Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 459 εγγραφές  [0-20]


  • α λα & αλά [ἀ λα] επίρρ. (λειτουργεί επιρρηματικά μαζί με τη λέξη που ακολουθεί) 1. για δήλωση ομοιότητας ή μίμησης, με τον τρόπο: μακαρονάδα ~ μπολονέζ. Ψάρι ~ σπετσιώτα. Συκώτι ~ μεξικάνα. Γάμος ~ ελληνικά. Στο εστιατόριο πληρώσαμε ~ γερμανικά (: ο καθένας το μερίδιό του, ξεχωριστά). 2. με: μανιτάρια ~ κρεμ. ● ΦΡ.: αλά καρτ & α λα καρτ & αλακάρτ 1. (για επιλογή) από καταλόγο: γεύμα/δείπνο ~ ~. Εστιατόρια ~ ~ και σε μπουφέ. Μενού πέντε πιάτων ή ~ ~. Βλ. ταμπλ-ντοτ. 2. ΠΟΛΙΤ. (κατ' επέκτ.) (τρόπος διαφοροποιημένης προσέγγισης για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) επιλογή συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό τομέα, με παράλληλη διατήρηση ενός ελάχιστου αριθμού κοινών στόχων: ενοποίηση/ένταξη/μοντέλο ~ ~.|| (γενικότ.) Θέλουν να εφαρμόσουν μια πολιτική ~ ~, να διαλέξουν μια θέση και να απορρίψουν μια άλλη. [< γαλλ. à la carte] , αλά μπρατσέτα & αλαμπρατσέτα & α λα μπρατσέτα: (για ζευγάρι που έχει πιαστεί) από το μπράτσο. ΣΥΝ. αγκαζέ (1) [< ιταλ. ιδιωμ. a la brazzeta] , αλά πολίτα & α λα πολίτα: τρόπος μαγειρέματος με σάλτσα από λάδι και λεμόνι: αγκινάρες ~ ~. [< πιθ. ιταλ. alla pulita] , στρίβω αλά γαλλικά: φεύγω απαρατήρητος, κρυφά: Μόλις είδε τα δύσκολα, έστριψε ~., αλά γκρέκα βλ. γκρέκα, αλά τούρκα & α λα τούρκα βλ. τούρκα [< 1: ιταλ. alla, γαλλ. à la, 2: γαλλ. à la ]
  • αγκιτάτορας [ἀγκιτάτορας] α-γκι-τά-το-ρας ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. πρόσωπο που υποκινεί το πλήθος να διεκδικήσει κοινωνικά ή πολιτικά αιτήματα: επαναστάτες και ~ες. Πβ. δημεγέρτης, υποκινητής. [< γαλλ. agitateur]
  • αγκιτάτσια [ἀγκιτάτσια] α-γκι-τά-τσι-α ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. ξεσηκωμός, κινητοποίηση των μαζών με πολιτικά ή κοινωνικά κίνητρα, όξυνση των πνευμάτων: επαναστατική/ιδεολογική ~. Βλ. δημαγωγία, προπαγάνδα. [< ρωσ. Agitatsija]
  • αγροτικός , ή, ό [ἀγροτικός] α-γρο-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την πρωτογενή παραγωγή αγαθών (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) ή τους αγρότες: ~ός: κλήρος (= μερίδιο γης)/κόσμος/οικισμός/πληθυσμός/σύλλογος/συνεταιρισμός (: για τη διάθεση των αγροτικών προϊόντων και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των παραγωγών)/τομέας. ~ή: ανάπτυξη/βιομηχανία (= αγροτοβιομηχανία)/δραστηριότητα/εκμετάλλευση (βλ. φάρμα)/επιχείρηση (= αγροεπιχείρηση)/κατοικία/κοινωνία/οικογένεια/παραγωγή/τάξη (ΣΥΝ. αγροτιά. Βλ. αστική τάξη). ~ό: δάνειο/(ΝΟΜ.) δίκαιο/εισόδημα/κίνημα. ~ές: εκτάσεις/εργασίες/καλλιέργειες. ~ά: μηχανήματα/προϊόντα/χρέη. Βλ. αντι~, παν~, φιλο~. ΣΥΝ. γεωργικός 2. που σχετίζεται με την ύπαιθρο: ~ός: διανομέας (= ταχυδρόμος)/δρόμος. ~ή: ζωή. ~ό: σπίτι (= αγροτόσπιτο, αγροικία). ~ά: ακίνητα (: που προορίζονται για γεωργική ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση και βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού). ΑΝΤ. αστικός (1) ● Ουσ.: αγροτικό (το) 1. φορτηγάκι (συνήθ. με καρότσα) ή τζιπ κατάλληλο για αγροτικές εργασίες. 2. {χωρ. πληθ.} υποχρεωτική υπηρεσία κάθε νέου γιατρού στην επαρχία: Πρέπει να κάνει το ~ του κι έπειτα να πάρει ειδικότητα. Πβ. υπηρεσία υπαίθρου.|| (μτφ., για σύλλογο ή ποδοσφαιριστή) Έκανε το ~ του στη Β' Εθνική και επέστρεψε στη Σούπερ Λιγκ. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονο αγροτικό (ιατρείο): που βρίσκεται σε δυσπρόσιτη περιοχή., αγροτικές φυλακές {σπάν. στον εν.}: των οποίων οι τρόφιμοι κινούνται ελεύθερα και απασχολούνται σε αγροτικές κυρ. εργασίες με αποτέλεσμα τη μείωση της ποινής τους στο ήμισυ., αγροτική εκμετάλλευση: μονάδα παραγωγής αγροτικών προϊόντων, η οποία αναλαμβάνει και την αποθήκευση, τυποποίηση, συσκευασία και διακίνησή τους, ενώ δραστηριοποιείται και στη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καθώς και στον αγροτουριστικό τομέα: οικογενειακή ~ ~. Κάτοχος ~ής ~ης., αγροτική μεταρρύθμιση: ΠΟΛΙΤ. που στοχεύει στην αναδιανομή των καλλιεργούμενων εκτάσεων προς όφελος των ακτημόνων ή των μικρών ιδιοκτητών., αγροτική οικονομία: ΟΙΚΟΝ. κλάδος που ασχολείται με ζητήματα παραγωγής και διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, ανάπτυξης και διαχείρισης της σχετικής παραγωγής. [< γαλλ. économie rurale] , αγροτική πολιτική: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των οικονομικών μέτρων για την προστασία των εργαζομένων στον πρωτογενή τομέα: Κοινή ~ ~ (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γερμ. Agrarpolitik] , αγροτικός γιατρός: που εκτελεί υποχρεωτική υπηρεσία στην επαρχία για ορισμένο χρονικό διάστημα., αγροτική πίστη βλ. πίστη, αγροτικός τουρισμός βλ. τουρισμός, δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων βλ. δημοπρατήριο, κλειστή αγροτική οικονομία βλ. κλειστός [< μεσν. αγροτικός, γαλλ. agricole, rural, champêtre, αγγλ. agrarian]
  • αιρεσιμότητα [αἱρεσιμότητα] αι-ρε-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. παροχή, χορήγηση συνήθ. χρημάτων ή προνομίων που γίνεται υπό όρους: πολιτική ~. Η αρχή της ~ας. Ρήτρα ~ας. [< γαλλ. conditionnalité, αγγλ. conditionality]
  • ακεραιότητα [ἀκεραιότητα] α-κε-ραι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. διατήρηση της ολότητας, της πληρότητας: δομική ~ κατασκευής/κτιρίου. ~ λέξεων (ΑΝΤ. βραχυγραφία). ~ αρχειακού υλικού. Πβ. αρτιότητα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αναφοράς. Προστασία της ~ας δεδομένων (: από σβήσιμο ή αλλοίωση). Δεν διασφαλίζεται η ~ του μηνύματος. 2. (μτφ.) εντιμότητα, χρηστότητα: Διακρίνεται για την ~ά του. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. ηθικότητα, τιμιότητα ● ΣΥΜΠΛ.: εδαφική ακεραιότητα: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. το δικαίωμα κάθε κράτους να είναι ανεξάρτητο, ασκώντας κυριαρχικά δικαιώματα στα εδάφη του: διαφύλαξη/παραβίαση/υπεράσπιση της ~ής ~ας. Απειλώ/προασπίζομαι/σέβομαι την ~ ~ μιας χώρας. [< γαλλ. intégrité de territoire, γερμ. territoriale Integrität] , σωματική ακεραιότητα: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη να μη βλάπτεται σωματικά: απειλή/προσβολή/προστασία/σεβασμός της ~ής ~ας. Το έννομο αγαθό της ~ής ~ας. Έγκλημα κατά της ζωής ή της ~ής ~ας. Θέτω σε κίνδυνο τη ~ ~ κάποιου. Κινδυνεύει η ~ ~ά μου. Πβ. αρτιμέλεια. [< γαλλ. intégrité physique, αγγλ. physical integrity] ● ΦΡ.: ακεραιότητα (του) χαρακτήρα: για έντιμο, ενάρετο, συνήθ. δημόσιο πρόσωπο: Τον εκτιμούν για την ~ ~ του, την υπευθυνότητα και την ευθυκρισία του. [< μτγν. ἀκεραιότης, γαλλ. intégrité]
  • ακροαριστερά [ἀκροαριστερά] α-κρο-α-ρι-στε-ρά ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. άκρα Αριστερά: ακτιβιστές/ιδεολογικός χώρος της ~άς. Όλο το πολιτικό φάσμα από την ακροδεξιά ως την ~. [< γαλλ. extrême-gauche]
  • ακροαριστερός , ή, ό [ἀκροαριστερός] α-κρο-α-ρι-στε-ρός επίθ.: ΠΟΛΙΤ. που αναφέρεται στην ή σχετίζεται με την άκρα Αριστερά: ~ή: ιδεολογία/οργάνωση. ~ό: κόμμα. Ασπάζεται ~ές απόψεις. ● Ουσ.: ακροαριστερός, ακροαριστερή (ο/η): πρόσωπο που υποστηρίζει τις πολιτικές θέσεις της άκρας Αριστεράς: Οι ~οί εντάσσονται σε εξωκοινοβουλευτικά κόμματα. Βλ. εξτρεμιστής. ΣΥΝ. αριστεριστής ΑΝΤ. ακροδεξιός, ακροδεξιά [< γαλλ. d'extrême-gauche]
  • ακρόαση [ἀκρόαση] α-κρό-α-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -άσεως | -άσεις, -άσεων} 1. η ενέργεια του ακούω και ειδικότ. παρακολούθηση ομιλίας, εκπομπής: ατομική/διακριτική/ενεργητική/κριτική/μουσική ~. ~ ονλάιν. Κινητό τηλέφωνο ~ης χώρου. Γρήγορη ~ μηνυμάτων. ~ με ακουστικά. ~ ειδήσεων/μαθημάτων/ραδιοφωνικού σταθμού/τραγουδιών. Καλή ~! Πβ. άκουσμα. Βλ. λαθρ~, συν~. 2. υποδοχή κάποιου από επίσημο φορέα σε προκαθορισμένο χρόνο και συνήθ. κατόπιν αίτησης, προκειμένου να προβάλει το αίτημά του ή ειδικότ. τις ικανότητές του: Διοργανώνω/εξασφαλίζω/ζητώ ~. Περνώ από ~. Καλώ σε ~ (βλ. οντισιόν, συνέντευξη). Πηγαίνω/συμμετέχω σε (ανοιχτή) ~. Επιτροπή ~ης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δέχθηκε σε ~ τον/την ... 3. διαδικασία (δικαστηρίου, Αρχής, επιτροπής) κατά την οποία συγκεντρώνονται μαρτυρίες με στόχο τον προσδιορισμό ενός θέματος, ενός γεγονότος και τη λήψη απόφασης: Ημερομηνία διεξαγωγής της ~ης. Διενεργώ/διοργανώνω/πραγματοποιώ ~. Κλήθηκε σε ~ από το συμβούλιο, για να δώσει εξηγήσεις.|| (ΝΟΜ.) ~ μαρτύρων. Προκαταρκτική ~. ~ κεκλεισμένων των θυρών. Πβ. ακροαματική διαδικασία. 4. ΙΑΤΡ. διάγνωση, με στηθοσκόπιο ή με γυμνό αυτί, της κατάστασης του οργανισμού από τους ήχους που παράγονται σε διάφορα όργανα του σώματος, κυρ. στη θωρακική ή κοιλιακή κοιλότητα: κλινική ~. ~ καρδιάς/πνευμόνων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή ακρόαση & ανοιχτή συνομιλία: λειτουργία του τηλεφώνου (συνήθ. του ενσύρματου) που επιτρέπει την επικοινωνία χωρίς χρήση ακουστικού με δυνατότητα συμμετοχής περισσότερων ατόμων στη συνομιλία: (Κινητό) τηλέφωνο με ~ ~. Τηλεδιάσκεψη μέσω τηλεφώνου με χρήση ~ής ~ης (= κλήση σύσκεψης)., δημόσια ακρόαση: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. διαδικασία δημόσιου διαλόγου, όπου παρέχεται σε φορείς, πολίτες ή οργανωμένα σύνολα η δυνατότητα διατύπωσης απόψεων, επιχειρημάτων και εισηγήσεων σε σχέση με συγκεκριμένο αίτημά τους ή με γενικού ενδιαφέροντος θέμα: Διεξάγεται/κλήθηκε σε/παρίσταμαι σε ~ ~. Το Ευρωδικαστήριο θα κρίνει μετά από ~ ~. [< γαλλ. audience publique] , δικαίωμα ακρόασης: ΝΟΜ. δικαίωμα των διαδίκων να παραστούν ενώπιον του δικαστηρίου και να αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους με αντίστοιχη υποχρέωση του δικαστηρίου να τους λάβει υπόψη. ● ΦΡ.: ούτε φωνή ούτε ακρόαση (προφ.): για πρόσωπο ή φορέα που δεν δίνει σημεία ζωής· για κατάσταση, διαδικασία για την οποία δεν υπάρχει καμία ενημέρωση: Του τηλεφώνησα τρεις φορές, αλλά ~ ~. Από τον Γιώργο ~ ~. Εδώ και έναν μήνα ~ ~. [< 1: αρχ. ἀκρόασις 2,3: γαλλ. audience 4: γαλλ. auscultation]
