αλφαριθμητικός, ή, ό [ἀλφαριθμητικός] αλ-φα-ριθ-μη-τι-κός επίθ. & (σπάν.) αλφανουμερικός: ΠΛΗΡΟΦ. που αποτελείται από γράμματα, αριθμούς, σημεία στίξης και ορισμένα ειδικά σύμβολα: ~ός: κώδικας. ~ό: πληκτρολόγιο. ~οί: χαρακτήρες. ~ά: αρχεία. (βλ. αλφαβητ-, αριθμητ-ικός). ● Ουσ.: αλφαριθμητικό (το): ο αλφαριθμητικός χαρακτήρας. Βλ. συμβολοσειρά. ● επίρρ.: αλφαριθμητικά [< αγγλ. alphanumeric, 1950, γαλλ. alphanumérique, 1960]
αντεργκράουντ [ἀντεργκράουντ] α-ντερ-γκρά-ουντ επίθ./ουσ. {άκλ.} & (σπάν.) άντεργκραουντ 1. που διακρίνεται για τον εναλλακτικό, ιδιόρρυθμο, πειραματικό ή πρωτοποριακό χαρακτήρα του, που αντιτίθεται στα κυρίαρχα συνήθ. δίκτυα εμπορικής διανομής και υπάρχει ή παράγεται έξω από αυτά: ~ κινηματογράφος/μουσική σκηνή/συγκρότημα. ~ και αντιεξουσιαστικό περιοδικό. Βλ. αλτέρνατιβ.|| (ως ουσ.) Ο χώρος του ~. Πβ. αβανγκάρντ, αντικουλτούρα. 2. (γενικότ.) περιθωριακός: ~ κλαμπ/τύπος. [< αγγλ. underground, γαλλ. ~, 1967]
αντιολισθητικός, ή, ό [ἀντιολισθητικός] α-ντι-ο-λι-σθη-τι-κός επίθ. & αντιολισθηρός: που εμποδίζει την ολίσθηση ή δεν γλιστρά: ~ός: τάπητας. ~ή: επιφάνεια (ΑΝΤ. γλιστερή)/λαβή. ~ά: λάστιχα/παπούτσια/πατάκια (μπάνιου). ~ό: σύστημα (πέδησης/πρόσδεσης). ΑΝΤ. ολισθηρός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αντιολισθητικές αλυσίδες: ΤΕΧΝΟΛ. που τοποθετούνται στα ελαστικά οχήματος, για να αποτρέψουν ή να περιορίσουν την ολίσθησή του σε χιονισμένο ή παγωμένο δρόμο. Πβ. χιονοαλυσίδες. [< γαλλ. antidérapant, αγγλ. antiskid, 1904]
βιβλίο βι-βλί-ο ουσ. (ουδ.) 1. έντυπο σε μορφή σελίδων με γραπτό ή/και εικονογραφικό υλικό, δεμένων στη μία τους πλευρά, το οποίο διαθέτει εξώφυλλο και οπισθόφυλλο και έχει εκδοθεί σε πολλά αντίτυπα· κυρ. το περιεχόμενό του (π.χ. κείμενο): δερματόδετο/χαρτόδετο ~. Το κάλυμμα/τα κεφάλαια/το παράρτημα/ο πρόλογος/το σχήμα/ο τίτλος ενός ~ου. (εμφατ.) Το ~ των ~ων (= η Αγία Γραφή). ~-οδηγός μαγειρικής (βλ. τσελεμεντές). ~ τσέπης (: μικρού μεγέθους και σε προσιτή τιμή, πβ. βίπερ). Έκθεση ~ου. Μεταχειρισμένα/παλιά/σπάνια ~α (βλ. παλαιοβιβλιοπωλείο). Ράφια με ~α. ~ που εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε. Αγοράζω/ανοίγω/βγάζω (= εκδίδω)/διαβάζω/κλείνω/ξεφυλλίζω/φυλλομετρώ ένα ~. Μοιράστηκαν τα ~α στους μαθητές (ενν. τα σχολικά).|| Απολαυστικό/βαρετό/διασκεδαστικό/ενδιαφέρον/μεταφρασμένο/πολυδιαβασμένο (βλ. τιράζ)/συναρπαστικό/χρήσιμο ~. Διδακτικά/εξωσχολικά/επιστημονικά/λογοτεχνικά/παιδικά/πανεπιστημιακά (πβ. σύγγραμμα) ~α. (Συγ)γράφει ένα ~ για/πάνω σε ... (βλ. πνευματικά δικαιώματα). Τόποι που ξέρουμε μόνο από τα ~α (: όχι από κοντά). Βλ. άλμπουμ, ανθολόγιο, εγχειρίδιο, κατάλογος, λεύκωμα, μπροσούρα, μυθιστόρημα.|| (μτφ.) Το ~ της ζωής/της φύσης. 