Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 205 εγγραφές  [0-20]


  • -πρόσωπος , η, ο β' συνθετικό επιθέτων και σπανιότ. ουσιαστικών για δήλωση 1. ορισμένων χαρακτηριστικών του προσώπου: μακρο~ (βλ. μακρυ-μούρης)/στρογγυλο~.|| (μτφ.) Δι~.|| (προφ.) Μ' έβγαλε ασπροπρόσωπo. 2. συγκεκριμένου συνόλου μελών: ολιγο~/πολυ~. Πβ. -άνθρωπος, -μελής. 3. (ουσ.) εξουσιοδοτημένου ατόμου: αντι~/εκ~. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. ενέργειας για λογαριασμό κάποιου: αυτοπρόσωπη δήλωση. 5. ΓΛΩΣΣ. συνήθ. ειδικής κατηγορίας ρημάτων με ελλειπτικό σχηματισμό ή χωρίς λεξικό υποκείμενο και των αντίστοιχων δομών: α-πρόσωπη/τριτο~ σύνταξη.
  • αδειοδότηση [ἀδειοδότηση] α-δει-ο-δό-τη-ση ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. παροχή άδειας από επίσημο φορέα, για να λειτουργήσει ή να διεκπεραιωθεί κάτι: ~ καταστημάτων/κτισμάτων/ραδιοσταθμών/φωτοβολταϊκών (πάρκων). ~ και πιστοποίηση. Διαδικασία/φορέας ~ης. ~ήσεις των ΜΜΕ. Περιβαλλοντικές ~ήσεις. Βλ. -δότηση. [< γαλλ. autorisation]
  • αδειοδοτικός , ή, ό [ἀδειοδοτικός] α-δει-ο-δο-τι-κός επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. που αναφέρεται στην αδειοδότηση: ~ή: διαδικασία. ~ό: καθεστώς/πλαίσιο.
  • αδειοδοτώ [ἀδειοδοτῶ] α-δει-ο-δο-τώ ρ. (μτβ.) {αδειοδοτ-εί, (λόγ.) μτχ. θηλ. -ούσα | αδειοδότ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος}: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για επίσημο φορέα) δίνω άδεια, επιτρέπω τη λειτουργία: Ο δήμος/η επιτροπή/το συμβούλιο (ελέγχει/επιβλέπει και) ~εί τις κατασκευές/την πραγματοποίηση τεχνικών έργων. ~ούνται έρευνες/εταιρείες. ~ούσα: Αρχή. ~ημένος: πάροχος. ~ημένα: φάρμακα. Βλ. -δοτώ. [< γαλλ. autoriser]
  • αδειούχος [ἀδειοῦχος] α-δει-ού-χος επίθ./ουσ. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.· που έχει 1. άδεια απουσίας από την εργασία του: ~οι: υπάλληλοι.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~οι: νεοσύλλεκτοι/φαντάροι.|| (ως ουσ.) ~ λόγω ασθένειας. (ειρων.) Εξέδραμαν οι ~οι (: για διακοπές). 2. την απαραίτητη άδεια για λειτουργία, εκτέλεση έργου ή άσκηση επαγγέλματος: ~ος: εγκαταστάτης/τεχνίτης. ~ος/α: εταιρεία. ~α: καταλύματα. Πβ. πιστοποιημένος.|| (ως ουσ.) Επίσημος ~. ~ διπλώματος/χρήσης. Βλ. -ούχος1. [< 1: γαλλ. permissionnaire 2: αγγλ. licensee, certified]
  • αδιεκπεραίωτος , η, ο [ἀδιεκπεραίωτος] α-δι-εκ-πε-ραί-ω-τος επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. που δεν διεκπεραιώθηκε, δεν ολοκληρώθηκε: ~η: αλληλογραφία. ~ο: έγγραφο. ~ες: εργασίες/υποθέσεις. ΑΝΤ. διεκπεραιωμένος.
