αιτών, ούσα, ούν [αἰτῶν] αι-τών επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. που ζητά κάτι, συνήθ. με αίτησή του: ~ών: οργανισμός. ~ούσα: Αρχή/εταιρεία/υπηρεσία/χώρα. ~ούν: δικαστήριο/κράτος. ● Ουσ.: αιτών, αιτούσα (ο/η): πρόσωπο ή φορέας που αιτείται κάτι: ο ~ απασχόληση/άσυλο (πβ. αιτούμενος). Στοιχεία/υπεύθυνη δήλωση ~ούντος. Οι ~ούντες θα πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια ... Ο Αιτών/Η Αιτούσα (: σε έντυπο αίτησης πριν από την υπογραφή εκείνου που αιτεί). Βλ. βεβαιών, δηλών, υπογράφων. [< αρχ. αἰτῶν, γαλλ. réquerant]
βεβαιών, ούσα, ούν [βεβαιῶν] βε-βαι-ών επίθ.: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για πρόσωπο, φορέα ή επίσημο έγγραφο) που βεβαιώνει κάτι: Ο ~ών Ιατρός. Η ~ούσα Αρχή/Τράπεζα. Πιστοποιητικό ~ούν ότι ... ● Ουσ.: βεβαιών, βεβαιούσα (ο/η): σε έντυπο πριν από την υπογραφή. Βλ. αιτών, δηλών, υπογράφων. [< αρχ. βεβαιῶν]
-δότηση{-δότησης (λόγ.) -δοτήσεως | σπανιότ. -δοτήσεις, -δοτήσεων}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με τη σημασία της παροχής: γνωμο~/εξουσιο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/πριμο~/πυρο~/ρευματο~/συνταξιο~/τροφο~/υδρο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δοτώ.
-δοτώ(επίσ.): επίθημα ρημάτων με τη σημασία του παρέχω, δίνω: γνωμο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/μισθο~/πλειο~/πριμο~/συνταξιo~/χρηματο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δότηση.
εγχείρηση[ἐγχείρηση] εγ-χεί-ρη-ση ουσ. (θηλ.) & εγχείριση: ΙΑΤΡ. επέμβαση με χειρουργικά εργαλεία στο σώμα ανθρώπου για θεραπευτικούς ή επανορθωτικούς σκοπούς: αναίμακτη/λεπτή/πλαστική/ρομποτική/σοβαρή ~. ~ σκωληκοειδίτιδας/στήθους. ~ στο γόνατο. ~ με λέιζερ/ολική ή τοπική αναισθησία. Αλλεπάλληλες/πολλαπλές ~ήσεις. Έκανε ~/υποβλήθηκε σε ~ (= χειρουργήθηκε). ● Υποκ.: εγχειρησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς: χειρουργική επέμβαση στην καρδιά κατά την οποία η κυκλοφορία του αίματος στο σώμα γίνεται εξωσωματικά με αντλία., πλαστική εγχείρηση/επέμβαση βλ. πλαστικός ● ΦΡ.: η εγχείρηση πέτυχε, (αλλά) ο ασθενής απεβίωσε/απέθανε (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι έγινε με άψογο τρόπο, αλλά κατέληξε σε αποτυχία. [< αρχ. ἐγχείρησις ‘επιχείρηση, απόπειρα’, γαλλ. opération (chirurgicale)]
καταδεικτικός, ή, ό κα-τα-δει-κτι-κός επίθ. (λόγ.): που καταδεικνύει: (ΦΙΛΟΣ.) ~ός: ορισμός. Πράξεις που είναι ~ές της στάσης του. Πβ. αποδεικτικός. Βλ. ενδεικτικός.
