Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 475 εγγραφές  [0-20]


  • αβγολέμονο [ἀβγολέμονο] α-βγο-λέ-μο-νο ουσ. (ουδ.) & αυγολέμονο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ωμό αβγό χτυπημένο με χυμό λεμονιού, που προστίθεται σε φαγητά: αγκινάρες/γιουβαρλάκια/σούπα (με) ~. Αρνάκι/χοιρινό με σέλινο ~. Περιχύνω με ~. Μου έκοψε το ~. [πβ. αγγλ. avgolemono, 1950]
  • αβγοτάραχο [ἀβγοτάραχο] α-βγο-τά-ρα-χο ουσ. (ουδ.) & αυγοτάραχο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. έδεσμα από αβγά ψαριών (κυρ. κεφάλου) αλατισμένα και διατηρημένα σε κέρινο περίβλημα: επεξεργασμένο/νωπό ~. ~ ρέγκας/σολομού/τόνου. ~ από μπακαλιάρο. ~ Μεσολογγίου. Βλ. ταραμάς, χαβιάρι. [< μεσν. αβγοτάραχον]
  • αβγουλάτο [ἀβγουλάτο] α-βγου-λά-το ουσ. (ουδ.) & αυγουλάτο: ΒΟΤ. -ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ποικιλία σταφυλιού με μεγάλες κίτρινες ρώγες. Βλ. -άτο, σαββατιανό.
  • αλευρόκολλα [ἀλευρόκολλα] α-λευ-ρό-κολ-λα ουσ. (θηλ.) 1. (κυρ. παλαιότ.) ελαφριά κόλλα που παρασκευάζεται από βράσιμο νερού με αλεύρι: Φτιάχναμε χαρταετούς με ~. Βλ. -κολλα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. (προφ.) αζωτούχος ουσία των δημητριακών και των αλεύρων. Βλ. γλουτένη.
  • αλλαντικό [ἀλλαντικό] αλ-λα-ντι-κό ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. κάθε προϊόν από κιμά ή κομμάτια κρέατος, επεξεργασμένο κυρ. με καρύκευση, κάπνισμα και προσθήκη συντηρητικών ουσιών: καπνιστά ~ά. ~ά αέρος. Βλ. ζαμπόν, λουκάνικο, μορταδέλα, πάριζα, σαλάμι. [< αρχ. ἀλλᾶς ‘λουκάνικο’]
  • αμαρέτο [ἀμαρέτο] α-μα-ρέ-το ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ιταλικό λικέρ με άρωμα πικραμύγδαλου. [< ιταλ. amaretto, αγγλ. ~, 1969, γαλλ. ~, 1986]
  • αμμωνία [ἀμμωνία] αμ-μω-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΧΗΜ. άχρωμη αέρια ένωση αζώτου με υδρογόνο (σύμβ. NH3) που έχει έντονα δυσάρεστη οσμή· συνεκδ. το υδατικό της διάλυμα που χρησιμεύει ως πρόχειρο θεραπευτικό μέσο: άνυδρη/θειική/νιτρική/φωσφορική ~. Διαρροή ~ας.|| Καθαρή/υγρή ~. Στικ ~ας για τσιμπήματα εντόμων και θαλάσσιων οργανισμών. 2. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. σκόνη για παρασκευή γλυκών: κουλουράκια ~ας. [< νεολατ. ammonia]
  • αναρή [ἀναρή] α-να-ρή ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. κυπριακή μυζήθρα.
  • αναψυκτικό [ἀναψυκτικό] α-να-ψυ-κτι-κό ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} & αναψυκτικό ποτό: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. δροσιστικό ποτό, συνήθ. αεριούχο και μη αλκοολούχο, το οποίο πίνεται κυρ. κρύο: ανθρακούχα/ενεργειακά/παγωμένα ~ά. ~ά διαίτης ή λάιτ ~ά. Κουτάκι ~/~ού. Καφέ, χυμό ή ~; (σε μενού) Ροφήματα-Ποτά-~ά. Βλ. γκαζόζα, λεμονίτα, βυσσιν-, λεμον-, πορτοκαλ-άδα, κόκα-κόλα, πέπσι-κόλα. [< γαλλ. rafraîchissement]
