Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 329 εγγραφές  [0-20]


  • in situ (πρόφ. ιν σίτου): επιτόπου, όπου βρίσκεται: (ΑΡΧΑΙΟΛ.) τοιχογραφίες ~ (: που δεν έχουν μετακινηθεί από την αρχική τους θέση). (ΒΙΟΛ.) Καρκίνωμα ~ (: τα κακοήθη κύτταρα παρουσιάζονται στο επιθήλιο και όχι στους βαθύτερους ιστούς). ~ υβριδοποίηση (: με χρωμοσώματα μέσα σε κύτταρα). (ΓΕΩΛ.) ~ μέτρηση. (ΧΗΜ.) Αντίδραση ~. [< λατ.]
  • αβαθής , ής, ές [ἀβαθής] α-βα-θής επίθ. {αβαθ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· αβαθέστ-ερος, -ατος} (επίσ.) 1. που έχει ή βρίσκεται σε μικρό βάθος: ~ής: κόλπος/λάκκος. ~ής: θάλασσα/κόγχη/κοίτη. ~ές: δοχείο/έλος. ~είς: γεωτρήσεις/ουλές. Πβ. ά-, ξέ-βαθος.|| (ΙΑΤΡ.) ~ής: αναπνοή.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ές: βαρομετρικό χαμηλό. ΣΥΝ. ρηχός (1) ΑΝΤ. βαθύς (1) 2. (μτφ.) που δεν εμβαθύνει, επιφανειακός, ανούσιος: ~ής: διάλογος/χαρακτήρας. ~ής: γνώση/κρίση/προσέγγιση. ~ές: κείμενο. ~ή: αισθήματα. Πβ. επιδερμικός. Βλ. ουσιώδης, ουσιαστικός. ΣΥΝ. ρηχός (2) ● Ουσ.: αβαθές (το) (λόγ.): έλλειψη βάθους: το ~ των υδάτων.|| (μτφ.) Το ~ των νοημάτων/της σκέψης., αβαθή (τα): τα ρηχά (ενν. νερά): Τα ~ της λίμνης. Οι ερωδιοί τριγυρνούν στα ~ αναζητώντας τροφή.|| (ΓΕΩΛ.) Τα αμμώδη/βραχώδη ~ (: αμμόλοφος/βράχια στον θαλάσσιο βυθό). ΑΝΤ. άπατα [< μτγν. ἀβαθής]
  • αδαμαντοφόρος , ος/α, ο [ἀδαμαντοφόρος] α-δα-μα-ντο-φό-ρος επίθ. 1. ΤΕΧΝΟΛ. που έχει προσαρμοσμένο πάνω του διαμάντι: ~α εργαλεία κοπής. 2. ΓΕΩΛ. (συνήθ. για τόπο) που έχει, παράγει διαμάντια: ~ο: κοίτασμα/ορυχείο. Βλ. -φόρος. [< γαλλ. diamantifère]
  • αδρομερής , ής, ές [ἁδρομερής] α-δρο-με-ρής επίθ. (λόγ.): που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σε βάθος επεξεργασίας, λεπτότητας, κατεργασίας, γενικός: ~ής: έλεγχος/σχεδιασμός/υπολογισμός (πβ. αδρός, χονδρικός). ~ής: αναφορά/εξέταση/επισκόπηση (θεωριών)/παρουσίαση (βιβλίου)/προσέγγιση. ΑΝΤ. αναλυτική/εξονυχιστική, λεπτομερής.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ή: υλικά (π.χ. κροκάλες, λατύπες, άμμος) (ΣΥΝ. χονδρόκοκκα).|| (ΓΕΩΛ.) ~ή: ιζήματα. Βλ. -μερής. ● επίρρ.: αδρομερώς [-ῶς]: περιληπτικά, χονδρικά: Αναπτύσσω/περιγράφω κάτι ~.|| Οίκημα κτισμένο με ~ επεξεργασμένους ογκόλιθους. [< μτγν. ἁδρομερής]
  • αζωικός , ή, ό [ἀζωικός] α-ζω-ι-κός επίθ.: που δεν έχει ίχνη ζωής ή δεν ευνοεί την ανάπτυξή της. ΑΝΤ. ζωικός2 ● ΣΥΜΠΛ.: αζωικός αιώνας/αζωική περίοδος: ΓΕΩΛ. μεγάλη γεωλογική περίοδος κατά την οποία δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί ζωή στη Γη. ΣΥΝ. αρχαιοζωικός/αρχαϊκός αιώνας [< γαλλ. azoïque, αγγλ. azoic]
  • αιολικός2 , ή, ό [αἰολικός] αι-ο-λι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον άνεμο και ειδικότ. την ενέργειά του: ~ή: δύναμη.|| ~ή: ισχύς. ~ό: δυναμικό/ρεύμα. ~ές: γεωμορφές.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ός: χάρτης. ~ό: κλίμα. 2. που λειτουργεί με την ενέργεια του ανέμου ή συντελεί στην παραγωγή της: ~ή: αντλία/βιομηχανία/γεννήτρια (= ανεμογεννήτρια)/τεχνολογία. ~ό: εργοστάσιο/σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. φωτοβολταïκός)/χωριό. ~οί: συλλέκτες. ~ές: μονάδες/τουρμπίνες. 3. που προκαλείται από τον άνεμο ή οφείλεται σε αυτόν: (ΓΕΩΛ.) ~ή: άμμος (: που μεταφέρθηκε από τον άνεμο)/λείανση. ~ές: αποθέσεις. ~ά: ιζήματα/πετρώματα. ● ΣΥΜΠΛ.: αιολική διάβρωση/αποσάθρωση: ΓΕΩΛ. φθορά των πετρωμάτων που προξενείται από την κίνηση του αέρα: Μέτρα προστασίας εδαφών από την υδατική και ~ ~., αιολική ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη μετακίνηση αέριων μαζών της ατμόσφαιρας και μετατρέπεται σε ηλεκτρική με ανεμογεννήτριες: Η ~ ~ αποτελεί ανανεώσιμη πηγή ενέργειας., αιολικό πάρκο: ΤΕΧΝΟΛ. μεγάλη έκταση με συστοιχία ανεμογεννητριών για την αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας: ~ ~ στη θάλασσα. Ηλεκτροπαραγωγή από ~ά ~α., αιολικός σταθμός: ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις παραγωγής αιολικής ενέργειας: ~ ~ ισχύος ... ΜW. ΑΝΤ. συμβατικός σταθμός. [< γαλλ. éolien, αγγλ. eolic, aeolian]
  • αιώνας [αἰώνας] αι-ώ-νας ουσ. (αρσ.) {-α (λόγ.) -ος} (συντομ. αι.) 1. χρονική περίοδος εκατό ετών ή ειδικότ. καθεμιά από τις διαδοχικές περιόδους εκατό χρόνων στο σημερινό χρονολογικό σύστημα (με βάση τη γέννηση του Χριστού) και συνεκδ. περίοδος, θεωρούμενη ως ιστορική ή πολιτισμική ενότητα, που σηματοδοτείται από μια προσωπικότητα ή από ένα σημαντικό γεγονός: έναν ~α αργότερα/μετά/νωρίτερα. Από ~ες/προ ~ων. Πριν από έναν ~α. Μισός ~ (: πενήντα χρόνια) εξελίξεων. Στο πέρασμα των ~ων. Ένας ολόκληρος ~ πέρασε από τότε που ... Η πόλη μας συμπληρώνει έναν ~α ζωής. ΣΥΝ. εκατονταετία.|| Ο επόμενος/περασμένος/προηγούμενος ~. Εικοστός πρώτος ~ (: ο ~ μας). Στις αρχές/στα μέσα/στα τέλη του ~α. Η αλλαγή/το τελευταίο τέταρτο του ~α. (καθ' υπερβολή:) Η αγορά του ~α (: η πιο δαπανηρή και εντυπωσιακή, κυρ. μαχητικών αεροσκαφών). Η ανακάλυψη του ~α (: η πιο σημαντική).|| O ~ (= εποχή) του ανθρωπισμού/διαφωτισμού/ρομαντισμού. Πβ. ημέρες, καιρός, κεφάλαιο, χρόνοι. 2. (οικ.) υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα (για κάτι): Περίμενα έναν ~α να δω αύξηση! Δευτερόλεπτα αγωνίας που του φάνηκαν ~. 