Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 302 εγγραφές  [0-20]


  • -μανής , ής, ές {-μανή (λόγ.) -μανούς | -μανείς (ουδ. -μανή)} (λόγ.): επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που αναφέρονται σε άτομο το οποίο χαρακτηρίζεται από υπερβολική αγάπη, πάθος ή συνήθ. εμμονή για αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: γραφο~/εργασιο~/θεατρο~/μουσικο~/τελειο~.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Αρχο~/δικο~/ξενο~ (πβ. -θήρας).|| (ΨΥΧΟΛ.-ΨΥΧΙΑΤΡ.) Μεγαλο~/μυθο~. Ερωτο~ (= νυμφο~, σεξο~)/κλεπτο~/πυρο~/τοξικο~ (= ναρκο~). Πβ. -ληπτος, -πληκτος.
  • -μανία (αφηρ.): το ουσιαστικό μανία ως β' συνθετικό λέξεων: βιβλιο~ (= -φιλία). Εργασιο~ (βλ. -θεραπεία).|| (συνήθ. αρνητ.) Aρχαιο~ (πβ. -πληξία)/αρχο~/δικο~/εξουσιο~ (πβ. -λαγνεία)/ξενο~/τελειο~ (πβ. -θηρία).|| (ΨΥΧΟΛ.-ΨΥΧΙΑΤΡ.) Μεγαλο~/μυθο~. Eπιδειξιο~/ερωτο~ (πβ. νυμφο~, σεξο~)/κλεπτο~/πυρο~/τοξικο~.
  • αγοραφοβία [ἀγοραφοβία] α-γο-ρα-φο-βί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. νεύρωση που χαρακτηρίζεται από έντονο φόβο για το συγκεντρωμένο πλήθος σε ανοιχτούς, δημόσιους χώρους. Βλ. κλειστοφοβία, -φοβία. [< γερμ. Agoraphobie, γαλλ. agoraphobie, αγγλ. agoraphobia]
  • αγοραφοβικός , ή, ό [ἀγοραφοβικός] α-γο-ρα-φο-βι-κός επίθ.: ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. που υποφέρει από αγοραφοβία: ~ή: συμπεριφορά. ~ό: σύνδρομο.|| (ως ουσ.) Ο ~ φοβάται να διασχίσει πολυσύχναστους δρόμους. [< γαλλ. agoraphobique, αγγλ. agoraphobic]
  • άγχος [ἄγχος] άγ-χος ουσ. (ουδ.) {άγχ-ους | -η}: ΨΥΧΟΛ. ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ένα αόριστο, δυσάρεστο συναίσθημα φόβου ή ανησυχίας, συνήθ. για επαπειλούμενο κίνδυνο, εμπόδιο ή για την επίτευξη ενός στόχου, και συχνά συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα, όπως ιδρώτα, ταχυκαρδία· στρες: αγωνιστικό/δημιουργικό/επαγγελματικό/εργασιακό/καθημερινό/κοινωνικό/μόνιμο/νευρωτικό/παθολογικό/φοβικό/φυσιολογικό/χρόνιο ~. Το ~ της ανεργίας/αποτυχίας/επιβίωσης/ήττας/του θανάτου. Κρίση/σημάδια/συμπτώματα/σύνδρομο ~ους. Αϋπνία/δύσπνοια/έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης/κατάθλιψη/νευρικότητα λόγω ~ους. Με πιάνει ~. Ζω με/υπό το ~ της αβεβαιότητας/της απόλυσης. Βιώνει/εκδηλώνει/νιώθει/προκαλεί ~. Καταπολεμώ/ξεπερνώ το ~. Απαλλάσσομαι/απελευθερώνομαι/καταλαμβάνομαι/κατέχομαι/υποφέρω από ~. Έχω ~ (= αγωνία) για τα αποτελέσματα (βλ. σασπένς). Φοβίες και ~η. Νικήστε το ~ των εξετάσεων. Βλ. πανικός. ● ΣΥΜΠΛ.: άγχος (του) αποχωρισμού βλ. αποχωρισμός, υπαρξιακή αγωνία βλ. αγωνία [< γαλλ. angoisse, anxiété, αγγλ. stress, 1942]
  • άδηλος , η, ο [ἄδηλος] ά-δη-λος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): μη φανερός, αβέβαιος: ~ος: ρόλος (= κρυφός· ΑΝΤ. εμφανής, φανερός)/στόχος. ~η: αιτία/έκβαση. ~ο: αποτέλεσμα. ~ες: προθέσεις. ~α: κίνητρα/οφέλη/συμφέροντα/σχέδια. ~ (= άγνωστος) παραμένει ο αριθμός των αγνοουμένων. Είναι ~ο ακόμη το τελικό κόστος. ~ο(ν) είναι αν θα γίνουν δεκτές οι προτάσεις. ~ο(ν) το μέλλον της εταιρείας (= επισφαλές· ΑΝΤ. βέβαιο, σίγουρο). ~ο(ν) τι μέλλει γενέσθαι. Πβ. αόρατος|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ο: έλλειμμα. ~ες: εισπράξεις/πληρωμές.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~η: μνήμη (: μη συνειδητή· ΑΝΤ. δηλωτική, έκδηλη). ΑΝΤ. κατάδηλος, πρόδηλος ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλη αναπνοή βλ. αναπνοή, άδηλοι πόροι βλ. πόρος, ισοζύγιο άδηλων συναλλαγών βλ. ισοζύγιο [< αρχ. ἄδηλος, γαλλ. invisible]
  • αδιαφορία [ἀδιαφορία] α-δι-α-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. απουσία ενδιαφέροντος, φροντίδας για κάτι: ανεξήγητη/απαράδεκτη/γενική/εγκληματική/κρατική/παντελής/προκλητική ~. ~ των αρμοδίων/της κοινωνίας/της οικογένειας/της Πολιτείας (ΑΝΤ. μέριμνα). ~ γι' αυτά που συμβαίνουν γύρω μας (ΣΥΝ. απάθεια)/τη ζωή/τα κοινά/το περιβάλλον/την πολιτική. (εμφατ.) ~ και απάθεια. Έντονα ίχνη εγκατάλειψης και ~ας στην επαρχία. Κλίμα ~ας στην αγορά. Κατηγορώ κάποιον για/προσάπτω σε κάποιον ~.|| Αντιμετωπίζει τον θάνατο με ~ (= αταραξία). Βλ. -φορία. ΑΝΤ. ενδιαφέρον (1) 2. ΨΥΧΟΛ. έλλειψη αντίδρασης στα προσλαμβανόμενα ερεθίσματα. Βλ. αυτισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: ελευθερία της αδιαφορίας: ΦΙΛΟΣ. απουσία οποιουδήποτε καταναγκασμού ή αιτίας που υποχρεώνει ή κατευθύνει τον άνθρωπο να πράττει σύμφωνα με ορισμένο τρόπο., καμπύλες αδιαφορίας: ΟΙΚΟΝ. ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απεικονίζουν συνδυασμούς αγαθών μεταξύ των οποίων ο καταναλωτής είναι αδιάφορος. [< αγγλ. indifference curves] [< μτγν. ἀδιαφορία, γαλλ. indifférence]
  • αδράνεια [ἀδράνεια] α-δρά-νει-α ουσ. (θηλ.) 1. απουσία δραστηριοποίησης, απραξία, ακινησία: γραφειοκρατική/επενδυτική/επιχειρηματική/κυβερνητική/πλήρης/πνευματική/ψυχική ~ (= αποτελμάτωση, τέλμα). ~ του δημόσιου τομέα (= στασιμότητα). Οπισθοδρόμηση και ~ στην υλοποίηση αναπτυξιακών έργων. Καταδικάζω/πέφτω σε ~. Τρόποι για να βγείτε από την ~. Πβ. νωθρότητα. Βλ. αποχαύνωση, παθητικότητα.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ της βούλησης/μνήμης/σκέψης. ΑΝΤ. ενεργητικότητα, ενεργοποίηση (2) 2. ΦΥΣ. μηχανική ιδιότητα ενός σώματος να αντιστέκεται σε μεταβολές στην κινητική του κατάσταση λόγω του όγκου και της μάζας του: θερμική ~. Ακτίνα/άξονας/ροπή ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: αδράνεια της μήτρας: ΙΑΤΡ. νωθρότητα των συσπάσεών της κατά τον τοκετό και κατ' επέκτ. η απουσία ωδινών: πρωτοπαθής ~ ~. Βλ. δυστοκία., αρχή της αδράνειας: ΦΥΣ. αρχή της Μηχανικής σύμφωνα με την οποία ένα σώμα στο οποίο δεν επιδρούν δυνάμεις διατηρεί την κατάσταση κίνησης στην οποία βρίσκεται., δύναμη της αδράνειας: ΦΥΣ. αδράνεια. || (μτφ.) Η ~ ~ συντελεί ώστε να διαιωνίζονται τα κακώς κείμενα. [< μτγν. ἀδράνεια, γαλλ. inertie]
  • αδυναμία [ἀδυναμία] α-δυ-να-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ανικανότητα, ανεπάρκεια, έλλειψη δυνατότητας για κάτι: κρατική/κυβερνητική ~. ~ αντίληψης/απορρόφησης (κονδυλίων, πόρων)/κατανόησης/όρασης/προσαρμογής/πρόσβασης (π.χ. στο ίντερνετ)/συγκέντρωσης (βλ. ΨΥΧΟΛ. διάσπαση προσοχής, υπερκινητικότητα). Νοικοκυριά που βρίσκονται σε πλήρη οικονομική ~. Έχω ~ (= αδυνατώ, δεν μπορώ) να αντιμετωπίσω/εκτελέσω/πληρώσω κάτι. Δήλωσε ~ να ανταποκριθεί στην πρόσκλησή μας.|| Έχει ~ες στην έκφραση/στα μαθηματικά. Αντιμετωπίζω/καλύπτω τις ~ες μου. Πβ. ελλείψεις, κενά. ΑΝΤ. ικανότητα (2) 2. πάθος, ελάττωμα ή ατέλεια: ανθρώπινες/ανομολόγητες/κρυφές ~ες. Η ~ του για το ποτό/τον τζόγο τον κατέστρεψε. Δεν παραδέχεται τις ~ες της (ΑΝΤ. προτερήματα). Πβ. κουσούρι.|| (Δομικές) ~ες ενός κλάδου/της οικονομίας. Τα δυνατά σημεία και οι ~ες μιας επιχείρησης. Η πρότασή τους παρουσιάζει σοβαρές ~ες (ΣΥΝ. ελλείψεις, μειονεκτήματα. ΑΝΤ. πλεονεκτήματα). 3. απουσία ή εξασθένηση των σωματικών κυρ., πνευματικών ή ψυχικών δυνάμεων: γεροντική ~ (πβ. ανημπόρια). Γενική ~ και καταπόνηση του οργανισμού (πβ. ατονία). Αισθάνομαι/νιώθω μεγάλη ~ τον τελευταίο καιρό (πβ. εξάντληση, κατάπτωση, κόπωση). Έχω τέτοια ~ που δεν μπορώ να σηκωθώ από την καρέκλα. Πβ. κομμάρα.|| (σπάν.) Φαίνονται τα πλευρά της από την ~ (: είναι κοκαλιάρα, πβ. ισχνότητα). 4. ιδιαίτερη, υπερβολική αγάπη, εύνοια, προτίμηση, συμπάθεια και συνεκδ. το αντικείμενο αυτών: Δείχνω/εκφράζω/ομολογώ την ~ μου για/σε ... Έχει ιδιαίτερη ~ στη μικρή του κόρη.|| Η μεγάλη του ~ είναι η κλασική μουσική. ● ΣΥΜΠΛ.: αδυναμία χαρακτήρα/χαρακτήρος: έλλειψη αποφασιστικότητας, συναισθηματικής σταθερότητας, ωριμότητας: Έπεσε στα ναρκωτικά λόγω ~ας ~. Επέδειξε ~ ~. ● ΦΡ.: σε στιγμή/σε στιγμές αδυναμίας: σε ψυχική κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι πολύ ευάλωτος για να αντιδράσει σωστά: Την βρήκε/πέτυχε ~ ~ και την εκμεταλλεύτηκε. [< 1,3: αρχ. ἀδυναμία 2,4: γαλλ. faiblesse]
  • αεροφοβία [ἀεροφοβία] α-ε-ρο-φο-βί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. (καταχρ.) παθολογικός φόβος για τα αεροπορικά ταξίδια. ΣΥΝ. πετοφοβία 2. (σπάν.) φοβία για τον αέρα, ειδικά τον δυνατό άνεμο και τα ρεύματα. Βλ. -φοβία. [< γαλλ. aérophobie 2: αγγλ. aerophobia, 1911]
  • αισθησιοκινητικός , ή, ό [αἰσθησιοκινητικός] αι-σθη-σι-ο-κι-νη-τι-κός επίθ.: ΠΑΙΔΑΓ. -ΨΥΧΟΛ. που αναφέρεται στη σχέση μεταξύ αισθήσεων και κίνησης: ~ή: αγωγή/δραστηριότητα/νοηµοσύνη/περίοδος. ~ή ανάπτυξη των νηπίων. ~ά γνωστικά σχήματα. Βλ. κιναισθητικός. [< γαλλ. sensorimoteur]