  • ανγκοστούρα [ἀνγκοστούρα] αν-γκο-στού-ρα ουσ. (θηλ.) & αγκοστούρα: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πικρό βελτιωτικό γεύσης για την παρασκευή κοκτέιλ και φρουτοχυμών που παράγεται από το φλοιό των δέντρων Galipea officinalis και Cusparia trifoliata. Βλ. ταμπάσκο. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. Angostura, πόλη της Βενεζουέλας]
  • ανεβατός , ή, ό [ἀνεβατός] α-νε-βα-τός επίθ. & αναβατός: που περιέχει προζύμι ή μαγιά και γι' αυτό έχει φουσκώσει: ~ή: ζύμη/πίτα. ~ά: κουλούρια. Πβ. ένζυμος. ΑΝΤ. άζυμος ● Ουσ.: ανεβατό (το) 1. ψωμί παρασκευασμένο με μαγιά ή προζύμι. 2. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. λευκό, μαλακό τυρί με μικρούς κόκκους και υπόξινη γεύση. Βλ. ΠΟΠ. 3. είδος βελονιάς ή το κέντημα που έχει γίνει με αυτή. Βλ. σταυροβελονιά, φεστόνι. [< μεσν. ανεβατός]
  • ανθόγαλα [ἀνθόγαλα] αν-θό-γα-λα ουσ. (ουδ.) {χωρ. άλλους τ.} & (λαϊκό) ανθόγαλο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πλούσιο σε λιπαρά προϊόν που σχηματίζεται στην επιφάνεια του φρέσκου γάλακτος: αγνό ~. Γιαούρτι με ~. Πβ. τσίπα. ΣΥΝ. αφρόγαλα (2), καϊμάκι (2), κρέμα (γάλακτος) [< μεσν. ανθόγαλο]
  • ανθότυρο [ἀνθότυρο] αν-θό-τυ-ρο ουσ. (ουδ.) & ανθότυρος & (λαϊκό) αθότυρος (ο): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. μαλακό ανάλατο λευκό τυρί χωρίς τρύπες. Βλ. μυζήθρα. [< μεσν. ανθότυρον, ανθότυρος]
  • ανθώδης , ης, ες [ἀνθώδης] αν-θώ-δης επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. (για οινοπνευματώδες ποτό) που θυμίζει λουλούδι ως προς την οσμή: Κρασί με ~ες άρωμα. Βλ. φρουτώδης, -ώδης. [< μτγν. ἀνθώδης]
  • αντσούγια [ἀντσούγια] αν-τσού-για ουσ. (θηλ.) & αντζούγια: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. γαύρος ή σαρδέλα που συντηρείται συνήθ. σε άλμη ή λάδι: ~ σε κονσέρβα. Παστές ~ιες. Πίτσα με ~ιες. [< ιταλ. acciuga]
  • απάκι [ἀπάκι] α-πά-κι ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. είδος καπνιστού, μαριναρισμένου σε ξίδι αλλαντικού από χοιρινό κρέας: κρητικό ~. Βλ. μπέικον, σύγκλινο. [< μεσν. απάκι(ν)]
  • άπαχος , η, ο [ἄπαχος] ά-πα-χος επίθ.: που έχει μικρή έως μηδαμινή περιεκτικότητα σε λιπαρά: ~ος: κιμάς. ~ο: κρέας/τυρί. (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) Πλήρες ή ~ο γάλα/γιαούρτι (0%· βλ. ημι~, ελαφρύ). ΑΝΤ. παχύς (3) [< μτγν. ἄπαχος]
  • απεριτίφ [ἀπεριτίφ] α-πε-ρι-τίφ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ορεκτικό ποτό: αρωματικό/γλυκό/πικρό ~. Βλ. κοκτέιλ.|| Στο ~ (: κατά τη διάρκεια σερβιρίσματός του). [< γαλλ. apéritif]
  • αποβουτυρωμένος , η, ο [ἀποβουτυρωμένος] α-πο-βου-τυ-ρω-μέ-νος επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. (για γάλα) που έχει υποστεί αποβουτύρωση, δεν περιέχει λιπαρά: Σκόνη μερικώς ~ου γάλακτος.|| ~ο: τυρί. Πλήρως ~o γιαούρτι (= άπαχο, ελαφρύ). Πβ. αποκορυφωμένος. Βλ. ημι~. [< γαλλ. écrémé]
  • αποβουτύρωση [ἀποβουτύρωση] α-πο-βου-τύ-ρω-ση ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αφαίρεση των λιπαρών ουσιών από το γάλα: μερική/πλήρης ~. Πβ. αποκορύφωση. Βλ. ομογενοποίηση, παστερίωση. [< γαλλ. écrémage]

