Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 204 εγγραφές  [0-20]


  • αβιοτικός , ή, ό [ἀβιοτικός] α-βι-ο-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΛ. που αναφέρεται, ανήκει ή οφείλεται στα μη έμβια συστατικά στοιχεία του οικοσυστήματος: ~ός: παράγοντας (π.χ. έδαφος, νερό, ατμόσφαιρα, κλίμα). ~ή: αποικοδόμηση/ποικιλομορφία/ύλη. ~ό: σύστημα. ~οί: πόροι (: μη ανανεώσιμοι, όπως το αργό πετρέλαιο). ~ές: συνθήκες. ~ή καταπόνηση των φυτών (λόγω ξηρασίας). ~ά (λ.χ. αλατότητα, ενεργός οξύτητα και διαλυμένο οξυγόνο) και βιοτικά (: ιχθυοπανίδα, θαλάσσια χλωρίδα) χαρακτηριστικά της λιμνοθάλασσας. [< γαλλ. abiotique, αγγλ. abiotic]
  • αγροκαύσιμα [ἀγροκαύσιμα] α-γρο-καύ-σι-μα ουσ. (ουδ.) (τα): ΟΙΚΟΛ. βιοκαύσιμα που προέρχονται από αγροτικές καλλιέργειες: παραγωγή ~ίμων. [< αγγλ. agrofuels]
  • αγροοικολογία [ἀγροοικολογία] α-γρο-οι-κο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΛ. η επιστήμη της οικολογίας, όπως αυτή εφαρμόζεται στον σχεδιασμό, την ανάπτυξη και οργάνωση της γεωργίας. [< αγγλ. agroecology, 1967, γαλλ. agroécology, 1986]
  • αγροοικολόγος [ἀγροοικολόγος] α-γρο-οι-κο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΟΙΚΟΛ. επιστήμονας ειδικευμένος στην αγροοικολογία. [< αγγλ. agroecologist]
  • αγροτουρισμός [ἀγροτουρισμός] α-γρο-του-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) αγροτοτουρισμός: ΟΙΚΟΛ. εναλλακτική μορφή τουρισμού σε αγροτικές περιοχές, συνήθ. σε αγροκτήματα. Βλ. γεω-, οικο-τουρισμός. ΣΥΝ. αγροτικός τουρισμός [< αγγλ. agritourism, 1978, agrotourism, 1987, rural tourism, γαλλ. agrotourisme, 1977]
  • αειφορία [ἀειφορία] α-ει-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. αρχή και μοντέλο διαχείρισης όλων των φυσικών οικοσυστημάτων και των ανανεώσιμων φυσικών πόρων που επιδιώκει να εναρμονίσει την ανάπτυξη της ανθρώπινης δραστηριότητας σε όλους τους τομείς με την προστασία του περιβάλλοντος, βάσει ενός μακροπρόθεσμου, ολιστικού και διεπιστημονικού σχεδιασμού· βιωσιμότητα: κοινωνική/οικονομική/περιβαλλοντική ~. ~ και ποιότητα ζωής. Πβ. βιώσιμη/αειφόρος/αξιοβίωτη ανάπτυξη. Βλ. διατηρησιμότητα. 2. (σπάν.-κατ' επέκτ.) διαρκής ανάπτυξη: λογοτεχνική ~. Βλ. -φορία. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της αειφορίας των καρπώσεων βλ. κάρπωση [< αγγλ. sustainability, 1972]
  • αειφορικότητα [ἀειφορικότητα] α-ει-φο-ρι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. η ιδιότητα του αειφόρου και ειδικότ. η αειφόρος ανάπτυξη: η ~ στη γεωργία. ~ και οικολογικός εκσυγχρονισμός. Αρχές/πολιτικές της ~ας. Βλ. -ότητα. [< αγγλ. sustainability, 1972]
  • αισθητικός , ή, ό [αἰσθητικός] αι-σθη-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την αισθητική ως αντίληψη του ωραίου ή ως επιστημονικό κλάδο: ~ός: κανόνας/χαρακτήρας (κτιρίου). ~ή: αγωγή/αλλοίωση/αναβάθμιση (χώρου)/αξία/απόλαυση/αρτιότητα/θεωρία/καλλιέργεια/παιδεία/παρέμβαση/συγκίνηση/υποβάθμιση. ~ό: αποτέλεσμα/ενδιαφέρον/ιδεώδες/κάλλος/κριτήριο/ρεύμα. ~ές: αναζητήσεις/τάσεις (πβ. καλλιτεχνικός). ~ά: χαρακτηριστικά (κειμένου). Αρμονικό από ~ή άποψη. Η ~ή λειτουργία του έργου τέχνης. Επεμβάσεις για ~ούς και λειτουργικούς λόγους. Πβ. καλ~.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ό (= το ωραίο, το αρμονικό). Βλ. αντι~. 2. που αναφέρεται στις αισθήσεις: ~ή: ανάπτυξη του νηπίου. ~ό: ερέθισμα.|| (ΦΥΣΙΟΛ.) ~ός: νευρώνας/υποδοχέας/φλοιός (του εγκεφάλου). ~ό: νεύρο/σύστημα (του εσωτερικού αυτιού). ~ές: απολήξεις/νευρικές ίνες/οδοί (του κεντρικού νευρικού συστήματος). ~ά: (εγκεφαλικά/νωτιαία) κέντρα.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: αφασία/επιληψία/νεύρωση. ~ές: διαταραχές. Βλ. αν~, παρ~, υπερ~, ψευδ~. 