Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 481 εγγραφές  [0-20]


  • -τέος , α, ο (λόγ.): επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ενέργεια που πρέπει να γίνει: αμελη~/αποδοκιμασ~/απορριπ~/πληρω~/προστατευ~. Βλ. -τός.|| (ουσιαστικοπ.) Οι εισακ-τέοι/μετεξετασ~.|| (ΜΑΘ.) Αφαιρε~/διαιρε~/μειω~/προσθε~.
  • άβακας [ἄβακας] ά-βα-κας ουσ. (αρσ.) {αβάκων} 1. (λόγ.) επιφάνεια επιτραπέζιων παιχνιδιών και γενικότ. κάθε επίπεδη πλάκα: ο ~ του σκακιού (= σκακιέρα). Παιχνίδια σε ~α.|| (κυρ. στον πληθ.) ~ες δαπέδων/τοίχων (πβ. πλακάκια). Κατακόρυφοι/οριζόντιοι ~ες που λειτουργούν ως θερμαντικά σώματα. 2. εργαλείο εκτέλεσης αριθμητικών πράξεων, χαρακτηριστικός τύπος του οποίου είναι αυτός που λειτουργεί με τη μετακίνηση μικρών σφαιρών κατά μήκος αξόνων στερεωμένων σε ορθογώνιο πλαίσιο και κατ' επέκτ. κάθε υπολογιστικός πίνακας: (συνήθ. παλαιότ.) ξύλινος ~. Πρόσθεση µε ~α. (ΜΑΘ.) Πυθαγόρειος πίνακας ή ~ (: πίνακας πολλαπλασιασμού για την εύρεση του γινομένου των πρώτων εννέα μονοψήφιων αριθμών). Πβ. αριθμητήριο. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. πλάκα -συνήθ. τετράγωνη ή ορθογώνια παραλληλεπίπεδη- στο ανώτερο τμήμα του κιονόκρανου, όπου στηρίζεται το επιστύλιο. Βλ. εχίνος, κάλαθος. ● Υποκ.: αβάκιο (το) [< αρχ. ἄβαξ]
  • αβεβαιότητα [ἀβεβαιότητα] α-βε-βαι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): έλλειψη σιγουριάς· γενικότ. κάθε κατάσταση αστάθειας και αμφιβολίας: επαγγελματική/νομική/πολιτική ~. ~ εργασίας. ~ για το μέλλον/την πορεία της οικονομίας. ~ και αγωνία/ανασφάλεια/ανησυχία. Αίσθημα/περίοδος/συνθήκες ~ας. (Κάτι) γεννά/δημιουργεί/προκαλεί ~. Επικρατεί/κυριαρχεί/υπάρχει ~. Λόγω της ανεργίας ζει με την/μέσα στην ~. Το ενδεχόμενο ενός πολέμου αυξάνει/επιτείνει την ~. ΑΝΤ. βεβαιότητα, σιγουριά.|| (ΟΙΚΟΝ.) Χρηματιστηριακή ~. Μακροοικονομικές ~ες. Διαχείριση/επίπεδα/συντελεστές ~ας. ~ επιχείρησης. ~ στην αγορά (πβ. ρευστότητα). Ρίσκο και ~. Η πρόβλεψη για το ΑΕΠ υπόκειται σε ~ες. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: αβεβαιότητα (της) μέτρησης: ΜΑΘ. η αδυναμία ακριβούς καθορισμού ενός μεγέθους· ειδικότ. η διασπορά των τιμών που μπορούν να αποδοθούν στο μετρούμενο μέγεθος: διευρυμένη/στατιστική/χαμηλή ~ ~. ~ ~ πίεσης/ταχύτητας., παράγοντας/στοιχείο αβεβαιότητας: καθετί που προκαλεί κατάσταση αστάθειας, ανισορροπίας, αμφιβολίας. Πβ. αστάθμητος παράγοντας., η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας βλ. απροσδιοριστία, κλίμα αβεβαιότητας βλ. κλίμα [< μτγν. ἀβεβαιότης, αγγλ. uncertainty]
  • άγκιστρο [ἄγκιστρο] ά-γκι-στρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίστρου} (λόγ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. όργανο ή τμήμα εργαλείου με κυρτή και αιχμηρή άκρη, για ποικίλες χρήσεις (κρέμασμα, ανάρτηση ή σύνδεση αντικειμένων): αλιευτικό/μεταλλικό/οβάλ/ορθοδοντικό/περιστρεφόμενο/πλευρικό/πτυσσόμενο/σιδερένιο/συρμάτινο/χαλύβδινο/χειρουργικό ~. ~ ανύψωσης/αποσκευών/ασφαλείας/ασφάλισης (σε κλειδαριά)/γερανού/ελατηρίου/έλξης (σε τρακτέρ)/ζεύξης/καλωδίων/κουμπώματος/κουρτίνας (: γαντζάκι)/ρυμούλκησης/στήριξης/σφαγείων (: τσιγκέλι)/φωτιστικού. Απασφαλίζω το ~. ~ με ιμάντα/κλιπ. Πβ. γάντζος, κρεμαστάρι. Βλ. πολυ~, -τρο. 2. {κυρ. στον πληθ.} καθένα από τα τυπογραφικά σημεία ή σύμβολα { } που χρησιμοποιούνται κατά ζεύγη: (ΓΛΩΣΣ.) ~α για δήλωση μορφημάτων/γραμματικών πληροφοριών στο παρόν λεξικό.|| (ΜΑΘ.) ~α για αλγεβρικές/αριθμητικές παραστάσεις/για δήλωση συνόλου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~α αποθήκευσης/μνήμης. Λειτουργικό ~. Εντολές μέσα σε ~α (πβ. μπλοκ). Πβ. μύστακας. Βλ. αγκύλη, παρένθεση. [< αρχ. ἄγκιστρον, 1: αγγλ. hook 2: αγγλ. brace]
  • άγνωστος , η, ο [ἄγνωστος] ά-γνω-στος επίθ. {-ου (λόγ.) -ώστου}: που δεν είναι γνωστός, που δεν τον γνωρίζουν: ~ος: αποστολέας/δημιουργός/παραλήπτης/πλανήτης/ποιητής (= άσημος, αφανής. ΑΝΤ. διάσημος)/προορισμός. ~η: αιτία/ασθένεια. ~ο: είδος/έργο/μέλλον/όνομα/περιεχόμενο/πρόσωπο (ΑΝΤ. οικείο)/φαινόμενο. ~ες: λέξεις. ~α: στοιχεία. ~ης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα (Α.Τ.Ι.Α. = ούφο). (λόγ.) ~ώστου αιτιολογίας/ετύμου/πατρός/προελεύσεως/συγγραφέως. ~ώστων λοιπών στοιχείων (: κυρ. για πτώμα ανθρώπου). Παντελώς/σχεδόν ~ (σε ευρείς κύκλους/στο ελληνικό κοινό). Μου είναι τελείως ~. ~ παραμένει ο αριθμός των αγνοουμένων. Ένας ~ κόσμος ανοίγεται στα μάτια σας. Οι δράστες έφυγαν προς ~η κατεύθυνση. Ανακάλυψα την ~η πλευρά του. Ήμασταν ~οι μεταξύ μας. (προφ.) ~ο αν θα .../το γιατί/το πώς ... ΑΝΤ. γνωστός (1) ● Ουσ.: άγνωστο (το) {αγνώστου}: κατάσταση μη γνωστή, που υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης γνώσης: το ~ και ανεξήγητο. Πορεία/ταξίδι στο ~. Φόβος μπροστά στο ~. Βαδίζουμε/οδεύουμε προς το ~., άγνωστος, άγνωστη (ο/η) 1. πρόσωπο που δεν είναι γνωστό, γνώριμο: μήνυση κατά ~ώστου. Επίσκεψη μιας ~ης. ~οι βεβήλωσαν το μνημείο. Επίθεση ~ώστων. ~ μεταξύ ~ώστων. 2. ΜΑΘ. {στο αρσ.} όρος που δηλώνει τη συμβολική παράσταση ενός ζητούμενου ποσού ή μεγέθους κάποιου μαθηματικού προβλήματος, που πρέπει να προσδιοριστεί: ο ~ χ, ψ. Εξίσωση με έναν ~ο/δύο ~ώστους. ● ΣΥΜΠΛ.: άγνωστα νερά (μτφ.): μη οικείο πεδίο δράσης: Βουτάμε/κολυμπάμε/οδηγούμαστε/πλέουμε σε ~ ~., Άγνωστος Θεός: ΑΡΧ. ονομασία που δόθηκε από τους αρχαίους Έλληνες σε Θεούς που φαντάζονταν ότι μπορεί να υπήρχαν χωρίς να τους γνωρίζουν: Ο βωμός/ναός του ~ώστου ~ού., Άγνωστος Στρατιώτης: διεθνής όρος που αναφέρεται συμβολικά σε στρατιώτη που έπεσε στο πεδίο της μάχης, για να τιμηθούν όλοι όσοι πολέμησαν και έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα: Το μνημείο του ~ου/(λόγ.) ~ώστου ~η. Βλ. κενοτάφιο. [< γαλλ. Soldat inconnu, 1920] , ο άγνωστος Χ (μτφ.): παράμετρος που δεν είναι γνωστή, αστάθμητος παράγοντας:, αδίδακτο/άγνωστο, διδαγμένο/γνωστό (κείμενο) βλ. κείμενο, γνωστοί-άγνωστοι βλ. γνωστός ● ΦΡ.: (εξηγώ) τα άγνωστα δι' αγνώστων: για ανεπιτυχή συνήθ. προσπάθεια ερμηνείας άγνωστου πεδίου με δεδομένα εξίσου άγνωστα., άγνωσται αι βουλαί/άγνωστες οι βουλές του Κυρίου/του Υψίστου: σε περιπτώσεις που θέλει να δηλώσει κάποιος εμφατ. ότι δεν ξέρει τι επιφυλάσσει το μέλλον: Ποιος ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; ~ ~!, στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα βλ. βάρκα [< αρχ. ἄγνωστος, γαλλ. inconnu]
