ανάσα [ἀνάσα] α-νά-σα ουσ. (θηλ.) 1. ο αέρας που βγαίνει από το στόμα κατά την αναπνοή και γενικότ. η λειτουργία της: αδύναμη/απαλή/βαθιά/βαριά/γλυκιά/ζεστή/κοφτή ~. Ακούω/αφουγκράζομαι την ~ κάποιου. Μυρίζει η ~ του σκόρδο. Κρατάει την ~ του από την αγωνία. Πβ. πνοή.|| (μτφ.) Αγώνας/κούρσα της μιας ~ας (: των 100 μέτρων στον ανοιχτό ή των 60 μέτρων στον κλειστό στίβο). 2. (μτφ.) ξεκούραση, ανακούφιση: (σε τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή) Μικρή ~ (= ανάπαυλα, διάλειμμα) για διαφημίσεις. Πβ. ανάπαυση, ριλάξ, χαλάρωση.|| Κυκλοφοριακή ~. ~ αισιοδοξίας. ~ ρευστότητας στην αγορά. Πβ. ξαλάφρωμα.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Έργο/μέτρα/νίκη-~. ΣΥΝ. ανακουφιστικός. ● ΣΥΜΠΛ.: καυτή ανάσα 1. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) για να δηλωθεί αίσθημα πίεσης και επικείμενης απειλής: Νιώθει την ~ ~ του ανταγωνισμού. 2. ένδειξη ερωτικής ή σεξουαλικής διάθεσης., ανάσα δροσιάς βλ. δροσιά ● ΦΡ.: δίνω (μια) ανάσα (ζωής) (μτφ.): προσφέρω σημαντική βοήθεια., κόβει την ανάσα: (μτφ.) προκαλεί έντονα συναισθήματα, αφήνει (κάποιον) άναυδο: ερμηνεία/θέα/ομορφιά/τοπίο που ~ ~., με κομμένη (την) ανάσα (μτφ.): με μεγάλη αγωνία: Μένω/μιλώ ~ ~. [< γαλλ. à bout de souffle] , μια ανάσα από/πριν από (μτφ.): λίγο πριν., παίρνω (μια) ανάσα & παίρνω μια αναπνοή 1. (συνήθ. με άρνηση) (μτφ.) σταματώ κάτι που κάνω με εντατικούς ρυθμούς, για να ξεκουραστώ ή απαλλάσσομαι από έγνοιες, ανακουφίζομαι: Δεν έχω πάρει ~ από το πρωί. Πβ. αναπαύομαι, ξαλαφρώνω, ξανασαίνω, ξεκουράζομαι. 2. εισπνέω: Πάρε βαθιές ~ες. ΣΥΝ. αναπνέω (1) ΑΝΤ. εκπνέω, χωρίς ανάσα (μτφ.): χωρίς διάλειμμα, παύση: Δούλευαν ~ ~, για να εξασφαλίσουν το μεροκάματο. Πβ. απνευστί, μονορούφι., μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα βλ. αναπνοή [< ανασαίνω, υποχωρητικός σχηματισμός]
αντιανεμικός, ή, ό [ἀντιανεμικός] α-ντι-α-νε-μι-κός επίθ.: που προστατεύει από τον άνεμο: ~ή: στολή. ~ό: μπουφάν. ~ά: γυαλιά/δίχτυα (για την προστασία των σπαρτών). Βλ. αδιάβροχος, θερμομονωτ-, ισοθερμ-ικός. ● Ουσ.: αντιανεμικό (το): ρούχο, συνήθ. πανωφόρι, που προφυλάσσει από τον άνεμο και τη βροχή: ~ με εσωτερική επένδυση. Αδιάβροχο-~. Βλ. άνορακ. [< γαλλ. coupe-vent]
άουλα [ἄουλα] ά-ου-λα ουσ. (θηλ.): αίθουσα τελετών. Βλ. αμφιθέατρο. [< γερμ. Aula, γαλλ. aula]
εχίνος [ἐχῖνος] ε-χί-νος ουσ. (αρσ.): ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. τμήμα του κιονόκρανου ανάμεσα στον άβακα και τον κορμό του κίονα. [< μτγν. ἐχῖνος]
