α- & αν- & ά- & άν- & ανή-: πρόθημα λέξεων που δηλώνει έλλειψη, στέρηση (στερητικό άλφα): ά-οπλος/~υπνος. Α-όρατος/~κατανόητος. Αν-εκτίμητος/~εξάρτητος/~υπόφορος. Ανή-μπορος. Βλ. ανε- & ανέ-.
αιτιατική [αἰτιατική] αι-τι-α-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. μία από τις πλάγιες πτώσεις, στην οποία τίθεται το άμεσο αντικείμενο του ρήματος ή εκφράζει διάφορες επιρρηματικές σχέσεις: ~ ενικού/πληθυντικού αριθμού. Κατάληξη ~ής. ~ του χρόνου. ● ΣΥΜΠΛ.: αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") (στην αρχ. ελλην. γλ.): ΓΡΑΜΜ. ετερόπτωτος ονοματικός ή επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει την αναφορά, την έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι". [< μτγν. αἰτιατική]
ακτινοβολία [ἀκτινοβολία] α-κτι-νο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.) {ακτινοβολι-ών} 1. ΦΥΣ. ενέργεια η οποία εκπέμπεται με τη μορφή κυμάτων ή δεσμών σωματιδίων: επικίνδυνη/ηλεκτρομαγνητική/ηλιακή/θερμική/ορατή/πυρηνική/υπέρυθρη ~. ~ λέιζερ. Πβ. λάμψη, φεγγο-βολή, -βόλημα, φέγγος.|| Έκθεση στην ~ (πβ. ακτινοβόληση). ~ από κινητά τηλέφωνα/πυλώνες υψηλής τάσης/ραντάρ. Απορροφάται/διαδίδεται/διαθλάται/εκλύεται ~. Συσκευές που εκπέμπουν (ισχυρή/χαμηλή) ~. Χρήση ~ών σε καρκινοπαθείς.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Παγετός ~ας. Βλ. ακτίνες Χ, -βολία, γεω~, ραδιο~. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) θετική επίδραση, απήχηση, αίγλη: οικουμενική ~. ~ του Πατριαρχείου/του πολιτισμού. Προσωπικότητα με διεθνή ~/παγκοσμίου κύρους και ~ας. Η θετική ~ ενός ατόμου. Εκδήλωση πανελλήνιας εμβέλειας και ~ας. Πολιτιστική κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας και ~ας. ΣΥΝ. λάμψη (2) ● ΣΥΜΠΛ.: ακτινοβολία άλφα: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τύπος πυρηνικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από πυρήνες του ηλίου (He) (σωματίδια άλφα): ηλιακή/σωματιδιακή/υπεριώδης ~ ~. Η ~ ~ μόλις που διαπερνά ένα φύλλο χαρτί. Βλ. ακτίνες γάμμα., ακτινοβολία βήτα: ΦΥΣ. μορφή ιονίζουσας ακτινοβολίας που παράγεται από υψηλής ταχύτητας ηλεκτρόνια (σωματίδια βήτα)., κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου & (σπάν.) κοσμικό υπόβαθρο μικροκυμάτων: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που υπάρχει διάχυτη στο Σύμπαν και είναι το σημερινό κατάλοιπο της μεγάλης έκρηξης. [< αγγλ. cosmic microwave background radiation (CMBR)] , ραδιενεργός ακτινοβολία: που εκπέμπεται από ραδιενεργά στοιχεία. Πβ. ιονίζουσα/ιοντίζουσα ακτινοβολία. Βλ. ακτίνες γάμμα, ακτίνες X, ακτινοβολία άλφα, ακτινοβολία βήτα. [< γαλλ. rayonnement radioactif] , ιονίζουσα ακτινοβολία βλ. ιονίζω, κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες βλ. κοσμικός, υπεριώδης ακτινοβολία βλ. υπεριώδης, υπέρυθρη ακτινοβολία βλ. υπέρυθρος [< μτγν. ἀκτινοβολία ‘εκπομπή ακτίνων’ 1: γαλλ. radiation]
αμβλυωπία [ἀμβλυωπία] αμ-βλυ-ω-πί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. προσωρινή ή μόνιμη εξασθένηση της όρασης στον έναν ή σπανιότ. και στους δύο οφθαλμούς: στραβισμός, διαθλαστικές ανωμαλίες και ~. Πβ. τεμπέλικο μάτι. Βλ. αμαύρωση. [< αρχ. ἀμβλυωπία, αγγλ. amblyopia, γαλλ. amblyopie, γερμ. Amblyopie]
αναφορά [ἀναφορά] α-να-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. προφορικός ή γραπτός λόγος για κάτι: άμεση/αναλυτική/απλή/αόριστη/γενική/ειδική/εκτενής/έμμεση/ευθεία (: χωρίς περιστροφές)/ευρεία/περιληπτική/σαφής/συχνή/τυχαία/υπαινικτική (πβ. νύξη) ~. ~ σε γεγονότα του παρελθόντος/στην κατάσταση/σε κάποιο πρόβλημα. Έκανε ~ στο/για το ... Γίνεται/υπάρχει ~ σε κάτι. Ντοκιμαντέρ με ~ στο περιβάλλον. Το κείμενο δεν περιέχει καμιά ~ στο ... ~ές στο επιστημονικό έργο. Πβ. μνεία. Βλ. αυτο~, ετερο~. 2. παράθεση: ενδεικτική/εξαντλητική/λεπτομερής/ονομαστική/συνοπτική ~. (Σωστή) ~ των γεγονότων/του ονόματος/της πηγής (πβ. παραπομπή). Βιβλιογραφική ~ (: παρουσίαση της βιβλιογραφίας στο τέλος μιας μελέτης). Βλ. ετερο~. 3. καταγγελία· (κατ΄επέκτ.) το αντίστοιχο έγγραφο: έγγραφη ~. Του έκανε ~.|| Μηνυτήρια/υπηρεσιακή ~. Καταθέτω/στέλνω/συντάσσω/υποβάλλω ~ (στην Υπηρεσία/στο Υπουργείο). 4. (γραπτή) έκθεση στοιχείων: εβδομαδιαία/εσωτερική/ετήσια/ημερήσια ~. Επίσημη ~ του ΟΗΕ (= υπόμνημα). Πβ. ραπόρτο. 5. ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ. ενημέρωση του χρήστη σχετικά με την επιτυχία χρήσης μιας υπηρεσίας: (στο διαδίκτυο:) ~ λαθών/προβλημάτων/σφαλμάτων.