Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 245 εγγραφές  [0-20]


  • ad litteram (πρόφ. αντ λίτεραμ): ΦΙΛΟΛ. κατά γράμμα, σε πιστή απόδοση. [< λατ.]
  • άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]
  • αθέτηση [ἀθέτηση] α-θέ-τη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως | -ήσεις, -ήσεων} 1. η μη τήρηση, παραβίαση, καταπάτηση, αναίρεση: ~ δέσμευσης/όρκου/σύμβασης/της υπογραφής/χρονοδιαγράμματος. ~ πληρωμών. Αγωγή/καταγγελία για ~ συμβολαίου. Ποινική ρήτρα σε περίπτωση ~ης/ήσεως της συμφωνίας. 2. ΦΙΛΟΛ. η απόρριψη παραδεδομένου κειμένου, τμήματος χειρογράφου ή παπύρου που θεωρείται νόθο: ~ λέξης/χωρίου. ΣΥΝ. εξοβελισμός (2) [< μτγν. ἀθέτησις]
  • αθετώ [ἀθετῶ] α-θε-τώ ρ. (μτβ.) {αθετ-είς ..., -ώντας | αθέτ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} 1. δεν τηρώ, παραβιάζω, αναιρώ: ~ απόφαση/δέσμευση/λόγο/όρκο/όρους. ~ησαν τις προεκλογικές τους εξαγγελίες. ~ησε την υπογραφή του (: δεν τήρησε ενυπόγραφες υποσχέσεις του). Με τις ενέργειές τους ~είται (= καταπατείται) το διεθνές δίκαιο. Τα συμφωνηθέντα ~ήθηκαν. ~ημένες: υποχρεώσεις. ~ημένα: συμβόλαια. ΑΝΤ. κρατώ (8) 2. ΦΙΛΟΛ. απορρίπτω παραδεδομένο κείμενο ή τμήμα χειρογράφου ή παπύρου που θεωρείται νόθο. ΣΥΝ. εξοβελίζω (2) [< μτγν. ἀθετῶ]
  • αθηναϊκός , ή, ό [ἀθηναϊκός] α-θη-να-ϊ-κός επίθ. & (σπάν.) αθηναίικος: που σχετίζεται με την Αθήνα ή/και τους Αθηναίους: ~ή: (ΙΣΤ.) δημοκρατία/Συμμαχία/(ΦΙΛΟΛ.) Σχολή. ~ό: Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ). ● ΣΥΜΠΛ.: Αθηναϊκή Τριλογία: τα μεγαλοπρεπή κτίρια της Ακαδημίας, του Πανεπιστημίου και της Εθνικής Βιβλιοθήκης που βρίσκονται στο κέντρο της Αθήνας.,Αθηναϊκή Ριβιέρα βλ. ριβιέρα [< αρχ. ἀθηναϊκός]
  • ακέφαλος , η, ο [ἀκέφαλος] α-κέ-φα-λος επίθ. 1. χωρίς κεφάλι: ~ο: άγαλμα/πτώμα. Παραγωγή ~ων κλώνων.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~η: βίδα. Βλ. -κέφαλος. 2. (μτφ.) που δεν έχει ηγεσία: ~η: Αρχή/Εκκλησία. ~ο: ίδρυμα/κόμμα (: που δεν έχει προεδρία)/υπουργείο. Πβ. αδιοίκητος, ακυβέρνητος.|| (ΑΘΛ.) ~η: ομάδα (: χωρίς διοίκηση ή προπονητή). Βλ. ασώματος. 3. ΦΙΛΟΛ. που δεν έχει αρχή και ειδικότ. που του λείπει το πρώτο ή τα πρώτα φύλλα: ~ος: κώδικας. ~ο: χειρόγραφο. Βλ. κολοβός. ● ΣΥΜΠΛ.: ακέφαλος στίχος: ΜΕΤΡ. που η πρώτη συλλαβή απουσιάζει ή είναι βραχεία αντί για μακρά. [< 1,3: αρχ. ἀκέφαλος 2: αγγλ. acephalous, γαλλ. acéphale]
  • αλληγορία [ἀλληγορία] αλ-λη-γο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου που βασίζεται στη διπλή σημασία των λεγομένων και ειδικότ. συμβολική αφήγηση, περιγραφή, απεικόνιση μιας ιδέας, αφηρημένης έννοιας ή έργο που βασίζεται σε αυτόν τον λεκτικό τρόπο: διδακτική/θρησκευτική/ποιητική/πολιτική/φιλοσοφική ~. ~ της εξουσίας/του θανάτου. Συμβολισμοί και ~ες. Βλ. μεταφορά, μύθος, παραβολή. 2. (σπάν.) αόριστη, ασαφής και υπαινικτική έκφραση. Πβ. αοριστολογία. [< μτγν. ἀλληγορία, αγγλ. allegory, γαλλ. allégorie, γερμ. Allegorie]
  • αναγνώριση [ἀναγνώριση] α-να-γνώ-ρι-ση ουσ. (θηλ.) 1. επιβεβαίωση, εξακρίβωση, διαπίστωση της ταυτότητας: Δεν ήταν εύκολη η ~ή του (: είχε αλλάξει).|| ~ πτώματος (: από συγγενή). Πβ. ταυτοποίηση.|| (ΣΤΡΑΤ.) Κατασκοπεία και ~ εδάφους. Πβ. ανίχνευση, διερεύνηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ σφάλματος/χρήστη. Σύνθεση και ~ φωνής. Οπτική ~ χαρακτήρων.|| Κάνω γραμματική/συντακτική ~ (λέξεων).|| (ΦΙΛΟΛ., κυρ. στην αρχαία τραγωδία, μετάβαση από την άγνοια στη γνώση της ταυτότητας ενός προσώπου:) Η σκηνή της ~ης. 2. αποδοχή, παραδοχή της ύπαρξης θετικού ή αρνητικού στοιχείου: ~ του ήθους/της θυσίας/της προσφοράς (βλ. δικαίωση, επιβράβευση). ~ του ταλέντου της από τον κόσμο. Χαίρει ~ης. Καλλιτέχνης με πανελλήνια και διεθνή/καθολική ~ (= καταξίωση). Πβ. απήχηση.|| ~ του προβλήματος. ~ του σφάλματος κάποιου (= ομολογία). 3. επίσημη αποδοχή της νομιμότητας, της εγκυρότητας ή της ύπαρξης: ~ συνταξιοδοτικού δικαιώματος/χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας. ~ τίτλων σπουδών της αλλοδαπής (/ακαδημαϊκή ~). Βλ. ΔΟΑΤΑΠ). ~ κράτους (: από τον ΟΗΕ). ~ ενός επαγγέλματος ως επικίνδυνου και ανθυγιεινού.|| (για παιδιά γεννημένα εκτός γάμου:) Δικαστική/εκούσια ~ της πατρότητας (τέκνου). ● ΣΥΜΠΛ.: αναγνώριση κλήσεων: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία που παρέχεται από τηλεφωνικές εταιρείες η οποία επιτρέπει στον χρήστη που δέχεται την κλήση να βλέπει στην οθόνη τον αριθμό τηλεφώνου του προσώπου που τον καλεί. [< αγγλ. call identification (service), 1969] [< 1: αρχ. ἀναγνώρισις, γαλλ. reconnaisance]
  • αναδίπλωση [ἀναδίπλωση] α-να-δί-πλω-ση ουσ. (θηλ.) 1. δίπλωση στα δύο: ~ του καθίσματος. Mηχανισμός/σύστημα ~ης. ΣΥΝ. σύμπτυξη.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ γραμμής/λέξης (: αυτόματη μεταφορά της στην αρχή της επόμενης γραμμής, όταν βγαίνει εκτός περιθωρίου).|| (ΒΙΟΛ.) Η ~ της πολυπεπτιδικής/πρωτεϊνικής αλυσίδας. 2. υποχώρηση στρατιωτικών δυνάμεων: γενική/μερική/σταδιακή ~. 3. (μτφ.) υιοθέτηση διαλλακτικής στάσης: στρατηγική/τακτική ~ης. Οδηγήθηκε σε/υποχρεώθηκε σε ~ από την αρχική του θέση. Πβ. υπαναχώρηση. 4. ΦΙΛΟΛ. (ως σχήμα λόγου) επανάληψη λέξης ή φράσης, συνήθ. για εμφατικούς λόγους: Δίπλα-δίπλα. Γελάς, γελάς, αλλά δεν έχεις ιδέα για το τι σε περιμένει. Βλ. πλεονασμός. [< 1,2,3: γαλλ. repli 4: μτγν. ἀναδίπλωσις]
  • ανακόλουθος , η, ο [ἀνακόλουθος] α-να-κό-λου-θος επίθ.: αντιφατικός, ασυνεπής: ~ος: λόγος. ~η: πολιτική/στάση. ~ες: δηλώσεις. Πράξεις ~ες (με/προς) τις αρχές του. Στοιχεία ανακριβή/αναξιόπιστα και ~α. Είναι ~ο να ...|| (για πρόσ.) Αποδείχθηκε/φάνηκε/υπήρξε ~ (απέναντι) στις/με/ως προς τις υποσχέσεις του. ΣΥΝ. αναντίστοιχος ΑΝΤ. ακόλουθος (2) ● Ουσ.: ανακόλουθο (το): ανακολουθία, ασυνέπεια, ασυμφωνία: το ~ των δηλώσεων/μεταξύ λόγων και έργων. Τα ~α και οι αντιφάσεις του συστήματος. ● επίρρ.: ανακόλουθα ● ΣΥΜΠΛ.: ανακόλουθο (σχήμα): ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου στο οποίο παραβιάζεται η συντακτική συμφωνία των όρων μιας πρότασης ή φράσης: Εγώ, μου αρέσει η Ελλάδα (αντί: Εμένα ...). [< μτγν. ἀνακόλουθος]
  • ανακρεόντειος , α, ο [ἀνακρεόντειος] α-να-κρε-ό-ντει-ος επίθ.: ΦΙΛΟΛ. που σχετίζεται με τον ποιητή Ανακρέοντα ή έχει τα χαρακτηριστικά της ποίησής του: ~ος: στίχος. ~ο: μέτρο (: ακατάληκτο ιωνικό δίμετρο). ● Ουσ.: ανακρεόντεια (τα): (με κεφαλ. το αρχικό Α) συλλογή αρχαίων ποιημάτων, κατ' απομίμηση αυτών του Ανακρέοντα. [< μτγν. Ἀνακρεόντειος]
  • ανάλογος , η, ο [ἀνάλογος] α-νά-λο-γος επίθ.: που βρίσκεται σε σχέση αναλογίας, ισοδυναμίας με κάποιον/κάτι ή που διαμορφώνεται αντίστοιχα προς κάποιο άλλο ποσοτικό μέγεθος: ~η: ανταπόκριση/κατάσταση. ~α: προβλήματα. Με ~ο τρόπο. Αποδοχές ~ες με την εργασία. Για τη λέξη "φιλότιμο" δεν υπάρχει ~ αγγλικός όρος. Εσύ τι θα έκανες σε ~η περίπτωση (= παρόμοια); Κάτι ~ο συνέβη και σ' εμένα. Για το καλοκαίρι υιοθετήστε και το ~ο στιλ (= κατάλληλο)! Πβ. σύμφωνος.|| Πίεση ~η του βάθους/με το ύψος. Πβ. αναλογικός. Βλ. -λογος. ΑΝΤ. δυσανάλογος ● Ουσ.: ανάλογο (το) 1. οτιδήποτε παρουσιάζει αναλογία, αντιστοιχία με κάτι άλλο: Φαινόμενο που δεν έχει ~ό του σε όλον τον κόσμο (ΣΥΝ. όμοιο). 2. μερίδιο: Μην ανησυχείς, θα πάρεις το ~ό σου (από τα κέρδη). ● επίρρ.: ανάλογα & αναλόγως: Θα χρειαστώ δέκα με είκοσι λεπτά ~α με την κίνηση. Με έβρισε και του απάντησα ~ως.|| -Θα έρθεις το βράδυ; -~α με τη διάθεσή μου. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλογα μεγέθη/ποσά: ΜΑΘ. που όταν αυξάνεται ή μειώνεται το ένα, αυξάνεται ή μειώνεται και το άλλο, αντίστοιχα: Στα ~ ~ οι λόγοι των τιμών τους είναι ίσοι.|| (μτφ.) Ποιότητα και τιμή είναι ~ ~ (: όσο πιο καλό είναι κάτι, τόσο πιο πολύ στοιχίζει· όσο πιο φθηνό, τόσο κατώτερης συνήθ. ποιότητας)., ανάλογοι αριθμοί: ΜΑΘ. ακολουθίες αριθμών με την ιδιότητα σταθερού λόγου (αναλογίας) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αριθμών της ίδιας τάξης., αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη/ποσά: ΜΑΘ. που όταν αυξάνεται το ένα μειώνεται το άλλο και αντίστροφα., μέσος ανάλογος (δύο αριθμών): ΜΑΘ. ο β σε μία αναλογία της μορφής α/β = β/γ., σχήμα εξ αναλόγου: ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου που βασίζεται στην παράλειψη λέξης ή φράσης ως ευκόλως εννοούμενης: λ.χ. Δεν πήγα, αν και ήθελα (ενν. να πάω). Πβ. έλλειψη. [< αρχ. ἀνάλογος, γαλλ. proportionnel, analogue]
