αεροναυτική [ἀεροναυτική] α-ε-ρο-ναυ-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΑΕΡΟΝ. επιστήμη που ασχολείται με τον σχεδιασμό, την κατασκευή και λειτουργία πτητικών μέσων που κινούνται μέσα ή/και έξω από τη γήινη ατμόσφαιρα: βιομηχανία/μηχανικός ~ής. Βλ. αερο-διαστημική, -ναυτιλία, -πλοΐα, αστροναυτική. ΣΥΝ. αεροναυπηγική [< γαλλ. aéronautique, αγγλ. aeronautics]
ανάριος, α, ο [ἀνάριος] α-νά-ριος επίθ. (λογοτ.) 1. αραιός: ~ια: γένια/σύννεφα.|| ~ιο: πλέξιμο/ύφασμα (= αγανό). ΑΝΤ. πυκνός (1) 2. σποραδικός: Ακούστηκαν ~ιες πιστολιές. ● επίρρ.: ανάρια: ΣΥΝ. αραιά και πού, κάπου κάπου ● ΦΡ.: ανάρια ανάρια το φιλί, για να 'χει νοστιμάδα & αλάργα αλάργα το φιλί ... (παροιμ.): κάτι πρέπει να γίνεται σε αραιά χρονικά διαστήματα, για να μην επέρχεται κορεσμός. Βλ. το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/παπάς. [< μεσν. ανάριος]
-βολία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. διάχυση, εκπομπή: ακτινο~/φωτο~. 2. ρίψη, πέταγμα: δισκο~/σφαιρο~/σφυρο~. Βλ. -βόλος, -βολώ.
δέστρα δέ-στρα ουσ. (θηλ.) 1. ΝΑΥΤ. σημείο στερέωσης (κυρ. πάσσαλος) για το δέσιμο του πλοίου στην προκυμαία: σιδερένια ~. ~ πλώρης. Η ~ της άγκυρας. Πβ. αγάντα. Βλ. όκιο. 2. (συνήθ. σε αθλητικό εξοπλισμό) οτιδήποτε χρησιμοποιείται για στήριξη ή δέσιμο: ~ες (για πέδιλα) σκι.|| ~ καρπού (= περικάρπιο).
ιατρική [ἰατρική] ι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι): ΙΑΤΡ. επιστήμη που μελετά τη δομή και τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού καθώς και τις διάφορες νόσους, με στόχο τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της υγείας· συνεκδ. η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή ή οι ιατρικές σπουδές: γενική/διαγνωστική/εξατομικευμένη/εργαστηριακή/του κοινωνικού φύλου/ορθομοριακή/πειραματική/τροπική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις τροπικές περιοχές του πλανήτη)/ψυχοσωματική (: μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στις ψυχικές και σωματικές διαδικασίες) ~. ~ ακριβείας. Ασκεί την ~ (= το ιατρικό επάγγελμα).|| Τελείωσε την ~. Σπουδάζει ~. Βλ. βαρ~, γηρ~, οδοντ~, φων~, ψυχ~, βιο-, τηλε-ϊατρική. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική/(αερο)διαστημική ιατρική: κλάδος που μελετά τις σωματικές και ψυχολογικές επιδράσεις των διαστημικών πτήσεων στον ανθρώπινο οργανισμό. [< αγγλ. aviation/space medicine, 1949] , επείγουσα ιατρική: κλάδος που ασχολείται με επείγοντα περιστατικά τα οποία απαιτούν άμεση ιατρική παρακολούθηση. [< αγγλ. emergency medicine, 1966] , ιατρική της εργασίας: κλάδος ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία των ασθενειών και τραυματισμών που προκύπτουν στο περιβάλλον εργασίας: Κέντρο Διάγνωσης ~ής ~ (ΚΔΙΕ) του ΙΚΑ. Βλ. επαγγελματική ασθένεια., κλινική ιατρική: που σχετίζεται με την άμεση εξέταση του ασθενή για τη διάγνωση της