  • αισθητηριακός , ή, ό [αἰσθητηριακός] αι-σθη-τη-ρι-α-κός επίθ. ΦΥΣΙΟΛ.-ΨΥΧΟΛ.: που γίνεται ή σχετίζεται με τα αισθητήρια όργανα: ~ή: αντίληψη/γνώση/εμπειρία. ~ά: ερεθίσματα. Βλ. υπερ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητηριακές διαταραχές: ΙΑΤΡ. δυσχέρειες στη λειτουργία των αισθήσεων: ~ ~ όρασης και ακοής (: τύφλωση, βαρηκοΐα-κώφωση). ~ ~ και κινητική αναπηρία., αισθητηριακή ολοκλήρωση βλ. ολοκλήρωση [< γαλλ. sensoriel]
  • ακουστικός , ή, ό [ἀκουστικός] α-κου-στι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στην ακοή ή την ακουστική, που γίνεται μέσω της ακοής: ~ός: ενισχυτής/εξοπλισμός/συναγερμός. ~ή: αίσθηση/αναπηρία/διάδοση/εμπέδηση/ένταση/ευαισθησία/ικανότητα/ισχύς/μόνωση/ποιότητα/ωκεανογραφία. ~ό: βοήθημα (βαρηκοΐας)/λάθος/σύστημα στάθμευσης. ~οί: αισθητήρες. ~ές: αναμνήσεις/διαταραχές/εντυπώσεις/ιδιότητες (: θεάτρου, ναού, βλ. ακουστική)/μετρήσεις/παραισθήσεις/παραστάσεις. ~ά: ερεθίσματα/κύματα (βλ. ηχητικά ~)/όργανα/σήματα/φαινόμενα. Αντιθορυβική ~ή τεχνολογία. Οπτική και ~ή επαφή. Βλ. ηλεκτρο~.|| (ΑΝΑΤ.) ~ός: πόρος (: μεταφέρει τα ηχητικά κύματα στο τύμπανο και μαζί με το πτερύγιο αποτελεί το εξωτερικό αυτί). ~ό: κέντρο/νεύρο (: μεταδίδει τους ηλεκτρικούς παλμούς στον εγκέφαλο, για να αποκωδικοποιηθούν ως ήχοι)/οστάριο/πτερύγιο. (ΓΛΩΣΣ.) ~ή: φωνητική. 2. ΜΟΥΣ. (για μουσικό όργανο) που δεν είναι ηλεκτρικό ή (για μουσική) που προορίζεται να ακουστεί (και όχι να τραγουδηθεί): ~ό: μπάσο. ~οί: αυτοσχεδιασμοί. ~ές: εκτελέσεις/ενορχηστρώσεις. ● επίρρ.: ακουστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική άνεση: που παρέχεται μέσω των κατάλληλων επιπέδων ήχου: Λύσεις ακουστικής απορρόφησης που προσφέρουν τη μέγιστη ~ ~. [< αγγλ. acoustic comfort] , ακουστική αντίληψη: ΨΥΧΟΛ. ικανότητα αποκωδικοποίησης των ερεθισμάτων που λαμβάνονται από τα όργανα της ακοής: επαρκής/μειωμένη ~ ~. Βλ. οπτική αντίληψη. [< αγγλ. acoustic perception] , ακουστική συχνότητα: ΦΥΣ. η συχνότητα των ηχητικών κυμάτων που μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τον άνθρωπο: εύρος/πλάτος ~ής ~ας. [< αγγλ. audio frequency, 1913] , ακουστική τεχνολογία & ακουστική: ΤΕΧΝΟΛ. ο τομέας που ασχολείται με τις τεχνικές που εξασφαλίζουν την καλή διάδοση του ήχου και τον έλεγχο θορύβων και αντηχήσεων: ~ ~ χώρων. Αρχιτεκτονική ακουστική. Περιβαλλοντική ~ και ηχορύπανση., ακουστικός τύπος: πρόσωπο που αντιλαμβάνεται και μαθαίνει ευκολότερα κάτι, όταν το ακούει: Βλ. οπτικός τύπος. [< γερμ. akustischer Typ] , ακουστική εικόνα βλ. εικόνα, ακουστική κιθάρα βλ. κιθάρα, ακουστική οικολογία βλ. οικολογία, ακουστική περιγραφή βλ. περιγραφή, ακουστικό/ηχητικό/ομιλούν βιβλίο βλ. βιβλίο [< αρχ. ἀκουστικός ‘που αφορά την ακρόαση ή είναι διτεθειμένος να ακούσει’, γαλλ. acoustique, αγγλ. acoustic]
  • ακροφοβία [ἀκροφοβία] α-κρο-φο-βί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. φοβία να ανεβαίνει κανείς σε ψηλά μέρη και να κοιτάζει προς τα κάτω: ~ και κρίσεις πανικού. Βλ. -φοβία. ΣΥΝ. υψοφοβία [< γαλλ. acrophobie, αγγλ. acrophobia]
  • αλογία [ἀλογία] α-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. (σπάν.-λόγ.) έλλειψη λογικής: πολιτική ~. ~ και ακρισία. 2. ΨΥΧΟΛ. φτωχός λόγος, με ελλιπές λεξιλόγιο και περιεχόμενο: ασυναρτησίες, χαλάρωση συνειρμού και ~. Βλ. -λογία. [< αρχ. ἀλογία]
  • άμυνα [ἄμυνα] ά-μυ-να ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ύνης | -ες στη σημ. 3} 1. προστασία από κίνδυνο, βλάβη, ζημιά, επίθεση, ή οτιδήποτε δυσάρεστο, αρνητικό: αντισεισμική ~. Το πλύσιμο των χεριών: πρώτη γραμμή ~ας εναντίον/κατά των μικροβίων. Το ανοσοποιητικό σύστημα είναι η φυσική ~ του οργανισμού μας (πβ. αντίσταση). Βλ. αυτο~.|| ~ απέναντι στην τρομοκρατία. 2. ΣΤΡΑΤ. προστασία από επίθεση εχθρού με στρατιωτικά μέσα· σύνολο στρατιωτικών μέσων, μέτρων ή ενεργειών για την προστασία μιας χώρας από πιθανούς εχθρούς: (αντι)αεροπορική (= αερ~)/αντιπυραυλική/ένοπλη/στρατιωτική ~ (ΣΥΝ. αντίσταση· ΑΝΤ. επίθεση, προσβολή). ~ έναντι/κατά βλημάτων/εχθρικών επιδρομών. Οχυρωματικές φυσικές θέσεις ~ας.|| (στον εν., συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α:) Υπουργείο (Εθνικής) ~ας (& λόγ. ~ύνης). Οι (ενν. κρατικές) δαπάνες για την ~. Η Επιτροπή ~ας της Βουλής. Πβ. Ένοπλες Δυνάμεις. 3. ΑΘΛ. φύλαξη, επιτήρηση των αντίπαλων παικτών, για να μην πετύχουν τον στόχο τους· συγκεκριμένη ενέργεια κατά τη διάρκεια αγώνα ή γενικότ. αγωνιστική τακτική με τον ίδιο σκοπό· παίκτες που αναλαμβάνουν τέτοιο ρόλο και το νοητό τείχος που σχηματίζουν· ο χώρος ή το τμήμα του γηπέδου όπου κινούνται αυτοί οι παίκτες: αντίπαλη/ευάλωτη/περιφερειακή/συμπαγής/χαλαρή ~. Οι γηπεδούχοι βελτίωσαν την ~ά τους. Οι επιτιθέμενοι δεν μπόρεσαν να διασπάσουν την ~ των αντιπάλων.|| (επίσ.) ~ εδάφους (στο βόλεϊ)/χώρου (= ζώνη ~ας). Σφιχτές ~ες και κατενάτσιο.|| (στο βόλεϊ:) Παίκτης που έβγαλε/έκανε τρεις ~ες (: έφερε σε πέρας τρεις αμυντικές ενέργειες).|| Πιεστική/πολυπρόσωπη/σκληρή ~. Έξυπνα/καλά/σωστά στημένη ~ μιας ομάδας.|| Κενά/πίεση στην ~. Το κέντρο/τα άκρα της ~ας. Γραμμή ~ας (= αμυντική γραμμή).|| (στο ποδόσφαιρο:) Διατηρήσαμε το μηδέν στην ~ (: δεν δεχτήκαμε γκολ). ΑΝΤ. επίθεση (4) ● ΣΥΜΠΛ.: (νόμιμη) άμυνα/κατάσταση (νόμιμης) άμυνας: ΝΟΜ. νόμιμη άσκηση βίας εναντίον προσώπου που απειλεί την ακεραιότητα κάποιου άλλου: Ο αστυνομικός πυροβόλησε ευρισκόμενος σε ~ ~. Παράταξη που βρέθηκε/ήταν σε ~ ~ εξαιτίας επιθέσεων. Πβ. αυτοάμυνα., μηχανισμοί άμυνας/αμυντικοί μηχανισμοί {σπανιότ. στον εν.} 1. ΨΥΧΟΛ. ασυνείδητη στρατηγική (λ.χ. απώθηση, εξιδανίκευση, ονειροπόληση, ταύτιση) που προστατεύει ένα άτομο από μη αποδεκτές ή επίπονες ιδέες, σκέψεις, παρορμήσεις, αισθήματα, όπως ντροπή, απώλεια αυτοεκτίμησης, φόβο: ψυχικοί/ψυχολογικοί ~ ~. Οι ~ ~ του Εγώ. Ενεργοποίηση των ~ών άμυνας. Αναπτύσσω/αποκτώ ~ούς ~ούς. 2. αντίδραση οργανισμού με σκοπό την προστασία του (π.χ. από παθογόνο μικροοργανισμό): ανοσιακός/φυσικός/φυσιολογικός ~ός ~.|| (κατ' επέκτ.) Ενίσχυση των ~ών ~ας της Ευρώπης έναντι των επιδημιών. [< αγγλ. defence mechanisms, 1913] , πολιτική άμυνα: ΠΟΛΙΤ. σειρά προληπτικών ή κατασταλτικών μέτρων και ενεργειών των πολιτικών δυνάμεων μιας χώρας με σκοπό την προστασία του πληθυσμού και την εξάλειψη ή τον περιορισμό των επιπτώσεων διαφόρων δεινών, όπως εχθροπραξίες, θεομηνίες: ~ ~ κατά των πυρκαγιών. ~ ~ και ασφάλεια/περιβαλλοντικά ατυχήματα. [< αγγλ. civil defense, 1939] , άμυνα ζώνης & ζώνη άμυνας & (αμυντική) ζώνη βλ. ζώνη, ανοιχτή άμυνα βλ. ανοιχτός, κλειστή άμυνα βλ. κλειστός ● ΦΡ.: άμυνα (από) γρανίτη/μπετόν & άμυνα γρανίτης: (κυρ. στο ποδόσφαιρο) για σκληρή και πετυχημένη, αποτελεσματική αμυντική λειτουργία: (Η ομάδα) δεν δέχεται γκολ με τίποτα, έχει ~ ~., άμυνα χωνί/σουρωτήρι (αργκό): (στο ποδόσφαιρο) που δέχεται πολλά γκολ., η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση: η άμεση επιθετική αντίδραση είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος προστασίας., παίζω άμυνα (προφ.): ΑΘΛ. αμύνομαι: Παίκτες που ~ουν ~ και πρεσάρουν. [< αρχ. ἄμυνα, γαλλ. défense, αγγλ. defence]
  • αμφιθυμία [ἀμφιθυμία] αμ-φι-θυ-μί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ. ψυχική κατάσταση κατά την οποία το άτομο διακατέχεται ταυτόχρονα από αντικρουόμενα συναισθήματα: έντονη ~ απέναντι σε κάποιον/κάτι. Η ~ των εφήβων. Αντιφάσεις/εσωτερική σύγκρουση και ~. [< γαλλ. ambivalence, 1911]
  • αμφιφυλοφιλία [ἀμφιφυλοφιλία] αμ-φι-φυ-λο-φι-λί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ. η ιδιότητα του αμφιφυλόφιλου. Βλ. -φιλία. ΣΥΝ. αμφισεξουαλικότητα [< γαλλ. bisexualité]
  • αμφιφυλόφιλος [ἀμφιφυλόφιλος] αμ-φι-φυ-λό-φι-λος επίθ./ουσ.: ΨΥΧΟΛ. (ως ουσ.) πρόσωπο που εκδηλώνει και ετεροφυλοφιλική και ομοφυλοφιλική σεξουαλική συμπεριφορά· (ως επίθ.) που σχετίζεται με αυτό: ~ή: ταυτότητα. ~ές: τάσεις. Βλ. -φιλος. ΣΥΝ. αμφί, αμφισεξουαλικός, μπάι, μπαϊσέξουαλ [< γαλλ. bisexuel]
  • αναδυόμενος , η, ο [ἀναδυόμενος] α-να-δυ-ό-με-νος επίθ. 1. που αναδύεται: ~ (μέσα) από τα κύματα.|| (μτφ.) ~η: επιχείρηση. ~ο: ταλέντο. ~οι: κίνδυνοι. ~α: ερωτήματα/προβλήματα. || ~α: κράτη. Οι ~οι γίγαντες της παγκόσμιας οικονομίας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. για αντικείμενο γραφικού περιβάλλοντος που εμφανίζεται ξαφνικά στην οθόνη του υπολογιστή: ~η: διαφήμιση/λίστα. ~ο: μενού/μήνυμα/παράθυρο. ΣΥΝ. ποπ-απ ● Ουσ.: Αναδυομένη (η): προσωνυμία της θεάς Aφροδίτης. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενες αγορές: ΟΙΚΟΝ. που αρχίζουν να αναπτύσσονται με καλές προοπτικές, συνήθ. σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. [< αγγλ. emerging markets] , αναδυόμενη γραφή: ΨΥΧΟΛ. που αναπτύσσει το παιδί στην προσχολική ηλικία. [< αγγλ. emerging writing] , αναδυόμενος γραμματισμός βλ. γραμματισμός [< 1: αρχ. ἀναδυόμενος, αγγλ. emerging 2: αγγλ. pop-up, 1926]