  • ακροδεξιά [ἀκροδεξιά] α-κρο-δε-ξι-ά ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. άκρα Δεξιά: Κόμματα/οργανώσεις της ~άς. Πβ. φασισμός. ΑΝΤ. ακροαριστερά [< γαλλ. extrême droite]
  • ακροδεξιός , ά, ό [ἀκροδεξιός] α-κρο-δε-ξι-ός επίθ.: ΠΟΛΙΤ. που σχετίζεται με την άκρα Δεξιά ή ανήκει σε αυτήν: ~ός: πολιτικός/χώρος. ~ά: εφημερίδα/νοοτροπία/οργάνωση/πολιτική/προπαγάνδα. ~ό: κόμμα. ~ές: τάσεις. ~ά: κινήματα. Πβ. φασιστικός. Βλ. κεντροδεξιός. ● Ουσ.: ακροδεξιός, ακροδεξιά (ο/η): πρόσωπο που ασπάζεται τις θέσεις της άκρας Δεξιάς. ΑΝΤ. ακροαριστερός, ακροαριστερή [< γαλλ. d'extrême droite]
  • άκρος , α, ο [ἄκρος] ά-κρος επίθ. {υπερθ. ακρότ-ατος} 1. που είναι απόλυτος ή υπερβολικός: ~α: απελπισία (= ακραία)/γαλήνη/ευχαρίστηση/σιγή (= πλήρης)/ταπείνωση (= ολοκληρωτική)/φιλοδοξία. Χαίρει ~ας υγείας. 2. (κυριολ.) που είναι απομακρυσμένος από το κέντρο, ακραίος, ακριανός: ~ο: όριο. Το ~ατο σημείο/τμήμα της επικράτειας/του νησιού.|| (ΠΟΛΙΤ.) ~ος: αριστερός/δεξιός (= ακρο-αριστερός, -δεξιός). ● ΣΥΜΠΛ.: άκρες τιμές: ΜΕΤΕΩΡ. οι μεγαλύτερες και οι μικρότερες τιμές των μετεωρολογικών στοιχείων: Στα δελτία καιρού τα φαινόμενα δίνονται συνήθως σε ~ ~. [< αγγλ. extreme values] , άκρα Αριστερά βλ. Αριστερά, άκρα Δεξιά βλ. Δεξιά, άκρο πόδι βλ. πόδι, άκρο χέρι βλ. χέρι ● ΦΡ.: άκρα (του τάφου) σιωπή βλ. σιωπή, το άκρον άωτον βλ. άωτον ● βλ. άκρως [< αρχ. ἄκρος, γαλλ. extrême]
  • ακτιβισμός [ἀκτιβισμός] α-κτι-βι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΠΟΛΙΤ. δόγμα ή/και πρακτική που δίνει έμφαση στην άμεση και έντονη δράση (διαδηλώσεις, καταλήψεις, κινητοποιήσεις) για την επίτευξη πολιτικών ή/και κοινωνικών στόχων: διαδικτυακός/ευρωπαϊκός/οικολογικός/πολιτιστικός/συνδικαλιστικός ~. Μορφές/ομάδες ~ού.|| (ειρων.) ~ του καναπέ. 2. ΦΙΛΟΣ. φιλοσοφική θεωρία που πρεσβεύει την αναγκαιότητα της ενεργού δράσης και τα πρακτικά οφέλη κάθε δραστηριότητας. Βλ. -ισμός. [< γερμ. Aktivismus 1: γαλλ. activisme, 1916-1918 2: γαλλ. ~, 1911, αγγλ. activism, 1915]
  • αλυτρωτισμός [ἀλυτρωτισμός] α-λυ-τρω-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. ιδεολογικοπολιτική κίνηση που αποβλέπει στην προσάρτηση εδαφών και πληθυσμών στο εθνικό κράτος στο οποίο και θεωρείται ότι ανήκουν: Ενέργειες που καλλιεργούν/τροφοδοτούν/υποδαυλίζουν τον ~ό. Βλ. εθνικ-, επεκτατ-ισμός, Μεγάλη Ιδέα. [< ιταλ. irredentismo, γαλλ. irrédentisme]
  • αμερικανόπνευστος , η, ο [ἀμερικανόπνευστος] α-με-ρι-κα-νό-πνευ-στος επίθ. (μειωτ.): ΠΟΛΙΤ. που εμπνέεται ή προέρχεται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ: ~ο: σχέδιο.
  • αμεσοδημοκρατικός , ή, ό [ἀμεσοδημοκρατικός] α-με-σο-δη-μο-κρα-τι-κός επίθ.: ΠΟΛΙΤ. που σχετίζεται με την άμεση δημοκρατία: ~ός: έλεγχος/τρόπος λήψης αποφάσεων. ~ή: συνέλευση. ~ό: κίνημα.
  • άμυνα [ἄμυνα] ά-μυ-να ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ύνης | -ες στη σημ. 3} 1. προστασία από κίνδυνο, βλάβη, ζημιά, επίθεση, ή οτιδήποτε δυσάρεστο, αρνητικό: αντισεισμική ~. Το πλύσιμο των χεριών: πρώτη γραμμή ~ας εναντίον/κατά των μικροβίων. Το ανοσοποιητικό σύστημα είναι η φυσική ~ του οργανισμού μας (πβ. αντίσταση). Βλ. αυτο~.|| ~ απέναντι στην τρομοκρατία. 2. ΣΤΡΑΤ. προστασία από επίθεση εχθρού με στρατιωτικά μέσα· σύνολο στρατιωτικών μέσων, μέτρων ή ενεργειών για την προστασία μιας χώρας από πιθανούς εχθρούς: (αντι)αεροπορική (= αερ~)/αντιπυραυλική/ένοπλη/στρατιωτική ~ (ΣΥΝ. αντίσταση· ΑΝΤ. επίθεση, προσβολή). ~ έναντι/κατά βλημάτων/εχθρικών επιδρομών. Οχυρωματικές φυσικές θέσεις ~ας.|| (στον εν., συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α:) Υπουργείο (Εθνικής) ~ας (& λόγ. ~ύνης). Οι (ενν. κρατικές) δαπάνες για την ~. Η Επιτροπή ~ας της Βουλής. Πβ. Ένοπλες Δυνάμεις. 3. ΑΘΛ. φύλαξη, επιτήρηση των αντίπαλων παικτών, για να μην πετύχουν τον στόχο τους· συγκεκριμένη ενέργεια κατά τη διάρκεια αγώνα ή γενικότ. αγωνιστική τακτική με τον ίδιο σκοπό· παίκτες που αναλαμβάνουν τέτοιο ρόλο και το νοητό τείχος που σχηματίζουν· ο χώρος ή το τμήμα του γηπέδου όπου κινούνται αυτοί οι παίκτες: αντίπαλη/ευάλωτη/περιφερειακή/συμπαγής/χαλαρή ~. Οι γηπεδούχοι βελτίωσαν την ~ά τους. Οι επιτιθέμενοι δεν μπόρεσαν να διασπάσουν την ~ των αντιπάλων.|| (επίσ.) ~ εδάφους (στο βόλεϊ)/χώρου (= ζώνη ~ας). Σφιχτές ~ες και κατενάτσιο.|| (στο βόλεϊ:) Παίκτης που έβγαλε/έκανε τρεις ~ες (: έφερε σε πέρας τρεις αμυντικές ενέργειες).|| Πιεστική/πολυπρόσωπη/σκληρή ~. Έξυπνα/καλά/σωστά στημένη ~ μιας ομάδας.|| Κενά/πίεση στην ~. Το κέντρο/τα άκρα της ~ας. Γραμμή ~ας (= αμυντική γραμμή).|| (στο ποδόσφαιρο:) Διατηρήσαμε το μηδέν στην ~ (: δεν δεχτήκαμε γκολ). ΑΝΤ. επίθεση (4) ● ΣΥΜΠΛ.: (νόμιμη) άμυνα/κατάσταση (νόμιμης) άμυνας: ΝΟΜ. νόμιμη άσκηση βίας εναντίον προσώπου που απειλεί την ακεραιότητα κάποιου άλλου: Ο αστυνομικός πυροβόλησε ευρισκόμενος σε ~ ~. Παράταξη που βρέθηκε/ήταν σε ~ ~ εξαιτίας επιθέσεων. Πβ. αυτοάμυνα., μηχανισμοί άμυνας/αμυντικοί μηχανισμοί {σπανιότ. στον εν.} 1. ΨΥΧΟΛ. ασυνείδητη στρατηγική (λ.χ. απώθηση, εξιδανίκευση, ονειροπόληση, ταύτιση) που προστατεύει ένα άτομο από μη αποδεκτές ή επίπονες ιδέες, σκέψεις, παρορμήσεις, αισθήματα, όπως ντροπή, απώλεια αυτοεκτίμησης, φόβο: ψυχικοί/ψυχολογικοί ~ ~. Οι ~ ~ του Εγώ. Ενεργοποίηση των ~ών άμυνας. Αναπτύσσω/αποκτώ ~ούς ~ούς. 2. αντίδραση οργανισμού με σκοπό την προστασία του (π.χ. από παθογόνο μικροοργανισμό): ανοσιακός/φυσικός/φυσιολογικός ~ός ~.|| (κατ' επέκτ.) Ενίσχυση των ~ών ~ας της Ευρώπης έναντι των επιδημιών. [< αγγλ. defence mechanisms, 1913] , πολιτική άμυνα: ΠΟΛΙΤ. σειρά προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων και ενεργειών των πολιτικών δυνάμεων μιας χώρας με σκοπό την προστασία του πληθυσμού και την εξάλειψη ή τον περιορισμό των επιπτώσεων διαφόρων δεινών, όπως εχθροπραξίες, θεομηνίες: ~ ~ κατά των πυρκαγιών. ~ ~ και ασφάλεια/περιβαλλοντικά ατυχήματα. [< αγγλ. civil defense, 1939] , άμυνα ζώνης & ζώνη άμυνας & (αμυντική) ζώνη βλ. ζώνη, ανοιχτή άμυνα βλ. ανοιχτός, κλειστή άμυνα βλ. κλειστός ● ΦΡ.: άμυνα (από) γρανίτη/μπετόν & άμυνα γρανίτης: (κυρ. στο ποδόσφαιρο) για σκληρή και πετυχημένη, αποτελεσματική αμυντική λειτουργία: (Η ομάδα) δεν δέχεται γκολ με τίποτα, έχει ~ ~., άμυνα χωνί/σουρωτήρι (αργκό): (στο ποδόσφαιρο) που δέχεται πολλά γκολ., η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση: η άμεση επιθετική αντίδραση είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος προστασίας., παίζω άμυνα (προφ.): ΑΘΛ. αμύνομαι: Παίκτες που ~ουν ~ και πρεσάρουν. [< αρχ. ἄμυνα, γαλλ. défense, αγγλ. defence]
  • αναθεωρητής [ἀναθεωρητής] α-να-θε-ω-ρη-τής ουσ. (αρσ.) 1. πρόσωπο που προβαίνει σε αναθεώρηση: ~ της ιστορίας/του Συντάγματος. ~ μετάφρασης (βλ. διορθωτής, επιμελητής). 2. ΣΤΡΑΤ. στρατιωτικός δικαστής, αρμόδιος για την αναθεώρηση αποφάσεων στρατιωτικών δικαστηρίων. 3. ΠΟΛΙΤ. ρεβιζιονιστής: ~ του λενινισμού/μαρξισμού. Πβ. ρεφορμιστής. [< 1: γαλλ. réviseur, révisionniste 3: γαλλ. révisionniste, 1955]
  • αναθεωρητικός , ή, ό [ἀναθεωρητικός] α-να-θε-ω-ρη-τι-κός επίθ. 1. που προβαίνει σε αναθεώρηση: ~ή: απόφαση/επιτροπή. ~ό: δικαστήριο (: αναθεωρεί αποφάσεις στρατιωτικών δικαστηρίων)/έργο/σώμα. 2. ΠΟΛΙΤ. ρεβιζιονιστικός: ~ή: ιδεολογία. ~ές: αντιλήψεις/απόψεις/θέσεις. Πβ. ρεφορμιστικός.|| (ως ουσ.) Οι ~οί (= αναθεωρητές, ρεβιζιονιστές). ● ΣΥΜΠΛ.: Αναθεωρητική Βουλή: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. που έχει εξουσιοδοτηθεί από την αμέσως προηγούμενη να προχωρήσει σε αναθεώρηση συγκεκριμένων διατάξεων του Συντάγματος. Βλ. Συνταγματική/Συντακτική Βουλή.
  • αναθεωρητισμός [ἀναθεωρητισμός] α-να-θε-ω-ρη-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. ρεβιζιονισμός.

