αγκύλη [ἀγκύλη] α-γκύ-λη ουσ. (θηλ.) {αγκυλ-ών} 1. {συνήθ. στον πληθ.} τυπογραφικό σημείο ή σύμβολο που χρησιμοποιείται κυρ. στα μαθηματικά, την πληροφορική, τη φιλολογία, τη φυσική: αγκιστροειδείς (= άγκιστρα, μύστακες {})/καμπύλες (= παρενθέσεις)/τετράγωνες ~ες ([]). Άνοιγμα/ζεύγος/κλείσιμο ~ών. Αριθμοί/εντολές/λέξεις (μέσα) σε ~ες. Χαρακτήρες εκτός/εντός ~ών. Βάζω/γράφω κάτι (μέσα) σε ~ες. Οι γωνιώδεις ~ες < > χρησιμοποιούνται στις κριτικές εκδόσεις για δήλωση προσθήκης.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κωδικοί που περικλείονται σε ~ες. 2. ΑΝΑΤ. καμπή, τόξο: ανοιχτή/κλειστή/κολική/τραχηλική/φακοειδής ~. Η ~ του μέσου εντέρου. ~ες των σπονδυλικών νεύρων. Ορθοδοντικές ~ες. 3. ΝΑΥΤ. (σπάν.) θηλιά σχοινιού ή συρματόσχοινου για το δέσιμο πλοίου και γενικότ. κάθε θηλιά. [< 1: αρχ. ἀγκύλη, γαλλ. crochet, αγγλ. bracket 2: αγγλ. ansa, loop]
αληθώς [ἀληθῶς] α-λη-θώς επίρρ. (επίσ.): αληθινά, όντως, πραγματικά. ● ΦΡ.: αληθώς ανέστη βλ. ανασταίνω ● βλ. αληθής [< αρχ. ἀληθῶς]
άπληστος, η, ο [ἄπληστος] ά-πλη-στος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από απληστία: (για πρόσ.) ~ για εξουσία.|| ~η: συμπεριφορά. ~ο: βλέμμα/κυνήγι (του κέρδους). ~α: μάτια. Πβ. αδηφάγος, ανικανοποίητος, αχόρταγος, πλεονέκτης. ΑΝΤ. ολιγαρκής 2. ΠΛΗΡΟΦ. που σχετίζεται με τον άπληστο αλγόριθμο: ~η: μέθοδος. ● επίρρ.: άπληστα & (σπάν.-λόγ.) απλήστως ● ΣΥΜΠΛ.: άπληστος αλγόριθμος: ΠΛΗΡΟΦ. που βρίσκει τη βέλτιστη λύση σε προβλήματα βελτιστοποίησης. [< 1: αρχ. ἄπληστος 2: αγγλ. greedy]
απροσδιοριστία [ἀπροσδιοριστία] α-προσ-δι-ο-ρι-στί-α ουσ. (θηλ.): το να μην προσδιορίζεται κάτι με ακρίβεια: ιδεολογική ~. ~ προβλέψεων/τιμών. ~ του νοήματος. Πβ. αοριστία, ασάφεια. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας: ΦΥΣ. θεμελιώδης αρχή της σύγχρονης φυσικής σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατος ο ταυτόχρονος ακριβής προσδιορισμός της θέσης και της ορμής ενός υποατομικού σωματιδίου. [< αγγλ. indeterminacy principle, περ. 1928, uncertainty principle, 1929] [< γαλλ. indétermination]
βάρκα βάρ-κα ουσ. (θηλ.): μικρό, συνήθ. ξύλινο και ανοιχτό πλεούμενο: μηχανοκίνητη (βλ. βενζινάκατος)/φουσκωτή (ΣΥΝ. φουσκωτό) ~. ~ ψαρέματος (= ψαρόβαρκα· βλ. γρι-γρι, καΐκι, τράτα, τρεχαντήρι, ψαροπούλα). (παλαιότ.) ~ με πανιά/κουπιά. Βόλτα με τη ~ (= βαρκάδα). Πβ. λέμβος. Βλ. γόνδολα.|| Οι ~ες των ιθαγενών. Βλ. καγιάκ, κανό, μονόξυλο, πιρόγα.|| (προφ.) Τα παπούτσια σου έχουν γίνει σαν ~ες (: έχουν ξεχειλώσει). ● Υποκ.: βαρκάκι (το): Βλ. καραβάκι., βαρκούλα (η) ● ΦΡ.: σε βάρκα γεννήθηκες; (προφ.-ειρων.): σε περιπτώσεις που κάποιος ξεχνά την πόρτα ανοιχτή., στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα (ειρων.): με πλήρη άγνοια του τι πρόκειται να συμβεί και συνήθ. χωρίς σχέδιο και προγραμματισμό: πορεία/ταξίδι ~ ~. Βαδίζουμε/πάμε ~ ~. Πβ. στα κουτουρού, στα τυφλά, στην τύχη., βάρκα γιαλό βλ. γιαλός, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν βλ. καράβι, ίσα βάρκα, ίσα νερά βλ. ίσος, την κάτσαμε (τη βάρκα) βλ. κάθομαι, χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει βλ. χέζω [< μεσν. βάρκα]
