[ἀμμωνία] αμ-μω-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΧΗΜ. άχρωμη αέρια ένωση αζώτου με υδρογόνο (σύμβ. NH3) που έχει έντονα δυσάρεστη οσμή· συνεκδ. το υδατικό της διάλυμα που χρησιμεύει ως πρόχειρο θεραπευτικό μέσο: άνυδρη/θειική/νιτρική/φωσφορική ~. Διαρροή ~ας.|| Καθαρή/υγρή ~. Στικ ~ας για τσιμπήματα εντόμων και θαλάσσιων οργανισμών. 2. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. σκόνη για παρασκευή γλυκών: κουλουράκια ~ας. [< νεολατ. ammonia < μτγν. ἀμμωνιακὸν ἅλας]
-άτοεπίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. μικρό κράτος ή διοικητική περιφέρεια και ειδικότ. το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα της περιοχής: εμιρ~/πριγκιπ~.|| (κυρ. παλαιότ.) Προτεκτορ~.|| (ΙΣΤ.) Δεσποτ~/εξαρχ~/καπεταν~.|| Xαλιφ~.|| (οργανωμένη ομάδα:) Συνδικ~/φουσ~. 2. (παλαιότ.) νόμισμα: κωνσταντιν~. 3. είδος φαγητού, γλυκού ή ποτού: κυδων~/λεμον~/ρετσιν~/ριγαν~. 4. {μόνο στον πληθ.} τοπωνύμιο: Μεταξ-άτα.
γκαζόζαγκα-ζό-ζα ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αεριούχο αναψυκτικό που περιέχει κιτρικό οξύ: παγωμένη ~. Βλ. λεμονάδα. [< ιταλ. gazzosa]
γλουτένηγλου-τέ-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. πρωτεΐνη η οποία απαντά στα άλευρα των δημητριακών: ξηρή/υγρή ~. Δίαιτα ελεύθερη ~ης. Δυσανεξία στη ~ (= κοιλιοκάκη).|| Ζωοτροφές από ~ καλαμποκιού. Βλ. αλευρόκολλα. [< γαλλ. gluten]
ζαμπόνζα-μπόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αλλαντικό που παρασκευάζεται συνήθ. με πάστωμα ή κάπνισμα χοιρινού κρέατος: βραστό/καπνιστό ~. Φέτες ~. Τοστ ~-τυρί. Πβ. χαμόν. ΣΥΝ. χοιρομέρι ● Υποκ.: ζαμπονάκι (το): μικρό κομμάτι ή μικρή συσκευασία (κονσέρβα) ζαμπόν. [< γαλλ. jambon]
κοκτέιλκο-κτέ-ιλ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ποτό που αποτελεί μείγμα αλκοολούχων ή/και μη αλκοολούχων (π.χ. χυμός φρούτων, σόδα, αναψυκτικά) υγρών, το οποίο σερβίρεται συνήθ. κρύο: δροσιστικά/εξωτικά/καλοκαιρινά ~. ~ σαμπάνιας. ~ από/με ρούμι/τζιν. Ποτήρι ~. Ετοιμάζω/πίνω/φτιάχνω (ένα) ~. Βλ. απεριτίφ, μαργαρίτα.|| (ως επίθ.) ~ μπαρ/πάρτι (: κοσμική εκδήλωση με μπουφέ)/φόρεμα (: για απογευματινή έξοδο).|| (ΜΑΓΕΙΡ., ορεκτικό από θαλασσινά ή/και σαλατικά που σερβίρεται συνήθ. σε ποτήρι) Γαρίδες ~ . ~ φρούτων (= φρουτοσαλάτα). 2. (μτφ.) συνδυασμός χημικών ουσιών, συνήθ. φαρμακευτικών, που χορηγούνται ως θεραπεία: ~ βιταμινών/πρωτεϊνών/φαρμάκων.|| ~ τοξικών. 3. (μτφ.) συνδυασμός θετικών ή αρνητικών παραγόντων: εκρηκτικό ~. Μουσικό ~. ~ διασκέδασης και κεφιού/έντασης και γέλιου. ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα μολότοφ βλ. βόμβα [< αγγλ. cocktail, γαλλ. ~]
-κολλα: β' συνθετικό για τον προσδιορισμό του τύπου κόλλας, ανάλογα με τη σύσταση ή το είδος των επιφανειών στις οποίες εφαρμόζεται: αλευρό~/βενζινό~/θερμό~/ψαρό~.|| Ξυλό~.