νόσου· συνεκδ. οι σπουδές των δύο τελευταίων χρόνων στην ιατρική σχολή. {< αρχ. κλινική (τέχνη), αγγλ. clinical medicine], μεταφραστική ιατρική: διεπιστημονικός κλάδος του βιοϊατρικού τομέα που συνδέει τη βασική έρευνα με την κλινική πράξη με στόχο την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τρόπων πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας ασθενειών. [< αγγλ. translational medicine/research, 1986] , παρηγορητική ιατρική: επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την ανακούφιση του σωματικού πόνου, καθώς και την ψυχολογική και ηθική υποστήριξη ασθενών, των οποίων η νόσος δεν ανταποκρίνεται στη θεραπευτική αγωγή, με στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Βλ. ιατρείο πόνου. , φυσική ιατρική (και αποκατάσταση): κλάδος που ασχολείται με την αποκατάσταση μιας σειράς παθήσεων, χρησιμοποιώντας κυρίως φυσικά μέσα, τεχνικά βοηθήματα και συμπληρωματικές θεραπείες. ΣΥΝ. φυσιατρική [< αγγλ. Physical medicine and rehabilitation, 1939], αισθητική/κοσμητική ιατρική βλ. αισθητικός, αναγεννητική ιατρική βλ. αναγεννητικός, εναλλακτική ιατρική βλ. εναλλακτικός, λαϊκή ιατρική βλ. λαϊκός, ολιστική ιατρική βλ. ολιστικός, περιβαλλοντική ιατρική βλ. περιβαλλοντικός, περιγεννητική ιατρική βλ. περιγεννητικός, προληπτική ιατρική βλ. προληπτικός, πυρηνική ιατρική βλ. πυρηνικός, συμπληρωματική ιατρική βλ. συμπληρωματικός, φυλοειδική ιατρική βλ. φυλοειδικός [< αρχ. ἰατρική, γαλλ. médecine, αγγλ. medicine]
κόσμος κό-σμος ουσ. (αρσ.) 1. το Σύμπαν και γενικότ. κάθε πλανητικό σύστημα: η γέννηση/η γνώση/η δημιουργία/η καταστροφή/τα μυστήρια/η σύλληψη (= κοσμοθεωρία) του ~ου. Βασικές αρχές που διέπουν τον ~ο. Ο άνθρωπος/εμείς κι ο ~ (πβ. φύση). Φαινόμενο τόσο παλιό όσο και ο ~. Πβ. πλάση.|| Συμπαντικοί ~οι. ~οι και γαλαξίες. Αναζήτηση εξωγήινων ~ων. 2. (ειδικότ.) η Γη με τους κατοίκους της και καθετί πάνω σε αυτή, η υφήλιος: ο γύρος/τα διάφορα μέρη/η ιστορία/η πορεία/οι φυλές του ~ου. Ανακάλυψη/εξερεύνηση/κατάκτηση/χάρτης του ~ου. Ο ~ μέσα από τα μάτια των παιδιών. Του ~ου τα παράξενα/περίεργα! Ο πιο πλούσιος άνθρωπος του ~ου. Νέα από την Ελλάδα και όλο τον ~ο. Εκατομμύρια άνθρωποι στον ~ο ... Ταξίδια ανά τον ~ο. Γνωστός/μοναδικός σε όλο τον ~ο. Ο ~ του αύριο. Αγώνας/ελπίδες/όνειρα για έναν καλύτερο ~ο. Άλλαξε τη ροή του ~ου. Σε έναν ~ο που συνεχώς αλλάζει/προοδεύει. Ζήτημα που αφορά όλο τον ~ο (= παγκόσμιο). Σε τι ~ο ζούμε; Πού πάει ο ~ (: τι εξέλιξη θα έχει); Πβ. ανθρωπότητα, οικουμένη, υδρόγειος. 3. τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου: Ο ~ λέει/νομίζει ότι ... Όλος ο ~ ξεσηκώθηκε/σας είδε/το ξέρει. Έχει βουίξει ο ~ (= ο τόπος). Πάει, τρελάθηκε ο ~! Αναστάτωσε/σήκωσε στο πόδι όλον τον ~ο. Η γνώμη του ~ου (πβ. κοινή γνώμη). Η νοοτροπία του ~ου. (ειρων.) Προβλήματα που έχει ο ~! Ο ~ του σχολείου. Πβ. γειτονιά, κοινωνία, περιβάλλον, περίγυρος.