αγωνία

αγωνία [ἀγωνία] α-γω-νί-α ουσ. (θηλ.): ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη ανησυχία, ταραχή, αβεβαιότητα λόγω ενός κινδύνου, μιας δυσκολίας ή από ανυπομονησία για κάτι: έκδηλη/πνευματική ~. Επιθανάτια ~ ή ~ του θανάτου (= ψυχομαχητό). Θρίλερ/κραυγή/νύχτα ~ας. Βιβλίο/ιστορία/ταινία που σε κρατά σε ~. Παράγοντες που επιτείνουν την ~ των υποψηφίων. Εκφράζω/κρύβω την ~ μου. Έχει/υπάρχει ~ για τα αποτελέσματα/το αύριο/τις εξετάσεις/το μέλλον/την τύχη των ομήρων (πβ. άγχος). Η ~ αυξάνεται/κορυφώνεται/παρατείνεται/συνεχίζεται. Με κυριεύει/τρώει η ~. Κοιτάζω με ~ για ... Περιμένω με ~ να τον δω/τις διακοπές (πβ. αδημονία). Συμμερίζομαι τις ~ες σας. ~ες και έγνοιες. Έκφραση φόβου και ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: υπαρξιακή αγωνία & υπαρξιακό άγχος: ΦΙΛΟΣ. το αίσθημα τρόμου που δημιουργείται στον άνθρωπο, όταν συνειδητοποιεί ότι έχει ελεύθερη βούληση· (κυρ. κατ' επέκτ.) το άγχος που προκαλεί ο έντονος προβληματισμός για θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως είναι ο θάνατος και η αναζήτηση νοήματος στη ζωή. [< γερμ. Existenzangst] [< αρχ. ἀγωνία, γαλλ. agonie, αγγλ. agony]

αναπνοή

αναπνοή [ἀναπνοή] α-να-πνο-ή ουσ. (θηλ.) 1. βασική λειτουργία του οργανισμού, με την οποία προσλαμβάνεται οξυγόνο μέσω του εισπνεόμενου αέρα και αποβάλλεται διοξείδιο του άνθρακα με την εκπνοή: βαριά/γρήγορη/δύσκολη/θορυβώδης/μηχανική/σωστή/υποβοηθούμενη ~. Διαφραγματική/θωρακική/κοιλιακή/ρινική/συρίττουσα ~. Αργές/κοφτές/μικρές/ρηχές ~ές (= εισπνοές-εκπνοές). Η ~ των ανθρώπων/ζώων/φυτών. Διακοπή (βλ. άπνοια)/κράτημα της ~ής. Δυσκολία στην ~ (βλ. άσθμα, ασφυξία, δύσπνοια, λαχάνιασμα). Ασκήσεις ~ής. Πάρτε βαθιές ~ές/μια μεγάλη ~! Βλ. πνεύμονας. 2. (κατ' επέκτ.) ανάσα: δροσερή/δυσάρεστη/έντονη/ευχάριστη/καθαρή ~. Η ~ του μυρίζει αλκοόλ. Η ζεστασιά της ~ής του.|| Η θέα σου κόβει την ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλη αναπνοή: ΦΥΣΙΟΛ. αποβολή διοξειδίου του άνθρακα και υδρατμών και απορρόφηση οξυγόνου από τους πόρους του δέρματος· δερματική αναπνοή. Βλ. διαπνοή. [< γαλλ. perspiration insensible] , κυτταρική αναπνοή: ΒΙΟΛ. ενζυμική διαδικασία με την οποία τα κύτταρα διασπούν τη γλυκόζη (ή άλλα σάκχαρα και λιπίδια), απελευθερώνοντας και εξασφαλίζοντας ενέργεια: αερόβια/αναερόβια ~ ~. [< αγγλ. cellular/cell respiration] , τεχνητή αναπνοή: ενεργοποίηση της αναπνευστικής λειτουργίας με αναπνευστήρα ή εκπνοή στο στόμα: Εφαρμόζω/κάνω ~ ~. Επανήλθε στη ζωή με ~ ~. Βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση. ΣΥΝ. φιλί (της) ζωής [< αγγλ. artificial respiration] , παράδοξη αναπνοή βλ. παράδοξος ● ΦΡ.: κρατώ την αναπνοή μου & βαστώ/συγκρατώ την αναπνοή μου: δεν ανασαίνω για λίγο: Πόση ώρα μπορείς να ~ήσεις ~ σου;|| (μτφ., από αγωνία, προσμονή ή ένταση:) Οι θεατές ~ούσαν ~ τους στα τελευταία λεπτά του αγώνα., με μια αναπνοή (μτφ.): πολύ γρήγορα ή ταυτόχρονα: Μόλις δόθηκε το σύνθημα, όλοι ~ ~ πεταχτήκαμε έξω. Πβ. αμέσως. [< αγγλ. in one/in the same breath] , μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα: σχεδόν σταματώ να αναπνέω, συνήθ. λόγω έντονου συναισθήματος: Μου κόπηκε ~ απ' την τρομάρα.|| Μια δυνατή παγωνιά μου έκοψε την ~, μόλις ξεκινήσαμε. Βλ. λαχανιάζω., σε απόσταση αναπνοής βλ. απόσταση [< αρχ. ἀναπνοή, αγγλ.-γαλλ. respiration]

ανοιχτός

ανοιχτός, ή, ό [ἀνοιχτός] α-νοι-χτός επίθ. & ανοικτός 1. που επιτρέπει, κυρ. μετακινούμενος ή αφαιρούμενος, την πρόσβαση σε κάτι κλειστό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος. ~ή: πόρτα. ~ό: παράθυρο/στόμα/συρτάρι. Εξετάσεις με ~ά βιβλία. Πβ. ανοιγμένος, ολάνοιχτος. Βλ. μισάνοιχτος.|| (μτφ.) Το σπίτι του είναι πάντα ~ό στους/για τους φίλους του (= φιλόξενο). Όλοι οι δρόμοι είναι ~οί μπροστά σου (: δεν υπάρχουν εμπόδια, το μέλλον είναι ευοίωνο). Όσο έχω τα μάτια μου ~ά (= όσο ζω), θα του χρωστώ ευγνωμοσύνη.|| ~ή: μπλούζα. ~ό: πουκάμισο. Ρούχα ελαφριά, με ~ό λαιμό. ΣΥΝ. ξεκούμπωτος. ΑΝΤ. κουμπωμένος.|| (ξεσκέπαστος, μη στεγασμένος, ακάλυπτος:) ~ή: πισίνα. ~ό: αυτοκίνητο (= κάμπριο)/θέατρο/μπουκάλι/φρεάτιο. ~οί: χώροι άθλησης. ΑΝΤ. σκεπασμένος, σκεπαστός.|| ~ά: λουλούδια (= ανθισμένα). 2. ανεπούλωτος: (κυριολ. κ. μτφ.) ~ά: τραύματα (ΑΝΤ. επουλωμένα). 3. που δεν εμποδίζεται η είσοδος σε αυτόν ή που δεν είναι περικυκλωμένος από φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο: ~ός: κόλπος. ~ή: κοιλάδα. Σπίτι με ~ή (= ανεμπόδιστη, ελεύθερη) θέα. Λιμάνι ~ό στα βορειοανατολικά. Ταξίδι στο ~ό πέλαγος. Πβ. ευρύς, πλατύς.|| ~ή: αυλή (= χωρίς περίφραξη). ~ά: σύνορα.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: στροφή (= μεγάλης, αμβλείας γωνίας). ΑΝΤ. κλειστός (6) 4. απλωμένος, ξεδιπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια (= τεντωμένα).|| Χορεύουν σε ~ό κύκλο. ΑΝΤ. κλειστός (7) 5. που επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου και γενικότ. είναι σε λειτουργία: ~ός: διακόπτης. ~ό: μικρόφωνο/φως. Άφησε/ξέχασε το μάτι της κουζίνας ~ό/την τηλεόραση ~ή/τον υπολογιστή ~ό. (ΣΥΝ. αναμμένος. ΑΝΤ. σβηστός).|| ~ή: βαλβίδα.|| Είναι ~ά σήμερα τα μαγαζιά; ΑΝΤ. κλειστός (3) 6. (μτφ.) που διακρίνεται από ευρύτητα πνεύματος, δεκτικότητα ή εξωστρέφεια, κοινωνικότητα: (χωρίς προκαταλήψεις:) ~ή: κοινωνία/σκέψη. ~ό: μυαλό.|| (δεκτικός, διαθέσιμος:) ~ στον διάλογο/στην κριτική/σε προτάσεις/στη συνεργασία.|| (εξωστρεφής, κοινωνικός:) Φιλικός, προσιτός και ~ στους πάντες. ΑΝΤ. κλειστός (5) 7. φωτεινός: ~ός: τόνος. ~ή: απόχρωση/επιδερμίδα. ~ό: χρώμα (ματιών). ~ές: ανταύγειες. ~ά: μαλλιά. ΣΥΝ. ανοιχτόχρωμος ΑΝΤ. σκούρος 8. που δεν έχει (προ)καθοριστεί, προσδιοριστεί ή ρυθμιστεί ακόμα· εκκρεμής: ~ός: χρόνος αποπληρωμής. ~ό: συμβόλαιο (= χωρίς ορισμένη ημερομηνία λήξης). Ζήτημα ~ό (πβ. ανεπίλυτο).|| Αφήνω ~ό το ενδεχόμενο να ... (: δεν το αποκλείω, το θεωρώ πιθανό). 9. που επιτρέπει τη συμμετοχή ή την είσοδο όλων: ~ός: διαγωνισμός/διάλογος. ~ή: ακρόαση/διαδικασία/εκδήλωση/επικοινωνία/προκήρυξη/συζήτηση/συνέλευση. ~ό: σεμινάριο. ~ές: τεχνολογίες. Αίθουσα ~ή στο κοινό. Πβ. δημόσιος. ΑΝΤ. κλειστός (4) 10. που γίνεται φανερά και απροκάλυπτα, χωρίς προσπάθεια να κρατηθεί κρυφός: ~ή: αντιπαράθεση. Σε ~ή ρήξη.|| (σε χαρτοπαίγνιο:) ~ά φύλλα (= που μπορούν να τα δουν όλοι οι παίκτες). ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή άμυνα: ΑΘΛ. άμυνα που αφήνει στους αντιπάλους διόδους προς την εστία ή το καλάθι. ΑΝΤ. κλειστή άμυνα, ανοιχτή ατζέντα: που μπορεί να περιλάβει οποιοδήποτε θέμα προς συζήτηση: διαπραγματεύσεις/συνάντηση/συνεδρίαση με ~ ~., ανοιχτή εκπαίδευση: η δυνατότητα πρόσβασης κάθε πολίτη στην εκπαίδευση και ειδικότ. το δικαίωμα του κάθε φοιτητή να καθορίζει μόνος του τον τόπο, τον χρόνο και τον ρυθμό μελέτης του: ~ ~ με αρθρωτό/σπονδυλωτό σύστημα (: πρόγραμμα σπουδών που συνδυάζει θεματικές ενότητες). ~ ~ και εκπαίδευση εξ αποστάσεως/τηλεκπαίδευση. Βλ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο, εκπαίδευση ενηλίκων. [< αγγλ. open education] , ανοιχτή ημερομηνία: που δεν έχει προκαθοριστεί: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. Εισιτήρια ~ής ~ας. ΑΝΤ. κλειστή ημερομηνία, ανοιχτή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. βασισμένη στο διεθνές εμπόριο: ελεύθερη ~ ~. Καθεστώς ~ής ~ας. Βλ. κλειστή οικονομία., ανοιχτή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε φωνήεν. ΑΝΤ. κλειστή συλλαβή, ανοιχτή χορδή: ΜΟΥΣ. που πάλλεται, δεν είναι πατημένη (από κάποιο δάχτυλο). ΑΝΤ. κλειστή χορδή., ανοιχτό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. που δεν είναι συνδεδεμένο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος: τάση ~ού ~ατος. Θερμοσίφωνες/λέβητες ~ού ~ατος. ΑΝΤ. κλειστό κύκλωμα. [< αγγλ. open circuit] , ανοιχτό παιχνίδι 1. ΑΘΛ. αγώνας χωρίς στενά μαρκαρίσματα μεταξύ των παικτών: ~ ~ με πολλά γκολ. ΑΝΤ. κλειστό παιχνίδι 2. με πιθανή κάθε έκβαση., ανοιχτός ορίζοντας 1. ανεμπόδιστος. 2. (μτφ.) ελεύθερος, που παρέχει απεριόριστες δυνατότητες: άνθρωπος/κοινωνία ~ών ~όντων. ΑΝΤ. κλειστός ορίζοντας (1), ανοικτές πωλήσεις βλ. πώληση, Ανοικτό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, ανοιχτή ακρόαση βλ. ακρόαση, ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας) βλ. γραμμή, ανοιχτή διακυβέρνηση βλ. διακυβέρνηση, ανοιχτή επιστολή βλ. επιστολή, ανοιχτή θάλασσα βλ. θάλασσα, ανοιχτή πίστωση βλ. πίστωση, ανοιχτή πληγή βλ. πληγή, ανοιχτό βιβλίο βλ. βιβλίο, ανοιχτό μέτωπο βλ. μέτωπο, ανοιχτό χαρτί βλ. χαρτί, ανοιχτοί λογαριασμοί βλ. λογαριασμός, ανοιχτός στίβος βλ. στίβος, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό βλ. λογισμικό, ερωτήσεις ανοιχτού τύπου/ανοιχτές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, λευκή επιταγή βλ. επιταγή, πολιτική ανοιχτών θυρών βλ. θύρα, τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός βλ. λογαριασμός ● ΦΡ.: (στα) ανοιχτά (νερά): στο πέλαγος: κρουαζιέρα ~ ~. Το πλοίο βυθίστηκε ανοιχτά της νήσου ... (= κοντά στο νησί ...) Βγήκαν/ψαρεύουν ~ ~., έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά (μτφ.): εντείνω την προσοχή μου: Έχε τ' αυτιά σου ανοιχτά και άκουσε/πρόσεξε τι θα πουν!, αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι βλ. πόρτα, με ανοιχτά χαρτιά βλ. χαρτί, με ανοιχτές αγκάλες βλ. αγκάλη, με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό βλ. στόμα, ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα βλ. δρόμος, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, το παράσημο/το βραβείο της ανοιχτής παλάμης βλ. παλάμη [< μτγν. ἀνοικτός, μεσν. ανοιχτός, γαλλ. ouvert, αγγλ. open, γερμ. offen]