3. ΓΕΩΛ. καθεμιά από τις μεγάλες περιόδους στις οποίες διαιρείται ο χρόνος της δημιουργίας και εξέλιξης του πλανήτη Γη: γεωλογικός ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ο μέλλων/μέλλοντικός αιώνας: ΘΕΟΛ. η μεταθανάτια ζωή: ο Πατήρ/το φως του ~οντος ~ος., χρυσός αιώνας & (λόγ.) χρυσούς αιών: ιστορική περίοδος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ακμή, κυρ. στις τέχνες και τα γράμματα: ο ~ ~ του Περικλή/της Αθήνας (: ο 5ος π.Χ. αι.). (ειρων.) Ο ~ ~ της παραπληροφόρησης. Πβ. χρυσή εποχή., αζωικός αιώνας/αζωική περίοδος βλ. αζωικός, αργυρός αιώνας βλ. αργυρός, αρχαιοζωικός/αρχαϊκός αιώνας βλ. αρχαιοζωικός, καινοζωικός αιώνας βλ. καινοζωικός, κοσμικός αιώνας βλ. κοσμικός, μεσοζωικός αιώνας βλ. μεσοζωικός, ο Αιώνας των Φώτων βλ. φως, παλαιοζωικός αιώνας βλ. παλαιοζωικός ● ΦΡ.: αιώνες τώρα: από πολύ παλιά, εδώ και πολλές εκατονταετίες. ΣΥΝ. επί αιώνες, ανά τους/μέσα στους αιώνες & (λόγ.) διά μέσου/μέσω των αιώνων: κατά τη διάρκεια, στο πέρασμα των εκατονταετιών: το θέατρο ~ ~. Η εξέλιξη της ελληνικής γραφής ~ ~., επί αιώνες (λόγ.): για πάρα πολλά χρόνια: Άντεξε ~ ~ στις επιδρομές. Η ~ ~ αντιπαράθεση. ΣΥΝ. αιώνες τώρα, σε άλλον αιώνα (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.-χιουμορ.): σε διαφορετική, παλαιότερη εποχή: Καλά! Ζει ~ ~!, στο/με το γύρισμα του αιώνα/στη στροφή του αιώνα: κατά την αλλαγή του αιώνα: Τα πολιτικά γεγονότα που συντάραξαν τον κόσμο στο ~ ~. [< αγγλ. at the turn of the century] , στους αιώνες των αιώνων/στον αιώνα τον άπαντα & (αρχαιοπρ.) εις τους αιώνας των αιώνων/εις τον αιώνα του αιώνος/εις τον αιώνα τον άπαντα 1. (εμφατ. σε καταφατικές προτάσεις) παντοτινά, για πάντα, αιωνίως: Έργα που μένουν ~ ~. Πβ. επ΄ άπειρον, εσαεί, στο διηνεκές. 2. (εμφατ. σε αρνητικές προτάσεις) ποτέ: Ερωτήματα στα οποία δεν πρόκειται να βρούμε απαντήσεις ~ ~. Πβ. του Αγίου Ποτέ. , χάνεται στους αιώνες: για κάτι που έχει πλούσιο παρελθόν, μακραίωνη ιστορία και παράδοση: Χώρα με πολιτισμό που ~ ~., μέχρι συντελείας του αιώνος βλ. συντέλεια, τα βάθη του χρόνου/των αιώνων βλ. βάθος [< 1: γαλλ. siècle 2: αρχ. αἰών 3: γαλλ. âge, ère , αγγλ. age, era]
  • ακόρεστος , η, ο [ἀκόρεστος] α-κό-ρε-στος επίθ. 1. (λόγ.) που δεν έχει ή δεν μπορεί να κορεστεί ή να ικανοποιηθεί: ~ος: καταναλωτής. ~η: πείνα.|| (μτφ.) ~ος: εγωισμός/πόθος (= αδηφάγος). ~η: ανάγκη/απληστία/βουλιμία (για εξουσία)/διάθεση (για ζωή)/δίψα (για μάθηση)/επιθυμία/μανία (για εκδίκηση)/όρεξη (για δημιουργία)/περιέργεια/σεξουαλικότητα/φιλοδοξία. ~ο: πάθος (βλ. άσβεστος). 2. ΧΗΜ. (για διάλυμα) που περιέχει μικρότερη ποσότητα διαλυτής ουσίας από όση μπορεί να διαλυθεί σε αυτό. ΑΝΤ. κορεσμένος (2) ● επίρρ.: ακόρεστα ● ΣΥΜΠΛ.: ακόρεστα λιπαρά οξέα: ΧΗΜ. των οποίων η ανθρακική αλυσίδα έχει έναν ή περισσότερους ακόρεστους δεσμούς μεταξύ των ανθράκων. Βλ. μονοακόρεστα λιπαρά οξέα., ακόρεστα λίπη: ΧΗΜ. λιπαρά οξέα που περιέχουν στο μόριό τους τέσσερα ως είκοσι άτομα άνθρακα με έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς: Διατροφή πλούσια σε φρούτα, λαχανικά και ~ ~. Τα ~ ~ περιέχονται σε ψάρια και φυτικά προϊόντα. Βλ. πολυακόρεστα λίπη., ακόρεστη ένωση: ΧΗΜ. οργανική ένωση, το μόριο της οποίας περιέχει άτομα άνθρακα με έναν τουλάχιστον πολλαπλό δεσμό., ακόρεστη ζώνη: ΓΕΩΛ. που βρίσκεται μεταξύ της επιφάνειας της Γης και του υδροφόρου ορίζοντα. ΑΝΤ. ζώνη κορεσμού, ακόρεστοι υδρογονάνθρακες: ΧΗΜ. οργανικές ενώσεις που αποτελούνται από άτομα άνθρακα και υδρογόνου με κύριο χαρακτηριστικό την παρουσία ενός ή περισσοτέρων ακόρεστων διπλών ή τριπλών δεσμών μεταξύ των ατόμων του άνθρακα. Βλ. αλκαδιένια, αλκένια, αλκίνια., ακόρεστος δεσμός: ΧΗΜ. που αποτελείται από δύο ή τρία κοινά ζεύγη ηλεκτρονίων, συνδέει δύο άτομα και αποκαλείται αντίστοιχα διπλός ή τριπλός. [< 1: αρχ. ἀκόρεστος 2: γαλλ. insaturé, αγγλ. unsaturated]
  • αλατούχος , ος/α, ο [ἁλατοῦχος] α-λα-τού-χος επίθ. 1. (επιστ.) που περιέχει αλάτι: ~ος: (ΓΕΩΛ.) δόμος. ~ος: λίμνη. ~ο: διάλυμα/νερό. ~α: κοιτάσματα. 2. ΧΗΜ. που σχετίζεται με το κοινό άλας ή άλλο ορυκτό άλας με ανάλογες ιδιότητες. Βλ. -ούχος2. [< γερμ. salzhaltig]
  • αλάτωση [ἁλάτωση] α-λά-τω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΛ. μεγάλη συγκέντρωση διαλυμένων αλάτων σε μη αλμυρό χέρσο έδαφος, μετά από εξάτμιση των υδάτων με υψηλό βαθμό αλμυρότητας που υπήρχαν εκεί και κατά συνέπεια η μετατροπή του σε αλμυρό: αυξημένη ~. ~ από υπερβολική άρδευση. Ερημοποίηση/μείωση της παραγωγικότητας των εδαφών ως συνέπεια της ~ης. 2. αύξηση της αλατότητας του νερού: ~ υδάτων. Βλ. εξ~. [< γαλλ. salinisation, 1976]
  • αλλογενής , ής, ές [ἀλλογενής] αλ-λο-γε-νής επίθ. 1. (επίσ.) που ανήκει σε άλλο γένος ή άλλη φυλή: ~είς: πολίτες. Αλλοδαπός, ομογενής ή ~ που επιθυμεί να πολιτογραφηθεί Έλληνας.|| (ως ουσ.) Δέκα θέσεις θα καλυφθούν από ~είς-αλλοδαπούς. Πβ. αλλοεθνής, αλλόφυλος, ξένος. Βλ. -γενής. ΑΝΤ. αυτόχθων (1), ομοεθνής, ομόφυλος (1) 2. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. & αλλογενετικός, ή, ό: που αντλείται από διαφορετικό οργανισμό από αυτόν στον οποίο χορηγείται: ~ή νεφρικά µοσχεύµατα. ΣΥΝ. ετερόλογος ΑΝΤ. αυτόλογος 3. ΓΕΩΛ. (κυρ. για κελύφη, ορυκτά) που σχηματίστηκαν προγενέστερα από το πέτρωμα του οποίου αποτελούν συστατικά: πυριτόλιθοι ~ούς προέλευσης. [< 1,2: μτγν. ἀλλογενής, αγγλ. allogeneous 2: αγγλ. allogeneic 3: γαλλ. allogène, αγγλ. allogenic]
  • αλλούβια [ἀλλούβια] αλ-λού-βι-α ουσ. (ουδ.) (τα): ΓΕΩΛ. ιζήµατα που µεταφέρονται από τρεχούμενο νερό (π.χ. χειμάρρους) και αποτίθενται κυρ. στους πυθμένες θαλασσών ή λιμνών: Περιοχές με ~. [< γαλλ. alluvions]