-άτο

-άτο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. μικρό κράτος ή διοικητική περιφέρεια και ειδικότ. το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα της περιοχής: εμιρ~/πριγκιπ~.|| (κυρ. παλαιότ.) Προτεκτορ~.|| (ΙΣΤ.) Δεσποτ~/εξαρχ~/καπεταν~.|| Xαλιφ~.|| (οργανωμένη ομάδα:) Συνδικ~/φουσ~. 2. (παλαιότ.) νόμισμα: κωνσταντιν~. 3. είδος φαγητού, γλυκού ή ποτού: κυδων~/λεμον~/ρετσιν~/ριγαν~. 4. {μόνο στον πληθ.} τοπωνύμιο: Μεταξ-άτα.

γκαζόζα

γκαζόζα γκα-ζό-ζα ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αεριούχο αναψυκτικό που περιέχει κιτρικό οξύ: παγωμένη ~. Βλ. λεμονάδα. [< ιταλ. gazzosa]

γλουτένη

γλουτένη γλου-τέ-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. πρωτεΐνη η οποία απαντά στα άλευρα των δημητριακών: ξηρή/υγρή ~. Δίαιτα ελεύθερη ~ης. Δυσανεξία στη ~ (= κοιλιοκάκη).|| Ζωοτροφές από ~ καλαμποκιού. Βλ. αλευρόκολλα. [< γαλλ. gluten]

ζαμπόν

ζαμπόν ζα-μπόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αλλαντικό που παρασκευάζεται συνήθ. με πάστωμα ή κάπνισμα χοιρινού κρέατος: βραστό/καπνιστό ~. Φέτες ~. Τοστ ~-τυρί. Πβ. χαμόν. ΣΥΝ. χοιρομέρι ● Υποκ.: ζαμπονάκι (το): μικρό κομμάτι ή μικρή συσκευασία (κονσέρβα) ζαμπόν. [< γαλλ. jambon]

κοκτέιλ

κοκτέιλ κο-κτέ-ιλ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ποτό που αποτελεί μείγμα αλκοολούχων ή/και μη αλκοολούχων (π.χ. χυμός φρούτων, σόδα, αναψυκτικά) υγρών, το οποίο σερβίρεται συνήθ. κρύο: δροσιστικά/εξωτικά/καλοκαιρινά ~. ~ σαμπάνιας. ~ από/με ρούμι/τζιν. Ποτήρι ~. Ετοιμάζω/πίνω/φτιάχνω (ένα) ~. Βλ. απεριτίφ, μαργαρίτα.|| (ως επίθ.) ~ μπαρ/πάρτι (: κοσμική εκδήλωση με μπουφέ)/φόρεμα (: για απογευματινή έξοδο).|| (ΜΑΓΕΙΡ., ορεκτικό από θαλασσινά ή/και σαλατικά που σερβίρεται συνήθ. σε ποτήρι) Γαρίδες ~ . ~ φρούτων (= φρουτοσαλάτα). 2. (μτφ.) συνδυασμός χημικών ουσιών, συνήθ. φαρμακευτικών, που χορηγούνται ως θεραπεία: ~ βιταμινών/πρωτεϊνών/φαρμάκων.|| ~ τοξικών. 3. (μτφ.) συνδυασμός θετικών ή αρνητικών παραγόντων: εκρηκτικό ~. Μουσικό ~. ~ διασκέδασης και κεφιού/έντασης και γέλιου. ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα μολότοφ βλ. βόμβα [< αγγλ. cocktail, γαλλ. ~]

-κολλα

-κολλα: β' συνθετικό για τον προσδιορισμό του τύπου κόλλας, ανάλογα με τη σύσταση ή το είδος των επιφανειών στις οποίες εφαρμόζεται: αλευρό~/βενζινό~/θερμό~/ψαρό~.|| Ξυλό~.

μπέικον

μπέικον μπέ-ι-κον ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. είδος αλλαντικού, αλίπαστο και καπνιστό κομμάτι από τα κοιλιακά τοιχώματα ή τις πλευρές του χοίρου: ~ τηγανισμένο. Αβγά/σάλτσα με ~. Ψιλοκομμένες λωρίδες/φέτες ~. Πβ. πανσέτα. Βλ. κοτο~. [< αγγλ. bacon]