  • αιτητής [αἰτητής] αι-τη-τής ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. αιτήτρια} (κυρ. στην Κύπρο): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. πρόσωπο ή φορέας που καταθέτει γραπτό αίτημα σε υπηρεσία: οι δικαιούχοι/ενδιαφερόμενοι/υποψήφιοι ~ές. Βλ. αιτών, απ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αιτητής ασύλου: ΝΟΜ. πολιτικός πρόσφυγας που ζητά προστασία σε άλλη χώρα. [< αγγλ. asylum seeker, 1959] [< μτγν. αἰτητής]
  • αιτών , ούσα, ούν [αἰτῶν] αι-τών επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. που ζητά κάτι, συνήθ. με αίτησή του: ~ών: οργανισμός. ~ούσα: Αρχή/εταιρεία/υπηρεσία/χώρα. ~ούν: δικαστήριο/κράτος. ● Ουσ.: αιτών, αιτούσα (ο/η): πρόσωπο ή φορέας που αιτείται κάτι: ο ~ απασχόληση/άσυλο (πβ. αιτούμενος). Στοιχεία/υπεύθυνη δήλωση ~ούντος. Οι ~ούντες θα πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια ... Ο Αιτών/Η Αιτούσα (: σε έντυπο αίτησης πριν από την υπογραφή εκείνου που αιτεί). Βλ. βεβαιών, δηλών, υπογράφων. [< αρχ. αἰτῶν, γαλλ. réquerant]
  • ακολούθως [ἀκολούθως] α-κο-λού-θως επίρρ. 1. στη συνέχεια: Οι γενικές οδηγίες παρατίθενται ~. 2. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (+ προς) σύμφωνα με: ~ προς το καταστατικό/τις προδιαγραφές. ● ΦΡ.: ως ακολούθως (λόγ.): ως εξής: Η δομή του προγράμματος έχει ~ ~: ... [< αρχ. ἀκολούθως, γερμ. wie folgt]
  • ακροώμαι [ἀκροῶμαι] α-κρο-ώ-μαι ρ. (μτβ.) {ακρο-άσαι ...| ακροάστηκε} (επίσ.) 1. ακούω προσεκτικά: Το δικαστήριο ~άται τον μάρτυρα. 2. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για υψηλά ιστάμενα πρόσωπα) δέχομαι κάποιον σε ακρόαση: Η Αρχή ~άται διοικήσεις/νόµιµους εκπροσώπους υπηρεσιών ή οργανισµών. 3. ΙΑΤΡ. (σπάν.) (για ήχο του σώματος) ακροάζομαι: Ο γιατρός ~άται συστολικό φύσημα. [< 1: αρχ. ἀκροῶμαι]
  • άκυρος , η, ο [ἄκυρος] ά-κυ-ρος επίθ. 1. που δεν ισχύει, ειδικότ. που δεν έχει νομική ισχύ: ~ος: αγώνας/γάμος/διαγωνισμός/κωδικός/νόμος/πλειστηριασμός. ~η: απόλυση/απόφαση/διαθήκη/δικαιοπραξία/εκλογή/σύμβαση/συμφωνία. ~ο: έγγραφο/συμβόλαιο/ψηφοδέλτιο (: που δεν γίνεται αποδεκτό κατά την καταμέτρηση). Καταχρηστικός και ~ όρος.|| (ΑΘΛ.) ~η: βολή/εκκίνηση. ~ο: άλμα/αποτέλεσμα. ΑΝΤ. έγκυρος (1) 2. (αργκό-αρνητ. συνυποδ.) άσχετος, αταίριαστος: Τι λέει ο ~; Είσαι τελείως ~η. ~ο το ντύσιμό της.|| Τους πετύχαμε σε ~η φάση. ● Ουσ.: άκυρα (τα): το σύνολο των άκυρων ψηφοδελτίων σε εκλογές. ● ΦΡ.: θεωρώ/καθιστώ/κηρύσσω κάτι άκυρο: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. ακυρώνω: Το δικαστήριο κηρύσσει ~η την πτώχευση της εταιρείας. Η αίτηση θεωρήθηκε αυτοδικαίως ~η. Η μη τήρηση της νομοθεσίας καθιστά ~α τα τιμολόγια. [< αρχ. ἄκυρος 1: αγγλ. invalid]
  • αμνοερίφια [ἀμνοερίφια] α-μνο-ε-ρί-φι-α ουσ. (ουδ.) (τα) (επίσ.): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. αρνιά και κατσίκια μαζί, ως εμπορική συνήθ. ονομασία του κρέατός τους: ~ γάλακτος. Εισαγωγή/σφάγια ~ίων. Πβ. αιγοπρόβατα.