  • αλλουβιακός , ή, ό [ἀλλουβιακός] αλ-λου-βι-α-κός επίθ. & αλλούβιος, -α, -ο: ΓΕΩΛ. που σχετίζεται με, αποτελείται ή σχηματίζεται από αλλούβια: ~ή: ζώνη. ~ό: δάσος/έδαφος/ριπίδιο (: σχηματισμός σε στόμιο φαραγγιού ή κοιλάδας, όπου τα νερά διασπείρουν το φορτίο των ιζημάτων που μεταφέρουν σε σχήμα βεντάλιας). ~ές: αποθέσεις/προσχώσεις. ΣΥΝ. προσχωματικός, προσχωσιγενής [< γαλλ. alluvial]
  • αλλόχθων , ων, ον [ἀλλόχθων] αλ-λό-χθων επίθ. {αλλόχθ-ονος, -ονα | -ονες (ουδ. -ονα) -όνων} 1. (επίσ.) που κατάγεται, προέρχεται από διαφορετική χώρα: ~ονες: µαθητές/πληθυσμοί.|| (ως ουσ.) Πολιτιστικές σχέσεις ανάμεσα σε αυτόχθονες και ~ονες. Πβ. αλλο-δαπός, -εθνής, ετερόχθων.|| ~ονες (μη-γηγενείς) γλώσσες. 2. ΟΙΚΟΛ. (για είδος) που έχει εισαχθεί από άλλη περιοχή: ~ονα: υλικά (: που µεταφέρονται σε ένα οικοσύστηµα από κάπου αλλού). ~ονα είδη στις ελληνικές θάλασσες. 3. ΓΕΩΛ. που έχει μεταφερθεί, προέρχεται από άλλο μέρος ή δημιουργήθηκε από υλικό ξένο προς την περιοχή: ~ονα: ιζήματα/πετρώματα. ΑΝΤ. αυτόχθων (3) [< γερμ. allochthon, γαλλ. allochtone, 1907, αγγλ. allochthonous, 1911, allochthon, 1942]
  • άλμα [ἅλμα] άλ-μα ουσ. (ουδ.) {άλματ-ος | -ατα} 1. κίνηση που συνίσταται σε κάμψη συνήθ. των γονάτων και του κορμού και στη συνέχεια εκτίναξη ολόκληρου του σώματος στον αέρα πάνω από το έδαφος ή μια επιφάνεια: επικίνδυνο/θεαματικό/τολμηρό ~. ~ αλεξιπτωτιστή/ελεύθερης πτώσης. ~ με/χωρίς φόρα. ~ με τα πόδια ενωμένα. ~ πάνω από τεντωμένο σχοινί. ~ θανάτου (πβ. σάλτο μορτάλε).|| (ΑΘΛ.) Άκυρο/διπλό/έγκυρο ~. ~ από βατήρα. ~ με σκι. Δοκιμαστικά/ελεύθερα/μεγάλα/πολλαπλά ~ατα. Πάσα/σουτ με ~.|| (ΖΩΟΛ.) ~ ακρίδας/βατράχου. ΣΥΝ. πήδημα (1) 2. (μτφ.) γρήγορη και μεγάλη άνοδος, ταχεία μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη: γιγάντιο/τεχνολογικό ~. ~ ανάπτυξης/κερδών/τιμών (ΣΥΝ. εκτίναξη). ~ στο μέλλον/στη σκέψη (βλ. συνειρμός). Κάνω ~. Ένα νέο ~ της επιστήμης. Νέο ~ πραγματοποίησε ο πληθωρισμός. Λογικό ~ (: για συλλογισμό χωρίς επαρκή τεκμηρίωση, ΣΥΝ. κενό, χάσμα). Χρονικό ~ στην αφήγηση. 3. (επιστ.) κάθε απότομη μετάβαση ή αλλαγή κατεύθυνσης που διασπά μια συνέχεια ή λογική διαδικασία: (ΦΥΣ.) ενεργειακό/κβαντικό ~. ~ ηλεκτρονίου. (ΜΑΘ.) ~ συνάρτησης. (ΜΗΧΑΝ.) Υδραυλικά ~ατα. (ΓΕΩΛ.) ~ ρήγματος (: μετατόπιση, ολίσθηση). 4. ΠΛΗΡΟΦ. αλλαγή της κανονικής ροής του προγράμματος με παράκαμψη μιας ή περισσότερων εντολών και μεταφορά του ελέγχου σε άλλο σημείο του προγράμματος: ~ υπό/χωρίς συνθήκη. Εντολή/πίνακας ~ατος. ● ΣΥΜΠΛ.: άλμα ίππου: ΑΘΛ. αγώνισμα της ενόργανης γυμναστικής, κατά το οποίο ο αθλητής παίρνει φόρα και εκτελεί άλμα, πατώντας σε βατήρα και τοποθετώντας στη συνέχεια τα χέρια στον ίππο, για να εκτιναχθεί και να προσγειωθεί τελικά στο έδαφος. [< αγγλ. vaulting horse] , (άλμα εις) μήκος βλ. μήκος, (άλμα εις) τριπλούν βλ. τριπλούν, (άλμα εις) ύψος βλ. ύψος, (άλμα) επί κοντώ βλ. κοντός ● ΦΡ.: άλμα στο κενό βλ. κενό [< αρχ. ἅλμα, γαλλ. saut, αγγλ. jump]
  • αλπικός , ή, ό [ἀλπικός] αλ-πι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με ψηλά βουνά: ~ή: βλάστηση/ζώνη. ~ό: δάσος. ~ές: περιοχές (: με υψόμετρο πάνω από 2.001 μ.). ~ά: οικοσυστήματα/φυτά. Χιονισμένο ~ό τοπίο. Πβ. ορεινός. Βλ. υπο~. || (ΓΕΩΛ. που δημιουργήθηκε ή αφορά τον καινοζωικό αιώνα:) ~ός: γεωτεκτονικός κύκλος. ~ή: ορογένεση/πτύχωση. ~οί: παγετώνες. ~ά: ιζήματα. 2. που ανήκει στις Άλπεις ή σχετίζεται με αυτές: ~ή: οροσειρά. ~ό: χωριό. ● ΣΥΜΠΛ.: αλπικός τρίτωνας: ΖΩΟΛ. ονομασία αμφίβιων (επιστ. ονομάσ. Triturus alpestris) τα οποία ζουν στην υψηλή ορεινή ζώνη., αλπικό σκι βλ. σκι [< γαλλ. alpin]
  • αμμόλιθος [ἀμμόλιθος] αμ-μό-λι-θος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ίθου}: ΓΕΩΛ. ψαμμίτης: πλάκες/προσόψεις από ~ο. [< γερμ. Sandstein]
  • αναβαθμίδα [ἀναβαθμίδα] α-να-βαθ-μί-δα ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): αναβαθμός. Πβ. βαθμίδα.αναβαθμίδες (οι) 1. ΓΕΩΡΓ. επίπεδες λωρίδες γης που διαμορφώνονται σε πλαγιές, συνήθ. με ξερολιθιά, για διευκόλυνση της καλλιέργειας· πεζούλες. 2. ΓΕΩΛ. γεωλογικοί σχηματισμοί που μοιάζουν με σκαλοπάτια: θαλάσσιες/ποτάμιες ~. [< γαλλ. terrasses] [< μτγν. ἀναβαθμίς ‘σκαλοπάτι’]
  • ανάδυση [ἀνάδυση] α-νά-δυ-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδύομαι: ~ (δύτη) στην επιφάνεια της θάλασσας. Πβ. ανέβασμα, άνοδος. ΑΝΤ. κατάδυση.|| (ΓΕΩΛ.) Καταβυθίσεις και ~ύσεις πλακών.|| (μτφ.) ~ νέων αγορών/της κοινωνίας της πληροφορίας. Πβ. εμφάνιση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ μενού/παραθύρου (βλ. αναδυόμενος).|| (ΨΥΧΟΛ.-ΠΑΙΔΑΓ.) ~ της βιολογικής γνώσης των παιδιών/της γλώσσας/του γραμματισμού (βλ. αναδυόμενος γραμματισμός). [< αρχ. ἀνάδυσις, γαλλ. émersion, αγγλ. emergence]
  • ανάστροφος , η, ο [ἀνάστροφος] α-νά-στρο-φος επίθ. (επιστ.) 1. αντίστροφος, αντίθετος: ~η: κίνηση/πορεία/ροή/τάση. ~ο: ρεύμα. 2. ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος: ~η: πυραμίδα. Βλ. -στροφος. ● Ουσ.: ανάστροφη (η): (προφ.) χαστούκι με τη ράχη του χεριού: Θα σου αστράψω/δώσω μια ~! ΣΥΝ. ανάποδη (2) ● επίρρ.: ανάστροφα ● ΣΥΜΠΛ.: ανάστροφο ρήγμα: ΓΕΩΛ. που το τέμαχός του κινείται προς τα πάνω, εξαιτίας συμπιεστικών τάσεων. [< αγγλ. reverse fault] , αντίστροφη μηχανική βλ. αντίστροφος, αντίστροφος πίνακας βλ. αντίστροφος [< μτγν. ἀνάστροφος, γαλλ. inversé, renversé]