αποχαύνωση

αποχαύνωση [ἀποχαύνωση] α-πο-χαύ-νω-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποχαυνώνω: διαδικτυακή/κοινωνική/μαζική/πνευματική/πολιτιστική/τηλεοπτική ~.|| Η ~ του καύσωνα. Πβ. ζαβλάκωμα. ΣΥΝ. αποβλάκωση ΑΠΟΧΑΥΝΩΣΗ

αποχωρισμός

αποχωρισμός [ἀποχωρισμός] α-πο-χω-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. απομάκρυνση κάποιου από αγαπημένο συνήθ. πρόσωπο: δύσκολος ~. ~ μητέρας-βρέφους. ~ από τους γονείς/τον σύντροφο. ~ (και εγκατάλειψη) της οικογένειας/των φίλων. Η ώρα του ~ού. Δακρύβρεχτοι ~οί και αποχαιρετισμοί. Πβ. χωρισμός. 2. (σπάν.-λόγ.) αποσύνδεση στοιχείου από άλλο: ~ πετρωμάτων. Πβ. αποκόλληση, απόσπαση.|| Κρατικός ~. Πβ. απόσχιση. ● ΣΥΜΠΛ.: άγχος (του) αποχωρισμού: ΨΥΧΟΛ. ο φόβος των μικρών παιδιών πως θα χάσουν τη φροντίδα των γονιών και ιδ. της μητέρας τους. [< αγγλ. separation anxiety, 1943] [< μεσν. αποχωρισμός]

αυτισμός

αυτισμός [αὐτισμός] αυ-τι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. αναπτυξιακή διαταραχή που οφείλεται σε νευροβιολογικά αίτια και χαρακτηρίζεται από στροφή του ατόμου στον εαυτό του, αδυναμία επικοινωνίας, μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και στερεοτυπική συμπεριφορά: κλασικός/νηπιακός ~. ~ υψηλής λειτουργικότητας. Πβ. σύνδρομο (του) Άσπεργκερ. Εκπαίδευση παιδιών και ενηλίκων με ~ό. Βλ. σύνδρομο (του) Άσπεργκερ, σχιζοφρένεια, -ισμός. 2. (μτφ.) εσωστρέφεια, εγκλωβισμός: ιδεολογικός/κοινωνικός/πολιτικός ~. Βλ. ομφαλοσκόπηση. [< γερμ. Autismus, 1911, γαλλ. autisme, 1913, αγγλ. autism, 1944]

βιβλίο

βιβλίο βι-βλί-ο ουσ. (ουδ.) 1. έντυπο σε μορφή σελίδων με γραπτό ή/και εικονογραφικό υλικό, δεμένων στη μία τους πλευρά, το οποίο διαθέτει εξώφυλλο και οπισθόφυλλο και έχει εκδοθεί σε πολλά αντίτυπα· κυρ. το περιεχόμενό του (π.χ. κείμενο): δερματόδετο/χαρτόδετο ~. Το κάλυμμα/τα κεφάλαια/το παράρτημα/ο πρόλογος/το σχήμα/ο τίτλος ενός ~ου. (εμφατ.) Το ~ των ~ων (= η Αγία Γραφή). ~-οδηγός μαγειρικής (βλ. τσελεμεντές). ~ τσέπης (: μικρού μεγέθους και σε προσιτή τιμή, πβ. βίπερ). Έκθεση ~ου. Μεταχειρισμένα/παλιά/σπάνια ~α (βλ. παλαιοβιβλιοπωλείο). Ράφια με ~α. ~ που εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε. Αγοράζω/ανοίγω/βγάζω (= εκδίδω)/διαβάζω/κλείνω/ξεφυλλίζω/φυλλομετρώ ένα ~. Μοιράστηκαν τα ~α στους μαθητές (ενν. τα σχολικά).|| Απολαυστικό/βαρετό/διασκεδαστικό/ενδιαφέρον/μεταφρασμένο/πολυδιαβασμένο (βλ. τιράζ)/συναρπαστικό/χρήσιμο ~. Διδακτικά/εξωσχολικά/επιστημονικά/λογοτεχνικά/παιδικά/πανεπιστημιακά (πβ. σύγγραμμα) ~α. (Συγ)γράφει ένα ~ για/πάνω σε ... (βλ. πνευματικά δικαιώματα). Τόποι που ξέρουμε μόνο από τα ~α (: όχι από κοντά). Βλ. άλμπουμ, ανθολόγιο, εγχειρίδιο, κατάλογος, λεύκωμα, μπροσούρα, μυθιστόρημα.|| (μτφ.) Το ~ της ζωής/της φύσης. 2. (ειδικότ.) μεγάλο τετράδιο με χοντρό συνήθ. εξώφυλλο, το οποίο χρησιμοποιείται για καταγραφή, καταχώρηση στοιχείων: (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~ αποθήκης/επιταγών (= τσεκ, μπλοκ)/μεταγραφών (υποθηκοφυλακείου)/μετόχων. Τραπεζικά ~α. Πβ. κατάστιχο, τεφτέρι.|| (κυρ. για την Εφορία:) (Χειρόγραφο) ~ αγορών/εξόδων/εσόδων/πωλήσεων. Εμπορικά ~α και ~α επιτηδευματιών. Άνοιγμα/ενημέρωση/κλείσιμο (των) ~ων (βλ. ισολογισμός). Ανακρίβεια ~ων. Απόρριψη/έλεγχος (των) ~ων (: από τη ΔΟΥ). Επιχειρήσεις που τηρούν ~α Α'/Β'/Γ' κατηγορίας (= ~α Εφορίας). (για λογιστή) Κρατάω τα ~ (ενν. εταιρείας ή ιδιώτη).|| (γενικότ.) ~ δρομολογίων/ευχών/παραπόνων/πρακτικών/συλλυπητηρίων. Υπέγραψε στο ~ επισκεπτών. 3. σε ΦΡ. για πρόσωπο πολύ μελετηρό, βιβλιόφιλο ή το αντίθετο: άνθρωπος του ~ου. Είναι συνέχεια πάνω από ένα ~. Δεν έχει ανοίξει/πιάσει ~ στη ζωή/στα χέρια του. 4. καθένα από τα ξεχωριστά τμήματα ενός ευρύτερου γραπτού έργου: στο δεύτερο ~ της τριλογίας ... Πβ. τόμος. ● Υποκ.: βιβλιαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστικό/ηχητικό/ομιλούν βιβλίο: εγγραφή σε κασέτα ή κυρ. σιντί, κειμένου (συνήθ. λογοτεχνικού) που διαβάζεται συχνά από ηθοποιό ή συγγραφέα και διατίθεται στο εμπόριο: ψηφιακά ακουστικά/ομιλούντα ~α. ~ ~ για τυφλούς. [< αγγλ. audiobook, 1942, γαλλ. audiolivre, 1949] , ανοιχτό βιβλίο (μτφ.): για πρόσωπο που φανερώνει τον χαρακτήρα του, που διακρίνεται από ειλικρίνεια: Σε διαβάζω/σε ξέρω σαν ~ ~., ηλεκτρονικό βιβλίο & ψηφιακό βιβλίο: κείμενο σε ψηφιακή μορφή ή υλικό που διαβάζεται ψηφιακά: διαδραστικά/ενισχυμένα/κανονικά ~ά ~α. Βλ. ηλεκτρονική έκδοση, ηλεκτρονικό χαρτί, ψηφιακή/ηλεκτρονική βιβλιοθήκη. [< αγγλ. electronic/e-book, 1988, γαλλ. e-book, 1998] , βιβλίο/έργο αναφοράς βλ. αναφορά, Ιερό Βιβλίο/Κείμενο βλ. ιερός, κανονικά βιβλία βλ. κανονικός, Λευκή Βίβλος/Λευκό Βιβλίο βλ. βίβλος, ληξιαρχικά βιβλία βλ. ληξιαρχικός, λογιστικά βιβλία βλ. λογιστικός, Μπλε Βίβλος βλ. βίβλος ● ΦΡ.: τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο (μτφ.): το διαβάζω γρήγορα, γιατί το βρίσκω ενδιαφέρον, συναρπαστικό., Βιβλίο Μητρώου Μαθητών/Μητρώο Μαθητών βλ. μητρώο, κλείνω τα βιβλία βλ. κλείνω [< αρχ. βιβλίον, αγγλ. book, γαλλ. livre, γερμ. Buch]

γραμματισμός

γραμματισμός γραμ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.) & εγγραμματισμός. ΣΥΝ. αλφαβητισμός, εγγραμματοσύνη 1. η ικανότητα του ατόμου να λειτουργεί σε διάφορες συνθήκες επικοινωνίας, χρησιμοποιώντας τον προφορικό και γραπτό λόγο, καθώς και μη γλωσσικά κείμενα: γλωσσικός/ηλεκτρονικός/κοινωνικός/κριτικός/μαθηματικός/περιβαλλοντικός/πληροφορικός/σχολικός/τεχνολογικός/ψηφιακός ~. Πβ. πολυ~. 2. ικανότητα γραφής και ανάγνωσης. Βλ. ανα~, -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενος γραμματισμός: ΠΑΙΔΑΓ. γνώση ανάγνωσης και γραφής που αποκτάται κατά την προσχολική ηλικία. Βλ. αναδυόμενη γραφή. [< αγγλ. emergent literacy] , οπτικός γραμματισμός & οπτικός αλφαβητισμός: ΠΑΙΔΑΓ. ικανότητα κατανόησης της εικόνας, των οπτικών μέσων και του τρόπου λειτουργίας τους. Βλ. πολυτροπικότητα. [< αγγλ. visual literacy, 1971] [< αγγλ. literacy]

δυστοκία

δυστοκία δυ-στο-κί-α ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-λόγ.) δυσκολία στο να πραγματοποιηθεί κάτι: κυβερνητική ~ (στη λήψη αποφάσεων). ~ στην ανάληψη πρωτοβουλιών/στις συνομιλίες. ~ εξεύρεσης λύσης. Πβ. δυσχέρεια.|| Οικονομική ~ (του δήμου). Πβ. δυσπραγία.|| Ύστερα από πολύμηνη ~, συνεδριάζει η επιτροπή. Πβ. καθυστέρηση, χρονοτριβή.|| (στο ποδόσφαιρο:) Επιθετική ~. Βλ. -τοκία. 2. ΙΑΤΡ. δύσκολος, επώδυνος τοκετός. [< 2: αρχ. δυστοκία, γαλλ. dystocie, αγγλ. dystocia]