  • απαριθμώ [ἀπαριθμῶ] α-πα-ριθ-μώ ρ. (μτβ.) {απαριθμ-είς... | απαρίθμ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ημένος, -ώντας}: παραθέτω, παρουσιάζω κατά σειρά όλα τα στοιχεία ενός συνόλου: ~ τα λάθη. ~ησε αναλυτικά/επιγραμματικά τα πλεονεκτήματα της μεθόδου. Είναι αδύνατον να ~ηθούν (= καταγραφούν) λεπτομερώς όλες οι περιπτώσεις. Τα γεγονότα που ~ήθηκαν ανωτέρω/παραπάνω (: σε κείμενο). (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Οι δραστηριότητες που ~ούνται στο παράρτημα ... του άρθρου ... Πβ. αναφέρω, αραδιάζω, μετρώ. Βλ. καταμετρώ. [< αρχ. ἀπαριθμῶ, γαλλ. énumérer]
  • απένταξη [ἀπένταξη] α-πέ-ντα-ξη ουσ. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: απένταξη έργου: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. διαδικασία αποκλεισμού ενός έργου από πρόγραμμα κοινοτικής ή άλλης χρηματοδότησης, που εφαρμόζεται μετά την ένταξή του σε αυτό, στην περίπτωση που το έργο συναντά χρονικά ή άλλα εμπόδια για την ολοκλήρωση της υλοποίησής του. Βλ. προένταξη.
  • αποβιώνω [ἀποβιώνω] α-πο-βι-ώ-νω ρ. (αμτβ.) {κυρ. στον αόρ. απεβίω-σε (μτχ. αποβιώ-σας, -σασα, -σαν), αποβιώ-σει} (επίσ.): πεθαίνω: ~σε πλήρης ημερών/πρόωρα/σε ηλικία ... Πβ. εκπνέω. ● Μτχ.: αποβιώσας , ασα, αν: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. νεκρός: οι κληρονόμοι/η σορός του ~σαντος. Διαγραφή ~σάντων από τα μητρώα. ΣΥΝ. (απο)θανών.|| (ως επίθ.) Ο ~ γονέας/συγγενής. ● ΦΡ.: η εγχείρηση πέτυχε, (αλλά) ο ασθενής απεβίωσε/απέθανε βλ. εγχείρηση [< μτγν. ἀποβιῶ]
  • αποβίωση [ἀποβίωση] α-πο-βί-ω-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): θάνατος: ~ ασθενούς (βλ. κατάληξη). ΑΝΤ. επιβίωση.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Hμερομηνία γέννησης και ~ης ενός ατόμου. [< μτγν. ἀποβίωσις]
  • απόγραφο [ἀπόγραφο] α-πό-γρα-φο ουσ. (ουδ.) {απογράφ-ου} 1. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. επικυρωμένο αντίγραφο εκτελεστού τίτλου: έκδοση/τέλος ~ου. 2. ΦΙΛΟΛ. το πρώτο σωζόμενο αντίγραφο από πρωτότυπο χειρόγραφο. [< 1: μτγν. ἀπόγραφον 2: γαλλ. transcrit]
  • αποδεικτικός , ή, ό [ἀποδεικτικός] α-πο-δει-κτι-κός επίθ. 1. που έχει λειτουργία ή ισχύ απόδειξης: (ΝΟΜ.) ~ός: λόγος. ~ό: υλικό. ~οί: ισχυρισμοί/κανόνες. ~ές: απαγορεύσεις. ~ά: μέσα (: αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, ομολογία, μάρτυρες, έγγραφα)/στοιχεία. Βλ. καταδεικτικός.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ός: τίτλος (σπουδών). Πρωτότυπα ~ής αξίας.|| (ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ.) ~ή: μέθοδος. ~ές: διαδικασίες. 2. ΓΕΩΠ. για έκταση στην οποία γίνονται δοκιμαστικές καλλιέργειες: ~οί: αγροί. ● Ουσ.: αποδεικτικό (το): επίσημο έγγραφο που χρησιμοποιείται ως πιστοποίηση ή βεβαίωση: ~ αγοράς/γνώσης (ξένης γλώσσας)/είσπραξης/(φορολογικής) ενημερότητας/επίδοσης/κατάθεσης/παράδοσης-παραλαβής/σπουδών/ταυτοπροσωπίας/φοίτησης (βλ. ενδεικτικό). Προσκόμιση/χορήγηση ~ού. Απαιτείται/χρειάζεται ~. ~ά εμπειρίας. Πβ. απόδειξη, πιστοποιητικό. [< 1: αρχ. ἀποδεικτικός]