γνωστός, ή, ό γνω-στός επίθ. 1. που τον γνωρίζουν: ~ός: παραλήπτης. ~ή: ιστορία/τακτική (= συνηθισμένη)/φράση. ~ό: τραγούδι. ~οί: κύκλοι (βλ. περίγυρος). Έγινε διεθνώς/ευρέως/παγκοσμίως ~. Ακολουθεί η ~ή διαδικασία (= τυπική). Κάπου την ξέρω, είναι ~ή φάτσα/φυσιογνωμία (= γνώριμη). ~ στην ανθρωπότητα/στην αρχαιότητα/στο κοινό/στον κόσμο/στο πανελλήνιο/στην πιάτσα/στο χώρο της πολιτικής. Έμεινε ~ στην ιστορία ως ... ~ με την επωνυμία/το όνομα/τον τίτλο ... ~ για τους αγώνες/τις ιδέες του. ~ από το έργο του/τη συμμετοχή του στο .../τη συνεργασία του με ... Καθιστώ/κάνω κάτι ~ό (= γνωστοποιώ). Είναι σε όλους/τοις πάσι ~ό ότι/πως ... (πβ. πασίγνωστος).|| (ως ουσ., προφ.) Τι κάνεις; Tα ~ά. ΑΝΤ. άγνωστος 2. που έχει αποκτήσει φήμη, διάσημος: ~ός: επιστήμονας/καλλιτέχνης (πβ. προβεβλημένος)/οίκος μόδας. ~ή: εταιρεία/μάρκα. Υπεύθυνος ~ού πολυκαταστήματος. ~ και ξακουστός σ' όλο τον κόσμο (βλ. ονομαστός). Έγινε γρήγορα ~ στον χώρο του θεάματος. Πβ. επώνυμος, φημισμένος.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~ός: απατεώνας/κακοποιός/τρομοκράτης. Πβ. διαβόητος. ● Ουσ.: γνωστός, γνωστή (ο/η): πρόσωπο με το οποίο γνωριζόμαστε, έχουμε οικειότητα: κοινός ~. Συγγενείς/φίλοι και ~οί. Είναι ~ μου. Έχω ~ό στην επιτροπή/στο υπουργείο (πβ. βύσμα, γνωριμία, κονέ, μέσο). Πβ. γνώριμος. Βλ. φίλος. ● ΣΥΜΠΛ.: γνωστοί-άγνωστοι: ταραχοποιά στοιχεία που δρουν ανενόχλητα, χωρίς να συλλαμβάνονται από τις Αρχές: Χτύπησαν πάλι οι ~ ~. Βλ. κουκουλοφόρος., αδίδακτο/άγνωστο, διδαγμένο/γνωστό (κείμενο) βλ. κείμενο ● ΦΡ.: γνωστός και μη εξαιρετέος (συνήθ. ειρων.): για πρόσωπο αρκετά γνωστό: Παρών και ο ~ ~ εκδότης κουτσομπολίστικης φυλλάδας., ως γνωστό(ν) (λόγ.): όπως όλοι γνωρίζουν: ~ ~, τέθηκε σε εφαρμογή ο νέος επενδυτικός νόμος. [< αρχ. γνωστός]
-διάστατος, η, ο: λεξικό επίθημα για τη δήλωση του αριθμού των διαστάσεων: μονο~/δι(σ)~/τρι(σ)~.|| (μτφ.) Πολυ~.
-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
ευκλείδειος, α/ος, ο [εὐκλείδειος] ευ-κλεί-δει-ος επίθ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ε): που σχετίζεται με τον αρχαίο Έλληνα γεωμέτρη ή τον Αθηναίο άρχοντα Ευκλείδη: ~ος: αλγόριθμος/χώρος. ~α: γεωμετρία.|| (ΑΡΧ.) ~ο: αλφάβητο. Βλ. προ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ευκλείδειο αίτημα: ΓΕΩΜ. που αναφέρει ότι από κάθε σημείο που κείται εκτός ευθείας διέρχεται μία και μόνη ευθεία παράλληλη στην αρχική. Πβ. αξίωμα παραλληλίας. [< γαλλ. euclidien, αγγλ. Euclidian]
εχίνος [ἐχῖνος] ε-χί-νος ουσ. (αρσ.): ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. τμήμα του κιονόκρανου ανάμεσα στον άβακα και τον κορμό του κίονα. [< μτγν. ἐχῖνος]
κείμενο κεί-με-νο ουσ. (ουδ.) {κειμέν-ου | -ων} 1. αυτοτελής συνήθ. ενότητα γραπτού λόγου: αυθεντικό/εισαγωγικό/ενημερωτικό/επισυναπτόμενο/έτοιμο/καλογραμμένο/λογοτεχνικό/νομικό/ξενόγλωσσο/πεζό/ποιητικό/πολιτικό/σατιρικό/τυπωμένο/χειρόγραφο ~. Εκκλησιαστικά/κλασικά ~α (: της κλασικής περιόδου). Ανάγνωση/δημοσίευση/διόρθωση/κατανόηση/μετάφραση/παραγωγή/περίληψη/συγγραφή ~ου. Δημιουργός (βλ. συγγραφέας)/παράγραφοι/συντάκτης/τίτλος του ~ου. ~ γεμάτο αντιφάσεις/λάθη. Το ~ της αγγελίας/της διαθήκης/της επιστολής/της ομιλίας/της όπερας (= λιμπρέτο)/της πρόσκλησης/της συνέντευξης/του τραγουδιού (: οι στίχοι). Εικονογράφηση/επιμέλεια ~ου. ~ αρχών/διαμαρτυρίας. Υπογράφω ~ συμπαράστασης. ~ αρχών. Διαβάστε το παρακάτω/παραπάνω ~. Βλ. έγγραφο.|| (ΠΟΛΙΤ.-ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ εργασίας. Το ~ της απόφασης/της παραίτησης/της συνθήκης/του Συντάγματος/του σχεδίου νόμου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ηλεκτρονικό/πρότυπο (βλ. σχεδιότυπο)/ψηφιακό ~. Αρχείο/επεξεργασία ~ου. Βλ. υπερ~.|| Προφορικό ~. Οπτικό ~ (= εικόνα). Βλ. τηλε~. 2. ΦΙΛΟΛ. (& πρωτότυπο κείμενο) γραπτό έργο στην αρχική του μορφή, όπως γράφτηκε από τον δημιουργό του, σε αντιδιαστολή προς τα αντίγραφα ή τις μεταφράσεις του: έκδοση/ερμηνεία/παραλλαγές/σχολιασμός του ~ου. Διασκευή ~ων. Πβ. αυτόγραφο. 