καταμετρώ[καταμετρῶ] κα-τα-με-τρώ ρ. (μτβ.) {καταμετρ-ά (σπανιότ.) -εί ...| καταμέτρ-ησα, καταμετρ-ήσει, -είται κ. -άται κ. (σπάν.) -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας} & καταμετράω: μετρώ, υπολογίζω επακριβώς, συνήθ. με ειδικό όργανο ή κατάλληλη μέθοδο: ~ά την απόδοση (του αθλητή)/τις θερμίδες. Πόσα μέλη ~ά (= αριθμεί) ο σύλλογος; Η αστυνομία ~ησε περίπου ... διαδηλωτές. ~ήθηκε η ανεργία/η ρύπανση της περιοχής. Έχουν ~ηθεί επίσημα ... είδη πουλιών. Με ~ημένο το ...% των ψήφων. [< αρχ. καταμετρῶ]
μερισματικός, ή, ό με-ρι-σμα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με το μέρισμα: ~ή: πολιτική (εταιρείας/τράπεζας). ~ά: έσοδα. ● ΣΥΜΠΛ.: μερισματική απόδοση: το μέρισμα ως ποσοστό της τρέχουσας χρηματιστηριακής τιμής ανά μετοχή για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: μετοχές με υψηλές ~ές ~όσεις. ΣΥΝ. μερισματαπόδοση [< αγγλ. dividend yield]
μετάφρασημε-τά-φρα-ση ουσ. (θηλ.) 1. η διαδικασία απόδοσης προφορικού ή γραπτού λόγου σε άλλη γλώσσα ή μορφή της ίδιας γλώσσας· κυρ. συνεκδ. το αποτέλεσμά της που μπορεί να είναι κείμενο, πρόταση, φράση, λέξη ή όρος: ~ από και προς τα Ισπανικά. Επίσημη ~ στα Ελληνικά ξένων τίτλων σπουδών (: από αρμόδια Αρχή του Υπουργείου Εξωτερικών, προξενείο, δικηγόρο). Ευθεία ή αντίστροφη ~ (: από ξένη ή νεκρή σε φυσική γλώσσα ή το αντίστροφο)/διαγλωσσική/κατά λέξη ή πιστή ~. Βραβείο λογοτεχνικής ~ης. Διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από ~ (βλ. πρωτότυπο). Πβ. διερμηνεία, μεταγλώττιση.|| Η ~ των Εβδομήκοντα (: της Παλαιάς Διαθήκης από την εβραϊκή στην ελληνιστική κοινή). ~άσεις έργων του ... Πβ. μεταγραφή, μετάφρασμα. 2. ΒΙΟΛ. σύνθεση πρωτεΐνης στα κυτταρικά ριβοσώματα, με αποκωδικοποίηση της πληροφορίας του αγγελιοφόρου Αρ-Εν-Έι (mRNA). 3. ΠΛΗΡΟΦ. μετατροπή προγράμματος από μία γλώσσα προγραμματισμού σε άλλη ή δεδομένων από έναν κώδικα σε άλλον. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτόματη μετάφραση & μηχανική μετάφραση: που γίνεται μέσω ειδικού λογισμικού. [< γαλλ. traduction automatique, αγγλ. machine translation, 1949], ελεύθερη μετάφραση/απόδοση: που δίνει τη γενική ιδέα ενός κειμένου, μιας πρότασης ή φράσης: σε ~ ~. Βλ. διασκευή, παράφραση. [< γαλλ. traduction libre], ενδογλωσσική μετάφραση βλ. ενδογλωσσικός ● ΦΡ.: χάθηκε στη μετάφραση: (κυριολ. & κατ΄επέκτ.): υπήρξε ασυνεννοησία. [< 1: μτγν. μετάφρασις ‘παράφραση, εξήγηση’, γαλλ. traduction 2: αγγλ. translation, 1963 3: αγγλ. transcoding, 1962]
-ούχος1(λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει αυτόν που (κατ)έχει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκατομμυρι~/κεφαλαι~/οικοπεδ~. Συνταξι~.|| Aδει~/δικαι~.