3. που αφορά την αισθητική της εμφάνισης: ~ός: σύμβουλος εμφάνισης. ~ή: αποκατάσταση/γυμναστική/δερματολογία/επέμβαση/(επανορθωτική) οδοντιατρική/περιποίηση. ~ό: ελάττωμα/μασάζ. ● επίρρ.: αισθητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητική/κοσμητική ιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος της πλαστικής χειρουργικής που χρησιμοποιεί επεμβατικές μεθόδους για τη βελτίωση σωματικών ατελειών: χρήση σιλικόνης στην ~ ~ (: για αύξηση του στήθους). Βλ. λιποαναρρόφηση, λίφτινγκ, μπότοξ., αισθητικό δάσος: ΟΙΚΟΛ. προστατευόμενη δασική περιοχή με φυσική ομορφιά και οικολογική σημασία., αισθητική χειρουργική βλ. χειρουργική [< αρχ. αἰσθητικός 1,3: γερμ. ästhetisch, γαλλ. esthétique, αγγλ. aesthetic 2: γαλλ. sensitif]
  • αλλόχθων , ων, ον [ἀλλόχθων] αλ-λό-χθων επίθ. {αλλόχθ-ονος, -ονα | -ονες (ουδ. -ονα) -όνων} 1. (επίσ.) που κατάγεται, προέρχεται από διαφορετική χώρα: ~ονες: µαθητές/πληθυσμοί.|| (ως ουσ.) Πολιτιστικές σχέσεις ανάμεσα σε αυτόχθονες και ~ονες. Πβ. αλλο-δαπός, -εθνής, ετερόχθων.|| ~ονες (μη-γηγενείς) γλώσσες. 2. ΟΙΚΟΛ. (για είδος) που έχει εισαχθεί από άλλη περιοχή: ~ονα: υλικά (: που µεταφέρονται σε ένα οικοσύστηµα από κάπου αλλού). ~ονα είδη στις ελληνικές θάλασσες. 3. ΓΕΩΛ. που έχει μεταφερθεί, προέρχεται από άλλο μέρος ή δημιουργήθηκε από υλικό ξένο προς την περιοχή: ~ονα: ιζήματα/πετρώματα. ΑΝΤ. αυτόχθων (3) [< γερμ. allochthon, γαλλ. allochtone, 1907, αγγλ. allochthonous, 1911, allochthon, 1942]
  • αλόφυτα [ἁλόφυτα] α-λό-φυ-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {-ων κ. -ύτων}: ΟΙΚΟΛ. ονομασία φυτών ανθεκτικών στην παρουσία άλατος στο έδαφος: ~ της παραλιακής ζώνης. Είδη/κοινότητες ~ων.|| (ως επίθ.) ~α: είδη. Βλ. αλμυρίκι. [< γαλλ.-αγγλ. halophytes]
  • αλυσίδα [ἁλυσίδα] α-λυ-σί-δα ουσ. (θηλ.) 1. σειρά κρίκων που είναι περασμένοι ο ένας μέσα από τον άλλο: αντικλεπτική/βαριά/μεταλλική/πλαστική/χοντρή ~. ~ άγκυρας/αλυσοπρίονου/σκύλου. ~ ασφαλείας. Κόβεται/σπάει η ~. Τον έδεσαν με ~. Έκλεισαν με λουκέτο και ~ την κεντρική πόρτα.|| (ως κόσμημα) Ασημένια/χρυσή ~. ~ χεριού. Μενταγιόν/σταυρός με ~. ~ ρολογιού. Tης κόπηκε η ~. Μια ~ κρεμόταν στο λαιμό της. Φορούσε μια ~ στον αστράγαλο/στο πόδι. Πβ. καδένα. 2. συνεχόμενοι μεταλλικοί κρίκοι ή/και οδοντωτοί τροχοί για μετάδοση κίνησης: ~ μοτοσικλέτας/ποδηλάτου. Καθαρίζω/λιπαίνω την ~.|| ~ εκκεντροφόρων. Κινηματική ~ βαλβίδων. ~ες για την αυτοκινητοβιομηχανία/τη χαλυβουργία. ~ες ανάρτησης/ανύψωσης/μεταφοράς. 3. (μτφ.) σειρά, ακολουθία, διαδοχή ομοειδών στοιχείων, ενεργειών, γεγονότων: αδιάσπαστη/βιολογική/εμπορική/εξελικτική/οικολογική ~. ~ διαβίβασης εντολών/διανομής/της ιεραρχίας/συναρμολόγησης. Σημαντικός κρίκος στην ~ της εξέλιξης. ~ εγκλημάτων/εκρήξεων/επιθέσεων/ερωτημάτων/παραλείψεων/προβλημάτων/συλλογισμών. ~ από κλοπές/λάθη/σκάνδαλα. Ορεινή ~ (βλ. οροσειρά).|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ του λόγου (: κυρ. στον προφορικό λόγο, σειρά λέξεων που συνδέονται συντακτικά μεταξύ τους. Βλ. σύμπλοκο).|| (ΒΙΟΛ.) Κωδική ~ DNA. ~ αμινοξέων/του γονιδίου. Αναπνευστική/διακλαδιζόμενη/ευθύγραμμη/μοριακή/πολυπεπτιδική ~. (ΧΗΜ.) Ανοιχτή/κλειστή ~ ανθράκων. ~ μορίων γλυκόζης. ~ μεταφοράς ηλεκτρονίων. ~ από αντιδράσεις. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εντολών/κώδικα (πβ. ακολουθία, βλ. αλγόριθμος). (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ από αντιστάσεις. (ΤΟΠΟΓΡ. παλαιότ.) Μετρική ~ (: για τη μέτρηση μήκους). (ΜΟΥΣ.) Αρμονική ~. 4. σειρά επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο οργανισμό, έχουν την ίδια επωνυμία και διαθέτουν τα ίδια περίπου προϊόντα: διεθνής/πολυεθνική ~. ~ αθλητικών ειδών/γραφείων/εστιατορίων/ξενοδοχείων/καταστημάτων. 5. (στο κέντημα) είδος βελονιάς. ● αλυσίδες (οι) (μτφ.): δεσμά: Του πέρασαν ~ (= χειροπέδες). Ο λαός έσπασε τις ~ της δουλείας/σκλαβιάς (= απελευθερώθηκε). Δεν κρατιέται ούτε με ~ (: είναι πολύ ορμητικός).