αλμυρίκι βλ. αρμυρίκι
αντιολισθητικός, ή, ό [ἀντιολισθητικός] α-ντι-ο-λι-σθη-τι-κός επίθ. & αντιολισθηρός: που εμποδίζει την ολίσθηση ή δεν γλιστρά: ~ός: τάπητας. ~ή: επιφάνεια (ΑΝΤ. γλιστερή)/λαβή. ~ά: λάστιχα/παπούτσια/πατάκια (μπάνιου). ~ό: σύστημα (πέδησης/πρόσδεσης). ΑΝΤ. ολισθηρός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αντιολισθητικές αλυσίδες: ΤΕΧΝΟΛ. που τοποθετούνται στα ελαστικά οχήματος, για να αποτρέψουν ή να περιορίσουν την ολίσθησή του σε χιονισμένο ή παγωμένο δρόμο. Πβ. χιονοαλυσίδες. [< γαλλ. antidérapant, αγγλ. antiskid, 1904]
γεω- & γεώ-: λεξικό πρόθημα επιστημονικών τομέων και όρων με αναφορά στη γη: γεω-γραφία/~δαισία/~θερμία/~λογία/~μαγνητισμός/~μορφολογία/~οικονομία/~πολιτική/~πονία/~ραντάρ/~στρατηγική/~φυσική/~χημεία. Γεώ-φυτα. Βλ. γαιο-, γη-.|| Γεω-τεμάχιο (πβ. αγρο-).
διατηρησιμότητα δι-α-τη-ρη-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ικανότητα διατήρησης, διαφύλαξης: (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ημερομηνία ελάχιστης ~ας. ΣΥΝ. συντηρησιμότητα. Πβ. συντήρηση.|| (ΟΙΚΟΝ.) Μακροπρόθεσμη ~ των δημόσιων οικονομικών. ~ της ανάπτυξης/των πελατών. Βλ. αειφορία, βιωσιμότητα, -ότητα. [< αγγλ. maintainability, 1943]
διαχείριση δι-α-χεί-ρι-ση ουσ. (θηλ.) , (καταχρ.) διαχείρηση 1. διεύθυνση, διοίκηση· ειδικότ. διευθέτηση θέματος, υπόθεσης, προβλήματος: αστική/δημόσια/ιδιωτική ~. ~ ανθρώπινου δυναμικού/πολυκατοικίας/προγράμματος/προσωπικών δεδομένων. ~ της αγοράς/(εναέριας) κυκλοφορίας/εξουσίας (= άσκηση· πβ. διακυβέρνηση)/κίνησης (π.χ. προϊόντων). Γραφείο ~ης. Υπεύθυνος ~ης έργων. Σύστημα ~ης ασφάλειας/ποιότητας (π.χ. τροφίμων· βλ. ISO, ΕΛ.Ο.Τ.). Ανέλαβε/έχει τη ~ της επιχείρησης.|| ~ συναισθημάτων. ~ της ενέργειας/της μετανάστευσης/της (κυκλοφοριακής) συμφόρησης/υδατικών πόρων/των χημικών ουσιών/του χρέους. Ορθή ~ του χρόνου (πβ. οργάνωση, προγραμματισμός). Πβ. χειρισμός. Βλ. αυτο~, κακο~, συν~. 2. έλεγχος, οργάνωση και αξιοποίηση αγαθών, χρημάτων ή ηλεκτρονικών δεδομένων: ~ των γνώσεων/δραστηριοτήτων (π.χ. μάθησης)/των επιδόσεων (υπαλλήλου)/της έρευνας/της τεχνολογίας. Ορθολογική/συνετή ~ των αποθεμάτων νερού. ~ υλικού (: η αντίστοιχη υπηρεσία σε επιχειρήσεις ή στον στρατό).|| (ΟΙΚΟΝ.) Δημοσιονομική/λογιστική/ταμειακή ~. ~ δανείου/ενεργητικού και παθητικού/των (οικονομικών) ενισχύσεων/εσόδων-εξόδων/περιουσιακών στοιχείων/συμβάσεων. Αποτελεσματική/χρηστή ~ των κονδυλίων. Υπό ~ κεφάλαια/χαρτοφυλάκια. Συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. || (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείων/δικτύου/πληροφοριακών συστημάτων/πρόσβασης (στο ίντερνετ)/σφαλμάτων. Ηλεκτρονική ~ (= τηλε~). (σε φόρουμ:) ~ των χρηστών. ● ΣΥΜΠΛ.: διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων: οι διαδικασίες προσωρινής αποθήκευσης, συλλογής, μεταφοράς και ενδεχόμενης επεξεργασίας απορριμμάτων, αποβλήτων: βιώσιμη/εναλλακτική ~ ~. ~ ~ με βιοτεχνολογικές μεθόδους. Βλ. ανακύκλωση., διαχείριση κινδύνου/κινδύνων: προσδιορισμός, ανάλυση πιθανών κινδύνων και λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή τους, ειδικότ. για επενδυτικές αποφάσεις επιχείρησης και γενικότ. σε κάθε περίπτωση εκτέλεσης ορισμένου έργου: ~ ~ στον αθλητισμό/στη διοίκηση/στην εκπαίδευση. Εφαρμοσμένη ~ κινδύνων. [< αγγλ. risk management, 1963] , διαχείριση κρίσεων & (σπάν.) χειρισμός της κρίσης/κρίσεων: διαδικασία πρόληψης, περιορισμού ή/και επίλυσης, εκτόνωσης απρόβλεπτων και επικίνδυνων καταστάσεων: ~ ~ στον τουρισμό. Εκπαίδευση των πολιτών στη ~ ~. [< αγγλ. crisis management, 1965] , διαχείριση προβλημάτων: επισήμανση και οργάνωση των προβλημάτων που εντοπίζονται σε κάποιο τομέα καθώς και το σύνολο των στρατηγικών και μεθόδων αντιμετώπισής τους: (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ ~ σχολικής τάξης. Επιμορφωτικά σεμινάρια/στρατηγικές ~ης ~.|| ~ ~ πελατών/(ΠΛΗΡΟΦ.) ασφαλείας υπολογιστών., διαχείριση του περιβάλλοντος & περιβαλλοντική διαχείριση: ΟΙΚΟΛ. οργάνωση και έλεγχος του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζονται οι αναπτυξιακές προσπάθειες σε μακροχρόνια βάση. Βλ. αειφορία. [< αγγλ. environmental management, 1949] , σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων: ΠΛΗΡΟΦ. λογισμικό που δημιουργεί και ελέγχει βάση δεδομένων., αναγκαστική διαχείριση βλ. αναγκαστικός, κάμερες διαχείρισης (της) κυκλοφορίας βλ. κάμερα, ολοκληρωμένη διαχείριση βλ. ολοκληρωμένος [< 1: αρχ. διαχείρισις, γαλλ. gestion]
εξόρυξη [ἐξόρυξη] ε-ξό-ρυ-ξη ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΛ. εξαγωγή ορυκτών ή μεταλλευμάτων από κοιτάσματα: ~ διαμαντιών/πετρελαίου/χρυσού. Λατομεία ~ης μαρμάρων. 2. ΙΑΤΡ. (για τον οφθαλμικό βολβό) χειρουργική αφαίρεση. ● ΣΥΜΠΛ.: εξόρυξη γνώσης: ΠΛΗΡΟΦ. αποκάλυψη ή παραγωγή λειτουργικής γνώσης μέσω ανάλυσης δεδομένων: ~ ~ από πολυμέσα. [< αγγλ. knowledge mining] , εξόρυξη δεδομένων & (σπάν.) πληροφοριών: ΠΛΗΡΟΦ. αυτόματη άντληση δομημένης πληροφορίας από αδόμητο σύστημα στοιχείων: ~ ~ από τον παγκόσμιο ιστό. Βλ. ανάκτηση πληροφοριών. [< αγγλ. data mining, 1968] [< μτγν. ἐξόρυξις ‘βγάλσιμο (για μάτια)’]
εφοδιαστικός, ή, ό [ἐφοδιαστικός] ε-φο-δι-α-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον εφοδιασμό: ~ή: εταιρεία τροφίμων.|| (σε μαρίνα) ~ό κέντρο για σκάφη. ● ΣΥΜΠΛ.: εφοδιαστική αλυσίδα & αλυσίδα εφοδιασμού: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο ή πλέγμα των απαιτούμενων διαδικασιών, ώστε να περάσει ένα προϊόν από την παραγωγή στην κατανάλωση, δηλ. η μεταφορά, αποθήκευση, συσκευασία και διακίνησή του: επιχειρήσεις/υπηρεσίες ~ής ας. [< αγγλ. supply chain] [< αγγλ. logistic(s), γαλλ. logistique, περ. 1970]