  • απόδειξη [ἀπόδειξη] α-πό-δει-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -είξεως | -είξεις, -είξεων} 1. τεκμηρίωση βάσει στοιχείων, συλλογιστική επαλήθευση: (ΝΟΜ.) άμεση/έμμεση/πλήρης ~. ~ της αθωότητας/ενοχής κάποιου. Αδυναμία ~ης συμβάντος. Το δίκαιο της ~ης. Πβ. κατάδειξη. Βλ. αντ~.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Υπεύθυνη δήλωση/υποχρέωση ~ης (εμπειρίας). Πιστοποιητικό για την ~ προϋπηρεσίας (βλ. βεβαίωση).|| (σπανιότ. αποκάλυψη:) ~ της νοθείας.|| (επιστ.) Αλγεβρική/επαγωγική/επιστημονική/κατασκευαστική/μαθηματική/πειραματική ~ (βλ. θεμελίωση). Βρίσκω/δίνω την ~ ενός θεωρήματος/μιας πρότασης. ~ διά της εις άτοπον απαγωγής/με πείραμα. Η πορεία της ~ης.|| (ΦΙΛΟΣ.) (Τελεολογική) ~ για την ύπαρξη του Θεού. 2. τεκμήριο, πειστήριο: αδιαμφισβήτητη/αδιάσειστη/αδιάψευστη/ακλόνητη/απτή (βλ. δείγμα)/ατράνταχτη/βάσιμη/έμπρακτη/ισχυρή/πειστική/σαφής/τρανή/χειροπιαστή ~. Απουσία/πληθώρα ~είξεων. Έχουμε ~είξεις και ντοκουμέντα. Είναι μόνο ενδείξεις και όχι ~είξεις. Παρέχω/παρουσιάζω/προσκομίζω (νέες) ~είξεις. Κατηγορώ κάποιον χωρίς ~είξεις. Στοιχείο που αποτελεί/συνιστά (την καλύτερη) ~ της αθωότητάς του. Αφέθηκε ελεύθερος ελλείψει ~είξεων. Σαν/ως ~ ανέφερε το γεγονός ότι ... Δεν έχω καμία ~/δεν υπάρχουν ~είξεις για την ανάμειξή του στην απάτη. Δεν έχω ανάγκη από/ζητώ/θέλω/χρειάζονται ~είξεις. Στηρίζω τις απόψεις μου με ~είξεις (βλ. επιχείρημα). 3. έντυπη βεβαίωση κυρ. χρηματικής συναλλαγής: ~ αγοράς/είσπραξης/κατάθεσης/καταβολής εισφοράς/λιανικής/παράδοσης/παραλαβής/πληρωμής/πώλησης. Αριθμός ~ης. ~είξεις ταμειακών μηχανών. Αθεώρητες/διπλότυπες/εξοφλητικές/θεωρημένες/νόμιμες ~είξεις. Βιβλίο/μπλοκ ~είξεων. Δίνω/εκδίδω/κόβω/χορηγώ ~ παροχής υπηρεσιών. Ζητώ/παίρνω ~ (για τις αγορές μου). Κρατώ/μαζεύω/φυλάω τις ~είξεις. || ~ επίδοσης. Βλ. μερισματ~, τιμολόγιο. ● ΣΥΜΠΛ.: το βάρος (της) απόδειξης & (λόγ.) αποδείξεως: ΝΟΜ. η ευθύνη ή υποχρέωση κάποιου να αποδείξει ισχυρισμό ή κατηγορία, ιδ. στο δικαστήριο: Μεταθέτω/φέρω ~ ~. [< αγγλ. burden of proof] , ζωντανό παράδειγμα βλ. παράδειγμα ● ΦΡ.: μέχρι(ς) αποδείξεως του αντιθέτου/του εναντίου: εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο: Ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος ~ ~. [< αρχ. ἀπόδειξις ‘φανέρωση, τεκμηρίωση’]