κλήση κλή-ση ουσ. (θηλ.) 1. ακουστικό, φωτεινό ή άλλου είδους σήμα, με το οποίο καλείται κάποιος να εισέλθει σε τηλεπικοινωνιακό δίκτυο· κυρ. το τηλεφώνημα: αναπάντητη/(υπερ)αστική/αυτόματη/διεθνής/εισερχόμενη/εξερχόμενη/εσωτερική/ταχεία/τηλεφωνική/τοπική ~. ~ χωρίς χρέωση/δωρεάν ~. ~ από/σε κινητό/σταθερό τηλέφωνο. Γενική ~ προς όλα τα οχήματα/όλους τους σταθμούς. Απόρριψη/αριθμός/διάρκεια/ειδοποίηση/επανάληψη/ηχογράφηση/ήχοι ~ης. Μείωση του κόστους ~ης. Πλήκτρο αποδοχής/τερματισμού ~ης. ~εις προς την Αστυνομία/το ΕΚΑΒ/την Πυροσβεστική. ~εις μέσω διαδικτύου (πβ. βιντεο~). Η ~ σας προωθείται. Απαντώ σε/δέχομαι μια ~. Έκανε ~ με απόκρυψη. Πραγματοποιεί ~ εκτάκτου ανάγκης. 2. (επίσ.) έγγραφη ειδοποίηση να παρουσιαστεί υποχρεωτικά κάποιος σε υπηρεσία ή δικαστήριο: ~ για κατάταξη (π.χ. στην Πολεμική Αεροπορία). ~ από την Εφορία.|| (ΝΟΜ.) Δικαστική ~. ~ μάρτυρα. Έκδοση/κοινοποίηση ~ης. Παραπομπή σε δίκη με απευθείας ~. Ο ανακριτής απέστειλε ~ σε απολογία στον ... Έλαβε ~ για να καταθέσει. Του επιδόθηκε ~. Πβ. κλήτευση.|| (ειδικότ., έγγραφο με το οποίο καλείται από την Τροχαία ο παραβάτης να πληρώσει πρόστιμο:) Πήρε ~ για παράνομη στάθμευση/υπερβολική ταχύτητα. 3. (λόγ.) κάλεσμα, πρόσκληση, έκκληση: προσωπική/τιμητική ~. Άμεση ~ ασθενοφόρου/ταξί. (ΘΕΟΛ.) Η ~ του Θεού (προς τον άνθρωπο).|| ~ για βοήθεια. Βλ. παράκληση. 4. ΠΛΗΡΟΦ. μεταφορά του ελέγχου προγράμματος σε υπορουτίνα μέσω εντολής: ~ διαδικασίας/συνάρτησης. Βλ. ανάκληση. ● ΣΥΜΠΛ.: αναμονή κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία μέσω της οποίας ειδοποιείται ο συνδρομητής, συνήθ. με συγκεκριμένο ήχο, ότι κάποιος άλλος του τηλεφωνεί, ενώ εκείνος χρησιμοποιεί το τηλέφωνο. [< αγγλ. call waiting, 1971] , εκτροπή/προώθηση κλήσης: ΤΗΛΕΠ. τηλεφωνική υπηρεσία που επιτρέπει σε συνδρομητή να προωθεί τις εισερχόμενες κλήσεις του σε άλλον αριθμό κινητού ή σταθερού τηλεφώνου. [< αγγλ. call diversion, 1976, call forwarding, 1963] , κακόβουλη κλήση: που περιέχει απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης, όπως εξύβριση, εκβιασμό, απάτη ή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας. [< αγγλ. malicious call] , κράτηση κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία μέσω της οποίας μια τηλεφωνική κλήση τίθεται σε αναμονή, όταν η γραμμή είναι κατειλημμένη. [< αγγλ. call hold] , ονομαστική κλήση: εκφώνηση ονομάτων από λίστα: ψηφοφορία με ~ ~., φραγή κλήσεων & κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία που απαγορεύει ορισμένες ή όλες τις εισερχόμενες ή εξερχόμενες κλήσεις προς ή από το τηλέφωνο ενός συνδρομητή: επιλεκτική ~ ~. ~ ~ εξωτερικού. ~ ~ λόγω απώλειας κινητού. [< αγγλ. call barring, 1982] , φωνητική κλήση: ΤΗΛΕΠ. λειτουργία, κυρ. κινητών τηλεφώνων, με την οποία οι συνδρομητές μπορούν να τηλεφωνήσουν σε κάποιον, χωρίς τη χρήση του πληκτρολογίου μόνο με την εκφώνηση του ονόματός του. [< αγγλ. voice call/dial(ing)] , αναγνώριση κλήσεων βλ. αναγνώριση, διακριτικό κλήσης βλ. διακριτικός, κλήση σύσκεψης βλ. σύσκεψη, παλμική κλήση βλ. παλμικός ● ΦΡ.: σβήνω την κλήση/το πρόστιμο βλ. σβήνω [< 1,4: αγγλ. call 2: αρχ. κλῆσις, γαλλ. appel 3: αρχ. ~ ]
λόμπι λό-μπι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. (συνήθ. μειωτ.) ομάδα ατόμων που υποστηρίζουν και εκπροσωπούν συγκεκριμένα συμφέροντα, βάσει των οποίων προσπαθούν να επηρεάσουν, συνήθ. παρασκηνιακά, τα κέντρα λήψης αποφάσεων: εθνικιστικό/επιχειρηματικό/εφοπλιστικό/οργανωμένο/πολιτικό ~. Το εβραϊκό/ελληνικό ~ (της Αμερικής). Τα ~ της αυτοκινητοβιομηχανίας/του πετρελαίου. Πβ. οργανωμένα συμφέροντα. Βλ. κάστα, κατεστημένο, κλίκα, κορπορατισμός, λέσχη, συντεχνία. 2. προθάλαμος: στο ~ του θεάτρου (πβ. φουαγιέ)/ξενοδοχείου (πβ. ρεσεψιόν). Πβ. χολ. [< 1: αμερικ. lobby, γαλλ. ~. 1952 2: αγγλ. lobby < μεσν. λατ. lobium ‘στοά’]
ορθοστάτης [ὀρθοστάτης] ορ-θο-στά-της ουσ. (αρσ.) (λόγ.): κατακόρυφη βάση στήριξης: μεταλλικός ~. ~ βιβλίων (= βιβλιοστάτης)/ηχείων. Ανεμιστήρας με ~η. Πβ. σταντ. Βλ. αποστάτης2.|| (ΜΗΧΑΝ.) Σωληνωτοί ~ες. ~ες στηθαίων ασφαλείας. (ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ αρχαίου κτιρίου (: λίθος τοποθετημένος όρθιος στο κάτω μέρος τοίχου οικοδομήματος). Βλ. στύλος.|| (ΓΥΜΝ.-ΑΘΛ.) Πάγκος με ~η. ~ες μπάρας/τένις.|| Αναπηρικό κάθισμα-~. Βλ. -στάτης. [< αρχ. ὀρθοστάτης ‘κάθετη δοκός, κίονας’]
περίπτερος, η, ο πε-ρί-πτε-ρος επίθ.: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. (για αρχαίο οικοδόμημα) που έχει στοές με κίονες και στις τέσσερις πλευρές του: ~ος: ναός. Βλ. αμφιπρόστυλος. ΣΥΝ. περίστυλος [< πβ. μτγν. περίπτερος]
ράμπα ρά-μπα ουσ. (θηλ.) 1. επικλινής επιφάνεια που ενώνει δύο οριζόντια επίπεδα διαφορετικού ύψους: φορητή ~. ~ αποβίβασης/απογείωσης/προσγείωσης. ~ πεζοδρομίου. Υπόγειο με ~.|| (για ΑΜΕΑ) Ανυψωτική ~. ~ πρόσβασης. Πεζογέφυρα με ~ ανόδου/καθόδου. Βλ. κυλιόμενες σκάλες/κλίμακες. 2. κεκλιμένο συνήθ. επίπεδο σε συνεργείο αυτοκινήτων για την ανύψωση οχήματος, προκειμένου να ελεγχθεί ή/και να επισκευαστεί. 3. σειρά από φώτα στο προσκήνιο θεάτρου. [< γαλλ. rampe]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
info@academyofathens.gr
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