3. ΓΛΩΣΣ. απόσπασμα προφορικού ή γραπτού λόγου που χρησιμοποιείται στην επικοινωνία και χαρακτηρίζεται από τις κειμενικές λειτουργίες: αφηγηματικό/διαλογικό/επιχειρηματολογικό/περιγραφικό ~. Βλ. δια~, μικρο~, περι~, συγ~. ● Υποκ.: κειμενάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αδίδακτο/άγνωστο, διδαγμένο/γνωστό (κείμενο): (σε εξετάσεις, για απόσπασμα αρχαιοελληνικού συνήθ. έργου) που δεν έχουν ή έχουν διδαχθεί, αντίστοιχα, οι εξεταζόμενοι: μετάφραση ~ου ~ου., κριτική του κειμένου: ΦΙΛΟΛ. συγκριτική μελέτη των αντιγράφων που σώζονται από ένα έργο με σκοπό την αποκατάσταση της αρχικής, αυθεντικής του μορφής· ο αντίστοιχος κλάδος: η ~ ~ της Καινής/Παλαιάς Διαθήκης. Βλ. παλαιογραφία, παπυρολογία., παράλληλο κείμενο: (στην εκπαίδευση, συνήθ. στο μάθημα της λογοτεχνίας, της γλώσσας και της ιστορίας) που διδάσκεται, μελετάται ή εξετάζεται συγκριτικά με κάποιο άλλο βασικό, για να γίνει περισσότερο κατανοητό, να εμπλουτιστεί ή να αντικρουστεί το περιεχόμενο του δευτέρου., πολυτροπικό κείμενο: που περιλαμβάνει συνδυασμό σημειωτικών τρόπων (π.χ. γλώσσα, εικόνα, μουσική) για τη μετάδοση μηνύματος: Το ~ ~ στη διδασκαλία της γλώσσας. Βλ. Νέες Τεχνολογίες, πολυμέσα. [< αγγλ. multimodal text] , σώμα κειμένων {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΓΛΩΣΣ. ευρεία συστηματική συλλογή αυθεντικών γραπτών, συνήθ. αποθηκευμένων σε ηλεκτρονική μορφή, ή ηχογραφημένων προφορικών κειμένων, που αντιπροσωπεύουν παραδείγματα χρήσης μιας γλώσσας ή των ποικιλιών της και συλλέγονται ή είναι διαθέσιμα για γλωσσική και γλωσσολογική ανάλυση. Βλ. θησαυρός. ΣΥΝ. κόρπους, επεξεργαστής κειμένου βλ. επεξεργαστής, Ιερό Βιβλίο/Κείμενο βλ. ιερός, συνεργατική συγγραφή κειμένων βλ. συνεργατικός ● ΦΡ.: εκτός κειμένου 1. για υλικό που δεν περιλαμβάνεται στη σελιδαρίθμηση εντύπου: εικόνες/πίνακες/σχέδια/φωτογραφίες/χάρτες ~ ~. 2. για κάτι που λέγεται προφορικά και δεν περιέχεται σε γραπτό: ~ ~ τόνισε τα εξής ... [< μτγν. κείμενον < κεῖμαι ‘βρίσκομαι, είμαι’, αγγλ. text, γαλλ. texte]
κενό κε-νό ουσ. (ουδ.) 1. μεγάλος ή μικρός χώρος, ο οποίος δεν περιέχει κάτι που μπορεί να γίνει αντιληπτό: Ο κασκαντέρ βρέθηκε/πήδηξε στο ~. Βλ. άπειρο, βάραθρο, χάος.|| Συμπληρώστε το ~ με το ονοματεπώνυμό σας. Προσοχή στο ~! Βλ. διάκενο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Άφησε μεταξύ των λέξεων ένα μόνο ~.|| (κατ' επέκτ., για χρονικό διάστημα) ~ σιωπής. 2. {συχνότ. στον πληθ.} ασυνέχεια ή έλλειψη: ~ εξουσίας. Γνωστικά/θεσμικά/ιδεολογικά/λογικά/μαθησιακά/νομοθετικά/πολιτισμικά ~ά. ~ά μνήμης (βλ. χάσμα). Παραλείψεις και ~ά. Γεφυρώνει το ~ ανάμεσα/μεταξύ ... Υπάρχουν ~ά στον έλεγχο/στην πληροφόρηση. Έχει ~ά στα Αρχαία. Η ομάδα παρουσίασε αμυντικά ~ά. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ασφαλείας σε λειτουργικό σύστημα. Πβ. αδυναμίες. 3. (μτφ.) αίσθημα που οφείλεται σε απώλεια σημαντικού προσώπου ή απουσία αξιών, ενδιαφερόντων: Νιώθω ένα ~. Πώς θα γεμίσει το ~ που προκάλεσε ο χαμός τους;|| Εσωτερικό/πλήρες/υπαρξιακό ~. Το ~ της ψυχής. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. {συνηθέστ. στον πληθ.} θέση που δεν έχει καταληφθεί, καλυφθεί από κάποιον: λειτουργικά/οργανικά ~ά (: στις οργανικές θέσεις μιας υπηρεσίας).|| (μτφ.) Ο θάνατός της άφησε ένα δυσαναπλήρωτο ~ στο θέατρο. 5. ΦΥΣ. χώρος στον οποίο η πίεση είναι χαμηλότερη της ατμοσφαιρικής: διαστρικό/μερικό/τεχνητό ~. Χαμηλό/μέσο/υψηλό ~. Ταχύτητα του φωτός στο ~. Πτώση των σωμάτων στον αέρα ή στο ~. 6. ΦΥΣ. ιδανική κατάσταση χώρου στον οποίο δεν υπάρχουν σωματίδια ύλης και δυναμικά πεδία. ● ΣΥΜΠΛ.: κενό (αέρος) 1. περιοχή όπου υπάρχει διαφορά στην πυκνότητα του ατμοσφαιρικού αέρα: μεγάλο/μικρό ~ ~. Το αεροπλάνο έπεσε σε ~ ~. Βλ. αναταράξεις. 