Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 655 εγγραφές  [0-20]


  • -δερμος , η, ο λεξικό επίθημα που δηλώνει 1. (σε επίθ.) ότι το προσδιοριζόμενο έχει δέρμα με το χαρακτηριστικό (υφή, χρώμα) που εκφράζει το α' συνθετικό: ερυθρό-/παχύ-δερμος. 2. ΖΩΟΛ. (σε ουσ. στον πληθ. -δερμα) οικογένεια θαλάσσιων ζώων με κοινό χαρακτηριστικό τον τύπο δέρματος που εκφράζει το α΄συνθετικό: εχινό-, οστρακό-δερμα.
  • -μάνα β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών για τον χαρακτηρισμό 1. της μάνας: αγορο~/μικρο~/μωρο~. Καλο~/ψυχο~.|| (για περιοχή ή πόλη) Λεβεντο~ (πβ. -γέννα)/φτωχο~. 2. (σπάν.-μεγεθ.) του πιο μεγάλου μεταξύ ομοειδών: (ΖΩΟΛ.) καβουρο~.
  • αγγούρι [ἀγγούρι] αγ-γού-ρι ουσ. (ουδ.) {αγγουρ-ιού} 1. μακρύ συνήθ., κυλινδρικό και σαρκώδες λαχανικό με πράσινο φλοιό που τρώγεται ωμό (κυρ. σε σαλάτα) ή γίνεται τουρσί: δροσιστικό ~. Εκχύλισμα/φέτες/φλούδα ~ιού. Τρυφερά ~ια. ~ια θερμοκηπίου. Βλ. ξυλ-, πικρ-άγγουρο. 2. (αργκό) για κάθε δύσκολη κατάσταση: Εδώ είναι το ~. Η δουλειά/ζωή είναι ~. Πολύ ~ αυτή η υπόθεση. Από δω και πέρα θα δεις τ' ~ια! Τα βρήκε ~ια (= σκούρα, συνάντησε μεγάλες δυσκολίες). ΣΥΝ. ζόρι (2), μανίκι (2), πακέτο (4), παλούκι (2) 3. {μόνο πληθ.} (αργκό) επιφώνημα απαξίωσης γι' αυτά που ισχυρίζεται, υποστηρίζει ο συνομιλητής. 4. (ευφημ.-αργκό) πέος. ● Υποκ.: αγγουράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αγγούρι της θάλασσας: ΖΩΟΛ. ολοθούριο. [< αγγλ. sea cucumber] ● ΦΡ.: σαν αγγούρι (μτφ.-προφ.): αδέξια, άκομψα· σπανιότ. ακοινώνητα: ψυχρός ~ ~. Περπατάει/στέκεται/χορεύει ~ ~., ξεβράκωτος στ' αγγούρια βλ. ξεβράκωτος [< μεσν. αγγούριν]
  • αγρίμι [ἀγρίμι] α-γρί-μι ουσ. (ουδ.) {αγριμ-ιού | -ιών} 1. ΖΩΟΛ. άγριο ζώο και ειδικότ. το αγριοκάτσικο της Κρήτης, κρι-κρι: κυνηγημένο/λαβωμένο/πεινασμένο ~. Σπηλιά ~ιού. ~ια του βουνού/του δάσους/του λόγγου. Βρυχηθμοί/κραυγές ~ιών. Πβ. θηρίο. || Σαν πληγωμένο ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος ακοινώνητος, αγροίκος, ατίθασος: Στη φυλακή έγινε ~. Σωστό ~, δεν ακούει κανέναν (: πολύ ζωηρός, για παιδιά). Έχει το βλέμμα ~ιού. ● Υποκ.: αγριμάκι (το) ● ΦΡ.: σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί: για κάποιον που δυσανασχετεί έντονα, που φαίνεται εξαγριωμένος, επειδή αναγκάζεται να μένει περιορισμένος σε έναν χώρο ή αδρανής: Αισθάνεται/κάνει/νιώθει/συμπεριφέρεται ~ ~. [< μεσν. αγρίμιν]
  • αγρινό [ἀγρινό] α-γρι-νό ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. ενδημικό είδος άγριου προβάτου (επιστ. ονομασ. Οvis ammon musimom) της κυπριακής πανίδας. Βλ. αγρίμι, αίγαγρος, μουφλόν.
  • αγριοβούβαλο [ἀγριοβούβαλο] α-γρι-ο-βού-βα-λο ουσ. (ουδ.) & αγριοβούβαλος (ο): ΖΩΟΛ. άγριο βουβάλι. Πβ. βίσονας.
  • αγριόγατα, αγριόγατος [ἀγριόγατα] α-γρι-ό-γα-τα ουσ. (θηλ.+ αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. μικρόσωμο σαρκοφάγο αιλουροειδές (επιστ. ονομασ. Felis silvestris), παρόμοιο με γάτα και κατ' επέκτ. κατοικίδια γάτα που είναι άγρια λόγω απομάκρυνσης από τον άνθρωπο: ασιατική/αφρικανική/ευρωπαϊκή ~α. Πβ. αίλουρος. 2. (μτφ., συνήθ. για γυναίκα) επιθετικό, ατίθασο άτομο: Ξεγλίστρησε/πήδηξε/χύμηξε σαν ~α. [< μεσν. αγριόκατα, αγριόκατος]
  • αγριόγιδα [ἀγριόγιδα] α-γρι-ό-γι-δα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. άγρια γίδα (επιστ. ονομασ. Rupicapra rupicapra) και κατ' επέκτ. ατίθαση γίδα του κοπαδιού. Βλ. αγριοκάτσικο. [< μεσν. αγριογίδα]