  • απόδοση [ἀπόδοση] α-πό-δο-ση ουσ. (θηλ.) 1. το παραγόμενο έργο σε σχέση με τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, η αποτελεσματικότητα μιας ενέργειας με συγκεκριμένο στόχο: σχολική ~ (πβ. επίδοση). ~ υπαλλήλων στον χώρο εργασίας (πβ. παραγωγικότητα). Διατροφή και αθλητική/σωματική ~. ~ στο μάξιμουμ! Στο δεύτερο ημίχρονο έπεσε η ~ των παικτών. Πβ. αποδοτικότητα.|| (ΦΥΣ.-ΜΗΧΑΝΟΛ., η σχέση της ενέργειας που παράγεται ως προς εκείνη που καταναλώνεται από μηχανή:) Θερμική ~. Μέγιστη/μέση/συνολική (μηχανική) ~. ~ θέρμανσης/λέβητα. Αύξηση/βελτίωση της ~ης. Αξιολόγηση ~ης. Βαθμός/διάγραμμα/μετρητής/συντελεστής ~ης. Κινητήρας με ενισχυμένη/εξαιρετική/κορυφαία ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ λογισμικού/υπολογιστικών συστημάτων. 2. ΟΙΚΟΝ. κέρδος, αποδοτικότητα: αναμενόμενη/εγγυημένη/ελάχιστη/τρέχουσα/ετήσια/καθαρή/μέγιστη/μέση/πραγματική/σωρευτική ~. Μερισματική/χρηματοοικονομική ~. ~ αγοράς/κεφαλαίου/πόρων (...%). Καταθέσεις με υψηλή ~. Ομόλογα σταθερής ~ης. Καμπύλη ~όσεων. Η ~ διαμορφώνεται στο ... %. Επένδυση που αποφέρει/εξασφαλίζει ~. Ο όμιλος αύξησε/βελτίωσε τις ~όσεις του. Μετοχές με εντυπωσιακές/κακές/καλές/μέτριες/χαμηλές ~όσεις.|| (στο ποδοσφαιρικό στοίχημα:) Σύγκριση ~όσεων. Βλ. υπερ~. 3. προσδιορισμός των αιτίων, του υποκειμένου μιας ενέργειας· επίρριψη, καταλογισμός: ~ των προβλημάτων σε εξωγενείς παράγοντες (πβ. αναγωγή). Αμφισβητείται η ~ του θανάτου της σε πνευμονικό οίδημα. Πβ. πρόσδοση.|| ~ του πίνακα στον ... (: ως δημιουργό).|| ~ ευθυνών/κατηγοριών. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. -ΛΟΓΙΣΤ. καταβολή ή επιστροφή οφειλόμενου ποσού: ~ δαπανών/λογαριασμού/φόρου/χρέους. ~ ΦΠΑ. (Ένταλμα πληρωμής) επί αποδόσει λογαριασμού. 5. παράδοση, παροχή: ~ του έργου στην κυκλοφορία.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ ΑΦΜ. ~ κινήτρων (για επενδύσεις)/τίτλου (ειδικότητας). ~ τιμών (= απότιση) από άγημα.|| ~ της αλήθειας/δικαιοσύνης (πβ. απονομή). Βλ. αντ~. 6. αποτύπωση: άριστη ~ χρωμάτων. Ελεύθερη ~ των μορφών (πβ. απεικόνιση). Σκηνική ~ (πβ. σκηνοθεσία). 7. μετάφραση, μεταφορά: ~ ξένων όρων στην Ελληνική. ~ στη δημοτική. Έμμετρη/σημασιολογική ~.|| Επιτυχής/παραστατική ~ του νοήματος. Πβ. διατύπωση, έκφραση. 8. ερμηνεία, εκτέλεση: εμπνευσμένη ~ του ρόλου από τη μεγάλη πρωταγωνίστρια/του κομματιού από τον διάσημο πιανίστα. 9. ΓΛΩΣΣ. η κύρια πρόταση ενός ανεξάρτητου υποθετικού λόγου (σχήμα υπόθεση-απόδοση). ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακή απόδοση/αποδοτικότητα & ενεργειακή αποτελεσματικότητα: ΟΙΚΟΛ. εφαρμογή μέτρων και τεχνολογιών για την οικονομική χρήση των διαθέσιμων ενεργειακών πόρων: ~ ~ των κατασκευών/των κτιρίων/των (ηλεκτρικών) συσκευών. Απαιτήσεις/βελτίωση/ενίσχυση/πιστοποιητικό ~ής ~ης. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας, πράσινη χημεία. [< αγγλ. energy efficiency, 1972] , ελεύθερη μετάφραση/απόδοση βλ. μετάφραση, μερισματική απόδοση βλ. μερισματικός [< 1,2,4: γαλλ. rendement 3,6: αρχ. ἀπόδοσις 7: αγγλ. rendering 5,8,9: μτγν. ἀπόδοσις]