2. ΤΕΧΝΟΛ. συνθήκες τεχνητής αφαίρεσης του αέρα: συσκευασία ~ού ~ (πβ. αεροστεγής). Επιμετάλλωση/ψύξη σε ~ ~. Δοχείο/σωλήνες με ~ ~. Απόσταξη υπό ~. Το προϊόν διατίθεται τυποποιημένο σε ~ ~., νομικό κενό: ΝΟΜ. έλλειψη των αναγκαίων νομικών διατάξεων για την αποτελεσματική διευθέτηση ενός θέματος: Διαπιστώνονται σοβαρά ~ά ~ά στη σύμβαση., τεχνολογία κενού: ΤΕΧΝΟΛ. που αφορά μετρήσεις και διαδικασίες οι οποίες γίνονται σε συνθήκες πίεσης χαμηλότερης της ατμοσφαιρικής: μέθοδος αποχέτευσης λυμάτων με την ~ ~., αντλία κενού βλ. αντλία, απόλυτο κενό βλ. απόλυτος, ερωτήσεις συμπλήρωσης κενού βλ. ερώτηση, ο φόβος/τρόμος του κενού βλ. τρόμος ● ΦΡ.: αισθάνομαι/έχω/νιώθω ένα κενό στο στομάχι: πεινώ., άλμα στο κενό 1. (για αυτοκτονία ή απόπειρα αυτοκτονίας) πτώση από σημείο που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος από το έδαφος: ~ ~ από τον έκτο όροφο κτιρίου (= βουτιά θανάτου/στο κενό). 2. (μτφ.) για ενέργειες που εμπεριέχουν κίνδυνο, είναι μάταιες ή έχουν απρόβλεπτες, κυρ. αρνητικές, συνέπειες: τυχοδιωκτικό ~ ~., έχω/κάνω κενό (προφ.): (για φοιτητή, μαθητή ή διδάσκοντα) δεν έχω μάθημα: Είχαμε/κάναμε ~ την ώρα των μαθηματικών.|| Θα διορθώσω τα γραπτά την πέμπτη ώρα που ~ ~., πέφτει στο κενό & (σπάν.) καταλήγει στο κενό {συνηθέστ. στον αόρ.} 1. (για πρόσ.) πηδά από πολύ μεγάλο ύψος: Έπεσε ~ από τον τρίτο όροφο. 2. (μτφ.) (για ενέργεια, προσπάθεια) δεν ευοδώνεται: Οι διαπραγματεύσεις/οι πρωτοβουλίες/τα σχέδιά τους έπεσαν ~ (= απέτυχαν). Η διαμαρτυρία του έπεσε ~ (= δεν εισακούστηκε)., καλύπτω το κενό/τα κενά βλ. καλύπτω [< αρχ. κενόν, γαλλ. vide]
κενοτάφιο κε-νο-τά-φι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ταφικό μνημείο προς τιμήν ενός ή περισσότερων ανθρώπων, συνήθ. πεσόντων σε πόλεμο, η σορός των οποίων δεν έχει βρεθεί ή έχει ταφεί αλλού: ~ με ανδριάντα/επιτύμβια στήλη. Κατάθεση στεφάνου/τέλεση τρισάγιου στο ~ των ηρώων. Βλ. Άγνωστος Στρατιώτης, μαυσωλείο, τύμβος. [< αρχ. κενοτάφιον]
κλίμα κλί-μα ουσ. (ουδ.) {κλίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΜΕΤΕΩΡ. τα καιρικά φαινόμενα (άνεμοι, ηλιοφάνεια, θερμοκρασία, κατακρημνίσματα, πίεση, ξηρασία, υγρασία) που επικρατούν σε συγκεκριμένη περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα· συνεκδ. τόπος με ορισμένες κλιματολογικές συνθήκες: αρκτικό/βόρειο/δροσερό/εύκρατο/ζεστό/θαλάσσιο/ξηρό/ορεινό/πολικό/υγρό/ωκεάνιο ~. ~ και βλάστηση. Το ~ της ερήμου/στέπας. Αλλαγές/μεταβολές/υπερθέρμανση του ~ατος (βλ. τρύπα του όζοντος, φαινόμενο του θερμοκηπίου). Ζώνες θερμού/ψυχρού ~ατος. Επίδραση του ~ατος στον πολιτισμό ενός τόπου. Δέντρο που ευδοκιμεί σε όλα τα ~ατα. Βλ. μεσο~, μικρο~.|| Το χωριό μας έχει βροχερό/γλυκό/ευχάριστο/υγιεινό ~.|| Τα αποδημητικά πουλιά μεταναστεύουν σε θερμότερα ~ατα.|| (προφ.) Σκέφτεται να αλλάξει ~ (: διαμονή ή εργασία). 2. (μτφ.) ατμόσφαιρα, συνθήκες: άσχημο/διχαστικό/δυσμενές/εορταστικό/ευνοϊκό/νοσηρό/πανηγυρικό/πολιτικό ~. ~ αισιοδοξίας/ευφορίας/εχθρότητας/συγκίνησης/φόβου. Αρνητικό/θετικό το ~ στη σημερινή συνεδρίαση. Σκληρό ~ ανταγωνισμού. Το πνευματικό και κοινωνικό ~ μιας εποχής. Ανάκαμψη/αναστροφή/διακυμάνσεις του επενδυτικού ~ατος. Ανάλυση εργασιακού ~ατος. Δημιουργία κατάλληλου διδακτικού και παιδαγωγικού ~ατος στη σχολική τάξη (= σχολικό ~). Καλλιέργεια ~ατος εμπιστοσύνης μεταξύ ... Σε ~ έντονης αντιπαράθεσης. Βελτιώθηκε/επιδεινώθηκε το επιχειρηματικό/οικονομικό ~. Κινείται στο ίδιο ~. Θέλει να αντιστρέψει το ~. Οι επαφές έγιναν σε εγκάρδιο/φιλικό ~. Δεν έχει προσαρμοστεί στο ~ της ομάδας (: δεν έχει εγκλιματιστεί). Πβ. περιβάλλον, περιρρέουσα ατμόσφαιρα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. μεγάλη περιφέρεια που συνιστά από