|| Οι ~ της υποταγής. ● Υποκ.: αλυσιδάκι (το), αλυσιδίτσα & αλυσιδούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αλυσίδα αξίας: ΟΙΚΟΝ. σχέση αλληλεξάρτησης και συνέργειας μεταξύ των κύριων δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης, με την ανάλυση της οποίας προσδιορίζεται η συνεισφορά των δραστηριοτήτων αυτών στη συνολική απόδοση της επιχείρησης: ψηφιακές ~ες ~. ~ ~ ενός κλάδου/οργανισμού. ~ ~ στο διαδίκτυο/στις τηλεπικοινωνίες/στις υπηρεσίες υγείας. [< αγγλ. value chain] , αλυσίδα παραγωγής : ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των διαφορετικών σταδίων για την παραγωγή, διάθεση και πώληση προϊόντος ή παροχής υπηρεσίας: ~ ~ μιας επιχείρησης/των εµπορευµατικών µεταφορών/τροφίμων/τσιμέντου. Πβ. γραμμή παραγωγής. [< αγγλ. chain of production] , ανθρώπινη αλυσίδα: σειρά ατόμων που ενώνουν τα χέρια ή πιάνονται αγκαζέ, συνήθ. ως ένδειξη ειρηνικής διαμαρτυρίας ή για την αποτελεσματικότερη επιτέλεση ενός έργου: ~ ~ αλληλεγγύης/ειρήνης. Διάσωση με ~ ~. Οι διαδηλωτές σχημάτισαν ~ ~ γύρω από ... [< αγγλ. human chain, 1908] , τροφική αλυσίδα & διατροφική αλυσίδα: ΟΙΚΟΛ. ιεραρχία οργανισμών σε ένα οικοσύστημα, όπου το μεγαλύτερο είδος τρέφεται με το μικρότερο: ανθρώπινη/ζωϊκή ~ ~. [< αγγλ. food chain, 1920, γαλλ. chaîne alimentaire] , αντιολισθητικές αλυσίδες βλ. αντιολισθητικός, εφοδιαστική αλυσίδα βλ. εφοδιαστικός, κωδική αλυσίδα βλ. κωδικός, πεπτιδική αλυσίδα βλ. πεπτιδικός ● ΦΡ.: πάει αλυσίδα (προφ.): για αλληλουχία γεγονότων: ~ ~ η δουλειά/το θέμα/το κακό/το πρά(γ)μα. [< μεσν. αλυσίδα, γαλλ. chaîne, αγγλ. chain]
  • αναδάσωση [ἀναδάσωση] α-να-δά-σω-ση ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΛ. φύτευση δενδρυλλίων (ή σπορά) σε δασική έκταση που έχει συνήθ. καταστραφεί από πυρκαγιά, με σκοπό την εκ νέου δημιουργία δάσους: τεχνητή/φυσική (: αναγέννηση του δάσους χωρίς την παρέμβαση του ανθρώπου) ~. Πβ. δενδροφύτευση. ΑΝΤ. αποδάσωση [< γαλλ. reboisement]
  • ανάκτηση [ἀνάκτηση] α-νά-κτη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΛΗΡΟΦ. διαδικασία πρόσβασης σε αποθηκευμένη πληροφορία κατόπιν αναζήτησης και κυρ. επαναφορά, αποκατάσταση στη μνήμη του υπολογιστή δεδομένων που έχουν αλλοιωθεί ή χαθεί: αυτόματη ~ (διαγραμμένων/σβησμένων) αρχείων/εγγράφου/κειμένου/φωτογραφιών. Κάνω ~ (= ανακτώ). 2. ΟΙΚΟΛ. -ΤΕΧΝΟΛ. εξαγωγή επαναχρησιμοποιήσιμων υλικών από απόβλητα, απορρίμματα, συνήθ. κατόπιν επεξεργασίας: ~ πρώτων υλών/συσκευασιών (= ανακύκλωση). 3. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακτώ: ~ του ηθικού/χαμένου χρόνου. Πβ. επ~. ΑΝΤ. απώλεια (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάκτηση ενέργειας ΟΙΚΟΛ.-ΤΕΧΝΟΛ. 1. παραγωγή ενέργειας από οργανικά απόβλητα μέσω ποικίλων διεργασιών (καύσης, πυρόλυσης, αναερόβιας χώνευσης): ~ ~ από βιομάζα. ~ ~ με βιολογική επεξεργασία. Αεριοποίηση και ~ ~. Βλ. διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων. 2. σύστημα φόρτισης της μπαταρίας οχήματος κατά την επιβράδυνση ή το φρενάρισμα: ~ ~ πέδησης. [< 1: αγγλ. energy recovery 2: αγγλ. Brake Energy Regeneration, BER] , ανάκτηση θερμότητας & ανάκτηση απορριπτόμενης θερμότητας: ΟΙΚΟΛ. -ΤΕΧΝΟΛ. διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται αξιοποίηση μέρους της θερμότητας που απορρίπτεται στο περιβάλλον από κάποια μονάδα παραγωγής της: ~ ~ από απόνερα (βαφείων)/δίκτυα ατμού/καυσαέρια. [< αγγλ. (waste-)heat recovery] , ανάκτηση πληροφοριών/πληροφορίας: ΠΛΗΡΟΦ. διαδικασία συστηματικής αναζήτησης και απόκτησης, εξαγωγής δεδομένων από διάφορες πηγές και ψηφιακά μέσα αποθήκευσης (σκληρό δίσκο, σιντί): ~ ~ από κατεστραμμένα αρχεία/βάσεις δεδομένων/το διαδίκτυο. Βλ. εξόρυξη δεδομένων. [< αγγλ. information retrieval, 1950] [< 1,2: αγγλ. recovery 3: μτγν. ἀνάκτησις]