παράδειγμαπα-ρά-δειγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. κάθε πληροφορία (αντικείμενο, γεγονός, κατάσταση) που αναφέρει κάποιος, προκειμένου να καταστήσει σαφή και κατανοητή τη σημασία λέξης ή το περιεχόμενο έννοιας, επειδή (θεωρεί ότι) συγκεντρώνει τα τυπικά της γνωρίσματα και, συνεπώς, την αντιπροσωπεύει: απλό/άστοχο/ατυχές/διαφωτιστικό/διδακτικό/ενδεικτικό/θεωρητικό/καλό/κλασικό/πετυχημένο/τυπικό/χαρακτηριστικό/χειροπιαστό/χρήσιμο ~. Ιστορικό/κοινωνικό ~. Παράθεση/παρουσίαση ~άτων. Πλήθος ~άτων από την καθημερινή ζωή. Μάθηση μέσω ~άτων. Στο ~ που ακολουθεί, ... Δώσε μου ένα ~ για να καταλάβω. Για να σου φέρω ένα ~, ... (Αν)έφερε για/σαν/ως ~ το φαινόμενο της ... Πάρε ~ την ... Βλ. αντι~. 2. πρότυπο: (για πρόσ.) Αποτελεί (λαμπρό) ~ ειλικρίνειας/τιμιότητας. Έχει τους γονείς του ως ~.|| Πολιτικό σύστημα που συνιστά ~ δημοκρατίας/σωστής διακυβέρνησης. Οικολογικό ~. Πβ. υπόδειγμα.|| Αρνητικό/επικίνδυνο/θετικό ~. Ακολούθησε το ~ του φίλου του και ασχολήθηκε με ...|| ~ συμπλήρωσης (μιας αίτησης). Πβ. δείγμα, περίπτωση. 3. ΓΛΩΣΣ. το σύνολο των γλωσσικών στοιχείων που μπορούν να υποκαταστήσουν το ένα το άλλο σε συγκεκριμένο περιβάλλον: το κλιτικό/μορφολογικό ~ του ονόματος/του ρήματος. Βλ. σύνταγμα. 4. ΦΙΛΟΣ. το θεωρητικό πλαίσιο, δηλ. το πλαίσιο αρχών, εννοιών και μεθόδων, εντός του οποίου, κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου της επιστήμης, αναπτύσσονται οι θεωρίες της. ● Υποκ.: παραδειγματάκι (το): σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή παραδείγματος: ριζική αλλαγή στον τρόπο σκέψης, αντιμετώπισης κατάστασης ή λειτουργίας συστήματος: ~ ~ στην οικονομία. [< αγγλ. paradigm shift, 1962, όρ. του Thomas Kuhn] , ζωντανό παράδειγμα & ζωντανή απόδειξη: για πρόσωπο που αποδεικνύει έμπρακτα όσα υποστηρίζει· για κάτι που αποδεικνύεται στην πράξη, πραγματοποιείται και δεν μένει σε θεωρητικό επίπεδο: Είναι ~ ~ εργατικότητας. Αποτελεί ζωντανό ~ του τι μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος. || Περιοχή που αποτελεί ~ ~ αρμονικής συμβίωσης διαφορετικών πολιτισμών., φωτεινό παράδειγμα βλ. φωτεινός ● ΦΡ.: για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν (/χάρη) (συντομ. π.χ.) & (λόγ.) επί παραδείγματι: για να δοθεί ένα παράδειγμα: τροφές πλούσιες σε βιταμίνες, (όπως) ~ ~ φρούτα και λαχανικά. Εάν, ~ ~ (= φερ' ειπείν), συμβεί να ... Πβ. πιχί. ΣΥΝ. λόγου χάρη/χάριν [< γαλλ. par exemple] , δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα: αποτελώ (θετικό/αρνητικό) πρότυπο: Ο δάσκαλος δίνει το καλό ~ στους μαθητές του. Πρόσεχε πώς μιλάς, δίνεις το κακό ~!, παράδειγμα προς/για αποφυγή/μίμηση: για συμπεριφορά ή κατάσταση που θεωρείται ότι πρέπει να αποφεύγεται ή να ακολουθείται ως υπόδειγμα: Κάποιος/κάτι είναι ~ ~. [< 1,2: αρχ. παράδειγμα, γαλλ. exemple 3: γαλλ. paradigme, 1943, αγγλ. paradigm 4: γερμ. Paradigma]