κάδος κά-δος ουσ. (αρσ.) 1. δοχείο για ρίψη ή συγκέντρωση άχρηστων αντικειμένων: μεταλλικός/πλαστικός/πτυσσόμενος ~. ~ (μηχανικής αποκομιδής) απορριμμάτων/μπάζων (βλ. συλλεκτήρας)/σκουπιδιών. ~ με καπάκι/πεντάλ. Ρομποτικοί ~οι. ΣΥΝ. καλάθι, σκουπιδοτενεκές.|| ~οι οικιακής κομποστοποίησης.|| Ο ~ της ηλεκτρικής σκούπας/του χλοοκοπτικού. || ~οι πυρόσβεσης (ελικοπτέρων). 2. δοχείο κυρ. αποθήκευσης και μεταφοράς τροφίμων ή υλικών: ~ νερού/τυριού. Πβ. καρδάρα, κουβάς, μαστέλο.|| Ο ~ του πλυντηρίου/της φριτέζας.|| ~ ανάμειξης. ● ΣΥΜΠΛ.: κάδος ανακύκλωσης 1. στον οποίο συγκεντρώνονται αντικείμενα για ανακύκλωση: Μπλε ~οι ~. ~οι ~ μπαταριών/χαρτιού. 2. ΠΛΗΡΟΦ. φάκελος στον οποίο καταλήγουν τα διαγραμμένα αρχεία: άδειασμα ~ου ~. Επαναφορά από τον ~ο ~. [< αγγλ. recycle/recycling bin, 1995] [< αρχ. κάδος ‘αγγείο, υδρία, αμφορέας’]
κάρπωση κάρ-πω-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. εξασφάλιση θηράματος και συνεκδ. το ποσοστό των σκοτωμένων θηραμάτων ανά κυνηγετική ημέρα ή περίοδο: ~ του λαγού.|| Ημερήσια/μέση συνολική ~. Αύξηση/μείωση της ~ης της πέρδικας. Βλ. θήρα. 2. οικειοποίηση: ~ των εσόδων.|| (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ώσεως ακινήτου/περιουσιακού στοιχείου. Πβ. εκμετάλλευση, νομή. Βλ. επικαρπία. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της αειφορίας των καρπώσεων: ΟΙΚΟΛ. δέσμη μέτρων που αποσκοπούν στη διατήρηση και βελτίωση της συνολικής παραγωγικής ικανότητας ενός (δασικού) οικοσυστήματος. [< αρχ. κάρπωσις ‘απόλαυση, όφελος’]
κωδικός, ή, ό κω-δι-κός επίθ.: που αναφέρεται σε κώδικα ή κωδικό: ~ή: γλώσσα/φράση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: λέξη (βλ. πάσγουορντ). ● ΣΥΜΠΛ.: κωδική αλυσίδα: ΒΙΟΧ. η απέναντι αλυσίδα της μεταγραφόμενης στο DNA: (μη) ~ ~ ενός γονιδίου., κωδική ονομασία & κωδικό όνομα: λέξη ή σύμβολο που χρησιμοποιείται αντί του κανονικού ονόματος, για να αποκρύψει την ύπαρξη ή την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος: Πράκτορας γνωστός με το κωδικό όνομα "..."|| Νέα έκδοση με την κωδική ονομασία ... [< αγγλ. code name] , κωδικός αριθμός: προκαθορισμένος συνδυασμός ψηφίων (ή και γραμμάτων) που δίνεται για λόγους ταυτοποίησης, ασφάλειας, ταξινόμησης, κρυπτογράφησης: εθνικός ~ ~. ~ ~ δημοσιεύματος/μερίδας επενδυτή.|| Προσωπικός ~ ~ αναγνώρισης (= πιν). [< αγγλ. code number, 1959] [< αγγλ. code]
λιποαναρρόφηση λι-πο-α-ναρ-ρό-φη-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) λιπαναρρόφηση: ΙΑΤΡ. πλαστική χειρουργική αφαίρεση του περιττού τοπικού λίπους από το σώμα: ~ στην κοιλιά. Βλ. λιπο-γλυπτική, -πλαστική. [< αγγλ. liposuction, 1983, γαλλ. liposuccion, περ. 1980]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