|| (πλήθος ατόμων:) Έχει έρθει/μαζευτεί/συγκεντρωθεί πολύς ~ έξω από ... (πβ. πολυκοσμία). Καλωσόρισε/χαιρέτησε τον ~ο (= τους παρευρισκόμενους). Βγήκε ο ~ στους δρόμους. Κοροϊδεύει τον ~ο. Ευχαρίστησε τον ~ο που ... Κανείς στον ~ο δεν θα με εμποδίσει. Δεν είχαν ~ο τα καταστήματα (: πολλούς πελάτες, μεγάλη κίνηση). Έχω ~ο στο σπίτι (= επισκέπτες/καλεσμένους). Διαλέγει τον ~ο (= τις παρέες) που συναναστρέφεται. Απηύθυνε πρόσκληση στον ~ο (= στους πολίτες) να ... 4. (αφηρ.) κοινωνική ζωή, οργάνωση: Δεν έχει βγει στον ~ο (: είναι άβγαλτος). Δεν έχει πείρα του ~ου. Ζει έξω/μακριά από τον ~ο (= αποκομμένος, απομονωμένος). Είναι μόνος του στον ~ο (: δεν έχει οικογένεια). Σ' έναν ζοφερό ~ο. Γκρεμίστηκε ο ~ της (: αναστατώθηκε η ζωή της). Άφησε τον ~ο (= τα επίγεια, τα εγκόσμια) και πήγε να μονάσει. Βλ. καθημερινότητα. 5. σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, ως προς την ιστορική περίοδο που έζησαν, τη γεωγραφική περιοχή, το θρήσκευμα, την ιδεολογία, την επαγγελματική ιδιότητα, τα ενδιαφέροντα: ο αρχαίος (ελληνικός)/βυζαντινός/μεσαιωνικός/νεότερος/σύγχρονος ~. Η ακμή και παρακμή του ρωμαϊκού ~ου. Βλ. εποχή.|| Ο ~ της Ανατολής/Δύσης.|| Ο μουσουλμανικός/χριστιανικός ~ (= οι μουσουλμάνοι/χριστιανοί).|| Ο καπιταλιστικός/κομμουνιστικός/σοσιαλιστικός ~.|| Ο αγροτικός/εμπορικός/επιχειρηματικός/καλλιτεχνικός/πολιτικός/φίλαθλος ~. Ο ~ του αθλητισμού/των γραμμάτων και των τεχνών/της επιστήμης/του θεάματος/της μόδας/της μουσικής/της οικονομίας/της πολιτικής. Οι αγώνες/διεκδικήσεις του εργατικού ~ου. 6. σύνολο οργανωμένων στοιχείων, εννοιών, οντοτήτων: ορατός/πραγματικός ~. Ο φυσικός ~ (πβ. φυσικό περιβάλλον). Ο θαυμαστός ~ του βυθού/της θάλασσας (= υδάτινος, υποβρύχιος). Μικροσκοπικός ~ (πβ. μικρόκοσμος· βλ. μακρόκοσμος). Βλ. βιόκοσμος.|| Αόρατος/μαγικός/σκοτεινός ~. Ο ~ των ιδεών/των ονείρων/του παραμυθιού/των πνευμάτων/του υπερφυσικού (πβ. σφαίρα). Ο πνευματικός/συναισθηματικός/ψυχικός ~ του εφήβου/παιδιού. Βιβλία που ανοίγουν παράθυρα/πύλες στον ~ο της γνώσης. Διακριτοί/δυνητικοί/εξωτικοί/μυθικοί/παράλληλοι/πιθανοί/φανταστικοί ~οι. Ένας άλλος/καινούργιος ~ αποκαλύφθηκε/ξεδιπλώθηκε/ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους. Γεφύρωση δύο διαφορετικών ~ων. Ταξίδια σε άγνωστους ~ους. Πλάθω νέους ~ους με τον νου/τη φαντασία.|| Ο εικονικός/τρισδιάστατος/ψηφιακός ~. Ο ~ του διαδικτύου/των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Βλ. κυβερνο~. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωπος του κόσμου: που είναι πολύ κοινωνικός και έχει πείρα της ζωής. Πβ. κοσμικός, περπατημένος., εσωτερικός κόσμος: το σύνολο των πνευματικών και ηθικών χαρακτηριστικών κάποιου προσώπου: μοναδικός/πλούσιος/φτωχός ~ ~. Ο ~ ~ του παιδιού/του συγγραφέα. Το διάβασμα/οι τέχνες καλλιεργούν τον ~ό ~ο., ο καλός κόσμος: τα υψηλά κοινωνικά στρώματα· η καλή κοινωνία: Οι κυρίες του ~ού ~ου. Κατάφερε να μπει στα σαλόνια του ~ού ~ου. Πβ. αριστοκρατία.