άκρως

άκρως [ἄκρως] ά-κρως επίρρ. (λόγ.): (+ επίθ.) στον υπέρτατο βαθμό, εντελώς, απολύτως: ~ απαραίτητος/απόρρητο έγγραφο/αποτελεσματική μέθοδος/εμπιστευτικό. ~ (= πάρα πολύ) επικίνδυνη οδήγηση. Πβ. εξαιρετικά. ● ΦΡ.: το άκρως αντίθετο (επίσ.): το εντελώς αντίθετο, ακριβώς το αντίθετο: Δεν χαίρομαι με αυτό που έπαθε· ~ ~ (μάλιστα). Πέτυχε ~ ~ από το επιθυμητό αποτέλεσμα. ● βλ. άκρος [< αρχ. ἄκρως]

ανοιχτός

ανοιχτός, ή, ό [ἀνοιχτός] α-νοι-χτός επίθ. & ανοικτός 1. που επιτρέπει, κυρ. μετακινούμενος ή αφαιρούμενος, την πρόσβαση σε κάτι κλειστό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος. ~ή: πόρτα. ~ό: παράθυρο/στόμα/συρτάρι. Εξετάσεις με ~ά βιβλία. Πβ. ανοιγμένος, ολάνοιχτος. Βλ. μισάνοιχτος.|| (μτφ.) Το σπίτι του είναι πάντα ~ό στους/για τους φίλους του (= φιλόξενο). Όλοι οι δρόμοι είναι ~οί μπροστά σου (: δεν υπάρχουν εμπόδια, το μέλλον είναι ευοίωνο). Όσο έχω τα μάτια μου ~ά (= όσο ζω), θα του χρωστώ ευγνωμοσύνη.|| ~ή: μπλούζα. ~ό: πουκάμισο. Ρούχα ελαφριά, με ~ό λαιμό. ΣΥΝ. ξεκούμπωτος. ΑΝΤ. κουμπωμένος.|| (ξεσκέπαστος, μη στεγασμένος, ακάλυπτος:) ~ή: πισίνα. ~ό: αυτοκίνητο (= κάμπριο)/θέατρο/μπουκάλι/φρεάτιο. ~οί: χώροι άθλησης. ΑΝΤ. σκεπασμένος, σκεπαστός.|| ~ά: λουλούδια (= ανθισμένα). 2. ανεπούλωτος: (κυριολ. κ. μτφ.) ~ά: τραύματα (ΑΝΤ. επουλωμένα). 3. που δεν εμποδίζεται η είσοδος σε αυτόν ή που δεν είναι περικυκλωμένος από φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο: ~ός: κόλπος. ~ή: κοιλάδα. Σπίτι με ~ή (= ανεμπόδιστη, ελεύθερη) θέα. Λιμάνι ~ό στα βορειοανατολικά. Ταξίδι στο ~ό πέλαγος. Πβ. ευρύς, πλατύς.|| ~ή: αυλή (= χωρίς περίφραξη). ~ά: σύνορα.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: στροφή (= μεγάλης, αμβλείας γωνίας). ΑΝΤ. κλειστός (6) 4. απλωμένος, ξεδιπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια (= τεντωμένα).|| Χορεύουν σε ~ό κύκλο. ΑΝΤ. κλειστός (7) 5. που επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου και γενικότ. είναι σε λειτουργία: ~ός: διακόπτης. ~ό: μικρόφωνο/φως. Άφησε/ξέχασε το μάτι της κουζίνας ~ό/την τηλεόραση ~ή/τον υπολογιστή ~ό. (ΣΥΝ. αναμμένος. ΑΝΤ. σβηστός).|| ~ή: βαλβίδα.|| Είναι ~ά σήμερα τα μαγαζιά; ΑΝΤ. κλειστός (3) 6. (μτφ.) που διακρίνεται από ευρύτητα πνεύματος, δεκτικότητα ή εξωστρέφεια, κοινωνικότητα: (χωρίς προκαταλήψεις:) ~ή: κοινωνία/σκέψη. ~ό: μυαλό.|| (δεκτικός, διαθέσιμος:) ~ στον διάλογο/στην κριτική/σε προτάσεις/στη συνεργασία.|| (εξωστρεφής, κοινωνικός:) Φιλικός, προσιτός και ~ στους πάντες. ΑΝΤ. κλειστός (5) 7. φωτεινός: ~ός: τόνος. ~ή: απόχρωση/επιδερμίδα. ~ό: χρώμα (ματιών). ~ές: ανταύγειες. ~ά: μαλλιά. ΣΥΝ. ανοιχτόχρωμος ΑΝΤ. σκούρος 8. που δεν έχει (προ)καθοριστεί, προσδιοριστεί ή ρυθμιστεί ακόμα· εκκρεμής: ~ός: χρόνος αποπληρωμής. ~ό: συμβόλαιο (= χωρίς ορισμένη ημερομηνία λήξης). Ζήτημα ~ό (πβ. ανεπίλυτο).|| Αφήνω ~ό το ενδεχόμενο να ... (: δεν το αποκλείω, το θεωρώ πιθανό). 9. που επιτρέπει τη συμμετοχή ή την είσοδο όλων: ~ός: διαγωνισμός/διάλογος. ~ή: ακρόαση/διαδικασία/εκδήλωση/επικοινωνία/προκήρυξη/συζήτηση/συνέλευση. ~ό: σεμινάριο. ~ές: τεχνολογίες. Αίθουσα ~ή στο κοινό. Πβ. δημόσιος. ΑΝΤ. κλειστός (4) 10. που γίνεται φανερά και απροκάλυπτα, χωρίς προσπάθεια να κρατηθεί κρυφός: ~ή: αντιπαράθεση. Σε ~ή ρήξη.|| (σε χαρτοπαίγνιο:) ~ά φύλλα (= που μπορούν να τα δουν όλοι οι παίκτες). ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή άμυνα: ΑΘΛ. άμυνα που αφήνει στους αντιπάλους διόδους προς την εστία ή το καλάθι. ΑΝΤ. κλειστή άμυνα, ανοιχτή ατζέντα: που μπορεί να περιλάβει οποιοδήποτε θέμα προς συζήτηση: διαπραγματεύσεις/συνάντηση/συνεδρίαση με ~ ~., ανοιχτή εκπαίδευση: η δυνατότητα πρόσβασης κάθε πολίτη στην εκπαίδευση και ειδικότ. το δικαίωμα του κάθε φοιτητή να καθορίζει μόνος του τον τόπο, τον χρόνο και τον ρυθμό μελέτης του: ~ ~ με αρθρωτό/σπονδυλωτό σύστημα (: πρόγραμμα σπουδών που συνδυάζει θεματικές ενότητες). ~ ~ και εκπαίδευση εξ αποστάσεως/τηλεκπαίδευση. Βλ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο, εκπαίδευση ενηλίκων. [< αγγλ. open education] , ανοιχτή ημερομηνία: που δεν έχει προκαθοριστεί: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. Εισιτήρια ~ής ~ας. ΑΝΤ. κλειστή ημερομηνία, ανοιχτή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. βασισμένη στο διεθνές εμπόριο: ελεύθερη ~ ~. Καθεστώς ~ής ~ας. Βλ. κλειστή οικονομία., ανοιχτή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε φωνήεν. ΑΝΤ. κλειστή συλλαβή, ανοιχτή χορδή: ΜΟΥΣ. που πάλλεται, δεν είναι πατημένη (από κάποιο δάχτυλο). ΑΝΤ. κλειστή χορδή., ανοιχτό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. που δεν είναι συνδεδεμένο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος: τάση ~ού ~ατος. Θερμοσίφωνες/λέβητες ~ού ~ατος. ΑΝΤ. κλειστό κύκλωμα. [< αγγλ. open circuit] , ανοιχτό παιχνίδι 1. ΑΘΛ. αγώνας χωρίς στενά μαρκαρίσματα μεταξύ των παικτών: ~ ~ με πολλά γκολ. ΑΝΤ. κλειστό παιχνίδι 2. με πιθανή κάθε έκβαση., ανοιχτός ορίζοντας 1. ανεμπόδιστος. 2. (μτφ.) ελεύθερος, που παρέχει απεριόριστες δυνατότητες: άνθρωπος/κοινωνία ~ών ~όντων. ΑΝΤ. κλειστός ορίζοντας (1), ανοικτές πωλήσεις βλ. πώληση, Ανοικτό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, ανοιχτή ακρόαση βλ. ακρόαση, ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας) βλ. γραμμή, ανοιχτή διακυβέρνηση βλ. διακυβέρνηση, ανοιχτή επιστολή βλ. επιστολή, ανοιχτή θάλασσα βλ. θάλασσα, ανοιχτή πίστωση βλ. πίστωση, ανοιχτή πληγή βλ. πληγή, ανοιχτό βιβλίο βλ. βιβλίο, ανοιχτό μέτωπο βλ. μέτωπο, ανοιχτό χαρτί βλ. χαρτί, ανοιχτοί λογαριασμοί βλ. λογαριασμός, ανοιχτός στίβος βλ. στίβος, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό βλ. λογισμικό, ερωτήσεις ανοιχτού τύπου/ανοιχτές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, λευκή επιταγή βλ. επιταγή, πολιτική ανοιχτών θυρών βλ. θύρα, τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός βλ. λογαριασμός ● ΦΡ.: (στα) ανοιχτά (νερά): στο πέλαγος: κρουαζιέρα ~ ~. Το πλοίο βυθίστηκε ανοιχτά της νήσου ... (= κοντά στο νησί ...) Βγήκαν/ψαρεύουν ~ ~., έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά (μτφ.): εντείνω την προσοχή μου: Έχε τ' αυτιά σου ανοιχτά και άκουσε/πρόσεξε τι θα πουν!, αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι βλ. πόρτα, με ανοιχτά χαρτιά βλ. χαρτί, με ανοιχτές αγκάλες βλ. αγκάλη, με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό βλ. στόμα, ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα βλ. δρόμος, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, το παράσημο/το βραβείο της ανοιχτής παλάμης βλ. παλάμη [< μτγν. ἀνοικτός, μεσν. ανοιχτός, γαλλ. ouvert, αγγλ. open, γερμ. offen]

Αριστερά

Αριστερά [Ἀριστερά] Α-ρι-στε-ρά ουσ. (θηλ.) (κ. με πεζό το αρχικό α): ΠΟΛΙΤ. πολιτικός χώρος στον οποίο εντάσσονται οι υποστηρικτές του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού: ανανεωτική/αντικαπιταλιστική/επαναστατική/ρεφορμιστική/ριζοσπαστική/φοιτητική ~. Η ελληνική/ευρωπαϊκή ~. Ανήκει/πρόσκειται στην ~. Ψηφίζει ~. Κοινό μέτωπο της ~άς (= των αριστερών κομμάτων). Βλ. ευρω~, κεντρο~. ΑΝΤ. Δεξιά ● ΣΥΜΠΛ.: άκρα Αριστερά: εξωκοινοβουλευτική τάση στην Αριστερά, οι οπαδοί της οποίας υποστηρίζουν την προώθηση ριζοσπαστικών ή επαναστατικών αλλαγών στην κοινωνία· Ακροαριστερά. Βλ. αναρχοκομμουν-, λενιν-, μαρξ-, τροτσκ-ισμός. ΑΝΤ. άκρα Δεξιά [< γαλλ. extrême gauche] , εξωκοινοβουλευτική Αριστερά: αριστερές πολιτικές οργανώσεις, συνήθ. ακραίες, που δεν κατέχουν έδρα στο κοινοβούλιο. Πβ. άκρα Αριστερά. [< γαλλ. (la) gauche, 1791]

άωτον

άωτον [ἄωτον] ά-ω-τον ουσ. (ουδ.): μόνο στη ● ΦΡ.: το άκρον άωτον (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): το ανώτατο όριο: ~ ~ της αναισχυντίας/βλακείας/υποκρισίας. Πβ. αποθέωση, αποκορύφωμα. [< αρχ. (ἄκρον) ἄωτον]

γκρέκα

γκρέκα: κυρ. στη ● ΦΡ.: αλά γκρέκα: κατά τον ελληνικό τρόπο: (ΜΑΓΕΙΡ.) λαζάνια/μελιτζάνες ~ ~. (ειρων.) Ντιμπέιτ ~ ~. Βλ. αλά τούρκα. [< ιταλ. alla greca]