|| (στο κινητό:) ~ές παράδοσης (μηνυμάτων). 6. ΣΤΡΑΤ. διαδικασία κατά την οποία οι οπλίτες μονάδας (ή υποδιαίρεσής της) παρατάσσονται και δηλώνεται επίσημα στον επικεφαλής ο αριθμός των παρόντων, των απόντων και των κωλυομένων: απογευματινή (: πριν από την απογευματινή εκπαίδευση)/βραδινή (: πριν από το σιωπητήριο)/πρωϊνή ~. Ο στρατιώτης βγήκε στην ~ παραπονούμενος για .../και ζήτησε να του δοθεί ολιγοήμερη άδεια. Τον έβγαλε στην ~ (: ο λοχίας τον στρατιώτη, λόγω απείθειας ή παραπτώματος). 7. σύνδεση, συσχέτιση: άξονας/βάση/δεδομένα/μοντέλο ~άς. 8. ΓΛΩΣΣ. συσχετισμός γλωσσικού στοιχείου με ένα προηγούμενο ή επόμενο, όπως αντωνυμίας με ουσιαστικό· σύνδεση κειμενικού στοιχείου με οντότητα (πρόσωπο, αντικείμενο, ιδιότητα, κατάσταση) του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου, γνωστή στον ακροατή ή τον αναγνώστη: ενδοκειμενική/εξωκειμενική ~. Βλ. δείξη. 9. ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) η έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι", που εκφράζεται με εμπρόθετο ή ονοματικό προσδιορισμό. ● ΣΥΜΠΛ.: αντικείμενο αναφοράς 1. το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος· ό,τι βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ή της προσοχής: Προσέχουμε να αλλάζουμε παράγραφο, όταν περνάμε από μια έννοια σε άλλη ή αλλάζει το ~ ~.|| Ο αρχιτέκτονας διατηρεί γραφείο με κύριο ~ ~ μελέτες δημοσίων έργων. 2. ΓΛΩΣΣ. οντότητα του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου η οποία συνδέεται με το γλωσσικό σημείο (απλούστερα, τη λέξη) με εξωτερική σχέση δήλωσης (λατ. denotatio)· το αντικείμενο που δηλώνεται από το γλωσσικό σημείο ως όνομα: Το ~ ~ της λέξης "τραπέζι" είναι το ίδιο το πράγμα "τραπέζι"., βιβλίο/έργο αναφοράς & (σπανιότ.) εργασία αναφοράς: βασικό έργο, κυρ. λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια, στο οποίο ανατρέχει κανείς για άντληση πληροφοριών. [< αγγλ. reference book/work] , δικαίωμα αναφοράς: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη, μεμονωμένα ή συλλογικά, τηρώντας τους νόμους του κράτους, να αναφέρεται εγγράφως στις Αρχές· το δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος-μέλος, να υποβάλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Το Σύνταγμα καθιερώνει το ~ ~ των Ελλήνων προς τις Αρχές. , κέντρο αναφοράς 1. συντονιστικό όργανο (που παρέχει έγκυρη πληροφόρηση ή βοήθεια): εθνικό/ευρωπαϊκό ~ ~. ~ ~ AIDS/γρίπης. ~ ~ για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία. 2. σημείο αναφοράς. [< γαλλ. centre de référence] , ορθή αναφορά: ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης αντικειμένου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού μήκους. Βλ. απόκλιση. [< αγγλ. right ascension] , σημείο αναφοράς 1. (μτφ.) οτιδήποτε κατέχει εξέχουσα θέση σε ένα σύνολο ή αποκτά κομβική σημασία: ~ ~ της πόλης αποτελεί η κεντρική πλατεία. Η Εκκλησία είναι ~ ~ για τον Ελληνισμό της Διασποράς. Πβ. τοπόσημο. ΣΥΝ. κέντρο αναφοράς (2) 2. ΤΟΠΟΓΡ. ακριβής θέση στην επιφάνεια της Γης, με δεδομένες συντεταγμένες και υψόμετρο, που χρησιμοποιείται για τοπογραφικούς σκοπούς. [< γαλλ. point de référence] , σύστημα αναφοράς: ΦΥΣ. που χρησιμοποιεί συντεταγμένες για τον εντοπισμό ορισμένης θέσης: αδρανειακό ~ ~. [< γαλλ. système (de) référence] , τιμή αναφοράς: που θεωρείται βάση για τον υπολογισμό αξίας, μεγέθους: βασική/καθαρή/ρυθμιζόμενη ~ ~. ~ ~ μετοχών/πετρελαίου/συναλλάγματος/χρυσού. ~ ~ για τα ελλείμματα/το χρέος. Βλ. αντικειμενική αξία. [< αγγλ. reference price/ value] , αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") βλ. αιτιατική, γενικευτική αναφορά βλ. αναφορά, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς βλ. πλαίσιο, εργαστήριο αναφοράς βλ. εργαστήριο, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κόλλα αναφοράς βλ. κόλλα, ομάδα αναφοράς βλ. ομάδα, τοπικότητα της αναφοράς βλ. τοπικότητα ● ΦΡ.: δίνω (σε κάποιον) αναφορά (συχνά ειρων.): τον ενημερώνω λεπτομερώς για κάτι· λογοδοτώ: Έχω κάθε δικαίωμα να πάω όπου θέλω, χωρίς να δώσω ~ σε κανέναν. ~ θα σου δώσω;, σε αναφορά με & (λόγ.) εν αναφορά προς (επίσ.): ως προς, όσον αφορά, σχετικά με: ~ ~ την ανωτέρω επιστολή, σας πληροφορούμε ότι ... [< 1,2,3: αρχ. ἀναφορά 1,2: αγγλ. reference, γαλλ. référence 3,4,5,6: αγγλ. report, γαλλ. rapport 7: μτγν. άναφορά, γαλλ. rapport, relation 8: αγγλ. anaphora, γαλλ. anaphore 9: μτγν.]