εικόνα

εικόνα [εἰκόνα] ει-κό-να ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) εικών 1. ζωγραφική αναπαράσταση, φωτογραφία· ό,τι προβάλλεται σε οθόνη ή αντανακλάται σε επιφάνεια: σκίτσα και ~ες. Βιβλίο με ~ες (= εικονογραφημένο). Ιστορία σε ~ες. Πβ. εικονογράφημα, ζωγραφιά.|| Τρισδιάστατη ~ (βλ. ολόγραμμα). Κινηματογραφική/τηλεοπτική ~. Κινούμενες ~ες (βλ. καρτούν). Μετάδοση/λήψη ~ας. ~ες από δορυφόρο. Δεν έχει καθαρή/καλή ~ η τηλεόραση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ψηφιακή ~. Ανάλυση/εισαγωγή/επεξεργασία/σάρωση ~ας. (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του ραντάρ. Βλ. πίξελ.|| Βλέπει την ~ του στον καθρέφτη (= είδωλο). 2. ΕΚΚΛΗΣ. εικόνισμα: βυζαντινή/θαυματουργή ~. Λιτάνευση/περιφορά/προσκύνημα της ~ας του Αγίου .../της Παναγίας. Άγιες/ιερές ~ες. Ασπάζεται/προσκυνά την ~ του Χριστού. Προσεύχεται μπροστά στην ~. Βλ. αγιογραφία. 3. (μτφ.) άποψη, εντύπωση που διαμορφώνεται από ορισμένα στοιχεία, δεδομένα ή προκαλείται από περιγραφή: αντιπροσωπευτική/εφιαλτική/ολοκληρωμένη/συγκεχυμένη ~. Δημόσια ~ (πβ. ίματζ). Η ~ της καθημερινότητας/της οικονομίας. Η ~ της κυβέρνησης (πβ. πορτρέτο, προφίλ, φυσιογνωμία). Αποκτώ/σχηματίζω γενική (βλ. πανόραμα)/ολοκληρωμένη ~ επί του θέματος (πβ. γνώμη). Πήραμε μια πρώτη ~ (= ιδέα). Δεν έχω συνολική ~ της κατάστασης. Δίνει αρνητική ~ προς τα έξω/στους άλλους. (ΙΑΤΡ.) Η κλινική ~ του ασθενή.|| Πιστή ~ της πραγματικότητας. Στο έργο παρουσιάζεται μια σαφής ~ της εποχής. Πβ. όψη. Βλ. αυτο~. 4. (μτφ.) νοητική αναπαράσταση: αμυδρή/ονειρική (βλ. όνειρο, οπτασία, όραμα) ~. Κρατάω ζωηρή/ζωντανή την ~ του μέσα μου. ~ες του παρελθόντος περνούσαν διαδοχικά από το μυαλό του (πβ. αναμνήσεις).|| (ΦΙΛΟΛ.) Μυθιστόρημα πλούσιο σε ~ες. ● Υποκ.: εικονίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική εικόνα 1. ΓΛΩΣΣ. & (σπάν.) ακουστικό ίνδαλμα: η γνώση που έχει ο ομιλητής για την προφορά μιας λέξης. ΣΥΝ. σημαίνον 2. (στη λογοτεχνία) φράση με την οποία επιδιώκεται να δραστηριοποιηθεί η ακοή του αναγνώστη. [< γαλλ. image auditive] , οπτική εικόνα 1. ΓΛΩΣΣ. & (σπάν.) οπτικό ίνδαλμα: η γνώση που έχει κάποιος για τον τρόπο γραφής μιας λέξης. 2. ΛΟΓΟΤ. περιγραφή με την οποία επιζητείται να ενεργοποιηθεί η όραση του αναγνώστη. [< γαλλ. image visuelle] , η αναστήλωση των (ιερών) εικόνων βλ. αναστήλωση, μαγική εικόνα βλ. μαγικός, πάγωμα της εικόνας βλ. πάγωμα ● ΦΡ.: κατ' εικόνα και (καθ') ομοίωσιν (ΠΔ) για να δηλωθεί 1. ΘΕΟΛ. ότι ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό, σύμφωνα με την εικόνα Του, διαθέτοντας νοημοσύνη και ελευθερία βούλησης και με σκοπό να μοιάσει σε Αυτόν, ώστε να φτάσει στη θέωση. 2. (μτφ.-λόγ.) ομοιότητα στα χαρακτηριστικά: σπίτι κατασκευασμένο ~ ~ των παραδοσιακών οικιών., μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις (πιθ. κινέζικη παροιμ.): για να εκφραστεί η παραστατικότητα, η δύναμη της εικόνας., δίνω την εντύπωση/την εικόνα βλ. δίνω [< αρχ. εἰκών, γαλλ.-αγγλ. image, αγγλ. picture 2: μεσν. εικόνα, γαλλ. icône, αγγλ. icon]

ζώνη

ζώνη ζώ-νη ουσ. (θηλ.) {ζων-ών} 1. ταινία που συγκρατεί ή/και διακοσμεί τα ρούχα, καθώς τυλίγεται και δένεται γύρω από τη μέση και κατ' επέκτ. κάθε ανάλογος ιμάντας που εξυπηρετεί ειδικές ανάγκες ή χρησιμοποιείται για λόγους ασφαλείας: ανδρική/γυναικεία/δερμάτινη/υφασμάτινη ~ (βλ. ζωνάρι, ζωστήρας, λουρί). ~ παντελονιού. Αγκράφα/θήκη/κλιπ/πόρπη ~ης. Βλ. αξεσουάρ.|| Ελαστική ~. ~ αδυνατίσματος/αναρρίχησης/βαρών/εφίδρωσης/κατάδυσης/μασάζ. Πλαστική ~ μεταφοράς. (ΙΑΤΡ.) Ορθοπαιδική ~. ~ κήλης/κοιλιάς. (ΑΘΛ.) Κίτρινη/μπλε ~ (: το χρώμα υποδηλώνει επίπεδο στις πολεμικές τέχνες). (ΕΚΚΛΗΣ.) Ιερατική ~ (βλ. άμφια).|| (σε αυτοκίνητο) Η ~ σώζει ζωές. Βάλε τη ~ σου! Δεν φορούσε ~. (σε αεροπλάνο) Δέστε τη ~ σας πριν από την απογείωση/προσγείωση. Πβ. ~ ασφαλείας. 2. οριοθετημένη περιοχή στην οποία επικρατούν συγκεκριμένες συνθήκες: αλπική/αστική/διαχωριστική/διεθνής/επικίνδυνη/θαλάσσια/κτηνοτροφική/μεσογειακή/οικιστική/ορεινή/παραλιακή/προστατευόμενη ~. Τιμή ~ης ακινήτων. (ΦΥΣ.) ~ ακτινοβολίας. ~ δασών/(ΟΙΚΟΛ.) ειδικής προστασίας. (ΑΘΛ.) ~ επίθεσης. ~ (άμεσης/επείγουσας) προτεραιότητας/φόρτωσης (: στάθμευσης για φορτοεκφόρτωση). Χερσαία ~ λιμένος. ~ εξυπηρέτησης κοινού. ~ εφαρμογής μέτρων. Πάρκα και ~ες πρασίνου.|| (ΓΕΩΛ.) ~ σεισμικής επικινδυνότητας. Σεισμικές ~ες. Βλ. βιο~. 3. χρονικό διάστημα σε τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα: απογευματινή/νυχτερινή/παιδική ~. Βραδινή/πρωινή ~ ενημέρωσης. ~ υψηλής θεαματικότητας (πβ. πράιμ τάιμ). 4. (μτφ.) ανθρώπινο τείχος, κλοιός: Οι αστυνομικοί είχαν σχηματίσει ~ γύρω από το συνεδριακό κέντρο, για να εμποδίσουν τους διαδηλωτές. 5. ΓΕΩΓΡ. τμήμα της Γης μεταξύ δύο παραλλήλων, που χαρακτηρίζεται από ορισμένο κλίμα: (αντ)αρκτική/βόρεια και νότια εύκρατη/τροπική ή διακεκαυμένη ~. Η ~ του Ισημερινού. Κλιματικές ~ες.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Ουράνιες ~ες. ● Υποκ.: ζωνάκι (το), ζωνίτσα (η), ζωνούλα (η): μόνο στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία/Τιμία/Τίμια Ζώνη: ΕΚΚΛΗΣ. της Θεοτόκου., άμυνα ζώνης & ζώνη άμυνας & (αμυντική) ζώνη 1. ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο κ. το μπάσκετ) τακτική σύμφωνα με την οποία κάθε παίκτης που αμύνεται τοποθετείται στο γήπεδο με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτηρεί συγκεκριμένο τμήμα του αγωνιστικού χώρου: Η ομάδα έπαιζε με διπλή ~ ~. Βλ. μαν του μαν. 2. (κυρ. ως ζώνη άμυνας) έκταση, περιοχή στην οποία οργανώνεται η άμυνα μιας χώρας: κοινή ~ ~ για την Ευρώπη. [< 1: αγγλ. zone defense, 1927] , βιομηχανική ζώνη: χωροθετημένη περιοχή με συγκεκριμένες προδιαγραφές για τη λειτουργία βιομηχανικών εγκαταστάσεων: ~ ~ σιδήρου και χάλυβα. Βλ. βιομηχανικό πάρκο., ελεύθερη ζώνη 1. ΟΙΚΟΝ. περιοχή στην οποία η διακίνηση εμπορευμάτων δεν υπόκειται σε τελωνειακούς δασμούς: ~ ~ εμπορίου (συχνότ. ζώνη ελεύθερου εμπορίου)/λιμανιού. 2. τόπος απαλλαγμένος από κάτι: ~ ~ από μεταλλαγμένα/από πυρηνικά όπλα. Πβ. απαγορευμένη ζώνη. [< 1: αγγλ. free zone, 1900] , ζώνη αστεροειδών: ΑΣΤΡΟΝ. περιοχή του ηλιακού συστήματος ανάμεσα στον Άρη και τον Δία, όπου βρίσκονται οι περισσότεροι γνωστοί αστεροειδείς. [< αγγλ. asteroid belt, 1952] , ζώνη ασφαλείας 1. (επίσ.) ιμάντας, κυρ. σε μέσο μεταφοράς, που σταθεροποιεί τον επιβάτη στη θέση του, προστατεύοντάς τον από πτώση ή ξαφνική και βίαιη μετατόπιση: ειδική/παιδική ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτου/οδηγού. Βλ. αερόσακος. 2. ελεγχόμενη και προστατευμένη περιοχή, όπου ισχύουν περιοριστικά μέτρα πρόσβασης: (ΣΤΡΑΤ.) εναέρια/θαλάσσια/χερσαία ~ ~. Αποχώρηση στρατευμάτων από τη ~ ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ρυθμίσεις ~ης ~ (: για το ίντερνετ). [< 1: αγγλ. safety belt 2: αγγλ. security zone] , ζώνη βλάστησης: ΟΙΚΟΛ. που έχει συγκεκριμένη χλωρίδα, η οποία καθορίζεται κυρ. από το υψόμετρο και από βιοκλιματικούς παράγοντες: παραμεσόγεια ~ ~. Βλ. οικότοπος, τούνδρα., ζώνη διέλευσης: ΤΗΛΕΠ. στενή ζώνη συχνοτήτων, μέσα από την οποία το σήμα περνά χωρίς αξιόλογη παραμόρφωση: ~ ~ γραμμής/φίλτρου.|| (γενικότ., στενό πέρασμα:) ~ ~ της οδού., ζώνη ελεύθερων συναλλαγών (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Z, E, Σ): ΟΙΚΟΝ. ενιαία αγορά με καθεστώς ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων, που συγκροτείται από δύο ή περισσότερα κράτη, τα οποία, ωστόσο, δεν υποχρεούνται να έχουν κοινό δασμολόγιο στις εμπορικές σχέσεις τους με τρίτες χώρες. Πβ. ελεύθερο εμπόριο. Βλ. Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών., ζώνη επιτήρησης & επιτηρούμενη ζώνη: οριοθετημένη περιοχή, όπου εφαρμόζονται ειδικά μέτρα ασφαλείας., ζώνη επιχειρήσεων: ΣΤΡΑΤ. περιοχή, συνήθ. σε εμπόλεμη σύρραξη, μέσα στα όρια της οποίας αναπτύσσεται πολεμική δράση. [< γαλλ. zone d'opérations] , ζώνη καινοτομίας: περιοχή που προσφέρεται για την εγκατάσταση επιχειρήσεων και ερευνητικών φορέων με καινοτόμες δράσεις., ζώνη οικιστικού ελέγχου (συντομ. ΖΟΕ): ΟΙΚΟΝ. εργαλείο για τον σχεδιασμό και τον έλεγχο του εξωαστικού χώρου που καθορίζει και θεσμοθετεί τις χρήσεις γης, τους όρους και περιορισμούς δόμησης και τους όρους προστασίας των βασικών υποδομών., ζώνη συχνοτήτων: ΤΗΛΕΠ. περιοχή φάσματος συχνοτήτων μεταξύ δύο οριακών τιμών: ~ ~ από τα οκτακόσια ενενήντα έως τα εννιακόσια δεκαπέντε MHz. Βλ. ευρυζωνικότητα., ζώνη ώρας & ωρολογιακή ζώνη & (σπάν.) ωριαία ζώνη: ΓΕΩΓΡ. καθεμία από τις είκοσι τέσσερις νοητές ζώνες πλάτους 15 μοιρών σε σχήμα γεωμετρικής ατράκτου, στις οποίες χωρίζεται η επιφάνεια της Γης και έχουν συμβατικά την ίδια ώρα: αλλαγή ~ης ~. Χώρες που ανήκουν σε διαφορετικές ~ες ~. ΣΥΝ. ωριαία άτρακτος [< αγγλ. time zone] , θεωρία των ζωνών & θεωρία των ενεργειακών ζωνών: ΦΥΣ. σύμφωνα με την οποία το ενεργειακό διάγραμμα των ηλεκτρονίων που συμμετέχουν στον σχηματισμό δεσμών μεταξύ των ατόμων ενός στερεού, έχει τη μορφή ενεργειακών ζωνών., μεθοριακή/(δια)συνοριακή ζώνη: έκταση κατά μήκος των συνόρων που υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς., μπλε ζώνη 1. (σε πόλη) χώρος στάθμευσης μόνιμων κατοίκων. 2. χαρακτηρισμός περιοχής με υψηλό ποσοστό μακροζωίας., νομισματική ζώνη: ΟΙΚΟΝ. ευρύτερη περιοχή (σε σύνολο χωρών) στην οποία οι συναλλαγές γίνονται με καθορισμένο κοινό νόμισμα., πράσινη ζώνη 1. ανοιχτή έκταση γύρω από πόλη, όπου απαγορεύεται η δόμηση. 2. (κ. με κεφαλ. Π, Ζ) περιοχή εμπόλεμης χώρας που ανακηρύσσεται από τον ΟΗΕ ουδέτερη και προστατευόμενη., στρατιωτική ζώνη: ΣΤΡΑΤ. οριοθετημένη έκταση που κατέχεται από στρατιωτικές δυνάμεις: κλειστή ~ ~., τελωνειακή ζώνη: ΟΙΚΟΝ. που βρίσκεται στη δικαιοδοσία των τελωνείων: ~ ~ (αερο)λιμένα. Είδη που εξάγονται σε ελεύθερη ~ ~ (= χωρίς δασμούς)., υγειονομική ζώνη: επιτηρούμενο όριο για την απομόνωση περιοχής, στην οποία έχει εκδηλωθεί επιδημία, και την προστασία των υπολοίπων: ~ ~ προστασίας προσφύγων. [< γαλλ. cordon sanitaire] , αιγιαλίτιδα ζώνη βλ. αιγιαλίτιδα, ακόρεστη ζώνη βλ. ακόρεστος, αντιπυρική ζώνη βλ. αντιπυρικός, απαγορευμένη ζώνη βλ. απαγορευμένος, αποκλειστική οικονομική ζώνη βλ. οικονομικός, αποπυρηνικοποιημένη ζώνη βλ. αποπυρηνικοποιημένος, αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη βλ. αποστρατιωτικοποιώ, γκρίζες ζώνες/περιοχές βλ. γκρίζος, εμπόλεμη ζώνη βλ. εμπόλεμος, ευέλικτη ζώνη βλ. ευέλικτος, εύρος ζώνης βλ. εύρος, ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη βλ. ζωδιακός, ζώνη αγνότητας βλ. αγνότητα, ζώνη κορεσμού βλ. κορεσμός, ζώνη του ευρώ βλ. ευρώ, ζώνη του λυκόφωτος βλ. λυκόφως, ζώνη του πυρός βλ. πυρ, κατοικήσιμη ζώνη βλ. κατοικήσιμος, κόκκινη ζώνη βλ. κόκκινος, λευκή ζώνη βλ. λευκός, μαύρη ζώνη βλ. μαύρος, μικτή ζώνη βλ. μικτός, νεκρή ζώνη βλ. νεκρός, ουδέτερη ζώνη βλ. ουδέτερος, παράκτια ζώνη βλ. παράκτιος, συνορεύουσα ζώνη βλ. συνορεύει, σφαίρα/ζώνη επιρροής βλ. επιρροή ● ΦΡ.: χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση βλ. χτύπημα [< αρχ. ζώνη, γαλλ.-αγγλ. zone, γαλλ. ceinture, αγγλ. band, belt]