μόνη της εκκλησιαστική διοίκηση: Μητρόπολη που ανήκει στο ~ του Οικουμενικού Πατριαρχείου. ● ΣΥΜΠΛ.: αστικό κλίμα: που επικρατεί στα μεγάλα αστικά κέντρα, διαφέρει από αυτό των γειτονικών τους περιοχών και χαρακτηρίζεται κυρ. από αυξημένη θερμοκρασία και υψηλή συγκέντρωση ρύπων: Η σημασία του πολεοδομικού σχεδιασμού στη διαμόρφωση του ~ού ~ατος. Βλ. αστικοποίηση, πυκνοκατοίκηση, θερμική νησίδα. [< αγγλ. urban climate] , κλίμα αβεβαιότητας (μτφ.): κατάσταση, συνθήκες αβεβαιότητας, ανασφάλειας: γενικευμένο ~ ~. ~ ~ και αστάθειας στην αγορά. Μέσα σε ~ ~ χιλιάδες άνεργοι. Εντείνεται το ~ ~. Η πτώση τιμών στο χρηματιστήριο προκάλεσε ~ ~., μεσογειακό κλίμα: ΜΕΤΕΩΡ. με ζεστά, ξηρά καλοκαίρια και βροχερούς, ήπιους χειμώνες., τεχνητό κλίμα 1. (μτφ.) ψυχολογική ατμόσφαιρα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: ~ ~ ανησυχίας/αντιπαλότητας/πόλωσης. Προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα ~ ~ εντυπώσεων. 2. (συνήθ. σε κλειστούς χώρους) που είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας: μηχανές/συσκευές ~ού ~ατος., βαρύ κλίμα βλ. βαρύς, ηπειρωτικό κλίμα βλ. ηπειρωτικός, ήπιο κλίμα βλ. ήπιος, πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο βλ. έδαφος, υποτροπικό κλίμα βλ. υποτροπικός ● ΦΡ.: δεν με σηκώνει το κλίμα (προφ.) 1. (μτφ.) δεν είμαι επιθυμητός σε κάποιον χώρο, δεν τον αντέχω ή δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες συνήθ. για να ενεργήσω: Ζήτησε να φύγει από τη δουλειά, γιατί δεν τον ~ε ~. 2. δεν μου αρέσει ή δεν κάνει καλό στην υγεία μου το κλίμα ορισμένης περιοχής., μπαίνω στο κλίμα (μτφ.-προφ.): προσαρμόζομαι: ~ ~ των εξετάσεων. Γιατί δεν προσπαθείς να μπεις ~ των ημερών; [< μτγν. κλίμα ‘γεωγραφικό πλάτος, περιοχή’, γαλλ. climat, αγγλ. climate, γερμ. Klima]
κοντός, ή, ό κο-ντός επίθ. {κοντύτερος κ. κοντότερος} 1. που έχει μικρό ή σχετικά μικρό μήκος ή ύψος: ~ή: ουρά/φούστα. ~ό: κούρεμα/μαλλί/παντελόνι/ποτήρι/τρίχωμα/φόρεμα. ~ές: κάλτσες. ~ά: μανίκια. Έχει ~ό λαιμό. ΑΝΤ. μακρύς.|| (για ανάστημα:) Είναι ~ και άσχημος (πβ. βραχύσωμος, ζουμπάς, κοντοπίθαρος. ΑΝΤ. ψηλός). 2. μικρής διάρκειας, σύντομος: ~ή: μνήμη (: για πρόσ. που ξεχνά γρήγορα, εύκολα). ● Υποκ.: κοντούλης , α, ικο: κάπως κοντός: ~α και παχουλούλα. Βλ. μικρούλης., κοντούλικος , η, ο, κοντούτσικος , η, ο: ΑΝΤ. ψηλούτσικος ● ΦΡ.: κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! βλ. χέρι, κοντός ψαλμός αλληλούια βλ. αλληλούια, Κυριακή κοντή γιορτή βλ. γιορτή, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς [< μτγν. κοντός, γαλλ. court]
λανθάνων, ουσα, ον λαν-θά-νων επίθ. {λανθάν-οντος | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (λόγ.): που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτός ή που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί: ~ων: ερωτισμός. ~ουσα: κρίση. ΣΥΝ. υπο~. Πβ. κρυμμένος, υπο-βόσκων, -δόριος, υπόκωφος, υφέρπων.|| (ΙΑΤΡ.) ~ουσα: αιμορραγία/λοίμωξη. Ιός που βρίσκεται/(παρα)μένει (για χρόνια) σε ~ουσα κατάσταση. || ~οντα έργα (λογοτέχνη). ● ΣΥΜΠΛ.: ενδιάμεση/κρυφή/λανθάνουσα μνήμη βλ. μνήμη, λανθάνουσα θερμότητα βλ. θερμότητα ● ΦΡ.: γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) (γνωμ.): τα λάθη που κάνει κάποιος όταν μιλά, λόγω βιασύνης ή απροσεξίας, αποκαλύπτουν τις πραγματικές σκέψεις ή προθέσεις του. [< μτχ. εν. του ρ. λανθάνω, γαλλ. latent]
