αγρίεμα [ἀγρίεμα] α-γρί-ε-μα ουσ. (ουδ.) {αγριέμ-ατος} 1. άγρια συμπεριφορά ή όψη που προκαλεί φόβο και συνεκδ. το ίδιο το αίσθημα φόβου: ~ στη ματιά (: βλοσυρότητα). ~ του σκύλου. Βλ. αγριάδα. 2. (μτφ.) επιδείνωση: (για καιρικές συνθήκες) ~ της θάλασσας/του καιρού.|| ~ της παγκόσμιας κρίσης. ΑΝΤ. γαλήνεμα 3. απόκτηση άγριας υφής, τραχύτητας: ~ σκυροδέματος/σοβά. Τρίψιμο και ~ επιφάνειας με γυαλόχαρτο.
αιμοφόρος, ος, ο [αἱμοφόρος] αι-μο-φό-ρος επίθ.: ΙΑΤΡ. που φέρει ή μεταφέρει αίμα: ~α: κύτταρα. Βλ. -φόρος. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αιμοφόρα αγγεία: που μεταφέρουν το αίμα (: οι φλέβες, οι αρτηρίες και τα τριχοειδή αγγεία). [< γαλλ. vaisseaux sanguins] [< μτγν. αἱμοφόρος]
ανανάς [ἀνανάς] α-να-νάς ουσ. (αρσ.) {ανανάδες}: ΒΟΤ. ποώδες τροπικό φυτό (επιστ. ονομασ. Ananassa sativa) με μεγάλα ξιφοειδή φύλλα που σχηματίζουν ρόδακα και ιδ. ο εδώδιμος καρπός του με χυμώδη, αρωματική, κίτρινη σάρκα, σκληρή αγκαθωτή κίτρινη-καφέ φλούδα και θύσανο από ακανθώδη φύλλα στην κορυφή του: ~ κονσέρβα. Τούρτα/χυμός ~ά. Βλ. τροπικά φρούτα. [< γαλλ. ananas]
-άτο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. μικρό κράτος ή διοικητική περιφέρεια και ειδικότ. το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα της περιοχής: εμιρ~/πριγκιπ~.|| (κυρ. παλαιότ.) Προτεκτορ~.|| (ΙΣΤ.) Δεσποτ~/εξαρχ~/καπεταν~.|| Xαλιφ~.|| (οργανωμένη ομάδα:) Συνδικ~/φουσ~. 2. (παλαιότ.) νόμισμα: κωνσταντιν~. 3. είδος φαγητού, γλυκού ή ποτού: κυδων~/λεμον~/ρετσιν~/ριγαν~. 4. {μόνο στον πληθ.} τοπωνύμιο: Μεταξ-άτα.
γαϊδουράγκαθο γαϊ-δου-ρά-γκα-θο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. κοινή ονομασία διαφόρων ακανθωδών φυτών (οικογ. Compositae) με κίτρινα, κόκκινα ή μοβ άνθη που φυτρώνουν σε ακαλλιέργητα και άγονα μέρη. Βλ. κενταύριο. [< μεσν. γαϊδουράκανθον]
γιασεμί για-σε-μί ουσ. (ουδ.) {γιασεμ-ιού}: ΒΟΤ. αναρριχώμενος, αειθαλής, καλλωπιστικός θάμνος (επιστ. ονομασ. Jasminum Gradiflorum) με πολύ αρωματικά, κυρ. λευκά άνθη, τα οποία χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία· συνεκδ. το αντίστοιχο άνθος. Βλ. αγιόκλημα, φούλι. ● Υποκ.: γιασεμάκι (το) [< μεσν. γιασεμί]
γυμνόσπερμα γυ-μνό-σπερ-μα ουσ. (ουδ.) (τα): ΒΟΤ. κατηγορία δενδρωδών φυτών με σπόρους που δεν περικλείονται σε καρπό (επιστ. ονομασ. Gymnospermae). Βλ. αγγειόσπερμα, κρυπτό-, φανερό-γαμα, σπερματόφυτα. [< μτγν. γυμνόσπερμος, γαλλ. gymnospermes, αγγλ. gymnosperms]
-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.