πεπτιδικός, ή, ό πε-πτι-δι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που σχετίζεται με το πεπτίδιο: ~ή: ορμόνη. ~οί: δεσμοί. Βλ. πολυ~. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπτιδική αλυσίδα: οποιαδήποτε ακολουθία αμινοξέων που ενώνονται με πεπτιδικούς δεσμούς, για να σχηματίσουν πρωτεΐνες. [< αγγλ. peptide chain, 1931] , πεπτιδικός δεσμός: ΧΗΜ. μεταξύ καρβοξυλικών και αμινικών ομάδων που αποτελεί τον κύριο σύνδεσμο όλων των πρωτεϊνικών δεσμών. [< αγγλ. peptide bond, 1932] [< αγγλ. peptidic, 1949, γαλλ. peptidique, 1907]
πίστωση πί-στω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. οικονομική συμφωνία, κατά την οποία ένας πιστωτικός οργανισμός (π.χ. τράπεζα) παρέχει σε κάποιο πρόσωπο συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για δική του χρήση, με καθορισμένους όρους αποπληρωμής (χρόνος, τόπος, επιτόκιο): εμπορική/τραπεζική ~. Βραχυπρόθεσμη/μακροπρόθεσμη ~. Δέσμευση ~ης. ~ώσεις υποχρεώσεων. Πβ. πίστη, πιστοδότηση. Βλ. χρεο~.|| Το κατάστημα δεν κάνει ~ (= πουλά μόνο τοις μετρητοίς). 2. ΛΟΓΙΣΤ. η δεξιά από τις δύο στήλες λογαριασμού στην οποία καταχωρούνται οι πιστωτικές χρεώσεις. ΑΝΤ. χρέωση (1) ● πιστώσεις (οι): ΟΙΚΟΝ. ποσά που παραχωρούνται για την κάλυψη δαπανών: εξαγωγικές ~. Αύξηση/μείωση/περικοπή των ~ώσεων (του προϋπολογισμού) για την παιδεία. Έγκριση/χορήγηση ~ώσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακυκλούμενη πίστωση: ΟΙΚΟΝ. ανοιχτή πίστωση μέσω καρτών πληρωμών η οποία δίνει στον κάτοχό τους τη δυνατότητα, κάθε φορά που εξοφλεί κάποιο ποσό του κεφαλαίου, το διαθέσιμο υπόλοιπο να αυξάνεται μέχρι το αντίστοιχο ποσό που καταναλώθηκε. [< αγγλ. revolving credit, 1919] , ανοιχτή πίστωση: ΟΙΚΟΝ. μορφή δανεισμού αόριστης διάρκειας και με όριο που εγκρίνει η τράπεζα. [< αγγλ. open credit] , πίστωση χρόνου: παράταση, περιθώριο, προθεσμία χρόνου: Ζητώ/χρειάζομαι ~ ~, για να τελειώσω. Δεν δίνεται άλλη ~ ~., ενέγγυα πίστωση βλ. ενέγγυος ● ΦΡ.: επί πιστώσει (επίσ.) & με πίστωση: χωρίς άμεση πληρωμή (με δόσεις ή πιστωτική κάρτα ή με δυνατότητα αποπληρωμής στο μέλλον): αγορές/πωλήσεις ~ ~. Πβ. βερεσέ. Βλ. αντικαταβολή. ΑΝΤ. τοις μετρητοίς [< γαλλ. à crédit] [< αρχ. πίστωσις ‘(επι)βεβαίωση’, γαλλ. crédit]
συμβατικός, ή, ό συμ-βα-τι-κός επίθ. 1. που είναι αποτέλεσμα επίσημης σύμβασης ή κοινής συμφωνίας ή συμφωνεί με τις κοινωνικές συμβάσεις· κατ' επέκτ. (συχνά μειωτ.) τυπικός, χωρίς ουσία: (ΝΟΜ.) ~ός: διακανονισμός (: κοινοπραξία)/μισθός/χρόνος παράδοσης (ενός έργου). ~ή: αξία (ενός αυθαιρέτου)/ελευθερία. ~ό: δίκαιο/ωράριο εργασίας. ~οί: όροι. ~ές: υποχρεώσεις. ~ά: δικαιώματα. Διεθνές ~ό πλαίσιο (για τις κλιματικές αλλαγές). Βλ. προ~.|| ~ή: ονομασία/χρήση (ενός όρου). Η διόρθωση γίνεται με ~ά σύμβολα. Πβ. αυθαίρετος, τεχνητός. Βλ. φυσικός.|| ~ός: άνθρωπος (πβ. κομφορμιστής)/γάμος. ~ή: ζωή/συμπεριφορά/σχέση. Πβ. κομφορμιστικός. ΑΝΤ. αντικομφορμιστικός, αντι~. 