Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2848 εγγραφές  [0-20]


  • -δήποτε {άκλ.} (συνήθ. επιτατ.): επίθημα αντωνυμιών και επιρρημάτων με αοριστολογική σημασία ή/και γενικευτική αναφορά: οποιοσ~/οποτε~/οπου~/οπωσ~/οσοσ~/οτι~. Βλ. αναφορικές αντωνυμίες.
  • -ής, -ιά, -ί : κατάληξη επιθέτων που δηλώνουν χρώμα: βυσσιν~/θαλασσ~/μενεξεδ~.|| (και ως άκλ. τ.) Βιολετ-ί φούστα.
  • -οντας & -ώντας {άκλ.}: κατάληξη της ενεργητικής επιρρηματικής μετοχής ενεστώτα: διαβάζ-οντας/κοιτάζ~/τρέχ~. Τραγουδ-ώντας.|| (σε αποθετικά ρ.) Στέκ-οντας. Διηγ-ώντας.
  • αβάν πρεμιέρ [ἀβάν πρεμιέρ] α-βάν πρε-μιέρ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: η ανεπίσημη πρώτη παρουσίαση κυρ. κινηματογραφικού ή θεατρικού έργου πριν από την έναρξη των προβολών ή των παραστάσεων για το ευρύ κοινό: ~ του φεστιβάλ. Η ταινία θα προβληθεί σε ~.|| (ως επίθ.) ~ προβολή. [< γαλλ. avant-première]
  • αβάν-γκαρντ & αβανγκάρντ [ἀβάν-γκαρντ] α-βάν-γκαρντ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: πρωτοπορία: θεατρική/κινηματογραφική ~. Η ~ της διανόησης/της μουσικής. Οι δημιουργοί/τα λογοτεχνικά κινήματα της ~. ~ και μοντερνισμός (πβ. αβανγκαρντισμός).|| (ως επίθ.) ~ αισθητική/συνθέτης/ταινία/τέχνη. ~ και ελιτίστικο περιοδικό. Πβ. καινοτόμος, ρηξικέλευθος. ΣΥΝ. εμπροσθοφυλακή (2) [< γαλλ. avant-garde]
  • αβάνς [ἀβάνς] α-βάνς ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. χρονισμός ανάφλεξης σε μηχανές εσωτερικής καύσης: αυτόματο/μεταβαλλόμενο ~. ~ κινητήρα/μοτέρ. Πβ. προ-ανάφλεξη, -πορεία. [< γαλλ. avance]
  • αβαντάζ [ἀβαντάζ] α-βα-ντάζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. πλεονέκτημα, συνήθ. στον αθλητισμό: διπλωματικό/μεγάλο/τεχνολογικό/ψυχολογικό ~. Έχει το ~ έναντι του .../σε σχέση με ...|| Βαθμολογικό ~. (Το) ~ (της) έδρας. Με ~ τη νίκη/δέκα βαθμών. Η ομάδα έχει αποκτήσει/εξασφαλίσει σημαντικό ~ για την πρόκριση. ΣΥΝ. αβάντα (2), ατού (1) ΑΝΤ. μειονέκτημα, ντεζαβαντάζ 2. ΑΘΛ. (κυρ. στο τένις, πινγκ πονγκ) βαθμός που κερδίζεται μετά από ισοπαλία, ο οποίος δίνει τη δυνατότητα στον παίκτη να κερδίσει το παιχνίδι, εάν σκοράρει έναν ακόμη πόντο. [< γαλλ. avantage]
  • άβαταρ [ἄβαταρ] ά-βα-ταρ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς}: ΠΛΗΡΟΦ. σκίτσο ή εικόνα την οποία επιλέγει ένας χρήστης του διαδικτύου σαν είδος ταυτότητας, εκτός από το ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί, συνήθ. σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και διαδικτυακά παιχνίδια. [< αγγλ. avatar, 1986 < σανσκριτικό avatāra ‘κάθοδος’ (από τον ουρανό μιας θεότητας σε ανθρώπινη μορφή)]
  • αβοκάντο [ἀβοκάντο] α-βο-κά-ντο ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΒΟΤ. ο αχλαδόσχημος καρπός του ομώνυμου τροπικού δέντρου (επιστ. ονομασ. Persea gratissima), που έχει βαθυπράσινη ή μαυριδερή φλούδα, μεγάλο κουκούτσι και μαλακή κιτρινοπράσινη ψίχα με βουτυρώδη γεύση: μους/σάλτσα ~. Δροσιστικό ντιπ/σαλάτα (με) ~ (βλ. γουακαμόλε). Γαλάκτωμα/λάδι ~. Βλ. ανανάς. [< αγγλ. avocado < ισπαν. aguacate < γλ. Nαχουάτλ των Αζτέκων āhuacatl ‘όρχις’, πβ. ιταλ. avocado, 1955]