  • αδιάστατος , η, ο [ἀδιάστατος] α-δι-ά-στα-τος επίθ.: ΦΥΣ.-ΜΑΘ. που δεν έχει διαστάσεις: ~ος: αριθμός/συντελεστής/χρόνος/χώρος. ~η: μεταβλητή/σταθερά. Η σχετική υγρασία του αέρα είναι ~ο μέγεθος (: η τιμή του δεν εξαρτάται από μονάδες μέτρησης). Βλ. -διάστατος. [< μτγν. ἀδιάστατος, αγγλ. dimensionless, 1904]
  • άθροιση [ἄθροιση] ά-θροι-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -οίσεως | -οίσεις, -οίσεων}: πρόσθεση και εύρεση του αθροίσματος ενός συνόλου αριθμών· γενικότ. συγκέντρωση, ενοποίηση σε ένα σύνολο: αυτόματη/συνολική ~. ~ αμοιβών/γινομένων/εσόδων/κλασμάτων/(των επιμέρους) ποσών/συνόλων/τιμών. Αποτέλεσμα/προϊόν/σύμβολο/(ΠΛΗΡΟΦ.) συνάρτηση/τύπος (της) ~ης. ~ της αξίας των οικοπέδων. (ΜΑΘ.) Αριθμητικά λάθη στις ~οίσεις. Πβ. σούμα.|| ~ δραστηριοτήτων. Συμπαγείς ~οίσεις κυττάρων. Πβ. συν~. [< αρχ. ἄθροισις, αγγλ. summation]
  • άθροισμα [ἄθροισμα] ά-θροι-σμα ουσ. (ουδ.) {αθροίσμ-ατος | -ατα, -άτων}: το αποτέλεσμα του αθροίζω, το εξαγόμενο από την πρόσθεση· γενικότ. το αποτέλεσμα ενοποίησης: (ΜΑΘ.) αλγεβρικό/αριθμητικό/γενικό/γεωμετρικό/μερικό/συνολικό ~. ~ αριθμών/διανυσμάτων/μεγεθών. Τιμή/υπολογισμός ~ατος. ~ατα μεταβλητών/στηλών. Ακολουθία/αλγόριθμος/γινόμενο/εύρεση ~άτων. Βρίσκω/δίνω/υπολογίζω το ~.|| (ΟΙΚΟΝ.) Παίγνια (μη) μηδενικού ~ατος.|| (ΦΙΛΟΣ.) Λογικό ~.|| (μτφ.) ~ ετερόκλιτων στοιχείων (βλ. άθροιση). Το ~ (= η συνισταμένη) διαφορετικών απόψεων. [< αρχ. ἄθροισμα, αγγλ. sum]
  • αίτημα [αἴτημα] αί-τη-μα ουσ. (ουδ.) {αιτήμ-ατος | -ατα, -άτων} (επίσ.) 1. προφορική ή γραπτή αξίωση, που υποβάλλεται συνήθ. επισήμως σε κάποια Αρχή και γενικότ. επιδίωξη ή επιτακτική ανάγκη για κάτι: άδικο/αιτιολογημένο/ανεδαφικό/διεθνές/καθολικό/λαϊκό/λογικό/ουτοπικό/πάγιο/πανανθρώπινο/παράλογο/χρόνιο ~. ~ αποφυλάκισης/έκδοσης. Αποδοχή/απόρριψη/διεκδίκηση/διεκπεραίωση/δικαίωση/έγκριση/εξέταση/επίλυση/ικανοποίηση/προβολή/προώθηση/υιοθέτηση/υλοποίηση/υποβολή/υποστήριξη ~ατος. Η βασιμότητα (/το βάσιμο)/το δίκαιο του ~ατος. ~ατα-προτάσεις. Απεργιακά/εργατικά/θεσμικά/νόμιμα/οικονομικά/παράνομα/πολιτικά/συνδικαλιστικά/φοιτητικά/φορολογικά ~ατα. ~ για αυξήσεις μισθών/διαφάνεια/διορισμούς/οικονομική ενίσχυση. Το ~ά σας απορρίπτεται/γίνεται δεκτό/ικανοποιείται/προωθείται στην αρμόδια υπηρεσία. Διατυπώνω/εκφράζω/καταθέτω/στηρίζω ~. Πβ. απαίτηση, διεκδίκηση.|| Διαχρονικό/επιστημονικό/ηθικό/ιστορικό/κοινό ~. Επείγον/κρίσιμο/κυρίαρχο ~ (= επιταγή) των καιρών. 2. ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. βασική πρόταση που γίνεται δεκτή χωρίς απόδειξη και χρησιμοποιείται ως βάση για τη λογική συναγωγή άλλων προτάσεων. Πβ. αξίωμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ευκλείδειο αίτημα βλ. ευκλείδειος ● ΦΡ.: κατόπιν αιτήματος (+ γεν.) (επίσ.): ύστερα από επίσημη προφορική ή γραπτή αξίωση: Παρέχεται δωρεάν νομική συνδρομή ~ ~ός σας. [< αρχ. αἴτημα, γαλλ. demande]
  • ακέραιος , α/η, ο [ἀκέραιος] α-κέ-ραι-ος επίθ. {(λόγ.) θηλ. ακεραία} 1. που δεν έχει ελαττωθεί, ολόκληρος, πλήρης: ~η: έκπτωση/περιουσία/σύνταξη. ~ο: ποσό. Πβ. άρτιος, ατόφιος.|| (μτφ.) Αναλαμβάνω/φέρω ~η/(λόγ.) ακεραία (= εξ ολοκλήρου) την ευθύνη των πράξεών μου/για κάτι. ΣΥΝ. ακέριος, ολοκληρωμένος (1), όλος (1) ΑΝΤ. ελλιπής 2. που δεν έχει υποστεί μεταβολή ή φθορά, άθικτος: ~η: παράδοση. Ο ναός διατηρείται/σώζεται σχεδόν ~ (= ανέπαφος). Φυλάει ~η την πίστη/πολιτιστική κληρονομιά. Βγήκε ψυχολογικά ~ (= αλώβητος) από τη δοκιμασία αυτή. 3. (μτφ.) έντιμος, ευσυνείδητος: ~ος: δικαστής (ΣΥΝ. αδέκαστος, αδιάφθορος)/πολιτικός/χαρακτήρας. ~η: προσωπικότητα. ~ο: ήθος. Άμεμπτος/δίκαιος/ηθικός και ~. ~ και πιστός στο καθήκον. 4. ΜΑΘ. (για αριθμό) χωρίς κλάσματα ή δεκαδικά ψηφία: ~ος: εκθέτης/παρανομαστής. ~η: διαίρεση/μεταβλητή/τιμή/ώρα. ~ο: μέρος (πραγματικού αριθμού)/πολλαπλάσιο/υπόλοιπο. Αλφαριθμητικός/αρνητικός/άρτιος/θετικός/περιττός/πραγματικός ~ αριθμός.|| (ως ουσ.) Μετατροπή/στρογγυλοποίηση στον πλησιέστερο ~ο. ΑΝΤ. κλασματικός ● επίρρ.: ακέραια & (λόγ.) ακεραίως ● ΣΥΜΠΛ.: ακέραιη/ακεραία μονάδα: ΜΑΘ. καθεμία από τις μονάδες ενός ακέραιου αριθμού: στρογγυλοποίηση στην επόμενη ~ ~., ακέραιος προγραμματισμός: ΠΛΗΡΟΦ. μέθοδος προγραμματισμού κατά την οποία όλες οι μεταβλητές παίρνουν μόνο ακέραιες τιμές: γραμμικός και ~ ~. ● ΦΡ.: στο ακέραιο & (λόγ.) εις το ακέραιον: εξ ολοκλήρου, πλήρως: Εκτελώ/επιτελώ ~ ~ το έργο/το καθήκον μου. Εκπληρώνω ~ ~ τις υποχρεώσεις μου. Τηρώ ~ ~ τον λόγο μου/μια συμφωνία (= μέχρι κεραίας). Επέστρεψα τα χρήματα ~ ~. [< αρχ. ἀκέραιος, αγγλ. integral, integer, γαλλ. intègre]
  • ακολουθία [ἀκολουθία] α-κο-λου-θί-α ουσ. (θηλ.) {ακολουθι-ών} 1. (επιστ.) συνεχής ή/και λογική διαδοχή εννοιών, σκέψεων, γεγονότων, στοιχείων, καταστάσεων, φαινομένων: γραμμική/σταθερή/συντακτική/χρονική ~. ~ γεγονότων/δραστηριοτήτων/κινήσεων/λέξεων/σκέψεων/συμβάντων/συμβόλων. Παρακολούθηση και καταγραφή της μετασεισμικής ~ας. Λογική ~ των επιχειρημάτων (πβ. αλληλουχία, ειρμός). Διασφάλιση της ~ας και συμπληρωματικότητας των δράσεων. Πβ. αλυσίδα, σειρά, συνέχεια. Βλ. συν~.|| (ΒΙΟΛ.) ~ αμινοξέων/γονιδίων. Γενετική/νουκλεϊκή/πεπτιδική/πρωτεϊνική ~. ~ες DNA. Ανάλυση/στοίχιση ~ών.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εντολών (πβ. αλγόριθμος)/τυχαίων αριθμών. Δομή/έλεγχος ~ας. Σύγκλιση ~ών. ΑΝΤ. ανακολουθία 2. ομάδα ανθρώπων που συνοδεύουν τιμητικά επίσημο πρόσωπο, συνοδεία: διπλωματική ~. Τον πρωθυπουργό συνόδευε πολυμελής ~. Πβ. κουστωδία. 3. ΕΚΚΛΗΣ. τακτική ή έκτακτη ιεροτελεστία με καθορισμένο τυπικό: εξόδιος/ιερή/νεκρώσιμη ~. Η ~ της Αναστάσεως/του Ακάθιστου Ύμνου/του Γάμου/του Επιταφίου/του Όρθρου. Τέλεση ~ας. Οι ~ες της Μεγάλης Εβδομάδας. Πβ. ιερουργία. 4. ΜΑΘ. η μονοσήμαντη απεικόνιση του συνόλου Ν των φυσικών αριθμών σε ένα μη κενό σύνολο: άπειρη/γραφική/κυκλική/πεπερασμένη/φθίνουσα/φραγμένη ~. ~ σημείων/τυχαίων μεταβλητών. Αύξουσα ~ ακεραίων. Όριο/όροι ~ας. ~ες πραγματικών αριθμών/συναρτήσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: ακολουθία των χρόνων: ΓΡΑΜΜ. συμφωνία στην εκφορά των ρημάτων (ως προς τον χρόνο ή/και την έγκλιση) κύριας και δευτερεύουσας πρότασης με βάση τους συντακτικούς κανόνες. [< λατ. consecutio temporum] , Ακολουθία/Τελετή του Νιπτήρος βλ. νιπτήρας, η Ακολουθία των Παθών βλ. πάθος ● ΦΡ.: κατ' ακολουθία(ν) (επίσ.): κατά συνέπεια, επομένως, συνεπώς: Η αίτηση είναι αόριστη και ~ ~ απαράδεκτη και απορριπτέα. ~ ~ των ανωτέρω (= με βάση τα ανωτέρω). [< 1: μτγν. ἀκολουθία 2: αρχ. ~ 3: μεσν. ακολουθία]