μήκος [μῆκος] μή-κος ουσ. (ουδ.) {μήκ-ους | -η} 1. το φυσικό μέγεθος που σχετίζεται με τη μέτρηση της απόστασης από ένα άκρο σε άλλο: ελάχιστο/μέγιστο/μεταβλητό ~. Μονάδες ~ους. ~ σε εκατοστά/ίντσες. Σήραγγα συνολικού ~ους ... μέτρων. Σε διάφορα/διαφορετικά ~η. ~ μαλλιών (πβ. μάκρος). 2. ΓΕΩΜ. μια από τις τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος (εκτός από το πλάτος και το ύψος) ή η συνήθ. μεγαλύτερη από τις δύο διαστάσεις μιας επίπεδης επιφάνειας: ~ γραμμής/κύκλου/τόξου. Υπολογισμός του ~ους.|| Το ~ του τραπεζιού. ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) μήκος: ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής, αφού πάρει φόρα σε έναν διάδρομο, εκτελεί άλμα σε ειδικό σκάμμα: ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. (άλμα εις) τριπλούν., μήκος λέξης: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των μπιτ από τα οποία αποτελείται η λέξη ενός υπολογιστή: σταθερό ~ ~. Το μέγιστο ~ ~ είναι 4 μπάιτ (= 32 μπιτ). [< αγγλ. word length, 1951] , γεωγραφικό μήκος βλ. γεωγραφικός, εστιακό μήκος βλ. εστιακός, μήκος κύματος βλ. κύμα, ταινία μικρού/μεγάλου/μεσαίου μήκους βλ. ταινία ● ΦΡ.: κατά μήκος: παράλληλα με κάτι: ~ ~ της ακτής/διαδρομής/του οδικού άξονα., σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) & (σπάν.) στα μήκη και (στα) πλάτη (της Γης): παντού, σε όλο τον κόσμο: Έχει ταξιδέψει ~ ~. Έχει δώσει συναυλίες ~ ~. Πβ. απανταχού της Γης/της οικουμένης, όπου Γης., σε όλο το μήκος και (το) πλάτος & κατά μήκος και (κατά) πλάτος: σε όλη την έκταση, παντού: ~ ~ του οδοστρώματος. Εκκλησάκια διάσπαρτα ~ ~ του νησιού. Κατά μήκος και (κατά) πλάτος της αίθουσας., στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα [< αρχ. μῆκος, γαλλ. longueur, αγγλ. length]
νιπτήρας νι-πτή-ρας ουσ. (αρσ.): λεκάνη σε μπάνιο, στερεωμένη σε τοίχο ή ενσωματωμένη σε έπιπλο, που συνδέεται με το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης, για το πλύσιμο κυρ. των χεριών και του προσώπου: επιτραπέζιος ~. ~ από πορσελάνη. Βάση/μπαταρία ~α. Πβ. λαβομάνο. Βλ. είδη υγιεινής, νεροχύτης, -τήρας. ● ΣΥΜΠΛ.: Ακολουθία/Τελετή του Νιπτήρος: ΕΚΚΛΗΣ. που τελείται το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης ή το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης (σύμφωνα με το παλιό βυζαντινό τελετουργικό), σε ανάμνηση της πράξης του Ιησού που έπλυνε τα πόδια των μαθητών του πριν από τον Μυστικό Δείπνο. [< μεσν. νιπτήρας < μτγν. νιπτήρ]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
παθός πα-θός ουσ. (αρσ.) {κυρ. στην ονομαστ. εν.} (λαϊκό): που έπαθε κάτι δυσάρεστο, κακό. Πβ. παθών. ● ΦΡ.: ο παθός (και) μαθός (γνωμ.): όποιος παθαίνει μαθαίνει. ΣΥΝ. (το) πάθος μάθος
παράσταση πα-ρά-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. παρουσίαση θεάματος, συνήθ. θεατρικού έργου, στο κοινό· συνεκδ. το ίδιο το θέαμα: θεατρική/μουσική/χορευτική ~. Ανατρεπτική/εντυπωσιακή/επιτυχημένη/ερασιτεχνική/πειραματική/πρωτοποριακή ~. Παιδικές/σχολικές ~άσεις. ~ θεάτρου σκιών/κουκλοθέατρου/μπαλέτου. Ακύρωση/ανέβασμα/κριτική/παρουσίαση/προετοιμασία ~ης. Η αφίσα/η διάρκεια/η πρεμιέρα/το πρόγραμμα/οι συντελεστές/ο τίτλος/οι χορηγοί της ~ης. ~άσεις τσίρκου. Παράταση/ώρες ~άσεων. Για λίγες ακόμη ~άσεις. Για περιορισμένο αριθμό ~άσεων. Η ~ αρχίζει στις ... Τα έσοδα της ~ης θα διατεθούν για φιλανθρωπικό σκοπό. Παρακολούθησα την/πήγα στην απογευματινή/βραδινή ~. Σκηνοθετώ την/συμμετέχω στην ~. Πήρα εισιτήρια για την ~. Θα δώσουν μία και μοναδική (θεατρική) ~. 2. αναπαράσταση, απεικόνιση· (ιδ.-συνεκδ.) το συγκεκριμένο σχέδιο ή καλλιτέχνημα: αγιογραφική ~. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ανάγλυφες (βλ. ζωφόρος)/ζωγραφικές (βλ. τοιχογραφία) ~άσεις. Στο κέντρο/στο μέσο της ~ης, ... ~άσεις αγγείων/νομισμάτων. Αρχαίες ~άσεις κυνηγιού/από την καθημερινή ζωή. Ευρήματα με/που φέρουν θρησκευτικές/μυθολογικές/συμβολικές ~άσεις.