κάκτος κά-κτος ουσ. (αρσ.): ΒΟΤ. κοινή ονομασία ποωδών δικοτυλήδονων φυτών με μεγάλη αντοχή στην ξηρασία, καθώς οι σαρκώδεις βλαστοί τους, που έχουν ποικίλα, συνήθ. περίεργα σχήματα, αγκάθια (αντί για φύλλα) και όμορφα λουλούδια, συγκρατούν μεγάλες ποσότητες νερού: οι ~οι της ερήμου. Βλ. κακτοειδή, καλλωπιστικά φυτά. ● Υποκ.: κακτάκι (το) [< γαλλ.-αγγλ. cactus < αρχ. ~ ‘αγριαγκινάρα’]
καμαραϊκός, ή, ό κα-μα-ρα-ϊ-κός επίθ. ΑΡΧΑΙΟΛ.: κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: καμαραϊκά αγγεία: αγγεία της μεσομινωικής περιόδου (περ. 2100-1600 π.Χ.) με πολύ λεπτά τοιχώματα και πολύχρωμα αφηρημένα ή σπανιότ. φυτικά και ζωικά μοτίβα σε σκούρο φόντο., καμαραϊκός ρυθμός: τεχνοτροπία της μεσομινωικής κεραμικής, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας αποτελούν τα σχετικά αγγεία.
κάρβουνο κάρ-βου-νο ουσ. (ουδ.) 1. στερεό καύσιμο, κυρ. μαύρου χρώματος, που εξορύσσεται από τη γη ή παράγεται από την καύση οργανικών ουσιών: ορυκτό ~ (= γαιάνθρακας). Πβ. ξυλάνθρακας, ξυλο~, πετρο~. Βλ. μπρικέτα.|| Στάχτη από ~α (βλ. τέφρα). Τα τρένα κινούνταν με ~.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Μπριζόλες/παϊδάκια/ψάρια στα ~α (: σε ψησταριά με ~α). ΣΥΝ. άνθρακας (1) 2. είδος μολυβιού σχεδίασης από άνθρακα και συνεκδ. το αντίστοιχο σχέδιο: γόμα για ~.|| ~ σε μουσαμά. Βλ. κηρομπογιά, παστέλ. ● ΦΡ.: έγινε κάρβουνο (μτφ.-προφ.): κάηκε, απανθρακώθηκε: Το φαγητό στο φούρνο ~ ~ (= καρβούνιασε). Το κτίριο ~ ~ απ' τη φωτιά.|| Μην πλησιάσεις κοντά στα σύρματα, θα γίνεις ~!, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα & (σπάν.) στ' αγκάθια/στα καρφιά (μτφ.): αγωνιώ, ανυπομονώ: ~εται ~ ~ για να δει τι θα γίνει/μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα. Πβ. αδημονώ. [< γαλλ. être sur des charbons ardents/des épines] , καίει κάρβουνο/μαζούτ (μτφ.-ειρων.) 1. (για πρόσ.) αργεί να καταλάβει. Βλ. αργόστροφος. 2. κινείται με αργούς ρυθμούς: Η Υπηρεσία ~ ~., να καούν τα κάρβουνα! (προφ.): επιφωνηματικά όταν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση κεφιού, γλεντιού: Άντε ~ ~!, όχι άλλο κάρβουνο! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν αντέχει άλλο μια κατάσταση., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω [< 1: μεσν. κάρβουνο(ν) 2: γαλλ. charbon]