  • ακτίνιο1 [ἀκτίνιο] α-κτί-νι-ο ουσ. (ουδ.) {ακτινί-ου| -ων}: ΜΑΘ. μονάδα μέτρησης γωνιών (σύμβ. rad) που ισοδυναμεί με γωνία, η οποία, όταν γίνει επίκεντρη σε κύκλο, ορίζει τόξο με μήκος ίσο με την ακτίνα του κύκλου. [< αγγλ. radian]
  • άλγεβρα [ἄλγεβρα] άλ-γε-βρα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΘ. επιστήμη που μελετά τις μαθηματικές δομές, σχέσεις και ποσότητες και ασχολείται με την επίλυση των δευτεροβάθμιων εξισώσεων και ιδ. σήμερα με τις αλγεβρικές δομές: αριθμητική/βασική/διανυσματική/στοιχειώδης/υπολογιστική ~. ~ διαίρεσης/μέτρων/ομάδων/πινάκων/συναρτήσεων/συνόλων. Βλ. πολυώνυμο.|| ~ της Λογικής ή του Μπουλ ή Δυαδική ~ (: με μεταβλητές δύο τιμών). 2. (συνεκδ.) σχολικό και πανεπιστημιακό μάθημα που πραγματεύεται θέματα του ομώνυμου κλάδου· το αντίστοιχο διδακτικό εγχειρίδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμική άλγεβρα: ΜΑΘ. που μελετά τα διανύσματα, την έννοια του διανυσματικού χώρου, τις γραμμικές απεικονίσεις, καθώς και τα συστήματα γραμμικών εξισώσεων. [< αγγλ. linear algebra] [< μεσν. λατ.-ιταλ. algebra, γαλλ. algèbre]
  • αλγεβρικός , ή, ό [ἀλγεβρικός] αλ-γε-βρι-κός επίθ.: ΜΑΘ. που σχετίζεται με την άλγεβρα: ~ός: αριθμός/λογισμός/τύπος. ~ή: γεωμετρία/γλώσσα/εξίσωση/καμπύλη/συνάρτηση/τιμή. ~ό: άθροισμα/πρόσημο/σύνολο. ~ές: δομές. ● επίρρ.: αλγεβρικά ● ΣΥΜΠΛ.: αλγεβρική παράσταση βλ. παράσταση [< γαλλ. algébrique]
  • αλγοριθμικός , ή, ό [ἀλγοριθμικός] αλ-γο-ριθ-μι-κός επίθ.: ΜΑΘ. που προέρχεται, σχετίζεται ή έχει τα χαρακτηριστικά ενός αλγόριθμου: ~ός: κώδικας/συμβολισμός. ~ή: γλώσσα/δομή/πολυπλοκότητα. ~ό: μοντέλο. ~ές: συναλλαγές. [< γαλλ. algorithmique, αγγλ. algorithmic]
  • αλγόριθμος [ἀλγόριθμος] αλ-γό-ριθ-μος ουσ. (αρσ.) 1. ΜΑΘ. σύνολο σαφών ενεργειών ή κανόνων, ικανών και αναγκαίων για την επίλυση προβλημάτων, μετά από επεξεργασία των δεδομένων στοιχείων: άπειροι/πεπερασμένοι ~οι. ~ κρυπτογράφησης/ταξινόμησης. 2. ΠΛΗΡΟΦ. λογική σειρά πράξεων, καθορισμένων βήμα προς βήμα και εκτελέσιμων σε πεπερασμένο χρόνο από το υπολογιστικό σύστημα, με στόχο την επίλυση ενός προβλήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: άπληστος αλγόριθμος βλ. άπληστος [< γαλλ. algorithme, αγγλ. algorithm, 1926]
  • αληθής , ής, ές [ἀληθής] α-λη-θής επίθ. {αληθ-ούς | -είς (ουδ. -ή)∙ αληθέστ-ερος, -ατος} (επίσ.): αληθινός: ~ής: ισχυρισμός. ~ής: περιγραφή. ~ές: συμπέρασμα. ~είς: δηλώσεις. Οι πληροφορίες του αποδείχτηκαν ~είς. Όλα τα στοιχεία που δόθηκαν είναι ~ή. Πβ. πραγματικός. Βλ. φιλαλήθης.|| (ΜΑΘ.) ~ής: συνθήκη. Οι ~είς τιμές μιας πρότασης. Πβ. έγκυρος. ΑΝΤ. αναληθής, ψευδής ● Ουσ.: αληθές (το): η αλήθεια: Πρέπει να ελεγχθεί/εξακριβωθεί το ~ των πληροφοριών/στοιχείων. ● ΦΡ.: για του λόγου το αληθές/το ασφαλές (λόγ.): για να επιβεβαιωθεί η αλήθεια των λόγων κάποιου: Και ~ ~, σας προσκομίζω τα εξής στοιχεία ..., γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) βλ. λανθάνων ● βλ. αληθώς [< αρχ. ἀληθής]
  • άλμα [ἅλμα] άλ-μα ουσ. (ουδ.) {άλματ-ος | -ατα} 1. κίνηση που συνίσταται σε κάμψη συνήθ. των γονάτων και του κορμού και στη συνέχεια εκτίναξη ολόκληρου του σώματος στον αέρα πάνω από το έδαφος ή μια επιφάνεια: επικίνδυνο/θεαματικό/τολμηρό ~. ~ αλεξιπτωτιστή/ελεύθερης πτώσης. ~ με/χωρίς φόρα. ~ με τα πόδια ενωμένα. ~ πάνω από τεντωμένο σχοινί. ~ θανάτου (πβ. σάλτο μορτάλε).|| (ΑΘΛ.) Άκυρο/διπλό/έγκυρο ~. ~ από βατήρα. ~ με σκι. Δοκιμαστικά/ελεύθερα/μεγάλα/πολλαπλά ~ατα. Πάσα/σουτ με ~.|| (ΖΩΟΛ.) ~ ακρίδας/βατράχου. ΣΥΝ. πήδημα (1) 2. (μτφ.) γρήγορη και μεγάλη άνοδος, ταχεία μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη: γιγάντιο/τεχνολογικό ~. ~ ανάπτυξης/κερδών/τιμών (ΣΥΝ. εκτίναξη). ~ στο μέλλον/στη σκέψη (βλ. συνειρμός). Κάνω ~. Ένα νέο ~ της επιστήμης. Νέο ~ πραγματοποίησε ο πληθωρισμός. Λογικό ~ (: για συλλογισμό χωρίς επαρκή τεκμηρίωση, ΣΥΝ. κενό, χάσμα). Χρονικό ~ στην αφήγηση. 3. (επιστ.) κάθε απότομη μετάβαση ή αλλαγή κατεύθυνσης που διασπά μια συνέχεια ή λογική διαδικασία: (ΦΥΣ.) ενεργειακό/κβαντικό ~. ~ ηλεκτρονίου. (ΜΑΘ.) ~ συνάρτησης. (ΜΗΧΑΝ.) Υδραυλικά ~ατα. (ΓΕΩΛ.) ~ ρήγματος (: μετατόπιση, ολίσθηση). 4. ΠΛΗΡΟΦ. αλλαγή της κανονικής ροής του προγράμματος με παράκαμψη μιας ή περισσότερων εντολών και μεταφορά του ελέγχου σε άλλο σημείο του προγράμματος: ~ υπό/χωρίς συνθήκη. Εντολή/πίνακας ~ατος. ● ΣΥΜΠΛ.: άλμα ίππου: ΑΘΛ. αγώνισμα της ενόργανης γυμναστικής, κατά το οποίο ο αθλητής παίρνει φόρα και εκτελεί άλμα, πατώντας σε βατήρα και τοποθετώντας στη συνέχεια τα χέρια στον ίππο, για να εκτιναχθεί και να προσγειωθεί τελικά στο έδαφος. [< αγγλ. vaulting horse] , (άλμα εις) μήκος βλ. μήκος, (άλμα εις) τριπλούν βλ. τριπλούν, (άλμα εις) ύψος βλ. ύψος, (άλμα) επί κοντώ βλ. κοντός ● ΦΡ.: άλμα στο κενό βλ. κενό [< αρχ. ἅλμα, γαλλ. saut, αγγλ. jump]
  • αλυσιδωτός , ή, ό [ἁλυσιδωτός] α-λυ-σι-δω-τός επίθ. 1. (μτφ.) διαδοχικός, συνεχόμενος: ~οί: θάνατοι/σεισμοί/φόνοι. ~ές: εκρήξεις (= απανωτές)/επιπτώσεις. ~ά: λάθη/ψέματα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: σύνδεση (μηχανών).|| ~ός: (ΣΤΑΤΙΣΤ.) δείκτης/(ΜΑΘ.) κανόνας. ~ή: διαδοχή/σύνδεση.|| (ΧΗΜ.) ~ή: δομή. ΣΥΝ. αλυσωτός 2. που είναι φτιαγμένος από αλυσίδες ή μοιάζει με αλυσίδα: (παλαιότ.) ~ός: θώρακας. ● επίρρ.: αλυσιδωτά ● ΣΥΜΠΛ.: αλυσιδωτή αντίδραση 1. (μτφ.) σειρά γεγονότων στενά συνδεδεμένων μεταξύ τους, ώστε το ένα να υποκινεί ή να επηρεάζει το άλλο: φόβοι για ~ές ~άσεις στην οικονομία λόγω πληθωρισμού. Είχαμε/ξεκίνησαν/προκλήθηκαν/πυροδοτεί ~ές ~άσεις. 2. ΧΗΜ.-ΦΥΣ. σειρά χημικών ή πυρηνικών αντιδράσεων κατά την οποία το προϊόν μιας αντίδρασης οδηγεί στην επόμενη: ~ ~ πολυμεράσης. [< αγγλ. chain reaction, 1926, γαλλ. réaction en chaîne, 1946] [< 2: μτγν. ἁλυσιδωτός, αγγλ. chain(ing)]
  • αλυσοειδής , ής, ές [ἁλυσοειδής] α-λυ-σο-ει-δής επίθ. (επιστ.): που έχει τη μορφή αλυσίδας: ~ής: διάταξη/δομή. ~ές: μόριο/πλέγμα.|| (ως ουσ.) Γεωμετρία των ~ών. Βλ. -ειδής. ● ΣΥΜΠΛ.: αλυσοειδής (ανάρτηση): ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα για την ανάρτηση των αγωγών επαφής, οι οποίοι διανέμουν το ηλεκτρικό ρεύμα σε τρένα, τρόλεϊ, τραμ ή η ίδια η γραμμή επαφής. [< αγγλ. catenary] , αλυσοειδής καμπύλη: ΜΑΘ. καμπύλη που σχηματίζει ένα εύκαμπτο καλώδιο, σχοινί ή αλυσίδα ομοιογενούς πυκνότητας, όταν κρέμεται ελεύθερα από τα δύο άκρα της στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο και αναπαριστά το γράφημα του υπερβολικού συνημίτονου. [< γαλλ. (courbe en) chaînette]