ανήλικος, η, ο [ἀνήλικος] α-νή-λι-κος επίθ./ουσ. {-ου (λόγ.) -ίκου}: που δεν έχει ενηλικιωθεί, δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του: ~ος: κληρονόμος. ~ο: τέκνο. ~ες: μητέρες. ~α: μέλη της οικογένειας.|| (ως ουσ.) Ασυνόδευτοι ~οι. Παραβατικότητα/φυλακή ~ίκων. Ίδρυμα προστασίας ~ίκων. Κέντρα υποδοχής για ~ίκους. Βλ. μεσ-, υπερ-ήλικος. ΑΝΤ. ενήλικος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αποπλάνηση ανηλίκου: ΝΟΜ. ποινικό αδίκημα που αφορά ασέλγεια (συνήθ. από άνδρα) σε βάρος προσώπου ηλικίας κάτω των δεκαπέντε ετών: ~ ~ κατ' εξακολούθηση., Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων βλ. κατάστημα ● ΦΡ.: (αυστηρώς) ακατάλληλο για ανηλίκους & (σπάν.-λόγ.) δι' ανηλίκους (επίσ.): οτιδήποτε κρίνεται ή θεωρείται επιβλαβές ή δεν ενδείκνυται για παιδί ή έφηβο: ταινία ~η ~. Ειδικό πρόγραμμα προστατεύει από ιστοσελίδες με ~ ~ περιεχόμενο. [< μτγν. ἀνήλικος]
απόκλιση [ἀπόκλιση] α-πό-κλι-ση ουσ. (θηλ.) 1. εκτροπή από την αρχική κατεύθυνση· κατ' επέκτ. διαφοροποίηση, συνήθ. από ό,τι θεωρείται γενικά αποδεκτό: ~ ενός σώματος από την τροχιά του. Το πλοίο παρουσίασε ~ από την κανονική του πορεία.|| ~ από τις ιδρυτικές αρχές/τις νομοθετικές διατάξεις/τον στόχο/το χρονοδιάγραμμα. ~ από την πεπατημένη/το φυσιολογικό. Γλωσσικές/κοινωνικές/σεξουαλικές ~ίσεις (= παρεκκλίσεις).|| Εφημερίδα αριστερών/δεξιών ~ίσεων (= προτιμήσεων, τάσεων).|| (αντιπαράθεση, διαφωνία:) Iδεολογικές ~ίσεις (= διαφορές). Ουσιαστικές/σοβαρές ~ίσεις μεταξύ των δύο κρατών στα θέματα της άμυνας (ΑΝΤ. ευθυγράμμιση). Διαπιστώθηκε ~ απόψεων/θέσεων (πβ. διάσταση). ΑΝΤ. σύγκλιση (2) 2. διαφορά μιας τιμής από την καθορισμένη ή αναμενόμενη: μεγάλη/μέγιστη επιτρεπτή/μέση/μικρή/σημαντική/σταθερή/φυσιολογική ~.|| (ΟΙΚΟΔ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ μηδέν/της τάξεως των 0,4 mm. ~ της επιφάνειας του δαπέδου. ~ από τις ισχύουσες προδιαγραφές.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ίσεις αποδοτικότητας/πωλήσεων. Ο προϋπολογισμός εμφάνισε/παρουσίασε ~ ... ευρώ/... %. Καταγράφονται ~ίσεις στην τιμή πώλησης της βενζίνης. 3. ΝΑΥΤ. (σε πυξίδα) η γωνία μεταξύ μαγνητικού και πραγματικού βορρά: ανατολική/δυτική ~. Αριστερή/δεξιά ~. ~ σε μοίρες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης σημείου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού πλάτους: ~ αστέρος. Βλ. ορθή αναφορά. 5. ΜΑΘ. η ιδιότητα ακολουθίας ή σειράς να μη συγκλίνει σε όριο. ● ΣΥΜΠΛ.: μαγνητική απόκλιση: ΦΥΣ. η γωνία που σχηματίζει ο μαγνητικός άξονας με τον άξονα περιστροφής της Γης. [< γαλλ. déclinaison magnétique] , τυπική απόκλιση (συντομ. σ ή s(d)): ΣΤΑΤΙΣΤ. μέτρο της διασποράς των τιμών από τον μέσο όρο: ~ ~ των τιμών ενός δείγματος. Βλ. διακύμανση. [< αγγλ. standard deviation] [< μτγν. ἀπόκλισις, γαλλ. déviation 4: γαλλ. déclinaison]
-βόλος επίθημα λέξεων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. {-ος/α, -ο} εκπέμπει κάτι: κεραυνο~/σπινθηρο~/φωτο~. 2. {-ος, -ο} ρίχνει, πετά κάτι: (ουσιαστικοπ.) δισκο~/σφαιρο~/σφυρο~.|| Πολυ-/φλογο-βόλο. Βλ. -βολία, -βολώ.
βορράς [βορρᾶς] βορ-ράς ουσ. (αρσ.) (κ. με κεφαλ. Β, συντομ. Β.) 1. σημείο του ορίζοντα που βρίσκεται στην κατεύθυνση του Βόρειου Πόλου: αληθής/γεωγραφικός/μαγνητικός (: η ένδειξη της βελόνας της πυξίδας) ~. Οδικός άξονας ~ά-Νότου. (Προς τα) πού βρίσκεται/είναι/πέφτει ο ~; Βλ. απόκλιση, ισημερ-, μεσημβρ-ινός, προσανατολισμός.|| Εισβολή από/(λόγ.) εκ ~ά. Κατευθύνομαι/στρέφω το βλέμμα μου στον ~ά. Το παράθυρο βλέπει/κοιτάζει προς τον ~ά. To πλοίο κινείται προς ~ά (= βόρεια). 2. το βόρειο τμήμα της υδρογείου, μιας ηπείρου, χώρας ή γενικότ. τόπου: στον αρκτικό ~ά. Ο αμερικανικός/ιταλικός ~. Οι λαοί του ~ά. Ο βιομηχανικός ~. 3. ΜΕΤΕΩΡ. βοριάς, τραμουντάνα. Βλ. μεσο~. [< αρχ. βορρᾶς]
δείξη δεί-ξη ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. λειτουργία γλωσσικών στοιχείων που δηλώνουν πρόσωπο, τόπο, χρόνο ή γεγονός και αναφέρονται στο περιβάλλον του ομιλητή: προσωπική (: εγώ, εσύ, αυτός, εμείς ...)/τοπική/χρονική (: αύριο, μετά, τότε, τώρα)/χωρική (: εδώ, εκεί, πέρα) ~. Βλ. αναφορά, δεικτικός. [< αρχ. δεῖξις ‘απόδειξη’, γαλλ. deixis, αγγλ. ~, 1946]
διαδικτυακός, ή, ό δι-α-δι-κτυ-α-κός επίθ.: ΔΙΑΔΙΚΤ. που σχετίζεται με το διαδίκτυο: ~ός: ακτιβισμός/διαγωνισμός/εκφοβισμός/κόμβος/φίλος. ~ή: αγορά/διαφήμιση/εκπαίδευση/επικοινωνία/εφημερίδα/κοινότητα/μηχανή αναζήτησης/παρουσίαση/πλατφόρμα/πύλη (= πόρταλ)/σελίδα (= ιστοσελίδα)/συζήτηση/συνάντηση/συνέντευξη/τηλεόραση/τηλεφωνία (βλ. σκάιπ). ~ό: έγκλημα/περιβάλλον/περιοδικό/ραδιόφωνο. ~οί: σύνδεσμοι (= λινκς)/χρήστες. ~ές: εφαρμογές/παραπομπές/υπηρεσίες. ~ά: εργαλεία/παιχνίδια/προϊόντα. Πβ. δικτυακός, ηλεκτρονικός, ιντερνετικός, η-. ● επίρρ.: διαδικτυακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: διαδικτυακό σεξ βλ. σεξ, διαδικτυακό/ηλεκτρονικό ημερολόγιο βλ. ημερολόγιο, δικτυακός τόπος/χώρος βλ. δικτυακός [< αγγλ. internet, 1974]