ρόδο [ῥόδο] ρό-δο ουσ. (ουδ.) (λόγ.-λογοτ.): τριαντάφυλλο. ● ΣΥΜΠΛ.: ρόδο της ερήμου 1. ΒΟΤ. είδος αειθαλούς θάμνου (επιστ. ονομασ. Adenium obesum) που ανήκει στα παχύφυτα. 2. ΟΡΥΚΤ. ακανόνιστες πλάκες γύψου που μοιάζουν με τριαντάφυλλο. ● ΦΡ.: από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι απ' αγκάθι βγαίνει ρόδο (παροιμ.) 1. από κάτι θετικό μπορεί να προκύψει κάτι αρνητικό και αντίστροφα. 2. (ειδικότ.) από καλούς γονείς μπορεί να γεννηθούν κακά παιδιά και αντιστρόφως., έκοψε ρόδα μυρωμένα (παροιμιώδης έκφρ.): την κοπάνησε., Ρόδο (το) Αμάραντο βλ. αμάραντος [< 1: αρχ. ῥόδον]
σιζάλ σι-ζάλ ουσ. (ουδ.) (το) {άκλ.}: υφαντική ύλη από τα ινώδη φύλλα του μεξικάνικου φυτού αγαύη: ναυτικά σχοινιά από ~.|| (κ. ως επίθ.) Σπάγγοι ~. Βλ. κάνναβη. [< γαλλ. sisal, 1906]
στρώνω στρώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έστρω-σα, στρώ-σω, -θηκα, -θώ, -μένος, στρών-οντας} 1. απλώνω ή διασκορπίζω κάτι σε μια επιφάνεια ή την καλύπτω με κάτι: ~ει το κρεβάτι (με σεντόνι)/το σπίτι (με χαλιά). ~σαν την πλατεία με πλάκες (πβ. επενδύω, επιστρώνω)/τον στίβο με τάπητα. (σε συνταγές) ~ετε το φύλλο στο ταψί. Ο δρόμος ~θηκε με άσφαλτο. ~μένο: χιόνι.|| Στρώσε μου δίπλα στο τζάκι (: για να κοιμηθώ). ΑΝΤ. ξεστρώνω 2. (μτφ.) (για μηχάνημα, κατάσταση ή όργανο) κάνω να λειτουργήσει σωστά ή αρχίζω να λειτουργώ ομαλά, παύω να εμφανίζω προβλήματα· (για πρόσ.) συμμορφώνω, διορθώνω ή συμμορφώνομαι, αποβάλλω κακές συνήθειες και συμπεριφορές: Μην τρέχεις, προτού ~σεις (= ροντάρεις) το αυτοκίνητο (: για καινούργιο όχημα, το οδηγώ σε χαμηλές στροφές, ώσπου να προσαρμοστεί ο κινητήρας). Λίγη σουπίτσα είναι ό,τι πρέπει, για να ~σει (= φτιάξει) το στομάχι. Μην ανησυχείς, θα ~σουν τα πράγματα. Κοιμήθηκα κι ~σα (= συνήλθα). Από αύριο ο καιρός θα ~σει (= θα βελτιωθεί. ΑΝΤ. θα χαλάσει, θα χειροτερέψει). Τελειώνοντας τη σχολή βρήκε ~μένη δουλειά (: εξασφαλισμένη, έτοιμη, σίγουρη). Έχει εργασία, σπίτι, οικογένεια: μια ~μένη ζωή. Πβ. διευθετώ, ομαλοποιώ.|| Είναι ανώριμη ακόμη, αλλά με τον καιρό θα ~σει. (απειλητ.-προφ.) Μωρέ, θα σας ~σω (: δείξω, τακτοποιήσω) εγώ! Πβ. τιθασεύω, φρονιμεύω, χαλιναγωγώ. 3. δίνω σε κάτι τη σωστή του μορφή, θέση, το ισιώνω, το τεντώνω, ώστε να εφαρμόζει καλά: ~σε (= έφτιαξε) τη φούστα της που είχε διπλώσει στο πλάι. Τεχνικές για να ~ει καλύτερα το κραγιόν/το μακιγιάζ. Όταν έχει υγρασία, τα μαλλιά μου δεν ~ουν με τίποτα. Το παντελόνι δεν σου ~ει καλά (= σακουλιάζει). ~μένη: πίστα (του σκι).