μυζήθρα

μυζήθρα μυ-ζή-θρα ουσ. (θηλ.) & μυτζήθρα: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. παραδοσιακό τυρί από τυρόγαλα, το οποίο παρασκευάζεται από γάλα πρόβειο, κατσικίσιο, αγελαδινό ή μείγμα τους: αλμυρή/ανάλατη/άπαχη/γλυκιά/μαλακή (βλ. ανθότυρο)/ντόπια/νωπή/ξηρή/ξινή (βλ. ξινο~)/τριμμένη/φρέσκια ~. ~ στα μακαρόνια. Τυροπιτάκια με ~. Βλ. αναρή, μανούρι. [< μεσν. μυζήθρα]

ομογενοποίηση

ομογενοποίηση [ὁμογενοποίηση] ο-μο-γε-νο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) & ομοιογενοποίηση: επεξεργασία με την οποία κάτι γίνεται ενιαίο στη σύνθεση, προσδίδονται όμοιες ιδιότητες στα συστατικά του: ~ δειγμάτων (σε μορφή κρέμας ή πάστας)/ιστών/μείγματος. ~ του καυσίμου/του πηλού. Δεξαμενή/συσκευή (= ομογενοποιητής) ~ης.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~ του γάλακτος (: περιορισμός του λίπους του σε πολύ μικρά σωματίδια, ώστε να κατανέμεται ομοιόμορφα).|| (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ., απουσία ποικιλίας:) Γλωσσική/εθνική/ιδεολογική/πολιτι(στι)κή ~. Η ~ των γνώσεων/της εργασίας/των λαών/των πληθυσμών/της πληροφορίας/του προσωπικού. Βλ. ενιαιο-, μαζικο-ποίηση. [< γαλλ. homogénéisation, 1907, αγγλ. homogenization, 1908]

ποπ

ποπ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: ΜΟΥΣ. είδος εμπορικής μουσικής επηρεασμένης από το ροκ εν ρολ, που απευθύνεται κυρ. στους νέους και χαρακτηρίζεται από απλές μελωδίες: απαλή/ελληνική ~. Βασιλιάς/σταρ της ~.|| (ως επίθ.) ~ τραγουδιστής. ~ συναυλία. ~ συγκρότημα. ~ στοιχεία. Βλ. ηλεκτροπόπ, λαϊκοπόπ, ροκ. [< αμερικ. pop (song), 1926, γαλλ. ~, 1955, διαδόθηκε από το 1965 κ. εξής]

σταυροβελονιά

σταυροβελονιά σταυ-ρο-βε-λο-νιά ουσ. (θηλ.): είδος βελονιάς κατά την οποία η κλωστή περνιέται δύο φορές στο ύφασμα για να σχηματίσει Χ· συνεκδ. ο αντίστοιχος τρόπος κεντήματος και το ίδιο το εργόχειρο. Βλ. ανεβατό.

ταμπάσκο

ταμπάσκο τα-μπά-σκο ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ποικιλία πιπεριάς με καυτερή γεύση που προέρχεται από φυτό της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής και χρησιμοποιείται κυρ. ως καρύκευμα: (ΜΑΓΕΙΡ.) πικάντικη σάλτσα με ~. Βλ. τσίλι. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. Tabasco ((pepper) sauce), 1902]

ταραμάς

ταραμάς τα-ρα-μάς ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πολτός από αβγά ψαριού, κυρ. κυπρίνου, βασικό συστατικό της ταραμοσαλάτας· συνεκδ. η συγκεκριμένη σαλάτα ως ορεκτικό: κόκκινος ~ (βλ. χαβιάρι). Άσπρος ~, ανώτερης ποιότητας.|| Σαρακοστιανά πιάτα με χταπόδι και ~ά. Βλ. αβγοτάραχο. 2. (μειωτ.) βλάκας. ● ΦΡ.: μασάει η κατσίκα ταραμά; (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν μπορεί να ξεγελαστεί, να πέσει θύμα παραπλάνησης. Πβ. τρώω/μασάω κουτόχορτο. [< τουρκ. tarama, γαλλ. ~, περ. 1960]

φρουτώδης

φρουτώδης, ης, ες φρου-τώ-δης επίθ. {φρουτώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} (λόγ.): που θυμίζει φρούτο: ~η: αρώματα/ποτά. Κρασί με ~η γεύση. Πβ. φρουτένιος. Βλ. -ώδης. ● Ουσ.: φρουτώδες (το): γεύση φρέσκου φρούτου, η οποία εκτιμάται ως θετικό χαρακτηριστικό του ελαιολάδου κατά την οργανοληπτική εξέτασή του: ~, πικάντικο ή πικρό. Ισχυρή/μεσαία ένταση ~ους.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.