προένταξηπρο-έ-ντα-ξη ουσ. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: προένταξη έργου: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. διαδικασία προκαταρκτικής έγκρισης ενός έργου από πρόγραμμα κοινοτικής ή άλλης χρηματοδότησης. Βλ. απένταξη. [< γαλλ. préadhésion]
τρώω
τρώ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {τρως, τρώ-ει, -με, -τε, -ν(ε), προστ. τρώ(γ)ε, τρώτε, τρώγ-οντας | παρατ. έτρωγα, αόρ. έφαγα (να/θα φάω, φας…, προστ. φάε, φάτο < φά(γ)ε το), φαγώ-θηκε, -θεί, -μένος} & (λόγ.) τρώγω 1. βάζω τροφή, συνήθ. στερεή, στο στόμα μου, τη μασώ και την καταπίνω· γενικότ. γευματίζω ή καταναλώνω τροφή: ~ δημητριακά/κοτόπουλο/κρέας/λαχανικά/όσπρια/παγωτό/φρούτα/χόρτα/ψάρι/ψωμί. ~ μια μπουκιά. ~ βιαστικά/γρήγορα/λαίμαργα/πρόχειρα/σωστά. ~ με το πιρούνι/με τα χέρια. ~ με μέτρο/όρεξη. ~ μέχρι να χορτάσω. ~ για ευχαρίστηση. ~ για δύο (= διπλή μερίδα). ~ σαν βόδι/γουρούνι/ζώο/κτήνος (= πάρα πολύ). Πίνουμε και ~με καλά. Φάε, να έχεις δυνάμεις/να καρδαμώσεις. Βοηθάω κάποιον να φάει (πβ. ταΐζω).|| ~ (για) βραδινό (πβ. δειπνώ)/μεσημεριανό/πρωινό. ~ τρεις φορές την ημέρα. ~ έξω/σε εστιατόριο/(στο) σπίτι. Έλα να φάμε μαζί/παρέα (πβ. συντρώγω). Έχω ήδη φάει.|| ~ γλυκά. Οι χορτοφάγοι δεν ~νε κρεατικά. (σε νηστεία:) ~ με λάδι/θαλασσινά (βλ. αρταίνομαι, νηστεύω).|| (για ζώο) Η γάτα ~ει ποντίκια. Ζώα που ~νε χορτάρι (= βόσκουν). 2. (μτφ.-προφ.) ξοδεύω, δαπανώ, σπαταλώ: Έφαγε την περιουσία των γονιών του. Έφαγαν τα κονδύλια, χωρίς να ολοκληρώσουν τα έργα.|| ~ τον χρόνο μου άσκοπα. Έφαγα τα καλύτερά μου χρόνια/τα νιάτα μου στην ξενιτιά. Έφαγα τη ζωή μου στα χωράφια. Μου έφαγε (= πήρε) είκοσι λεπτά, για να βγάλω άκρη (πβ. απαιτώ).|| Το αυτοκίνητο ~ει πολλή βενζίνη. Βλ. κατα~. 3. (μτφ.-προφ.) κλέβω, οικειοποιούμαι: Του έφαγε τη γυναίκα/τη θέση/την πρωτιά/τη σειρά. Μου (τα) φάγανε τα λεφτά (πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ). Πβ. βουτώ.|| (ειδικότ., για συσκευή με κερματοδέκτη) Μηχάνημα που ~ει τα κέρματα (λόγω ελαττωματικής λειτουργίας). 4. (μτφ.-αργκό) δέχομαι κάτι άκριτα, χωρίς αμφισβήτηση: Δεν τα ~ εγώ αυτά (= δεν τα πιστεύω, δεν ξεγελιέμαι, δεν εξαπατώμαι). ΣΥΝ. μασώ (3), χάφτω (1) 5. (μτφ.