2. του οποίου η κατασκευή ή η χρήση είναι παραδοσιακή, συνηθισμένη, γενικευμένη: ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας/πόλεμος (: με ~ά όπλα). ~ή: εικόνα/εκπαίδευση (βλ. εξ αποστάσεως)/ιατρική (ΑΝΤ. εναλλακτική, ομοιοπαθητική)/μέθοδος (= καθιερωμένη, κλασική, ορθόδοξη. ΑΝΤ. ανορθόδοξη)/τεχνολογία/φωτογραφία (ΑΝΤ. ψηφιακή). ~ό: αυτοκίνητο (βλ. υβριδικός)/πλοίο (βλ. καταμαράν)/ταχυδρομείο (βλ. ιμέιλ)/υλικό για διδασκαλία (βλ. πολυμεσικός). ~ές: πινακίδες. ~ά: καύσιμα/μέσα/προϊόντα (βλ. βιολογικός). ● επίρρ.: συμβατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συμβατικά όπλα: ΣΤΡΑΤ. όπλα που συνήθ. χρησιμοποιούνται στους πολέμους, κατ' αντιδιαστολή προς τα πυρηνικά, τα βιολογικά ή τα χημικά. [< αγγλ. conventional weapons, 1952] , συμβατικές/μη ανανεώσιμες πηγές/μορφές ενέργειας: που εξαντλούνται σταδιακά και επιβαρύνουν το περιβάλλον (άνθρακας, βενζίνη, λιγνίτης, πετρέλαιο, πυρηνική ενέργεια, φυσικό αέριο). Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας. [< αγγλ. conventional energy sources] [< αρχ. συμβατικός, γαλλ. conventionnel, αγγλ. conventional]
-φορία (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. κτήση, το να φέρει κάποιος κάτι: οπλο~.|| (ενέργεια, διαδικασία) Παρασημο~. 2. ανάπτυξη: αει~/ανθο~/καρπο~.|| (μτφ.) Κερδο~. 3. πορεία, πομπή: λαμπαδη~ (πβ. -δρομία).
χειρουργική χει-ρουρ-γι-κή ουσ. (θηλ.) ΙΑΤΡ. 1. αντιμετώπιση κλινικών καταστάσεων με εγχείρηση· (κατ' επέκτ., κ. με κεφαλ. Χ) ο αντίστοιχος κλάδος της ιατρικής: αρθροσκοπική/γναθοπροσωπική/γυναικολογική/ενδοσκοπική/κλινική/κτηνιατρική/λαπαροσκοπική/ορθοπαιδική/ρομποτική ~. ~ γόνατος/δέρματος/θώρακος/καταρράκτη/σπονδυλικής στήλης. Πβ. εγχειρητική. Βλ. αγγειο~, γναθο~, ηλεκτρο~, καρδιο~, κρυο~, μικρο~, νευρο~, παιδο~, τηλε~. 2. (συνεκδ.) το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα. ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητική χειρουργική: επεμβατική αποκατάσταση σωματικών ατελειών ή ανωμαλιών· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της πλαστικής χειρουργικής: ~ ~ με λέιζερ. ~ ~ βλεφάρων (= βλεφαροπλαστική)/προσώπου/στήθους. Βλ. ρινοπλαστική., γενική χειρουργική: κλάδος της χειρουργικής που ειδικεύεται κυρ. στις επεμβάσεις κοιλίας., διαθλαστική χειρουργική: βελτίωση ή διόρθωση της αμετρωπίας, μέσω της επεμβατικής μεταβολής του σχήματος του κερατοειδούς ή της τοποθέτησης ενδοφακών· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της οφθαλμολογίας: ~ ~ με λέιζερ., επανορθωτική χειρουργική: επέμβαση για την επανόρθωση μετατραυματικών ή μετεγχειρητικών σωματικών ή/και δερματικών δυσμορφιών· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της πλαστικής χειρουργικής: ~ ~ μετά από μαστεκτομή. [< γαλλ. chirurgie réparatrice] , ορθογναθική χειρουργική βλ. ορθογναθικός, παιδιατρική χειρουργική βλ. παιδιατρικός, πλαστική χειρουργική βλ. πλαστικός, χειρουργική της κλειδαρότρυπας βλ. κλειδαρότρυπα [< μτγν. χειρουργική (τέχνη), αγγλ. surgery, γαλλ. chirurgie]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