2. (ειδικότ.) μεγάλο τετράδιο με χοντρό συνήθ. εξώφυλλο, το οποίο χρησιμοποιείται για καταγραφή, καταχώρηση στοιχείων: (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~ αποθήκης/επιταγών (= τσεκ, μπλοκ)/μεταγραφών (υποθηκοφυλακείου)/μετόχων. Τραπεζικά ~α. Πβ. κατάστιχο, τεφτέρι.|| (κυρ. για την Εφορία:) (Χειρόγραφο) ~ αγορών/εξόδων/εσόδων/πωλήσεων. Εμπορικά ~α και ~α επιτηδευματιών. Άνοιγμα/ενημέρωση/κλείσιμο (των) ~ων (βλ. ισολογισμός). Ανακρίβεια ~ων. Απόρριψη/έλεγχος (των) ~ων (: από τη ΔΟΥ). Επιχειρήσεις που τηρούν ~α Α'/Β'/Γ' κατηγορίας (= ~α Εφορίας). (για λογιστή) Κρατάω τα ~ (ενν. εταιρείας ή ιδιώτη).|| (γενικότ.) ~ δρομολογίων/ευχών/παραπόνων/πρακτικών/συλλυπητηρίων. Υπέγραψε στο ~ επισκεπτών. 3. σε ΦΡ. για πρόσωπο πολύ μελετηρό, βιβλιόφιλο ή το αντίθετο: άνθρωπος του ~ου. Είναι συνέχεια πάνω από ένα ~. Δεν έχει ανοίξει/πιάσει ~ στη ζωή/στα χέρια του. 4. καθένα από τα ξεχωριστά τμήματα ενός ευρύτερου γραπτού έργου: στο δεύτερο ~ της τριλογίας ... Πβ. τόμος. ● Υποκ.: βιβλιαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστικό/ηχητικό/ομιλούν βιβλίο: εγγραφή σε κασέτα ή κυρ. σιντί, κειμένου (συνήθ. λογοτεχνικού) που διαβάζεται συχνά από ηθοποιό ή συγγραφέα και διατίθεται στο εμπόριο: ψηφιακά ακουστικά/ομιλούντα ~α. ~ ~ για τυφλούς. [< αγγλ. audiobook, 1942, γαλλ. audiolivre, 1949] , ανοιχτό βιβλίο (μτφ.): για πρόσωπο που φανερώνει τον χαρακτήρα του, που διακρίνεται από ειλικρίνεια: Σε διαβάζω/σε ξέρω σαν ~ ~., ηλεκτρονικό βιβλίο & ψηφιακό βιβλίο: κείμενο σε ψηφιακή μορφή ή υλικό που διαβάζεται ψηφιακά: διαδραστικά/ενισχυμένα/κανονικά ~ά ~α. Βλ. ηλεκτρονική έκδοση, ηλεκτρονικό χαρτί, ψηφιακή/ηλεκτρονική βιβλιοθήκη. [< αγγλ. electronic/e-book, 1988, γαλλ. e-book, 1998] , βιβλίο/έργο αναφοράς βλ. αναφορά, Ιερό Βιβλίο/Κείμενο βλ. ιερός, κανονικά βιβλία βλ. κανονικός, Λευκή Βίβλος/Λευκό Βιβλίο βλ. βίβλος, ληξιαρχικά βιβλία βλ. ληξιαρχικός, λογιστικά βιβλία βλ. λογιστικός, Μπλε Βίβλος βλ. βίβλος ● ΦΡ.: τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο (μτφ.): το διαβάζω γρήγορα, γιατί το βρίσκω ενδιαφέρον, συναρπαστικό., Βιβλίο Μητρώου Μαθητών/Μητρώο Μαθητών βλ. μητρώο, κλείνω τα βιβλία βλ. κλείνω [< αρχ. βιβλίον, αγγλ. book, γαλλ. livre, γερμ. Buch]
εικόνα [εἰκόνα] ει-κό-να ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) εικών 1. ζωγραφική αναπαράσταση, φωτογραφία· ό,τι προβάλλεται σε οθόνη ή αντανακλάται σε επιφάνεια: σκίτσα και ~ες. Βιβλίο με ~ες (= εικονογραφημένο). Ιστορία σε ~ες. Πβ. εικονογράφημα, ζωγραφιά.|| Τρισδιάστατη ~ (βλ. ολόγραμμα). Κινηματογραφική/τηλεοπτική ~. Κινούμενες ~ες (βλ. καρτούν). Μετάδοση/λήψη ~ας. ~ες από δορυφόρο. Δεν έχει καθαρή/καλή ~ η τηλεόραση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ψηφιακή ~. Ανάλυση/εισαγωγή/επεξεργασία/σάρωση ~ας. (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του ραντάρ. Βλ. πίξελ.