  • ανακτήσιμος , η, ο [ἀνακτήσιμος] α-να-κτή-σι-μος επίθ.: που είναι δυνατή η ανάκτησή του: (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~η: αξία. ~α: ποσά. Μη ~ ΦΠΑ (: που δεν επιστρέφεται ή δεν αντισταθμίζεται).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~α: αρχεία/δεδομένα (: που επαναφέρονται στη μνήμη του υπολογιστή).|| (ΟΙΚΟΛ.-ΤΕΧΝΟΛ.) ~η: ενέργεια (πβ. αξιοποιήσιμη, εκμεταλλεύσιμη). Μη ~η απώλεια πόρων. [< αγγλ. recoverable, retrievable]
  • ανακυκλώνω [ἀνακυκλώνω] α-να-κυ-κλώ-νω ρ. (μτβ.) {ανακύκλω-σα, ανακυκλών-οντας, ανακυκλώ-θηκε, -μένος (λόγ. μτχ. ενεστ.) ανακυκλ-ούμενος} 1. ΟΙΚΟΛ. κάνω ανακύκλωση: Μαθαίνουμε να ~ουμε αντικείμενα από αλουμίνιο, γυαλί και χαρτί. ~σαν εφημερίδες/κονσέρβες/μπουκάλια/πλαστικές σακούλες. ~μένες: πρώτες ύλες. Ανανεώσιμα και ~ούμενα υλικά. 2. (μτφ.) αναπαράγω, διαιωνίζω: Αντιλήψεις/γνώσεις/ιδέες που ~ονται διαρκώς. 3. ανανεώνω: Ο αέρας στην καμπίνα/το νερό στο ενυδρείο ~εται.|| (ΟΙΚΟΝ., που ανανεώνεται αυτόματα) ~ούμενο: δάνειο/κεφάλαιο. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακυκλούμενη πίστωση βλ. πίστωση [< μτγν. ἀνακυκλέω ‘περιστρέφω, επανέρχομαι’, αγγλ. recycle, 1925, γαλλ. recycler, 1960]
  • ανακύκλωση [ἀνακύκλωση] α-να-κύ-κλω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΛ. διαδικασία κατά την οποία χρησιμοποιημένα ή φαινομενικά άχρηστα υλικά συλλέγονται, ταξινομούνται, μετατρέπονται σε πρώτη ύλη και επαναχρησιμοποιούνται για την παραγωγή νέων προϊόντων, με σκοπό τη μείωση της ρύπανσης και της ποσότητας των αποβλήτων και την εξοικονόμηση πρώτων υλών και ενέργειας: ανταποδοτική/δημιουργική/μηχανική/οργανική (= κομποστοποίηση· βλ. υγειονομική ταφή) ~. ~ αλουμινίου/αυτοκινήτων/γυαλιού/ηλεκτρικών συσκευών/μετάλλων/μπαταριών/νερού/πλαστικών/σκουπιδιών/χαρτιού. Πρόγραμμα/σημεία ~ης. Κάνω ~ (= ανακυκλώνω). 2. ΟΙΚΟΛ. φυσική διαδικασία κατά την οποία ένα στοιχείο ή μια οργανική ή ανόργανη ένωση δεν καταστρέφεται, αλλά εισέρχεται εκ νέου στον κύκλο της ύλης του φυσικού περιβάλλοντος: ~ του αζώτου/άνθρακα/νερού/φωσφόρου. 3. ανανέωση: (σε κλιματισμό) ~ αέρα. Πβ. ανακυκλοφορία. 4. (μτφ.) αναπαραγωγή, διαιώνιση: ~ θεμάτων/προβλημάτων. ~ της βίας. ● ΣΥΜΠΛ.: κάδος ανακύκλωσης βλ. κάδος [< μτγν. ἀνακύκλωσις ‘κύκλος, περιφορά’, αγγλ. recycling, 1926, γαλλ. recyclage, περ. 1956]
  • ανακυκλώσιμος , η, ο [ἀνακυκλώσιμος] α-να-κυ-κλώ-σι-μος επίθ.: ΟΙΚΟΛ. που μπορεί να ανακυκλωθεί: ~ες: συσκευασίες. ~α: απορρίμματα/προϊόντα/υλικά (: χαρτί, γυαλί, μέταλλο, πλαστικό). [< αγγλ. recyclable, 1971, γαλλ. ~, 1974]
  • ανακυκλωσιμότητα [ἀνακυκλωσιμότητα] α-να-κυ-κλω-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΛ. η ιδιότητα του ανακυκλώσιμου, δυνατότητα ανακύκλωσης: υψηλή ~. Η ~ του αλουμινίου. [< αγγλ. recyclability, 1973, γαλλ. recyclabilité, 1975]
  • ανακυκλωτής [ἀνακυκλωτής] α-να-κυ-κλω-τής ουσ. (αρσ.): ΟΙΚΟΛ. συσκευή ή μηχάνημα που ανακυκλώνει άχρηστα υλικά· σπανιότ. πρόσωπο που κάνει ανακύκλωση: ~ές ασφάλτου/χαρτιού. [< αγγλ. recycler, 1973]
  • ανανεώσιμος , η, ο [ἀνανεώσιμος] α-να-νε-ώ-σι-μος επίθ.: που μπορεί να ανανεωθεί: ~η: άδεια/θητεία (των μελών του ΔΣ)/σύμβαση. ~ο: δυναμικό.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~οι: ενεργειακοί/φυσικοί πόροι (ΑΝΤ. εξαντλήσιμοι, π.χ. πετρέλαιο). ~ες: πρώτες ύλες. ~α: αποθέματα/καύσιμα (βλ. βιοκαύσιμα). ● ΣΥΜΠΛ.: ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας: ΟΙΚΟΛ. που είναι πρακτικά ανεξάντλητες, ικανές να υποκαταστήσουν πολλές από τις συμβατικές πηγές ενέργειας και δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον (δηλ. η ηλιακή, η αιολική, η γεωθερμική, η υδραυλική, η θαλάσσια ενέργεια και η ενέργεια από βιομάζα): Παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από ~ ~. ΣΥΝ. ήπιες μορφές/πηγές ενέργειας [< αγγλ. renewable sources of energy, 1974] , συμβατικές/μη ανανεώσιμες πηγές/μορφές ενέργειας βλ. συμβατικός [< αγγλ. renewable, 1971]