|| (ειρων.) Μαζεύτηκε όλος ~ ~! Πβ. η σάρα και η μάρα., Παλαιός Κόσμος: η Ασία, η Αφρική και κυρ. η Ευρώπη., αναπτυσσόμενες χώρες βλ. αναπτύσσω, Νέος Κόσμος βλ. νέος, ο μάταιος κόσμος βλ. μάταιος, πολίτης του κόσμου βλ. πολίτης, Τέταρτος Κόσμος βλ. τέταρτος, Τρίτος Κόσμος βλ. τρίτος, ψυχή του κόσμου βλ. ψυχή ● ΦΡ.: δεν ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο/δεν είναι του κόσμου τούτου/είναι από άλλο κόσμο: για κάποιον που είναι ξεχωριστός, μοναδικός ή για κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις τρέχουσες αντιλήψεις., είναι/ζει στον κόσμο του/στον δικό του κόσμο/σε άλλο κόσμο/στην κοσμάρα του & στον κόσμο του/στην κοσμάρα του (ειρων.): για πρόσωπο που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας: Εγώ του μιλάω, κι αυτός στον κόσμο του! Πβ. τον χαβά του., έτσι/αυτός είναι ο κόσμος! (προφ.): ως έκφραση συγκατάβασης, αποδοχής μιας δυσάρεστης συνήθ. κατάστασης: Τι να κάνουμε; ~ ~! Σήμερα σου μιλούν, αύριο δεν θέλουν να σε ξέρουν! ~ ~! Πβ. αυτά έχει/έχουν..., και τι στον κόσμο! (προφ.): για να δηλωθεί επιθυμία να συμβεί κάτι που θεωρείται αδύνατο, απίθανο: Αυτό να δω ~ ~!, κατά κόσμον: προς δήλωση του βαφτιστικού ονόματος και του επιθέτου, συνήθ. ιερέα ή μοναχού: (όταν προηγείται το ιερατικό όνομα:) Αρχιμανδρίτης/ιερομόναχος/μητροπολίτης/πατριάρχης ..., ~ ~ ...|| (κατ' επέκτ., όταν προηγείται το ψευδώνυμο:) Οδυσσέας Ελύτης, ~ ~ Οδυσσέας Αλεπουδέλης.|| (χιουμορ.) Μπίλι ή ~ ~ Βασίλης., κόσμε!: ως κλητική προσφώνηση: Εμπρός/ξύπνα ~! Α, ρε, ~ άκαρδε/ψεύτη! Βοήθεια, ~ (/χριστιανοί)!|| (από μικροπωλητή) Πάρε/περάστε/τρέξε, ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Πέρασε, ~ να δεις τα χαΐρια τους! Τρέμε, ~! Έρχεται ο ..., κόσμος και ντουνιάς (προφ.-εμφατ.): πολύς και κάθε λογής κόσμος: ~ ~ περνάει από εκεί. Ήρθε/μαζεύτηκε ~ ~ Πβ. κόσμος και κοσμάκης., με/για τίποτα στον κόσμο: (με άρνηση-εμφατ.) σε καμία περίπτωση, για κανένα λόγο: Δεν φεύγω/δεν το χάνω ~ ~! ~ ~ μη σταματήσεις/μην τα παρατήσεις! ΣΥΝ. για όλο το χρυσάφι του κόσμου, επ' ουδενί (λόγω), με κανέναν τρόπο, με τίποτα (1), μπροστά σε/στον κόσμο: για πράξεις που γίνονται παρουσία και άλλων ατόμων, δημοσίως: Μη μαλώνετε ~ ~! Δεν αισθάνομαι άνετα, όταν βρίσκομαι/τραγουδάω ~ ~. Πβ. σε κοινή/σε δημόσια θέα., ο έξω κόσμος: το εξωτερικό περιβάλλον: Δεν έχει καμία επαφή με τον ~ ~ο (: ζει απομονωμένος). Είχα ξεχάσει πώς είναι ~ ~ (: είχα καιρό να βγω έξω)., ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω & (σπάν.) αναποδογύρισε ο κόσμος: προκλήθηκαν συνταρακτικές αλλαγές, έγιναν μεγάλες ανακατατάξεις., ο κόσμος το 'χει τούμπανο/βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι (παροιμ.): για κάτι που οι άμεσα ενδιαφερόμενοι αποκρύπτουν, ενώ στην ουσία το γνωρίζουν όλοι., ο πολύς (ο) κόσμος: οι περισσότεροι άνθρωποι: ~ ~ νομίζει/πιστεύει ότι ... Βιβλίο άγνωστο στον ~ύ ~ο. Στη συνείδηση του ~ύ ~ου ... Τον περισσότερο ~ο δεν τον απασχολούν τέτοια θέματα. Πβ. ευρύ κοινό, μάζα, όχλος. ΣΥΝ. πολλοί (1), όμορφος κόσμος (ηθικός), αγγελικά πλασμένος (συνήθ. ειρων.): για να δηλωθεί ότι μία άσχημη κατάσταση παρουσιάζεται ως ωραία., στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης (μτφ.): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Έφτασε ~ ~., στον άλλο κόσμο: στον κάτω κόσμο· γενικότ. για αναφορά στη μεταθανάτια ζωή: Πήγε ~ ~ (= πέθανε). Τον έστειλε ~ ~ (= τον σκότωσε)., τι σου είναι ο κόσμος!: προς δήλωση αποδοκιμασίας, δυσαρέσκειας ή έκπληξης, θαυμασμού. Βλ. τι σου είναι ο άνθρωπος!, το κέντρο του κόσμου: το επίκεντρο: Πόλη που έγινε ~ ~. Νομίζει ότι είναι ~ ~ (βλ. εγωκεντρικός). Πβ. ο ομφαλός της Γης., του κόσμου (εμφατ.) 1. για μεγάλη ποσότητα: Ξόδεψε ~ ~ τα λεφτά! Μας είπε ~ ~ τις αηδίες/τα ψέματα! Έχει ~ ~ τα καλά και παραπονιέται κι από πάνω. 2. της καλής κοινωνίας: Κυρία ~ ~ με εκλεπτυσμένους τρόπους., (τι) μικρός που είναι ο κόσμος/πόσο μικρός είναι ο κόσμος! βλ. μικρός, απαρνούμαι τα εγκόσμια/τον κόσμο βλ. εγκόσμιος, από καταβολής κόσμου βλ. καταβολή, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης βλ. κτίση, για όλο το χρυσάφι του κόσμου βλ. χρυσάφι, για τα μάτια του κόσμου βλ. μάτι, δεν χάθηκε/δεν χάλασε/δεν θα χαλάσει (κι) ο κόσμος βλ. χαλώ, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, έφαγα τον κόσμο βλ. τρώω, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) βλ. βασιλεύω, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, κάνω το(ν) γύρο του κόσμου βλ. γύρος, κόσμος και κοσμάκης βλ. κοσμάκης, ο κάτω κόσμος βλ. κάτω, ο κόσμος να χαλάσει βλ. χαλώ, ο κόσμος της νύχτας βλ. νύχτα, ο ομφαλός της Γης βλ. ομφαλός, ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος βλ. πάνω & επάνω, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, συντέλεια του κόσμου βλ. συντέλεια, τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας βλ. θαύμα, τα ύστερα του κόσμου βλ. ύστερος, τρελαίνει κόσμο βλ. τρελαίνω, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω, χαλάει κόσμο βλ. χαλώ, χαλάει ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλάει τον κόσμο βλ. χαλώ, χάλασε ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλασμός Κυρίου/κόσμου βλ. χαλασμός [< 1,2,3,4: αρχ., μτγν. κόσμος, αγγλ.-γαλλ. cosmos 5,6: γαλλ. monde]