μπέικονμπέ-ι-κον ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. είδος αλλαντικού, αλίπαστο και καπνιστό κομμάτι από τα κοιλιακά τοιχώματα ή τις πλευρές του χοίρου: ~ τηγανισμένο. Αβγά/σάλτσα με ~. Ψιλοκομμένες λωρίδες/φέτες ~. Πβ. πανσέτα. Βλ. κοτο~. [< αγγλ. bacon]
μυζήθραμυ-ζή-θρα ουσ. (θηλ.) & μυτζήθρα: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. παραδοσιακό τυρί από τυρόγαλα, το οποίο παρασκευάζεται από γάλα πρόβειο, κατσικίσιο, αγελαδινό ή μείγμα τους: αλμυρή/ανάλατη/άπαχη/γλυκιά/μαλακή (βλ. ανθότυρο)/ντόπια/νωπή/ξηρή/ξινή (βλ. ξινο~)/τριμμένη/φρέσκια ~. ~ στα μακαρόνια. Τυροπιτάκια με ~. Βλ. αναρή, μανούρι. [< μεσν. μυζήθρα]
ομογενοποίηση[ὁμογενοποίηση] ο-μο-γε-νο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) & ομοιογενοποίηση: επεξεργασία με την οποία κάτι γίνεται ενιαίο στη σύνθεση, προσδίδονται όμοιες ιδιότητες στα συστατικά του: ~ δειγμάτων (σε μορφή κρέμας ή πάστας)/ιστών/μείγματος. ~ του καυσίμου/του πηλού. Δεξαμενή/συσκευή (= ομογενοποιητής) ~ης.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~ του γάλακτος (: περιορισμός του λίπους του σε πολύ μικρά σωματίδια, ώστε να κατανέμεται ομοιόμορφα).|| (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ., απουσία ποικιλίας:) Γλωσσική/εθνική/ιδεολογική/πολιτι(στι)κή ~. Η ~ των γνώσεων/της εργασίας/των λαών/των πληθυσμών/της πληροφορίας/του προσωπικού. Βλ. ενιαιο-, μαζικο-ποίηση. [< γαλλ. homogénéisation, 1907, αγγλ. homogenization, 1908]
ποπουσ. (θηλ.) {άκλ.}: ΜΟΥΣ. είδος εμπορικής μουσικής επηρεασμένης από το ροκ εν ρολ, που απευθύνεται κυρ. στους νέους και χαρακτηρίζεται από απλές μελωδίες: απαλή/ελληνική ~. Βασιλιάς/σταρ της ~.|| (ως επίθ.) ~ τραγουδιστής. ~ συναυλία. ~ συγκρότημα. ~ στοιχεία. Βλ. ηλεκτροπόπ, λαϊκοπόπ, ροκ. [< αμερικ. pop (song), 1926, γαλλ. ~, 1955, διαδόθηκε από το 1965 κ. εξής]
σταυροβελονιάσταυ-ρο-βε-λο-νιά ουσ. (θηλ.): είδος βελονιάς κατά την οποία η κλωστή περνιέται δύο φορές στο ύφασμα για να σχηματίσει Χ· συνεκδ. ο αντίστοιχος τρόπος κεντήματος και το ίδιο το εργόχειρο. Βλ. ανεβατό.
ταμπάσκοτα-μπά-σκο ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ποικιλία πιπεριάς με καυτερή γεύση που προέρχεται από φυτό της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής και χρησιμοποιείται κυρ. ως καρύκευμα: (ΜΑΓΕΙΡ.) πικάντικη σάλτσα με ~. Βλ. τσίλι. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. Tabasco ((pepper) sauce), 1902]
ταραμάςτα-ρα-μάς ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πολτός από αβγά ψαριού, κυρ. κυπρίνου, βασικό συστατικό της ταραμοσαλάτας· συνεκδ. η συγκεκριμένη σαλάτα ως ορεκτικό: κόκκινος ~ (βλ. χαβιάρι). Άσπρος ~, ανώτερης ποιότητας.|| Σαρακοστιανά πιάτα με χταπόδι και ~ά. Βλ. αβγοτάραχο. 2. (μειωτ.) βλάκας. ● ΦΡ.: μασάει η κατσίκα ταραμά; (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν μπορεί να ξεγελαστεί, να πέσει θύμα παραπλάνησης. Πβ. τρώω/μασάω κουτόχορτο. [< τουρκ. tarama, γαλλ. ~, περ. 1960]
φρουτώδης, ης, ες φρου-τώ-δης επίθ. {φρουτώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} (λόγ.): που θυμίζει φρούτο: ~η: αρώματα/ποτά. Κρασί με ~η γεύση. Πβ. φρουτένιος. Βλ. -ώδης. ● Ουσ.: φρουτώδες (το): γεύση φρέσκου φρούτου, η οποία εκτιμάται ως θετικό χαρακτηριστικό του ελαιολάδου κατά την οργανοληπτική εξέτασή του: ~, πικάντικο ή πικρό. Ισχυρή/μεσαία ένταση ~ους.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