αλμυρίκι

αλμυρίκι βλ. αρμυρίκι

αντιολισθητικός

αντιολισθητικός, ή, ό [ἀντιολισθητικός] α-ντι-ο-λι-σθη-τι-κός επίθ. & αντιολισθηρός: που εμποδίζει την ολίσθηση ή δεν γλιστρά: ~ός: τάπητας. ~ή: επιφάνεια (ΑΝΤ. γλιστερή)/λαβή. ~ά: λάστιχα/παπούτσια/πατάκια (μπάνιου). ~ό: σύστημα (πέδησης/πρόσδεσης). ΑΝΤ. ολισθηρός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αντιολισθητικές αλυσίδες: ΤΕΧΝΟΛ. που τοποθετούνται στα ελαστικά οχήματος, για να αποτρέψουν ή να περιορίσουν την ολίσθησή του σε χιονισμένο ή παγωμένο δρόμο. Πβ. χιονοαλυσίδες. [< γαλλ. antidérapant, αγγλ. antiskid, 1904]

γεω- & γεώ-

γεω- & γεώ-: λεξικό πρόθημα επιστημονικών τομέων και όρων με αναφορά στη γη: γεω-γραφία/~δαισία/~θερμία/~λογία/~μαγνητισμός/~μορφολογία/~οικονομία/~πολιτική/~πονία/~ραντάρ/~στρατηγική/~φυσική/~χημεία. Γεώ-φυτα. Βλ. γαιο-, γη-.|| Γεω-τεμάχιο (πβ. αγρο-).

διατηρησιμότητα

διατηρησιμότητα δι-α-τη-ρη-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ικανότητα διατήρησης, διαφύλαξης: (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ημερομηνία ελάχιστης ~ας. ΣΥΝ. συντηρησιμότητα. Πβ. συντήρηση.|| (ΟΙΚΟΝ.) Μακροπρόθεσμη ~ των δημόσιων οικονομικών. ~ της ανάπτυξης/των πελατών. Βλ. αειφορία, βιωσιμότητα, -ότητα. [< αγγλ. maintainability, 1943]

διαχείριση

διαχείριση δι-α-χεί-ρι-ση ουσ. (θηλ.) , (καταχρ.) διαχείρηση 1. διεύθυνση, διοίκηση· ειδικότ. διευθέτηση θέματος, υπόθεσης, προβλήματος: αστική/δημόσια/ιδιωτική ~. ~ ανθρώπινου δυναμικού/πολυκατοικίας/προγράμματος/προσωπικών δεδομένων. ~ της αγοράς/(εναέριας) κυκλοφορίας/εξουσίας (= άσκηση· πβ. διακυβέρνηση)/κίνησης (π.χ. προϊόντων). Γραφείο ~ης. Υπεύθυνος ~ης έργων. Σύστημα ~ης ασφάλειας/ποιότητας (π.χ. τροφίμων· βλ. ISO, ΕΛ.Ο.Τ.). Ανέλαβε/έχει τη ~ της επιχείρησης.|| ~ συναισθημάτων. ~ της ενέργειας/της μετανάστευσης/της (κυκλοφοριακής) συμφόρησης/υδατικών πόρων/των χημικών ουσιών/του χρέους. Ορθή ~ του χρόνου (πβ. οργάνωση, προγραμματισμός). Πβ. χειρισμός. Βλ. αυτο~, κακο~, συν~. 2. έλεγχος, οργάνωση και αξιοποίηση αγαθών, χρημάτων ή ηλεκτρονικών δεδομένων: ~ των γνώσεων/δραστηριοτήτων (π.χ. μάθησης)/των επιδόσεων (υπαλλήλου)/της έρευνας/της τεχνολογίας. Ορθολογική/συνετή ~ των αποθεμάτων νερού. ~ υλικού (: η αντίστοιχη υπηρεσία σε επιχειρήσεις ή στον στρατό).|| (ΟΙΚΟΝ.) Δημοσιονομική/λογιστική/ταμειακή ~. ~ δανείου/ενεργητικού και παθητικού/των (οικονομικών) ενισχύσεων/εσόδων-εξόδων/περιουσιακών στοιχείων/συμβάσεων. Αποτελεσματική/χρηστή ~ των κονδυλίων. Υπό ~ κεφάλαια/χαρτοφυλάκια. Συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. || (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείων/δικτύου/πληροφοριακών συστημάτων/πρόσβασης (στο ίντερνετ)/σφαλμάτων. Ηλεκτρονική ~ (= τηλε~). (σε φόρουμ:) ~ των χρηστών. ● ΣΥΜΠΛ.: διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων: οι διαδικασίες προσωρινής αποθήκευσης, συλλογής, μεταφοράς και ενδεχόμενης επεξεργασίας απορριμμάτων, αποβλήτων: βιώσιμη/εναλλακτική ~ ~. ~ ~ με βιοτεχνολογικές μεθόδους. Βλ. ανακύκλωση., διαχείριση κινδύνου/κινδύνων: προσδιορισμός, ανάλυση πιθανών κινδύνων και λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή τους, ειδικότ. για επενδυτικές αποφάσεις επιχείρησης και γενικότ. σε κάθε περίπτωση εκτέλεσης ορισμένου έργου: ~ ~ στον αθλητισμό/στη διοίκηση/στην εκπαίδευση. Εφαρμοσμένη ~ κινδύνων. [< αγγλ. risk management, 1963] , διαχείριση κρίσεων & (σπάν.) χειρισμός της κρίσης/κρίσεων: διαδικασία πρόληψης, περιορισμού ή/και επίλυσης, εκτόνωσης απρόβλεπτων και επικίνδυνων καταστάσεων: ~ ~ στον τουρισμό. Εκπαίδευση των πολιτών στη ~ ~. [< αγγλ. crisis management, 1965] , διαχείριση προβλημάτων: επισήμανση και οργάνωση των προβλημάτων που εντοπίζονται σε κάποιο τομέα καθώς και το σύνολο των στρατηγικών και μεθόδων αντιμετώπισής τους: (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ ~ σχολικής τάξης. Επιμορφωτικά σεμινάρια/στρατηγικές ~ης ~.|| ~ ~ πελατών/(ΠΛΗΡΟΦ.) ασφαλείας υπολογιστών., διαχείριση του περιβάλλοντος & περιβαλλοντική διαχείριση: ΟΙΚΟΛ. οργάνωση και έλεγχος του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζονται οι αναπτυξιακές προσπάθειες σε μακροχρόνια βάση. Βλ. αειφορία. [< αγγλ. environmental management, 1949] , σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων: ΠΛΗΡΟΦ. λογισμικό που δημιουργεί και ελέγχει βάση δεδομένων., αναγκαστική διαχείριση βλ. αναγκαστικός, κάμερες διαχείρισης (της) κυκλοφορίας βλ. κάμερα, ολοκληρωμένη διαχείριση βλ. ολοκληρωμένος [< 1: αρχ. διαχείρισις, γαλλ. gestion]