|| Βλέπει την ~ του στον καθρέφτη (= είδωλο). 2. ΕΚΚΛΗΣ. εικόνισμα: βυζαντινή/θαυματουργή ~. Λιτάνευση/περιφορά/προσκύνημα της ~ας του Αγίου .../της Παναγίας. Άγιες/ιερές ~ες. Ασπάζεται/προσκυνά την ~ του Χριστού. Προσεύχεται μπροστά στην ~. Βλ. αγιογραφία. 3. (μτφ.) άποψη, εντύπωση που διαμορφώνεται από ορισμένα στοιχεία, δεδομένα ή προκαλείται από περιγραφή: αντιπροσωπευτική/εφιαλτική/ολοκληρωμένη/συγκεχυμένη ~. Δημόσια ~ (πβ. ίματζ). Η ~ της καθημερινότητας/της οικονομίας. Η ~ της κυβέρνησης (πβ. πορτρέτο, προφίλ, φυσιογνωμία). Αποκτώ/σχηματίζω γενική (βλ. πανόραμα)/ολοκληρωμένη ~ επί του θέματος (πβ. γνώμη). Πήραμε μια πρώτη ~ (= ιδέα). Δεν έχω συνολική ~ της κατάστασης. Δίνει αρνητική ~ προς τα έξω/στους άλλους. (ΙΑΤΡ.) Η κλινική ~ του ασθενή.|| Πιστή ~ της πραγματικότητας. Στο έργο παρουσιάζεται μια σαφής ~ της εποχής. Πβ. όψη. Βλ. αυτο~. 4. (μτφ.) νοητική αναπαράσταση: αμυδρή/ονειρική (βλ. όνειρο, οπτασία, όραμα) ~. Κρατάω ζωηρή/ζωντανή την ~ του μέσα μου. ~ες του παρελθόντος περνούσαν διαδοχικά από το μυαλό του (πβ. αναμνήσεις).|| (ΦΙΛΟΛ.) Μυθιστόρημα πλούσιο σε ~ες. ● Υποκ.: εικονίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική εικόνα 1. ΓΛΩΣΣ. & (σπάν.) ακουστικό ίνδαλμα: η γνώση που έχει ο ομιλητής για την προφορά μιας λέξης. ΣΥΝ. σημαίνον 2. (στη λογοτεχνία) φράση με την οποία επιδιώκεται να δραστηριοποιηθεί η ακοή του αναγνώστη. [< γαλλ. image auditive] , οπτική εικόνα 1. ΓΛΩΣΣ. & (σπάν.) οπτικό ίνδαλμα: η γνώση που έχει κάποιος για τον τρόπο γραφής μιας λέξης. 2. ΛΟΓΟΤ. περιγραφή με την οποία επιζητείται να ενεργοποιηθεί η όραση του αναγνώστη. [< γαλλ. image visuelle] , η αναστήλωση των (ιερών) εικόνων βλ. αναστήλωση, μαγική εικόνα βλ. μαγικός, πάγωμα της εικόνας βλ. πάγωμα ● ΦΡ.: κατ' εικόνα και (καθ') ομοίωσιν (ΠΔ) για να δηλωθεί 1. ΘΕΟΛ. ότι ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό, σύμφωνα με την εικόνα Του, διαθέτοντας νοημοσύνη και ελευθερία βούλησης και με σκοπό να μοιάσει σε Αυτόν, ώστε να φτάσει στη θέωση. 2. (μτφ.-λόγ.) ομοιότητα στα χαρακτηριστικά: σπίτι κατασκευασμένο ~ ~ των παραδοσιακών οικιών., μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις (πιθ. κινέζικη παροιμ.): για να εκφραστεί η παραστατικότητα, η δύναμη της εικόνας., δίνω την εντύπωση/την εικόνα βλ. δίνω [< αρχ. εἰκών, γαλλ.-αγγλ. image, αγγλ. picture 2: μεσν. εικόνα, γαλλ. icône, αγγλ. icon]
-ές {-έδες}: κατάληξη για τον σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: αμαν~/βαλ~/καναπ~/καφ~/μεζ~/μενεξ~/μιναρ~/μπαξ~/μπερ~/ναργιλ~/τενεκ~/φιδ~/φραπ~.