  • αγριόγιδο [ἀγριόγιδο] α-γρι-ό-γι-δο ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. είδος άγριας γίδας (επιστ. ονομασ. Rupicapra rupicapra balcanica) με όρθια αγκιστροειδή κέρατα και καφέ τρίχωμα, το οποίο απαντάται σε βραχώδη ορεινά συγκροτήματα της βαλκανικής χερσονήσου. Βλ. αγριοκάτσικο.
  • αγριογούρουνο [ἀγριογούρουνο] α-γρι-ο-γού-ρου-νο ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. είδος άγριου γουρουνιού (επιστ. ονομασ. Sus scrofa) με μεγάλο κεφάλι και προεξέχοντες κυνόδοντες, που ζει στα δάση ή εκτρέφεται σε φάρμες για το κρέας του. ΣΥΝ. αγριόχοιρος [< μεσν. αγριογούρουνον]
  • αγριοκάτσικο [ἀγριοκάτσικο] α-γρι-ο-κά-τσι-κο ουσ. (ουδ.) 1. ΖΩΟΛ. άγρια κατσίκα, αίγαγρος, αγρίμι: το ~ της Κρήτης (= κρι-κρι). 2. (μτφ.) (για νεαρά κυρ. άτομα) ατίθασος, ζωηρός ή άτακτος: Πηδάει/σκαρφαλώνει/τρέχει σαν ~.
  • αγριοκούνελο [ἀγριοκούνελο] α-γρι-ο-κού-νε-λο ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. άγριο κουνέλι (επιστ. ονομασ. Oryctolagus cuniculus) που μοιάζει με λαγό, αλλά είναι πιο μικρόσωμο· συνεκδ. το κρέας του. ΑΓΡΙΟΚΟΥΝΕΛΟ
  • αγριομέλισσα [ἀγριομέλισσα] α-γρι-ο-μέ-λισ-σα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. άγρια μέλισσα (επιστ. ονομασ. Vespa crabro) που έχει κοντόχοντρο σώμα καφέ-κόκκινου χρώματος και κίτρινες ρίγες στην κοιλιά. Βλ. μπάμπουρας.
  • αγριόσκυλο [ἀγριόσκυλο] α-γρι-ό-σκυ-λο ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) αγριόσκυλος (ο): ΖΩΟΛ. είδος άγριου σκύλου και κατ' επέκτ. κάθε εξαγριωμένος σκύλος: ασιατικό/αφρικανικό ~.|| Αδέσποτο ~.
  • αγριόχοιρος [ἀγριόχοιρος] α-γρι-ό-χοι-ρος ουσ. (αρσ.) {αγριόχοιρ-ου} (λόγ.): ΖΩΟΛ. αγριογούρουνο. ΣΥΝ. κάπρος (1) [< μτγν. ἀγριόχοιρος]
  • αίγα [αἶγα] αί-γα ουσ. (θηλ.) (διαλεκτ.): ΖΩΟΛ. κατσίκα. [< μεσν. αίγα]
  • αίγαγρος [αἴγαγρος] αί-γα-γρος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άγρου}: ΖΩΟΛ. μηρυκαστικό ζώο (επιστ. ονομασ. Capra aegagrus) που μοιάζει με κατσίκα και ζει σε απόκρημνα μέρη: κρητικός ~ (= κρι-κρι). Βλ. αγρινό. ΣΥΝ. αγριοκάτσικο (1) [< μτγν. αἴγαγρος]
  • αιγοειδή [αἰγοειδῆ] αι-γο-ει-δή ουσ. (ουδ.) (τα): ΖΩΟΛ. κατηγορία θηλαστικών που παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με την κατσίκα (π.χ. αίγαγρος, αγριοκάτσικο): ~ αναπαραγωγής. Βλ. βοο-, προβατο-ειδή.
  • αιλουροειδής , ής, ές [αἰλουροειδής] αι-λου-ρο-ει-δής επίθ.: που έχει τα χαρακτηριστικά αιλουροειδούς: ~είς: ελιγμοί. ~είς: κινήσεις. Βλ. -ειδής. ● Ουσ.: αιλουροειδή (τα): ΖΩΟΛ. κάθε σαρκοφάγο θηλαστικό με κοφτερά δόντια, οξύτατη ακοή και όραση και ευέλικτες κινήσεις, που περπατά στα δάχτυλα και η αντίστοιχη οικογένεια ζώων (επιστ. ονομασ. Felidae, αλλιώς αιλουρίδες). Βλ. γάτα, λεοπάρδαλη, λιοντάρι, πούμα, τίγρη. [< γαλλ. félidés] [< μεσν. αιλουροειδής]
  • αίλουρος [αἴλουρος] αί-λου-ρος ουσ. (αρσ.) {αίλουρ-ου | -οι, -ων} 1. ΖΩΟΛ. αγριόγατος (επιστ. ονομασ. Felis catus) και (σπάν. στον πληθ.) η οικογένεια των αιλουροειδών: αφρικανικός ~. 2. (μτφ.) για πρόσωπο συνήθ. ιδιαίτερα ταχύ, ευκίνητο και ευέλικτο: Ελίσσεται/κινείται/όρμησε/σκαρφάλωσε/τινάζεται σαν ~.|| (ως επίθ., στο ποδόσφαιρο) ~ τερματοφύλακας (= πολύ ικανός· πβ. κέρβερος). [< 1: αρχ. αἴλουρος ‘γάτα’, γαλλ. félin]

αγρίμι

αγρίμι [ἀγρίμι] α-γρί-μι ουσ. (ουδ.) {αγριμ-ιού | -ιών} 1. ΖΩΟΛ. άγριο ζώο και ειδικότ. το αγριοκάτσικο της Κρήτης, κρι-κρι: κυνηγημένο/λαβωμένο/πεινασμένο ~. Σπηλιά ~ιού. ~ια του βουνού/του δάσους/του λόγγου. Βρυχηθμοί/κραυγές ~ιών. Πβ. θηρίο. || Σαν πληγωμένο ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος ακοινώνητος, αγροίκος, ατίθασος: Στη φυλακή έγινε ~. Σωστό ~, δεν ακούει κανέναν (: πολύ ζωηρός, για παιδιά). Έχει το βλέμμα ~ιού. ● Υποκ.: αγριμάκι (το) ● ΦΡ.: σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί: για κάποιον που δυσανασχετεί έντονα, που φαίνεται εξαγριωμένος, επειδή αναγκάζεται να μένει περιορισμένος σε έναν χώρο ή αδρανής: Αισθάνεται/κάνει/νιώθει/συμπεριφέρεται ~ ~. [< μεσν. αγρίμιν]

αγρινό

αγρινό [ἀγρινό] α-γρι-νό ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. ενδημικό είδος άγριου προβάτου (επιστ. ονομασ. Οvis ammon musimom) της κυπριακής πανίδας. Βλ. αγρίμι, αίγαγρος, μουφλόν.

αγριοκάτσικο

αγριοκάτσικο [ἀγριοκάτσικο] α-γρι-ο-κά-τσι-κο ουσ. (ουδ.) 1. ΖΩΟΛ. άγρια κατσίκα, αίγαγρος, αγρίμι: το ~ της Κρήτης (= κρι-κρι). 2. (μτφ.) (για νεαρά κυρ. άτομα) ατίθασος, ζωηρός ή άτακτος: Πηδάει/σκαρφαλώνει/τρέχει σαν ~.