|| Εικονική/σχηματική/τρισδιάστατη ~ αντικειμένου.|| Αριθμητικές/λογικές ~άσεις. 3. (επίσ.) εμφάνιση, παρουσία προσώπου με συγκεκριμένη ιδιότητα σε κάποιο χώρο ή διαδικασία: (ΝΟΜ.) δικαστική ~. Υποχρεωτική ~ δικηγόρου. ~ διαδίκου/μάρτυρα. Δήλωση ~ης πολιτικής αγωγής.|| Δικαίωμα ~ης και ψήφου σε γενική συνέλευση. ● παραστάσεις (οι) 1. ΦΙΛΟΣ. -ΨΥΧΟΛ. εικόνες, εντυπώσεις που προκαλούνται από εξωτερικά ερεθίσματα και διατηρούνται στη συνείδηση και μετά την εξαφάνισή τους: ακουστικές/μνημονικές/οπτικές/φανταστικές ~. Συνειρμική ανάπλαση ~άσεων. Βλ. εποπτεία.|| (προφ.) Πήγαμε ένα ταξιδάκι, για αλλαγή ~άσεων. 2. (επίσ., κυρ. στη διπλωματία) γραπτή ή προφορική έκφραση διαμαρτυρίας: Η κυβέρνηση προέβη σε ~ προς την πρεσβεία της ... Πβ. διάβημα. ● Υποκ.: παραστασούλα (η): σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: αλγεβρική παράσταση: ΜΑΘ. έκφραση στην οποία εκτός από αριθμούς περιέχονται και μεταβλητές: απλοποίηση/αριθμητική τιμή/παραγοντοποίηση ~ής ~ης., γραφική παράσταση: ΜΑΘ. σχηματική απεικόνιση σε σύστημα συντεταγμένων, που παίρνουν συγκεκριμένες τιμές· διάγραμμα: ~ ~ εξίσωσης/ευθείας/συνάρτησης. Πβ. γράφημα. [< γαλλ. représentation graphique] , έξοδα παραστάσεως/παράστασης: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. αποζημίωση, επίδομα που καταβάλλεται σε ορισμένα πρόσωπα, τα οποία, λόγω του αξιώματός τους, υποχρεούνται να παρίστανται σε Αρχές ή συμβούλια: ~ ~ Δημάρχων/Κοσμητόρων/Πρυτάνεων. ~ ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας/Πρωθυπουργού. ~ ~ και έξοδα μετακίνησης. [< γαλλ. frais de représentation] , παράσταση διαμαρτυρίας: συγκέντρωση σε ένδειξη διαμαρτυρίας ή με σκοπό την προβολή συγκεκριμένων αιτημάτων: μαζική ~ ~. Στάση εργασίας και ~ ~. Πραγματοποίησαν ~ ~ έξω από το Υπουργείο., παράσταση νίκης: ερώτημα δημοσκόπησης για το ποιος πιστεύει ο κάθε ερωτώμενος ότι θα είναι ο νικητής των επόμενων εκλογών, ανεξάρτητα από το τι θα ψηφίσει εκείνος: Στην ~ ~, το κόμμα ... προηγείται με/συγκεντρώνει ... %., προσλαμβάνουσες παραστάσεις βλ. προσλαμβάνω ● ΦΡ.: έδωσε παράσταση (μτφ.): εντυπωσίασε με τις ικανότητες ή το ταλέντο του., κλέβει την παράσταση (προφ.): αποσπά την προσοχή, κερδίζει, περισσότερο από όλους τους άλλους, τον θαυμασμό ή/και τον έπαινο συγκεντρωμένου πλήθους: (για ηθοποιό:) ~ ~ στην ταινία. Χάρη στο χιούμορ του, ~ψε για άλλη μια φορά την παράσταση (= έκλεψε/κέρδισε τις εντυπώσεις).|| Το νέο κουπέ κλέβει, κυριολεκτικά, ~ στην έκθεση αυτοκινήτου. [< αγγλ. to steal the show, 1934] , σε παράσταση για έναν ρόλο: ολοκληρωτική, δυναμική επικράτηση: ~ ~ μετέτρεψε η Εθνική μπάσκετ το παιχνίδι με ... (: νίκησε με συντριπτική διαφορά).|| ~ ~ εξελίχθηκε η συνεδρίαση του ΔΣ της εταιρείας., αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου) βλ. αλλάζω [< αρχ. παράστασις, γαλλ. représentation]
πολυώνυμο πο-λυ-ώ-νυ-μο ουσ. (ουδ.) {πολυωνύμου}: ΜΑΘ. κάθε αλγεβρική παράσταση που είναι άθροισμα μονωνύμων: ελάχιστο/μηδενικό ~. ~ πρώτου/δεύτερου βαθμού. ~ παρεμβολής. Βλ. διώνυμο, τριώνυμο. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθμός πολυωνύμου βλ. βαθμός, ορθογώνια πολυώνυμα βλ. ορθογώνιος [< γαλλ. polynôme, αγγλ. polynomial]
-τός, ή, ό επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται 1. μπορεί να δεχτεί, να κάνει ή να προκαλέσει κάτι, είναι άξιο για ό,τι εκφράζει το θέμα: κινη~/φορη~. Mετακλη~. Αγαπη~/επιθυμη~/ζηλευ~. 2. έχει κάποιο σταθερό χαρακτηριστικό: κοφ~/σκεπασ~/σταυρω~/τρυπη~/χτυπη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πλεχ-τό. 3. συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο: ψιθυρισ~. ● βλ. -στός