εξόρυξη

εξόρυξη [ἐξόρυξη] ε-ξό-ρυ-ξη ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΛ. εξαγωγή ορυκτών ή μεταλλευμάτων από κοιτάσματα: ~ διαμαντιών/πετρελαίου/χρυσού. Λατομεία ~ης μαρμάρων. 2. ΙΑΤΡ. (για τον οφθαλμικό βολβό) χειρουργική αφαίρεση. ● ΣΥΜΠΛ.: εξόρυξη γνώσης: ΠΛΗΡΟΦ. αποκάλυψη ή παραγωγή λειτουργικής γνώσης μέσω ανάλυσης δεδομένων: ~ ~ από πολυμέσα. [< αγγλ. knowledge mining] , εξόρυξη δεδομένων & (σπάν.) πληροφοριών: ΠΛΗΡΟΦ. αυτόματη άντληση δομημένης πληροφορίας από αδόμητο σύστημα στοιχείων: ~ ~ από τον παγκόσμιο ιστό. Βλ. ανάκτηση πληροφοριών. [< αγγλ. data mining, 1968] [< μτγν. ἐξόρυξις ‘βγάλσιμο (για μάτια)’]

εφοδιαστικός

εφοδιαστικός, ή, ό [ἐφοδιαστικός] ε-φο-δι-α-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον εφοδιασμό: ~ή: εταιρεία τροφίμων.|| (σε μαρίνα) ~ό κέντρο για σκάφη. ● ΣΥΜΠΛ.: εφοδιαστική αλυσίδα & αλυσίδα εφοδιασμού: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο ή πλέγμα των απαιτούμενων διαδικασιών, ώστε να περάσει ένα προϊόν από την παραγωγή στην κατανάλωση, δηλ. η μεταφορά, αποθήκευση, συσκευασία και διακίνησή του: επιχειρήσεις/υπηρεσίες ~ής ας. [< αγγλ. supply chain] [< αγγλ. logistic(s), γαλλ. logistique, περ. 1970]

κάδος

κάδος κά-δος ουσ. (αρσ.) 1. δοχείο για ρίψη ή συγκέντρωση άχρηστων αντικειμένων: μεταλλικός/πλαστικός/πτυσσόμενος ~. ~ (μηχανικής αποκομιδής) απορριμμάτων/μπάζων (βλ. συλλεκτήρας)/σκουπιδιών. ~ με καπάκι/πεντάλ. Ρομποτικοί ~οι. ΣΥΝ. καλάθι, σκουπιδοτενεκές.|| ~οι οικιακής κομποστοποίησης.|| Ο ~ της ηλεκτρικής σκούπας/του χλοοκοπτικού. || ~οι πυρόσβεσης (ελικοπτέρων). 2. δοχείο κυρ. αποθήκευσης και μεταφοράς τροφίμων ή υλικών: ~ νερού/τυριού. Πβ. καρδάρα, κουβάς, μαστέλο.|| Ο ~ του πλυντηρίου/της φριτέζας.|| ~ ανάμειξης. ● ΣΥΜΠΛ.: κάδος ανακύκλωσης 1. στον οποίο συγκεντρώνονται αντικείμενα για ανακύκλωση: Μπλε ~οι ~. ~οι ~ μπαταριών/χαρτιού. 2. ΠΛΗΡΟΦ. φάκελος στον οποίο καταλήγουν τα διαγραμμένα αρχεία: άδειασμα ~ου ~. Επαναφορά από τον ~ο ~. [< αγγλ. recycle/recycling bin, 1995] [< αρχ. κάδος ‘αγγείο, υδρία, αμφορέας’]