αγκύλη

αγκύλη [ἀγκύλη] α-γκύ-λη ουσ. (θηλ.) {αγκυλ-ών} 1. {συνήθ. στον πληθ.} τυπογραφικό σημείο ή σύμβολο που χρησιμοποιείται κυρ. στα μαθηματικά, την πληροφορική, τη φιλολογία, τη φυσική: αγκιστροειδείς (= άγκιστρα, μύστακες {})/καμπύλες (= παρενθέσεις)/τετράγωνες ~ες ([]). Άνοιγμα/ζεύγος/κλείσιμο ~ών. Αριθμοί/εντολές/λέξεις (μέσα) σε ~ες. Χαρακτήρες εκτός/εντός ~ών. Βάζω/γράφω κάτι (μέσα) σε ~ες. Οι γωνιώδεις ~ες < > χρησιμοποιούνται στις κριτικές εκδόσεις για δήλωση προσθήκης.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κωδικοί που περικλείονται σε ~ες. 2. ΑΝΑΤ. καμπή, τόξο: ανοιχτή/κλειστή/κολική/τραχηλική/φακοειδής ~. Η ~ του μέσου εντέρου. ~ες των σπονδυλικών νεύρων. Ορθοδοντικές ~ες. 3. ΝΑΥΤ. (σπάν.) θηλιά σχοινιού ή συρματόσχοινου για το δέσιμο πλοίου και γενικότ. κάθε θηλιά. [< 1: αρχ. ἀγκύλη, γαλλ. crochet, αγγλ. bracket 2: αγγλ. ansa, loop]

αληθώς

αληθώς [ἀληθῶς] α-λη-θώς επίρρ. (επίσ.): αληθινά, όντως, πραγματικά. ● ΦΡ.: αληθώς ανέστη βλ. ανασταίνω ● βλ. αληθής [< αρχ. ἀληθῶς]

άπληστος

άπληστος, η, ο [ἄπληστος] ά-πλη-στος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από απληστία: (για πρόσ.) ~ για εξουσία.|| ~η: συμπεριφορά. ~ο: βλέμμα/κυνήγι (του κέρδους). ~α: μάτια. Πβ. αδηφάγος, ανικανοποίητος, αχόρταγος, πλεονέκτης. ΑΝΤ. ολιγαρκής 2. ΠΛΗΡΟΦ. που σχετίζεται με τον άπληστο αλγόριθμο: ~η: μέθοδος. ● επίρρ.: άπληστα & (σπάν.-λόγ.) απλήστως ● ΣΥΜΠΛ.: άπληστος αλγόριθμος: ΠΛΗΡΟΦ. που βρίσκει τη βέλτιστη λύση σε προβλήματα βελτιστοποίησης. [< 1: αρχ. ἄπληστος 2: αγγλ. greedy]

απροσδιοριστία

απροσδιοριστία [ἀπροσδιοριστία] α-προσ-δι-ο-ρι-στί-α ουσ. (θηλ.): το να μην προσδιορίζεται κάτι με ακρίβεια: ιδεολογική ~. ~ προβλέψεων/τιμών. ~ του νοήματος. Πβ. αοριστία, ασάφεια. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας: ΦΥΣ. θεμελιώδης αρχή της σύγχρονης φυσικής σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατος ο ταυτόχρονος ακριβής προσδιορισμός της θέσης και της ορμής ενός υποατομικού σωματιδίου. [< αγγλ. indeterminacy principle, περ. 1928, uncertainty principle, 1929] [< γαλλ. indétermination]

βάρκα

βάρκα βάρ-κα ουσ. (θηλ.): μικρό, συνήθ. ξύλινο και ανοιχτό πλεούμενο: μηχανοκίνητη (βλ. βενζινάκατος)/φουσκωτή (ΣΥΝ. φουσκωτό) ~. ~ ψαρέματος (= ψαρόβαρκα· βλ. γρι-γρι, καΐκι, τράτα, τρεχαντήρι, ψαροπούλα). (παλαιότ.) ~ με πανιά/κουπιά. Βόλτα με τη ~ (= βαρκάδα). Πβ. λέμβος. Βλ. γόνδολα.|| Οι ~ες των ιθαγενών. Βλ. καγιάκ, κανό, μονόξυλο, πιρόγα.|| (προφ.) Τα παπούτσια σου έχουν γίνει σαν ~ες (: έχουν ξεχειλώσει). ● Υποκ.: βαρκάκι (το): Βλ. καραβάκι., βαρκούλα (η) ● ΦΡ.: σε βάρκα γεννήθηκες; (προφ.-ειρων.): σε περιπτώσεις που κάποιος ξεχνά την πόρτα ανοιχτή., στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα (ειρων.): με πλήρη άγνοια του τι πρόκειται να συμβεί και συνήθ. χωρίς σχέδιο και προγραμματισμό: πορεία/ταξίδι ~ ~. Βαδίζουμε/πάμε ~ ~. Πβ. στα κουτουρού, στα τυφλά, στην τύχη., βάρκα γιαλό βλ. γιαλός, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν βλ. καράβι, ίσα βάρκα, ίσα νερά βλ. ίσος, την κάτσαμε (τη βάρκα) βλ. κάθομαι, χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει βλ. χέζω [< μεσν. βάρκα]

γνωστός

γνωστός, ή, ό γνω-στός επίθ. 1. που τον γνωρίζουν: ~ός: παραλήπτης. ~ή: ιστορία/τακτική (= συνηθισμένη)/φράση. ~ό: τραγούδι. ~οί: κύκλοι (βλ. περίγυρος). Έγινε διεθνώς/ευρέως/παγκοσμίως ~. Ακολουθεί η ~ή διαδικασία (= τυπική). Κάπου την ξέρω, είναι ~ή φάτσα/φυσιογνωμία (= γνώριμη). ~ στην ανθρωπότητα/στην αρχαιότητα/στο κοινό/στον κόσμο/στο πανελλήνιο/στην πιάτσα/στο χώρο της πολιτικής. Έμεινε ~ στην ιστορία ως ... ~ με την επωνυμία/το όνομα/τον τίτλο ... ~ για τους αγώνες/τις ιδέες του. ~ από το έργο του/τη συμμετοχή του στο .../τη συνεργασία του με ... Καθιστώ/κάνω κάτι ~ό (= γνωστοποιώ). Είναι σε όλους/τοις πάσι ~ό ότι/πως ... (πβ. πασίγνωστος).|| (ως ουσ., προφ.) Τι κάνεις; Tα ~ά. ΑΝΤ. άγνωστος 2. που έχει αποκτήσει φήμη, διάσημος: ~ός: επιστήμονας/καλλιτέχνης (πβ. προβεβλημένος)/οίκος μόδας. ~ή: εταιρεία/μάρκα. Υπεύθυνος ~ού πολυκαταστήματος. ~ και ξακουστός σ' όλο τον κόσμο (βλ. ονομαστός). Έγινε γρήγορα ~ στον χώρο του θεάματος. Πβ. επώνυμος, φημισμένος.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~ός: απατεώνας/κακοποιός/τρομοκράτης. Πβ. διαβόητος. ● Ουσ.: γνωστός, γνωστή (ο/η): πρόσωπο με το οποίο γνωριζόμαστε, έχουμε οικειότητα: κοινός ~. Συγγενείς/φίλοι και ~οί. Είναι ~ μου. Έχω ~ό στην επιτροπή/στο υπουργείο (πβ. βύσμα, γνωριμία, κονέ, μέσο). Πβ. γνώριμος. Βλ. φίλος. ● ΣΥΜΠΛ.: γνωστοί-άγνωστοι: ταραχοποιά στοιχεία που δρουν ανενόχλητα, χωρίς να συλλαμβάνονται από τις Αρχές: Χτύπησαν πάλι οι ~ ~. Βλ. κουκουλοφόρος., αδίδακτο/άγνωστο, διδαγμένο/γνωστό (κείμενο) βλ. κείμενο ● ΦΡ.: γνωστός και μη εξαιρετέος (συνήθ. ειρων.): για πρόσωπο αρκετά γνωστό: Παρών και ο ~ ~ εκδότης κουτσομπολίστικης φυλλάδας., ως γνωστό(ν) (λόγ.): όπως όλοι γνωρίζουν: ~ ~, τέθηκε σε εφαρμογή ο νέος επενδυτικός νόμος. [< αρχ. γνωστός]