αζωικός

αζωικός, ή, ό [ἀζωικός] α-ζω-ι-κός επίθ.: που δεν έχει ίχνη ζωής ή δεν ευνοεί την ανάπτυξή της. ΑΝΤ. ζωικός2 ● ΣΥΜΠΛ.: αζωικός αιώνας/αζωική περίοδος: ΓΕΩΛ. μεγάλη γεωλογική περίοδος κατά την οποία δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί ζωή στη Γη. ΣΥΝ. αρχαιοζωικός/αρχαϊκός αιώνας [< γαλλ. azoïque, αγγλ. azoic]

αλκαδιένια

αλκαδιένια [ἀλκαδιένια] αλ-κα-δι-έ-νι-α ουσ. (ουδ.) (τα) {αλκαδιενί-ων, σπανιότ. στον εν. αλκαδιένιο} & διένια: ΧΗΜ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με δύο διπλούς δεσμούς. Βλ. αλκίνια. [< αγγλ. diene, 1917]

αναδυόμενος

αναδυόμενος, η, ο [ἀναδυόμενος] α-να-δυ-ό-με-νος επίθ. 1. που αναδύεται: ~ (μέσα) από τα κύματα.|| (μτφ.) ~η: επιχείρηση. ~ο: ταλέντο. ~οι: κίνδυνοι. ~α: ερωτήματα/προβλήματα. || ~α: κράτη. Οι ~οι γίγαντες της παγκόσμιας οικονομίας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. για αντικείμενο γραφικού περιβάλλοντος που εμφανίζεται ξαφνικά στην οθόνη του υπολογιστή: ~η: διαφήμιση/λίστα. ~ο: μενού/μήνυμα/παράθυρο. ΣΥΝ. ποπ-απ ● Ουσ.: Αναδυομένη (η): προσωνυμία της θεάς Aφροδίτης. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενες αγορές: ΟΙΚΟΝ. που αρχίζουν να αναπτύσσονται με καλές προοπτικές, συνήθ. σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. [< αγγλ. emerging markets] , αναδυόμενη γραφή: ΨΥΧΟΛ. που αναπτύσσει το παιδί στην προσχολική ηλικία. [< αγγλ. emerging writing] , αναδυόμενος γραμματισμός βλ. γραμματισμός [< 1: αρχ. ἀναδυόμενος, αγγλ. emerging 2: αγγλ. pop-up, 1926]

αντίστροφος

αντίστροφος, η, ο [ἀντίστροφος] α-ντί-στρο-φος επίθ.: που έχει την ακριβώς αντίθετη φορά, διάταξη, σημασία: ~ος: σχεδιασμός. ~η: δημοπρασία (: κατά την οποία γίνονται προσφορές από υποψήφιους πελάτες)/διαδικασία/εικόνα/(ΟΙΚΟΝ.) εφοδιαστική αλυσίδα/κίνηση (τροχού)/μετάφραση (: από φυσική γλώσσα σε ξένη ή νεκρή)/(ΗΛΕΚΤΡ.) πόλωση/πορεία/προοπτική/σειρά/σχέση/φορά. ~ο: ερώτημα/πρόβλημα/ρεύμα. Πβ. ανάστροφος, ανεστραμμένος.|| (ΜΑΘ.) ~ος: μετασχηματισμός. ~η: εξίσωση/συνάρτηση. ~α: σημεία/στοιχεία. Βλ. αντίθετος, -στροφος. ● Ουσ.: αντίστροφο (το): αντίθετη έννοια, κατάσταση λόγω σειράς, σημασίας: Ισχύει/συμβαίνει το (ακριβώς) ~ (= ανάποδο). Η ακτινοβολία μετατρέπεται σε ύλη και το ~. ● επίρρ.: αντίστροφα & (λόγ.) αντιστρόφως: Μετρώ ~. Κάθε μέρα πηγαίνει Αθήνα-Πάτρα και ~ (πβ. και τ' ανάπαλιν). ● ΣΥΜΠΛ.: αντίστροφη μεταγραφή: ΒΙΟΛ. διαδικασία σύνθεσης μονόκλωνου DNA από RNA, με τη βοήθεια του ενζύμου αντίστροφη μεταγραφάση, η οποία συμβαίνει μόνο κατά τον πολλαπλασιασμό των ρετροϊών. [< αγγλ. reverse transcription, 1971] , αντίστροφη μέτρηση 1. (μτφ.) για σύντομο χρονικό διάστημα που προηγείται της έναρξης γεγονότος ή της λήξης προθεσμίας και κατ' επέκτ. η αντίστοιχη εντατικοποίηση των ρυθμών προετοιμασίας: Ξεκίνησε η ~ ~ για το μεγάλο ραντεβού της εθνικής ομάδας ανδρών. Πβ. η αρχή του τέλους, ώρα μηδέν. 2. μέτρηση από τους μεγαλύτερους προς τους μικρότερους αριθμούς και κυρ. προς το μηδέν: Άρχισε η ~ ~ για την εκτόξευση του πυραύλου. [< αγγλ. countdown, 1953] , αντίστροφη μηχανική & (σπάν.) ανάστροφη μηχανική: ΠΛΗΡΟΦ. διαδικασία με την οποία ένα σύστημα αναλύεται, ώστε να βρεθούν τα δομικά στοιχεία του και οι μεταξύ τους σχέσεις. [< αγγλ. reverse engineering] , αντίστροφη όσμωση: ΧΗΜ. διέλευση γλυκού, καθαρού νερού μέσα από ημιπερατή συνθετική μεμβράνη, όταν ασκηθεί (υψηλή) πίεση από την πλευρά πυκνότερου διαλύματος, όπως θαλασσινού ή υφάλμυρου νερού, και η αντίστοιχη μέθοδος: αφαλάτωση/δημιουργία (πόσιμου ή αρδευτικού) νερού με ~ ~. Μονάδες/(οικιακά) συστήματα/φίλτρα ~ης ~ης. Βλ. απιονισμός, αποσκλήρυνση, φίλτρανση. [< αγγλ. reverse osmosis, 1955] , αντίστροφο λεξικό: στο οποίο οι λέξεις κατατάσσονται βάσει της αντίστροφης αλφαβητικής σειράς, ξεκινώντας δηλ. από το τελικό γράμμα., αντίστροφοι αριθμοί: ΜΑΘ. που το γινόμενό τους είναι η μονάδα (1)., αντίστροφος πίνακας & (σπάν.) ανάστροφος πίνακας: ΜΑΘ. πίνακας που προκύπτει από την αντικατάσταση των γραμμών με τις στήλες και των στηλών με τις γραμμές., Αντίστροφη Γενετική βλ. γενετική, αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη/ποσά βλ. ανάλογος [< αρχ. ἀντίστροφος, γαλλ. inverse]