διακύμανση δι-α-κύ-μαν-ση ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (λόγ.): διαρκής αυξομείωση, μεταβλητότητα μεγέθους, φαινομένου ή κατάστασης: ~ της θερμοκρασίας/της τιμής (των καυσίμων). ~άνσεις των μετοχών/της παραγωγικότητας/του πληθυσμού/του πληθωρισμού/των πωλήσεων/της στάθμης (του νερού). Απότομες/συνεχείς ~άνσεις παρατηρούνται στην επιχειρηματική δραστηριότητα.|| (μτφ.) ~ της φωνής (πβ. κυματισμός). Ψυχολογικές ~άνσεις (βλ. κυκλοθυμία). Ο προεκλογικός αγώνας έχει πολλές ~άνσεις και το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο. Πβ. σκαμπανέβασμα.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) ~ μεταβλητής (βλ. διασπορά). Βλ. συν~. ● ΣΥΜΠΛ.: οικονομικές διακυμάνσεις: ΟΙΚΟΝ. ακανόνιστες και συχνά έντονες μεταβολές του ρυθμού της οικονομικής δραστηριότητας ως προς τα επίπεδα παραγωγής, τιμών και απασχόλησης., ανάλυση (της) διακύμανσης/διασποράς/μεταβλητότητας βλ. ανάλυση [< γαλλ. fluctuation]
διόπτευση δι-ό-πτευ-ση ουσ. (θηλ.): ΝΑΥΤ. προσδιορισμός της γωνίας που σχηματίζεται ανάμεσα στον βορρά και τη νοητή γραμμή μεταξύ παρατηρητή και σημείου ή αντικειμένου: απόλυτη/σχετική ~. ~ πυξίδας. ~ από κόμβο. Σημείο ~ης. Βλ. αζιμούθιο. [< μτγν. διόπτευσις]
εκπαίδευση [ἐκπαίδευση] εκ-παί-δευ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΑΙΔΑΓ. συστηματική, οργανωμένη και χρονικά καθορισμένη διαδικασία μετάδοσης γνώσεων, αξιών, δεξιοτήτων και ικανοτήτων, η οποία υλοποιείται από την Πολιτεία ή άλλους φορείς: γλωσσική/δημόσια (δωρεάν)/δίγλωσση/ελληνόγλωσση/ιδιωτική/συμπεριληπτική/φροντιστηριακή (πβ. παραπαιδεία) ~. Εγκύκλια ~. Υποχρεωτική (: νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο) και μη υποχρεωτική (: λύκειο) ~. Ανώτατη (: ακαδημαϊκή, πανεπιστημιακή) και ανώτερη (: τεχνολογική) ~. (Προ)σχολική ~. Προ-/μετα-πτυχιακή ~. Κοινωνιολογία της ~ης. Σύμβουλος ~ης (= σχολικός σύμβουλος). Οι νέες τεχνολογίες στην ~. Ο δημόσιος χαρακτήρας της ~ης. Πβ. παιδεία. Βλ. μετ~, συν~, τηλ~. 2. (κατ' επέκτ.) κατάρτιση: επαγγελματική ~. Συνεχής ~ (προσωπικού/υπαλλήλων). Βλ. Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε., αυτο~, (εξ)ειδίκευση, επιμόρφωση. 3. άσκηση: αθλητική ~. Λαμβάνω θεωρητική (πχ. ως υποψήφιος οδηγός)/ταχύρυθμη (βλ. σεμινάριο) ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Βασική ~ (: στα ΚΕΝ). ~ στα όπλα.|| ~ σκύλων (= εκγύμναση). Βλ. προ~. 4. αγωγή, γαλούχηση, διαπαιδαγώγηση: ~ για τα ανθρώπινα δικαιώματα/την υγεία. ● ΣΥΜΠΛ.: άτυπη εκπαίδευση/μάθηση & (σπάν.) ανεπίσημη εκπαίδευση/μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. που πραγματοποιείται μέσα από τις καθημερινές εμπειρίες και την προσωπική αναζήτηση του ατόμου. [< αγγλ. informal education/learning] , δευτεροβάθμια/μέση εκπαίδευση: το Γυμνάσιο και το Λύκειο, η βαθμίδα της εκπαίδευσης μεταξύ της πρωτοβάθμιας και της τριτοβάθμιας: δημόσια/ιδιωτική ~ ~., διά βίου μάθηση/εκπαίδευση: που συντελείται καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής και καλύπτει όλα τα είδη και επίπεδα της τυπικής, μη τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης. Βλ. Λαϊκό Πανεπιστήμιο, συνεχιζόμενη/διά βίου/διαρκής κατάρτιση. [< αγγλ. lifelong learning, 1930, lifelong education] , εκπαίδευση ενηλίκων: κάθε οργανωμένη εκπαιδευτική διαδικασία με την οποία το ενήλικο άτομο αναπτύσσει τις ικανότητές του, εμπλουτίζει τις γνώσεις του, βελτιώνει τα προσόντα του, με σκοπό την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και την ενεργό συμμετοχή του στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη: άτυπη ~ ~. Γενική γραμματεία ~ης ~ (ακρ. ΓΓΕΕ). ~ ~ μεταναστών στην ελληνική γλώσσα. Η ~ ~ συμβάλλει στην αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού. Πβ. συνεχιζόμενη εκπαίδευση. Βλ. σχολείο δεύτερης ευκαιρίας. [< αγγλ. adult education, 1814] , εκπαίδευση εξ αποστάσεως/από απόσταση & διδασκαλία/μάθηση/σπουδές εξ αποστάσεως/από απόσταση: που γίνεται χωρίς φυσική παρουσία στον ίδιο χώρο διδασκόντων και διδασκομένων και βασίζεται στην επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα, όπως το διαδίκτυο. Βλ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο, τηλεκατάρτιση. ΣΥΝ. τηλεκπαίδευση, τηλεμάθηση [< αγγλ. distance education, distance learning, 1972] , επίσημη/τυπική εκπαίδευση & (σπάν.) μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. που παρέχεται μέσα από ένα αυστηρά καθορισμένο πρόγραμμα σπουδών και εκτείνεται σε τρεις