κρεμώ [κρεμῶ] κρε-μώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κρεμ-άς, -ά κ. -άει ..., -ώντας | κρέμ-ασα, -άσει, -ιέται, -άστηκε, -αστεί, -ασμένος} & κρεμάω 1. στηρίζω, στερεώνω κάτι σε ψηλό σημείο, ώστε το κάτω μέρος του να μένει ελεύθερο: ~ τις κουρτίνες/το πανό/τη σημαία. ~ασε το σακάκι στην κρεμάστρα/την τσάντα στον ώμο. ~ασε στον λαιμό/στο στήθος του το μετάλλιο. Αφίσα/κάδρο που ~ιέται στον τοίχο (πβ. κρέμομαι). Ο προβολέας μπορεί να ~αστεί από το/στο ταβάνι. Πβ. αναρτώ.|| (μτφ.) Του ~ασαν την ταμπέλα του αποτυχημένου (: του απέδωσαν τον χαρακτηρισμό· πβ. στιγματίζω). ΑΝΤ. ξεκρεμώ 2. (μτφ.-προφ.) παύω να ασχολούμαι (συνήθ. επαγγελματικά) με κάτι: ~ασε τα γάντια/τα παπούτσια/τη σφυρίχτρα του (: για πυγμάχο ή τερματοφύλακα, για ποδοσφαιριστή, για διαιτητή). 3. θανατώνω κάποιον στην κρεμάλα, απαγχονίζω. 4. αφήνω κάτι να κρέμεται: ~ασε τα χέρια του στα μπράτσα της πολυθρόνας (: τα άφησε να πέσουν χαλαρά). ● κρεμάει (προφ.) 1. (για μηχάνημα, σύστημα) σταματά να λειτουργεί, μπλοκάρει: Ο κινητήρας/το μοτέρ/η συσκευή/ο υπολογιστής ~ (= κολλάει). Το δίκτυο/πρόγραμμα δεν ~ασε ούτε μια φορά. 2. βρίσκεται χαμηλότερα από όσο θα έπρεπε, σακουλιάζει ή χαλαρώνει: Η μπλούζα ~ πίσω.|| Η επιδερμίδα/το σώμα του έχει ~άσει (: έγινε πλαδαρό). ● Παθ.: κρεμιέμαι 1. κρατιέμαι, πιάνομαι με τα χέρια από κάπου, έτσι ώστε τα πόδια να μην ακουμπούν στο έδαφος: ~ιόταν από το κάγκελο/το κλαδί. Πβ. αιωρούμαι, μετεωρίζομαι.|| Την ώρα του αποχωρισμού ~άστηκε πάνω του (πβ. αγκαλιάζω).|| (μτφ.) ~άστηκαν από τα παράθυρα, για να δούνε (: έσκυψαν πολύ). 2. (μτφ.) εξαρτώμαι ολοκληρωτικά από κάποιον ή κάτι: ~άστηκαν πάνω της, με την ελπίδα να ... Πβ. κρέμομαι. 3. (προφ.-χιουμορ.) παντρεύομαι: Πήγε και ~άστηκε! Πβ. στεφανώνομαι. ● ΦΡ.: ας/να πάει να κρεμαστεί! (προφ.): ως έκφραση έντονης περιφρόνησης, αδιαφορίας. Πβ. ας/δεν πάει να κόψει το λαιμό του/δεν πάει να κουρεύεται;/να/ας/δεν πάει να πνιγεί!, θα σε κρεμάσω (ανάποδα)! (απειλητ.): για αποτροπή: Κοίτα μην πειράξεις τα πράγματά μου, ~ ~! ΣΥΝ. θα σε γδάρω ζωντανό!, κρεμάω κάποιον (μτφ.-προφ.): τον αφήνω εκτεθειμένο: Μια φορά την χρειάστηκα και με ~ασε (= πούλησε).|| ~ασε την ομάδα του με την αστοχία του., του κρέμασαν κουδούνια (μτφ.): τον γελοιοποίησαν. Πβ. παίρνω κάποιον στο ψιλό. Βλ. γίνομαι ρεζίλι/ρεντίκολο (των σκυλιών)/ρόμπα., καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω/καινούργιο είναι το κόσκινο, ψηλά είναι κρεμασμένο βλ. κόσκινο, ξινίζω/κρεμάω/κατεβάζω/στραβώνω τα μούτρα μου βλ. μούτρο ● βλ. κρεμασμένος, κρέμομαι [< αρχ. κρεμῶ]
λινκ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} 1. ΠΛΗΡΟΦ. -ΔΙΑΔΙΚΤ. σύνδεσμος: (αν)ενεργό/ενδιαφέρον/χρήσιμο ~. ~ με βίντεο/φωτογραφίες. Το ~ δεν ανοίγει. Ακολούθησε/πάτα το ~. Παραθέτω μερικά ~(ς). 2. ΤΗΛΕΠ. (στις τηλεοπτικές μεταδόσεις) ζεύξη: Έπεσε το ~. Βλ. τηλεσύνδεση. [< 1: αγγλ. link, ιταλ. ~, 1986 2: αγγλ. ~, 1911]
-λόγιο {-λογίου (σπανιότ.) -λόγιου | -λογίων} (περιληπτ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε σύνολο στοιχείων ή συστηματική καταγραφή, κατάλογο: λεξι~/υβρεο~.|| Ανεμο~/απουσιο~/βαθμο~/δειγματο~/εορτο~/ερωτηματο~/ημερο~/κτηματο~/μαθητο~/μισθο~/πελατο~/τιμο~/φοιτητο~.