  • ανάλυση [ἀνάλυση] α-νά-λυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. λεπτομερής εξέταση ενός γεγονότος, ενός φαινομένου ή μιας έννοιας με εντοπισμό και μελέτη των επιμέρους στοιχείων· κατ' επέκτ. προφορική ή γραπτή ανάπτυξη-παρουσίαση της αντίστοιχης έρευνας: αντικειμενική/βαθιά/εμπεριστατωμένη/ενδελεχής/εξαντλητική/επιφανειακή/κριτική/λεπτομερής/λογική/μουσική/προσεκτική/συστηματική ~. Κοινων(ιολογ)ική/οικονομική/πολιτική ~. ~ των (εκλογικών) αποτελεσμάτων/των δεδομένων/της επικαιρότητας/της κατάστασης/της πορείας (του Χρηματιστηρίου)/των πτυχών ενός ζητήματος/των στοιχείων. ~ έργου (: συστηματική καταγραφή των διακριτών σταδίων-βημάτων μιας εργασίας). ~ μιας θεωρίας/ενός όρου. ~ στα οικονομικά (της εταιρείας). Άρθρα/σχόλια και ~ύσεις. Επιχειρώ/κάνω μια ~ (σε βάθος). (ειρων.) ~ύσεις επί ~ύσεων! Βλ. αυτο~, μετα~, μικρο~, σύνθεση, υπερ~, ψυχ~. 2. διαχωρισμός, με τη χρήση επιστημονικών μεθόδων, ενός δείγματος στα στοιχεία από τα οποία αποτελείται, με σκοπό τον προσδιορισμό τους και τη μελέτη των ιδίων ξεχωριστά καθώς και του συνόλου: (ΦΥΣ.-ΧΗΜ.) δυναμική/εργαστηριακή/μηχανική/μικροσκοπική/φασματοσκοπική/χημική ~. Εργαστήριο/μέθοδοι/συσκευές/τεχνικές ~ης. Ποιοτική και ποσοτική ~ ενός μείγματος. ~ύσεις αερίων/γάλακτος/εδαφών/τροφίμων/υδάτων.|| (ΟΠΤ.) Φωτογραφική ~.|| (ΙΑΤΡ.) Ιατρικές ~ύσεις. Κάνω ~ αίματος (πβ. εξέταση, τεστ)/ούρων (= καλλιέργεια)/DNA.|| Στατιστική ~.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΓΛΩΣΣ.) Γλωσσολογική/γραμματική/ετυμολογική/σημειωτική/συντακτική ~ (κειμένου). Λογοτεχνική ~ διηγήματος. Βλ. επαν~, ψυχ~. 3. ΠΛΗΡΟΦ. το πλήθος των πίξελ που εμφανίζονται σε μια οθόνη: ψηφιακή ~. ~ γραφικών/εικόνας. Κάμερα/τηλεόραση/φωτογραφίες υψηλής ~ης. Πβ. ευκρίνεια. 4. ΜΑΘ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον λογισμό και τη θεωρία των ορίων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (της) διακύμανσης/διασποράς/μεταβλητότητας: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος με την οποία εξετάζεται η επίδραση μίας ή περισσότερων ανεξάρτητων μεταβλητών στη διακύμανση μίας εξαρτημένης μεταβλητής: ~ ~ κατά έναν παράγοντα. [< αγγλ. variance analysis, analysis of variance (ANOVA), 1967] , ανάλυση αγοράς: ΟΙΚΟΝ. διαδικασία εξέτασης των παραγόντων, των συνθηκών και των χαρακτηριστικών μιας αγοράς: ~ ~ καυσίμων. [< αγγλ. market analysis] , ανάλυση κινδύνου/κινδύνων: ΟΙΚΟΝ. υπολογισμός και εκτίμηση των κινδύνων που σχετίζονται με χρηματοοικονομικές ή επενδυτικές αποφάσεις: έρευνα/κριτήρια/μελέτη ~ης ~ου. [< αγγλ. risk analysis, 1964] , ανάλυση λαθών/σφαλμάτων: επιστημονική μελέτη της ποιότητας και της ποσότητας των λαθών στο πλαίσιο των μαθηματικών, της γλωσσολογίας και της στατιστικής. [< αγγλ. error analysis, 1963] , ανάλυση (του) λόγου βλ. λόγος, ανάλυση περιεχομένου βλ. περιεχόμενο, ανάλυση συνομιλίας βλ. συνομιλία, ανάλυση συστημάτων βλ. σύστημα, αριθμητική ανάλυση βλ. αριθμητικός, διακριτική ανάλυση βλ. διακριτικός, ενόργανη ανάλυση βλ. ενόργανος, θεμελιώδης ανάλυση βλ. θεμελιώδης, παραγοντική ανάλυση/ανάλυση παραγόντων βλ. παραγοντικός, συνδυαστική ανάλυση βλ. συνδυαστικός ● ΦΡ.: σε τελική/σε τελευταία ανάλυση (προφ.-εμφατ.): προκειμένου να αναφερθεί στο τέλος η πιο σημαντική πτυχή ενός θέματος: Νομίζω ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο και, ~ ~, αφορά όλους μας. Πβ. άλλωστε, εκτός αυτού/τούτου, εντέλει, εξάλλου, επιπλέον, τελικά. [< γαλλ. en dernière analyse ] [< αρχ. ἀνάλυσις ‘απαλλαγή, αποσύνθεση, επίλυση’, γαλλ. analyse, αγγλ. analysis, γερμ. Analyse, γαλλ.-αγγλ. resolution]
  • αντιγραφέας [ἀντιγραφέας] α-ντι-γρα-φέ-ας ουσ. (αρσ.) 1. {+ θηλ.} (μειωτ.) αυτός που αντιγράφει (ειδικότ. σε γραπτές εξετάσεις) ή μιμείται κάποιον ή κάτι: λογοκλόπος και ~. Πβ. μιμητής. 2. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο που ασχολιόταν συστηματικά ή επαγγελματικά με την αντιγραφή συνήθ. χειρογράφων: καλλιγράφος ~. Λάθος του ~α. Γραφείς και ~είς. [< αρχ. ἀντιγραφεύς ‘ελεγκτής, επίσημος γραμματέας’, γαλλ. copiste]
  • αντιγραφικός , ή, ό [ἀντιγραφικός] α-ντι-γρα-φι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αντιγραφή: ~ό: μηχάνημα/χαρτί.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ό: DVD/πρόγραμμα.|| (ΒΙΟΛ.) Οι μεταλλάξεις είναι τυχαία ~ά σφάλματα στο γενετικό υλικό.||(ΦΙΛΟΛ.) Τα ~ά εργαστήρια των μοναστηριών. [< μτγν. ἀντιγραφικός]
  • αντίθεση [ἀντίθεση] α-ντί-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. διαφορά μεταξύ συγκρουόμενων, ασυμβίβαστων μεταξύ τους εννοιών ή καταστάσεων: ~ λόγων-έργων. (Μεγάλη) ~ ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο. Πβ. αντιδιαστολή.|| Κοινωνικές/ταξικές ~έσεις (και ανισότητες).|| Τολμηρές χρωματικές ~έσεις. (σε οθόνη) Υψηλή/χαμηλή ~ (: διαφορά της φωτεινότητας μεταξύ των χρωμάτων). Έλεγχος/ρύθμιση ~ης. ΣΥΝ. κοντράστ.|| (ΦΙΛΟΣ.) Θέση, ~ και σύνθεση (: το δεύτερο στάδιο μιας διαλεκτικής διαδικασίας). Δυαδικές ~έσεις. 2. διαφωνία, εναντίωση, αντιπαράθεση: ~ απόψεων (= διάσταση)/συμφερόντων. Ιδεολογικές ~έσεις. Ήρθε σε (ευθεία) ~ με ... Διατύπωσε/εξέφρασε την (πλήρη/ριζική) ~ή του προς την/στην απόφαση (πβ. αντίρρηση). Αμβλύνονται/οξύνονται οι ~έσεις. Μέτρο που προκάλεσε/πυροδότησε ~έσεις (= αντιδράσεις). 3. ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου βασιζόμενο στην παράθεση αντίθετων εννοιών ή νοημάτων (π.χ. ευχάριστος και δυσάρεστος): ~ λέξεων. ● ΦΡ.: σε αντίθεση με/προς & (λόγ.) εν αντιθέσει προς/κατ' αντίθεση προς: αντίθετα με: ~ ~ με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. ΣΥΝ. σε αντιδιαστολή με/προς [< 1,2: αρχ. ἀντίθεσις, γαλλ. antithèse, αγγλ. antithesis 3: γερμ. Antithese]
  • αντιλεξικό [ἀντιλεξικό] α-ντι-λε-ξι-κό ουσ. (ουδ.): ΦΙΛΟΛ. λεξικό στο οποίο οι λέξεις και οι εκφράσεις καταγράφονται με βάση το σημασιολογικό πεδίο στο οποίο ανήκουν, εννοιολογικό λεξικό. Βλ. θησαυρός.
  • αντίφραση [ἀντίφραση] α-ντί-φρα-ση ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη ή φράση χρησιμοποιείται στη θέση κάποιας άλλης με αντίθετη προς αυτή σημασία, συνήθ. για ειρωνεία ή ευφημισμό: γλυκάδι αντί ξίδι.|| (σχήμα λιτότητας) Η φθορά που έπαθε δεν ήταν μικρή (αντί "ήταν μεγάλη"). [< αρχ. ἀντίφρασις, γαλλ. antiphrase, αγγλ. antiphrasis]
  • αοιδός [ἀοιδός] α-οι-δός ουσ. (αρσ.) 1. {κ. θηλ.} (λόγ.) τραγουδιστής: λυρική ~ (= σοπράνο). ~ όπερας.|| (ειρων.) Η εθνική μας/λαϊκή ~. ~ δημοτικών ασμάτων. Βλ. βάρδος, τενόρος. 2. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο που συνέθετε και τραγουδούσε επικά ποιήματα, συνήθ. με τη συνοδεία λύρας. Βλ. ραψωδός. [< αρχ. ἀοιδός, γαλλ. chanteur]
  • άπαξ [ἅπαξ] ά-παξ επίρρ. (αρχαιοπρ.): μία φορά μόνο: ~ της ημέρας/του μηνός/του έτους ... Ο έλεγχος θα γίνει ~. Βλ. εφάπαξ. ● ΣΥΜΠΛ.: άπαξ λεγόμενον/λέξη άπαξ: ΦΙΛΟΛ. λέξη, τύπος ή σημασία που μαρτυρείται μία μόνο φορά, κυρ. σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας. ● ΦΡ.: άπαξ (και) διά παντός: μια για πάντα, οριστικά: Απαλλαχθήκαμε/γλιτώσαμε ~ ~ από δαύτους! Το θέμα λύθηκε ~ ~! Σου απάντησα/το είπα ~ ~ (: δεν πρόκειται να το επαναλάβω)! ΣΥΝ. μια/μία και καλή, άπαξ και: από τη στιγμή που, αφού, εφόσον: ~ ~ το αποφασίσαμε, δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω! Πβ. μια(ς) και/που. [< αρχ. ἅπαξ, αγγλ. hapax legomenon, γαλλ. (h)apax, 1922]