  • Αβραάμ [Ἀβραάμ] Α-βρα-άμ κύριο όν. (αρσ.) {άκλ.}: συνήθ. στη ● ΦΡ.: του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά/τα καλά βλ. αγαθά [< μτγν. Ἀβραάμ]
  • αγάντα [ἀγάντα] α-γά-ντα επιφών. {άκλ.} ΝΑΥΤ. 1. (ως παράγγελμα ή προτροπή) κράτα!, πιάσε!, γερά!: ~ τα κουπιά/το σχοινί. Προχώρα ~.|| (μτφ.) ~ και φτάσαμε. ~ (: βάστα) καρδιά μου. ~ παλικάρια! (βλ. κουράγιο) 2. {ως ουσ. θηλ.} πάσσαλος ή κρίκος για την πρόσδεση σκαφών. Πβ. δέστρα.
  • άγαρ [ἄγαρ] ά-γαρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (σπάν.) άγαρ άγαρ: φυσικός πολυσακχαρίτης που παράγεται από κόκκινα φύκια και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων και φαρμάκων ως πηκτικός παράγοντας και σταθεροποιητής: (μη) θρεπτικό ~. || (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Καλλιέργεια μικροοργανισμών σε ~. Βλ. άλγη, πηκτίνη. [< αγγλ. agar, γαλλ. agar-agar]
  • αγγλέ [ἀγγλέ] αγ-γλέ επίθ. {άκλ.}: αγγλικός: δαντέλα/κοντάκι/σος ~. [< γαλλ. anglais]
  • αγιατολάχ [ἀγιατολάχ] α-για-το-λάχ ουσ. (αρσ.) {άκλ.}: θρησκευτικός ηγέτης των σιιτών με πολιτική δύναμη. [< αγγλ. ayatollah, 1950, γαλλ. ~, 1977]
  • αγιούτο [ἀγιοῦτο] α-γιού-το ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. (παλαιότ.) ομαδικό παραδοσιακό παιχνίδι (είδος κυνηγητού). 2. (λαϊκό) βοήθεια: ~, σύντροφε/χριστιανοί! [< ιταλ. aiuto]
  • αγκαζέ [ἀγκαζέ] α-γκα-ζέ επίρρ. {άκλ.} 1. κρατώντας ο ένας το μπράτσο του άλλου: Περπατούσαν (πιασμένοι) ~. ΣΥΝ. αλά μπρατσέτα & αλαμπρατσέτα 2. {ως επίθ.} δεσμευμένος με υπόσχεση ή συμφωνία: Λυπάμαι, η θέση/το μαγαζί/το τραπέζι είναι ~ (= ρεζερβέ). Δεν θα βγούμε απόψε, γιατί είμαι ~. Ο άντρας που της αρέσει είναι ~ (ΣΥΝ. πιασμένος). ● ΦΡ.: κάποιος/κάτι πάει αγκαζέ με (μτφ.): συνοδεύεται από, συνδέεται άμεσα με (κάποιον ή κάτι): Η χαρά ~ ~ (= δίπλα δίπλα) με τον πόνο. [< γαλλ. engagé]
  • αγκορά [ἀγκορά] α-γκο-ρά επίθ./ουσ. {άκλ.} & αν(γ)κορά: ράτσα ζώων (αίγας, κουνελιού, γάτας) με μακρύ, λεπτό και απαλό τρίχωμα· συνεκδ. το νήμα ή το μαλλί που φτιάχνεται από αυτά καθώς και το αντίστοιχο ρούχο. Πβ. μοχέρ. [< γαλλ. angora]
  • Αδάμ [Ἀδάμ] Α-δάμ κύριο όν. (αρσ.) {άκλ.}: το όνομα του πρώτου ανθρώπου στην ΠΔ: Ο ~ και η Εύα, οι πρωτόπλαστοι. Κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: το μήλο του Αδάμ: λαρυγγικός χόνδρος σε σχήμα θυρεού, ο οποίος συνήθ. προεξέχει στους άνδρες. ΣΥΝ. θυρεοειδής χόνδρος, καρύδι (2) [< γαλλ. pomme d΄Adam] ● ΦΡ.: από τον καιρό του Νώε βλ. Νώε, στην εξορία του Αδάμ βλ. εξορία [< μτγν. Ἀδάμ]
  • αεροζόλ [ἀεροζόλ] α-ε-ρο-ζόλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΧΗΜ. αιώρημα, συνήθ. υγρών ή στερεών σωματιδίων, μέσα σε αέριο και η σχετική συσκευή: ~ χωρίς προωθητικό αέριο. Εισπνεόμενα αντιβιοτικά υπό μορφή ~. Βλ. εκνέφωση, νεφελοποιητής.|| Περιέκτες ~. ~ για τα κουνούπια (: εντομοκτόνο). ΣΥΝ. αερόλυμα [< αγγλ. aerosol, 1923, γαλλ. aérosol, 1928]
  • αεροπανό [ἀεροπανό] α-ε-ρο-πα-νό ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: πανό που αναρτάται σε μεγάλο ύψος ή το σέρνει μικρό αεροπλάνο: διαφημιστικά/προεκλογικά ~. Κρεμώ ~ σε δρόμους και κτίρια.|| Βλ. αεροδιαφήμιση.