κάρπωση

κάρπωση κάρ-πω-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. εξασφάλιση θηράματος και συνεκδ. το ποσοστό των σκοτωμένων θηραμάτων ανά κυνηγετική ημέρα ή περίοδο: ~ του λαγού.|| Ημερήσια/μέση συνολική ~. Αύξηση/μείωση της ~ης της πέρδικας. Βλ. θήρα. 2. οικειοποίηση: ~ των εσόδων.|| (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ώσεως ακινήτου/περιουσιακού στοιχείου. Πβ. εκμετάλλευση, νομή. Βλ. επικαρπία. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της αειφορίας των καρπώσεων: ΟΙΚΟΛ. δέσμη μέτρων που αποσκοπούν στη διατήρηση και βελτίωση της συνολικής παραγωγικής ικανότητας ενός (δασικού) οικοσυστήματος. [< αρχ. κάρπωσις ‘απόλαυση, όφελος’]

κωδικός

κωδικός, ή, ό κω-δι-κός επίθ.: που αναφέρεται σε κώδικα ή κωδικό: ~ή: γλώσσα/φράση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: λέξη (βλ. πάσγουορντ). ● ΣΥΜΠΛ.: κωδική αλυσίδα: ΒΙΟΧ. η απέναντι αλυσίδα της μεταγραφόμενης στο DNA: (μη) ~ ~ ενός γονιδίου., κωδική ονομασία & κωδικό όνομα: λέξη ή σύμβολο που χρησιμοποιείται αντί του κανονικού ονόματος, για να αποκρύψει την ύπαρξη ή την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος: Πράκτορας γνωστός με το κωδικό όνομα "..."|| Νέα έκδοση με την κωδική ονομασία ... [< αγγλ. code name] , κωδικός αριθμός: προκαθορισμένος συνδυασμός ψηφίων (ή και γραμμάτων) που δίνεται για λόγους ταυτοποίησης, ασφάλειας, ταξινόμησης, κρυπτογράφησης: εθνικός ~ ~. ~ ~ δημοσιεύματος/μερίδας επενδυτή.|| Προσωπικός ~ ~ αναγνώρισης (= πιν). [< αγγλ. code number, 1959] [< αγγλ. code]

λιποαναρρόφηση

λιποαναρρόφηση λι-πο-α-ναρ-ρό-φη-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) λιπαναρρόφηση: ΙΑΤΡ. πλαστική χειρουργική αφαίρεση του περιττού τοπικού λίπους από το σώμα: ~ στην κοιλιά. Βλ. λιπο-γλυπτική, -πλαστική. [< αγγλ. liposuction, 1983, γαλλ. liposuccion, περ. 1980]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πεπτιδικός

πεπτιδικός, ή, ό πε-πτι-δι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που σχετίζεται με το πεπτίδιο: ~ή: ορμόνη. ~οί: δεσμοί. Βλ. πολυ~. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπτιδική αλυσίδα: οποιαδήποτε ακολουθία αμινοξέων που ενώνονται με πεπτιδικούς δεσμούς, για να σχηματίσουν πρωτεΐνες. [< αγγλ. peptide chain, 1931] , πεπτιδικός δεσμός: ΧΗΜ. μεταξύ καρβοξυλικών και αμινικών ομάδων που αποτελεί τον κύριο σύνδεσμο όλων των πρωτεϊνικών δεσμών. [< αγγλ. peptide bond, 1932] [< αγγλ. peptidic, 1949, γαλλ. peptidique, 1907]

πίστωση

πίστωση πί-στω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. οικονομική συμφωνία, κατά την οποία ένας πιστωτικός οργανισμός (π.χ. τράπεζα) παρέχει σε κάποιο πρόσωπο συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για δική του χρήση, με καθορισμένους όρους αποπληρωμής (χρόνος, τόπος, επιτόκιο): εμπορική/τραπεζική ~. Βραχυπρόθεσμη/μακροπρόθεσμη ~. Δέσμευση ~ης. ~ώσεις υποχρεώσεων. Πβ. πίστη, πιστοδότηση. Βλ. χρεο~.|| Το κατάστημα δεν κάνει ~ (= πουλά μόνο τοις μετρητοίς). 2. ΛΟΓΙΣΤ. η δεξιά από τις δύο στήλες λογαριασμού στην οποία καταχωρούνται οι πιστωτικές χρεώσεις. ΑΝΤ. χρέωση (1) ● πιστώσεις (οι): ΟΙΚΟΝ. ποσά που παραχωρούνται για την κάλυψη δαπανών: εξαγωγικές ~. Αύξηση/μείωση/περικοπή των ~ώσεων (του προϋπολογισμού) για την παιδεία. Έγκριση/χορήγηση ~ώσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακυκλούμενη πίστωση: ΟΙΚΟΝ. ανοιχτή πίστωση μέσω καρτών πληρωμών η οποία δίνει στον κάτοχό τους τη δυνατότητα, κάθε φορά που εξοφλεί κάποιο ποσό του κεφαλαίου, το διαθέσιμο υπόλοιπο να αυξάνεται μέχρι το αντίστοιχο ποσό που καταναλώθηκε. [< αγγλ. revolving credit, 1919] , ανοιχτή πίστωση: ΟΙΚΟΝ. μορφή δανεισμού αόριστης διάρκειας και με όριο που εγκρίνει η τράπεζα. [< αγγλ. open credit] , πίστωση χρόνου: παράταση, περιθώριο, προθεσμία χρόνου: Ζητώ/χρειάζομαι ~ ~, για να τελειώσω. Δεν δίνεται άλλη ~ ~., ενέγγυα πίστωση βλ. ενέγγυος ● ΦΡ.: επί πιστώσει (επίσ.) & με πίστωση: χωρίς άμεση πληρωμή (με δόσεις ή πιστωτική κάρτα ή με δυνατότητα αποπληρωμής στο μέλλον): αγορές/πωλήσεις ~ ~. Πβ. βερεσέ. Βλ. αντικαταβολή. ΑΝΤ. τοις μετρητοίς [< γαλλ. à crédit] [< αρχ. πίστωσις ‘(επι)βεβαίωση’, γαλλ. crédit]