Δεξιά

Δεξιά Δε-ξι-ά ουσ. (θηλ.) (κ. με πεζό το δ): ΠΟΛΙΤ. ο συντηρητικός πολιτικός και ιδεολογικός χώρος: κοινωνική/λαϊκή/ριζοσπαστική/(νεο)φιλελεύθερη ~. Βουλευτές/δυνάμεις/κόμματα της ~άς. Βλ. ευρω~, Κεντρο~, Νεο~. ΑΝΤ. Αριστερά ● ΣΥΜΠΛ.: άκρα Δεξιά: το ακραίο, εξτρεμιστικό τμήμα της Δεξιάς· ακροδεξιά. Βλ. ναζ-, φασ-ισμός. ΑΝΤ. άκρα Αριστερά [< γαλλ. la droite]

δημαγωγία

δημαγωγία δη-μα-γω-γί-α ουσ. (θηλ.): πολιτική παραπλάνησης της κοινής γνώμης με υποσχέσεις, κολακείες, κινδυνολογίες και συνεκδ. ο σχετικός λόγος ή η αντίστοιχη ενέργεια: ακατάσχετη/κοινωνική/φτηνή ~. Διαπλοκή, διαφθορά και ~. Πβ. δημοκοπία, λαϊκισμός. Βλ. προπαγάνδα, χειραγώγηση.|| Προεκλογικές ~ες. [< αρχ. δημαγωγία, γαλλ. démagogie, αγγλ. demagogy]

δημοπρατήριο

δημοπρατήριο δη-μο-πρα-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): χώρος όπου πραγματοποιούνται δημοπρασίες ή πωλούνται μεταχειρισμένα εμπορεύματα, συνήθ. έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, σε συμφέρουσα τιμή. Πβ. γιουσουρούμ. Βλ. -τήριο. ● ΣΥΜΠΛ.: δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων: συμβατικά ή ψηφιακά οργανωμένη αγορά γεωργικών προϊόντων, όπου οι παραγωγοί τα πουλούν σε ελεύθερα διαπραγματεύσιμες τιμές.

εξτρεμιστής

εξτρεμιστής [ἐξτρεμιστής] εξ-τρε-μι-στής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. εξτρεμίστρια}: πρόσωπο που υιοθετεί ακραίες απόψεις ή/και προβαίνει σε αντίστοιχες ενέργειες: κουκουλοφόρος/φανατικός ~. Θρησκευτικοί ~ές.|| (ως επίθ.) ~ές: μουσουλμάνοι. [< γαλλ. extrémiste, 1911] ΕΞΤΡΕΜΙΣΤΗΣ

ζώνη

ζώνη ζώ-νη ουσ. (θηλ.) {ζων-ών} 1. ταινία που συγκρατεί ή/και διακοσμεί τα ρούχα, καθώς τυλίγεται και δένεται γύρω από τη μέση και κατ' επέκτ. κάθε ανάλογος ιμάντας που εξυπηρετεί ειδικές ανάγκες ή χρησιμοποιείται για λόγους ασφαλείας: ανδρική/γυναικεία/δερμάτινη/υφασμάτινη ~ (βλ. ζωνάρι, ζωστήρας, λουρί). ~ παντελονιού. Αγκράφα/θήκη/κλιπ/πόρπη ~ης. Βλ. αξεσουάρ.|| Ελαστική ~. ~ αδυνατίσματος/αναρρίχησης/βαρών/εφίδρωσης/κατάδυσης/μασάζ. Πλαστική ~ μεταφοράς. (ΙΑΤΡ.) Ορθοπαιδική ~. ~ κήλης/κοιλιάς. (ΑΘΛ.) Κίτρινη/μπλε ~ (: το χρώμα υποδηλώνει επίπεδο στις πολεμικές τέχνες). (ΕΚΚΛΗΣ.) Ιερατική ~ (βλ. άμφια).|| (σε αυτοκίνητο) Η ~ σώζει ζωές. Βάλε τη ~ σου! Δεν φορούσε ~. (σε αεροπλάνο) Δέστε τη ~ σας πριν από την απογείωση/προσγείωση. Πβ. ~ ασφαλείας. 2. οριοθετημένη περιοχή στην οποία επικρατούν συγκεκριμένες συνθήκες: αλπική/αστική/διαχωριστική/διεθνής/επικίνδυνη/θαλάσσια/κτηνοτροφική/μεσογειακή/οικιστική/ορεινή/παραλιακή/προστατευόμενη ~. Τιμή ~ης ακινήτων. (ΦΥΣ.) ~ ακτινοβολίας. ~ δασών/(ΟΙΚΟΛ.) ειδικής προστασίας. (ΑΘΛ.) ~ επίθεσης. ~ (άμεσης/επείγουσας) προτεραιότητας/φόρτωσης (: στάθμευσης για φορτοεκφόρτωση). Χερσαία ~ λιμένος. ~ εξυπηρέτησης κοινού. ~ εφαρμογής μέτρων. Πάρκα και ~ες πρασίνου.|| (ΓΕΩΛ.) ~ σεισμικής επικινδυνότητας. Σεισμικές ~ες. Βλ. βιο~. 3. χρονικό διάστημα σε τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα: απογευματινή/νυχτερινή/παιδική ~. Βραδινή/πρωινή ~ ενημέρωσης. ~ υψηλής θεαματικότητας (πβ. πράιμ τάιμ). 4. (μτφ.) ανθρώπινο τείχος, κλοιός: Οι αστυνομικοί είχαν σχηματίσει ~ γύρω από το συνεδριακό κέντρο, για να εμποδίσουν τους διαδηλωτές. 5. ΓΕΩΓΡ. τμήμα της Γης μεταξύ δύο παραλλήλων, που χαρακτηρίζεται από ορισμένο κλίμα: (αντ)αρκτική/βόρεια και νότια εύκρατη/τροπική ή διακεκαυμένη ~. Η ~ του Ισημερινού. Κλιματικές ~ες.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Ουράνιες ~ες. ● Υποκ.: ζωνάκι (το), ζωνίτσα (η), ζωνούλα (η): μόνο στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία/Τιμία/Τίμια Ζώνη: ΕΚΚΛΗΣ. της Θεοτόκου., άμυνα ζώνης & ζώνη άμυνας & (αμυντική) ζώνη 1. ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο κ. το μπάσκετ) τακτική σύμφωνα με την οποία κάθε παίκτης που αμύνεται τοποθετείται στο γήπεδο με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτηρεί συγκεκριμένο τμήμα του αγωνιστικού χώρου: Η ομάδα έπαιζε με διπλή ~ ~. Βλ. μαν του μαν. 2. (κυρ. ως ζώνη άμυνας) έκταση, περιοχή στην οποία οργανώνεται η άμυνα μιας χώρας: κοινή ~ ~ για την Ευρώπη. [< 1: αγγλ. zone defense, 1927] , βιομηχανική ζώνη: χωροθετημένη περιοχή με συγκεκριμένες προδιαγραφές για τη λειτουργία βιομηχανικών εγκαταστάσεων: ~ ~ σιδήρου και χάλυβα. Βλ. βιομηχανικό πάρκο., ελεύθερη ζώνη 1. ΟΙΚΟΝ. περιοχή στην οποία η διακίνηση εμπορευμάτων δεν υπόκειται σε τελωνειακούς δασμούς: ~ ~ εμπορίου (συχνότ. ζώνη ελεύθερου εμπορίου)/λιμανιού. 2. τόπος απαλλαγμένος από κάτι: ~ ~ από μεταλλαγμένα/από πυρηνικά όπλα. Πβ. απαγορευμένη ζώνη. [< 1: αγγλ. free zone, 1900] , ζώνη αστεροειδών: ΑΣΤΡΟΝ. περιοχή του ηλιακού συστήματος ανάμεσα στον Άρη και τον Δία, όπου βρίσκονται οι περισσότεροι γνωστοί αστεροειδείς. [< αγγλ. asteroid belt, 1952] , ζώνη ασφαλείας 1. (επίσ.) ιμάντας, κυρ. σε μέσο μεταφοράς, που σταθεροποιεί τον επιβάτη στη θέση του, προστατεύοντάς τον από πτώση ή ξαφνική και βίαιη μετατόπιση: ειδική/παιδική ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτου/οδηγού. Βλ. αερόσακος. 2. ελεγχόμενη και προστατευμένη περιοχή, όπου ισχύουν περιοριστικά μέτρα πρόσβασης: (ΣΤΡΑΤ.) εναέρια/θαλάσσια/χερσαία ~ ~. Αποχώρηση στρατευμάτων από τη ~ ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ρυθμίσεις ~ης ~ (: για το ίντερνετ). [< 1: αγγλ. safety belt 2: αγγλ. security zone] , ζώνη βλάστησης: ΟΙΚΟΛ. που έχει συγκεκριμένη χλωρίδα, η οποία καθορίζεται κυρ. από το υψόμετρο και από βιοκλιματικούς παράγοντες: παραμεσόγεια ~ ~. Βλ. οικότοπος, τούνδρα., ζώνη διέλευσης: ΤΗΛΕΠ. στενή ζώνη συχνοτήτων, μέσα από την οποία το σήμα περνά χωρίς αξιόλογη παραμόρφωση: ~ ~ γραμμής/φίλτρου.|| (γενικότ., στενό πέρασμα:) ~ ~ της οδού., ζώνη ελεύθερων συναλλαγών (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Z, E, Σ): ΟΙΚΟΝ. ενιαία αγορά με καθεστώς ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων, που συγκροτείται από δύο ή περισσότερα κράτη, τα οποία, ωστόσο, δεν υποχρεούνται να έχουν κοινό δασμολόγιο στις εμπορικές σχέσεις τους με τρίτες χώρες. Πβ. ελεύθερο εμπόριο. Βλ. Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών., ζώνη επιτήρησης & επιτηρούμενη ζώνη: οριοθετημένη περιοχή, όπου εφαρμόζονται ειδικά μέτρα ασφαλείας., ζώνη επιχειρήσεων: ΣΤΡΑΤ. περιοχή, συνήθ. σε εμπόλεμη σύρραξη, μέσα στα όρια της οποίας αναπτύσσεται πολεμική δράση. [< γαλλ. zone d'opérations] , ζώνη καινοτομίας: περιοχή που προσφέρεται για την εγκατάσταση επιχειρήσεων και ερευνητικών φορέων με καινοτόμες δράσεις., ζώνη οικιστικού ελέγχου (συντομ. ΖΟΕ): ΟΙΚΟΝ. εργαλείο για τον σχεδιασμό και τον έλεγχο του εξωαστικού χώρου που καθορίζει και θεσμοθετεί τις χρήσεις γης, τους όρους και περιορισμούς δόμησης και τους όρους προστασίας των βασικών υποδομών., ζώνη συχνοτήτων: ΤΗΛΕΠ. περιοχή φάσματος συχνοτήτων μεταξύ δύο οριακών τιμών: ~ ~ από τα οκτακόσια ενενήντα έως τα εννιακόσια δεκαπέντε MHz. Βλ. ευρυζωνικότητα., ζώνη ώρας & ωρολογιακή ζώνη & (σπάν.) ωριαία ζώνη: ΓΕΩΓΡ. καθεμία από τις είκοσι τέσσερις νοητές ζώνες πλάτους 15 μοιρών σε σχήμα γεωμετρικής ατράκτου, στις οποίες χωρίζεται η επιφάνεια της Γης και έχουν συμβατικά την ίδια ώρα: αλλαγή ~ης ~. Χώρες που ανήκουν σε διαφορετικές ~ες ~. ΣΥΝ. ωριαία άτρακτος [< αγγλ. time zone] , θεωρία των ζωνών & θεωρία των ενεργειακών ζωνών: ΦΥΣ. σύμφωνα με την οποία το ενεργειακό διάγραμμα των ηλεκτρονίων που συμμετέχουν στον σχηματισμό δεσμών μεταξύ των ατόμων ενός στερεού, έχει τη μορφή ενεργειακών ζωνών., μεθοριακή/(δια)συνοριακή ζώνη: έκταση κατά μήκος των συνόρων που υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς., μπλε ζώνη 1. (σε πόλη) χώρος στάθμευσης μόνιμων κατοίκων. 2. χαρακτηρισμός περιοχής με υψηλό ποσοστό μακροζωίας., νομισματική ζώνη: ΟΙΚΟΝ. ευρύτερη περιοχή (σε σύνολο χωρών) στην οποία οι συναλλαγές γίνονται με καθορισμένο κοινό νόμισμα., πράσινη ζώνη 1. ανοιχτή έκταση γύρω από πόλη, όπου απαγορεύεται η δόμηση. 2. (κ. με κεφαλ. Π, Ζ) περιοχή εμπόλεμης χώρας που ανακηρύσσεται από τον ΟΗΕ ουδέτερη και προστατευόμενη., στρατιωτική ζώνη: ΣΤΡΑΤ. οριοθετημένη έκταση που κατέχεται από στρατιωτικές δυνάμεις: κλειστή ~ ~., τελωνειακή ζώνη: ΟΙΚΟΝ. που βρίσκεται στη δικαιοδοσία των τελωνείων: ~ ~ (αερο)λιμένα. Είδη που εξάγονται σε ελεύθερη ~ ~ (= χωρίς δασμούς)., υγειονομική ζώνη: επιτηρούμενο όριο για την απομόνωση περιοχής, στην οποία έχει εκδηλωθεί επιδημία, και την προστασία των υπολοίπων: ~ ~ προστασίας προσφύγων. [< γαλλ. cordon sanitaire] , αιγιαλίτιδα ζώνη βλ. αιγιαλίτιδα, ακόρεστη ζώνη βλ. ακόρεστος, αντιπυρική ζώνη βλ. αντιπυρικός, απαγορευμένη ζώνη βλ. απαγορευμένος, αποκλειστική οικονομική ζώνη βλ. οικονομικός, αποπυρηνικοποιημένη ζώνη βλ. αποπυρηνικοποιημένος, αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη βλ. αποστρατιωτικοποιώ, γκρίζες ζώνες/περιοχές βλ. γκρίζος, εμπόλεμη ζώνη βλ. εμπόλεμος, ευέλικτη ζώνη βλ. ευέλικτος, εύρος ζώνης βλ. εύρος, ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη βλ. ζωδιακός, ζώνη αγνότητας βλ. αγνότητα, ζώνη κορεσμού βλ. κορεσμός, ζώνη του ευρώ βλ. ευρώ, ζώνη του λυκόφωτος βλ. λυκόφως, ζώνη του πυρός βλ. πυρ, κατοικήσιμη ζώνη βλ. κατοικήσιμος, κόκκινη ζώνη βλ. κόκκινος, λευκή ζώνη βλ. λευκός, μαύρη ζώνη βλ. μαύρος, μικτή ζώνη βλ. μικτός, νεκρή ζώνη βλ. νεκρός, ουδέτερη ζώνη βλ. ουδέτερος, παράκτια ζώνη βλ. παράκτιος, συνορεύουσα ζώνη βλ. συνορεύει, σφαίρα/ζώνη επιρροής βλ. επιρροή ● ΦΡ.: χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση βλ. χτύπημα [< αρχ. ζώνη, γαλλ.-αγγλ. zone, γαλλ. ceinture, αγγλ. band, belt]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