άργυρος

άργυρος [ἄργυρος] άρ-γυ-ρος ουσ. (αρσ.) {αργύρ-ου}: ΧΗΜ. χημικό στοιχείο (συμβ. Ag, Z 47), πολύτιμο μέταλλο λευκού-γκρι χρώματος· ασήμι: νιτρικός ~. Βλ. χαλκός, χρυσός, ψευδ~. [< αρχ. ἄργυρος, γαλλ. argent]

αρχαιοζωικός

αρχαιοζωικός, ή, ό [ἀρχαιοζωϊκός] αρ-χαι-ο-ζω-ι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αρχαιοζωικός/αρχαϊκός αιώνας: ΓΕΩΛ. η αρχαιότερη γεωλογική εποχή, που μεσολάβησε ανάμεσα στον σχηματισμό του στερεού φλοιού της Γης και την εμφάνιση ζωής. ΣΥΝ. αζωικός αιώνας/αζωική περίοδος [< γαλλ. ère archéozoïque/archéenne]

βάθος

βάθος βά-θος ουσ. (ουδ.) {βάθ-ους | -η, -ών} 1. η απόσταση ανάμεσα σε ένα ανώτερο και ένα κατώτερο επίπεδο: το ~ του γκρεμού/λάκκου/πηγαδιού. ~ γεώτρησης/εκσκαφής ... μέτρα. Σεισμός μικρού ~ους (= επιφανειακός). Έσκαψαν/καταδύθηκαν/κατέβηκαν σε μεγάλο ~. 2. η απόσταση ανάμεσα σε ένα πρόσθιο και ένα οπίσθιο επίπεδο: το ~ της σπηλιάς/στοάς (πβ. εσωτερικό). (στη ζωγραφική) Η αίσθηση/εντύπωση του ~ους (= του χώρου· βλ. προοπτική). Στο ~ (= φόντο) του πίνακα διακρίνονται δύο φιγούρες. 3. (μτφ.) έκταση, εύρος, μέγεθος: το ~ της γνώσης/σκέψης/σοφίας του. Το ~ ενός προβλήματος.|| Το απύθμενο ~ της ψευτιάς. ΣΥΝ. πλάτος (2) 4. (μτφ.) ουσία, περιεχόμενο: το ~ (= βαθύτερο νόημα) των λέξεων. Πολιτική με ~. Άνθρωπος χωρίς ~ (= κενός). 5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας έννοιας, με τα οποία διαφοροποιείται από κάθε άλλη. Βλ. γένος, πλάτος. ● ΣΥΜΠΛ.: βάθος πεδίου: ΦΩΤΟΓΡ. η απόσταση ανάμεσα στο πιο κοντινό στον φακό αντικείμενο και στο πιο απομακρυσμένο από αυτόν, όταν αυτά απεικονίζονται με ευκρίνεια στη φωτογραφία: Αλλάζω/βελτιώνω/ελαχιστοποιώ/μεγιστοποιώ το ~ ~. [< γαλλ. p rofondeur du champ ] , βάθος χρώματος: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθµός των δυαδικών στοιχείων που διατίθενται για την αποθήκευση της πληροφορίας του χρωµατισµού κάθε εικονοστοιχείου: Το ~ ~ ανέρχεται σε/φτάνει τα ... μπιτ. [< αγγλ. color depth] , θόρυβος βάθους: ΤΗΛΕΠ. που προέρχεται από πηγή (ήχου) διαφορετική από αυτή που ηχογραφείται. [< αγγλ. background noise] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους βλ. οικολογία, εστιακό βάθος βλ. εστιακός, ψυχολογία του βάθους βλ. ψυχολογία ● ΦΡ.: από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) & (λόγ.) εκ βάθους/από μέσης καρδίας: για έκφραση γνήσιων και έντονων συναισθημάτων: Σας ευχαριστώ/συγχαίρω ~ ~ (= ειλικρινά)! Εύχομαι ~ ~ υγεία και μακροημέρευση! ΣΥΝ. από καρδιάς, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά [< γαλλ. du fond de mon coeur] , εν τω βάθει (επιστ.): στο βάθος: (ΙΑΤΡ.) ~ ~ λοίμωξη/φλεβική θρόμβωση. ~ ~ καμπτήρας (δακτύλων). ΑΝΤ. επιπολής, κατά (/στο) βάθος: στην πραγματικότητα: ~ ~, είναι καλός άνθρωπος.|| Ξέρω, ~ ~ (: βαθιά μέσα μου), ότι λέει ψέματα. [< γαλλ. au/dans le fond] , με βάθος χρόνου 1. με προοπτική: επένδυση/συνεργασία ~ ~. 2. (για στόχο) με προβλεπόμενο χρονικό όριο για την επίτευξή του: έργα ~ ~ τα πέντε έτη/το 2020 (= με χρονικό ορίζοντα)., σε βάθος & (λόγ.) εις βάθος: που φτάνει στην ουσία των πραγμάτων: ανάλυση/έρευνα ~ ~ (= λεπτομερής, σχολαστική). Γνωρίζω ~ ~ το θέμα. Εξέτασε ~ ~ την υπόθεση (= διεξοδικά).|| Καθαριότητα ~ ~. Βλ. επιφανειακός. [< αγγλ. in depth, γαλλ. au fond de, à fond] , σε βάθος και (σε) πλάτος/σε πλάτος και (σε) βάθος 1. λεπτομερώς, από όλες τις πλευρές: έλεγχος ~ ~. Τα δεδομένα μελετήθηκαν ~ ~. ΣΥΝ. ενδελεχώς. 2. σε όλα τα επίπεδα: διεύρυνση/μεταρρύθμιση ~ ~., σε βάθος χρόνου 1. μακροπρόθεσμα, μελλοντικά: εφαρμογή του μέτρου σε (ικανό) ~ ~, όχι αμέσως. Αλλαγές που πραγματοποιούνται σταδιακά και ~ ~. 2. (προκειμένου για συγκεκριμένη χρονική προθεσμία) σε διάστημα: υλοποίηση του προγράμματος ~ ~ οκτώ μηνών. [< αγγλ. in time depth] , τα βάθη του χρόνου/των αιώνων: το πολύ μακρινό παρελθόν: Ιστορία/πολιτισμός που ξεκινά από τα/που χάνεται στα ~ ~., το βάθος/τα βάθη (συνήθ. προηγείται η πρόθ. σε ή από) 1. το εσώτερο σημείο, το πίσω μέρος: Στο ~ διακρίνεται το χωριό. Στο ~ του ορίζοντα. Τον είδε στο ~ της αίθουσας/του διαδρόμου.|| (μτφ.) Εικόνες από ~ της μνήμης/του μυαλού (πβ. μύχια). 2. το πιο απομακρυσμένο ή πάρα πολύ μακρινό σημείο: ταξίδι στα ~ της ερήμου (πβ. πέρατα). 3. {συνήθ. στον πληθ.} πολύ χαμηλό ή το χαμηλότερο σημείο: από τα/στα ~ της Γης (πβ. έγκατα)/της θάλασσας (πβ. πυθμένας). Αποστολές στα (άγνωστα) ~ των ωκεανών (πβ. άβυσσος). Στο ~ (= στον πάτο) της λίμνης., χαίρε βάθος αμέτρητον (από τον Ακάθιστο Ύμνο) (λόγ.-ειρων.): για δήλωση χαοτικής, άναρχης κατάστασης ή για κάτι εντελώς ασαφές και απροσδιόριστο., ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. βάθος, γαλλ. fond, αγγλ. depth, γερμ. Tiefe]

-γενής

-γενής, ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.