εφοδιαστικός, ή, ό [ἐφοδιαστικός] ε-φο-δι-α-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον εφοδιασμό: ~ή: εταιρεία τροφίμων.|| (σε μαρίνα) ~ό κέντρο για σκάφη. ● ΣΥΜΠΛ.: εφοδιαστική αλυσίδα & αλυσίδα εφοδιασμού: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο ή πλέγμα των απαιτούμενων διαδικασιών, ώστε να περάσει ένα προϊόν από την παραγωγή στην κατανάλωση, δηλ. η μεταφορά, αποθήκευση, συσκευασία και διακίνησή του: επιχειρήσεις/υπηρεσίες ~ής ας. [< αγγλ. supply chain] [< αγγλ. logistic(s), γαλλ. logistique, περ. 1970]
ιδιο- & ιδιό- & ιδι- α' συνθετικό λέξεων που αναφέρονται 1. σε ιδιαίτερα, ατομικά χαρακτηριστικά: ιδιο-μορφία/~ρρυθμία/~συγκρασία.|| (ΓΛΩΣΣ.) Iδιό-λεκτος.|| (ΙΑΤΡ.) Iδιο-παθής.|| (NOM.) Ιδι-ώνυμος. 2. σε πράξη του ίδιου του ατόμου: ιδιό-γραφος/~χειρος.|| Ιδιο-συντήρητος (πβ. αυτο-). 3. σε ιδιωτική χρήση ή κτήση: ιδιό-χρηστος (ΑΝΤ. κοινό-). Ιδιο-κατοίκηση. Ιδιό-κτητος. Ιδιο-ποιούμαι (πβ. οικειο-). 4. στο προσωπικό συμφέρον: ιδιο-τέλεια.
κιθάρα κι-θά-ρα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. μουσικό όργανο με έξι συνήθ. χορδές, μακρύ βραχίονα με κλειδιά στην κεφαλή του για το κούρδισμα των χορδών και πλατύ σκάφος με σχήμα όπως ο αριθμός οκτώ· ειδικότ. η κλασική κιθάρα: μελωδική/ρυθμική ~. Το μπράτσο/η πένα/το σώμα της ~ας. Σόλο ~. Ρεσιτάλ/σολίστ ~ας. Με τη συνοδεία ~ας. Έργα για ~. Ξέρει να γρατζουνάει την ~ (: έχει λίγες γνώσεις ~ας). Στην ~ ο ... (: σε συναυλίες, κατά την παρουσίαση των μελών της ορχήστρας). ● Υποκ.: κιθαρίτσα & κιθαρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική κιθάρα: που χρησιμοποιεί μόνο ακουστικές μεθόδους για την παραγωγή ήχου: ~ές και ηλεκτροακουστικές κιθάρες. [< αγγλ. acoustic guitar, 1958] , ηλεκτρική κιθάρα: που έχει συμπαγές σώμα, μεταλλικές χορδές και ο ήχος της ενισχύεται με ηλεκτρικά μέσα. [< αγγλ. electric guitar, 1938] [< αρχ. κιθάρα ‘λύρα’, ιταλ. chitarra]
κωδικός, ή, ό κω-δι-κός επίθ.: που αναφέρεται σε κώδικα ή κωδικό: ~ή: γλώσσα/φράση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: λέξη (βλ. πάσγουορντ). ● ΣΥΜΠΛ.: κωδική αλυσίδα: ΒΙΟΧ. η απέναντι αλυσίδα της μεταγραφόμενης στο DNA: (μη) ~ ~ ενός γονιδίου., κωδική ονομασία & κωδικό όνομα: λέξη ή σύμβολο που χρησιμοποιείται αντί του κανονικού ονόματος, για να αποκρύψει την ύπαρξη ή την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος: Πράκτορας γνωστός με το κωδικό όνομα "..."|| Νέα έκδοση με την κωδική ονομασία ... [< αγγλ. code name] , κωδικός αριθμός: προκαθορισμένος συνδυασμός ψηφίων (ή και γραμμάτων) που δίνεται για λόγους ταυτοποίησης, ασφάλειας, ταξινόμησης, κρυπτογράφησης: εθνικός ~ ~. ~ ~ δημοσιεύματος/μερίδας επενδυτή.|| Προσωπικός ~ ~ αναγνώρισης (= πιν). [< αγγλ. code number, 1959] [< αγγλ. code]