κεντροδεξιός

κεντροδεξιός, ά, ό κε-ντρο-δε-ξι-ός επίθ.: ΠΟΛΙΤ. που βρίσκεται ιδεολογικά μεταξύ Κέντρου και Δεξιάς ή αποτελείται από δυνάμεις αυτού του χώρου: ~ά: παράταξη.|| ~ά: συμμαχία. Βλ. ακροδεξιός, κεντρώος. ● Ουσ.: Κεντροδεξιά (η): ο κεντροδεξιός πολιτικός χώρος· ειδικότ. τα κεντροδεξιά κόμματα. ΑΝΤ. Κεντροαριστερά, κεντροδεξιοί (οι) {σπανιότ. στον εν.}: οι οπαδοί της Κεντροδεξιάς. ΑΝΤ. κεντροαριστεροί [< γαλλ. de centre droit]

κλειστός

κλειστός, ή, ό κλει-στός επίθ. 1. που εμποδίζει την είσοδο σε κάποιον χώρο ή την έξοδο από αυτόν, που δεν επιτρέπει τη δίοδο, την πρόσβαση σε κάτι ή την οπτική επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος (βλ. εσώκλειστος). ~ή: ντουλάπα/πόρτα/πύλη/τρύπα. ~ό: γράμμα/δοχείο (= σφραγισμένο)/καπάκι/κιβώτιο/μπουκάλι/παράθυρο/συρτάρι/τζάμι. ~ά: διόδια/παντζούρια/ρολά (= κατεβασμένα)/σύνορα. Πουκάμισο με ~ό γιακά (: κουμπωμένο). ~οί δρόμοι λόγω κατολίσθησης. ~ά άνθη (: μπουμπούκια). Φορά ~ή μπλούζα (ΑΝΤ. έξωμη, εξώπλατη)/~ά παπούτσια (ΑΝΤ. πέδιλα). Διατηρείτε τη συσκευασία ερμητικά ~ή (πβ. θεό-, κατά-, ολό-κλειστος)! Μασώ με ~ό το στόμα. Πβ. κλεισμένος, σφαλιστός. Βλ. μισόκλειστος. ΑΝΤ. ανοιχτός (1) 2. (για χώρο) που έχει σκεπή, σκέπαστρο ή περιφράσσεται: ~ή: αγορά/αίθουσα/πισίνα. ~ό: γκαράζ/γυμναστήριο/θέατρο/κολυμβητήριο/προπονητήριο/στάδιο. Πβ. στεγασμένος. ΑΝΤ. υπαίθριος.|| (ειδικότ. για όχημα) ~ό: αμάξωμα/φορτηγό. Πβ. σκεπαστός. Βλ. περίκλειστος.|| ~ή: αυλή. Πβ. περίφρακτος. 3. που δεν λειτουργεί προσωρινά ή μόνιμα· που δεν επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ός: εκτυπωτής/θερμοσίφωνας/υπολογιστής. ~ή: τηλεόραση. ~ά: κινητά (= απενεργοποιημένα)/τηλέφωνα (: κατεβασμένα). Πβ. εκτός λειτουργίας.|| ~ός: σταθμός. ~ό: αεροδρόμιο. ~ά: γραφεία/νοσοκομεία. Μνημείο ~ό στο κοινό. Το ξενοδοχείο θα παραμείνει ~ό λόγω ανακαίνισης. ~ά τα καταστήματα.|| ~ός: διακόπτης. ~ή: βαλβίδα. Με ~ό φως (= σβηστό). 4. που αποκλείει τη συμμετοχή όσων δεν ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο σύνολο: ~ός: διαγωνισμός. ~ή: διαδικασία/εκδήλωση/λέσχη/λίστα/παρέα/πρόσκληση/συγκέντρωση/συζήτηση/συνάντηση/συνεδρία/σύνοδος/συντεχνία. ~ό: συνέδριο. ~ές: διαβουλεύσεις. Σε ~ό (οικογενειακό) κύκλο (ΣΥΝ. στενός). ~ό δίκτυο τηλεπικοινωνιών (: περιορισμένης πρόσβασης). ΑΝΤ. ανοιχτός (9) 5. για πρόσωπο που διακρίνεται από εσωστρέφεια ή στενότητα πνεύματος· (για ομάδα ανθρώπων) που είναι απομονωμένη, δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκτήσει νέα μέλη, δεν δέχεται επιρροές: ~ός: τύπος/χαρακτήρας. ~ και μοναχικός/ντροπαλός (πβ. αντικοινωνικός· βλ. διαχυτ-, εκδηλωτ-ικός, εξωστρεφής).|| ~ή: κοινωνία/νοοτροπία. ~ές: αντιλήψεις. ~ά: μυαλά (: με προκαταλήψεις). Πβ. συντηρητικός. ΑΝΤ. ανοιχτός (6) 6. (για φυσικό σχηματισμό ή κατασκευή) με μικρό (ή χωρίς) άνοιγμα, κενό· που σχηματίζει ή δημιουργεί οξεία γωνία: ~ός: κόλπος/όρμος (βλ. ημίκλειστος). ~ή: κοιλάδα/πεδιάδα (: στενή). ~ό: αγγείο (βλ. αμφορέας)/λιμάνι.|| (ΜΑΘ.) ~ή καμπύλη (: χωρίς άκρα).|| ~ή: στροφή/τροχιά. ΑΝΤ. ανοιχτός (3) 7. διπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. ~ά: βιβλία. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια. ΑΝΤ. ανοιχτός (4) 8. ΟΙΚΟΝ. προθεσμιακός: ~ές: καταθέσεις. Έχει τα χρήματα σε ~ό λογαριασμό. 9. κρυφός, μυστικός: (σε χαρτοπαίγνιο) Μοιράζονται δύο ~ά φύλλα και ένα ανοιχτό. ● επίρρ.: κλειστά: (για κατάστημα) Είμαστε ~ λόγω διακοπών. ● ΣΥΜΠΛ.: κλειστά σύμφωνα: ΓΡΑΜΜ. που παράγονται με φραγμό σε κάποιο σημείο της στοματικής κοιλότητας (π, τ, κ, μπ, ντ, γκ). Βλ. άηχα, ηχηρά σύμφωνα., κλειστή αγροτική οικονομία: στην οποία δεν δημιουργούνται πλεονάσματα για εμπορική εκμετάλλευση και η κάθε αγροτική μονάδα παράγει και ταυτόχρονα καταναλώνει, επιδιώκοντας την αυτάρκειά της. Πβ. ανταλλακτικός. Βλ. εγχρήματος., κλειστή άμυνα: ΑΘΛ. που εμποδίζει τη δίοδο των αντιπάλων προς την εστία ή το καλάθι: ~ ~ ζώνης. Κατάφερε να (δια)σπάσει την ~ ~ των γηπεδούχων. ΑΝΤ. ανοιχτή άμυνα, κλειστή γωνία: (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) η γωνία του τέρματος που φυλάσσεται από τον τερματοφύλακα: γκολ/σουτ στην ~ ~. , κλειστή ημερομηνία: προκαθορισμένη: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. ΑΝΤ. ανοιχτή ημερομηνία, κλειστή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. απομονωμένη από το διεθνές εμπόριο, χωρίς εμπορικούς δεσμούς. Βλ. ανοιχτή οικονομία. , κλειστή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε σύμφωνο. ΑΝΤ. ανοιχτή συλλαβή, κλειστό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. πλήρες ηλεκτρικό κύκλωμα που επιτρέπει τη δίοδο ρεύματος· (κυρ. ειδικότ.) τηλεοπτικό σύστημα με βιντεοκάμερες το σήμα των οποίων μεταφέρεται μέσω καλωδίων σε οθόνες περιορισμένου αριθμού: ~ ~ παρακολούθησης/τηλεόρασης. Ο χώρος ελέγχεται από ~ ~. Βλ. βιντεοεπιτήρηση. [< αγγλ. closed-circuit, 1949] , κλειστό παιχνίδι: ΑΘΛ. αγώνας στον οποίο οι ομάδες παίζουν αμυντικά: ~ ~ με λίγα γκολ. ΑΝΤ. ανοιχτό παιχνίδι (1), κλειστό σκορ: ΑΘΛ. με μικρή διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων: ντέρμπι με ~ ~ και συναρπαστική εξέλιξη. , κλειστό συμβόλαιο: με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης: διετές ~ ~ συνεργασίας., κλειστός αυτοκινητόδρομος: που δεν διασταυρώνεται στο ίδιο επίπεδο με άλλη οδό, με σιδηροδρομική ή τροχιοδρομική γραμμή ή με λωρίδα για πεζούς, αλλά διαθέτει συγκεκριμένες εισόδους και εξόδους., κλειστός ορίζοντας 1. (μτφ.) που δεν παρέχει δυνατότητες, προοπτικές: οι ~οί ~ες της ανεργίας. Άτομα με ~ούς ~ες (: με παρωπίδες, στερεότυπα). 2. χωρίς ορατότητα., ερωτήσεις κλειστού τύπου/κλειστές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, κλειστά επαγγέλματα βλ. επάγγελμα, κλειστή θάλασσα βλ. θάλασσα, κλειστή φυλακή βλ. φυλακή, κλειστός στίβος βλ. στίβος ● ΦΡ.: με κλειστά (τα) μάτια (μτφ.): ανεπιφύλακτα· κατ' επέκτ. με μεγάλη ευκολία ή δεξιοτεχνία: Κινητό που θα επέλεγα ~ ~.|| Χειρίζεται τον υπολογιστή ~ ~. , βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή βλ. πόρτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, κρατά το στόμα του κλειστό βλ. στόμα, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί [< μτγν. κλειστός, γαλλ. fermé, αγγλ. closed]

οντισιόν

οντισιόν [ὀντισιόν] ο-ντι-σιόν ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: δοκιμαστική ακρόαση προσώπων, κυρ. καλλιτεχνών, και επιλογή των καταλληλότερων για συμμετοχή σε καλλιτεχνική παραγωγή: Επιλέχθηκε για τον ρόλο του πρωταγωνιστή, αφού πέρασε/ύστερα από ~. Ξεκίνησαν οι ~ για ... Τον κάλεσαν σε ~. Πβ. κάστινγκ. [< γαλλ. audition]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πίστη