καινοζωικός

καινοζωικός, ή, ό και-νο-ζω-ι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: καινοζωικός αιώνας: ΓΕΩΛ. ο τελευταίος γεωλογικός αιώνας της ιστορίας της Γης (πριν από περ. 65 εκατομμύρια χρόνια) με κύριο χαρακτηριστικό την εμφάνιση του ανθρώπου. Βλ. παλαιο-, μεσο-ζωικός, Τριτο-, Τεταρτο-γενές. [< αγγλ. Cainozoic, caenozoic, γαλλ. cénozoïque, 1924]

κενό

κενό κε-νό ουσ. (ουδ.) 1. μεγάλος ή μικρός χώρος, ο οποίος δεν περιέχει κάτι που μπορεί να γίνει αντιληπτό: Ο κασκαντέρ βρέθηκε/πήδηξε στο ~. Βλ. άπειρο, βάραθρο, χάος.|| Συμπληρώστε το ~ με το ονοματεπώνυμό σας. Προσοχή στο ~! Βλ. διάκενο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Άφησε μεταξύ των λέξεων ένα μόνο ~.|| (κατ' επέκτ., για χρονικό διάστημα) ~ σιωπής. 2. {συχνότ. στον πληθ.} ασυνέχεια ή έλλειψη: ~ εξουσίας. Γνωστικά/θεσμικά/ιδεολογικά/λογικά/μαθησιακά/νομοθετικά/πολιτισμικά ~ά. ~ά μνήμης (βλ. χάσμα). Παραλείψεις και ~ά. Γεφυρώνει το ~ ανάμεσα/μεταξύ ... Υπάρχουν ~ά στον έλεγχο/στην πληροφόρηση. Έχει ~ά στα Αρχαία. Η ομάδα παρουσίασε αμυντικά ~ά. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ασφαλείας σε λειτουργικό σύστημα. Πβ. αδυναμίες. 3. (μτφ.) αίσθημα που οφείλεται σε απώλεια σημαντικού προσώπου ή απουσία αξιών, ενδιαφερόντων: Νιώθω ένα ~. Πώς θα γεμίσει το ~ που προκάλεσε ο χαμός τους;|| Εσωτερικό/πλήρες/υπαρξιακό ~. Το ~ της ψυχής. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. {συνηθέστ. στον πληθ.} θέση που δεν έχει καταληφθεί, καλυφθεί από κάποιον: λειτουργικά/οργανικά ~ά (: στις οργανικές θέσεις μιας υπηρεσίας).|| (μτφ.) Ο θάνατός της άφησε ένα δυσαναπλήρωτο ~ στο θέατρο. 5. ΦΥΣ. χώρος στον οποίο η πίεση είναι χαμηλότερη της ατμοσφαιρικής: διαστρικό/μερικό/τεχνητό ~. Χαμηλό/μέσο/υψηλό ~. Ταχύτητα του φωτός στο ~. Πτώση των σωμάτων στον αέρα ή στο ~. 6. ΦΥΣ. ιδανική κατάσταση χώρου στον οποίο δεν υπάρχουν σωματίδια ύλης και δυναμικά πεδία. ● ΣΥΜΠΛ.: κενό (αέρος) 1. περιοχή όπου υπάρχει διαφορά στην πυκνότητα του ατμοσφαιρικού αέρα: μεγάλο/μικρό ~ ~. Το αεροπλάνο έπεσε σε ~ ~. Βλ. αναταράξεις. 2. ΤΕΧΝΟΛ. συνθήκες τεχνητής αφαίρεσης του αέρα: συσκευασία ~ού ~ (πβ. αεροστεγής). Επιμετάλλωση/ψύξη σε ~ ~. Δοχείο/σωλήνες με ~ ~. Απόσταξη υπό ~. Το προϊόν διατίθεται τυποποιημένο σε ~ ~., νομικό κενό: ΝΟΜ. έλλειψη των αναγκαίων νομικών διατάξεων για την αποτελεσματική διευθέτηση ενός θέματος: Διαπιστώνονται σοβαρά ~ά ~ά στη σύμβαση., τεχνολογία κενού: ΤΕΧΝΟΛ. που αφορά μετρήσεις και διαδικασίες οι οποίες γίνονται σε συνθήκες πίεσης χαμηλότερης της ατμοσφαιρικής: μέθοδος αποχέτευσης λυμάτων με την ~ ~., αντλία κενού βλ. αντλία, απόλυτο κενό βλ. απόλυτος, ερωτήσεις συμπλήρωσης κενού βλ. ερώτηση, ο φόβος/τρόμος του κενού βλ. τρόμος ● ΦΡ.: αισθάνομαι/έχω/νιώθω ένα κενό στο στομάχι: πεινώ., άλμα στο κενό 1. (για αυτοκτονία ή απόπειρα αυτοκτονίας) πτώση από σημείο που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος από το έδαφος: ~ ~ από τον έκτο όροφο κτιρίου (= βουτιά θανάτου/στο κενό). 2. (μτφ.) για ενέργειες που εμπεριέχουν κίνδυνο, είναι μάταιες ή έχουν απρόβλεπτες, κυρ. αρνητικές, συνέπειες: τυχοδιωκτικό ~ ~., έχω/κάνω κενό (προφ.): (για φοιτητή, μαθητή ή διδάσκοντα) δεν έχω μάθημα: Είχαμε/κάναμε ~ την ώρα των μαθηματικών.|| Θα διορθώσω τα γραπτά την πέμπτη ώρα που ~ ~., πέφτει στο κενό & (σπάν.) καταλήγει στο κενό {συνηθέστ. στον αόρ.} 1. (για πρόσ.) πηδά από πολύ μεγάλο ύψος: Έπεσε ~ από τον τρίτο όροφο. 2. (μτφ.) (για ενέργεια, προσπάθεια) δεν ευοδώνεται: Οι διαπραγματεύσεις/οι πρωτοβουλίες/τα σχέδιά τους έπεσαν ~ (= απέτυχαν). Η διαμαρτυρία του έπεσε ~ (= δεν εισακούστηκε)., καλύπτω το κενό/τα κενά βλ. καλύπτω [< αρχ. κενόν, γαλλ. vide]

κοντός

κοντός, ή, ό κο-ντός επίθ. {κοντύτερος κ. κοντότερος} 1. που έχει μικρό ή σχετικά μικρό μήκος ή ύψος: ~ή: ουρά/φούστα. ~ό: κούρεμα/μαλλί/παντελόνι/ποτήρι/τρίχωμα/φόρεμα. ~ές: κάλτσες. ~ά: μανίκια. Έχει ~ό λαιμό. ΑΝΤ. μακρύς.|| (για ανάστημα:) Είναι ~ και άσχημος (πβ. βραχύσωμος, ζουμπάς, κοντοπίθαρος. ΑΝΤ. ψηλός). 2. μικρής διάρκειας, σύντομος: ~ή: μνήμη (: για πρόσ. που ξεχνά γρήγορα, εύκολα). ● Υποκ.: κοντούλης , α, ικο: κάπως κοντός: ~α και παχουλούλα. Βλ. μικρούλης., κοντούλικος , η, ο, κοντούτσικος , η, ο: ΑΝΤ. ψηλούτσικος ● ΦΡ.: κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! βλ. χέρι, κοντός ψαλμός αλληλούια βλ. αλληλούια, Κυριακή κοντή γιορτή βλ. γιορτή, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς [< μτγν. κοντός, γαλλ. court]