συμβατικός

συμβατικός, ή, ό συμ-βα-τι-κός επίθ. 1. που είναι αποτέλεσμα επίσημης σύμβασης ή κοινής συμφωνίας ή συμφωνεί με τις κοινωνικές συμβάσεις· κατ' επέκτ. (συχνά μειωτ.) τυπικός, χωρίς ουσία: (ΝΟΜ.) ~ός: διακανονισμός (: κοινοπραξία)/μισθός/χρόνος παράδοσης (ενός έργου). ~ή: αξία (ενός αυθαιρέτου)/ελευθερία. ~ό: δίκαιο/ωράριο εργασίας. ~οί: όροι. ~ές: υποχρεώσεις. ~ά: δικαιώματα. Διεθνές ~ό πλαίσιο (για τις κλιματικές αλλαγές). Βλ. προ~.|| ~ή: ονομασία/χρήση (ενός όρου). Η διόρθωση γίνεται με ~ά σύμβολα. Πβ. αυθαίρετος, τεχνητός. Βλ. φυσικός.|| ~ός: άνθρωπος (πβ. κομφορμιστής)/γάμος. ~ή: ζωή/συμπεριφορά/σχέση. Πβ. κομφορμιστικός. ΑΝΤ. αντικομφορμιστικός, αντι~. 2. του οποίου η κατασκευή ή η χρήση είναι παραδοσιακή, συνηθισμένη, γενικευμένη: ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας/πόλεμος (: με ~ά όπλα). ~ή: εικόνα/εκπαίδευση (βλ. εξ αποστάσεως)/ιατρική (ΑΝΤ. εναλλακτική, ομοιοπαθητική)/μέθοδος (= καθιερωμένη, κλασική, ορθόδοξη. ΑΝΤ. ανορθόδοξη)/τεχνολογία/φωτογραφία (ΑΝΤ. ψηφιακή). ~ό: αυτοκίνητο (βλ. υβριδικός)/πλοίο (βλ. καταμαράν)/ταχυδρομείο (βλ. ιμέιλ)/υλικό για διδασκαλία (βλ. πολυμεσικός). ~ές: πινακίδες. ~ά: καύσιμα/μέσα/προϊόντα (βλ. βιολογικός). ● επίρρ.: συμβατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συμβατικά όπλα: ΣΤΡΑΤ. όπλα που συνήθ. χρησιμοποιούνται στους πολέμους, κατ' αντιδιαστολή προς τα πυρηνικά, τα βιολογικά ή τα χημικά. [< αγγλ. conventional weapons, 1952] , συμβατικές/μη ανανεώσιμες πηγές/μορφές ενέργειας: που εξαντλούνται σταδιακά και επιβαρύνουν το περιβάλλον (άνθρακας, βενζίνη, λιγνίτης, πετρέλαιο, πυρηνική ενέργεια, φυσικό αέριο). Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας. [< αγγλ. conventional energy sources] [< αρχ. συμβατικός, γαλλ. conventionnel, αγγλ. conventional]

-φορία

-φορία (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. κτήση, το να φέρει κάποιος κάτι: οπλο~.|| (ενέργεια, διαδικασία) Παρασημο~. 2. ανάπτυξη: αει~/ανθο~/καρπο~.|| (μτφ.) Κερδο~. 3. πορεία, πομπή: λαμπαδη~ (πβ. -δρομία).

χειρουργική

χειρουργική χει-ρουρ-γι-κή ουσ. (θηλ.) ΙΑΤΡ. 1. αντιμετώπιση κλινικών καταστάσεων με εγχείρηση· (κατ' επέκτ., κ. με κεφαλ. Χ) ο αντίστοιχος κλάδος της ιατρικής: αρθροσκοπική/γναθοπροσωπική/γυναικολογική/ενδοσκοπική/κλινική/κτηνιατρική/λαπαροσκοπική/ορθοπαιδική/ρομποτική ~. ~ γόνατος/δέρματος/θώρακος/καταρράκτη/σπονδυλικής στήλης. Πβ. εγχειρητική. Βλ. αγγειο~, γναθο~, ηλεκτρο~, καρδιο~, κρυο~, μικρο~, νευρο~, παιδο~, τηλε~. 2. (συνεκδ.) το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα. ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητική χειρουργική: επεμβατική αποκατάσταση σωματικών ατελειών ή ανωμαλιών· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της πλαστικής χειρουργικής: ~ ~ με λέιζερ. ~ ~ βλεφάρων (= βλεφαροπλαστική)/προσώπου/στήθους. Βλ. ρινοπλαστική., γενική χειρουργική: κλάδος της χειρουργικής που ειδικεύεται κυρ. στις επεμβάσεις κοιλίας., διαθλαστική χειρουργική: βελτίωση ή διόρθωση της αμετρωπίας, μέσω της επεμβατικής μεταβολής του σχήματος του κερατοειδούς ή της τοποθέτησης ενδοφακών· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της οφθαλμολογίας: ~ ~ με λέιζερ., επανορθωτική χειρουργική: επέμβαση για την επανόρθωση μετατραυματικών ή μετεγχειρητικών σωματικών ή/και δερματικών δυσμορφιών· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της πλαστικής χειρουργικής: ~ ~ μετά από μαστεκτομή. [< γαλλ. chirurgie réparatrice] , ορθογναθική χειρουργική βλ. ορθογναθικός, παιδιατρική χειρουργική βλ. παιδιατρικός, πλαστική χειρουργική βλ. πλαστικός, χειρουργική της κλειδαρότρυπας βλ. κλειδαρότρυπα [< μτγν. χειρουργική (τέχνη), αγγλ. surgery, γαλλ. chirurgie]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.