πίστη πί-στη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις} 1. αποδοχή της ορθότητας ή της ύπαρξης ενός πράγματος: απόλυτη/σταθερή ~. Η λαϊκή ~. ~ στην αιώνια ζωή/σε υπερφυσικά φαινόμενα. Πανάρχαιες ~εις (= δοξασίες). Είναι (ευρέως) διαδεδομένη/διάχυτη η ~ ότι ... 2. αποδοχή της ύπαρξης ανώτατου όντος, προσήλωση σε θρησκεία ή δόγμα και κυρ. ειδικότ. στον Χριστιανισμό: (ΘΡΗΣΚ.) εβραϊκή/ειδωλολατρική/θρησκευτική ~. ~ στον βουδισμό.|| Προτεσταντική/ρωμαιοκαθολική ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ορθόδοξη ~. Έχει βαθιά ~ στον Θεό. Δοκιμάστηκε/κλονίστηκε η ~ του. Απαρνήθηκε/έχασε/ξαναβρήκε/ομολόγησε την ~ του. Μαρτύρησε για την ~ του. Βλ. ορθοδοξία. ΑΝΤ. απιστία (3) 3. βεβαιότητα, σιγουριά (ότι κάτι υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει): ακλόνητη/ακράδαντη ~. ~ για/σε ένα καλύτερο αύριο. ~ για την πρόκριση. Έχει ~ στην πρόοδο. Εξέφρασε την ~ του ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί. 4. αφοσίωση, προσήλωση, σταθερότητα, συνέπεια: ~ σε αξίες και ιδανικά/αρχές. Ορκίστηκε ~ στο Σύνταγμα και τους νόμους.|| Ερωτική ~. 5. εμπιστοσύνη: ισχυρή/στέρεη/τυφλή ~. ~ σε υποσχέσεις. Έχει ~ στις δυνάμεις/στον εαυτό/στις ικανότητές του (= αυτοπεποίθηση). Έδειξε ~ στις δυνατότητές τους. 6. ΟΙΚΟΝ. πράξη μεταβίβασης κεφαλαίου από ένα (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο σε άλλο, με την πεποίθηση ότι θα επιστραφεί με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί (χρόνος, τόπος, επιτόκιο): τραπεζική ~. Εμπορική/επαγγελματική/επιχειρηματική/κτηματική/ναυτική ~. Πβ. πίστωση. Βλ. δάνειο, χρηματοδότηση. 7. (σπάν.) αξιοπιστία, φερεγγυότητα: Εταιρεία που έχει αποκαταστήσει την ~ της στην αγορά. ● ΣΥΜΠΛ.: αγροτική πίστη: ΟΙΚΟΝ. χορήγηση δανείων στον αγροτικό τομέα από αρμόδια τράπεζα με ευνοϊκούς όρους και σε εναρμόνιση με την κρατική αγροτική πολιτική., βιομηχανική πίστη: ΟΙΚΟΝ. παροχή δανείου με πίστωση από τράπεζα σε βιομηχανική επιχείρηση για αγορά πρώτων υλών ή μηχανολογικού εξοπλισμού, δημιουργία νέων εγκαταστάσεων, ανάληψη παραγωγικών επενδύσεων., κακή πίστη: απουσία αξιοπιστίας, ύπαρξη δόλου, κακής πρόθεσης: Βρίσκεται σε ~ ~. Με ~ ~/(λόγ.) κακή τη πίστει (= κακοπροαίρετα). ΣΥΝ. κακοπιστία (2), καλή πίστη: εντιμότητα, απουσία δόλου, καλή πρόθεση, συνήθ. σε συναλλαγές: άνθρωπος ~ής ~εως (πβ. καλόπιστος). Κίνηση/πνεύμα/στάση ~ής ~εως. ~ ~ μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου. Ενεργώ/πράττω με ~ ~/(λόγ.) καλή τη πίστει (= καλοπροαίρετα). ΣΥΝ. καλοπιστία, καταναλωτική πίστη: ΟΙΚΟΝ. παροχή δανείου με σκοπό κυρ. την αγορά καταναλωτικών αγαθών ή την αντιμετώπιση προσωπικών εξόδων. [< αγγλ. consumer credit, 1925] , στεγαστική πίστη: ΟΙΚΟΝ. χορήγηση δανείου με σκοπό την αγορά ακινήτου., συζυγική πίστη: αμοιβαία δέσμευση των συζύγων να μην έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις: Πρόδωσε τη ~ ~., Σύμβολο της Πίστεως & της Πίστης: ΕΚΚΛΗΣ. σύντομο κείμενο με δώδεκα άρθρα που αποτελεί ομολογία της χριστιανικής πίστης: απαγγελία του ~όλου ~. ΣΥΝ. Πιστεύω (το), άρθρο πίστεως βλ. άρθρο, ομολογία πίστεως βλ. ομολογία ● ΦΡ.: (πήγε) υπέρ πίστεως (και πατρίδος) 1. (ειρων.) πήγε χαμένος: Ο κόπος μας πήγε/τα χρήματά μας πήγαν ~ ~! 2. (λόγ.) για την υπεράσπιση των ιδανικών της χριστιανικής πίστης και της πατρίδας. ΣΥΝ. υπέρ βωμών και εστιών, δίνω πίστη σε κάτι: το πιστεύω: Μη ~εις ~ σε διαδόσεις/φήμες!, μα την πίστη μου! (προφ.): ως όρκος ή για δήλωση έκπληξης: ~ ~ (= ορκίζομαι), δεν είδα τίποτα!|| ~ ~, δεν καταλαβαίνω γιατί το έκανε., μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία βλ. αδόξαστος, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, ο άνθρωπος/η πίστη κινεί βουνά βλ. βουνό [< αρχ. πίστις 6: αγγλ. credit, γαλλ. crédit]

πόδι

πόδι πό-δι ουσ. (ουδ.) {ποδ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα κάτω άκρα ανθρώπου ή ζώου· ειδικότ. άκρο πόδι: αδύνατα (βλ. κανιά)/κοντά/μακριά/ξεκούραστα/στραβά/ταλαιπωρημένα/τεχνητά/ψηλά ~ια. Κάκωση/πόνος στο ~. Με το ένα ~ πάνω στο άλλο/με τα ~ια σταυρωμένα (= σταυρο~). Στραμπούληξε/έσπασε/έχασε το ~ του (βλ. ανάπηρος, κουτσός). Έκανε ακτινογραφία/τραυματίστηκε/υπέστη κάταγμα στο ~. Μαζεύω/τεντώνω τα ~ια μου. Βλ. κνήμη, μηρός.|| Βρόμικα/ξυπόλυτα/πρησμένα ~ια. Τα δάκτυλα/η καμάρα/τα νύχια/το πέλμα/το τόξο του ~ιού. Κακοσμία (= ποδαρίλα)/περιποίηση (= πεντικιούρ) ~ιών. Ίχνη ~ιών. Βλ. πατούσα, πλατυποδία.|| Τα μπροστινά/πίσω ~ια της αρκούδας/του σκύλου. Τα ~ια της αράχνης/μέλισσας. Πτηνό με μακριά και λεπτά ~ια (βλ. πελαργός). ΣΥΝ. ποδάρι 2. (μτφ.) καθετί με παρόμοια μορφή, κυρ. στήριγμα αντικειμένου στο κάτω μέρος του: τα ~ια της καρέκλας/του κρεβατιού/του τραπεζιού. Τα ~ια του πιάνου. Πλαστικά ~ια επίπλων. || Ποτήρια με (= κολονάτα)/χωρίς ~. Αγγείο με χαμηλό (βλ. κύλικα)/ψηλό ~.|| Το πρώτο/δεύτερο/τρίτο ~ της Χαλκιδικής. 3. (μτφ.) το κατώτερο τμήμα: στα ~ια του βουνού (= πρόποδες). 4. ΜΕΤΡΟΛ. (σύμβ. ft ή ′) μονάδα μήκους, κυρ. του αγγλικού και αμερικανικού συστήματος, ίση περ. με το ένα τρίτο του μέτρου: αγγλικό/διεθνές ~ (: 0,3048 μέτρα). Βλ. γιάρδα, ίντσα. ● Μεγεθ.: ποδάρα (η): ΣΥΝ. αρίδα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο πόδι & (λόγ.) άκρος πους {άκρου ποδός}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το τελικό τμήμα του κάτω άκρου, που αποτελείται από τον ταρσό, το μετατάρσιο και τα δάχτυλα: Το ~ ~ στηρίζει το βάρος του σώματος., πήλινα/ξύλινα/γυάλινα πόδια (μτφ.): αδύναμη, σαθρή βάση: Η εταιρεία/χώρα αποδείχτηκε γίγαντας/κολοσσός με ~ ~. Η ανάπτυξη/οικονομία πατά/στηρίζεται σε ~ ~. Βλ. χάρτινη τίγρη. [< γαλλ. pieds d'argile] , διαβητικό πόδι βλ. διαβητικός, πόδι της χήνας βλ. χήνα, πόδι του αθλητή βλ. αθλητής, αθλήτρια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο (προφ.): φεύγω τρέχοντας: Ο κλέφτης έφυγε με ~ ~. Πβ. την κοπανάω.|| (μτφ.) Έχουν βάλει ~ ~ για να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα., (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου (προφ.): (δεν) αντέχω σωματικά: Δεν ~ ~ από την εξάντληση/κούραση. Είμαι πτώμα, δεν με ~ άλλο ~ μου. Εργάζομαι ακόμη, όσο με ~ ~ μου., αφήνω κάποιον στο πόδι μου (προφ.): τον βάζω στη θέση μου ως αντικαταστάτη., βάζω πόδι (προφ.): εισέρχομαι, διεισδύω: Η πολυεθνική έβαλε ~ στην ελληνική αγορά., δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου (προφ.): νιώθω αδύναμος, εξουθενωμένος: ~ ~ απ' την κούραση/το ξενύχτι.|| Πάρε τα ~ σου! (= κουνήσου, περπάτα)!, δίνω/παίρνω/τρώω πόδι (προφ.) & (λαϊκό) δίνω/παίρνω πασαπόρτι: διώχνω/με διώχνουν: Του 'δωσε ~ (: τον πέταξε έξω).|| Έφαγε/πήρε ~ απ' τη δουλειά (= απολύθηκε)., με τα πόδια: περπατώντας: Ήρθαμε/κάναμε βόλτα/πήγαμε ~ ~. Η πλατεία βρίσκεται πέντε λεπτά ~ ~ απ' τη στάση του μετρό. Πβ. πεζή., με το ένα πόδι/με τα δυο πόδια στον τάφο (προφ.): για ετοιμοθάνατο ή πολύ ηλικιωμένο άτομο: Είναι ~ ~. ΣΥΝ. τον περιμένουν, με χέρια και με πόδια & με πόδια και με χέρια (μτφ.-προφ.) 1. με απόλυτη σιγουριά, χωρίς κανέναν ενδοιασμό: Ψηφίζω ~ ~. Βλ. δαγκωτός.|| Υπογράφω ~ ~. Πβ. προσυπογράφω. 2. με όλη μου τη δύναμη: Αντιστάθηκα ~ ~., μου κόπηκαν τα πόδια (μτφ.-προφ.): παρέλυσα: Μας είχαν κοπεί ~ από την κούραση.|| Ένιωθε την πείνα/τον φόβο να του κόβει ~. Πβ. μου κόπηκαν τα ήπατα., μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου (προφ.): τον εμποδίζω να κινηθεί ελεύθερα με το να βρίσκομαι πολύ κοντά του και κατ' επέκτ. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις του: Μην μπερδεύεσαι ~ μου την ώρα που κάνω δουλειά!, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια (παροιμ.): όποιος δεν προνοεί, ταλαιπωρείται., ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) (προφ.): τον παρακαλώ θερμά, τον ικετεύω. ΣΥΝ. πέφτω στα γόνατα, πέφτω στα τέσσερα [< γαλλ. se traîner aux pieds de quelqu' un] , στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αντικαθιστώ: Θα σταθείς ~ ~ μου, να πεταχτώ μια στιγμή στην τράπεζα;, στο πόδι (προφ.): βιαστικά, πρόχειρα: Έγραψε το κείμενο ~ ~. Όλα έγιναν ~ ~ (= τσαπατσούλικα). Πβ. στο γόνατο., το βάζω στα πόδια (προφ.): φεύγω, τρέχω και γενικότ. απομακρύνομαι γρήγορα από μια επικίνδυνη, δύσκολη, δυσάρεστη κατάσταση: Το έβαλε ~ ~ πανικόβλητος/σαστισμένος/τρομαγμένος/φοβισμένος. Το έβαλε ~ ~ για να γλιτώσει. Της άρπαξε την τσάντα και το έβαλε ~ ~. Πβ. παίρνω δρόμο.|| (μτφ.) Δεν ~ ~ σε κάθε δυσκολία., τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) (προφ.): για κατάσταση που απαιτεί να σπεύσει κάποιος., απλώνω τα πόδια μου μέχρι/ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά μου βλ. πάπλωμα, βάζω φτερά (στα πόδια) βλ. φτερό, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, θα σου κόψω τα πόδια! βλ. κόβω, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, με την μπάλα στα πόδια βλ. μπάλα, πατάει σταθερά στα πόδια του βλ. σταθερός, πατώ πόδι βλ. πατώ, πατώ το πόδι μου (κάπου) βλ. πατώ, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω στο πόδι βλ. σηκώνω, στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου βλ. στέκομαι, στις μύτες (των ποδιών) βλ. μύτη, στύλωσε τα πόδια/τα στύλωσε βλ. στυλώνω, το κόβω με τα πόδια βλ. κόβω, του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι βλ. παπούτσι, τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου βλ. χαλί [< αρχ. πόδιον, αγγλ. foot]