πρωραίος, α, ο [πρωραῖος] πρω-ραί-ος επίθ. (λόγ.) & (λαϊκό) πλωριός, ιά, ιό: που βρίσκεται, ανήκει στην πλώρη: ~ος: ιστός (πβ. ακάτιος, τουρκέτο). ΑΝΤ. πρυμναίος
ράμπα ρά-μπα ουσ. (θηλ.) 1. επικλινής επιφάνεια που ενώνει δύο οριζόντια επίπεδα διαφορετικού ύψους: φορητή ~. ~ αποβίβασης/απογείωσης/προσγείωσης. ~ πεζοδρομίου. Υπόγειο με ~.|| (για ΑΜΕΑ) Ανυψωτική ~. ~ πρόσβασης. Πεζογέφυρα με ~ ανόδου/καθόδου. Βλ. κυλιόμενες σκάλες/κλίμακες. 2. κεκλιμένο συνήθ. επίπεδο σε συνεργείο αυτοκινήτων για την ανύψωση οχήματος, προκειμένου να ελεγχθεί ή/και να επισκευαστεί. 3. σειρά από φώτα στο προσκήνιο θεάτρου. [< γαλλ. rampe]
στραβός, ή, ό στρα-βός επίθ. 1. που δεν είναι ίσιος, δεν έχει συμμετρικό σχήμα ή δεν βρίσκεται στη σωστή θέση: ~ή: γραμμή/μύτη. ~ό: διάφραγμα (= σκολιωτικό)/στόμα/χαμόγελο. ~ά: δόντια/κανιά (βλ. στραβοκάνης)/πόδια. Ο πίνακας/ο τοίχος είναι ~ (= γέρνει, είναι γερτός). Το κρεβάτι είναι ~ό, ίσιωσέ το. ΣΥΝ. λοξός (1), στρεβλός (2) ΑΝΤ. ευθύς (1), ίσιος (1) 2. (μτφ.-προφ.) που έχει σφάλμα, ελάττωμα, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα· ειδικότ. που φανερώνει δύστροπο άνθρωπο: ~ή: εξέλιξη/κίνηση/πορεία. ~ό: ξεκίνημα (ΑΝΤ. καλό)/ξύπνημα. ~ές: αντιλήψεις. Άλλη μια ~ή κίνηση κι έφυγες. Τα βρίσκει όλα ~ά. Όταν βλέπει κάτι ~ό, το σχολιάζει. Δεν έκανες τίποτα ~ό. ΣΥΝ. λανθασμένος. ΑΝΤ. ορθός, σωστός.|| ~ός: χαρακτήρας. ~ή: διάθεση. ~ό: κεφάλι (πβ. αγύριστο). Έπεσα σε ~ό υπάλληλο. ΣΥΝ. στρεβλός (1) 3. (προφ., για πρόσ.) που δεν βλέπει καλά ή καθόλου ή είναι αλλήθωρος: Χωρίς γυαλιά είμαι ~.|| Καλά, δεν με είδες; ~ή είσαι;|| (μτφ.) Θέλησε να δώσει μαθήματα δημοκρατίας σε ~ούς. Πβ. αδαής, απληροφόρητος. ΣΥΝ. τυφλός (1) ● Ουσ.: στραβά (τα) 1. {σπανιότ. στον εν.} ελαττώματα, λάθη: Τον αγαπάει μ' όλα τα ~ του (πβ. μειονέκτημα). Αναφέρθηκε στα ~ της τηλεόρασης (πβ. τα κακώς κείμενα/έχοντα).|| Μη μου χτυπάς κάθε ~ό που κάνω. 2. (μειωτ.) μάτια: Κοίτα μπροστά σου, τι τα 'χεις τα ~ σου;, στραβή (η) (αργκό): αναποδιά, τυχαίο σφάλμα: Σε κάθε ~ τα ρίχνει πάνω μου. Φοβάμαι μη γίνει καμιά ~ και χαλάσει η συμφωνία. Με την πρώτη ~, τον έδιωξαν (: με το πρώτο λάθος, αστοχία). ● επίρρ.: στραβά: στις σημ. 1,2: Φόρεσες ~ τη φούστα σου. [13ος αι.] || Η μέρα ξεκίνησε ~. Ξύπνησες ~ κι όλα σου φταίνε. ΣΥΝ. ανάποδα ● ΦΡ.: ανοίγω τα στραβά μου {συνήθ. στο β' και γ' πρόσ.} (προφ.-μειωτ.): διαβάζω, ενημερώνομαι, κατανοώ, μαθαίνω: Δεν θέλουν να ανοίξουν τα ~ τους. Αμόρφωτε, άνοιξε τα ~ σου (πβ. ξύπνα)! Βλ. ανοίγω τα μάτια (κάποιου). , βάζω/φοράω το καπελάκι μου στραβά (μτφ.-προφ.): δεν επηρεάζομαι από δυσάρεστες καταστάσεις και γεγονότα, αδιαφορώ: Αν δεν σε θέλει, βάλε/φόρα το καπελάκι σου ~ και φύγε!, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο (προφ.): για να είμαστε αντικειμενικοί, ειλικρινείς: Βέβαια/πάντως, ~ ~, έχεις κι εσύ μερίδιο ευθύνης. Πληρώσαμε πολλά, αλλά, ~ ~, το φαΐ ήταν υπέροχο., κάτι πηγαίνει στραβά (προφ.): δεν έχει ευνοϊκή εξέλιξη: Τι (μπορεί να) πήγε ~; Αν κάτι πάει ~, πες μου το! Όλα ~ μού