αγαθά

αγαθά [ἀγαθά] α-γα-θά ουσ. (ουδ.) (τα) 1. μέσα (προϊόντα ή υπηρεσίες) που ικανοποιούν υλικές κυρ. ανάγκες του ανθρώπου: ακίνητα/βασικά/βιομηχανικά/δημόσια/έμμεσα (: που συντελούν στην παραγωγή άλλων αγαθών, ΑΝΤ. άμεσα)/κινητά/υλικά ~. Αγορά/απόκτηση/διακίνηση/εισαγωγή/κόστος/πώληση/συσσώρευση ~ών. Τα ~ της Γης (: οι καρποί).|| Άφησε όλα του τα ~ (= την περιουσία) στην κόρη του. Έχασε όλα του τα ~ (: ό,τι είχε και δεν είχε).|| Πνευματικά/πολιτιστικά ~ά. 2. (μτφ.) ωφέλιμες συνέπειες, κέρδη, πλεονεκτήματα: Τα ~ της δημοκρατίας/της εργασίας/του πολιτισμού/της τεχνολογίας. ● ΣΥΜΠΛ.: άυλα αγαθά βλ. άυλος, βιοτικά αγαθά βλ. βιοτικός, ελεύθερα αγαθά βλ. ελεύθερος, επενδυτικά αγαθά βλ. επενδυτικός, καταναλωτικά αγαθά βλ. καταναλωτικός, κεφαλαιουχικά αγαθά βλ. κεφαλαιουχικός, οικονομικά αγαθά βλ. οικονομικός ● ΦΡ.: του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά/τα καλά: πλούτη, υλικά αγαθά και γενικότ. ευτυχία: Είχαν ~ ~, δεν τους έλειπε τίποτα. Οι γονείς του τον μεγάλωσαν με όλα ~ ~. Πβ. του κόσμου τ' αγαθά.|| (ως ευχή-λαϊκό) ~ ~ να έχεις! Ο Θεός να σας δώσει ~ ~! Πβ. τα ελέη του Θεού., τα αγαθά κόποις κτώνται βλ. κόπος [< αγγλ. goods, γαλλ. biens, γερμ. Güter]

αεροδιαφήμιση

αεροδιαφήμιση [ἀεροδιαφήμιση] α-ε-ρο-δι-α-φή-μι-ση ουσ. (θηλ.): διαφήμιση προϊόντος ή υπηρεσίας σε πανό που σύρεται από αεροπλάνο ή ελικόπτερο. Πβ. αεροπορική διαφήμιση.