γάτα

γάτα γά-τα ουσ. (θηλ.) {γατών} (δηλώνει και τον γάτο) 1. ΖΩΟΛ. μικρόσωμο αιλουροειδές (επιστ. ονομασ. Felis domesticus), που ζει κυρ. ως κατοικίδιο: άγρια (= αγριόγατα)/ζημιάρα/οικόσιτη/παιχνιδιάρα/τρίχρωμη ~. ~ Aγκύρας/Περσίας (= περσική ~)/Σιάμ (= σιαμαία ~)/του δρόμου (= κεραμιδόγατα)/του σαλονιού. Η ~ γουργουρίζει/νιαουρίζει. (Λέγεται πως) η μαύρη ~ (= μαυρόγατα) φέρνει γρουσουζιά. Πβ. γαλή, ψιψίνα.|| (μτφ.) Ζηλιάρα (= ζηλιαρόγατα)/χαδιάρα ~ (: για γυναίκα). Εφτάψυχος/περπατά αθόρυβα σαν ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος έξυπνος, ευέλικτος, ικανός να ξεπερνά τις δυσκολίες: Αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, μα είναι ~ και θα τα καταφέρει. ΣΥΝ. τσακάλι (2) ● Υποκ.: γατάκι (το), γατούλα (η): (μτφ.) για γυναίκα γλυκιά και χαδιάρα, ναζιάρα. ● Μεγεθ.: γατάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η γάτα με τις εννιά ουρές βλ. ουρά, μάτια γάτας βλ. μάτι ● ΦΡ.: όσο πατάει η γάτα (προφ.): πάρα πολύ λίγο., όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια (παροιμ.): όταν απουσιάζει ο υπεύθυνος ή ο ανώτερος χαλαρώνει η πειθαρχία και το αίσθημα ευθύνης. [< γαλλ. quand le chat n'est pas là, les souris dansent] , ούτε γάτα ούτε ζημιά (προφ.): όταν μια δυσάρεστη κατάσταση διορθώνεται χωρίς αρνητικές συνέπειες: Επέστρεψε τα κλεμμένα χρήματα, χωρίς να τον αντιληφθούν και ~ ~ (: είναι σαν να μη συνέβη τίποτα). Πβ. τι είχαμε, τι χάσαμε., σαν (τη) βρεγμένη γάτα (προφ.): με τρόπο που δείχνει ότι κάποιος αναγνωρίζει το σφάλμα που διέπραξε ή γενικά τη δυσάρεστη κατάσταση που δημιούργησε, ένοχος ή ντροπιασμένος: Μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε ~ ~., σκίζω τη γάτα (μτφ.-προφ.): (συνήθ. για άντρα) επιβάλλομαι δυναμικά σε κάποιον από την αρχή. Πβ. παίρνω τον αέρα., τα κουκουλώνει σαν τη γάτα (προφ.): για κάποιον που αποκρύπτει με επιδέξιο τρόπο στοιχεία που τον επιβαρύνουν., (αυτό) το ξέρει και η γάτα μου! βλ. ξέρω, γάτα με πέταλα βλ. πέταλο, η περιέργεια σκότωσε τη γάτα βλ. περιέργεια, θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει βλ. κλαίω, ούτε θηλυκή/θηλυκιά γάτα βλ. θηλυκός, παίζω σαν τη γάτα με το ποντίκι/όπως η γάτα με το ποντίκι βλ. παίζω, σαν τον σκύλο με τη γάτα βλ. σκύλος, το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι βλ. παιχνίδι [< 1: μεσν. γάτα, κάτ(τ)α < μεσν. λατ. gatta, βεν. gata]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

μπάμπουρας

μπάμπουρας μπά-μπου-ρας ουσ. (αρσ.) (λαϊκό) & (διαλεκτ.) μπούμπουρας: ΖΩΟΛ. έντομο (γένος Bombus) που ανήκει στα κολεόπτερα, έχει ισχυρό και επώδυνο κεντρί και βγάζει χαρακτηριστικό βόμβο καθώς πετά. Βλ. αγριομέλισσα, σκαθάρι. ΣΥΝ. μπούρμπουλας [< μεσν. μπάμπουλας]

ξεβράκωτος

ξεβράκωτος, η, ο ξε-βρά-κω-τος επίθ. (οικ.) 1. που δεν φορά βρακί και κατ' επέκτ. είναι γυμνός. 2. (μειωτ., συνήθ. για γυναίκα) προκλητικά ντυμένος, ξετσίπωτος: Κυκλοφορούν ~ες στους δρόμους. 3. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) πάμφτωχος: Από ~ έγινε εκατομμυριούχος.|| Την παντρεύτηκε ~η (: χωρίς προίκα, άφραγκη). ● ΦΡ.: ξεβράκωτος στ' αγγούρια (αργκό): ξυπόλυτος στ' αγκάθια.

ξυλο- & ξυλό- & ξυλ-

ξυλο- & ξυλό- & ξυλ- α' συνθετικό που αναφέρεται 1. στο ξύλο, κυρ. ως υλικό κατασκευής και στην ξυλεία: ξυλο-σκεπή. Ξυλό-σπιτο. Ξυλ-επένδυση.|| Ξυλο-κόπος. Ξυλ-ουργός.|| (ως ύλη για την οποία είναι κατάλληλο αυτό που δηλώνει το β' συνθ.) Ξυλό-κολλα/~προκα.|| Ξυλό-σομπα. 2. (μτφ.) στη σωματική βία: ξυλο-δαρμός.|| Ξυλο-κόπημα/~φόρτωμα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.