τριπλούν [τριπλοῦν] τρι-πλούν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (λόγ.): μόνο στα ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) τριπλούν: ΑΘΛ. ολυμπιακό αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής παίρνει φόρα, εκτελεί τρία συνεχόμενα άλματα και προσγειώνεται σε σκάμμα, καλύπτοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τη βαλβίδα. Βλ. (άλμα εις) μήκος. [< αγγλ. triple jump, 1964, γαλλ. triple saut] ● ΦΡ.: εις τριπλούν (λόγ.): τρεις φορές: Κατέθεσε την αίτηση ~ ~ (: σε τρία αντίτυπα). [< μτγν. τριπλοῦν]
ύψος [ὕψος] ύ-ψος ουσ. (ουδ.) {ύψ-ους | -η, -ών} 1. απόσταση σε κατακόρυφο άξονα από τη βάση ως την κορυφή: το ~ του αγάλματος/δωματίου/κτιρίου/τοίχου. ~ πόρτας. Ρύθμιση του ~ους (του καθίσματος).|| Το ~ του βουνού. Βλ. υψόμετρο.|| (το ~ του ανθρώπου) Αναλογία βάρους-~ους. Tι ~ έχεις; Πβ. ανάστημα, μπόι. 2. συγκεκριμένη θέση πάνω σε νοητή κατακόρυφη γραμμή και γενικότ. σε σχέση με ορισμένο σημείο αναφοράς: μπότες/φούστα μέχρι το ~ του γόνατου. Μου φτάνει μέχρι το ~ των ώμων. Πετάμε σε μεγάλο ~. Πβ. επίπεδο.|| Ατύχημα στο ~ της οδού ...|| (μτφ.) Περιμένει την εξ ~ους βοήθεια (: τη θεϊκή βοήθεια, το θαύμα). 3. (μτφ.) το ανώτερο σημείο προς το οποίο κινείται ένα οικονομικό κυρ. μέγεθος: (ΟΙΚΟΝ.) το ~ των αποδοχών/της αποζημίωσης/των δαπανών/των επενδύσεων/των επιτοκίων/της παραγωγής/των συναλλαγών/των τιμών/της χρηματοδότησης. Αγορές/δάνειο/κεφάλαιο/λογαριασμός/οφειλές/πρόστιμο/συμφωνία/υποτροφία ~ους ... ευρώ.|| Το ~ της βροχόπτωσης. Πβ. ποσότητα. 4. ΓΕΩΜ. το κάθετο ευθύγραμμο τμήμα που φέρεται από κορυφή γεωμετρικού σχήματος ή σώματος προς τη βάση του: ~ του κυλίνδρου/ορθογωνίου/παραλληλογράμμου/πρίσματος/τραπεζίου/τριγώνου (βλ. ορθόκεντρο). 5. ΜΟΥΣ. η ποιότητα ενός μουσικού ήχου, η οποία καθορίζεται από τη συχνότητα των δονήσεων που τον παράγουν. Πβ. τόνος. ΣΥΝ. οξύτητα (4) ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) ύψος: ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής πρέπει να περάσει πάνω από έναν πήχη τοποθετημένο οριζόντια σε δύο στυλοβάτες: ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. (άλμα εις) μήκος. [< αγγλ. high jump] ● ΦΡ.: ή του ύψους ή του βάθους: προκειμένου να δηλωθεί η αστάθεια που χαρακτηρίζει κάποιον/κάτι: Είναι ~ ~, τη μια κατενθουσιασμένος με τη δουλειά, την άλλη απογοητευμένος. ~ ~ η ομάδα· από τη νίκη στην ήττα., παίρνω ύψος ΑΝΤ. χάνω ύψος 1. ψηλώνω: Πήρε απότομα ~, όταν μπήκε στην εφηβεία. ΣΥΝ. παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι 2. φτάνω σε επιθυμητή ή μεγάλη απόσταση, συνήθ. από το έδαφος: Το ελικόπτερο πήρε ~ και άλλαξε πορεία. Η μπάλα πήρε ~ και κατέληξε εκτός γηπέδου., πετώ στα ύψη (μτφ.) 1. ανεβαίνω, αυξάνομαι: Οι τιμές πέταξαν ~. 2. είμαι πολύ χαρούμενος: Πέταξε ~, όταν άκουσε τα καλά νέα., στα ύψη (μτφ.): για να δηλωθεί αύξηση σε μεγάλο βαθμό: αδρεναλίνη/ψυχολογία ~ ~. Τα ενοίκια/οι πωλήσεις του βιβλίου/οι τιμές (των ακινήτων/τροφίμων) ανέβηκαν ~ ~. ~ ~ εκτινάχθηκε/εκτοξεύτηκε η μετοχή της ..., χάνω ύψος: παύω να έχω μεγάλη ή την επιθυμητή απόσταση συνήθ. από το έδαφος: Λόγω βλάβης το αεροπλάνο έχασε ~ και συνετρίβη.|| Οι άνθρωποι με οστεοπόρωση τείνουν να ~ουν ~. Πβ. κονταίνω. ΑΝΤ. παίρνω ύψος., σε δυσθεώρητα ύψη βλ. δυσθεώρητος, στέκεται στο ύψος του/στο ύψος των περιστάσεων βλ. στέκομαι [< αρχ. ὕψος, γαλλ. hauteur]
φιλαλήθης, ης, ες φι-λα-λή-θης επίθ. {φιλαλήθ-ους | -εις (ουδ. φιλάληθ-ες | φιλαλήθ-η)} (λόγ.): (για πρόσ.) που υποστηρίζει, αναζητά, προβάλλει την αλήθεια: Ο μάρτυρας υπήρξε ~ στην κατάθεσή του. Πβ. ειλικρινής. [< αρχ. φιλαλήθης]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