αιτών

αιτών, ούσα, ούν [αἰτῶν] αι-τών επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. που ζητά κάτι, συνήθ. με αίτησή του: ~ών: οργανισμός. ~ούσα: Αρχή/εταιρεία/υπηρεσία/χώρα. ~ούν: δικαστήριο/κράτος. ● Ουσ.: αιτών, αιτούσα (ο/η): πρόσωπο ή φορέας που αιτείται κάτι: ο ~ απασχόληση/άσυλο (πβ. αιτούμενος). Στοιχεία/υπεύθυνη δήλωση ~ούντος. Οι ~ούντες θα πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια ... Ο Αιτών/Η Αιτούσα (: σε έντυπο αίτησης πριν από την υπογραφή εκείνου που αιτεί). Βλ. βεβαιών, δηλών, υπογράφων. [< αρχ. αἰτῶν, γαλλ. réquerant]

βεβαιών

βεβαιών, ούσα, ούν [βεβαιῶν] βε-βαι-ών επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για πρόσωπο, φορέα ή επίσημο έγγραφο) που βεβαιώνει κάτι: Ο ~ών Ιατρός. Η ~ούσα Αρχή/Τράπεζα. Πιστοποιητικό ~ούν ότι ... ● Ουσ.: βεβαιών, βεβαιούσα (ο/η): σε έντυπο πριν από την υπογραφή. Βλ. αιτών, δηλών, υπογράφων. [< αρχ. βεβαιῶν]

-δότηση

-δότηση {-δότησης (λόγ.) -δοτήσεως | σπανιότ. -δοτήσεις, -δοτήσεων}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με τη σημασία της παροχής: γνωμο~/εξουσιο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/πριμο~/πυρο~/ρευματο~/συνταξιο~/τροφο~/υδρο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δοτώ.

-δοτώ

-δοτώ (επίσ.): επίθημα ρημάτων με τη σημασία του παρέχω, δίνω: γνωμο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/μισθο~/πλειο~/πριμο~/συνταξιo~/χρηματο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δότηση.

εγχείρηση

εγχείρηση [ἐγχείρηση] εγ-χεί-ρη-ση ουσ. (θηλ.) & εγχείριση: ΙΑΤΡ. επέμβαση με χειρουργικά εργαλεία στο σώμα ανθρώπου για θεραπευτικούς ή επανορθωτικούς σκοπούς: αναίμακτη/λεπτή/πλαστική/ρομποτική/σοβαρή ~. ~ σκωληκοειδίτιδας/στήθους. ~ στο γόνατο. ~ με λέιζερ/ολική ή τοπική αναισθησία. Αλλεπάλληλες/πολλαπλές ~ήσεις. Έκανε ~/υποβλήθηκε σε ~ (= χειρουργήθηκε). ● Υποκ.: εγχειρησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς: χειρουργική επέμβαση στην καρδιά κατά την οποία η κυκλοφορία του αίματος στο σώμα γίνεται εξωσωματικά με αντλία., πλαστική εγχείρηση/επέμβαση βλ. πλαστικός ● ΦΡ.: η εγχείρηση πέτυχε, (αλλά) ο ασθενής απεβίωσε/απέθανε (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι έγινε με άψογο τρόπο, αλλά κατέληξε σε αποτυχία. [< αρχ. ἐγχείρησις ‘επιχείρηση, απόπειρα’, γαλλ. opération (chirurgicale)]

καταδεικτικός

καταδεικτικός, ή, ό κα-τα-δει-κτι-κός επίθ. (λόγ.): που καταδεικνύει: (ΦΙΛΟΣ.) ~ός: ορισμός. Πράξεις που είναι ~ές της στάσης του. Πβ. αποδεικτικός. Βλ. ενδεικτικός.