ισοζύγιο

ισοζύγιο [ἰσοζύγιο] ι-σο-ζύ-γι-ο ουσ. (ουδ.) {ισοζυγί-ου} 1. ΟΙΚΟΝ. πίνακας στον οποίο καταγράφεται η οικονομική κατάσταση επιχείρησης ή κράτους σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο: δημοσιονομικό/ενεργητικό (: στο οποίο τα έσοδα ξεπερνούν τα έξοδα)/οριστικό/παθητικό ή ελλειμματικό (= στο οποίο τα έξοδα ξεπερνούν τα έσοδα)/προσωρινό/συναλλαγματικό ~. ~ κίνησης κεφαλαίων. Βελτίωση/υποβολή ~ου. Αναλυτικά/συγκεντρωτικά ~α. 2. (επιστ.) η σχέση μεταξύ ορισμένων μεγεθών, κατάσταση ισορροπίας: ενεργειακό/θερμικό/οικολογικό ~. ~ προσφοράς-ζήτησης. ~ αζώτου/νερού (= η διαφορά ανάμεσα στην ποσότητα που προσλαμβάνεται και σε αυτήν που αποβάλλεται από το σώμα ή το έδαφος). Αρνητικό ~ απασχόλησης (= περισσότερες απολύσεις από προσλήψεις). Τα ~α γάλακτος και κρέατος των βιομηχανιών (= εγχώρια-εισαγόμενα). (ΦΥΣ.) ~α μάζας και ενέργειας. Βλ. εξισορρόπηση. ● ΣΥΜΠΛ.: εμπορικό ισοζύγιο: ΟΙΚΟΝ. η διαφορά στην αξία των εμπορικών εισαγωγών και εξαγωγών ενός κράτους κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου: αρνητικό/γεωργικό/θετικό/συνολικό ~ ~. Έλλειμμα/πλεόνασμα στο ~ ~., ισοζύγιο (εξωτερικών) πληρωμών: ΟΙΚΟΝ. σύστημα καταγραφής όλων των οικονομικών συναλλαγών ενός κράτους με τον υπόλοιπο κόσμο σε περίοδο ενός έτους., ισοζύγιο άδηλων συναλλαγών: ΟΙΚΟΝ. που περιλαμβάνει τις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις από τρέχουσες συναλλαγές (άδηλους πόρους και πληρωμές) πέραν του εμπορίου., ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: ΟΙΚΟΝ. τμήμα του ισοζυγίου πληρωμών μιας χώρας που περιλαμβάνει το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο των άδηλων συναλλαγών., υδρολογικό ισοζύγιο & υδατικό ισοζύγιο & υδρολογική ισορροπία (επιστ.): υπολογισμός της εισροής και εκροής υδάτων σε μια περιοχή και των μεταβολών στην αποθήκευση του επιφανειακού και του υπόγειου νερού. [< μτγν. ἰσοζυγής, γαλλ. équilibre, bilan, balance]

κιθάρα

κιθάρα κι-θά-ρα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. μουσικό όργανο με έξι συνήθ. χορδές, μακρύ βραχίονα με κλειδιά στην κεφαλή του για το κούρδισμα των χορδών και πλατύ σκάφος με σχήμα όπως ο αριθμός οκτώ· ειδικότ. η κλασική κιθάρα: μελωδική/ρυθμική ~. Το μπράτσο/η πένα/το σώμα της ~ας. Σόλο ~. Ρεσιτάλ/σολίστ ~ας. Με τη συνοδεία ~ας. Έργα για ~. Ξέρει να γρατζουνάει την ~ (: έχει λίγες γνώσεις ~ας). Στην ~ ο ... (: σε συναυλίες, κατά την παρουσίαση των μελών της ορχήστρας). ● Υποκ.: κιθαρίτσα & κιθαρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική κιθάρα: που χρησιμοποιεί μόνο ακουστικές μεθόδους για την παραγωγή ήχου: ~ές και ηλεκτροακουστικές κιθάρες. [< αγγλ. acoustic guitar, 1958] , ηλεκτρική κιθάρα: που έχει συμπαγές σώμα, μεταλλικές χορδές και ο ήχος της ενισχύεται με ηλεκτρικά μέσα. [< αγγλ. electric guitar, 1938] [< αρχ. κιθάρα ‘λύρα’, ιταλ. chitarra]

κιναισθητικός

κιναισθητικός, ή, ό κι-ναι-σθη-τι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που σχετίζεται με την κιναισθησία: ~ή: αντίληψη/ικανότητα/νοημοσύνη. ~ό: τμήμα (του εγκεφάλου). ~ές: δυσκολίες. ~ά ερεθίσματα. Ακουστικός, οπτικός και ~ τύπος μαθητή. [< γαλλ. kinesthésique, 1931, αγγλ. kinesthetic, 1953]