αγγελική

αγγελική [ἀγγελική] αγ-γε-λι-κή ουσ. (θηλ.) ΒΟΤ. 1. αρωματικός καλλωπιστικός θάμνος (γένος Pittosporum) με λευκοκίτρινα συνήθ. άνθη 2. γένος αρωματικών ποωδών φυτών (οικογ. Umbelliferae). [< 2: αγγλ. angelica, γαλλ. angélique]

άγγελος

άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]

αριθμητικός

αριθμητικός, ή, ό [ἀριθμητικός] α-ριθ-μη-τι-κός επίθ. 1. ΜΑΘ. που αναφέρεται στους αριθμούς, την αρίθμηση ή την αριθμητική: ~ός: μέσος όρος/τύπος/υπολογισμός. ~ή: λύση/μεταβλητή/τιμή. ~ό: λάθος/παράδειγμα/πρόβλημα/σύνολο/σύστημα. ~ά: δεδομένα. 2. που αξιολογείται με αριθμούς: ~ός: στόχος. ~ή: υπεροχή. ~ό: μειονέκτημα/πλεονέκτημα. ~ά: κριτήρια. ● επίρρ.: αριθμητικά & (λογ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αριθμητική ανάλυση (και με κεφαλ. το αρχικό Α): ΜΑΘ. κλάδος που έχει ως αντικείμενό του τον σχεδιασμό μεθόδων για την επίλυση διαφόρων μαθηματικών προβλημάτων: εφαρμοσμένη ~ ~. [< αγγλ. numerical analysis, 1946] , (μαθηματική/αριθμητική) πράξη βλ. πράξη, απόλυτο αριθμητικό βλ. απόλυτος, αριθμητική πρόοδος βλ. πρόοδος, αριθμητικό μέγεθος βλ. μέγεθος [< αρχ. ἀριθμητικός, γαλλ. numérique, αγγλ. arithmetic(al)]

ασώματος

ασώματος, η/ος, ο [ἀσώματος] α-σώ-μα-τος επίθ. ΑΝΤ. ενσώματος 1. ΘΕΟΛ. που δεν έχει σώμα, σωματική και γενικότ. υλική υπόσταση: ~ος: λόγος. Ο Θεός ως πνεύμα είναι ~. Η εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων (: των Αρχαγγέλων). Οι άγγελοι είναι όντα άυλα και ~α. Πβ. άσαρκος. 2. ΝΟΜ. για περιουσιακά στοιχεία που δεν έχουν υλική, φυσική υπόσταση, όπως είναι τα δικαιώματα ή τα προνόμια: ~ες: ακινητοποιήσεις (: μη χρηματικά στοιχεία ενεργητικού). ~α: πάγια. Πβ. άυλος. ● ΣΥΜΠΛ.: ασώματος κεφαλή 1. (κυρ. παλαιότ., λαϊκό θέαμα σε πανηγύρια) κεφάλι χωρίς σώμα. 2. (μτφ.) για πρόσωπο και κυρ. για όργανο, θεσμό χωρίς λαϊκά ή άλλα ερείσματα: οι ~ες ~ές στην κορυφή της δημόσιας διοίκησης/στα παράθυρα της τηλεόρασης. Βλ. ακέφαλος. [< αρχ. ἀσώματος]

βάρδος

βάρδος βάρ-δος ουσ. (αρσ.): ποιητής ή λαϊκός τραγουδιστής με μεγάλη απήχηση. [< μτγν. πληθ. Βάρδοι ‘Κέλτες ραψωδοί’]

γειτονία

γειτονία γει-το-νί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε γειτονικά κράτη: ~ ειρήνης και συνεργασίας. Βλ. ΕΠΓ. ● ΣΥΜΠΛ.: γειτονία του σημείου & γειτονιά του σημείου: ΜΑΘ. σύνολο σημείων που βρίσκονται σε ορισμένη απόσταση από ένα σημείο αναφοράς. [< γαλλ. voisinage d'un point ] ● ΦΡ.: καλής γειτονίας: ΠΟΛΙΤ. για αρμονική συνύπαρξη μεταξύ όμορων κρατών: αρχές/κλίμα/πολιτική/συνθήκες ~ ~. Η χώρα μας δημιουργεί/καλλιεργεί σχέσεις ~ ~ με ... [< αρχ. γειτονία, γαλλ. voisinage]

διάβολος

διάβολος διά-βο-λος ουσ. (αρσ.) {διαβόλ-ου} & (λαϊκό) διάολος 1. ΘΕΟΛ. (συχνά με κεφαλ. Δ) προσωποποίηση του πνεύματος του κακού, συνήθ. με κέρατα και ουρά, ο αντίπαλος του Θεού που έχει βασίλειό του την κόλαση, σατανάς: η μάχη με τον ~ο. Όργανο/παγίδες του ~ου. Αποφεύγω/φοβάμαι (κάποιον/κάτι) σαν τον ~ο. ΣΥΝ. Βεελζεβούλ, Εωσφόρος (1), Σατανάς. 2. (μτφ.) άνθρωπος μοχθηρός και σκληρός: αληθινός/σκέτος/σωστός ~.|| (για οδηγό αυτοκινήτου) Έτρεχε σαν ~. Βλ. φτωχο~. 3. (λαϊκό-υβριστ.) σε ερωτήσεις και αναφωνήσεις, ως έκφραση εκνευρισμού, δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης: Τι ~ο θέλεις;|| (ως επιφών.) (Που/φτου) να πάρει ο ~! ● ΣΥΜΠΛ.: δια(β)όλου κάλτσα βλ. κάλτσα, διάβολος της Τασμανίας βλ. Τασμανία, δικηγόρος/συνήγορος του διαβόλου βλ. δικηγόρος ● ΦΡ.: άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! & να πας/πήγαινε στο διά(β)ολο/διάλο! (υβριστ.): ως έκφραση αγανάκτησης, οργής, όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον ή για να δηλωθεί μεγάλη έκπληξη: άι ~ ~ όλοι τους.|| Α ~ ~, δεν το πιστεύω!, βάζει ο διά(β)ολος την ουρά του: για αρνητική εξέλιξη που οφείλεται σε εξωγενή παράγοντα: Έβαλε ~ και τσακωθήκαμε! , βρήκα τον διάολό μου (μτφ.) 1. έμπλεξα, βρήκα τον μπελά μου: Προσπάθησα να τον βοηθήσω και ~ ~. 2. βρήκα τον δάσκαλό μου: Ήθελε να έχει το πάνω χέρι, αλλά μαζί της έχει βρει ~ ~ του., διά(β)ολοι/δια(β)όλοι και τρίβολοι/τριβόλοι: όταν υπάρχουν πολλοί πειρασμοί και ενοχλητικοί άνθρωποι τριγύρω., έσπασε/σπάει ο διά(β)ολος το ποδάρι του (προφ.): για κάτι αναπάντεχο, αρνητικό ή (ειρων.) θετικό: Έσπασε ~ ~ και τρέχαμε στο νοσοκομείο!, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του & έχει τον δαίμονα μέσα του: για πονηρό, δόλιο ή πολύ ευφυή, δαιμόνιο άνθρωπο., μπήκε ο διάολος μέσα του: δαιμονίστηκε ή συμπεριφέρεται σαν δαιμονισμένος, τον κυρίευσε ο σατανάς: Ούρλιαζε και χτυπιόταν σαν να ~ ~., ο διά(β)ολος έχει πολλά ποδάρια (λαϊκό): για να εκφραστεί ότι είναι πιθανόν να συμβεί αναπάντεχα κάτι αρνητικό, παρά τις όποιες προφυλάξεις: Καλό είναι να έχεις ένα δεύτερο κλειδί μαζί σου· ποτέ δεν ξέρεις, ~ ~ ... , όπως ο διά(β)ολος το λιβάνι & σαν τον διάολο το λιβάνι (λαϊκό-εμφατ.): λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αποστρέφεται ή φοβάται κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό: Αποφεύγει, ~ ~, τις κοσμικές συναθροίσεις., όταν γεράσει ο διά(β)ολος, καλογερεύει (παροιμ.): λέγεται για κάποιον που εγκαταλείπει παλιές κακές συνήθειες., πάει κατά δια(β)όλου (προφ.-εμφατ.): για πολύ αρνητική εξέλιξη: Η επιχείρηση/η κοινωνία/ο κόσμος/η ομάδα ~ ~ (: από το κακό στο χειρότερο)., πάει στον διά(β)ολο/διάλο (λαϊκό): για δήλωση συγκατάβασης, ας είναι: Δεν μου αρέσει το φαγητό, αλλά, ~ ~, θα το δοκιμάσω., στέλνω κάποιον στον διά(β)ολο/στον αγύριστο/από εκεί που ήρθε (προφ.-υβριστ.): διαολοστέλνω: Αγανάκτησε και τον έστειλε ~., στου δια(β)όλου τη μάνα/το κέρατο (μτφ.-προφ., για δήλωση δυσαρέσκειας ή αγανάκτησης): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Με έστειλαν ~ ~. Πού να τραβιέμαι τώρα ~ ~; Βλ. στην άκρη/στα πέρατα του κόσμου/της γης., τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου (λαϊκό-εμφατ.): αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία, ταλαιπωρούμαι: Τραβήξαμε ~ μας, για να τον ξεφορτωθούμε. ΣΥΝ. τραβώ τον αδόξαστο, δουλειά δεν είχε ο διά(β)ολος και ... βλ. δουλειά, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ [< αρχ. διάβολος ‘συκοφάντης’, μτγν. ~ ‘σατανάς’, γαλλ. diable]