-διάστατος

-διάστατος, η, ο: λεξικό επίθημα για τη δήλωση του αριθμού των διαστάσεων: μονο~/δι(σ)~/τρι(σ)~.|| (μτφ.) Πολυ~.

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

ευκλείδειος

ευκλείδειος, α/ος, ο [εὐκλείδειος] ευ-κλεί-δει-ος επίθ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ε): που σχετίζεται με τον αρχαίο Έλληνα γεωμέτρη ή τον Αθηναίο άρχοντα Ευκλείδη: ~ος: αλγόριθμος/χώρος. ~α: γεωμετρία.|| (ΑΡΧ.) ~ο: αλφάβητο. Βλ. προ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ευκλείδειο αίτημα: ΓΕΩΜ. που αναφέρει ότι από κάθε σημείο που κείται εκτός ευθείας διέρχεται μία και μόνη ευθεία παράλληλη στην αρχική. Πβ. αξίωμα παραλληλίας. [< γαλλ. euclidien, αγγλ. Euclidian]

εχίνος

εχίνος [ἐχῖνος] ε-χί-νος ουσ. (αρσ.): ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. τμήμα του κιονόκρανου ανάμεσα στον άβακα και τον κορμό του κίονα. [< μτγν. ἐχῖνος]

κείμενο

κείμενο κεί-με-νο ουσ. (ουδ.) {κειμέν-ου | -ων} 1. αυτοτελής συνήθ. ενότητα γραπτού λόγου: αυθεντικό/εισαγωγικό/ενημερωτικό/επισυναπτόμενο/έτοιμο/καλογραμμένο/λογοτεχνικό/νομικό/ξενόγλωσσο/πεζό/ποιητικό/πολιτικό/σατιρικό/τυπωμένο/χειρόγραφο ~. Εκκλησιαστικά/κλασικά ~α (: της κλασικής περιόδου). Ανάγνωση/δημοσίευση/διόρθωση/κατανόηση/μετάφραση/παραγωγή/περίληψη/συγγραφή ~ου. Δημιουργός (βλ. συγγραφέας)/παράγραφοι/συντάκτης/τίτλος του ~ου. ~ γεμάτο αντιφάσεις/λάθη. Το ~ της αγγελίας/της διαθήκης/της επιστολής/της ομιλίας/της όπερας (= λιμπρέτο)/της πρόσκλησης/της συνέντευξης/του τραγουδιού (: οι στίχοι). Εικονογράφηση/επιμέλεια ~ου. ~ αρχών/διαμαρτυρίας. Υπογράφω ~ συμπαράστασης. ~ αρχών. Διαβάστε το παρακάτω/παραπάνω ~. Βλ. έγγραφο.|| (ΠΟΛΙΤ.-ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ εργασίας. Το ~ της απόφασης/της παραίτησης/της συνθήκης/του Συντάγματος/του σχεδίου νόμου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ηλεκτρονικό/πρότυπο (βλ. σχεδιότυπο)/ψηφιακό ~. Αρχείο/επεξεργασία ~ου. Βλ. υπερ~.|| Προφορικό ~. Οπτικό ~ (= εικόνα). Βλ. τηλε~. 2. ΦΙΛΟΛ. (& πρωτότυπο κείμενο) γραπτό έργο στην αρχική του μορφή, όπως γράφτηκε από τον δημιουργό του, σε αντιδιαστολή προς τα αντίγραφα ή τις μεταφράσεις του: έκδοση/ερμηνεία/παραλλαγές/σχολιασμός του ~ου. Διασκευή ~ων. Πβ. αυτόγραφο. 3. ΓΛΩΣΣ. απόσπασμα προφορικού ή γραπτού λόγου που χρησιμοποιείται στην επικοινωνία και χαρακτηρίζεται από τις κειμενικές λειτουργίες: αφηγηματικό/διαλογικό/επιχειρηματολογικό/περιγραφικό ~. Βλ. δια~, μικρο~, περι~, συγ~. ● Υποκ.: κειμενάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αδίδακτο/άγνωστο, διδαγμένο/γνωστό (κείμενο): (σε εξετάσεις, για απόσπασμα αρχαιοελληνικού συνήθ. έργου) που δεν έχουν ή έχουν διδαχθεί, αντίστοιχα, οι εξεταζόμενοι: μετάφραση ~ου ~ου., κριτική του κειμένου: ΦΙΛΟΛ. συγκριτική μελέτη των αντιγράφων που σώζονται από ένα έργο με σκοπό την αποκατάσταση της αρχικής, αυθεντικής του μορφής· ο αντίστοιχος κλάδος: η ~ ~ της Καινής/Παλαιάς Διαθήκης. Βλ. παλαιογραφία, παπυρολογία., παράλληλο κείμενο: (στην εκπαίδευση, συνήθ. στο μάθημα της λογοτεχνίας, της γλώσσας και της ιστορίας) που διδάσκεται, μελετάται ή εξετάζεται συγκριτικά με κάποιο άλλο βασικό, για να γίνει περισσότερο κατανοητό, να εμπλουτιστεί ή να αντικρουστεί το περιεχόμενο του δευτέρου., πολυτροπικό κείμενο: που περιλαμβάνει συνδυασμό σημειωτικών τρόπων (π.χ. γλώσσα, εικόνα, μουσική) για τη μετάδοση μηνύματος: Το ~ ~ στη διδασκαλία της γλώσσας. Βλ. Νέες Τεχνολογίες, πολυμέσα. [< αγγλ. multimodal text] , σώμα κειμένων {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΓΛΩΣΣ. ευρεία συστηματική συλλογή αυθεντικών γραπτών, συνήθ. αποθηκευμένων σε ηλεκτρονική μορφή, ή ηχογραφημένων προφορικών κειμένων, που αντιπροσωπεύουν παραδείγματα χρήσης μιας γλώσσας ή των ποικιλιών της και συλλέγονται ή είναι διαθέσιμα για γλωσσική και γλωσσολογική ανάλυση. Βλ. θησαυρός. ΣΥΝ. κόρπους, επεξεργαστής κειμένου βλ. επεξεργαστής, Ιερό Βιβλίο/Κείμενο βλ. ιερός, συνεργατική συγγραφή κειμένων βλ. συνεργατικός ● ΦΡ.: εκτός κειμένου 1. για υλικό που δεν περιλαμβάνεται στη σελιδαρίθμηση εντύπου: εικόνες/πίνακες/σχέδια/φωτογραφίες/χάρτες ~ ~. 2. για κάτι που λέγεται προφορικά και δεν περιέχεται σε γραπτό: ~ ~ τόνισε τα εξής ... [< μτγν. κείμενον < κεῖμαι ‘βρίσκομαι, είμαι’, αγγλ. text, γαλλ. texte]