-προφ.) ταλαιπωρώ, κουράζω σωματικά ή ψυχικά: Με ~ει το παράπονο/το σαράκι. Με έφαγε με την γκρίνια της. Με έφαγαν οι δουλειές/οι δρόμοι/οι έγνοιες/τα ξενύχτια/οι τύψεις/οι υποχρεώσεις/τα χρέη. Τον έχει φάει ο έρωτας/το ποτό. Πβ. βασανίζω, κατα-βάλλω, -πονώ, τυραννώ. 6. (μτφ.-προφ., ως απολεξικοποιημένο ρ.) υφίσταμαι κάτι: ~ ανάποδη/κλοτσιά/κράξιμο/μούντζα/μπουνιά/χαστούκι. Έφαγα ένα μποτιλιάρισμα/μια τούμπα. Έφαγα όλη τη βροχή (στο κεφάλι). Θα φάει φυλακή (= θα φυλακιστεί). 7. (μτφ.-προφ.) δέχομαι: Τερματοφύλακας που δύσκολα ~ει γκολ. Η ομάδα έφαγε μια τεσσάρα.|| ~ καμπάνα/κλήση (για παράνομη στάθμευση)/ποινή (πβ. τιμωρούμαι). Ο ποδοσφαιριστής έφαγε κόκκινη κάρτα. 8. (μτφ.-προφ.) παραλείπω: ~ γράμματα (: δεν προφέρω καθαρά)/τις λέξεις διαβάζοντας (πβ. πηδώ). 9. (μτφ.-λαϊκό) σκοτώνω· διώχνω· νικώ: Τον έφαγαν τα ναρκωτικά. Πάει, τον φάγανε τον άνθρωπο (πβ. βγάζω από τη μέση, ξεπαστρεύω). (ως απειλή) Αν κουνηθείς, σε έφαγα.|| Τον έφαγαν από γραμματέα.|| Σε έφαγα σε ταχύτητα (πβ. κερδίζω). ● τρώει 1. (για έντομο) τσιμπά· (για ζώο) δαγκώνει ή κατασπαράζει: Με έφαγαν τα κουνούπια/οι μύγες/οι σκνίπες.|| Ο σκύλος όρμησε να με φάει. Τον έφαγε καρχαρίας. 2. (μτφ.-προφ.) διαβρώνει, φθείρει ή καταστρέφει (ένα υλικό): Η σκουριά ~ το μέταλλο. Τα γρανάζια/τα λάστιχα/οι τροχοί έχουν ~θεί από τη χρήση. ~θηκαν τα παπούτσια. 3. (μτφ.-προφ.) κόβει: Η μηχανή του κιμά τού έφαγε το δάχτυλο. Πβ. συνθλίβω. ● Παθ.: τρώγεται: για κάτι που μπορεί να αποτελέσει τροφή· για τροφή που μπορεί να καταναλωθεί, να φαγωθεί: Ανάλατο/άνοστο/ξαναζεσταμένο φαγητό που δεν ~. Το ρύζι ήθελε λίγο βράσιμο ακόμη, αλλά ~., τρώγομαι (μτφ.-προφ.) 1. μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι: ~ονται μεταξύ τους για την προεδρία (= ανταγωνίζονται, διεκδικούν). ~ονται σαν τα κοκόρια/σαν τα σκυλιά. Πβ. σκυλο~. 2. δυσανασχετώ, γκρινιάζω: Όλη την ώρα ~εται, δεν τον αντέχω πια. Πβ. κλαψουρίζω, μεμψιμοιρώ. 3. επιθυμώ έντονα ή απαιτώ επίμονα κάτι: ~εται (= ξύνεται) για καβγά. Φαγώθηκε να με συναντήσει. 4. (συνήθ. με άρνηση) είμαι συμπαθής: Δεν ~εται με τίποτα αυτός (: είναι αντιπαθής, ανυπόφορος). ● ΦΡ.: έφαγα τον κόσμο (μτφ.-προφ.): έψαξα παντού, πολύ: ~ ~ να σε βρω. , έφαγε άκυρο (αργκό): απορρίφτηκε, δεν τα κατάφερε. Βλ. χυλόπιτα, έχεις μαχαίρι, τρως πεπόνι (μτφ.-προφ.): αν έχεις τα απαιτούμενα μέσα ή την εξουσία, εξασφαλίζεις και τα ανάλογα αγαθά., θα σε φάει (μτφ.-προφ.): (κάτι αρνητικό) θα σου κάνει κακό: Το πείσμα/η περιέργειά σου ~ ~. , θα σε φάω: ως απειλή: Αν με μαρτυρήσεις, ~ ~.