βαθμίδες. Βλ. πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, τριτοβάθμια εκπαίδευση. [< αγγλ. formal education] , ηλεκτρονική εκπαίδευση: σύγχρονη μέθοδος εκμάθησης από απόσταση που βασίζεται σε ηλεκτρονικά μέσα: (α)σύγχρονη ~ ~. ~ ~ των ατόμων με ειδικές ανάγκες/των εργαζομένων στη χρήση των νεώτερων τεχνολογιών (πβ. τηλε-κατάρτιση, -µάθηση). Μοντέλο/περιβάλλον/πλατφόρμα/πρόγραμμα/σύστημα/υπηρεσίες ~ής ~ης. ~ ~ και χρήση πολυμέσων. Πβ. τηλεκπαίδευση. Βλ. κινητή μάθηση. [< αγγλ electronic/e- learning, e-education] , μη επίσημη/μη τυπική εκπαίδευση & (σπάν.) μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. που λειτουργεί παράλληλα με την επίσημη και παρέχει συμπληρωματικές γνώσεις και δεξιότητες. Βλ. περιβαλλοντική εκπαίδευση. [< αγγλ. non-formal education] , πρωτοβάθμια εκπαίδευση & στοιχειώδης: το Δημοτικό Σχολείο., συνεχιζόμενη εκπαίδευση: επιμορφωτικά προγράμματα, που απευθύνονται κυρ. σε επαγγελματίες, για τις πρόσφατες εξελίξεις στο πεδίο του ενδιαφέροντός τους: ~ ~ και κατάρτιση (ακρ. ΣΕΚ). ~ ~ και διά βίου μάθηση. Πβ. εκπαίδευση ενηλίκων. [< αγγλ. continuing education, 1927, further education, 1937] , τριτοβάθμια εκπαίδευση: η ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση: εισαγωγή στην ~ ~. Βλ. ΑΕΙ, ΤΕΙ., ανοιχτή εκπαίδευση βλ. ανοιχτός, αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αντισταθμιστικός, ασύγχρονη τηλεκπαίδευση βλ. τηλεκπαίδευση, βασική εκπαίδευση βλ. βασικός, διαπολιτισμική εκπαίδευση βλ. διαπολιτισμικός, ειδική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αγωγή, εκπαιδευτικό σύστημα βλ. εκπαιδευτικός, Κέντρο (Εκπαίδευσης) Νεοσυλλέκτων βλ. νεοσύλλεκτος, περιβαλλοντική εκπαίδευση βλ. περιβαλλοντικός, τεχνική εκπαίδευση βλ. τεχνικός [< γαλλ. éducation, αγγλ. education]
εργαστήριο [ἐργαστήριο] ερ-γα-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} & εργαστήρι (κυρ. στις σημ. 2,3) 1. (συχνά με κεφαλ. Ε) χώρος ειδικά εξοπλισμένος για επιστημονική έρευνα, πείραμα, παρατήρηση, εξέταση: αιματολογικό/ακτινολογικό/βιοχημικό/μικροβιολογικό ~. ~ Ανατομίας/Βιολογίας/Ηλεκτρονικών Υπολογιστών/Πληροφορικής/Φαρμακευτικής/Φωνητικής/Χημείας (πβ. χημείο)/Ψυχολογίας. Βοηθός/υπεύθυνος ~ίου. Ιατρικά/πανεπιστημιακά/σχολικά ~α. Βλ. -τήριο. 2. μέρος κατάλληλο για την εκτέλεση χειρωνακτικών, τεχνικών εργασιών, που λειτουργεί συνήθ. και ως σημείο πώλησης των παραγόμενων προϊόντων: ηλεκτρολογικό/οδοντοτεχνικό ~. ~ αγγειοπλαστικής/αργυροχρυσοχοΐας/γλυπτικής/επίπλων/ζαχαροπλαστικής/ζωγραφικής (= ατελιέ, στούντιο)/κεραμικής/χειροτεχνίας. 3. εκπαιδευτικό κέντρο για την εκμάθηση και πρακτική εξάσκηση σε ένα αντικείμενο: βιωματικό/θεατρικό/πειραματικό ~. ~ δημοσιογραφίας/ελευθέρων σπουδών/σκηνοθεσίας/σχεδίου/υποκριτικής/φωτογραφίας/χορού. || ~α για παιδιά (: παιδικά ~α). 4. (συνεκδ.) μάθημα πρακτικών ασκήσεων και επιστημονικών εφαρμογών σε Σχολή: βιωματικό/υποχρεωτικό ~. Συμπληρωματικά ~α (: για αναπλήρωση χαμένων ωρών ή για ενίσχυση της διδασκαλίας). Παραδόσεις και ~α. Πέρασα το ~. 5. Επιστημονική συνάντηση συνήθ. κατά τη διάρκεια συνεδρίου για την παρουσίαση, συζήτηση ή και πρακτική εξάσκηση σε συγκεκριμένο θέμα, συνάντηση εργασίας. || (κυρ. ως εκπαιδευτικό πρόγραμμα) Βιωματικά ~α (προβληματισμού και ευαισθητοποίησης). Βλ. βιωματική μάθηση. ● ΣΥΜΠΛ.: εικονικό εργαστήριο: ΠΛΗΡΟΦ. λογισμικό το οποίο παρέχει τη δυνατότητα προσομοίωσης και γραφικής αναπαράστασης των αποτελεσμάτων διαφόρων φαινομένων, επίλυσης εργαστηριακών ασκήσεων καθώς και σχεδίασης υπολογιστικών συστημάτων: ~ ~ Μαθηματικών/Φυσικής., εργαστήριο αναφοράς: που χρησιμεύει ως κέντρο πραγματογνωμοσύνης και εξασφαλίζει την τυποποίηση διαγνωστικών τεχνικών που σχετίζονται με συγκεκριμένο τομέα ειδίκευσης: ~ ~ και ποιοτικού ελέγχου. Kοινοτικά ~α ~ για την ασφάλεια τροφίμων και ζωοτροφών. [< αρχ. ἐργαστήριον ‘εργοτάξιο, κατάστημα, πορνείο’, γαλλ. laboratoire, αγγλ. laboratory, workshop]
ζενιθιακός, ή, ό ζε-νι-θι-α-κός επίθ. & ζενιθικός: ΑΣΤΡΟΝ. που σχετίζεται με το ζενίθ. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ζενιθιακή απόσταση: η γωνιακή απόσταση αστέρα ή σημείου της ουράνιας σφαίρας από το ζενίθ ενός τόπου. [< γαλλ. zénithal]
ηχώ [ἠχώ] η-χώ ουσ. (θηλ.) {ηχούς} 1. ΦΥΣ. επιστροφή του ήχου ύστερα από ανάκλαση των ηχητικών κυμάτων σε κάποιο εμπόδιο: η ~ της φωνής. Πβ. αντήχηση.|| (μτφ.) Η ~ του παρελθόντος (πβ. απόηχος). ΣΥΝ. αντίλαλος (1) 2. (σπάν.-μτφ.) φερέφωνο: Είναι η ~ των λόγων του πατέρα του. [< αρχ. ἠχώ, γαλλ. écho, αγγλ. echo]
θυσανοστρώματα θυ-σα-νο-στρώ-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα): ΜΕΤΕΩΡ. κατηγορία ανωτέρων νεφών με τη μορφή διάφανου ινώδους ή ομοιόμορφου υπόλευκου πέπλου, τα οποία δημιουργούν συχνά ένα είδος φωτοστέφανου γύρω από τον ήλιο ή τη σελήνη. Βλ. μελανο-, υψι-στρώματα, στρωματο-, υψι-σωρείτες. [< γαλλ. cirrostratus]