σιωπή

σιωπή σι-ω-πή ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση κατά την οποία δεν ακούγονται ομιλίες ή θόρυβοι· (στον πληθ.) τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα: απέραντη/ατέλειωτη/βαθιά ~. Η ~ του βυθού/της νύχτας/της φύσης (πβ. ησυχία, σιγαλιά). Στιγμές/ώρες ~ής. Έγινε/έπεσε ~. Επικρατεί απόλυτη ~. Μέσα στη ~. Πβ. σιγή.|| Οι παύσεις και οι ~ές της ταινίας. Φιλμ διαλόγων και ~ών. 2. (κατ' επέκτ.) η στάση του ανθρώπου που δεν θέλει ή δεν μπορεί να εκφράσει την άποψή του, να απαντήσει ή να αντιδράσει σε κάτι: αδικαιολόγητη/αμήχανη/απρόσμενη/ένοχη/ενοχλητική/επιβεβλημένη/ηχηρή/θλιβερή/θλιμμένη/περίεργη/συνειδητή/υποκριτική ~. Η ~ της ντροπής/του τρόμου. Κύκλος/πέπλο/στάση/τείχος ~ής. Το δικαίωμα/σπάσιμο της ~ής. Τηρεί ~ για το θέμα/την υπόθεση. Επέλεξε τη ~. Καταδικάστηκε/κρύβεται στη ~. Προτίμησα την εύγλωττη ~. Μετά την παρέμβασή του, ακολούθησε ~ αμηχανίας. Αντιμετώπισε το ζήτημα με παγερή ~. Εξαγόρασαν τη ~ μας (: για μάρτυρες ή θύματα). Η ~ είναι συνενοχή.|| Ύστερα από μακρά ~ (= αδράνεια, αποχή) ... ● ΣΥΜΠΛ.: (η) συνωμοσία (της) σιωπής: συμφωνία ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας προσώπων να συγκαλύψουν κάτι, αποσιωπώντας το: Εξυφαίνεται μια ~ ~. ~ ~ καλύπτει το φιάσκο. [< γαλλ. la conspiration du silence] , ο νόμος της σιωπής (μτφ.): όταν συγκαλύπτεται κάτι μεμπτό, παράνομο: ο άγραφος ~ ~ και της εκδίκησης. Επικρατεί/σπάει ~ ~. Έχει επιβληθεί ~ ~ για ορισμένα θέματα-ταμπού. Πβ. ομερτά. [< γαλλ. la loi du silence] , εκκωφαντική σιωπή βλ. εκκωφαντικός, η γλώσσα της σιωπής βλ. γλώσσα, νεκρική σιγή/σιωπή βλ. νεκρικός ● ΦΡ.: άκρα (του τάφου) σιωπή (μτφ.): απόλυτη ησυχία: ~ ~ βασιλεύει στην περιοχή. Στην αίθουσα επικρατούσε ~ ~. Τηρείται ~ ~ (για κάτι)., η σιωπή είναι χρυσός (παροιμ.): (σε ορισμένες περιπτώσεις) η σιωπή είναι πολύτιμη: ~ ~, ιδίως όταν δεν έχεις τίποτα καινούργιο να πεις. ΣΥΝ. τα πολλά λόγια είναι φτώχεια [< γαλλ. le silence est d'or] , η σιωπή μου προς απάντησή σου (προφ.): απαξιώ, δεν καταδέχομαι να σου απαντήσω., λύνω τη σιωπή μου: αποφασίζω να μιλήσω έπειτα από αρκετό χρονικό διάστημα, συνήθ. για να αποκαλύψω κάτι: Έλυσε ~ του και απάντησε στις κατηγορίες., σιωπή! (ως προσταγή): μη μιλάς, πάψε: ~ εσύ/παρακαλώ! ~, τώρα μιλάω εγώ. Πβ. σουτ, τσιμουδιά. , (κρατά/τηρεί) αιδήμονα σιωπή(ν)/σιγή(ν) βλ. αιδήμων [< αρχ. σιωπή, αγγλ.-γαλλ. silence]

ταμπλ-ντοτ

ταμπλ-ντοτ ταμπλ-ντοτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ταμπλ-ντ' οτ: γεύμα ή δείπνο με ειδικό μενού και προκαθορισμένη τιμή που ισχύει σε εστιατόρια, συνήθ. τις ημέρες των εορτών: ρεβεγιόν με ~. Το μαγαζί έβαλε/έχει ~. Βλ. αλά καρτ. [< γαλλ. table d'hôte]

τουρισμός

τουρισμός του-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ταξίδι σε τόπο διαφορετικό από εκείνον της μόνιμης κατοικίας, συνήθ. για αναψυχή, ξεκούραση ή επίσκεψη σε διάφορα αξιοθέατα: αειφόρος/αεραθλητικός/αλιευτικός/αρχαιολογικός/γλωσσικός/εικαστικός/εκπαιδευτικός/εξωτερικός/επαγγελματικός/εποχιακός/εσωτερικός/θαλάσσιος/θερινός/ιατρικός/ιππικός (= ιπποτουρισμός)/καταδυτικός/λογοτεχνικός/μαθητικός/μοναστηριακός/οικογενειακός/ορειβατικός/ορεινός/παγκόσμιος/παραθαλάσσιος/περιβαλλοντικός/περιπατητικός/ποιοτικός/προσβάσιμος/σχολικός/φυσιολατρικός/χειμερινός ~. ~ κινήτρων/περιπέτειας/των πόλεων (αστικός ~)/πολυτελείας/τρίτης ηλικίας/υγείας. Γεωλογικός ~ (= γεωτουρισμός). Συνεδριακός και εκθεσιακός ~. Ειδικές/εναλλακτικές μορφές ~ού. Υπερβολικός ~ (= υπερτουρισμός). Υπουργείο ~ού. Βλ. διακοπές, οινο~, παραθερισμός.|| (προφ.-ειρων.) Η ομάδα πάει για να νικήσει και όχι για ~ό. Βλ. -ισμός. 2. το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη μετακίνηση τουριστών: διεθνής ~. Γραφείο (γενικού)/διεθνής έκθεση/τομέας/υπηρεσίες ~ού. Ελληνικός/Παγκόσμιος Οργανισμός ~ού. 3. τουριστική κίνηση: Ο ~ αυξήθηκε φέτος. ● ΣΥΜΠΛ.: αγροτικός τουρισμός: αγροτουρισμός., αθλητικός τουρισμός: που συνδυάζεται με παρακολούθηση αθλητικών διοργανώσεων ή συμμετοχή σε αθλητική δραστηριότητα., αναπαραγωγικός τουρισμός: ταξίδι ζευγαριού με στόχο την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή σε χώρα άλλη από αυτή της χώρας προέλευσης των πιθανών γονέων, που γίνεται για νομικούς, οικονομικούς, θρησκευτικούς ή πρακτικούς λόγους., διαστημικός τουρισμός: ταξίδι στο Διάστημα για λόγους αναψυχής. [< αμερικ. space tourism, 1967] , ηθικός τουρισμός: ΟΙΚΟΛ. οικοτουρισμός., ιαματικός/θεραπευτικός τουρισμός: εναλλακτική μορφή τουρισμού που αναπτύσσεται σε λουτροπόλεις και περιοχές με ιαματικές πηγές, με σκοπό τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων ή τη διατήρηση της καλής κατάστασης του οργανισμού., οικολογικός τουρισμός: ΟΙΚΟΛ. οικοτουρισμός., πολιτιστικός τουρισμός: που πραγματοποιείται με συμμετοχή σε πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες., γαστρονομικός τουρισμός βλ. γαστρονομικός, εναλλακτικός τουρισμός βλ. εναλλακτικός, ήπιος τουρισμός βλ. ήπιος, θεματικός τουρισμός βλ. θεματικός1, θρησκευτικός τουρισμός βλ. θρησκευτικός, κοινωνικός τουρισμός βλ. κοινωνικός, μαζικός τουρισμός βλ. μαζικός1 [< γαλλ. tourisme, 1841 < αγγλ. tourism, 1811]

τούρκα

τούρκα τούρ-κα: μόνο στη ● ΦΡ.: αλά τούρκα & α λα τούρκα (προφ.): κατά τον τούρκικο τρόπο: διαπραγματεύσεις/σχέδιο ~ ~. Κάθισε ~ ~ (= οκλαδόν). [< ιταλ. alla turca, τουρκ. alaturka] [< ιταλ. turca]