καταμετρώ

καταμετρώ [καταμετρῶ] κα-τα-με-τρώ ρ. (μτβ.) {καταμετρ-ά (σπανιότ.) -εί ...| καταμέτρ-ησα, καταμετρ-ήσει, -είται κ. -άται κ. (σπάν.) -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας} & καταμετράω: μετρώ, υπολογίζω επακριβώς, συνήθ. με ειδικό όργανο ή κατάλληλη μέθοδο: ~ά την απόδοση (του αθλητή)/τις θερμίδες. Πόσα μέλη ~ά (= αριθμεί) ο σύλλογος; Η αστυνομία ~ησε περίπου ... διαδηλωτές. ~ήθηκε η ανεργία/η ρύπανση της περιοχής. Έχουν ~ηθεί επίσημα ... είδη πουλιών. Με ~ημένο το ...% των ψήφων. [< αρχ. καταμετρῶ]

μερισματικός

μερισματικός, ή, ό με-ρι-σμα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με το μέρισμα: ~ή: πολιτική (εταιρείας/τράπεζας). ~ά: έσοδα. ● ΣΥΜΠΛ.: μερισματική απόδοση: το μέρισμα ως ποσοστό της τρέχουσας χρηματιστηριακής τιμής ανά μετοχή για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: μετοχές με υψηλές ~ές ~όσεις. ΣΥΝ. μερισματαπόδοση [< αγγλ. dividend yield]

μετάφραση

μετάφραση με-τά-φρα-ση ουσ. (θηλ.) 1. η διαδικασία απόδοσης προφορικού ή γραπτού λόγου σε άλλη γλώσσα ή μορφή της ίδιας γλώσσας· κυρ. συνεκδ. το αποτέλεσμά της που μπορεί να είναι κείμενο, πρόταση, φράση, λέξη ή όρος: ~ από και προς τα Ισπανικά. Επίσημη ~ στα Ελληνικά ξένων τίτλων σπουδών (: από αρμόδια Αρχή του Υπουργείου Εξωτερικών, προξενείο, δικηγόρο). Ευθεία ή αντίστροφη ~ (: από ξένη ή νεκρή σε φυσική γλώσσα ή το αντίστροφο)/διαγλωσσική/κατά λέξη ή πιστή ~. Βραβείο λογοτεχνικής ~ης. Διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από ~ (βλ. πρωτότυπο). Πβ. διερμηνεία, μεταγλώττιση.|| Η ~ των Εβδομήκοντα (: της Παλαιάς Διαθήκης από την εβραϊκή στην ελληνιστική κοινή). ~άσεις έργων του ... Πβ. μεταγραφή, μετάφρασμα. 2. ΒΙΟΛ. σύνθεση πρωτεΐνης στα κυτταρικά ριβοσώματα, με αποκωδικοποίηση της πληροφορίας του αγγελιοφόρου Αρ-Εν-Έι (mRNA). 3. ΠΛΗΡΟΦ. μετατροπή προγράμματος από μία γλώσσα προγραμματισμού σε άλλη ή δεδομένων από έναν κώδικα σε άλλον. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτόματη μετάφραση & μηχανική μετάφραση: που γίνεται μέσω ειδικού λογισμικού. [< γαλλ. traduction automatique, αγγλ. machine translation, 1949] , ελεύθερη μετάφραση/απόδοση: που δίνει τη γενική ιδέα ενός κειμένου, μιας πρότασης ή φράσης: σε ~ ~. Βλ. διασκευή, παράφραση. [< γαλλ. traduction libre] , ενδογλωσσική μετάφραση βλ. ενδογλωσσικός [< 1: μτγν. μετάφρασις ‘παράφραση, εξήγηση’, γαλλ. traduction 2: αγγλ. translation, 1963 3: αγγλ. transcoding, 1962]

-ούχος1

-ούχος1 (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει αυτόν που (κατ)έχει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκατομμυρι~/κεφαλαι~/οικοπεδ~. Συνταξι~.|| Aδει~/δικαι~.