κόλλα κόλ-λα ουσ. (θηλ.) 1. ουσία, ρευστής ή στερεής μορφής, κατάλληλη για συγκολλήσεις· συνεκδ. η συσκευασία της: αδιάβροχη/ακρυλική/βιομηχανική/διαφανής/εποξειδική/εύκαμπτη/ζωική/ισχυρή/θερμοπλαστική (βλ. θερμόκολλα)/ξηρή/παχύρρευστη/ρητινούχα/συνθετική/φυτική ~. ~ σε διάλυμα/σκόνη/σπρέι/στικ. ~ σιλικόνης. ~ για γυαλιά/μέταλλα/ξύλα (= ξυλόκολλα)/πλαστικά/υφάσματα/χαρτί. Ελαστική ~ πλακιδίων. ~ στιγμής (: που κολλά πολύ γρήγορα· κυανοακρυλική ~). ~ γενικής χρήσης/στεγανοποίησης. ~ από καουτσούκ. ~ και ψαλίδι (: στη χειροτεχνία). ~ες επαφής (= βενζινόκολλες). Πιστόλι/σταγόνες/σωληνάριο ~ας. Μηχανή βιβλιοδεσίας με θερμή ~. Απλώνω/εφαρμόζω την ~. Κόλλησα τα σπασμένα κομμάτια με ~. Αφήστε να στεγνώσει η ~. Πβ. κόλληση, κολλητικό. Βλ. -κολλα. 2. φύλλο χαρτιού: Πάρτε μια ~ και γράψτε το ονοματεπώνυμό σας. 3. ειδικό υγρό για κολλάρισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: κόλλα αναφοράς: δύο φύλλα χαρτιού μεγέθους Α4 με γραμμές, ενωμένα στη μια τους πλευρά σε σχήμα τετραδίου, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρ. σε εξετάσεις ή για υποβολή αιτήσεων: Όλες οι ερωτήσεις να απαντηθούν σε ~ ~., λευκή κόλλα: άγραφη: Δώσε μου μια ~ ~.|| (σε εξετάσεις) Έδωσε ~ ~ (: δεν απάντησε σε κανένα θέμα). [< γαλλ. feuille blanche] ● ΦΡ.: τυλίγω (κάποιον) σε μια κόλλα χαρτί βλ. τυλίγω [< 1: αρχ. κόλλα 2: μεσν. ~]
κύων κύ-ων ουσ. (αρσ.) {κυν-ός} (αρχαιοπρ.) 1. ΖΩΟΛ. σκύλος: κυνηγετικός ~. 2. ΑΣΤΡΟΝ. {στον εν.} (με κεφαλ. Κ) ονομασία δύο αστερισμών, του Μεγάλου και του Μικρού Κυνός. Βλ. Αιγόκερως, Σείριος, Σταυρός του Νότου. ● ΦΡ.: τα άγια τοις κυσί βλ. άγιος [< αρχ. κύων] ΚΥΩΝ
ομάδα [ὁμάδα] ο-μά-δα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ος} 1. σύνολο προσώπων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά ή/και ενδιαφέροντα και ειδικότ. που δραστηριοποιούνται από κοινού σε κάποιο τομέα, ακολουθώντας συνήθ. αρχές και κανόνες για την επίτευξη ενός στόχου: ανοικτή/βασική/εξειδικευμένη/ευέλικτη/κλειστή/μεγάλη/μικρή/ολιγομελής/πολυμελής ~. Ανεξάρτητη/εθελοντική/επαγγελματική/ερασιτεχνική/ηγετική/μη κερδοσκοπική ~. Διασωστική/ερευνητική/θεατρική/θρησκευτική/ιατρική/καλλιτεχνική/νομική/οικολογική/περιβαλλοντική/πολιτι(στι)κή/συγγραφική/συμβουλευτική/τεχνική ~. ~ ατόμων/επιστημόνων/(συν)εργατών. ~ ακτιβιστών/διαδηλωτών. ~ τουριστών/χρηστών. ~ ανάγνωσης (βλ. λέσχη)/ανάπτυξης/αξιολόγησης/διαχείρισης/επικοινωνίας/κρούσης (του κόμματος)/μελέτης/προώθησης/(υπο)στήριξης/σύνταξης/συντονισμού/υλοποίησης. Πυρήνας/συγκρότηση ~ας. ~ διοίκησης έργου. Φοιτητική ~ εθελοντικής αιμοδοσίας. Πειραματική ~ χορού. Ταξινόμηση πληθυσμού κατά ηλικιακές ~ες. Επιμέρους ~ες (= υποομάδες). Πβ. όμιλος. Βλ. ένωση, οργάνωση.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ μάχης (: μικρή μονάδα του Πεζικού).|| ~ κακοποιών (πβ. σπείρα, συμμορία).|| (στον μηχανοκίνητο αθλητισμό) Οδηγός της εργοστασιακής ~ας. Πβ. τιμ. ΣΥΝ. γκρουπ 2. ΑΘΛ. συγκεκριμένος αριθμός αθλητών που ανήκουν σε αθλητικό σύλλογο, συμμετέχουν σε ομαδικό άθλημα και φέρουν διακριτικά ή φορούν την ίδια στολή: αγωνιστική/αθλητική/αντίπαλη/εθνική/ελληνική/ξένη/ποδοσφαιρική/σχολική/τοπική/φορμαρισμένη ~. ~ ανδρών/γυναικών/εφήβων. Μικτή ~ παίδων. ~ βόλεϊ/μπάσκετ. Οπαδός/παίκτης/παράγοντας/προπονητής/φίλαθλος της ~ας. Κατάταξη ~ων. Η ~ θα συμμετάσχει στους παγκόσμιους αγώνες ... Ο ύμνος της ~ας.|| (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) Τι ~ είσαι; Βλ. -άδα. 3. ομοειδή πράγματα ή στοιχεία που νοούνται ως ενιαία οντότητα: ~ γλωσσών (βλ. ομογλωσσία)/προϊόντων/φαρμάκων. ~ επιχειρήσεων (= όμιλος)/εφαρμογών/υπηρεσιών. Πβ. κατηγορία, οικογένεια.|| (ΜΑΘ.) Θεωρία ~ων.|| (ΑΝΑΤ.) Οι μυϊκές ~ες του κορμού/των ποδιών. 4. ΧΗΜ. χημικά στοιχεία που εμφανίζουν ομοιότητες στις φυσικές ή/και χημικές ιδιότητές τους και κατατάσσονται σε κοινή στήλη στον περιοδικό πίνακα. ● Υποκ.: ομαδίτσα (η), ομαδούλα (η) ● Μεγεθ.: ομαδάρα (η): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: άτυπη ομάδα: που συγκροτείται χωρίς κάποιον κανόνα ή τύπο, στο πλαίσιο της ανάπτυξης δραστηριοτήτων των μελών μιας κοινωνίας: ~ ~ νέων., κοινωνική ομάδα: που χαρακτηρίζεται από αλληλεξάρτηση, κοινά χαρακτηριστικά και συλλογική δράση των μελών της: ευαίσθητες/ευάλωτες/ευπαθείς/κλειστές ~ές ~ες. Ένταξη σε ~ ~., ομάδα αναφοράς ΨΥΧΟΛ.-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.: στην οποία ανήκει ή θα ήθελε να ανήκει ένα πρόσωπο και τη χρησιμοποιεί ως πρότυπο για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς και των σχέσεών του. [< αγγλ. reference group, 1942] , ομάδα ΔΙ.