κλειστός

κλειστός, ή, ό κλει-στός επίθ. 1. που εμποδίζει την είσοδο σε κάποιον χώρο ή την έξοδο από αυτόν, που δεν επιτρέπει τη δίοδο, την πρόσβαση σε κάτι ή την οπτική επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος (βλ. εσώκλειστος). ~ή: ντουλάπα/πόρτα/πύλη/τρύπα. ~ό: γράμμα/δοχείο (= σφραγισμένο)/καπάκι/κιβώτιο/μπουκάλι/παράθυρο/συρτάρι/τζάμι. ~ά: διόδια/παντζούρια/ρολά (= κατεβασμένα)/σύνορα. Πουκάμισο με ~ό γιακά (: κουμπωμένο). ~οί δρόμοι λόγω κατολίσθησης. ~ά άνθη (: μπουμπούκια). Φορά ~ή μπλούζα (ΑΝΤ. έξωμη, εξώπλατη)/~ά παπούτσια (ΑΝΤ. πέδιλα). Διατηρείτε τη συσκευασία ερμητικά ~ή (πβ. θεό-, κατά-, ολό-κλειστος)! Μασώ με ~ό το στόμα. Πβ. κλεισμένος, σφαλιστός. Βλ. μισόκλειστος. ΑΝΤ. ανοιχτός (1) 2. (για χώρο) που έχει σκεπή, σκέπαστρο ή περιφράσσεται: ~ή: αγορά/αίθουσα/πισίνα. ~ό: γκαράζ/γυμναστήριο/θέατρο/κολυμβητήριο/προπονητήριο/στάδιο. Πβ. στεγασμένος. ΑΝΤ. υπαίθριος.|| (ειδικότ. για όχημα) ~ό: αμάξωμα/φορτηγό. Πβ. σκεπαστός. Βλ. περίκλειστος.|| ~ή: αυλή. Πβ. περίφρακτος. 3. που δεν λειτουργεί προσωρινά ή μόνιμα· που δεν επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ός: εκτυπωτής/θερμοσίφωνας/υπολογιστής. ~ή: τηλεόραση. ~ά: κινητά (= απενεργοποιημένα)/τηλέφωνα (: κατεβασμένα). Πβ. εκτός λειτουργίας.|| ~ός: σταθμός. ~ό: αεροδρόμιο. ~ά: γραφεία/νοσοκομεία. Μνημείο ~ό στο κοινό. Το ξενοδοχείο θα παραμείνει ~ό λόγω ανακαίνισης. ~ά τα καταστήματα.|| ~ός: διακόπτης. ~ή: βαλβίδα. Με ~ό φως (= σβηστό). 4. που αποκλείει τη συμμετοχή όσων δεν ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο σύνολο: ~ός: διαγωνισμός. ~ή: διαδικασία/εκδήλωση/λέσχη/λίστα/παρέα/πρόσκληση/συγκέντρωση/συζήτηση/συνάντηση/συνεδρία/σύνοδος/συντεχνία. ~ό: συνέδριο. ~ές: διαβουλεύσεις. Σε ~ό (οικογενειακό) κύκλο (ΣΥΝ. στενός). ~ό δίκτυο τηλεπικοινωνιών (: περιορισμένης πρόσβασης). ΑΝΤ. ανοιχτός (9) 5. για πρόσωπο που διακρίνεται από εσωστρέφεια ή στενότητα πνεύματος· (για ομάδα ανθρώπων) που είναι απομονωμένη, δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκτήσει νέα μέλη, δεν δέχεται επιρροές: ~ός: τύπος/χαρακτήρας. ~ και μοναχικός/ντροπαλός (πβ. αντικοινωνικός· βλ. διαχυτ-, εκδηλωτ-ικός, εξωστρεφής).|| ~ή: κοινωνία/νοοτροπία. ~ές: αντιλήψεις. ~ά: μυαλά (: με προκαταλήψεις). Πβ. συντηρητικός. ΑΝΤ. ανοιχτός (6) 6. (για φυσικό σχηματισμό ή κατασκευή) με μικρό (ή χωρίς) άνοιγμα, κενό· που σχηματίζει ή δημιουργεί οξεία γωνία: ~ός: κόλπος/όρμος (βλ. ημίκλειστος). ~ή: κοιλάδα/πεδιάδα (: στενή). ~ό: αγγείο (βλ. αμφορέας)/λιμάνι.|| (ΜΑΘ.) ~ή καμπύλη (: χωρίς άκρα).|| ~ή: στροφή/τροχιά. ΑΝΤ. ανοιχτός (3) 7. διπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. ~ά: βιβλία. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια. ΑΝΤ. ανοιχτός (4) 8. ΟΙΚΟΝ. προθεσμιακός: ~ές: καταθέσεις. Έχει τα χρήματα σε ~ό λογαριασμό. 9. κρυφός, μυστικός: (σε χαρτοπαίγνιο) Μοιράζονται δύο ~ά φύλλα και ένα ανοιχτό. ● επίρρ.: κλειστά: (για κατάστημα) Είμαστε ~ λόγω διακοπών. ● ΣΥΜΠΛ.: κλειστά σύμφωνα: ΓΡΑΜΜ. που παράγονται με φραγμό σε κάποιο σημείο της στοματικής κοιλότητας (π, τ, κ, μπ, ντ, γκ). Βλ. άηχα, ηχηρά σύμφωνα., κλειστή αγροτική οικονομία: στην οποία δεν δημιουργούνται πλεονάσματα για εμπορική εκμετάλλευση και η κάθε αγροτική μονάδα παράγει και ταυτόχρονα καταναλώνει, επιδιώκοντας την αυτάρκειά της. Πβ. ανταλλακτικός. Βλ. εγχρήματος., κλειστή άμυνα: ΑΘΛ. που εμποδίζει τη δίοδο των αντιπάλων προς την εστία ή το καλάθι: ~ ~ ζώνης. Κατάφερε να (δια)σπάσει την ~ ~ των γηπεδούχων. ΑΝΤ. ανοιχτή άμυνα, κλειστή γωνία: (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) η γωνία του τέρματος που φυλάσσεται από τον τερματοφύλακα: γκολ/σουτ στην ~ ~. , κλειστή ημερομηνία: προκαθορισμένη: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. ΑΝΤ. ανοιχτή ημερομηνία, κλειστή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. απομονωμένη από το διεθνές εμπόριο, χωρίς εμπορικούς δεσμούς. Βλ. ανοιχτή οικονομία. , κλειστή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε σύμφωνο. ΑΝΤ. ανοιχτή συλλαβή, κλειστό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. πλήρες ηλεκτρικό κύκλωμα που επιτρέπει τη δίοδο ρεύματος· (κυρ. ειδικότ.) τηλεοπτικό σύστημα με βιντεοκάμερες το σήμα των οποίων μεταφέρεται μέσω καλωδίων σε οθόνες περιορισμένου αριθμού: ~ ~ παρακολούθησης/τηλεόρασης. Ο χώρος ελέγχεται από ~ ~. Βλ. βιντεοεπιτήρηση. [< αγγλ. closed-circuit, 1949] , κλειστό παιχνίδι: ΑΘΛ. αγώνας στον οποίο οι ομάδες παίζουν αμυντικά: ~ ~ με λίγα γκολ. ΑΝΤ. ανοιχτό παιχνίδι (1), κλειστό σκορ: ΑΘΛ. με μικρή διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων: ντέρμπι με ~ ~ και συναρπαστική εξέλιξη. , κλειστό συμβόλαιο: με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης: διετές ~ ~ συνεργασίας., κλειστός αυτοκινητόδρομος: που δεν διασταυρώνεται στο ίδιο επίπεδο με άλλη οδό, με σιδηροδρομική ή τροχιοδρομική γραμμή ή με λωρίδα για πεζούς, αλλά διαθέτει συγκεκριμένες εισόδους και εξόδους., κλειστός ορίζοντας 1. (μτφ.) που δεν παρέχει δυνατότητες, προοπτικές: οι ~οί ~ες της ανεργίας. Άτομα με ~ούς ~ες (: με παρωπίδες, στερεότυπα). 2. χωρίς ορατότητα., ερωτήσεις κλειστού τύπου/κλειστές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, κλειστά επαγγέλματα βλ. επάγγελμα, κλειστή θάλασσα βλ. θάλασσα, κλειστή φυλακή βλ. φυλακή, κλειστός στίβος βλ. στίβος ● ΦΡ.: με κλειστά (τα) μάτια (μτφ.): ανεπιφύλακτα· κατ' επέκτ. με μεγάλη ευκολία ή δεξιοτεχνία: Κινητό που θα επέλεγα ~ ~.|| Χειρίζεται τον υπολογιστή ~ ~. , βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή βλ. πόρτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, κρατά το στόμα του κλειστό βλ. στόμα, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί [< μτγν. κλειστός, γαλλ. fermé, αγγλ. closed]

κλειστοφοβία

κλειστοφοβία κλει-στο-φο-βί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. παθολογικός φόβος για τους κλειστούς και μικρούς ή στενούς χώρους: Έχω/με πιάνει ~. Βλ. αγοραφοβία, -φοβία. [< γαλλ. claustrophobie, αγγλ. claustrophobia]

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

οικολογία

οικολογία [οἰκολογία] οι-κο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ο): ΟΙΚΟΛ. η επιστημονική μελέτη της πληθώρας και κατανομής των ζωντανών οργανισμών και της αλληλεπίδρασης μεταξύ τους, καθώς και ανάμεσα σε αυτούς και το περιβάλλον· κατ' επέκτ. το ιδεολογικό κίνημα που στοχεύει στην επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον και στην προστασία αυτών με τη συνετή χρήση της τεχνολογίας· οι αντίστοιχες σπουδές: βιομηχανική (: που εξετάζει τη λειτουργία του βιομηχανικού συστήματος και τις αλληλεπιδράσεις του με τη βιόσφαιρα)/γενική/εξελικτική/εφαρμοσμένη/θαλάσσια/κοινωνική/λιβαδική/μικροβιακή/μοριακή/πληθυσμιακή/ριζοσπαστική/σοσιαλιστική ~. Βλ. αγρο~, βιο~, παλαιο~, -λογία.|| Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και ~ας. Εργαστήριο ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική οικολογία: η επιστημονική μελέτη των ήχων ενός οικοσυστήματος και της επίδρασής τους στους ζωντανούς οργανισμούς. [< αγγλ. acoustic ecology, 1960] , ανθρώπινη οικολογία: κλάδος της κοινωνιολογίας και της οικολογίας που μελετά κατά χώρο και χρόνο τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων και της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσής τους σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής τους συνείδησης. [< αγγλ. human ecology, 1933] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Β, Ο): ΦΙΛΟΣ. θεωρία η οποία αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα επιβίωσης σε όλες τις μορφές ζωής και αντιτίθεται στον ανθρωποκεντρισμό. [< αγγλ. deep ecololgy, 1972] , δασική οικολογία: κλάδος που μελετά την αλληλεπίδραση των οργανισμών ενός δασικού οικοσυστήματος και τη σχέση τους με τον περιβάλλοντα χώρο., πολιτική οικολογία (κ. με κεφαλ. Π, Ο): ο αγώνας για την προστασία του περιβάλλοντος ως πολιτική θεωρία και κατ΄επέκτ. το σχετικό πολιτικό κίνημα. [< αγγλ. political ecology] [< γερμ. Ökologie, 1866, αγγλ. ecology, 1873, γαλλ. écologie, 1874, διαδόθηκε περ. το 1968]

ολοκλήρωση

ολοκλήρωση [ὁλοκλήρωση] ο-λο-κλή-ρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. το να φτάνει κάτι στο τέλος του, τελειοποίηση, τελείωση: ~ διαπραγματεύσεων/δοκιμών/ελέγχου/εξαγοράς/εργασιών (: αποπεράτωση, διεκπεραίωση)/μαθημάτων/μελέτης/προγράμματος/πώλησης/σπουδών/συγχώνευσης/συναλλαγής. Διαδικασία/πορεία/προθεσμία ~ης. ~ κατασκευής έργου. Προς ~ η συμφωνία ... Πβ. λήξη, ξεπέταγμα, συμπλήρωση, τελείωμα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ συστήματος (: συνδυασμός διαφορετικών λογισμικών και εφαρμογών).|| (ΤΗΛΕΠ., υπηρεσία τηλεφώνου:) ~ κλήσης.|| Ευρωπαϊκή (: ένταξη των ευρωπαϊκών κρατών σε ενιαίο οικονομικό και πολιτικό σύνολο)/περιφερειακή (: στενότεροι οικονομικοί δεσμοί χωρών που βρίσκονται κοντά γεωγραφικά) ~.|| Πνευματική/σεξουαλική/ψυχοσωματική ~ (πβ. ενηλικίωση, ωρίμανση). Η ~ της προσωπικότητας του ατόμου. Πβ. αυτο-εκπλήρωση, -πραγμάτωση. 2. ΜΑΘ. σύνολο μαθηματικών πράξεων που εκτελούνται για την εύρεση του ολοκληρώματος: αριθμητική/διπλή/παραγοντική/πολλαπλή ~. ~ συναρτήσεων. ~ με αντικατάσταση. Θεωρία μέτρου και ~ης. Βλ. παραγώγιση. ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητηριακή ολοκλήρωση: (στην εργοθεραπεία) η ικανότητα του εγκεφάλου να δέχεται, να ερμηνεύει και να οργανώνει τις πληροφορίες που λαμβάνει από τις αισθήσεις. [< αγγλ. sensory integration] , εθνική ολοκλήρωση: η σύμπτωση των ορίων έθνους και κράτους με την ενσωμάτωση όλων των ομοεθνών πληθυσμών στα σύνορα του κράτους., κάθετη ολοκλήρωση & κάθετη συγκέντρωση: ΟΙΚΟΝ. συγχώνευση εταιρειών διαφορετικού επιπέδου παραγωγής, με σκοπό τον συνδυασμό των δραστηριοτήτων τους και την εκμετάλλευση των κερδών από το στάδιο της παραγωγής μέχρι εκείνο της κατανάλωσης αγαθών, προϊόντων ή υπηρεσιών. Πβ. καθετοποίηση. [< αγγλ. vertical integration] , οριζόντια ολοκλήρωση & οριζόντια συγκέντρωση: ΟΙΚΟΝ. συγχώνευση εταιρειών ιδίων δραστηριοτήτων από μία άλλη εταιρεία, έτσι ώστε να μοιράζονται από κοινού τα οικονομικά οφέλη ή επέκταση του πεδίου δραστηριότητας επιχείρησης σε ένα στάδιο παραγωγής. [< αγγλ. horizontal integration] [< 1: μτγν. ὁλοκλήρωσις 2: γαλλ. intégrale]

οπτική

οπτική [ὀπτική] ο-πτι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣ. κλάδος που μελετά τις ιδιότητες του φωτός και τα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτό, ιδ. τη διάδοση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας: γεωμετρική/μη γραμμική/κβαντική/κυματική ~. Βλ. ηλεκτρο~. 2. οπτική γωνία: μέσα από την ~ (+ γεν.). Πβ. πρίσμα, σκοπιά. [< αρχ. ὀπτική, γαλλ. optique]