κενό

κενό κε-νό ουσ. (ουδ.) 1. μεγάλος ή μικρός χώρος, ο οποίος δεν περιέχει κάτι που μπορεί να γίνει αντιληπτό: Ο κασκαντέρ βρέθηκε/πήδηξε στο ~. Βλ. άπειρο, βάραθρο, χάος.|| Συμπληρώστε το ~ με το ονοματεπώνυμό σας. Προσοχή στο ~! Βλ. διάκενο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Άφησε μεταξύ των λέξεων ένα μόνο ~.|| (κατ' επέκτ., για χρονικό διάστημα) ~ σιωπής. 2. {συχνότ. στον πληθ.} ασυνέχεια ή έλλειψη: ~ εξουσίας. Γνωστικά/θεσμικά/ιδεολογικά/λογικά/μαθησιακά/νομοθετικά/πολιτισμικά ~ά. ~ά μνήμης (βλ. χάσμα). Παραλείψεις και ~ά. Γεφυρώνει το ~ ανάμεσα/μεταξύ ... Υπάρχουν ~ά στον έλεγχο/στην πληροφόρηση. Έχει ~ά στα Αρχαία. Η ομάδα παρουσίασε αμυντικά ~ά. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ασφαλείας σε λειτουργικό σύστημα. Πβ. αδυναμίες. 3. (μτφ.) αίσθημα που οφείλεται σε απώλεια σημαντικού προσώπου ή απουσία αξιών, ενδιαφερόντων: Νιώθω ένα ~. Πώς θα γεμίσει το ~ που προκάλεσε ο χαμός τους;|| Εσωτερικό/πλήρες/υπαρξιακό ~. Το ~ της ψυχής. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. {συνηθέστ. στον πληθ.} θέση που δεν έχει καταληφθεί, καλυφθεί από κάποιον: λειτουργικά/οργανικά ~ά (: στις οργανικές θέσεις μιας υπηρεσίας).|| (μτφ.) Ο θάνατός της άφησε ένα δυσαναπλήρωτο ~ στο θέατρο. 5. ΦΥΣ. χώρος στον οποίο η πίεση είναι χαμηλότερη της ατμοσφαιρικής: διαστρικό/μερικό/τεχνητό ~. Χαμηλό/μέσο/υψηλό ~. Ταχύτητα του φωτός στο ~. Πτώση των σωμάτων στον αέρα ή στο ~. 6. ΦΥΣ. ιδανική κατάσταση χώρου στον οποίο δεν υπάρχουν σωματίδια ύλης και δυναμικά πεδία. ● ΣΥΜΠΛ.: κενό (αέρος) 1. περιοχή όπου υπάρχει διαφορά στην πυκνότητα του ατμοσφαιρικού αέρα: μεγάλο/μικρό ~ ~. Το αεροπλάνο έπεσε σε ~ ~. Βλ. αναταράξεις. 2. ΤΕΧΝΟΛ. συνθήκες τεχνητής αφαίρεσης του αέρα: συσκευασία ~ού ~ (πβ. αεροστεγής). Επιμετάλλωση/ψύξη σε ~ ~. Δοχείο/σωλήνες με ~ ~. Απόσταξη υπό ~. Το προϊόν διατίθεται τυποποιημένο σε ~ ~., νομικό κενό: ΝΟΜ. έλλειψη των αναγκαίων νομικών διατάξεων για την αποτελεσματική διευθέτηση ενός θέματος: Διαπιστώνονται σοβαρά ~ά ~ά στη σύμβαση., τεχνολογία κενού: ΤΕΧΝΟΛ. που αφορά μετρήσεις και διαδικασίες οι οποίες γίνονται σε συνθήκες πίεσης χαμηλότερης της ατμοσφαιρικής: μέθοδος αποχέτευσης λυμάτων με την ~ ~., αντλία κενού βλ. αντλία, απόλυτο κενό βλ. απόλυτος, ερωτήσεις συμπλήρωσης κενού βλ. ερώτηση, ο φόβος/τρόμος του κενού βλ. τρόμος ● ΦΡ.: αισθάνομαι/έχω/νιώθω ένα κενό στο στομάχι: πεινώ., άλμα στο κενό 1. (για αυτοκτονία ή απόπειρα αυτοκτονίας) πτώση από σημείο που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος από το έδαφος: ~ ~ από τον έκτο όροφο κτιρίου (= βουτιά θανάτου/στο κενό). 2. (μτφ.) για ενέργειες που εμπεριέχουν κίνδυνο, είναι μάταιες ή έχουν απρόβλεπτες, κυρ. αρνητικές, συνέπειες: τυχοδιωκτικό ~ ~., έχω/κάνω κενό (προφ.): (για φοιτητή, μαθητή ή διδάσκοντα) δεν έχω μάθημα: Είχαμε/κάναμε ~ την ώρα των μαθηματικών.|| Θα διορθώσω τα γραπτά την πέμπτη ώρα που ~ ~., πέφτει στο κενό & (σπάν.) καταλήγει στο κενό {συνηθέστ. στον αόρ.} 1. (για πρόσ.) πηδά από πολύ μεγάλο ύψος: Έπεσε ~ από τον τρίτο όροφο. 2. (μτφ.) (για ενέργεια, προσπάθεια) δεν ευοδώνεται: Οι διαπραγματεύσεις/οι πρωτοβουλίες/τα σχέδιά τους έπεσαν ~ (= απέτυχαν). Η διαμαρτυρία του έπεσε ~ (= δεν εισακούστηκε)., καλύπτω το κενό/τα κενά βλ. καλύπτω [< αρχ. κενόν, γαλλ. vide]

κενοτάφιο

κενοτάφιο κε-νο-τά-φι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ταφικό μνημείο προς τιμήν ενός ή περισσότερων ανθρώπων, συνήθ. πεσόντων σε πόλεμο, η σορός των οποίων δεν έχει βρεθεί ή έχει ταφεί αλλού: ~ με ανδριάντα/επιτύμβια στήλη. Κατάθεση στεφάνου/τέλεση τρισάγιου στο ~ των ηρώων. Βλ. Άγνωστος Στρατιώτης, μαυσωλείο, τύμβος. [< αρχ. κενοτάφιον]

κλίμα

κλίμα κλί-μα ουσ. (ουδ.) {κλίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΜΕΤΕΩΡ. τα καιρικά φαινόμενα (άνεμοι, ηλιοφάνεια, θερμοκρασία, κατακρημνίσματα, πίεση, ξηρασία, υγρασία) που επικρατούν σε συγκεκριμένη περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα· συνεκδ. τόπος με ορισμένες κλιματολογικές συνθήκες: αρκτικό/βόρειο/δροσερό/εύκρατο/ζεστό/θαλάσσιο/ξηρό/ορεινό/πολικό/υγρό/ωκεάνιο ~. ~ και βλάστηση. Το ~ της ερήμου/στέπας. Αλλαγές/μεταβολές/υπερθέρμανση του ~ατος (βλ. τρύπα του όζοντος, φαινόμενο του θερμοκηπίου). Ζώνες θερμού/ψυχρού ~ατος. Επίδραση του ~ατος στον πολιτισμό ενός τόπου. Δέντρο που ευδοκιμεί σε όλα τα ~ατα. Βλ. μεσο~, μικρο~.|| Το χωριό μας έχει βροχερό/γλυκό/ευχάριστο/υγιεινό ~.|| Τα αποδημητικά πουλιά μεταναστεύουν σε θερμότερα ~ατα.|| (προφ.) Σκέφτεται να αλλάξει ~ (: διαμονή ή εργασία). 2. (μτφ.) ατμόσφαιρα, συνθήκες: άσχημο/διχαστικό/δυσμενές/εορταστικό/ευνοϊκό/νοσηρό/πανηγυρικό/πολιτικό ~. ~ αισιοδοξίας/ευφορίας/εχθρότητας/συγκίνησης/φόβου. Αρνητικό/θετικό το ~ στη σημερινή συνεδρίαση. Σκληρό ~ ανταγωνισμού. Το πνευματικό και κοινωνικό ~ μιας εποχής. Ανάκαμψη/αναστροφή/διακυμάνσεις του επενδυτικού ~ατος. Ανάλυση εργασιακού ~ατος. Δημιουργία κατάλληλου διδακτικού και παιδαγωγικού ~ατος στη σχολική τάξη (= σχολικό ~). Καλλιέργεια ~ατος εμπιστοσύνης μεταξύ ... Σε ~ έντονης αντιπαράθεσης. Βελτιώθηκε/επιδεινώθηκε το επιχειρηματικό/οικονομικό ~. Κινείται στο ίδιο ~. Θέλει να αντιστρέψει το ~. Οι επαφές έγιναν σε εγκάρδιο/φιλικό ~. Δεν έχει προσαρμοστεί στο ~ της ομάδας (: δεν έχει εγκλιματιστεί). Πβ. περιβάλλον, περιρρέουσα ατμόσφαιρα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. μεγάλη περιφέρεια που συνιστά από μόνη της εκκλησιαστική διοίκηση: Μητρόπολη που ανήκει στο ~ του Οικουμενικού Πατριαρχείου. ● ΣΥΜΠΛ.: αστικό κλίμα: που επικρατεί στα μεγάλα αστικά κέντρα, διαφέρει από αυτό των γειτονικών τους περιοχών και χαρακτηρίζεται κυρ. από αυξημένη θερμοκρασία και υψηλή συγκέντρωση ρύπων: Η σημασία του πολεοδομικού σχεδιασμού στη διαμόρφωση του ~ού ~ατος. Βλ. αστικοποίηση, πυκνοκατοίκηση, θερμική νησίδα. [< αγγλ. urban climate] , κλίμα αβεβαιότητας (μτφ.): κατάσταση, συνθήκες αβεβαιότητας, ανασφάλειας: γενικευμένο ~ ~. ~ ~ και αστάθειας στην αγορά. Μέσα σε ~ ~ χιλιάδες άνεργοι. Εντείνεται το ~ ~. Η πτώση τιμών στο χρηματιστήριο προκάλεσε ~ ~., μεσογειακό κλίμα: ΜΕΤΕΩΡ. με ζεστά, ξηρά καλοκαίρια και βροχερούς, ήπιους χειμώνες., τεχνητό κλίμα 1. (μτφ.) ψυχολογική ατμόσφαιρα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: ~ ~ ανησυχίας/αντιπαλότητας/πόλωσης. Προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα ~ ~ εντυπώσεων. 2. (συνήθ. σε κλειστούς χώρους) που είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας: μηχανές/συσκευές ~ού ~ατος., βαρύ κλίμα βλ. βαρύς, ηπειρωτικό κλίμα βλ. ηπειρωτικός, ήπιο κλίμα βλ. ήπιος, πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο βλ. έδαφος, υποτροπικό κλίμα βλ. υποτροπικός ● ΦΡ.: δεν με σηκώνει το κλίμα (προφ.) 1. (μτφ.) δεν είμαι επιθυμητός σε κάποιον χώρο, δεν τον αντέχω ή δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες συνήθ. για να ενεργήσω: Ζήτησε να φύγει από τη δουλειά, γιατί δεν τον ~ε ~. 2. δεν μου αρέσει ή δεν κάνει καλό στην υγεία μου το κλίμα ορισμένης περιοχής., μπαίνω στο κλίμα (μτφ.-προφ.): προσαρμόζομαι: ~ ~ των εξετάσεων. Γιατί δεν προσπαθείς να μπεις ~ των ημερών; [< μτγν. κλίμα ‘γεωγραφικό πλάτος, περιοχή’, γαλλ. climat, αγγλ. climate, γερμ. Klima]