ΑΣ.: Ομάδα Δίκυκλης Αστυνόμευσης της ΕΛ.ΑΣ., ομάδα δράσης: κάθε ομάδα προσώπων που συστήνεται, για να επιτελέσει συγκεκριμένο σκοπό σε δεδομένο χρονικό διάστημα: εθελοντική ~ ~. ~ ~ για την παροχή τεχνικής βοήθειας. [< αμερικ. task force, 1941] , ομάδα ελέγχου: ομάδα υποκειμένων πειράματος που δεν δοκιμάζονται κατά τη διάρκειά του, αλλά αποτελούν μέτρο σύγκρισης για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων του. [< αγγλ. audit team, control group] , ομάδα εργασίας: ομάδα προσώπων που συνεργάζονται πάνω στο ίδιο αντικείμενο για την επίτευξη ενός στόχου: εθνική/επιστημονική/ευρωπαϊκή ~ ~. ~ες ~ μαθητών. [< αγγλ. working group, task force, 1941] , ομάδα συζήτησης: ΔΙΑΔΙΚΤ. φόρουμ. [< αγγλ. discussion group, 1921] , Ομάδα των Επτά/Οκτώ: ομάδα των επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών του κόσμου (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ., Ιαπωνία, Ιταλία, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο), που συγκροτήθηκε για την άσκηση κυρ. διεθνούς οικονομικής πολιτικής και με την προσθήκη της Ρωσίας έγινε η Ομάδα των Οκτώ. [< αγγλ. Group of Seven (G7), 1977/ Group of Eight (G8), 1994] , ομάδες υψηλού κινδύνου: κατηγορίες προσώπων σε μια κοινότητα που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τον υπόλοιπο πληθυσμό να προσβληθούν από ασθένεια: ~ ~ για επιπλοκές γρίπης. [< αγγλ. high-risk groups] , χαρακτηριστική ομάδα: ΧΗΜ. υποκαταστάτης ατόμων υδρογόνου σε οργανική ένωση που προσδιορίζει τις ιδιότητες και τη χημική συμπεριφορά της. Βλ. καρβοξύλιο. [< αγγλ. functional group, 1906] , αμινική ομάδα βλ. αμινικός, δυναμική της ομάδας βλ. δυναμική, Εθνική (Ομάδα) βλ. εθνικός, ευπαθείς/ευαίσθητες/ευάλωτες (κοινωνικά) ομάδες βλ. ευαίσθητος, ομάδα αίματος βλ. αίμα, ομάδα Ζήτα βλ. ζήτα, ομάδα του ευρώ βλ. ευρώ, ομάδα-στόχος βλ. στόχος, οργανωμένα συμφέροντα βλ. οργανωμένος, τρομοκρατική οργάνωση/ομάδα βλ. τρομοκρατικός ● ΦΡ.: ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει: δεν υπάρχει λόγος αλλαγής, όταν ένα σύνολο ανθρώπων πετυχαίνει τον στόχο του: (ΑΘΛ., για ομάδα με συνεχή καλά αποτελέσματα) Ο προπονητής πιστεύει ότι ~ ~ .|| Αλλαγή γραφείων και όχι προσώπων, αφού ~ ~., πετάει η ομάδα (προφ.-μτφ.): τα μέλη της είναι σε φόρμα και σημειώνουν υψηλές επιδόσεις. [< μεσν. ομάδα < μτγν. ὁμάς, γαλλ. groupe, équipe, αγγλ. group, team]
ουδετερότητα [οὐδετερότητα] ου-δε-τε-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ουδέτερου: απόλυτη ~. Αξιολογική/δημοσιονομική/επιστημονική/θρησκευτική/πολιτική/στρατιωτική/φορολογική ~. Η ~ του διαδικτύου/της τεχνολογίας. Ηθική ~ και αμεροληψία.|| Η χώρα τήρησε στάση αυστηρής ~ας (: απέφυγε κάθε ανάμειξη) κατά τη διάρκεια του πολέμου (ΑΝΤ. παρεμβατισμός). Βλ. -ότητα. [< γαλλ. neutralité]
πέστροφα πέ-στρο-φα ουσ. (θηλ.): ΙΧΘΥΟΛ. εδώδιμο ψάρι κυρ. του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Salmo trutta) με λεπτό σώμα και αιχμηρά δόντια: ~ ιχθυοτροφείου. Βλ. σολομός.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Καπνιστή/ψητή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ιριδίζουσα πέστροφα: είδος πέστροφας (επιστ. ονομασ. Oncorhynchus mykiss) που έχει χαρακτηριστική κοκκινωπή ιριδίζουσα γραμμή κατά μήκος και των δύο πλευρών της. [< μεσν. πέστροφα < βουλγ. pŭstŭrva]
πλαίσιο πλαί-σι-ο ουσ. (ουδ.) {πλαισί-ου} 1. (μτφ.) νοητά όρια μέσα στα οποία εκδηλώνεται κάτι: δημοσιονομικό/διεκδικητικό/εργασιακό/κανονιστικό/ρυθμιστικό/χρονικό ~. Το θεωρητικό ~ ενός μαθήματος (πβ. υπόβαθρο). Το (βασικό) ~ λειτουργίας ενός προγράμματος. Προτάσεις ανάπτυξης σε περιφερειακό/τοπικό ~. Καθορίζεται/προτείνεται ένα νέο ~ ανάλυσης/αναφοράς/αρχών/δράσης. Κινούνται μέσα σε (ένα) ασφυκτικό ~/αυστηρά ~α. Έργο που εντάσσεται στο γενικό/ευρύτερο ~ συνεργασίας των δύο φορέων. Δεν περιορίζεται σε στενά ~α.|| Βιβλίο/συγγραφέας που εξετάζει/παρουσιάζει/συνθέτει το διεθνές/ιστορικό/οικονομικό/πνευματικό/πολιτικό/πολιτιστικό ~ της εποχής. Πβ. συνθήκες.|| Το παιδί μέσα στο οικογενειακό/σχολικό ~. Πβ. περιβάλλον. 2. καθετί, συνήθ. κατασκευή, που περιβάλλει και εσωκλείει κάτι: ορθογώνιο/τετράγωνο ~. Ανοξείδωτο/μεταλλικό/ξύλινο ~. Διακοσμητικό ~. Το ~ του καθρέφτη/της οθόνης (: του Η/Υ ή της τηλεόρασης)/του παραθύρου/της πόρτας (= κάσα). Φωτογραφία με/χωρίς ~ (= κορνίζα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΥΠΟΓΡ.) Μαύρο ~ γύρω από την εικόνα. Κείμενο μέσα σε ~/(λόγ.) εντός ~ου. 3. σκελετός (κατασκευής): το ~ του αυτοκινήτου (= σασί)/της μοτοσικλέτας/του ποδηλάτου.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~α δαπέδων/οροφών. 4. ΠΛΗΡΟΦ. {συνήθ. στον πληθ.