χέρι

χέρι χέ-ρι ουσ. (ουδ.) {χερ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα άνω άκρα ανθρώπου ή σπάν. τα μπροστινά άκρα τετράποδου σπονδυλωτού· ειδικότ. το τμήμα από τον καρπό ως και τα δάχτυλα, που χρησιμεύει ως όργανο σύλληψης και αίσθησης: ακρωτηριασμένο/δυνατό ~. Στιβαρά ~ια (βλ. μπράτσο). Ατροφία/κάταγμα ~ιού. Γράφει και με τα δύο ~ια (: είναι αμφιδέξιος). Τύλιξε τα ~ια του στη μέση της (βλ. αγκαλιάζω). Πβ. κουλό, ξερό. Βλ. αγκώνας, βραχίονας, ώμος.|| Οι γραμμές του ~ιού (: ενν. της παλάμης· βλ. χειρομαντεία). Κρέμες/υγιεινή ~ιών. Κρατούσε στο ~ του τα εισιτήρια. Της φίλησε το ~ (βλ. χειροφίλημα). Του έσφιξε το ~ (: τον συνεχάρη). Βλ. μετακάρπιο.|| Έπεσε νεκρή από το ~ του.|| Μηχανικό ~. 2. για διαδικασία, ενέργεια που επαναλαμβάνεται· φορά: Μετά το τελευταίο ~ (ενν. μπογιάς· πβ. πέρασμα), περνάτε το ξύλο με γυαλιστικό. 3. (σε χαρτοπαίγνια) συνδυασμός τραπουλόχαρτων· παρτίδα: δυνατό/καλό ~ (πβ. φύλλο). Το ~ της μπάνκας. Βλ. κέντα, χρώμα.|| Πόκερ πολλαπλών ~ιών. 4. τμήμα επίπλου για τη στήριξη των χεριών: τα ~ια του καναπέ/της πολυθρόνας. Πβ. μπράτσο. Βλ. πόδι.|| Δίσκος με ξύλινα ~ια (= χερούλια). 5. (στο ποδόσφαιρο) παράβαση από την εκούσια συνήθ. επαφή του χεριού ενός παίκτη, πλην του τερματοφύλακα, με την μπάλα. ● Υποκ.: χεράκι (το): τα ~ια του μωρού. ● Μεγεθ.: χέρα (διαλεκτ.), χερούκλα (η): Βλ. -ούκλα. ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο χέρι & (λόγ.) άκρα χειρ: ΑΝΑΤ. η παλάμη και τα δάχτυλα του χεριού: καρπός και ~ ~. Χειρουργική της άκρας χειρός. Βλ. άκρο πόδι., αόρατο χέρι & (λόγ.) αόρατος χειρ: ΟΙΚΟΝ. θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ελεύθερη ατομική δράση που στοχεύει στην εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος, συμβάλλει ασυνείδητα στην ανάπτυξη της αγοράς. [< αγγλ. invisible hand] , μακρύ χέρι (μτφ.) 1. ισχυρή παρουσία: το (~) ~ του Νόμου. 2. {σπανιότ. στον πλήθ.} για κάποιον που διαπράττει κλοπές: Είχε ~ιά ~ια, αλλά τον συνέλαβαν στο τέλος. 3. πρόσωπο ή θεσμός που εξυπηρετεί με συγκαλυμμένο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου άλλου: Αποτελεί το ~ ~ της εργοδοσίας/της κεντρικής εξουσίας., σιδερένιο χέρι: (μτφ.) για να δηλωθεί αυστηρότητα, σκληρότητα: Κυβέρνησε τη χώρα με ~ ~., το καλό χέρι κάποιου: αυτό που χρησιμοποιεί με μεγαλύτερη ευχέρεια: Το δεξί είναι ~ ~ μου χέρι., χρυσά χέρια: για να δηλωθεί η επιδεξιότητα κάποιου: γιατρός/μπασκετμπολίστας (βλ. εύστοχος) με ~ ~. Βλ. χρυσοχέρης., δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, εργατικά χέρια βλ. εργατικός, πρώτο χέρι βλ. πρώτος, υπολογιστής παλάμης/χειρός βλ. υπολογιστής, χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (έχει) βαρύ χέρι: χτυπάει δυνατά· τιμωρεί αυστηρά: Άνδρας με ~ ~.|| (μτφ.) Μην τα βάζεις μαζί του, έχει ~ ~. [< γαλλ. avoir la main lourde] , (έχω) ελαφρύ χέρι: έχω απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο άγγιγμα: Ο γιατρός είχε ~ ~, δεν κατάλαβα το τσίμπημα της βελόνας.|| Με ~ ~ (= σε μικρή ποσότητα) το αλάτι και το ξίδι στη σαλάτα., από χέρι σε χέρι & χέρι με χέρι: για κάτι που δίνεται ή σπανιότ. διαδίδεται από τον έναν στον άλλο, συνήθ. σε μια αλυσίδα ανθρώπων: Από ~ σε ~ η ολυμπιακή φλόγα διέσχισε όλη τη χώρα. Η ανταλλαγή έγινε ~ με ~. Βλ. από στόμα σε στόμα. [< γαλλ. de main en main] , βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου: αναμειγνύομαι, συμμετέχω: Είμαστε περήφανοι που βάλαμε και εμείς ~ μας στην προσπάθεια αυτή.|| (αρνητ. συνυποδ.) Έχει βάλει κι αυτός κάπου το χεράκι του στην υπόθεση., βάζω στο χέρι (μτφ.-σπάν.): αποκτώ: Έβαλε ~ την κληρονομιά/την περιουσία της (: την οικειοποιήθηκε, με πρόθεση την κατασπατάλησή της). Πβ. τσεπώνω., βάζω χέρι (προφ.) 1. πειράζω, αλλάζω κάτι· επεμβαίνω: Έβαλε ~ στην εξάτμιση.|| (κυρ. μτφ.) ~ουν ~ στα δικαιώματα των αγροτών (πβ. αναμειγνύομαι). 2. χουφτώνω. 3. (μτφ.) επιπλήττω, μαλώνω: Μου έβαλε ~, γιατί άργησα., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη: δίνω, ξοδεύω, πληρώνω (πολλά) χρήματα: Βαθιά το χέρι στην τσέπη θα βάλουν οι οδηγοί λόγω αύξησης της τιμής της βενζίνης. Βλ. έχει καβούρια στην τσέπη του., γλιτώνω από τα χέρια κάποιου: ξεφεύγω: Το θύμα κατάφερε να ~σει ~ του βιαστή. Βλ. γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου., δίνω τα χέρια 1. (μτφ.) επισφραγίζω συμφωνία ή συμφιλιώνομαι με κάποιον: Αφού συζήτησαν τις λεπτομέρειες, έδωσαν τα ~.|| Είναι καιρός να δώσετε τα ~ σας και να ξεχάσετε ό,τι έγινε. 2. για χαιρετισμό, χειραψία: Δώσαμε τα ~ και μετά έφυγε ο καθένας για το σπίτι του., δίνω το χέρι 1. κάνω χειραψία. 2. (μτφ.) συμφιλιώνομαι, βοηθώ· κάνω δεκτή πρόταση γάμου: ~ουμε το ~ σε όσους αγωνίζονται για τα λαϊκά συμφέροντα.|| (παλαιότ.) Αρνήθηκε να δώσει το ~ της κόρης του (: να γίνει ο γάμος της με κάποιον)., δίνω/παίρνω στο χέρι: για μετρητά: Μου έδωσε ~ ... ευρώ.|| Πήρε τα χρήματα ~ ~., είναι στο χέρι κάποιου: εξαρτάται απ' αυτόν: ~ ~ σου (= μπορείς) να περάσεις την τάξη. Δεν ~ ~ του να μας απολύσει., είναι/τον έχω του χεριού μου: για πρόσωπο ή κατάσταση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό μου: Θέλουν έναν υπάλληλο να είναι ~ τους (πβ. σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε). Τον έχω ~ (= τον κάνω ό,τι θέλω). Πβ. έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου, παίζω στα δάχτυλα, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη. Βλ. τον έχει για πρωινό., ένα (γερό) χέρι ξύλο: για ξυλοδαρμό: Του έδωσε/έριξε/χρειάζεται ~ ~, για να βάλει μυαλό., έρχεται στα χέρια μου: αποκτώ, βρίσκω ή παραλαμβάνω: Δεν ήρθε στα ~ μας το γράμμα σας., έχω (καλό) χέρι (μτφ.): είμαι επιδέξιος, έχω ταλέντο: ~ει καλό ~ στο σχέδιο/στις φωτογραφίες. Δεν ~ ~ (για ζωγραφική)., έχω κάποιον στο χέρι (μου) (μτφ.): έχω στοιχεία εναντίον του και μπορώ να τον εκβιάζω: Της ομολόγησε τα πάντα και τώρα τον έχει ~ ~., έχω μόνο δύο/δυο χέρια! (σπάν.): σε περιπτώσεις που δεν προλαβαίνει να κάνει κάποιος ταυτόχρονα όλα όσα του ζητούν ή επιβάλλεται να γίνουν., έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι: ελέγχω, εξουσιάζω, υπερέχω: Έχει ~ ~ στη σχέση τους. Η ομάδα πήρε ~ ~ μετά το γκολ που πέτυχε. Πβ. είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω., ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια: τσακώθηκαν παλεύοντας μεταξύ τους: Οι παίκτες των δύο ομάδων λίγο έλειψε να έρθουν ~. Πβ. χειροδικώ., και με τα δυο (τα) χέρια: με σιγουριά και ενθουσιασμό: Τους ψήφισα ~ ~. ΣΥΝ. με χέρια και με πόδια (1), κάτω τα χέρια από ... (συνήθ. σε συνθήματα): απειλητικά για την υπεράσπιση προσώπου ή κατάστασης: ~ ~ από την εργατική τάξη/τα συνδικάτα., κόβω τα χέρια (μτφ.) 1. εμποδίζω, περιορίζω: Χωρίς ρεύμα όλη μέρα, μας κόπηκαν ~. Βλ. κόβω τη φόρα. 2. είμαι απόλυτα σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι όλα αυτά είναι ψέματα. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! (προφ.): συνήθ. ως προειδοποίηση ή απειλή για να μην αγγιχθεί, χτυπηθεί, παρενοχληθεί, θιγεί κάποιος ή κάτι., κρύα χέρια, ζεστή καρδιά: λαϊκή ρήση για να δηλωθεί συμπάθεια σε κάποιον που έχει παγωμένα χέρια., με κατεβασμένα χέρια (μτφ.): χωρίς αντίσταση, προσπάθεια: Έχασαν τον αγώνα ~ ~., με τα χέρια/με το χέρι/στο χέρι: χωρίς μαχαιροπίρουνα: Τρώγεται/φάγαμε ~ ~., με τρώει το χέρι μου & (σπάν.) η παλάμη μου 1. ως ένδειξη ότι πρόκειται να πάρω ή να δώσω χρήματα. 2. (μτφ.) θέλω πάρα πολύ να κάνω κάτι: ~ ~ να γράψω ένα σωρό πράγματα, αλλά δεν έχω χρόνο., να μου κοπεί το χέρι (συχνά ως όρκος): για να δηλωθεί ότι κάποιος λέει την αλήθεια ή ότι είναι αποφασισμένος να (μην) (ξανα)κάνει κάτι: ~ ~, αν έκλεψα. Καλύτερα ~ ~ παρά να ..., ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του (ευχή σε δύσκολη κατάσταση): μακάρι να γίνει κάτι: ~ ~ να πάνε όλα καλά στις αυριανές εξετάσεις. Πβ. ο Θεός να δώσει, και ο Θεός βοηθός., όσο περνάει από το χέρι μου: όσο μπορώ: ~ ~ θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω., παίρνω από το χέρι (μτφ.): καθοδηγώ: Με πήρε ~ ~ στη δυσκολότερη στιγμή της ζωής μου.|| Τι θες; Να σε πάρουν ~/χεράκι για να πας;, περνά από πολλά χέρια: βρίσκεται στην ιδιοκτησία ή την κατοχή πολλών ανθρώπων: Το οικόπεδο πέρασε ~., περνά από τα χέρια κάποιου: για κάτι που διευθετείται από ορισμένο πρόσωπο: Περνάνε όλα ~ ~ μου., περνά από το χέρι μου: μπορώ: Αυτό που μου ζητάς δεν ~ ~ (: δεν μπορώ να το κάνω)., περνώ από τα χέρια κάποιου: όταν μαθητεύει κανείς για ορισμένο χρονικό διάστημα κόντα σε κάποιον: Εκατοντάδες μαθητές πέρασαν ~ ~ του., πέφτει στα χέρια κάποιου: περιέρχεται στη δικαιοδοσία ή ιδιοκτησία κάποιου: Οι ληστές έπεσαν ~ της Αστυνομίας.|| Διαβάζει όποιο βιβλίο πέσει ~ του (: βρίσκει συμπτωματικά).|| (απειλητ.) Δε θα πέσεις ~ μου (= δεν θα σε πιάσω); Αλίμονό σου!, πιάνουν τα χέρια/πιάνει το χέρι μου (μτφ.): είμαι επιδέξιος στις χειρωνακτικές εργασίες., σε καλά χέρια: για αξιόπιστο, ικανό και σοβαρό πρόσωπο: Η περιουσία της βρίσκεται ~ ~. Μην ανησυχείς, σε αφήνω ~ ~., σε ξένα χέρια 1. χωρίς την οικογένειά του: Μεγάλωσε ~ ~ (= με θετούς γονείς). 2. (κατ' επέκτ.) στην κυριότητα ανθρώπων που προέρχονται από άλλη χώρα: Αρκετές ελληνικές εταιρείες έχουν περάσει ~ ~., στα χέρια κάποιου: στην κατοχή, υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του: Νέα στοιχεία ~ ~ της Ασφάλειας για τη δολοφονία του ... Πρέπει να πάρεις τη ζωή ~ ~ σου., στο δεξί/αριστερό χέρι (προφ.): δεξιά ή αριστερά: Μετά από εκατό μέτρα, θα δεις στο δεξί σου ~ ένα πάρκινγκ., στο χέρι: με τα χέρια, χειρωνακτικά: κέντημα ~ ~. Φόρεμα ραμμένο ~ ~.|| Απορρυπαντικό για πλύσιμο ~ ~.|| Έπιπλα φτιαγμένα ~ ~ (: χειροποίητα). ΑΝΤ. μηχανικά (2) [< γαλλ. à la main ] , το χέρι της καρδιάς: το αριστερό., τρίβω τα χέρια μου (μτφ.): αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση, κυρ. λόγω μελλοντικών οικονομικών απολαβών ή άλλων προνομίων: ~ει ~ του από ευχαρίστηση. Οι παραγωγοί ~ουν ~ τους, καθώς η ταινία αναμένεται να κάνει ρεκόρ εισιτηρίων., χαμένος/καμένος από χέρι: για να δηλωθεί σίγουρη αποτυχία, καταστροφή: Η υπόθεση έμοιαζε ~η ~. Είμαστε/πάμε χαμένοι ~, αν το μάθουν., χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου: δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω, να διατηρήσω ή να πετύχω κάτι που συνήθ. θεωρείται δεδομένο, σίγουρο: Η ομάδα ~σε ~ της τη νίκη.|| (για πρόσ.) Ξέφυγε ~ ~ των Αρχών., χέρι-χέρι/χέρι με χέρι 1. & χεράκι-χεράκι: κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι: Περπατούσαμε ~ ~. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάτι συμβαδίζει με κάτι άλλο: ~ ~ οι δύο ομάδες στη βαθμολογία (ΣΥΝ. κοντά-κοντά). Φοιτητές και καθηγητές διαδήλωσαν ~ ~ (: μαζί, ενωμένοι)., (είναι) το δεξί χέρι κάποιου βλ. δεξιός, (έχω) καθαρά χέρια βλ. καθαρός, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, αλλάζει χέρια βλ. αλλάζω, απλώνω χέρι βλ. απλώνω, από δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, από πρώτο χέρι βλ. πρώτος, αρπάζω κάτι/κάποιον (μέσα) από τα χέρια κάποιου βλ. αρπάζω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω το χέρι μου στη φωτιά βλ. φωτιά, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, γεια στα χέρια σου! βλ. γεια, γλιστρά (μέσα) από τα δάχτυλά/από τα χέρια μου βλ. γλιστρώ, δένω τα χέρια (κάποιου) βλ. δένω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, ελευθερώνω τα χέρια (κάποιου) βλ. ελευθερώνω, ζητώ το χέρι βλ. ζητώ, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει βλ. κάλλιο, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κατάσχεση στα χέρια τρίτου βλ. κατάσχεση, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, λερώνω τα χέρια μου βλ. λερώνω, λερώνω τα χέρια μου με αίμα βλ. αίμα, λύνω τα χέρια (κάποιου) βλ. λύνω, με άδεια χέρια βλ. άδειος, με ανάταση του χεριού (/των χεριών) βλ. ανάταση, με γεμάτα χέρια βλ. γεμάτος, με μια βαλίτσα στο χέρι βλ. βαλίτσα, με το κλειδί στο χέρι βλ. κλειδί, με χέρια και με πόδια βλ. πόδι, μένω στα χέρια (κάποιου) βλ. μένω, μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) βλ. δάχτυλο, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, παίρνω κάτι στα χέρια μου βλ. παίρνω, παίρνω τον νόμο στα χέρια μου βλ. νόμος, περνάει στα χέρια κάποιου βλ. περνώ, σηκώνω στα χέρια (μου) βλ. σηκώνω, σηκώνω τα χέρια ψηλά βλ. σηκώνω, σηκώνω χέρι βλ. σηκώνω, σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια βλ. σφίγγω, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, υπογράφω και με τα δυο χέρια βλ. υπογράφω, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ/φίλα το βλ. φιλώ [< μεσν. χέριν, γαλλ. main, αγγλ. hand, γερμ. Hand]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.