οπτικός

οπτικός, ή, ό [ὀπτικός] ο-πτι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με την όραση ή την οπτική: ~ός: έλεγχος. ~ή: αναπηρία/απόδοση/απόλαυση/εμπειρία/εμφάνιση/παρατήρηση/πρόσβαση/σήμανση/ταυτότητα (π.χ. προϊόντων, βλ. λογότυπο). ~ό: κείμενο (= εικόνα)/υλικό/φαινόμενο (π.χ. ουράνιο τόξο). ~ές: ιδιότητες/πληροφορίες. ~ά: βοηθήματα/ερεθίσματα/χαρακτηριστικά.|| (ΑΝΑΤ.) ~ός: φλοιός (του εγκεφάλου). ~ό: νεύρο (οφθαλμού). Βλ. οφθαλμικός.|| (ΟΠΤ.) ~ή: οξύτητα. ~ά: είδη (π.χ. γυαλιά, φακοί επαφής).|| (ΦΥΣ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ό: καλώδιο/πρίσμα/φάσμα. ~ές: διατάξεις/μετρήσεις/συσκευές.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~ός: προγραμματισμός. ~ό: δίκτυο/ποντίκι. ~ή ανάλυση σάρωσης.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: αισθητήρας/σωλήνας. ~ό: μικροσκόπιο/τηλεσκόπιο. ~οί: ανιχνευτές. ~ά: εφέ/όργανα (π.χ. διόπτρα). ~ό και ακουστικό σήμα (: οπτικοακουστικό). Βλ. ηλεκτρο~.|| (ΦΩΤΟΓΡ.) ~ός: σταθεροποιητής (εικόνας)/φακός. ● Ουσ.: οπτικά (τα): οπτικά είδη: εμπόριο/κατάστημα/συλλογή ~ών. ● επίρρ.: οπτικά & (λόγ.) -ώς [ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: οπτική άνεση: που παρέχεται μέσω των κατάλληλων επιπέδων φωτισμού: ~ ~ στο εσωτερικό κτιρίων. Λαμπτήρας που εγγυάται υψηλή ~ ~. Βλ. ακουστική, θερμική άνεση., οπτική αντίληψη: ΨΥΧΟΛ. η ικανότητα αποκωδικοποίησης των ερεθισμάτων που λαμβάνονται από τα όργανα της όρασης. Βλ. ακουστική αντίληψη. [< αγγλ. visual perception] , οπτική επαφή 1. το να είναι κάτι ή κάποιος εντός του οπτικού πεδίου προσώπου: απρόσκοπτη/καθαρή/παρατεταμένη/πρώτη/συνεχής ~ ~. Δατηρώ/έχω άμεση ~ ~ με τον χώρο. 2. ΤΗΛΕΠ. επικοινωνία μέσω οπτικών ινών: απευθείας ~ ~ μεταξύ συσκευών. Απόσταση/γραμμή/διάδοση/συνθήκες ~ής ~ής. Τα ασύρματα δίκτυα απαιτούν ~ ~ ανάμεσα σε πομπό και δέκτη., οπτική όχληση (επίσ.): που προκαλείται από θέαμα το οποίο προσβάλλει την αισθητική κάποιου: ~ ~ από τις οικοδομικές εργασίες., οπτικό ποίημα: ΛΟΓΟΤ. που συνδυάζει τον γραπτό λόγο με την εικόνα ή μεταδίδει οπτικά το νόημα με τον τρόπο διάταξής του., οπτικός θόρυβος: ΦΩΤΟΓΡ. διακυμάνσεις φωτεινότητας ή χρώματος σε εικόνες από σκάνερ ή ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Βλ. κόκκος. [< αγγλ. image noise] , οπτικός πολιτισμός: διεπιστημονικός κλάδος ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των εικόνων, ιδ. όπως αυτές προβάλλονται από τα ψηφιακά μέσα και το διαδίκτυο, καθώς και των μεθοδολογικών-φιλοσοφικών εργαλείων ανάλυσής τους: ~ ~ και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. [< αγγλ. visual culture] , οπτικός τύπος: πρόσωπο που αντιλαμβάνεται και μαθαίνει ευκολότερα κάτι, όταν το βλέπει. Βλ. ακουστικός τύπος. [< γερμ. optischer Typ] , οπτική απάτη βλ. απάτη, οπτική γωνία βλ. γωνία, οπτική εικόνα βλ. εικόνα, οπτική επικοινωνία βλ. επικοινωνία, οπτική ίνα βλ. ίνα, οπτική ποίηση βλ. ποίηση, οπτική πυκνότητα βλ. πυκνότητα, οπτικό ζουμ βλ. ζουμ, οπτικό πεδίο βλ. πεδίο, οπτικός αναγνώστης βλ. αναγνώστης, οπτικός γραμματισμός βλ. γραμματισμός, οπτικός δίσκος βλ. δίσκος, οπτικός θάλαμος βλ. θάλαμος [< αρχ. ὀπτικός, γαλλ. optique, αγγλ. optical, visual]

πανικός

πανικός πα-νι-κός ουσ. (αρσ.) 1. αιφνίδιος, έντονος, ανεξέλεγκτος τρόμος ή αγωνία, που συχνά εμφανίζεται ταυτόχρονα σε πολλά άτομα: γενικευμένος/μεγάλος ~. Καταλαμβάνομαι/κατέχομαι/κυριεύομαι από ~ό. Με πιάνει ~. Προκαλώ (τον) ~ό (= πανικοβάλλω). Σκορπίζω/σπέρνω τον ~ό. Ο σεισμός έφερε ~ό.|| Κίνηση ~ού (: που φανερώνει φόβο, σύγχυση). Ο ~ είναι κακός σύμβουλος. 2. μεγάλη αναστάτωση, αταξία, χαμός: κλίμα/σκηνές ~ού. Σε κατάσταση ~ού οι διεθνείς αγορές. ~ στα σχολεία από κρούσματα μηνιγγίτιδας. Επικρατεί ~.|| Γίνεται ~ στα καταστήματα (: λόγω κοσμοσυρροής). ● ΣΥΜΠΛ.: διαταραχή πανικού: ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχική πάθηση κατά την οποία ο ασθενής παρουσιάζει επαναλαμβανόμενες, αιφνίδιες και σύντομες κρίσεις πανικού., ηθικός πανικός: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. υπερβολική αντίδραση κυρ. των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με αφορμή διάφορα γεγονότα και κοινωνικά φαινόμενα (εγκληματικότητα, παραβατικότητα) που οδηγούν συνήθ. τις κοινωνίες στον παράλογο φόβο πως κινδυνεύει η κοινωνική συνοχή. [< αγγλ. moral panic, 1971] , κρίση πανικού: ΨΥΧΙΑΤΡ. επεισόδιο έντονου φόβου και άγχους. [< αγγλ. panic attack, 1958] , μπουτόν πανικού & κουμπί πανικού: συναγερμός για ειδοποίηση του προσωπικού ασφαλείας ή για παροχή βοήθειας σε κατάσταση επείγουσας ανάγκης. [< αγγλ. panic button, 1948] , μπάρα πανικού βλ. μπάρα [< μτγν. πανικός, γαλλ. panique, αγγλ. panic]

περιγραφή

περιγραφή πε-ρι-γρα-φή ουσ. (θηλ.): αναλυτική ή σύντομη παρουσίαση των χαρακτηριστικών κυρ. προσώπου, πράγματος, χώρου ή γεγονότος, ώστε ο ακροατής ή αναγνώστης να μπορεί να αναπλάσει την εικόνα τους στο μυαλό του: ακριβής/απλή/γενική/γλαφυρή/εκτεταμένη/εξωτερική/εσωτερική/ζωηρή/ζωντανή/λεπτομερής/περιληπτική/πιστή/πλήρης/ρεαλιστική/συνοπτική/φανταστική ~. ~ του κτίριου/προϊόντος. Βλ. αναπαράσταση.|| ~ μαθήματος/προγράμματος. ~ ενός εθίμου/σχεδίου/φαινομένου. ~ των ρόλων και αρμοδιοτήτων. Επιστημονική ~ (= εξήγηση) μιας διαδικασίας. Τεχνική ~ ενός έργου. Λειτουργική ~ ενός συστήματος.|| ~ αθλητικού αγώνα. ~ές από αυτόπτες μάρτυρες (= μαρτυρίες). Πβ. εξιστόρηση. ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική περιγραφή: επικουρική υπηρεσία η οποία βασίζεται στην αφήγηση σκηνής κυρ. ενός τηλεοπτικού προγράμματος, κινηματογραφικού έργου ή μιας θεατρικής παράστασης, ώστε να καθίσταται δυνατή η παρακολούθησή της πλοκής του/της από άτομα με προβλήματα όρασης: υπότιτλοι, ~ ~, νοηματική (: εναλλακτικά κειμένων για ΑμεΑ). [< αγγλ. audio description] [< μτγν. περιγραφή, γαλλ. description]

πόρος

πόρος πό-ρος ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ. στενός αγωγός, δίοδος: ακουστικός/αρτηριακός/βουβωνικός/δακρυϊκός/κυστικός/(εκ)σπερματικός ~. Γαλακτοφόροι/χοληφόροι ~οι. Εκφορητικοί ~οι των αδένων. Βλ. στόμιο.πόροι (οι) 1. μικρά, επιφανειακά ή βαθιά ανοίγματα: οι ~ του σφουγγαριού/του χαρτιού.|| (ΑΝΑΤ.) Οι ~ του δέρματος/της επιδερμίδας. Προϊόν που καθαρίζει σε βάθος τους φραγμένους ~ους (βλ. ακμή, σπυράκια). 2. ΟΙΚΟΝ. έσοδα: δημόσιοι/ιδιωτικοί/κρατικοί ~. Οικονομικοί/χρηματικοί ~. Θεσμοθετημένοι ~. Έκτακτοι/τακτικοί ~ (= εισφορές). Οι ~ της επιχείρησης/του ιδρύματος/ταμείου. Οι ~ που εισπράχθηκαν. Αύξηση/εξάντληση/μείωση των διαθέσιμων ~ων. Άντληση/(απο)δέσμευση/απώλεια/έλλειψη/παροχή ~ων. Αξιοποίηση/κατανομή/διοχέτευση/εκμετάλλευση των ~ων. Σε αναζήτηση ~ων. Έχει μείνει χωρίς/δεν έχει ~ους (= εισοδήματα). ΣΥΝ. πρόσοδοι. 3. εκμεταλλεύσιμα αγαθά, που αποτελούν πηγές άντλησης οφέλους: αλιευτικοί/θαλάσσιοι ~. Εδαφικοί/ενεργειακοί (= πηγές ενέργειας)/ορυκτοί/υλικοί ~. Πολιτιστικοί/στρατηγικοί/τουριστικοί ~. Πβ. κεφάλαιο, πλούτος.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Υπολογιστικοί ~. Οι ~ του δικτύου/συστήματος (: μνήμη, περιφερειακές συσκευές). || Ψηφιακοί ~οι. ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλοι πόροι: ΟΙΚΟΝ. εισοδήματα των οποίων η προέλευση δεν είναι φανερή ή γνωστή και συνήθ. δεν εμφανίζεται στην εφορία ή σε ισολογισμό (εμβάσματα μεταναστών, ναυτιλία, τουρισμός)., ανθρώπινοι πόροι: το ανθρώπινο δυναμικό επιχείρησης. [< αγγλ. human resources, 1975] , γενετικοί πόροι: ΟΙΚΟΛ. γενετικό υλικό με πραγματική ή δυνητική αξία: ζωικοί/φυτικοί ~ ~. Προστασία των δασικών ~ών ~ων., γλωσσικοί πόροι: ΠΛΗΡΟΦ. ψηφιοποιημένα γλωσσικά δεδομένα: διαχείριση ~ών ~ων. Bλ. ΚΓΠ, σώμα κειμένων, τράπεζα δεδομένων/πληροφοριών., εθνικοί πόροι: το σύνολο των οικονομικών αξιών που προέρχονται από εγχώριους συντελεστές παραγωγής: περιορισμένοι ~ ~. Δαπάνες που προβλέπεται να καλυφθούν αμιγώς από ~ούς ~ους., κοινοτικοί πόροι: χρήματα που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση: απορρόφηση/εισροή ~ών ~ων. [< αγγλ. Community resources] , φυσικοί πόροι: κάθε στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών και αποτελεί αξία για το κοινωνικό σύνολο: ανανεώσιμοι (: νερό, ξυλεία, τροφές, φυτικά καύσιμα)/μη ανανεώσιμοι (: κάρβουνο, μάρμαρο, μέταλλα, πετρέλαιο)/ιαματικοί ~ ~. Αποθέματα ~ών ~ων. [< αγγλ. natural resources, 1956] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, υδάτινοι πόροι βλ. υδάτινος ● ΦΡ.: από ιδίους πόρους (επίσ.) & (λόγ.) εξ ιδίων πόρων: με έσοδα που προέρχονται από τον ίδιο, όχι από άλλη πηγή: Τα έξοδα καλύφθηκαν ~ ~. Χρηματοδότηση ~ ~. [< 1: αρχ. πόρος, γαλλ. pore 2,3: αγγλ. resources, γαλλ. ressources]

-φιλία

-φιλία β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που εκφράζει 1. ενδιαφέρον, αγάπη σε σχέση με ό,τι αναφέρει το α' συνθετικό: βιβλιο~ (βλ. -μανία). Ζωο~/κυνο~. Αγγλο~/γαλλο~/γερμανο~. ΑΝΤ. -φοβία. 2. συγκεκριμένη προδιάθεση, σεξουαλική συμπεριφορά ή διαταραχή: αιμο(ρρο)~.|| Eτεροφυλο~/ομοφυλο~.|| Παιδο~. Παρα~. 3. ιδιότητα οργανισμού ή υλικού να απορροφά, να συγκρατεί μια ουσία: υδρο~. 4. φιλία: λυκο~.

-φιλος

-φιλος, η, ο β' συνθετικό ονομάτων που δηλώνει: αγάπη, προτίμηση ή τάση για ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: (επίθ.) ειρηνό~. Ξενό~ (ΑΝΤ. -φοβος). Δυτικό~.|| Θερμό~/μεσό~/ψυχρό~.|| Υδρό~.|| Αρχαιό~. Βλ. -πληκτος.|| (ουσ.) Ζωό~/θεατρό~/ποδοσφαιρό~. Πβ. -λάτρης.|| (για διαταραχή) Παιδό~.

-φοβία

-φοβία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε φοβία, συνήθ. παθολογική: ευθυνο~.|| Αγγλο~/ξενο~ (ΑΝΤ. -μανία, -φιλία).|| Aγορα~/αερο~/ακρο~/ανθρωπο~/αρρωστο~/εγκληματο~/ετερο~/κινδυνο~/κλειστο~/νομο~/νοσο~/ομο~/τρανσ~/φωτο~/υψο~.

-φορία

-φορία (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. κτήση, το να φέρει κάποιος κάτι: οπλο~.|| (ενέργεια, διαδικασία) Παρασημο~. 2. ανάπτυξη: αει~/ανθο~/καρπο~.|| (μτφ.) Κερδο~. 3. πορεία, πομπή: λαμπαδη~ (πβ. -δρομία).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.