πάνε., παίρνω/βλέπω κάτι στραβά (προφ.): παρεξηγώ: Μην το πάρεις ~, αλλά θέλω να μείνω για λίγο μόνη. Εσύ μπορεί να έκανες πλάκα, αυτός όμως το πήρε/είδε ~ (= το πήρε αλλιώς, ανάποδα/από την ανάποδη). Βλ. βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι., τα στραβά και (τα) ανάποδα (εμφατ.): τα αρνητικά φαινόμενα, οι δυσάρεστες πλευρές: ~ ~ των σύγχρονων κοινωνιών., (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, (ήταν που) ήταν στραβό το κλήμα, το 'φαγε κι ο γάιδαρος βλ. κλήμα, (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο βλ. δρόμος, ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε βλ. γιαλός, κάνω τα στραβά μάτια βλ. μάτι, κουτσά στραβά βλ. κουτσός, κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα βλ. κουτσός, με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ' αλληθωρίζεις βλ. κοιμάμαι, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, πολλές μαμές, στραβό το παιδί βλ. μαμή, σαν τους στραβούς στον Άδη βλ. Άδης, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει βλ. φωτιά [< μτγν. στραβός]
φιγούρα φι-γού-ρα ουσ. (θηλ.) 1. εξωτερική μορφή σώματος· οπτική αναπαράσταση μιας μορφής (μέσω σχεδίου, πίνακα, γλυπτού) ή ενός ήρωα (λογοτεχνικού ή άλλου έργου): αέρινη/ανδρική/ανθρώπινη/γυναικεία/εφιαλτική/θολή/κωμική/λεπτή/μυστηριώδης/σκοτεινή/τρομακτική/φευγαλέα ~. Είδε τη ~ ενός ψηλού άντρα να απομακρύνεται. Στο βάθος διέκρινα δύο ~ες ντυμένες στα λευκά.|| ~ες αεροσκαφών/ζώων. Βλ. μικρογραφία, μοντελισμός.|| (ομοίωμα του θεάτρου σκιών:) Ασπρόμαυρες/έγχρωμες ~ες. ~ από δέρμα/πλαστικό/χαρτόνι. Η ~ του καραγκιόζη. 2. χορευτική παραλλαγή· γενικότ. κίνηση που γίνεται για εντυπωσιασμό: δύσκολη/περίτεχνη ~. Ακροβατικές/αστείες/δυναμικές/σόλο ~ες. Οι ~ες του καλλιτεχνικού πατινάζ. Βλ. ελιγμός.|| (σε διάφορα αθλήματα, κυρ. στο θαλάσσιο σκι:) Πήρε το ασημένιο μετάλλιο στις ~ες. 3. άνθρωπος, τύπος· ειδικότ. εξέχον πρόσωπο συνήθ. σε συγκεκριμένο χώρο, αξιόλογη προσωπικότητα: γραφική/καλτ/μυθική/τραγική ~.|| Ιστορικές/κινηματογραφικές/σημαντικές ~ες. Η απουσία της πατρικής ~ας τον έχει επηρεάσει βαθύτατα. Πβ. μορφή, φυσιογνωμία. 4. (προφ.) επίδειξη, προβολή: Βλέπει το κινητό τηλέφωνο ως μέσο ~ας. Όλο ~ είναι και ουσία τίποτα. ΣΥΝ. μόστρα 5. καθένα από τα τραπουλόχαρτα που αναπαριστούν ένα πρόσωπο (ο ρήγας, η ντάμα ή ο βαλές). ● Υποκ.: φιγουρίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: φιγούρα δράσης: κούκλα, ομοίωμα ήρωα, συνήθ. τηλεοπτικού ή κινηματογραφικού, που χρησιμοποιείται ως παιχνίδι. [< αγγλ. action figure, 1950] ● ΦΡ.: για φιγούρα (προφ.): για εντυπωσιασμό: Έβαλε φιμέ τζάμια στο αυτοκίνητο ~ ~ (= για να κάνει τη μόστρα του). Μόνο ~ ~ την ήθελε. Ό,τι κάνει το κάνει ~ ~., κάνω φιγούρα/κάνω τη φιγούρα μου & πουλάω φιγούρα (προφ.): επιδεικνύομαι, για να προκαλέσω τον θαυμασμό των άλλων: Φοράει ακριβά ρούχα, για να ~ει ~. Θέλει να ~ει τη ~ του. ΣΥΝ. κάνει το κομμάτι του, πουλάω μούρη/μόστρα [< ιταλ. figura]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