άλγη

άλγη [ἄλγη] άλ-γη ουσ. (θηλ.) & άλγη (τα): ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ. φυτικοί οργανισμοί (φύκια και μονοκύτταρα φυτά του γλυκού νερού) που αναπτύσσονται σε υγρά μέρη, συνήθ. κατά αποικίες, τα περισσότερα από τα οποία περιέχουν χλωροφύλλη: γονίδιο της ~ης. Εμφάνιση ανεπιθύμητης ~ης σε ενυδρείο/στο χώμα. Απομακρύνω/εξαφανίζω/καταπολεμώ/περιορίζω την ~. Ψάρια που τρέφονται με ~ (βλ. γλείφτης). Βλ. κυανοβακτήρια, χλωρέλα. [< γαλλ. algue, αγγλ. alga]

ανανάς

ανανάς [ἀνανάς] α-να-νάς ουσ. (αρσ.) {ανανάδες}: ΒΟΤ. ποώδες τροπικό φυτό (επιστ. ονομασ. Ananassa sativa) με μεγάλα ξιφοειδή φύλλα που σχηματίζουν ρόδακα και ιδ. ο εδώδιμος καρπός του με χυμώδη, αρωματική, κίτρινη σάρκα, σκληρή αγκαθωτή κίτρινη-καφέ φλούδα και θύσανο από ακανθώδη φύλλα στην κορυφή του: ~ κονσέρβα. Τούρτα/χυμός ~ά. Βλ. τροπικά φρούτα. [< γαλλ. ananas]

εκνέφωση

εκνέφωση [ἐκνέφωση] ε-κνέ-φω-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ψεκασμός: ~ απολυμαντικού. Συστήματα πυρόσβεσης με ~ νερού (= καταιονισμό). Βαφή/ξήρανση µε ~. Πβ. νεφελοποίηση, υδρονέφωση. [< γαλλ. nébulisation, 1965]

εξορία

εξορία [ἐξορία] ε-ξο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. εκδίωξη κάποιου από την πατρίδα του ή εκτοπισμός του σε επιτηρούμενη περιοχή εντός της χώρας στην οποία ζει, που επιβάλλεται ως ποινή: (παλαιότ.) Μας έστειλαν/μας πήγαν ~. Ξερονήσια/τόποι ~ας πολιτικών κρατουμένων. Διώξεις, φυλακίσεις και ~ες. Πβ. εκπατρισμός, εκτόπιση, εξορισμός, υπερορία. Βλ. αυτο~, εξοστρακισμός. 2. (συνεκδ.) ο τόπος όπου εξορίζεται κάποιος και η κατάσταση του να ζει εκεί εξόριστος: Κρατούμενος που γύρισε/επανήλθε/επέστρεψε από την ~. Αγωνιστής που έζησε/πέθανε στην ~.|| (μτφ.-προφ.) Εδώ στην ~ που ζω ... (: συνήθ. για στρατιώτη ή δημόσιο υπάλληλο που υπηρετεί σε μακρινό και απομονωμένο μέρος). ● ΦΡ.: στην εξορία του Αδάμ: πολύ μακριά, σε απρόσιτο τόπο: Ζει/μένει σ' ένα μικρό χωριό, ~ ~. Πβ. στου δια(β)όλου τη μάνα. [< 1: μτγν. ἐξορία]

Νώε

Νώε [Νῶε] Νώ-ε κύριο όν. (αρσ.) {άκλ.}: στα ● ΣΥΜΠΛ.: Κιβωτός του Νώε βλ. κιβωτός ● ΦΡ.: από τον καιρό του Νώε & από τον καιρό του Αδάμ (και της Εύας) (εμφατ.): από πολύ παλιά: έπιπλα ~ ~ (= παμπάλαια). Έχω να τον δω ~ ~ (= εδώ και πολύ καιρό)., κατακλυσμός του Νώε βλ. κατακλυσμός [< μτγν. Νῶε]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  info@academyofathens.gr

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.