κοντός

κοντός, ή, ό κο-ντός επίθ. {κοντύτερος κ. κοντότερος} 1. που έχει μικρό ή σχετικά μικρό μήκος ή ύψος: ~ή: ουρά/φούστα. ~ό: κούρεμα/μαλλί/παντελόνι/ποτήρι/τρίχωμα/φόρεμα. ~ές: κάλτσες. ~ά: μανίκια. Έχει ~ό λαιμό. ΑΝΤ. μακρύς.|| (για ανάστημα:) Είναι ~ και άσχημος (πβ. βραχύσωμος, ζουμπάς, κοντοπίθαρος. ΑΝΤ. ψηλός). 2. μικρής διάρκειας, σύντομος: ~ή: μνήμη (: για πρόσ. που ξεχνά γρήγορα, εύκολα). ● Υποκ.: κοντούλης , α, ικο: κάπως κοντός: ~α και παχουλούλα. Βλ. μικρούλης., κοντούλικος , η, ο, κοντούτσικος , η, ο: ΑΝΤ. ψηλούτσικος ● ΦΡ.: κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! βλ. χέρι, κοντός ψαλμός αλληλούια βλ. αλληλούια, Κυριακή κοντή γιορτή βλ. γιορτή, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς [< μτγν. κοντός, γαλλ. court]

λανθάνων

λανθάνων, ουσα, ον λαν-θά-νων επίθ. {λανθάν-οντος | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (λόγ.): που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτός ή που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί: ~ων: ερωτισμός. ~ουσα: κρίση. ΣΥΝ. υπο~. Πβ. κρυμμένος, υπο-βόσκων, -δόριος, υπόκωφος, υφέρπων.|| (ΙΑΤΡ.) ~ουσα: αιμορραγία/λοίμωξη. Ιός που βρίσκεται/(παρα)μένει (για χρόνια) σε ~ουσα κατάσταση. || ~οντα έργα (λογοτέχνη). ● ΣΥΜΠΛ.: ενδιάμεση/κρυφή/λανθάνουσα μνήμη βλ. μνήμη, λανθάνουσα θερμότητα βλ. θερμότητα ● ΦΡ.: γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) (γνωμ.): τα λάθη που κάνει κάποιος όταν μιλά, λόγω βιασύνης ή απροσεξίας, αποκαλύπτουν τις πραγματικές σκέψεις ή προθέσεις του. [< μτχ. εν. του ρ. λανθάνω, γαλλ. latent]

μήκος

μήκος [μῆκος] μή-κος ουσ. (ουδ.) {μήκ-ους | -η} 1. το φυσικό μέγεθος που σχετίζεται με τη μέτρηση της απόστασης από ένα άκρο σε άλλο: ελάχιστο/μέγιστο/μεταβλητό ~. Μονάδες ~ους. ~ σε εκατοστά/ίντσες. Σήραγγα συνολικού ~ους ... μέτρων. Σε διάφορα/διαφορετικά ~η. ~ μαλλιών (πβ. μάκρος). 2. ΓΕΩΜ. μια από τις τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος (εκτός από το πλάτος και το ύψος) ή η συνήθ. μεγαλύτερη από τις δύο διαστάσεις μιας επίπεδης επιφάνειας: ~ γραμμής/κύκλου/τόξου. Υπολογισμός του ~ους.|| Το ~ του τραπεζιού. ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) μήκος: ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής, αφού πάρει φόρα σε έναν διάδρομο, εκτελεί άλμα σε ειδικό σκάμμα: ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. (άλμα εις) τριπλούν., μήκος λέξης: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των μπιτ από τα οποία αποτελείται η λέξη ενός υπολογιστή: σταθερό ~ ~. Το μέγιστο ~ ~ είναι 4 μπάιτ (= 32 μπιτ). [< αγγλ. word length, 1951] , γεωγραφικό μήκος βλ. γεωγραφικός, εστιακό μήκος βλ. εστιακός, μήκος κύματος βλ. κύμα, ταινία μικρού/μεγάλου/μεσαίου μήκους βλ. ταινία ● ΦΡ.: κατά μήκος: παράλληλα με κάτι: ~ ~ της ακτής/διαδρομής/του οδικού άξονα., σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) & (σπάν.) στα μήκη και (στα) πλάτη (της Γης): παντού, σε όλο τον κόσμο: Έχει ταξιδέψει ~ ~. Έχει δώσει συναυλίες ~ ~. Πβ. απανταχού της Γης/της οικουμένης, όπου Γης., σε όλο το μήκος και (το) πλάτος & κατά μήκος και (κατά) πλάτος: σε όλη την έκταση, παντού: ~ ~ του οδοστρώματος. Εκκλησάκια διάσπαρτα ~ ~ του νησιού. Κατά μήκος και (κατά) πλάτος της αίθουσας., στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα [< αρχ. μῆκος, γαλλ. longueur, αγγλ. length]

νιπτήρας

νιπτήρας νι-πτή-ρας ουσ. (αρσ.): λεκάνη σε μπάνιο, στερεωμένη σε τοίχο ή ενσωματωμένη σε έπιπλο, που συνδέεται με το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης, για το πλύσιμο κυρ. των χεριών και του προσώπου: επιτραπέζιος ~. ~ από πορσελάνη. Βάση/μπαταρία ~α. Πβ. λαβομάνο. Βλ. είδη υγιεινής, νεροχύτης, -τήρας. ● ΣΥΜΠΛ.: Ακολουθία/Τελετή του Νιπτήρος: ΕΚΚΛΗΣ. που τελείται το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης ή το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης (σύμφωνα με το παλιό βυζαντινό τελετουργικό), σε ανάμνηση της πράξης του Ιησού που έπλυνε τα πόδια των μαθητών του πριν από τον Μυστικό Δείπνο. [< μεσν. νιπτήρας < μτγν. νιπτήρ]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

παθός

παθός πα-θός ουσ. (αρσ.) {κυρ. στην ονομαστ. εν.} (λαϊκό): που έπαθε κάτι δυσάρεστο, κακό. Πβ. παθών. ● ΦΡ.: ο παθός (και) μαθός (γνωμ.): όποιος παθαίνει μαθαίνει. ΣΥΝ. (το) πάθος μάθος

παράσταση

παράσταση πα-ρά-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. παρουσίαση θεάματος, συνήθ. θεατρικού έργου, στο κοινό· συνεκδ. το ίδιο το θέαμα: θεατρική/μουσική/χορευτική ~. Ανατρεπτική/εντυπωσιακή/επιτυχημένη/ερασιτεχνική/πειραματική/πρωτοποριακή ~. Παιδικές/σχολικές ~άσεις. ~ θεάτρου σκιών/κουκλοθέατρου/μπαλέτου. Ακύρωση/ανέβασμα/κριτική/παρουσίαση/προετοιμασία ~ης. Η αφίσα/η διάρκεια/η πρεμιέρα/το πρόγραμμα/οι συντελεστές/ο τίτλος/οι χορηγοί της ~ης. ~άσεις τσίρκου. Παράταση/ώρες ~άσεων. Για λίγες ακόμη ~άσεις. Για περιορισμένο αριθμό ~άσεων. Η ~ αρχίζει στις ... Τα έσοδα της ~ης θα διατεθούν για φιλανθρωπικό σκοπό. Παρακολούθησα την/πήγα στην απογευματινή/βραδινή ~. Σκηνοθετώ την/συμμετέχω στην ~. Πήρα εισιτήρια για την ~. Θα δώσουν μία και μοναδική (θεατρική) ~. 2. αναπαράσταση, απεικόνιση· (ιδ.-συνεκδ.) το συγκεκριμένο σχέδιο ή καλλιτέχνημα: αγιογραφική ~. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ανάγλυφες (βλ. ζωφόρος)/ζωγραφικές (βλ. τοιχογραφία) ~άσεις. Στο κέντρο/στο μέσο της ~ης, ... ~άσεις αγγείων/νομισμάτων. Αρχαίες ~άσεις κυνηγιού/από την καθημερινή ζωή. Ευρήματα με/που φέρουν θρησκευτικές/μυθολογικές/συμβολικές ~άσεις.|| Εικονική/σχηματική/τρισδιάστατη ~ αντικειμένου.|| Αριθμητικές/λογικές ~άσεις. 3. (επίσ.) εμφάνιση, παρουσία προσώπου με συγκεκριμένη ιδιότητα σε κάποιο χώρο ή διαδικασία: (ΝΟΜ.) δικαστική ~. Υποχρεωτική ~ δικηγόρου. ~ διαδίκου/μάρτυρα. Δήλωση ~ης πολιτικής αγωγής.|| Δικαίωμα ~ης και ψήφου σε γενική συνέλευση.παραστάσεις (οι) 1. ΦΙΛΟΣ. -ΨΥΧΟΛ. εικόνες, εντυπώσεις που προκαλούνται από εξωτερικά ερεθίσματα και διατηρούνται στη συνείδηση και μετά την εξαφάνισή τους: ακουστικές/μνημονικές/οπτικές/φανταστικές ~. Συνειρμική ανάπλαση ~άσεων. Βλ. εποπτεία.|| (προφ.) Πήγαμε ένα ταξιδάκι, για αλλαγή ~άσεων. 2. (επίσ., κυρ. στη διπλωματία) γραπτή ή προφορική έκφραση διαμαρτυρίας: Η κυβέρνηση προέβη σε ~ προς την πρεσβεία της ... Πβ. διάβημα. ● Υποκ.: παραστασούλα (η): σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: αλγεβρική παράσταση: ΜΑΘ. έκφραση στην οποία εκτός από αριθμούς περιέχονται και μεταβλητές: απλοποίηση/αριθμητική τιμή/παραγοντοποίηση ~ής ~ης., γραφική παράσταση: ΜΑΘ. σχηματική απεικόνιση σε σύστημα συντεταγμένων, που παίρνουν συγκεκριμένες τιμές· διάγραμμα: ~ ~ εξίσωσης/ευθείας/συνάρτησης. Πβ. γράφημα. [< γαλλ. représentation graphique] , έξοδα παραστάσεως/παράστασης: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. αποζημίωση, επίδομα που καταβάλλεται σε ορισμένα πρόσωπα, τα οποία, λόγω του αξιώματός τους, υποχρεούνται να παρίστανται σε Αρχές ή συμβούλια: ~ ~ Δημάρχων/Κοσμητόρων/Πρυτάνεων. ~ ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας/Πρωθυπουργού. ~ ~ και έξοδα μετακίνησης. [< γαλλ. frais de représentation] , παράσταση διαμαρτυρίας: συγκέντρωση σε ένδειξη διαμαρτυρίας ή με σκοπό την προβολή συγκεκριμένων αιτημάτων: μαζική ~ ~. Στάση εργασίας και ~ ~. Πραγματοποίησαν ~ ~ έξω από το Υπουργείο., παράσταση νίκης: ερώτημα δημοσκόπησης για το ποιος πιστεύει ο κάθε ερωτώμενος ότι θα είναι ο νικητής των επόμενων εκλογών, ανεξάρτητα από το τι θα ψηφίσει εκείνος: Στην ~ ~, το κόμμα ... προηγείται με/συγκεντρώνει ... %., προσλαμβάνουσες παραστάσεις βλ. προσλαμβάνω ● ΦΡ.: έδωσε παράσταση (μτφ.): εντυπωσίασε με τις ικανότητες ή το ταλέντο του., κλέβει την παράσταση (προφ.): αποσπά την προσοχή, κερδίζει, περισσότερο από όλους τους άλλους, τον θαυμασμό ή/και τον έπαινο συγκεντρωμένου πλήθους: (για ηθοποιό:) ~ ~ στην ταινία. Χάρη στο χιούμορ του, ~ψε για άλλη μια φορά την παράσταση (= έκλεψε/κέρδισε τις εντυπώσεις).|| Το νέο κουπέ κλέβει, κυριολεκτικά, ~ στην έκθεση αυτοκινήτου. [< αγγλ. to steal the show, 1934] , σε παράσταση για έναν ρόλο: ολοκληρωτική, δυναμική επικράτηση: ~ ~ μετέτρεψε η Εθνική μπάσκετ το παιχνίδι με ... (: νίκησε με συντριπτική διαφορά).|| ~ ~ εξελίχθηκε η συνεδρίαση του ΔΣ της εταιρείας., αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου) βλ. αλλάζω [< αρχ. παράστασις, γαλλ. représentation]

