Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 573 εγγραφές  [0-20]


  • ADSL (το): Ασύμμετρη Ψηφιακή Συνδρομητική Γραμμή. [< αμερικ. Asymmetric Digital Subscriber Line]
  • CNN (το): Σι Εν Εν, Καλωδιακό Δίκτυο Ειδήσεων (των ΗΠΑ). Διεθνώς γνωστός τηλεοπτικός σταθμός. [< αμερικ. Cable News Network, 1980]
  • CPU (το): Κεντρική Μονάδα Επεξεργασίας (υπολογιστή). ΣΥΝ. επεξεργαστής (1) [< αμερικ. Central Processing Unit, 1961]
  • EP2 : μουσικός δίσκος μέσης διάρκειας. Βλ. LP. [< αμερικ. Extended-Play, 1954]
  • HTML (το/η): Γλώσσα Σήμανσης Υπερκειμένου. [< αμερικ. Hypertext Markup Language, 1989]
  • HTTP (το): Πρωτόκολλο Μεταφοράς Υπερκειμένου. [< αμερικ. Hypertext Transfer Protocol, 1992]
  • ISDN (το): Ψηφιακό Δίκτυο Ενοποιημένων Υπηρεσιών. [< αμερικ. Integrated Services Digital Network, 1984]
  • JPEG  ΠΛΗΡΟΦ. μορφή αρχείου για συμπίεση και αποθήκευση εικόνων.[ < αμερικ. Joint Photographic Experts Group, 1988]
  • LAN (το): Τοπικό Δίκτυο. [< αμερικ. Local Area Network, 1981]
  • LP (το): μουσικός δίσκος μακράς διαρκείας, τριάντα τριών στροφών. Βλ. EP2. [< αμερικ. Long-Play, 1954]
  • MVP : ο πιο πολύτιμος παίκτης (σε αθλητικό αγώνα, κυρ. μπάσκετ ή ποδοσφαίρου). [< αμερικ. Most Valuable Player]
  • αγγελόσκονη [ἀγγελόσκονη] αγ-γε-λό-σκο-νη ουσ. (θηλ.) (αργκό): παραισθησιογόνο ναρκωτικό: Tο LSD και η ~ είναι συνθετικά ναρκωτικά. [< αμερικ. angel dust, 1970]
  • αεροβικός , ή, ό [ἀεροβικός] α-ε-ρο-βι-κός επίθ. & αεροβιακός: ΓΥΜΝ. που επιτυγχάνει την οξυγόνωση του οργανισμού και κατ' επέκτ. τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης: ~ή: προπόνηση. ~ές: ασκήσεις. ~ά: αθλήματα. ● Ουσ.: αεροβική (η): γυμναστική που γίνεται με γρήγορες, έντονες, συνήθ. χορευτικές κινήσεις, συνοδεία μουσικής: πρόγραμμα ~ής. Βλ. σουηδική γυμναστική, στεπ, στρέτσινγκ. ΣΥΝ. αεροβίωση (1), αερόμπικ [< αμερικ. aerobics, 1967, γαλλ. aérobic, 1981] [< αγγλ. aerobic]
  • αερόσακος [ἀερόσακος] α-ε-ρό-σα-κος ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. σάκος που φουσκώνει αυτόματα σε περίπτωση σύγκρουσης, για να προστατεύσει τον οδηγό και τους επιβάτες γιωταχί από βαρύ τραυματισμό: μπροστινός ~. Πλευρικοί ~οι. ~ συνοδηγού. Αισθητήρας/(απ)ενεργοποίηση ~ου. ~οι τύπου κουρτίνας. Βλ. παθητική ασφάλεια, προεντατήρας. 2. (σπάν.-μτφ.) οτιδήποτε ή οποιοσδήποτε παρέχει προστασία: Ανέλαβε να παίξει τον ρόλο του "~ου". [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. airbag, 1970, ιταλ. ~, 1989, γαλλ. ~, 1992]
  • αίρμπολ [αἴρμπολ] αίρ-μπολ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & έρμπολ: (στο μπάσκετ) τελείως άστοχο σουτ, που δεν βρίσκει ούτε το ταμπλό ούτε το στεφάνι: Στην τελευταία κρίσιμη προσπάθεια έκανε ~. [< αμερικ. Airball, 1967]
  • άισμπεργκ [ἄισμπεργκ] ά-ι-σμπεργκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΒΟΤ. είδος μαρουλιού, κατάλληλο για σαλάτα. [< αμερικ. iceberg lettuce]
  • αλιγάτορας [ἀλιγάτορας] α-λι-γά-το-ρας ουσ. (αρσ.) {αλιγατόρων}: ΖΩΟΛ. μεγάλο ερπετό που ζει σε ποταμούς της Αμερικής και της Κίνας, συγγενικό με τον κροκόδειλο, αλλά με πλατύτερο και πιο κοντό ρύγχος. Βλ. κροκοδειλοειδή. [< αμερικ. alligator]
  • αλτ2 ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΠΛΗΡΟΦ. (σε πληκτρολόγιο ηλεκτρονικού υπολογιστή) πλήκτρο που μπορεί να πατηθεί μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλο (στη δεύτερη περίπτωση για να εκτελέσει μια εναλλακτική λειτουργία): αριστερό/δεξί ~. Κρατάς πατημένο το ~. Βλ. κοντόλ, σημ. 3. [< αμερικ. alt(ernate key), Alt key, 1968]
  • αμερικανικός , ή, ό [ἀμερικανικός] α-με-ρι-κα-νι-κός επίθ. & (προφ.) αμερικάνικος 1. που σχετίζεται με τις ΗΠΑ ή/και τους Αμερικανούς. Βλ. αντι~, ευρω~, παν~. 2. που αναφέρεται στην Αμερική ως ήπειρο: ~ά: κράτη. Βλ. λατινο~. ● Ουσ.: Αμερικανικά (τα) & (επίσ.) Αμερικανική (η): η Αγγλική που μιλιέται στις ΗΠΑ· αλλιώς αμερικανικά αγγλικά (σε αντιδιαστολή προς τα βρετανικά αγγλικά). [< αγγλ. American English] ● ΣΥΜΠΛ.: αμερικανικό όνειρο: το κοινωνικό πρότυπο μιας άνετης και επιτυχημένης ζωής μέσα σε ένα περιβάλλον ίσων ευκαιριών και ελευθερίας. [< αμερικ. Αmerican dream, 1931] , αμερικανικό πλάνο βλ. πλάνο [< γαλλ. américain]
  • άμπερ αλέρτ [ἄμπερ ἀλέρτ] ά-μπερ α-λέρτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: σύστημα άμεσης και έγκαιρης δημόσιας κοινοποίησης και μετάδοσης πληροφοριών, που αφορά την εξαφάνιση παιδιών. Βλ. σίλβερ αλέρτ. [< αμερικ. Amber (ακρ. America's Missing Broadcast Emergency Response) Alert, 1997]