διακριτικός

διακριτικός, ή, ό δι-α-κρι-τι-κός επίθ. 1. που δεν ενοχλεί, δεν προσβάλλει ή δεν προκαλεί: (για πρόσ.) Είναι άνθρωπος ~ και χαμηλών τόνων.|| (κατ' επέκτ.) ~ός: έλεγχος (: που δεν υποπίπτει στην αντίληψη κάποιου)/χειρισμός. ~ή: παρακολούθηση (π.χ. ενός προσώπου)/παρέμβαση/συμπεριφορά. ~ό: χιούμορ (βλ. ειρωνικός). ~οί: τρόποι. ~ές: κινήσεις. Η παρουσία της Αστυνομίας ήταν ~ή. ΑΝΤ. αδιάκριτος (1) 2. που διαφοροποιεί κάποιον ή κάτι από τα ομοειδή του ή χρησιμεύει για αυτό το σκοπό: ~ός: ρόλος/τίτλος (μιας εταιρείας)/χαρακτήρας. ~ή: θέση/(ΓΛΩΣΣ.) λειτουργία (π.χ. του δυναμικού τόνου της νέας Ελληνικής/των φωνημάτων). ~ό: γνώρισμα/λογότυπο/σημάδι/στοιχείο/χαρακτηριστικό. Ο ~ αριθμός ενός προϊόντος (βλ. ραβδοκώδικας). Πβ. διακριτός, διαφοροποιητικός. 3. (μτφ.) που δεν είναι πολύ έντονος, δεν ελκύει την προσοχή: ~ός: ήχος/φωτισμός/χρωματισμός (βλ. απαλός). ~ή: μυρωδιά. ~ό: άρωμα/βάψιμο/μακιγιάζ (= ανεπαίσθητο). Η ~ή πολυτέλεια (ενός ξενοδοχείου). 4. μεροληπτικός: ~ά: μέτρα (π.χ. σε βάρος κάποιου). Η αρχή της μη ~ής μεταχείρισης. ● Ουσ.: διακριτικό (το): καθετί (συνήθ. αριθμός, γράμμα ή σύμβολο) που χρησιμεύει για να διαφοροποιεί κάποιον ή κάτι από τα ομοειδή του, χαρακτηριστικό γνώρισμα: το ~ μιας αθλητικής ομάδας/ενός διαγωνιζόμενου/ενός συλλόγου.|| {συνήθ. στον πληθ.} ~ά βαθμού/των βαθμίδων (: τα σύμβολα διάκρισης των βαθμών στρατιωτικής ή άλλης ιεραρχίας. Πβ. γαλόνια, διάσημα). ~ά αξιωματικών/αστυνομικών/εκκλησιαστικών λειτουργών. ● επίρρ.: διακριτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: με διακριτικότητα, τακτ. ΑΝΤ. αδιάκριτα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: διακριτική ανάλυση: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος ανάλυσης δεδομένων που στοχεύει στην εύρεση των πιθανοτήτων αποτυχίας εξόφλησης ενός δανείου., διακριτική ικανότητα: ΟΠΤ. η ικανότητα οπτικού ή φωτογραφικού οργάνου να παρουσιάζει διακριτές εικόνες αντικειμένων που έχουν μεταξύ τους μικρή γωνιακή απόσταση: ενεργειακή/φασματική/χρονική/χωρική ~ ~. ~ ~ μικροσκοπίου/τηλεσκοπίου. Πβ. ανάλυση. ΣΥΝ. διακριτικότητα (2) [< αγγλ. resolving power] , διακριτικό κλήσης: συμβατική ονομασία που σχηματίζεται από γράμματα και αριθμούς και είναι συγκεκριμένη για κάθε τηλεγραφικό ή ραδιοφωνικό πομπό-δέκτη: διεθνές ~ ~. Βλ. κωδικός. [< αγγλ. call sign, 1919] , διακριτική ευχέρεια βλ. ευχέρεια [< 1: αρχ. διακριτικός, γαλλ. discret 2: γαλλ. distinctif 3: γαλλ. discret 4: γαλλ. discriminatoire]

δικαίωση

δικαίωση δι-καί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. επιβεβαίωση, συνήθ. εκ των υστέρων· επιβράβευση: ~ των επιλογών/προβλέψεών/προσδοκιών του. Απόλυτη/πλήρης ~ των θέσεών μας/(σπανιότ.) για τις θέσεις μας. Πβ. επαλήθευση.|| Ηθική/πανηγυρική/τελική ~ των αγώνων τους. Η ώρα της ~ης. Πβ. αναγνώριση. Βλ. αυτο~. ΑΝΤ. διάψευση (2) 2. ΝΟΜ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του δικαιώνω: δικαστική ~. ~ αιτήματος/ένστασης/προσφυγής. Απόφαση ~ης. [< αρχ. δικαίωσις, γαλλ. justification]

ενόργανος

ενόργανος, η, ο [ἐνόργανος] ε-νόρ-γα-νος επίθ. 1. που γίνεται με ειδικά όργανα. 2. ΒΙΟΛ.-ΧΗΜ. οργανικός: ~ή: ύλη (ΑΝΤ. ανόργανη). ● ΣΥΜΠΛ.: ενόργανη (γυμναστική): ΑΘΛ. άθλημα που εκτελείται με όργανα γυμναστικής: ~ ~ ανδρών (βλ. ασκήσεις εδάφους, πλάγιος ίππος, κρίκοι, άλμα ίππου, μονόζυγο, δίζυγο)/γυναικών (βλ. ασύμμετροι ζυγοί, δοκός). Χρυσός Ολυμπιονίκης στην ~ ~. Βλ. ρυθμική γυμναστική. ΑΝΤ. ανόργανος (5), ενόργανη ανάλυση: ΧΗΜ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο την ποσοτική και ποιοτική ανάλυση δειγμάτων με χρήση χημικών οργάνων., ενόργανη μουσική: ΜΟΥΣ. που συντίθεται μόνο για μουσικά όργανα και όχι για φωνές. ΣΥΝ. οργανική/ορχηστρική μουσική. ΑΝΤ. φωνητική μουσική. [< γαλλ. instrumental]

επιχειρηματικός

επιχειρηματικός, ή, ό [ἐπιχειρηματικός] ε-πι-χει-ρη-μα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που αναφέρεται σε επιχειρηματία ή επιχείρηση: ~ός: κατάλογος/κόσμος/κύκλος/οδηγός/όμιλος/οργανισμός/στίβος/σύνδεσμος/συνεργάτης/σχεδιασμός/τομέας/φορέας/χώρος. ~ή: αμοιβή/ανάπτυξη/αποστολή/δράση/δραστηριότητα/ελίτ/ευφυΐα/ηθική/ιδέα/ικανότητα/καινοτομία/κοινότητα/πρωτοβουλία/στρατηγική/συνάντηση/συνεργασία/τεχνογνωσία. ~ό: δαιμόνιο/ενδιαφέρον/κεφάλαιο/κλίμα/περιβάλλον/πνεύμα (= επιχειρηματικότητα)/πρόγραμμα/συμβούλιο/φόρουμ. ~οί: εταίροι/στόχοι/σύμβουλοι. ~ές: αποφάσεις/ειδήσεις/εξελίξεις/ευκαιρίες/εφαρμογές/συμφωνίες. ~ά: βραβεία/μοντέλα/νέα/πάρκα/συμφέροντα/ταξίδια. Βλ. εμπορικός. ● επίρρ.: επιχειρηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: επιχειρηματικό σχέδιο & επιχειρηματικό πλάνο: γραπτή έκθεση που περιλαμβάνει τις κατευθύνσεις και τους στόχους μιας υπό ίδρυση ή λειτουργία επιχείρησης, καθώς και τα μέσα για την επίτευξή τους. [< αγγλ. business plan] , επιχειρηματικοί άγγελοι: ιδιώτες που επενδύουν χρήματα και χρόνο σε επιχειρήσεις με προοπτικές ανάπτυξης. [< αγγλ. business angels, 1933] , επιχειρηματικός κίνδυνος & επιχειρηματικό ρίσκο: αδυναμία εταιρείας να κάνει ακριβή πρόβλεψη για το αν θα έχει αρκετό ρευστό, ώστε να καλύψει τα λειτουργικά της έξοδα με βάση τη διάθεση των κεφαλαίων της: υψηλός ~ ~. Ανάληψη/διαχείριση ~ού ~ου. [< αγγλ. business risk] , επιχειρηματική αριστεία βλ. αριστεία [< πβ. αρχ. ἐπιχειρηματικός ‘που σχετίζεται με τη διαλεκτική επιχειρηματολογία', αγγλ. business, entrepreneurial, γαλλ. ~, 1984]

εφάπαξ

εφάπαξ [ἐφάπαξ] ε-φά-παξ επίρρ. & (σπάν.) εφ' άπαξ: (για ποσό) που πληρώνεται, χορηγείται ή εισπράττεται μόνο μία φορά: Η καταβολή του χρέους θα γίνει ~ και όχι σε δόσεις.|| (συνήθ. ως επίθ.) ~ αποζημίωση/βοήθημα/επίδομα/πληρωμή/χρέωση. Βλ. κατ' αποκοπή. ● Ουσ.: εφάπαξ (το) {άκλ.}: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. χρηματικό ποσό που καταβάλλεται, βάσει του νόμου, σε συνταξιοδοτούμενους δημόσιους κυρ. υπαλλήλους. [< αρχ. ἐφάπαξ ‘μια μόνο φορά’]

θεμελιώδης

θεμελιώδης, ης, ες θε-με-λι-ώ-δης επίθ. {θεμελιώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών}: πρωταρχικής σημασίας, βασικός: ~ης: παράγοντας/ρόλος (πβ. νευραλγικός)/στόχος. ~ης: αρχή/διαφορά/έννοια. ~ες: αξίωμα/έργο/ερώτημα/θεώρημα/στοιχείο. ~εις: αξίες/διατάξεις/ελευθερίες. ~η: δικαιώματα. Πβ. ζωτικός, θεμελιακός, κεφαλαιώδης, ουσιώδης, πρωταρχικός, πρωτεύων.|| (ΦΥΣ.) ~η: σωματίδια. ~η και συμπληρωματικά μεγέθη. Βλ. -ώδης. ● επίρρ.: θεμελιωδώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: θεμελιώδης ανάλυση: ΟΙΚΟΝ. μέθοδος πρόβλεψης των μετοχικών τιμών και της μελλοντικής απόδοσης εταιρείας μέσω της ανάλυσης της οικονομικής της κατάστασης. [< αγγλ. fundamental analysis] , θεμελιώδης νόμος/θεμελιώδεις νόμοι βλ. νόμος [< γαλλ. fondamental]

-κέφαλος

-κέφαλος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρεται 1. στο κεφάλι: δι-κέφαλο τέρας. Υδρο~.|| (ευχετ.) Σιδερο~.|| (μτφ.) Αυτο~. 2. (μτφ.) στον νου, τον τρόπο σκέψης, τον χαρακτήρα: θερμο~/ξερο~/στενο~/χοντρο~ (πβ. στενό-μυαλος).|| (χιουμορ.-μειωτ.) Κουφιo~/μπουζουκο~. 3. ΑΝΑΤ. σε εκφύσεις των μυών: τρι-κέφαλοι (μύες).