μεσόφωνος με-σό-φω-νος ουσ. (θηλ.) {-ου (λόγ.) -ώνου}: ΜΟΥΣ. λυρική τραγουδίστρια που η φωνή της εκτείνεται ανάμεσα σε αυτή της υψιφώνου (σοπράνο) και της βαθυφώνου (κοντράλτο). Βλ. -φωνος. ΣΥΝ. μέτζο σοπράνο [< ιταλ. mezzosoprano]
μπάσος, α, ο μπά-σος επίθ.: ΜΟΥΣ. που έχει ή παράγει χαμηλούς τόνους ως προς την ηχητική ή φωνητική κλίμακα: ~ος: θόρυβος. ~α: νότα/χορδή. ~ο: κλαρινέτο/τύμπανο. ~ες: συχνότητες. ● Ουσ.: μπάσος (ο): τραγουδιστής που έχει χαμηλούς τόνους και βαθιά φωνή. Πβ. βαθύφωνος. Βλ. τενόρος. ● ΣΥΜΠΛ.: μπάσα φωνή: βαθιά φωνή σε χαμηλούς τόνους. [< ιταλ. basso]
οικολογία [οἰκολογία] οι-κο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ο): ΟΙΚΟΛ. η επιστημονική μελέτη της πληθώρας και κατανομής των ζωντανών οργανισμών και της αλληλεπίδρασης μεταξύ τους, καθώς και ανάμεσα σε αυτούς και το περιβάλλον· κατ' επέκτ. το ιδεολογικό κίνημα που στοχεύει στην επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον και στην προστασία αυτών με τη συνετή χρήση της τεχνολογίας· οι αντίστοιχες σπουδές: βιομηχανική (: που εξετάζει τη λειτουργία του βιομηχανικού συστήματος και τις αλληλεπιδράσεις του με τη βιόσφαιρα)/γενική/εξελικτική/εφαρμοσμένη/θαλάσσια/κοινωνική/λιβαδική/μικροβιακή/μοριακή/πληθυσμιακή/ριζοσπαστική/σοσιαλιστική ~. Βλ. αγρο~, βιο~, παλαιο~, -λογία.|| Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και ~ας. Εργαστήριο ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική οικολογία: η επιστημονική μελέτη των ήχων ενός οικοσυστήματος και της επίδρασής τους στους ζωντανούς οργανισμούς. [< αγγλ. acoustic ecology, 1960] , ανθρώπινη οικολογία: κλάδος της κοινωνιολογίας και της οικολογίας που μελετά κατά χώρο και χρόνο τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων και της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσής τους σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής τους συνείδησης. [< αγγλ. human ecology, 1933] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Β, Ο): ΦΙΛΟΣ. θεωρία η οποία αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα επιβίωσης σε όλες τις μορφές ζωής και αντιτίθεται στον ανθρωποκεντρισμό. [< αγγλ. deep ecololgy, 1972] , δασική οικολογία: κλάδος που μελετά την αλληλεπίδραση των οργανισμών ενός δασικού οικοσυστήματος και τη σχέση τους με τον περιβάλλοντα χώρο., πολιτική οικολογία (κ. με κεφαλ. Π, Ο): ο αγώνας για την προστασία του περιβάλλοντος ως πολιτική θεωρία και κατ΄επέκτ. το σχετικό πολιτικό κίνημα. [< αγγλ. political ecology] [< γερμ. Ökologie, 1866, αγγλ. ecology, 1873, γαλλ. écologie, 1874, διαδόθηκε περ. το 1968]