κοσμικός

κοσμικός, ή, ό κο-σμι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον κόσμο ως σύνολο ανθρώπων και κυρ. με τη ζωή της υψηλής κοινωνίας: ~ός: γάμος/τρόπος ζωής (= κοσμικότητα)/τύπος. ~ή: κίνηση/κυρία/παραλία/ταβέρνα. ~ό: γεγονός/θέρετρο/κέντρο/μέρος/νησί/ρεπορτάζ. ~οί: κύκλοι. ~ές: εκδηλώσεις (π.χ. δεξιώσεις, χοροεσπερίδες)/στήλες (εφημερίδας/περιοδικού)/συγκεντρώσεις. ~ά: νέα/σαλόνια. Πβ. κοινωνικός. 2. που αναφέρεται στην επίγεια κοινωνική ζωή σε αντίθεση με την εκκλησιαστική: ~ός: άρχοντας/ηγέτης/συγγραφέας/χαρακτήρας (της εκπαίδευσης/του κράτους). ~ή: ιστορία/μουσική/τέχνη. ~ά: αγαθά. Πβ. εγκόσμιος.|| ~ός: κλήρος (: σε αντιδιαστολή προς τους μοναχούς). Πβ. λαϊκός. ΑΝΤ. θρησκευτικός 3. που έχει σχέση με το Σύμπαν ή ειδικότ. το διάστημα σε αντιδιαστολή προς τη Γη: ~ός: θόρυβος/νόμος/χρόνος. ~ή: έκρηξη/ταχύτητα. ~ό: κενό/νέφος/φαινόμενο/χάος. ~οί: άνεμοι. ~ές: δομές (π.χ. σμήνη γαλαξιών). Πβ. διαστημ-, συμπαντ-ικός. Βλ. μακρο~, μικρο~. ΑΝΤ. γήινος (1) ● Ουσ.: κοσμικά (τα) 1. θέματα που αφορούν τις εκδηλώσεις της υψηλής κυρ. κοινωνίας. 2. τα εγκόσμια., κοσμικός (ο) 1. ο λαϊκός σε αντίθεση με τον κληρικό ή τον μοναχό. 2. πρόσωπο που του αρέσουν οι κοινωνικές εκδηλώσεις ή συχνάζει σε αυτές. ΑΝΤ. απόκοσμος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες: ΑΣΤΡΟΝ. ακτινοβολία που αποτελείται από σωματίδια τα οποία κινούνται πολύ γρήγορα (αδρόνια, λεπτόνια, φωτόνια), διασχίζουν την ατμόσφαιρα και φτάνουν στην επιφάνεια της Γης από το Σύμπαν. [< γαλλ. rayonnement cosmique/rayons cosmiques, αγγλ. cosmic ray, 1925] , κοσμική/(σπανιότ.) εγκόσμια εξουσία: η κρατική, πολιτική εξουσία σε αντίθεση προς τη θρησκευτική., κοσμικό/γαλαξιακό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα (περ. 245 εκατομμύρια χρόνια) για μια πλήρη περιστροφή του ηλιακού μας συστήματος γύρω από το κέντρο του γαλαξία., κοσμικό/λαϊκό κράτος: στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολιτικά πρόσωπα χωρίς την παρέμβαση θρησκευτικών παραγόντων σε αντιδιαστολή προς το θεοκρατικό κράτος., κοσμικός αιώνας: ΓΕΩΛ. το χρονικό διάστημα εξέλιξης της Γης από τη στιγμή που έγινε για πρώτη φορά αυτοτελές ουράνιο σώμα μέχρι τον πιθανό σχηματισμό του φλοιού της., αστρική/κοσμική/διαστημική σκόνη βλ. σκόνη, κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου βλ. ακτινοβολία [< 1: γαλλ. mondain 2: μεσν. κοσμικός 3: αρχ. ~, γαλλ. cosmique, αγγλ. cosmic]

-μερής

-μερής, ής, ές {-μερούς | -μερείς (ουδ. -μερή)} (λόγ.) επίθημα που συνδυάζεται 1. συνήθ. με απόλυτα αριθμητικά για τον προσδιορισμό των μερών ενός συνόλου: μονο~/δι~/τρι~ (συμφωνία). Βλ. -μελής.|| (ΧΗΜ.) Πολυ-μερής ένωση. 2. με επίθετα για τη δήλωση του τρόπου κατανομής: (αν)ομοιο-μερής/(αν)ισο~.

μεσοζωικός

μεσοζωικός, ή, ό με-σο-ζω-ι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μεσοζωικός αιώνας: ΓΕΩΛ. ο μεσαίος γεωλογικός αιώνας της ιστορίας της Γης (περ. 245-65 εκατομμύρια χρόνια πριν), κατά τη διάρκεια του οποίου πρωτοεμφανίστηκαν τα πτηνά και τα θηλαστικά. Βλ. παλαιο-, καινο-ζωικός, Τριαδικό, Ιουρασικό, Κρητιδικό. ΣΥΝ. Δευτερογενές [< γαλλ. mésozoïque, αγγλ. mesozoic]

μήκος

μήκος [μῆκος] μή-κος ουσ. (ουδ.) {μήκ-ους | -η} 1. το φυσικό μέγεθος που σχετίζεται με τη μέτρηση της απόστασης από ένα άκρο σε άλλο: ελάχιστο/μέγιστο/μεταβλητό ~. Μονάδες ~ους. ~ σε εκατοστά/ίντσες. Σήραγγα συνολικού ~ους ... μέτρων. Σε διάφορα/διαφορετικά ~η. ~ μαλλιών (πβ. μάκρος). 2. ΓΕΩΜ. μια από τις τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος (εκτός από το πλάτος και το ύψος) ή η συνήθ. μεγαλύτερη από τις δύο διαστάσεις μιας επίπεδης επιφάνειας: ~ γραμμής/κύκλου/τόξου. Υπολογισμός του ~ους.|| Το ~ του τραπεζιού. ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) μήκος: ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής, αφού πάρει φόρα σε έναν διάδρομο, εκτελεί άλμα σε ειδικό σκάμμα: ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. (άλμα εις) τριπλούν., μήκος λέξης: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των μπιτ από τα οποία αποτελείται η λέξη ενός υπολογιστή: σταθερό ~ ~. Το μέγιστο ~ ~ είναι 4 μπάιτ (= 32 μπιτ). [< αγγλ. word length, 1951] , γεωγραφικό μήκος βλ. γεωγραφικός, εστιακό μήκος βλ. εστιακός, μήκος κύματος βλ. κύμα, ταινία μικρού/μεγάλου/μεσαίου μήκους βλ. ταινία ● ΦΡ.: κατά μήκος: παράλληλα με κάτι: ~ ~ της ακτής/διαδρομής/του οδικού άξονα., σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) & (σπάν.) στα μήκη και (στα) πλάτη (της Γης): παντού, σε όλο τον κόσμο: Έχει ταξιδέψει ~ ~. Έχει δώσει συναυλίες ~ ~. Πβ. απανταχού της Γης/της οικουμένης, όπου Γης., σε όλο το μήκος και (το) πλάτος & κατά μήκος και (κατά) πλάτος: σε όλη την έκταση, παντού: ~ ~ του οδοστρώματος. Εκκλησάκια διάσπαρτα ~ ~ του νησιού. Κατά μήκος και (κατά) πλάτος της αίθουσας., στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα [< αρχ. μῆκος, γαλλ. longueur, αγγλ. length]

ουσιώδης

ουσιώδης, ης, ες [οὐσιώδης] ου-σι-ώ-δης επίθ. {ουσιώδ-ους | -εις (ουδ. -η)· ουσιωδ-έστερος, -έστατος} (λόγ.): σημαντικός, ουσιαστικός: (για πρόσ.) ~ης: μάρτυρας.|| ~ης: στόχος. ~ης: αλλαγή/διαφορά. ~ες: χαρακτηριστικό. ~εις: όροι. ~εις: πληροφορίες. ~η: ζητήματα/προβλήματα. Η άσκηση είναι ~ παράγοντας για τη διατήρηση της καλής φυσικής κατάστασης. Η συλλογή στοιχείων είναι ~ες μέρος της έρευνας. Το έργο του είναι ~ους (πβ. ζωτικής) σημασίας.|| (ως ουσ.) Το ~ες της ζωής (: η ουσία). Πβ. βασικός, θεμελιώδης, κύριος. Βλ. -ώδης. ΣΥΝ. ζουμερός (2), στοιχειώδης (1) ΑΝΤ. επουσιώδης ● επίρρ.: ουσιωδώς (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. οὐσιώδης]

-ούχος2

-ούχος2, α/ος, ο: επίθημα λόγιων επιθέτων με αναφορά σε συγκεκριμένο συστατικό του προσδιοριζόμενου: αερι~/αλκοολ~/ανθρακ~/βιταμιν~/θει~/πρωτεϊν~/φωσφορ~/χλωρι~.