κολοβός

κολοβός, ή, ό κο-λο-βός επίθ. (λαϊκό) 1. που έχει κομμένη ουρά: ~ή: αλεπού/γάτα. Βλ. κόλουρος. 2. (μτφ.-προφ.) ελλιπής, ανολοκλήρωτος: ~ό: έργο/νομοσχέδιο. ~ές: αυξήσεις (σε μισθούς). Πβ. λειψός, μισερός, μισός. Βλ. ακέφαλος. ● ΦΡ.: φίδι κολοβό (μτφ.-μειωτ.): ύπουλος, καταχθόνιος άνθρωπος: Πού να ήξερε τι ~ ~ έκρυβε στο σπίτι του/έτρεφε στον κόρφο του! Πβ. νυφίτσα, οχιά. [< αρχ. κολοβός]

λόγος

λόγος λό-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. η ανθρώπινη ικανότητα για έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων, γνώσεων, πληροφοριών μέσω της γλώσσας· η πραγμάτωση και οι διάφορες μορφές της: έναρθρος ~. Διαταραχές (βλ. αλαλία, α-, δυσ-φασία, αφωνία, τραυλ-, ψευδ-ισμός)/θεραπεία (πβ. λογοθεραπεία)/κατανόηση/όργανα (πβ. φωνή)/παραγωγή ~ου.|| Αρθρώνω/εκφέρω ~ο (= μιλώ). Συνηθισμένα λάθη στον καθημερινό ~ο. Έχει την ευχέρεια/το χάρισμα του ~ου. Είναι άριστος χειριστής του ~ου.|| Είδη ~ου. Δείκτες ~ου (= κειμενικοί δείκτες). Γραπτός (πβ. γραφή, γράψιμο)/δημοσιογραφικός/έμμετρος ή ποιητικός (= ποίηση)/επιστημονικός/ηλεκτρονικός/πολιτικός/προφορικός (= ομιλία) ~. Αρχαίος/αττικός (βλ. διάλεκτος)/δημοτικός (= δημοτική)/νεοελληνικός (= νεοελληνική) ~ (= γλώσσα). Έντεχνος ~/η τέχνη του ~ου (= λογοτεχνία). 2. αιτία ή σκοπός, πρόθεση: Για τον άλφα ή βήτα ~ο (= για τον ένα ή τον άλλο ~ο) ... Για ~ους αρχής/ασφαλείας/εκδίκησης/σκοπιμότητας/συμφέροντος/τιμής/υγείας ... Για ειδικούς/επαγγελματικούς/ευνόητους/οικογενειακούς/οικονομικούς/πολιτικούς/πολλούς/σοβαρούς/συναισθηματικούς ~ους. Ένας ~ παραπάνω να ... Διερεύνηση των ~ων/συνηθέστεροι ~οι αποτυχίας στο σχολείο. Ο κύριος ~ είναι ότι ... Υπάρχει ~ που ... Δεν συντρέχει/υπάρχει ~ (για) να .../ανησυχίας. Αυτός δεν είναι ~ να αγχώνεσαι. Εξ αυτού του ~ου. Αισθάνεται ότι δεν έχει ~ο ύπαρξης (πβ. νόημα, προορισμό, βλ. κενό). Για ποιο ~ο (πβ. αφορμή) έλειπες; Για κανένα ~ο (να) μη με ενοχλήσετε (: σε καμία περίπτωση). Ζητάει και τον ~ο (= και τα ρέστα) από πάνω. Δεν έχω ~ο να αμφιβάλλω. Ποιοι ~οι επιβάλλουν/ευνοούν/οδηγούν/ωθούν ...; Άγνωστοι παραμένουν οι ~οι (= τα αίτια, κίνητρα) του εγκλήματος. Δέκα ~οι για να κόψετε το κάπνισμα. Επικαλέστηκε προσωπικούς ~ους. Έχω ~ο/τον ~ο μου/τους ~ους μου που το αναφέρω. Δεν είχε ~ο να πει ψέματα. Εξήγησε τους ~ους για τους οποίους (= γιατί) ... Έχει βάσιμους ~ους να πιστεύει ότι ... Το θυμάμαι αυτό που λες, για άσχετο όμως ~ο. Πβ. αιτιο-, δικαιο-λογία. 3. αγόρευση, ομιλία: αποχαιρετιστήριος/αυτοσχέδιος/εναρκτήριος/επικήδειος/θρησκευτικός/καταγγελτικός/πολιτικός/(συνήθ. για κόμμα) προγραμματικός/προεκλογικός ~. Πανηγυρικός ~ για την 25η Μαρτίου. Βγάζω/εκφωνώ ~ο (στη Βουλή/στο δικαστήριο). Γράφω/ετοιμάζω ένα ~ο. Βλ. διάλεξη, διδαχή, κήρυγμα.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΡΗΤΟΡ.) Δικανικοί/επιδεικτικοί/συμβουλευτικοί ~οι. Οι ~οι του Δημοσθένη (βλ. φιλιππικός)/Κικέρωνα. Αγώνας ~ων. 4. ό,τι λέει κάποιος: η αλήθεια των ~ων του. Αναντιστοιχία/συνέπεια ~ων και έργων/πράξεων. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό ~ο για το φαγητό (πβ. εγκώμιο, έπαινος). Τι ~ο ξεστόμισες (: βρισιά, ύβρις)! Έχει πάντα έτοιμο τον κακό τον ~ο (= την κακία).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Πνευματικοί ~οι. ~οι Αγίων. ΣΥΝ. λόγια (1) 5. συζήτηση, αναφορά: Γίνεται (πολύς) ~ για πρόωρες εκλογές/ότι (σπάν. να) ... (: συζητιέται, σχεδιάζεται) Τον ~ο σου είχαμε (: μιλούσαμε, κουβεντιάζαμε για σένα). Πβ. μνεία. 6. υπόσχεση, διαβεβαίωση, δέσμευση: Αθέτησε/κράτησε/τήρησε τον ~ο της. Έχεις τον ~ο μου (πβ. δίνω τον λόγο μου, λόγω τιμής/στον ~ο της τιμής μου). Έμεινε πιστός/φάνηκε συνεπής στον ~ο του. Βασίζομαι στον ~ο σου.|| Είναι άνθρωπος με ~ο (: τιμή). 7. το δικαίωμα να μιλήσει κάποιος: Απευθύνω/αποτείνω/δίνω τον ~ο (σε κάποιον). Του αφαίρεσε τον ~ο. Κύριε ..., έχετε τον ~ο. Και τώρα ο ~ στον πρόεδρο. (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ου.|| (κατ' επέκτ.) Τον ~ο έχει τώρα η δικαιοσύνη (: είναι η σειρά της να αποφασίσει). 8. άποψη, γνώμη με ισχύ: Ο ~ του ακούγεται/μετράει/περνάει (: είναι σεβαστός, τον εκτιμούν). Θα έχει βαρύνοντα ~ο στην τελική απόφαση.|| Δεν υπάκουσε στον ~ο του πατέρα του. Πβ. διαταγή, εντολή, προσταγή. 9. λογική: ορθός ~ (πβ. ορθολογισμός). Η μετάβαση του ανθρώπου από τον μύθο στον ~ο. Πβ. έλλογο, μυαλό, νους. Βλ. υπέρλογο. ΣΥΝ. λογικό ΑΝΤ. άλογο(ν), παράλογο 10. ΜΑΘ. σχέση μεταξύ δύο μεγεθών, η οποία εκφράζεται ως το πηλίκο που προκύπτει, όταν διαιρεθούν μεταξύ τους: 3/4, ο ~ του 3 προς το 4. Ας υποθέσουμε ότι ο ~ α/β είναι σταθερός ... ΣΥΝ. αναλογία (5) ● Υποκ.: λογάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (του) λόγου: ΓΛΩΣΣ. μελέτη της δομής και των κανόνων που διέπουν γλωσσικές μονάδες μεγαλύτερες από την πρόταση (π.χ. παράγραφος, κείμενο, συνομιλία) κυρ. με γραμματικά και σημασιολογικά κριτήρια· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: κριτική ~ ~. Βλ. ανάλυση συνομιλίας, αναφορικ-, συνεκτικ-ότητα, συνοχή. [< αγγλ. discourse analysis, 1952] , (τα) μέρη του λόγου βλ. μέρος, αποχρών λόγος βλ. αποχρών, ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, ενδιάθετος λόγος βλ. ενδιάθετος, εστιακός λόγος βλ. εστιακός, ευθύς λόγος βλ. ευθύς, καθυστέρηση του λόγου/της ομιλίας βλ. καθυστέρηση, ο Λόγος (του Θεού) βλ. θεός, ο λόγος της τιμής βλ. τιμή, πεζός λόγος βλ. πεζός, πλάγιος λόγος βλ. πλάγιος, σπερματικός λόγος βλ. σπερματικός, σχήμα (λόγου) βλ. σχήμα, υποθετικός λόγος βλ. υποθετικός, υποτεταγμένος λόγος βλ. υποταγμένος ● ΦΡ.: από λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): από μένα, σένα ...: Μάθαμε ~ του ότι ..., για λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): για τον εαυτό μου/σου/του ...: ~ σου καλά έπραξες., για τον λόγο ότι ... & (σπάν.-λόγ.) επί τω λόγω ότι ...: γιατί, επειδή, εφόσον., δεν είναι σχήμα λόγου (προφ.): για κάτι που λέγεται κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά ή τυπικά: Θα χαρώ να τα ξαναπούμε· κι αυτό που λέω ~ ~ (: το εννοώ πραγματικά)., δεν μου πέφτει λόγος (προφ.): δεν με αφορά: Αν και (εμένα) ~ ~, θα σε συμβούλευα να φύγεις. Είναι προσωπική της επιλογή και δεν πέφτει ~ σε κανένα., δίνω λόγο 1. δίνω εξηγήσεις για τις ενέργειές μου, απολογούμαι, δικαιολογούμαι: Δεν έχω να δώσω ~ σε κανένα. ΣΥΝ. δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό, λογοδοτώ 2. λογοδίνομαι: Έδωσαν ~ κι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Πβ. αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι. 3. υπόσχομαι: Δώσαμε ~ να ξαναβρεθούμε στο ίδιο μέρος., έχω λόγο: εκφράζω την άποψή μου, συμμετέχω στη λήψη αποφάσεων: Δεν ~ει ~ στη διοίκηση της εταιρείας., ζητώ τον λόγο 1. ζητώ από κάποιον να εξηγήσει τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του: Κανείς δεν πρόκειται να σου ζητήσει ~. 2. (σε επίσημη συζήτηση, συνέλευση) ζητώ το δικαίωμα να μιλήσω: Κύριε Πρόεδρε, ~ ~. Ζήτησε και πήρε ~. [< γαλλ. demander la parole] , κάνω λόγο για ...: αναφέρομαι σε κάτι: Στην ανακοίνωσή/δήλωσή/έκθεσή/συνέντευξή του έκανε ~ για άμεση λήψη μέτρων., λόγο (σ)τον λόγο: κατά την εξέλιξη της συζήτησης: ~ ~ άναψαν τα αίματα., λόγος (και) αντίλογος: διατύπωση άποψης και προβολή της αντίθετής της, στο πλαίσιο του διαλόγου, της ελευθερίας έκφρασης: ~ ~ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αγώνες ~ου (και) ~ου (πβ. αντιλογία, επιχειρηματολογία). Βλ. ντιμπέιτ., λόγου χάρη/χάριν (συντομ. λ.χ.): για παράδειγμα., λόγω και έργω & λόγω ή έργω (λόγ.): με λόγια και/ή πράξεις: Είναι χαρισματική προσωπικότητα ~ ~.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξύβριση., λόγω τιμής & στο(ν) λόγο (της τιμής) μου (προφ.): ως έκφραση διαβεβαίωσης για την αλήθεια, την αξιοπιστία, την εγκυρότητα των λόγων κάποιου: Λόγω τιμής, δεν ξέρω τίποτα. Σου υπόσχομαι, στον λόγο της τιμής μου, δεν θα το ξανακάνω. [< γαλλ. (ma) parole d'honneur] , μετά λόγου γνώσεως (απαιτ. λεξιλόγ.): με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, με σύνεση και λογική, εκ πείρας, υπεύθυνα: Το λέω ~ ~., ο/η/το εν λόγω (λόγ.): για πρόσωπο ή πράγμα που έχει ήδη αναφερθεί, προς αποφυγή επανάληψης ή με ειρωνική χροιά: Με βάση τις διατάξεις του ~ ~ νόμου ... Η επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ~ ~ υποψήφιος δεν διαθέτει προϋπηρεσία. Το ~ ~ προϊόν παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα. Πβ. ο περί ου ο λόγος., ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση (εμφατ.-προφ.): σε περιπτώσεις που δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης: ~ ~ για ξεκούραση, αύριο φεύγουμε. -Μπορείς να με βοηθήσεις; -~ ~ (: βέβαια, θέλει και ρώτημα;)! Συναντηθήκαμε σήμερα, αλλά ~ ~ (: δεν μιλήσαμε καθόλου) για τα χθεσινά. Λίγες μέρες πριν τις διακοπές και για εισιτήρια φυσικά ~ ~ να γίνεται (: έχουν εξαντληθεί)., παίρνω/λαμβάνω τον λόγο: μιλώ ή παρεμβαίνω σε συζήτηση, αφού έρθει η σειρά μου: Πήρε ~ και είπε ... Πρώτος έλαβε ~ ο ..., ποιος ο λόγος να ...;: είναι άσκοπο, ανώφελο, ανούσιο: ~ ~ να πάω, αφού δεν θα έρθει; Πβ. ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος;, που λέει ο λόγος & (σπάν.) ο λόγος το λέει (προφ.): μιλώντας υποθετικά, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα ή μια παροιμία, λαϊκή ρήση: Kαι πενήντα να μαζευτούμε, ~ ~, χωράμε στην αίθουσα. Πβ. ας πούμε, τρόπος του λέγειν.|| Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο, ~ ~., του λόγου/(κι) ελόγου μου/σου/του ... (λαϊκό, συνήθ. ειρων.-μειωτ. για το β' κ. γ' πρόσ.): αντί της προσ. αντων. εγώ, εσύ, αυτός: Έτσι μεγάλωσα και ~ μου (= κι εγώ). Από πού 'ρχεσαι ~ σου; Καλό κουμάσι είναι κι ~ του! ΣΥΝ. αφεντιά, φυσικώ τω λόγω (λόγ.): όπως είναι λογικό, φυσικό., χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) & χωρίς αιτία/λόγο κι αφορμή & (λόγ.) άνευ λόγου (και αιτίας): χωρίς λογική εξήγηση: Κατηγορεί ο ένας τον άλλο ~ ~. Υποστήκαμε τα πάνδεινα ~ λόγο. ΣΥΝ. αδικαιολόγητα, αναίτια ΑΝΤ. δικαιολογημένα, ανάξιος λόγου βλ. ανάξιος, άξιος λόγου βλ. άξιος, για του λόγου το αληθές/το ασφαλές βλ. αληθής, δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί βλ. βλέπω, δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου βλ. δίνω, εν τη ρύμη του λόγου βλ. ρύμη, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, επ' ουδενί (λόγω) βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, ζωή σε (λόγου) σας βλ. ζωή, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο βλ. κουβέντα, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, ο περί ου/η περί ης/το περί ου ο λόγος βλ. περί, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, περί ορέξεως (ουδείς λόγος/κολοκυθόπιτα) βλ. όρεξη, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τι μέρος του λόγου είναι ...; βλ. μέρος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< αρχ. λόγος, γαλλ. langue, parole, raison]