|| (χαϊδευτ.) Άτιμο, ~ ~., θα φάμε καλά (προφ.): θα καταναλώσουμε πολύ και καλό φαγητό και κατ' επέκτ. θα καλοπεράσουμε. , θα φας καλά! (ειρων.-χιουμορ.): θα καλοπεράσεις., μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει: ως απειλή: ~ ~, όταν καταλάβουν τι ζημιά έχεις κάνει. Πβ. αλίμονό σου., ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) (προφ.): για την αξία που αποδίδουν μερικοί στις εφήμερες απολαύσεις., τις τρώω (μτφ.-προφ.): με δέρνουν: Τις έφαγα και χωρίς να φταίω. (απειλητ.) Θα τις φας, για να μάθεις (πβ. θα σου τις βρέξω). ΣΥΝ. τις αρπάζω, τρώω ξύλο, το τρώει το φαΐ του/της (προφ.-ειρων.): είναι παχύς/παχιά., τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη (παροιμ.-συνήθ. μτφ.): όσο ικανοποιείται μια επιθυμία, τόσο πιο πολύ αυξάνεται. [< γαλλ. l'appétit vient en mangeant] , τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα (μτφ.-προφ.): κοιτάζω επίμονα, συνήθ. ερωτικά. Πβ. γδύνω με τα μάτια., τρώω τη σκόνη (κάποιου) (αργκό): χάνω σε αναμέτρηση, μένω πίσω: Καλή ομάδα, αλλά τελικά έφαγε ~ του αουτσάιντερ! Νόμιζες ότι θα κέρδιζες, τώρα φάε ~ μου!, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν μπορεί να έχει κάτι που επιθυμεί πολύ και αρκείται μόνο να το βλέπει: Με τις τιμές που πήραν τα λαχανικά στις λαϊκές, ~ ~!, (για) κοίτα/κοιτάξτε έναν ... βλ. κοιτάζω, (το) έφαγε το κεφάλι του βλ. κεφάλι, από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί βλ. πίτα, από τα μετρημένα τρώει ο λύκος βλ. μετρημένος, δεν δαγκώνω/δεν τρώω! βλ. δαγκώνω, δεν έχει ψωμί να φάει βλ. ψωμί, δεν τρώω άχυρα/σανό βλ. άχυρο, δίνω/τρώω φύσημα βλ. δίνω, δούλεψε να φας και κλέψε να ’χεις βλ. δουλεύω, έφαγα ήττα βλ. ήττα, έφαγα πακέτο βλ. πακέτο, έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα βλ. σαβούρα, έχει φάει/έφαγε τα λυσσακά του βλ. λυσσακά, έχω φάει/έφαγα τη θάλασσα με το κουτάλι βλ. θάλασσα, ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό βλ. αέρας, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο/φαγητό που τρώγεται κρύο βλ. εκδίκηση, η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη βλ. αφέντης, αφέντρα, η φτήνια τρώει τον παρά βλ. φτήνια, θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί βλ. λαρύγγι, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι βλ. μύγα, θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα βλ. ψωμί, θα φάμε κόλλυβα βλ. κόλλυβα, θα φάμε κουφέτα βλ. κουφέτο, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι βλ. λύκος, μασάω/τρώω σίδερα βλ. σίδερο, με τρώει η γλώσσα μου βλ. γλώσσα, με τρώει η μύτη μου βλ. μύτη, με τρώει η περιέργεια βλ. περιέργεια, με τρώει το μαράζι βλ. μαράζι, με τρώει το χέρι μου βλ. χέρι, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, μη φας, έχουμε γλάρο/γλαρόσουπα βλ. γλαρόσουπα, μου έφαγε/μου 'φαγε τ' αυτιά βλ. αυτί, μου καίει/τρώει τα σωθικά βλ. σωθικά, μου τρώει τα συκώτια/το συκώτι βλ. συκώτι, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει βλ. μάνα, να φαν κι/φάνε και οι κότες βλ. κότα, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω, όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος βλ. μαντρί, παθαίνω/τρώω (μεγάλο/χοντρό) τράκο βλ. τράκο, παίρνει/τρώει χρόνο βλ. χρόνος, πεινώ/τρώω σαν λύκος βλ. λύκος, πέσε πίτα να σε φάω βλ. πίτα, πήγε/έπεσε να με φάει βλ. πηγαίνω & πάω, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, σκάω από τη ζήλια μου/με τρώει η ζήλια βλ. ζήλια, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό βλ. ψάρι, τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι βλ. σκοτάδι, τον/το τρώει η μαρμάγκα βλ. μαρμάγκα, τραβάω/τρώω ζόρι/ζόρια βλ. ζόρι, τρώγεται με τα ρούχα του βλ. ρούχο, τρώει με δέκα/με χρυσές μασέλες βλ. μασέλα, τρώει με χρυσά κουτάλια βλ. χρυσός, τρώει σαν πουλάκι βλ. πουλάκι, τρώει τα νύχια του για καβγά βλ. νύχι, τρώνε τα μουστάκια τους βλ. μουστάκι, τρώμε τις σάρκες μας βλ. σάρκα, τρώω (κάποιον) λάχανο βλ. λάχανο, τρώω κάτι με το κουτάλι βλ. κουτάλι, τρώω ξύλο βλ. ξύλο, τρώω πόρτα βλ. πόρτα, τρώω σκατά βλ. σκατό, τρώω σουτ βλ. σουτ1, τρώω στη μάπα/στη μούρη βλ. μάπα, τρώω τα σίδερα βλ. σίδερο, τρώω τάπα/ρίχνω σε κάποιον τάπα βλ. τάπα1, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, τρώω του σκασμού/μέχρι σκασμού/το(ν) σκασμό βλ. σκασμός, τρώω φρίκη βλ. φρίκη, τρώω χώμα βλ. χώμα, τρώω ψωμί (από κάποιον) βλ. ψωμί, τρώω/έχω φάει τρελό/μεγάλο/χοντρό/τεράστιο κόλλημα βλ. κόλλημα, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο, τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο βλ. περίδρομος, τρώω/μασάω κουτόχορτο βλ. κουτόχορτο, τρώω/μασάω το παραμύθι (κάποιου) βλ. παραμύθι, τρώω/ξοδεύω από τα έτοιμα βλ. έτοιμος, τρώω/σπάω τα μούτρα μου βλ. μούτρο, φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά βλ. γάιδαρος, φάγαμε ψωμί κι αλάτι βλ. αλάτι, φάε την κρέμα/την κρεμούλα σου βλ. κρέμα, φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! βλ. γλώσσα [< μτγν. τρώγω, μεσν. τρώω]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