} αρχείο HTML το οποίο ενεργεί ως δομή μιας σύνθετης ιστοσελίδας που είναι χωρισμένη οριζόντια ή κατακόρυφα σε πολλά επιμέρους τμήματα, ανεξάρτητα μεταξύ τους. ● Υποκ.: πλαισιάκι (το): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ακρ. ΕΣΠΑ): ΠΟΛΙΤ. έγγραφο αναφοράς για τον προγραμματισμό των Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε εθνικό επίπεδο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: ~ ~ 2007-2013. [< αγγλ. National Strategic Reference Framework (NSRF)] , Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες): έγγραφο της αρμόδιας για θέματα παιδείας Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο περιγράφονται οι γνώσεις και δεξιότητες που πρέπει να αναπτύξουν οι μαθητές, ώστε να χρησιμοποιούν μια ξένη γλώσσα, για να επικοινωνούν, και ορίζονται τα επίπεδα γλωσσομάθειας. [< αγγλ. Common European Framework of Reference (for languages)] , πλαίσιο/παράθυρο διαλόγου: ΠΛΗΡΟΦ. που εμφανίζεται συνήθ. αυτόματα στην οθόνη του υπολογιστή, παρέχοντας στον χρήστη πληροφορίες για τη λειτουργία ενός προγράμματος ή ζητώντας την εισαγωγή δεδομένων. [< αγγλ. dialogue box, 1984] , αριθμός πλαισίου βλ. αριθμός, Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης βλ. κοινοτικός, νόμος-πλαίσιο βλ. νόμος, Πρόγραμμα Πλαίσιο βλ. πρόγραμμα, σύμβαση(-)πλαίσιο βλ. σύμβαση, φωτοβολταϊκό πάνελ βλ. φωτοβολταϊκός ● ΦΡ.: (μέσα) στα/έξω από τα πλαίσια/το πλαίσιο & (λόγ.) εντός/εκτός του πλαισίου/των πλαισίων: σύμφωνα με/αντίθετα προς: Αρμοδιότητα που βρίσκεται/εντάσσεται μέσα στα δημοκρατικά πλαίσια των καθηκόντων του.|| Δρουν εκτός/εντός θεσμικού/νομικού/νομοθετικού ~ου (= παράνομα/νόμιμα)., σε γενικά πλαίσια: σε γενικές γραμμές., σε λογικά πλαίσια: για κάτι που δεν είναι υπερβολικό: Τιμές που κυμαίνονται ~ ~., στο πλαίσιο (+ γεν.) & μέσα στο πλαίσιο & στα πλαίσια & μέσα στα πλαίσια: επ' ευκαιρία, με αφορμή, κατά τη διάρκεια: συνέντευξη Τύπου ~ ~ της διάσκεψης κορυφής. Εκδηλώσεις ~ ~ του εορτασμού της 25ης Μαρτίου. [< αγγλ. (with)in the framework of, γαλλ. dans le cadre de] , κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός [< 1,2: αρχ. πλαίσιον 3: γερμ. Rahmen 4: αγγλ. frame]
τοπικότητα το-πι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) η ιδιότητα του τοπικού. ΑΝΤ. οικουμενικότητα, παγκοσμιότητα 2. ΦΥΣ. η ιδιότητα σημείου να κατέχει μια θέση στον χώρο ή τον χρόνο. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: τοπικότητα της αναφοράς: ΠΛΗΡΟΦ. η ιδιότητα των προγραμμάτων να κάνουν χρήση των ίδιων ή παρόμοιων δεδομένων και εντολών που χρησιμοποίησαν πρόσφατα. [< αγγλ. locality of reference] [< γαλλ. localité] ΤΟΠΙΚΟΤΗΤΑ
τροπικός, ή, ό τρο-πι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη διακεκαυμένη ζώνη ή έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτή: ~ός: ιός/κυκλώνας/παράδεισος. ~ή: ζούγκλα/ιατρική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις ~ές περιοχές)/καταιγίδα/πανίδα/φύση. ~ό: κλίμα (: πολύ θερμό και με υγρασία)/νησί. ~ές: ασθένειες/βροχές/θάλασσες/χώρες. ~ά: λουλούδια/φρούτα (π.χ. ανανάς, γκουάβα, μάνγκο, μπανάνα)/φυτά/ψάρια.|| ~ός: κήπος. ~ή: βλάστηση (: πυκνή)/ζέστη (: πολύ μεγάλη)/παραλία. Πβ. εξωτικός. Βλ. υπο~. 2. ΓΛΩΣΣ. που δηλώνει τρόπο, απαντά στην ερώτηση "πώς;" ή αναφέρεται στην τροπικότητα: ~ή: μετοχή (λ.χ. παίζοντας). ~ό: επίρρημα (π.χ. γρήγορα).|| ~ές: εκφράσεις (όπως: κατά τη γνώμη μου). 3. ΜΟΥΣ. που σχετίζεται με τον μουσικό τρόπο ή την τροπική μουσική: ~ή: ανάλυση (συνθέσεων)/αντίστιξη. ~ό: σύστημα (βλ. τονικό). ~ές: κλίμακες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. που αναφέρεται στις τροπές του ήλιου. ● Ουσ.: τροπικοί (οι): ΓΕΩΓΡ. η διακεκαυμένη/τροπική ζώνη. ● ΣΥΜΠΛ.: τροπική μουσική: ΜΟΥΣ. που βασίζεται στη μελωδία και στον ρυθμό και όχι στην αρμονία: η ~ ~ της Ανατολής., τροπικό ρήμα: ΓΛΩΣΣ. που εκφράζει τη στάση του ομιλητή σε όσα λέει (κυρ. τα "μπορεί" και "πρέπει"). [< αγγλ. modal (verb), 1959] , τροπικός (κύκλος): ΓΕΩΔ. ο Τροπικός του Αιγόκερω ή ο Τροπικός του Καρκίνου., Τροπικός του Αιγόκερω & (σπάν.) Νότιος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται νότια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Capricorne] , Τροπικός του Καρκίνου & (σπάν.) Βόρειος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται βόρεια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το θερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Cancer] , διακεκαυμένη/τροπική ζώνη βλ. διακεκαυμένος, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, τροπική μόρωση βλ. μόρωση, τροπικό δάσος βλ. δάσος [< 1,4: αρχ. τροπικός, γαλλ. tropique, tropical, αγγλ. tropic(al) 2: αγγλ. modal]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