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

μαλλί

μαλλί μαλ-λί ουσ. (ουδ.) {μαλλ-ιού} 1. {συνήθ. στον πληθ.} το σύνολο των τριχών που καλύπτουν το πάνω και πίσω μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού: άσπρα/γκρίζα/καστανά/κόκκινα/μαύρα/ξανθά ~ιά. Αραιά/γερά/δεμένα/ίσια/κατσαρά/κοντά/λαμπερά/λυτά/μακριά/ξηρά/πλούσια/πυκνά/σγουρά/σπαστά/ταλαιπωρημένα/υγιή/φουντωτά ~ιά. Άβαφα/άλουστα/απεριποίητα/βρεγμένα/λουσμένα ~ιά. ~ιά με ανταύγειες/μπούκλες/όγκο. Σαμπουάν για αδύναμα/ευαίσθητα/κανονικά/λεπτά/λιπαρά ~ιά. Κοκαλάκι/λακ/λοσιόν/σεσουάρ για τα ~ιά. Αξεσουάρ/απώλεια/βαφές/βούρτσα/ζελέ/θεραπεία/ισιωτική/κόψιμο/κρέμα/μαλακτικό/μεταμόσχευση/περιποίηση/πιστολάκι/προσθετική/σπρέι/στέγνωμα/τούφα/τύπος/χρώμα ~ιών. Έφτιαξα/χτένισα το ~/τα ~ιά μου. Έπιασε τα ~ιά της με τσιμπιδάκι. 2. {συνήθ. στον εν.} τρίχωμα ζώων, που συχνά αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας: αγνό/ακατέργαστο/απαλό/παρθένο/πρόβειο/συνθετικό/φυσικό ~. Ρούχα/υφάσματα από ~ (= μάλλινα). Γνέσιμο/επεξεργασία/παραγωγή/ποιότητα ~ιού. || Ορυκτό ~ (= πετροβάμβακας). ● Υποκ.: μαλλάκι (το) {συνήθ. στον πληθ.} ● ΣΥΜΠΛ.: μαλλί της γριάς: ΖΑΧΑΡ. είδος γλυκίσματος, κυρ. για παιδιά, από νήματα λιωμένης ζάχαρης που τυλίγονται γύρω από ένα ξυλάκι., μαλλιά αγγέλου: είδος φιδέ. [< αγγλ. angel-hair pasta, 1981] , στεγνωτήρας μαλλιών βλ. στεγνωτήρας ● ΦΡ.: μαλλιά κουβάρια (προφ.): για έντονη αντιπαράθεση ή σύγχυση: Έγιναν ~ ~ (= μύλος) λόγω οικονομικών διαφορών.|| Τα 'χω κάνει ~ ~ (= μαντάρα) στο μυαλό μου. ΣΥΝ. άνω-κάτω (2), κουλουβάχατα, μαλλιοκούβαρα, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος (παροιμ.): προσπάθησε να κερδίσει κάτι και τελικά ζημιώθηκε., πιάνομαι μαλλί με μαλλί {συνήθ. στο γ' πρόσ.} (προφ.): μαλλιοτραβιέμαι., πόσο πάει το μαλλί; (μτφ.-ειρων.): πόσο κάνει/κοστίζει;, σαν της τρελής τα μαλλιά (σπάν.-προφ.): για χώρο όπου επικρατεί ακαταστασία: Το δωμάτιό του ήταν ~ ~. ΣΥΝ. άνω-κάτω (1), τα μαλλιά της κεφαλής μου/σου/του (προφ.): τα μαλλιοκέφαλά μου., αρπάζω την ευκαιρία (από τα μαλλιά) βλ. ευκαιρία, αφήνω μούσι/μουστάκι/γένια/μαλλιά βλ. αφήνω, κλάνω μαλλί/μέντες/πατάτες βλ. κλάνω, ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά (του) πιάνεται βλ. πνίγω, τραβάω τα μαλλιά μου βλ. τραβώ, τραβηγμένος από τα μαλλιά βλ. τραβηγμένος [< μεσν. μαλλίν < μτγν. μαλλίον]