παράδειγμα

παράδειγμα πα-ρά-δειγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. κάθε πληροφορία (αντικείμενο, γεγονός, κατάσταση) που αναφέρει κάποιος, προκειμένου να καταστήσει σαφή και κατανοητή τη σημασία λέξης ή το περιεχόμενο έννοιας, επειδή (θεωρεί ότι) συγκεντρώνει τα τυπικά της γνωρίσματα και, συνεπώς, την αντιπροσωπεύει: απλό/άστοχο/ατυχές/διαφωτιστικό/διδακτικό/ενδεικτικό/θεωρητικό/ιστορικό/καλό/κλασικό/πετυχημένο/τυπικό/χαρακτηριστικό/χειροπιαστό/χρήσιμο ~. Ιστορικό/κοινωνικό ~. Παράθεση/παρουσίαση ~άτων. Πλήθος ~άτων από την καθημερινή ζωή. Μάθηση μέσω ~άτων. Στο ~ που ακολουθεί, ... Δώσε μου ένα ~ για να καταλάβω. Για να σου φέρω ένα ~, ... (Αν)έφερε για/σαν/ως ~ το φαινόμενο της ... Πάρε ~ την ... Βλ. αντι~. 2. πρότυπο: (για πρόσ.) Αποτελεί (λαμπρό) ~ ειλικρίνειας/τιμιότητας. Έχει τους γονείς του ως ~.|| Πολιτικό σύστημα που συνιστά ~ δημοκρατίας/σωστής διακυβέρνησης. Οικολογικό ~. Πβ. υπόδειγμα.|| Αρνητικό/επικίνδυνο/θετικό ~. Ακολούθησε το ~ του φίλου του και ασχολήθηκε με ...|| ~ συμπλήρωσης (μιας αίτησης). Πβ. δείγμα, περίπτωση. 3. ΓΛΩΣΣ. το σύνολο των γλωσσικών στοιχείων που μπορούν να υποκαταστήσουν το ένα το άλλο σε συγκεκριμένο περιβάλλον: το κλιτικό/μορφολογικό ~ του ονόματος/του ρήματος. Βλ. σύνταγμα. 4. ΦΙΛΟΣ. το θεωρητικό πλαίσιο, δηλ. το πλαίσιο αρχών, εννοιών και μεθόδων, εντός του οποίου, κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου της επιστήμης, αναπτύσσονται οι θεωρίες της. ● Υποκ.: παραδειγματάκι (το): σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή παραδείγματος: ριζική αλλαγή στον τρόπο σκέψης, αντιμετώπισης κατάστασης ή λειτουργίας συστήματος: ~ ~ στην οικονομία. [< αγγλ. paradigm shift, 1962, όρ. του Thomas Kuhn] , ζωντανό παράδειγμα & ζωντανή απόδειξη: για πρόσωπο που αποδεικνύει έμπρακτα όσα υποστηρίζει· για κάτι που αποδεικνύεται στην πράξη, πραγματοποιείται και δεν μένει σε θεωρητικό επίπεδο: Είναι ~ ~ εργατικότητας. Αποτελεί ζωντανό ~ του τι μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος. || Περιοχή που αποτελεί ~ ~ αρμονικής συμβίωσης διαφορετικών πολιτισμών., φωτεινό παράδειγμα βλ. φωτεινός ● ΦΡ.: για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν (/χάρη) (συντομ. π.χ.) & (λόγ.) επί παραδείγματι: για να δοθεί ένα παράδειγμα: τροφές πλούσιες σε βιταμίνες, (όπως) ~ ~ φρούτα και λαχανικά. Εάν, ~ ~ (= φερ' ειπείν), συμβεί να ... Πβ. πιχί. ΣΥΝ. λόγου χάρη/χάριν [< γαλλ. par exemple] , δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα: αποτελώ (θετικό/αρνητικό) πρότυπο: Ο δάσκαλος δίνει το καλό ~ στους μαθητές του. Πρόσεχε πώς μιλάς, δίνεις το κακό ~!, παράδειγμα προς/για αποφυγή/μίμηση: για συμπεριφορά ή κατάσταση που θεωρείται ότι πρέπει να αποφεύγεται ή να ακολουθείται ως υπόδειγμα: Κάποιος/κάτι είναι ~ ~. [< 1,2: αρχ. παράδειγμα, γαλλ. exemple 3: γαλλ. paradigme, 1943, αγγλ. paradigm 4: γερμ. Paradigma]

προένταξη

προένταξη προ-έ-ντα-ξη ουσ. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: προένταξη έργου: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. διαδικασία προκαταρκτικής έγκρισης ενός έργου από πρόγραμμα κοινοτικής ή άλλης χρηματοδότησης. Βλ. απένταξη. [< γαλλ. préadhésion]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.