οπτική [ὀπτική] ο-πτι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣ. κλάδος που μελετά τις ιδιότητες του φωτός και τα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτό, ιδ. τη διάδοση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας: γεωμετρική/μη γραμμική/κβαντική/κυματική ~. Βλ. ηλεκτρο~. 2. οπτική γωνία: μέσα από την ~ (+ γεν.). Πβ. πρίσμα, σκοπιά. [< αρχ. ὀπτική, γαλλ. optique]
οπτικός, ή, ό [ὀπτικός] ο-πτι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με την όραση ή την οπτική: ~ός: έλεγχος. ~ή: αναπηρία/απόδοση/απόλαυση/εμπειρία/εμφάνιση/παρατήρηση/πρόσβαση/σήμανση/ταυτότητα (π.χ. προϊόντων, βλ. λογότυπο). ~ό: κείμενο (= εικόνα)/υλικό/φαινόμενο (π.χ. ουράνιο τόξο). ~ές: ιδιότητες/πληροφορίες. ~ά: βοηθήματα/ερεθίσματα/χαρακτηριστικά.|| (ΑΝΑΤ.) ~ός: φλοιός (του εγκεφάλου). ~ό: νεύρο (οφθαλμού). Βλ. οφθαλμικός.|| (ΟΠΤ.) ~ή: οξύτητα. ~ά: είδη (π.χ. γυαλιά, φακοί επαφής).|| (ΦΥΣ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ό: καλώδιο/πρίσμα/φάσμα. ~ές: διατάξεις/μετρήσεις/συσκευές.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~ός: προγραμματισμός. ~ό: δίκτυο/ποντίκι. ~ή ανάλυση σάρωσης.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: αισθητήρας/σωλήνας. ~ό: μικροσκόπιο/τηλεσκόπιο. ~οί: ανιχνευτές. ~ά: εφέ/όργανα (π.χ. διόπτρα). ~ό και ακουστικό σήμα (: οπτικοακουστικό). Βλ. ηλεκτρο~.|| (ΦΩΤΟΓΡ.) ~ός: σταθεροποιητής (εικόνας)/φακός. ● Ουσ.: οπτικά (τα): οπτικά είδη: εμπόριο/κατάστημα/συλλογή ~ών. ● επίρρ.: οπτικά & (λόγ.) -ώς [ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: οπτική άνεση: που παρέχεται μέσω των κατάλληλων επιπέδων φωτισμού: ~ ~ στο εσωτερικό κτιρίων. Λαμπτήρας που εγγυάται υψηλή ~ ~. Βλ. ακουστική, θερμική άνεση., οπτική αντίληψη: ΨΥΧΟΛ. η ικανότητα αποκωδικοποίησης των ερεθισμάτων που λαμβάνονται από τα όργανα της όρασης. Βλ. ακουστική αντίληψη. [< αγγλ. visual perception] , οπτική επαφή 1. το να είναι κάτι ή κάποιος εντός του οπτικού πεδίου προσώπου: απρόσκοπτη/καθαρή/παρατεταμένη/πρώτη/συνεχής ~ ~. Δατηρώ/έχω άμεση ~ ~ με τον χώρο. 2. ΤΗΛΕΠ. επικοινωνία μέσω οπτικών ινών: απευθείας ~ ~ μεταξύ συσκευών. Απόσταση/γραμμή/διάδοση/συνθήκες ~ής ~ής. Τα ασύρματα δίκτυα απαιτούν ~ ~ ανάμεσα σε πομπό και δέκτη., οπτική όχληση (επίσ.): που προκαλείται από θέαμα το οποίο προσβάλλει την αισθητική κάποιου: ~ ~ από τις οικοδομικές εργασίες., οπτικό ποίημα: ΛΟΓΟΤ. που συνδυάζει τον γραπτό λόγο με την εικόνα ή μεταδίδει οπτικά το νόημα με τον τρόπο διάταξής του., οπτικός θόρυβος: ΦΩΤΟΓΡ. διακυμάνσεις φωτεινότητας ή χρώματος σε εικόνες από σκάνερ ή ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Βλ. κόκκος. [< αγγλ. image