μεταφορά

μεταφορά με-τα-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. μετακίνηση από ένα σημείο ή τόπο σε άλλο: ασφαλής/δωρεάν/μαζική ~. ~ ανθρωπιστικής βοήθειας/επίπλων/οστών (πβ. ανα-, μετα-κομιδή)/τροφίμων/υλικών/φορτίων (πβ. κουβάλημα). ~ με αεροπλάνο/αυτοκίνητο/πλοίο. Το βάζο έσπασε κατά τη ~. ~ νερού προς τα άνυδρα νησιά. Διασυνοριακή ~ αποβλήτων. Έξοδα/θήκη/σάκος/συσκευασία ~άς.|| ~ της έδρας μιας εταιρείας. ~ εκλογικών δικαιωμάτων (πβ. μεταδημότευση). ~ προσωπικού σε διάφορες υπηρεσίες του δημοσίου (πβ. μετάταξη).|| (για πρόσ.) ~ ασθενών (πβ. διακομιδή)/λαθρομεταναστών (πβ. διακίνηση)/μαθητών (με σχολικά λεωφορεία)/στρατευμάτων. Ταξιδιωτικό πακέτο για διαμονή και ~ κατ' άτομο.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Ανοδική ~ του αέρα.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ δανείου (σε άλλη τράπεζα)/κεφαλαίων/ποσού/υπολοίπου (σε άλλο λογαριασμό). Τραπεζική ~ χρημάτων (πβ. έμβασμα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείων/δεδομένων από το κινητό στον υπολογιστή. Πρωτόκολλο ~άς Υπερκειμένου (= HTTP).|| (ΤΗΛΕΠ.) ~ γραμμής/σύνδεσης/τηλεφώνου. ~ κλήσης σε διαφορετική τηλεφωνική γραμμή ή αριθμό (βλ. εκτροπή). Βλ. τηλε~. 2. αναβολή, μετάθεση σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο: ~ αργίας/ημερομηνίας εξετάσεων στις ... ~ μαθημάτων στην εξεταστική του Σεπτεμβρίου. Πβ. μετατόπιση. 3. ανακοίνωση, γνωστοποίηση, μετάδοση: ~ μηνυμάτων/πληροφοριών. Πβ. δια-, μετα-βίβαση. 4. ΓΛΩΣΣ. σχήμα λόγου κατά το οποίο μια λέξη ή φράση χρησιμοποιείται με διαφορετική από την κυριολεκτική της σημασία, σε ορισμένο γλωσσικό περιβάλλον, προκειμένου να καταστεί πιο αισθητό, εκφραστικό το νόημα· βασίζεται σε μια λανθάνουσα αναλογία ή ομοιότητα ανάμεσα στη λέξη που λέγεται και σε αυτή που εννοείται: π.χ. παγερό βλέμμα. Τολμηρή ~. || Νεκρή ~ (: αυτή που μέσω της κατάχρησης έχει χάσει τη μεταφορική της αξία, π.χ. διαπλεκόμενα συμφέροντα). Βλ. παρομοίωση. ΑΝΤ. κυριολεξία 5. προσαρμογή, διασκευή λογοτεχνικού συνήθ. έργου, προκειμένου να παρουσιαστεί με άλλο καλλιτεχνικό κυρ. μέσο: θεατρική/κινηματογραφική/τηλεοπτική ~ βιβλίου. Ελεύθερη/πιστή/ρεαλιστική ~ του μυθιστορήματος στην οθόνη. ~ παραμυθιού επί σκηνής. ~ της ζωής (κάποιου) σε ταινία. ~ ενός μύθου στη σύγχρονη εποχή. 6. μετάφραση: ~ ξένου έργου/όρου στα Ελληνικά. Πβ. απόδοση, μεταγλώττιση. 7. ΜΟΥΣ. εκτέλεση μουσικής σύνθεσης σε άλλον τόνο, χαμηλότερο ή υψηλότερο: ~ μελωδίας από το κλειδί του σολ στο κλειδί του φα. Πβ. τρανσπόρτο. 8. ΦΥΣ. ροή θερμικής ή ηλεκτρικής ενέργειας από ένα σύστημα σε άλλο: ~ μάζας/ρεύματος. Μετάδοση της θερμότητας με ~ στα υγρά και τα αέρια.μεταφορές (οι): τομέας οικονομικής δραστηριότητας που περιλαμβάνει το σύνολο των μέσων και των τρόπων με τους οποίους γίνεται η μετακίνηση ανθρώπων, αγαθών: ακτοπλοϊκές/αστικές/διεθνείς/εθνικές/εμπορευματικές/εναέριες/επιβατικές/θαλάσσιες/οδικές/σιδηροδρομικές/συνδυασμένες (: με δύο ή περισσότερα διαφορετικά μέσα μεταφοράς)/σχολικές/χερσαίες ~. Δίκτυο/εταιρεία ~ών. ~ εξωτερικού/εσωτερικού. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργητική/ενεργός μεταφορά: ΒΙΟΧ. διεργασία που απαιτεί κατανάλωση ενέργειας για τη μετακίνηση μορίων ή ιόντων μέσω κυτταρικής μεμβράνης. [< αγγλ. active transport, 1937] , εννοιολογική μεταφορά: ΓΛΩΣΣ. γλωσσικός μηχανισμός που επιτρέπει την απόδοση μιας αφηρημένης έννοιας (υποκειμενικής εμπειρίας) μέσω μιας απτής και συγκεκριμένης (αισθησιοκινητικής εμπειρίας): π.χ. έρχονται δύσκολα χρόνια, πέρασε η ώρα (: σύλληψη του χρόνου ως κινούμενου αντικειμένου σε σχέση με τον ομιλητή). [< αγγλ. conceptual metaphor] , Μέσα (Μαζικής) Μεταφοράς (συντομ. ΜΜΜ) & Μέσα (Μαζικής) Συγκοινωνίας: λεωφορεία, μετρό, τρόλεϊ, τραμ, τρένα, πλοία και αεροπλάνα που χρησιμοποιούνται για τη μετακίνηση του επιβατικού κοινού: ηλεκτροκίνητα ~ ~. Βλ. μέσα σταθερής τροχιάς., παθητική μεταφορά: ΒΙΟΧ. διεργασία κατά την οποία γίνεται μετακίνηση μορίων ή ιόντων μέσω κυτταρικής μεμβράνης, χωρίς κατανάλωση ενέργειας, δηλ. με διάχυση ή όσμωση. [< αγγλ. passive transport, 1953] , γραμμή μεταφοράς βλ. γραμμή, μεταφορά τεχνολογίας βλ. τεχνολογία ● ΦΡ.: εις μεταφοράν/εκ μεταφοράς: ΛΟΓΙΣΤ. (για αθροιστικό ποσό που καταγράφεται σε λογιστικό βιβλίο) που πρόκειται να μεταφερθεί στην επόμενη σελίδα ή μεταφέρθηκε από την προηγούμενη, αντίστοιχα. [< 1,4: μτγν. μεταφορά, γαλλ. transport, αγγλ. transfer 4: αρχ. ~, γαλλ. métaphore, αγγλ. metaphor]

παραγοντικός

παραγοντικός, ή, ό πα-ρα-γο-ντι-κός επίθ.: ΜΑΘ. που σχετίζεται με τον παράγοντα· Βλ. πολυ~. Κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: παραγοντική ανάλυση/ανάλυση παραγόντων: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος που συνίσταται στον προσδιορισμό του πλήθους των παραγόντων που είναι απαραίτητοι για τη μελέτη ενός προβλήματος καθώς και στον συσχετισμό των παραγόντων μεταξύ τους: διερευνητική/επιβεβαιωτική ~ ~. [< αγγλ. factor analysis, 1928] [< αγγλ. factorial]

περιεχόμενο

περιεχόμενο πε-ρι-ε-χό-με-νο ουσ. (ουδ.) {περιεχομέν-ου | -ων} 1. ό,τι περιέχεται σε κάτι: το ~ των αποσκευών (π.χ. ρούχα)/συσκευασίας. Άδειασε το ~ του δοχείου (π.χ. νερό). 2. το θέμα, οι ιδέες γραπτού ή προφορικού κειμένου και γενικότ. πνευματικού έργου: το (βασικό) ~ ανακοίνωσης/των συνομιλιών. Από άποψη ~ου. Συζητήσεις γενικού/ειδικού ~ου. Εκπομπή με διδακτικό/εκπαιδευτικό/κοινωνικό/πολιτικό ~. Σχόλια με απειλητικό/ρατσιστικό/υβριστικό ~. Βιβλία πλούσια/φτωχά σε ~ (πβ. υπόθεση). Διέψευσε (κατηγορηματικά) το ~ της δήλωσης/επιστολής.|| Αναλυτικό/συνοπτικό ~ μαθήματος (πβ. ύλη). Το ~ της διδασκαλίας/του Προγράμματος/των Σπουδών. ΣΥΝ. αντικείμενο, σκοπός.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Δημιουργία ηλεκτρονικού/οπτικοακουστικού/ψηφιακού ~ου. Σελίδες με ακατάλληλο/άσεμνο ~. Απαγορεύεται η αντιγραφή, αναπαραγωγή και διάθεση του ~ου (του λογισμικού). 3. σημασία: νοηματικό/σημασιολογικό ~. Ποιο είναι το (ακριβές) ~ της λέξης/του όρου/της φράσης; Πβ. έννοια. 4. (μτφ.) νόημα, ουσία: κουβέντες χωρίς (ουσιαστικό) ~/(λόγ.) άνευ ~ου (= ανούσιες). Ταινία με ~ (πβ. βάθος)/υψηλού ~ου. Δώσε ~ στη ζωή σου. Πβ. ποιότητα.|| Άνθρωπος με/χωρίς ~ (πβ. καλλιέργεια, παιδεία).περιεχόμενα (τα) & πίνακας περιεχομένων: κατάλογος με τα μέρη ενός βιβλίου ή μιας εργασίας, ο οποίος τίθεται συνήθ. στην αρχή και παραθέτει κατά σειρά τους τίτλους κάθε μέρους, συνήθ. με τον αριθμό της σελίδας που ξεκινά το καθένα. Βλ. ίντεξ. [< αγγλ. (table of) contents] ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση περιεχομένου: ΓΛΩΣΣ. μέθοδος η οποία αποσκοπεί στην αποκωδικοποίηση του νοήματος ενός επικοινωνιακού υλικού (π.χ. βιβλίου, διαφήμισης, κινηματογραφικής ταινίας, συνέντευξης) μέσω της κατηγοριοποίησης, καταγραφής (σε πίνακα) και αξιολόγησης των γλωσσικών του σημείων-κλειδιών (π.χ. λέξεων, προτάσεων) και των θεματικών του ενοτήτων. Βλ. σημειολογία. [< αγγλ. content analysis, 1940] ● ΦΡ.: κενός περιεχομένου βλ. κενός [< αρχ. μτχ. περιεχόμενον, γαλλ. contenu]

πλεονασμός

πλεονασμός πλε-ο-να-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιούνται περισσότερες από τις απαιτούμενες λέξεις για την απόδοση ενός νοήματος (συχνά ως στοιχείο λογοτεχνικού ύφους): π.χ. Μην ξαναέρθεις πάλι. Βλ. αναδίπλωση, βραχυ-, ταυτο-λογία. 2. (γενικότ.) περιττολογία: Θα ήταν ~ να μιλήσει κανείς για ευθύνες. Δεν είναι ~ να τονίσουμε το γεγονός. Επαναλήψεις και ~οί. Πβ. πλατειασμός. 3. πληθώρα στοιχείων που επαναλαμβάνονται ή περισσεύουν σε ένα σύστημα, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης, βλάβης, δυσλειτουργίας: (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδοµένων. Σφάλμα ~ού. [< 1,2: μτγν. πλεονασμός, γαλλ. pléonasme, αγγλ. pleonasm 3: αγγλ. redundancy]

ραψωδός

ραψωδός [ῥαψῳδός] ρα-ψω-δός ουσ. (αρσ.) 1. ΦΙΛΟΛ. (στην αρχ. Ελλάδα) πρόσωπο που έγραφε και απήγγελλε επικά ποιήματα ενώπιον κοινού, χωρίς τη συνοδεία λύρας. Βλ. αοιδός. 2. ΜΟΥΣ. συνθέτης ραψωδιών. [< αρχ. ῥαψῳδός, γαλλ. rhapsode, αγγλ. ~, rhapsodist]

ριβιέρα

ριβιέρα ρι-βιέ-ρα ουσ. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: Αθηναϊκή Ριβιέρα: οι νότιες ακτές της Αθήνας που εκτείνονται από τον Φάληρο ως το Σούνιο και βρέχονται από τη θάλασσα του Σαρωνικού. [< ιταλ. riviera ‘παραλία, ακτή’]

συνδυαστικός

συνδυαστικός, ή, ό συν-δυ-α-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον συνδυασμό ή παρέχει τη δυνατότητα για τη δημιουργία συνδυασμών: ~ή: θεραπεία/θεωρία/ικανότητα/μεθοδολογία/φαντασία (βλ. δημιουργικός). ~ό: διάβασμα/εισιτήριο. ~ή προσέγγιση των αντικειμένων διδασκαλίας (πβ. διαθεματικός· βλ. διεπιστημονικός). Οι ~ές ερωτήσεις (: που απαιτούν συνδυασμό διαφόρων σημείων της εξεταζόμενης ύλης) προϋποθέτουν κριτική σκέψη. Οι ~ές δυνατότητες των λέξεων (βλ. σύμπλοκο). ● επίρρ.: συνδυαστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συνδυαστική ανάλυση & συνδυαστική (η): ΜΑΘ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό του αριθμού των δυνατών συνδυασμών τους οποίους μπορεί να σχηματίσει ένα δεδομένο σύνολο αντικειμένων ή συμβόλων. [< αρχ. συνδυαστικός, γαλλ. combinatoire]