πολυώνυμο

πολυώνυμο πο-λυ-ώ-νυ-μο ουσ. (ουδ.) {πολυωνύμου}: ΜΑΘ. κάθε αλγεβρική παράσταση που είναι άθροισμα μονωνύμων: ελάχιστο/μηδενικό ~. ~ πρώτου/δεύτερου βαθμού. ~ παρεμβολής. Βλ. διώνυμο, τριώνυμο. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθμός πολυωνύμου βλ. βαθμός, ορθογώνια πολυώνυμα βλ. ορθογώνιος [< γαλλ. polynôme, αγγλ. polynomial]

-τός

-τός, ή, ό επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ότι αυτό που προσδιορίζεται 1. μπορεί να δεχτεί, να κάνει ή να προκαλέσει κάτι, είναι άξιο για ό,τι εκφράζει το θέμα: κινη~/φορη~. Mετακλη~. Αγαπη~/επιθυμη~/ζηλευ~. 2. έχει κάποιο σταθερό χαρακτηριστικό: κοφ~/σκεπασ~/σταυρω~/τρυπη~/χτυπη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πλεχ-τό. 3. συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο: ψιθυρισ~. ● βλ. -στός

τριπλούν

τριπλούν [τριπλοῦν] τρι-πλούν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (λόγ.): μόνο στα ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) τριπλούν: ΑΘΛ. ολυμπιακό αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής παίρνει φόρα, εκτελεί τρία συνεχόμενα άλματα και προσγειώνεται σε σκάμμα, καλύπτοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τη βαλβίδα. Βλ. (άλμα εις) μήκος. [< αγγλ. triple jump, 1964, γαλλ. triple saut] ● ΦΡ.: εις τριπλούν (λόγ.): τρεις φορές: Κατέθεσε την αίτηση ~ ~ (: σε τρία αντίτυπα). [< μτγν. τριπλοῦν]

ύψος

ύψος [ὕψος] ύ-ψος ουσ. (ουδ.) {ύψ-ους | -η, -ών} 1. απόσταση σε κατακόρυφο άξονα από τη βάση ως την κορυφή: το ~ του αγάλματος/δωματίου/κτιρίου/τοίχου. ~ πόρτας. Ρύθμιση του ~ους (του καθίσματος).|| Το ~ του βουνού. Βλ. υψόμετρο.|| (το ~ του ανθρώπου) Αναλογία βάρους-~ους. Tι ~ έχεις; Πβ. ανάστημα, μπόι. 2. συγκεκριμένη θέση πάνω σε νοητή κατακόρυφη γραμμή και γενικότ. σε σχέση με ορισμένο σημείο αναφοράς: μπότες/φούστα μέχρι το ~ του γόνατου. Μου φτάνει μέχρι το ~ των ώμων. Πετάμε σε μεγάλο ~. Πβ. επίπεδο.|| Ατύχημα στο ~ της οδού ...|| (μτφ.) Περιμένει την εξ ~ους βοήθεια (: τη θεϊκή βοήθεια, το θαύμα). 3. (μτφ.) το ανώτερο σημείο προς το οποίο κινείται ένα οικονομικό κυρ. μέγεθος: (ΟΙΚΟΝ.) το ~ των αποδοχών/της αποζημίωσης/των δαπανών/των επενδύσεων/των επιτοκίων/της παραγωγής/των συναλλαγών/των τιμών/της χρηματοδότησης. Αγορές/δάνειο/κεφάλαιο/λογαριασμός/οφειλές/πρόστιμο/συμφωνία/υποτροφία ~ους ... ευρώ.|| Το ~ της βροχόπτωσης. Πβ. ποσότητα. 4. ΓΕΩΜ. το κάθετο ευθύγραμμο τμήμα που φέρεται από κορυφή γεωμετρικού σχήματος ή σώματος προς τη βάση του: ~ του κυλίνδρου/ορθογωνίου/παραλληλογράμμου/πρίσματος/τραπεζίου/τριγώνου (βλ. ορθόκεντρο). 5. ΜΟΥΣ. η ποιότητα ενός μουσικού ήχου, η οποία καθορίζεται από τη συχνότητα των δονήσεων που τον παράγουν. Πβ. τόνος. ΣΥΝ. οξύτητα (4) ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) ύψος: ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής πρέπει να περάσει πάνω από έναν πήχη τοποθετημένο οριζόντια σε δύο στυλοβάτες: ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. (άλμα εις) μήκος. [< αγγλ. high jump] ● ΦΡ.: ή του ύψους ή του βάθους: προκειμένου να δηλωθεί η αστάθεια που χαρακτηρίζει κάποιον/κάτι: Είναι ~ ~, τη μια κατενθουσιασμένος με τη δουλειά, την άλλη απογοητευμένος. ~ ~ η ομάδα· από τη νίκη στην ήττα., παίρνω ύψος ΑΝΤ. χάνω ύψος 1. ψηλώνω: Πήρε απότομα ~, όταν μπήκε στην εφηβεία. ΣΥΝ. παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι 2. φτάνω σε επιθυμητή ή μεγάλη απόσταση, συνήθ. από το έδαφος: Το ελικόπτερο πήρε ~ και άλλαξε πορεία. Η μπάλα πήρε ~ και κατέληξε εκτός γηπέδου., πετώ στα ύψη (μτφ.) 1. ανεβαίνω, αυξάνομαι: Οι τιμές πέταξαν ~. 2. είμαι πολύ χαρούμενος: Πέταξε ~, όταν άκουσε τα καλά νέα., στα ύψη (μτφ.): για να δηλωθεί αύξηση σε μεγάλο βαθμό: αδρεναλίνη/ψυχολογία ~ ~. Τα ενοίκια/οι πωλήσεις του βιβλίου/οι τιμές (των ακινήτων/τροφίμων) ανέβηκαν ~ ~. ~ ~ εκτινάχθηκε/εκτοξεύτηκε η μετοχή της ..., χάνω ύψος: παύω να έχω μεγάλη ή την επιθυμητή απόσταση συνήθ. από το έδαφος: Λόγω βλάβης το αεροπλάνο έχασε ~ και συνετρίβη.|| Οι άνθρωποι με οστεοπόρωση τείνουν να ~ουν ~. Πβ. κονταίνω. ΑΝΤ. παίρνω ύψος., σε δυσθεώρητα ύψη βλ. δυσθεώρητος, στέκεται στο ύψος του/στο ύψος των περιστάσεων βλ. στέκομαι [< αρχ. ὕψος, γαλλ. hauteur]

φιλαλήθης

φιλαλήθης, ης, ες φι-λα-λή-θης επίθ. {φιλαλήθ-ους | -εις (ουδ. φιλάληθ-ες | φιλαλήθ-η)} (λόγ.): (για πρόσ.) που υποστηρίζει, αναζητά, προβάλλει την αλήθεια: Ο μάρτυρας υπήρξε ~ στην κατάθεσή του. Πβ. ειλικρινής. [< αρχ. φιλαλήθης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.