παλαιοζωικός

παλαιοζωικός, ή, ό πα-λαι-ο-ζω-ι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: παλαιοζωικός αιώνας: ΓΕΩΛ. ένας από τους τρεις γεωλογικούς αιώνες (περ. 600 ως 245 εκατομμύρια χρόνια πριν) που έληξε με την επικράτηση των ερπετών στην ξηρά. Βλ. κάμβριο, μεσο-, καινο-ζωικός, πέρμιο. ΣΥΝ. Πρωτογενές [< γαλλ. ère paléozoïque, αγγλ. palaeozoic era]

σκι

σκι ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. χειμερινό σπορ στο οποίο οι αθλητές φορούν ειδικά μακρόστενα πέδιλα, για να γλιστρούν κυρ. σε χιονισμένες πλαγιές· συνεκδ. τα πέδιλα αυτά: ακροβατικό/ορειβατικό/τουριστικό ~. ~ αντοχής/ανώμαλου δρόμου. ~ στα χιονοδρομικά κέντρα. Οι μπότες/πίστες του ~. ΣΥΝ. χιονοδρομία. Βλ. σνόουμπορντ, τελεσκί.|| Παραβολικά ~ (: χιονοπέδιλα φαρδύτερα στα άκρα και στενότερα στο κέντρο). ● ΣΥΜΠΛ.: αλπικό σκι & (σπάν.) σκι πίστας: που διεξάγεται σε πλαγιές με μεγάλη κλίση και περιλαμβάνει αγωνίσματα ταχύτητας (κατάβαση πλαγιάς) και τεχνικής (σλάλομ). [< αγγλ. alpine skiing, 1921] , θαλάσσιο σκι & σκι θαλάσσης: άθλημα στο οποίο ο σκιέρ, φορώντας κατάλληλα πέδιλα (ή πέδιλο), γλιστρά σε υδάτινη επιφάνεια (θάλασσα ή λίμνη), συρόμενος με σχοινί από ταχύπλοο. [< αγγλ. water ski, 1931] [< γαλλ. ski]

-στροφος

-στροφος, η, ο β' συνθετικό για δήλωση 1. αριθμού, συχνότητας ή κατεύθυνσης στροφών: πολύ~.|| Aριστερό~/δεξιό~. 2. ικανότητας ή ταχύτητας αντίληψης: αργό~/εύ~.

συντέλεια

συντέλεια συ-ντέ-λει-α ουσ. (θηλ.): μόνο στις ● ΦΡ.: μέχρι συντελείας του αιώνος (ΚΔ): ως το τέλος του κόσμου., συντέλεια του κόσμου 1. το τέλος του κόσμου· κατ' επέκτ. σε περιπτώσεις που κάποιος δίνει τραγικές και πολύ δυσάρεστες διαστάσεις σε ένα άσχημο συμβάν, μια αρνητική κατάσταση: (ΘΕΟΛ.) Έρχεται η ~ ~. Πβ. Δευτέρα Παρουσία.|| Πώς κάνεις έτσι, δεν ήρθε και η ~ ~. Βλ. (κάποιος) φέρνει την καταστροφή. 2. (μτφ.) σε περιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων: Γίνεται η ~ ~ έξω. Πβ. θεομηνία, κοσμοχαλασιά. Βλ. καρεκλοπόδαρο. [< μτγν. συντέλεια]

τριπλούν

τριπλούν [τριπλοῦν] τρι-πλούν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (λόγ.): μόνο στα ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) τριπλούν: ΑΘΛ. ολυμπιακό αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής παίρνει φόρα, εκτελεί τρία συνεχόμενα άλματα και προσγειώνεται σε σκάμμα, καλύπτοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τη βαλβίδα. Βλ. (άλμα εις) μήκος. [< αγγλ. triple jump, 1964, γαλλ. triple saut] ● ΦΡ.: εις τριπλούν (λόγ.): τρεις φορές: Κατέθεσε την αίτηση ~ ~ (: σε τρία αντίτυπα). [< μτγν. τριπλοῦν]

ύψος

ύψος [ὕψος] ύ-ψος ουσ. (ουδ.) {ύψ-ους | -η, -ών} 1. απόσταση σε κατακόρυφο άξονα από τη βάση ως την κορυφή: το ~ του αγάλματος/δωματίου/κτιρίου/τοίχου. ~ πόρτας. Ρύθμιση του ~ους (του καθίσματος).|| Το ~ του βουνού. Βλ. υψόμετρο.|| (το ~ του ανθρώπου) Αναλογία βάρους-~ους. Tι ~ έχεις; Πβ. ανάστημα, μπόι. 2. συγκεκριμένη θέση πάνω σε νοητή κατακόρυφη γραμμή και γενικότ. σε σχέση με ορισμένο σημείο αναφοράς: μπότες/φούστα μέχρι το ~ του γόνατου. Μου φτάνει μέχρι το ~ των ώμων. Πετάμε σε μεγάλο ~. Πβ. επίπεδο.|| Ατύχημα στο ~ της οδού ...|| (μτφ.) Περιμένει την εξ ~ους βοήθεια (: τη θεϊκή βοήθεια, το θαύμα). 3. (μτφ.) το ανώτερο σημείο προς το οποίο κινείται ένα οικονομικό κυρ. μέγεθος: (ΟΙΚΟΝ.) το ~ των αποδοχών/της αποζημίωσης/των δαπανών/των επενδύσεων/των επιτοκίων/της παραγωγής/των συναλλαγών/των τιμών/της χρηματοδότησης. Αγορές/δάνειο/κεφάλαιο/λογαριασμός/οφειλές/πρόστιμο/συμφωνία/υποτροφία ~ους ... ευρώ.|| Το ~ της βροχόπτωσης. Πβ. ποσότητα. 4. ΓΕΩΜ. το κάθετο ευθύγραμμο τμήμα που φέρεται από κορυφή γεωμετρικού σχήματος ή σώματος προς τη βάση του: ~ του κυλίνδρου/ορθογωνίου/παραλληλογράμμου/πρίσματος/τραπεζίου/τριγώνου (βλ. ορθόκεντρο). 5. ΜΟΥΣ. η ποιότητα ενός μουσικού ήχου, η οποία καθορίζεται από τη συχνότητα των δονήσεων που τον παράγουν. Πβ. τόνος. ΣΥΝ. οξύτητα (4) ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) ύψος: ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής πρέπει να περάσει πάνω από έναν πήχη τοποθετημένο οριζόντια σε δύο στυλοβάτες: ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. (άλμα εις) μήκος. [< αγγλ. high jump] ● ΦΡ.: ή του ύψους ή του βάθους: προκειμένου να δηλωθεί η αστάθεια που χαρακτηρίζει κάποιον/κάτι: Είναι ~ ~, τη μια κατενθουσιασμένος με τη δουλειά, την άλλη απογοητευμένος. ~ ~ η ομάδα· από τη νίκη στην ήττα., παίρνω ύψος ΑΝΤ. χάνω ύψος 1. ψηλώνω: Πήρε απότομα ~, όταν μπήκε στην εφηβεία. ΣΥΝ. παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι 2. φτάνω σε επιθυμητή ή μεγάλη απόσταση, συνήθ. από το έδαφος: Το ελικόπτερο πήρε ~ και άλλαξε πορεία. Η μπάλα πήρε ~ και κατέληξε εκτός γηπέδου., πετώ στα ύψη (μτφ.) 1. ανεβαίνω, αυξάνομαι: Οι τιμές πέταξαν ~. 2. είμαι πολύ χαρούμενος: Πέταξε ~, όταν άκουσε τα καλά νέα., στα ύψη (μτφ.): για να δηλωθεί αύξηση σε μεγάλο βαθμό: αδρεναλίνη/ψυχολογία ~ ~. Τα ενοίκια/οι πωλήσεις του βιβλίου/οι τιμές (των ακινήτων/τροφίμων) ανέβηκαν ~ ~. ~ ~ εκτινάχθηκε/εκτοξεύτηκε η μετοχή της ..., χάνω ύψος: παύω να έχω μεγάλη ή την επιθυμητή απόσταση συνήθ. από το έδαφος: Λόγω βλάβης το αεροπλάνο έχασε ~ και συνετρίβη.|| Οι άνθρωποι με οστεοπόρωση τείνουν να ~ουν ~. Πβ. κονταίνω. ΑΝΤ. παίρνω ύψος., σε δυσθεώρητα ύψη βλ. δυσθεώρητος, στέκεται στο ύψος του/στο ύψος των περιστάσεων βλ. στέκομαι [< αρχ. ὕψος, γαλλ. hauteur]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

φως

φως [φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.