συνομιλία

συνομιλία συ-νο-μι-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. συζήτηση: γόνιμη/εμπιστευτική/ενδιαφέρουσα/ζωντανή/καθημερινή/μακρά/προσωπική/σύντομη/τηλεοπτική/τηλεφωνική/φιλική ~. Αντικείμενο/ηχογράφηση/καταγραφή/μαγνητοφώνηση/υποκλοπή ~ας. ~ σε πραγματικό χρόνο. Ο βουλευτής είχε ~ με τους κατοίκους της περιοχής. Ένα τμήμα της ~ας δημοσιεύθηκε στον Τύπο.|| Καυτή/ροζ ~.|| (μτφ.) ~ ενός κειμένου με άλλα κείμενα. Πβ. διάλογος. ΣΥΝ. κουβέντα (1) 2. ΠΟΛΙΤ. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} επίσημη επαφή ή διαπραγμάτευση μεταξύ κρατών, οργανισμών, επίσημων φορέων, υπηρεσιών με συγκεκριμένο αντικείμενο και η σχετική διαδικασία: απευθείας/διακοινοτικές/διεθνείς/διμερείς/εγκάρδιες/ειρηνευτικές/εκ του σύνεγγυς/κρίσιμες/μυστικές ~ες. Αρχίζουν/βρίσκονται σε τελική ευθεία/διακόπτονται/συνεχίζονται/τερματίζονται οι ~ες για το ... (Πρώτος, δεύτερος) γύρος/(επαν)έναρξη/επιτυχία/(θερμό, ψυχρό) κλίμα/ολοκλήρωση (των) ~ών. ~ες για την επίλυση της κρίσης. 3. ΠΛΗΡΟΦ. (ειδικότ.) ηλεκτρονική επικοινωνία μέσω διαδικτύου: ηχητική/φωνητική ~. Αίθουσα/δωμάτιο ~ας (= τσατ ρουμ). Αποθήκευση/παράθυρο ~ας. ~ με χρήστες. Πρόσκληση σε ~. ~ με βίντεο/εικόνα/χρήση κάμερας. Γρήγορο και εύκολο πρόγραμμα ~ας. ΣΥΝ. τσατ (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση συνομιλίας: ΓΛΩΣΣ. μελέτη ηχογραφημένων συζητήσεων με σκοπό τον καθορισμό των γλωσσικών κανονικοτήτων, δηλ. της δομής και των κανόνων, της προφορικής επικοινωνίας. Βλ. ανάλυση (του) λόγου. [< αγγλ. conversation analysis, περ. 1960] , ανοιχτή ακρόαση βλ. ακρόαση ● ΦΡ.: κύκλος/γύρος συζητήσεων/συνομιλιών βλ. συζήτηση, τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών βλ. συζήτηση [< μτγν. συνομιλία 'συντροφιά, συναναστροφή', γαλλ. conversation 3: αγγλ. chat, 1985]

σύστημα

σύστημα σύ-στη-μα ουσ. (ουδ.) {συστήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. σύνολο οργάνων, μηχανισμών ή μεθόδων, τεχνικών για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού, λειτουργίας: ~ ανακύκλωσης/αξιολόγησης/ασφάλισης/αυτοκινήτου/αυτοματισμού/δασοπυρόσβεσης/διδασκαλίας/έκδοσης (εισιτηρίων)/εκμάθησης (ξένων γλωσσών)/ελέγχου/εξαερισμού/εξετάσεων/επικοινωνίας/έρευνας/ηχείων/ήχου (= ηχητικό ~, ηχο~)/(κεντρικής) θέρμανσης/κρατήσεων/μετάδοσης/μέτρησης/οργάνωσης/παρακολούθησης/πέδησης/πληροφόρησης/πληρωμής/πλοήγησης/ποτίσματος/πρόγνωσης/πρόνοιας/προσγείωσης (αεροπλάνου)/πυρανίχνευσης/πυρόσβεσης/συναγερμού/φωτισμού. ~ εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. ~ (έγκαιρης) προειδοποίησης (για φυσικές καταστροφές). Εθνικό ~ Υγείας (ΕΣΥ). Αμυντικό/αποχετευτικό/δικαστικό/δορυφορικό/εμπορικό/επαναστατικό/ηλεκτρονικό/ιατρικό/οικιακό/οπλικό/σωφρονιστικό/υδραυλικό/ψηφιακό ~. Βλ. ευρω~, πολυ~. 2. ΠΟΛΙΤ. (ειδικότ.) η μορφή οργάνωσης και διακυβέρνησης ενός κράτους, μιας κοινωνίας: δημοκρατικό/δικαιικό/καπιταλιστικό/κοινοβουλευτικό/κομμουνιστικό/οικονομικό/παγκόσμιο/ποινικό/πολιτειακό/πολιτικό/σοσιαλιστικό/συγκεντρωτικό/φασιστικό ~. 3. μεθοδικότητα: Δουλεύει με ~. Έχει ~ στον τρόπο με τον οποίο κάνει την έρευνα. 4. ΙΑΤΡ. σύνολο οργάνων ή ιστών με λειτουργική ή/και ανατομική σύνδεση μεταξύ τους, που εκτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες στους ζωντανούς οργανισμούς: αγγειακό/ενδοκρινικό/ερειστικό/κινητήριο/μυϊκό/ουρογεννητικό ~. Βλ. φωτο~. 5. ΑΘΛ. ο τρόπος με τον οποίο παρατάσσεται και αγωνίζεται μια ομάδα: αμυντικό/επιθετικό ~. (στο μπάσκετ) ~ ζώνης/μαν του μαν. ~ 4-4-2/4-3-3/5-3-2 (: στο ποδόσφαιρο, με βάση τον αριθμό των παικτών στην αμυντική, μεσαία και επιθετική γραμμή). 6. τρόπος συμπεριφοράς που επαναλαμβάνεται, συνήθεια: Το έχει ~ να λέει ψέματα. 7. σύνολο στοιχείων και εννοιών που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση: ~ γραφής. Κλιτικό/μορφολογικό/(πολυ)τονικό/φωνολογικό ~ (μιας γλώσσας). Η γλώσσα αποτελεί ένα ~ σημείων (πβ. κώδικας).|| (για κατηγοριοποίηση μεγεθών:) Κρυσταλλικό/μετρικό/ταξινομικό ~.|| (ΜΑΘ.) ~ εξισώσεων. 8. (σε τυχερά παιχνίδια) τυποποιημένη μέθοδος που βασίζεται σε συνδυασμούς αριθμών: μεταβλητό ~. ~ προπό/λόττο. 9. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, το κατεστημένο: Αντιμάχεται/υπηρετεί το ~. Έχει ενταχθεί στο ~. Είναι άνθρωπος/παιδί του ~ατος. 10. ΦΙΛΟΣ. ενιαίο, οργανωμένο και ολοκληρωμένο σύνολο γνώσεων, ιδεών και αρχών: εγελιανό ~. ~ αξιών. ● Υποκ.: συστηματάκι (το): κυρ. στις σημ. 5,8. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση συστημάτων (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Σ): ΠΛΗΡΟΦ. μελέτη και προσδιορισμός των συστατικών μερών μιας δραστηριότητας, διαδικασίας, μεθόδου ή τεχνικής, που αποσκοπεί στον καθορισμό του ρόλου και των βασικών της στόχων, καθώς και στην ανάπτυξη υπολογιστικών εφαρμογών για την επίτευξή τους: ~ ~ τεχνολογίας. Σχεδιασμός και ~ ~. Βλ. μοντελοποίηση. [< αγγλ. systems analysis, 1950] , δυναμικά συστήματα: ΜΑΘ. φυσικά φαινόμενα και διεργασίες που περιγράφονται από συστήματα διαφορικών εξισώσεων των οποίων η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι ο χρόνος: χαοτικά ~ ~ (βλ. φαινόμενο της πεταλούδας). [< αγγλ. dynamic(al) systems] , ακροφωνικό σύστημα βλ. ακροφωνικός, αναπνευστικό σύστημα βλ. αναπνευστικός, ανοσοποιητικό (σύστημα) βλ. ανοσοποιητικός, αρχείο συστήματος βλ. αρχείο, αστρικό σύστημα βλ. αστρικός, Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών βλ. γεωγραφικός, δεκαδικό σύστημα βλ. δεκαδικός, Διεθνές Σύστημα Μονάδων βλ. διεθνής, δυαδικό σύστημα (αρίθμησης) βλ. δυαδικός, εκλογικό σύστημα βλ. εκλογικός, εκπαιδευτικό σύστημα βλ. εκπαιδευτικός, έμπειρα συστήματα βλ. έμπειρος, ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, ηλιακό σύστημα βλ. ηλιακός, θερμοδυναμικό σύστημα βλ. θερμοδυναμικός, κυκλοφορικό σύστημα βλ. κυκλοφορικός, λειτουργικό (σύστημα) βλ. λειτουργικός, μεταιχμιακό σύστημα (του εγκεφάλου) βλ. μεταιχμιακός, νευρικό σύστημα βλ. νευρικός, νομισματικό σύστημα βλ. νομισματικός, οικοδομικό σύστημα βλ. οικοδομικός, οικονομικό σύστημα βλ. οικονομικός, ουροποιητικό σύστημα βλ. ουροποιητικός, παθητικά ηλιακά συστήματα βλ. παθητικός, παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα βλ. παρασυμπαθητικός, πεπτικό σύστημα βλ. πεπτικός, Περιοδικός Πίνακας (των Στοιχείων) βλ. περιοδικός, πλανητικό σύστημα βλ. πλανητικός, πληροφοριακό σύστημα βλ. πληροφοριακός, συμπαθητικό νευρικό σύστημα βλ. συμπαθητικός, σύστημα αναφοράς βλ. αναφορά, σύστημα αντιεμπλοκής (κατά την πέδηση) βλ. αντιεμπλοκή, σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων βλ. διαχείριση, σύστημα διεύθυνσης βλ. διεύθυνση, σύστημα προστασίας βλ. προστασία, συστήματα ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τραπεζικό σύστημα βλ. τραπεζικός, τυφλό σύστημα βλ. τυφλός, ψυχογενετικό σύστημα βλ. ψυχογενετικός ● ΦΡ.: εκ συστήματος/κατά σύστημα (λόγ.): συστηματικά: Εκμεταλλεύεται ~ ~ τους πελάτες του., σύστημα/γραφή Μπράιγ: (για τυφλούς) που χρησιμοποιεί ανάγλυφα τυπογραφικά στοιχεία, ώστε να επιτρέπει την ανάγνωση με την αφή· ανάγλυφη γραφή. [< αρχ. σύστημα, γερμ. System, γαλλ. système, αγγλ. system]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.