφοφόρα τριχοειδή: ΙΑΤΡ. αγγεία που μεταφέρουν τη λέμφο στα λεμφαγγεία, για να καταλήξει τελικά στο φλεβικό σύστημα., τριχοειδή αγγεία & τριχοειδή {σπάν. στον εν.}: ΑΝΑΤ. μικροσκοπικοί αγωγοί μέσα από τους οποίους περνά το αίμα από την αρτηριακή στη φλεβική κυκλοφορία: επιφανειακά/πνευμονικά ~ ~., τριχοειδή φαινόμενα & (σπάν.) τριχοειδικά: ΦΥΣ. που παρουσιάζονται, όταν υγρά έρθουν σε επαφή με τριχοειδή σωλήνα ή με πορώδη μέσα. [< αρχ. τριχοειδής, γαλλ. capillaire, αγγλ. trichoid]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