|| (ΑΘΛ.) Από κόντρα σε αμυντικό η μπάλα ~θηκε στον ... (: βρέθηκε στην κατάλληλη θέση για σουτ). ● Παθ.: στρώνομαι (προφ.) 1. (μτφ.) ασχολούμαι με κάτι αποκλειστικά και με ένταση, αφοσιώνομαι: Με το που ήρθαν, ~θηκαν στο φαΐ. Άντε στρώσου να διαβάσεις! ΣΥΝ. πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι 2. κάθομαι, ξαπλώνω, βολεύομαι κάπου και παραμένω εκεί, προκαλώντας συνήθ. ενόχληση: ~θηκε στον καναπέ και τον πήρε ο ύπνος.|| (αρνητ. συνυποδ.) Τι ήρθες και μου ~θηκες (: θρονιάστηκες, καλο-, στρογγυλο-κάθισες) εδώ; ● ΦΡ.: δρόμος στρωμένος με αγκάθια (μτφ.): δύσκολη πορεία γεμάτη εμπόδια: Ο δρόμος της ανανέωσης είναι στρωμένος ~., όπως έστρωσε(ς)/στρώσει(ς), θα κοιμηθεί(ς)/θα πλαγιάσει(ς) (παροιμ.): οι συνέπειες που θα υποστεί(ς) θα είναι ανάλογες των πράξεών σου/(του). ΣΥΝ. ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, στρώνω το(ν) δρόμο (μτφ.-προφ.): προετοιμάζω μια κατάσταση, το έδαφος για κάτι: ~σε ~ για την άνοδο του ... στην εξουσία., το 'στρωσε (το χιόνι) (προφ.): καλύφθηκε η επιφάνεια του εδάφους με χιόνι: ~ ~ για τα καλά/μέσα σε μια νύχτα.|| Χιόνιζε όλο το πρωί, χωρίς να το στρώσει.|| (κατ' επέκτ.) ~ ~ στις στέγες των σπιτιών., βρήκε στρωμένο τραπέζι βλ. τραπέζι, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση, στρωμένος/σπαρμένος με ροδοπέταλα βλ. ροδοπέταλα, στρώνει το χαλί βλ. χαλί, στρώνω κάποιον/στρώνομαι στη δουλειά βλ. δουλειά, στρώνω κώλο/πισινό βλ. κώλος, στρώνω/βάζω (το) τραπέζι βλ. τραπέζι [< μεσν. στρώνω]
τριχοειδής, ής, ές τρι-χο-ει-δής επίθ. 1. (επιστ.) που μοιάζει με τρίχα, είναι πάρα πολύ λεπτός: ~είς: ρωγμές. (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ής: σωλήνας (: με εξαιρετικά μικρή διατομή). (ΧΗΜ.) ~ής: στήλη (: με μικρή διάμετρο). (ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ.) ~ής: άλγη. ~είς: ρίζες. ~ή: κύτταρα. (ΙΑΤΡ.) ~είς: θηλές (της γλώσσας). Βλ. -ειδής. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. τριχοειδικός. ● ΣΥΜΠΛ.: λεμφικά τριχοειδή & (σπάν.) λεμφοφόρα τριχοειδή: ΙΑΤΡ. αγγεία που μεταφέρουν τη λέμφο στα λεμφαγγεία, για να καταλήξει τελικά στο φλεβικό σύστημα., τριχοειδή αγγεία & τριχοειδή {σπάν. στον εν.}: ΑΝΑΤ. μικροσκοπικοί αγωγοί μέσα από τους οποίους περνά το αίμα από την αρτηριακή στη φλεβική κυκλοφορία: επιφανειακά/πνευμονικά ~ ~., τριχοειδή φαινόμενα & (σπάν.) τριχοειδικά: ΦΥΣ. που παρουσιάζονται, όταν υγρά έρθουν σε επαφή με τριχοειδή σωλήνα ή με πορώδη μέσα. [< αρχ. τριχοειδής, γαλλ. capillaire, αγγλ. trichoid]
-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