noise] , οπτικός πολιτισμός: διεπιστημονικός κλάδος ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των εικόνων, ιδ. όπως αυτές προβάλλονται από τα ψηφιακά μέσα και το διαδίκτυο, καθώς και των μεθοδολογικών-φιλοσοφικών εργαλείων ανάλυσής τους: ~ ~ και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. [< αγγλ. visual culture] , οπτικός τύπος: πρόσωπο που αντιλαμβάνεται και μαθαίνει ευκολότερα κάτι, όταν το βλέπει. Βλ. ακουστικός τύπος. [< γερμ. optischer Typ] , οπτική απάτη βλ. απάτη, οπτική γωνία βλ. γωνία, οπτική εικόνα βλ. εικόνα, οπτική επικοινωνία βλ. επικοινωνία, οπτική ίνα βλ. ίνα, οπτική ποίηση βλ. ποίηση, οπτική πυκνότητα βλ. πυκνότητα, οπτικό ζουμ βλ. ζουμ, οπτικό πεδίο βλ. πεδίο, οπτικός αναγνώστης βλ. αναγνώστης, οπτικός γραμματισμός βλ. γραμματισμός, οπτικός δίσκος βλ. δίσκος, οπτικός θάλαμος βλ. θάλαμος [< αρχ. ὀπτικός, γαλλ. optique, αγγλ. optical, visual]
πεπτιδικός, ή, ό πε-πτι-δι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που σχετίζεται με το πεπτίδιο: ~ή: ορμόνη. ~οί: δεσμοί. Βλ. πολυ~. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπτιδική αλυσίδα: οποιαδήποτε ακολουθία αμινοξέων που ενώνονται με πεπτιδικούς δεσμούς, για να σχηματίσουν πρωτεΐνες. [< αγγλ. peptide chain, 1931] , πεπτιδικός δεσμός: ΧΗΜ. μεταξύ καρβοξυλικών και αμινικών ομάδων που αποτελεί τον κύριο σύνδεσμο όλων των πρωτεϊνικών δεσμών. [< αγγλ. peptide bond, 1932] [< αγγλ. peptidic, 1949, γαλλ. peptidique, 1907]
περιγραφή πε-ρι-γρα-φή ουσ. (θηλ.): αναλυτική ή σύντομη παρουσίαση των χαρακτηριστικών κυρ. προσώπου, πράγματος, χώρου ή γεγονότος, ώστε ο ακροατής ή αναγνώστης να μπορεί να αναπλάσει την εικόνα τους στο μυαλό του: ακριβής/απλή/γενική/γλαφυρή/εκτεταμένη/εξωτερική/εσωτερική/ζωηρή/ζωντανή/λεπτομερής/περιληπτική/πιστή/πλήρης/ρεαλιστική/συνοπτική/φανταστική ~. ~ του κτίριου/προϊόντος. Βλ. αναπαράσταση.|| ~ μαθήματος/προγράμματος. ~ ενός εθίμου/σχεδίου/φαινομένου. ~ των ρόλων και αρμοδιοτήτων. Επιστημονική ~ (= εξήγηση) μιας διαδικασίας. Τεχνική ~ ενός έργου. Λειτουργική ~ ενός συστήματος.|| ~ αθλητικού αγώνα. ~ές από αυτόπτες μάρτυρες (= μαρτυρίες). Πβ. εξιστόρηση. ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική περιγραφή: επικουρική υπηρεσία η οποία βασίζεται στην αφήγηση σκηνής κυρ. ενός τηλεοπτικού προγράμματος, κινηματογραφικού έργου ή μιας θεατρικής παράστασης, ώστε να καθίσταται δυνατή η παρακολούθησή της πλοκής του/της από άτομα με προβλήματα όρασης: υπότιτλοι, ~ ~, νοηματική (: εναλλακτικά κειμένων για ΑμεΑ). [< αγγλ. audio description] [< μτγν. περιγραφή, γαλλ. description]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