κροκοδειλοειδή

κροκοδειλοειδή [κροκοδειλοειδῆ] κρο-κο-δει-λο-ει-δή ουσ. (ουδ.) (τα): ΖΩΟΛ. τάξη ερπετών με δυνατά σαγόνια, τέσσερα κοντά πόδια και σκληρό, φολιδωτό δέρμα, χαρακτηριστικά είδη της οποίας είναι ο κροκόδειλος και ο αλιγάτορας. [< γαλλ. crocodiliens]

πλάνο

πλάνο πλά-νο ουσ. (ουδ.) 1. πρόγραμμα, σχέδιο που αναλύει έναν ευρύτερο στόχο σε επιμέρους στάδια: επενδυτικό/επιχειρηματικό/οικονομικό ~. Δεκαετές/εβδομαδιαίο/ετήσιο ~. ~ ανάπτυξης/δράσης/ενεργειών/εργασίας/μαθήματος/μάρκετινγκ. Έλλειψη ~ου (= προγραμματισμού, σχεδιασμού). ~ Β (βλ. σχέδιο Β). Κατάρτιση/υλοποίηση ενός ~ου. Δεν υπάρχει (ένα) καθορισμένο/σαφές/συγκεκριμένο ~. Δεν έχουν ~/κινούνται χωρίς ~. Άλλαξαν τα ~α του. Ακολουθώ/εφαρμόζω/καταστρώνω/τροποποιώ το ~. Όλα έγιναν σύμφωνα με το (αρχικό/βασικό) ~. Η αγορά ενός σπιτιού δεν βρίσκεται/είναι/περιλαμβάνεται στα ~α τους. Πβ. ατζέντα. 2. σχεδιάγραμμα: ~ βιβλιοθήκης/θέσεων. Γενικό ~ του εκθεσιακού χώρου. 3. ΚΙΝΗΜ. η πιο μικρή ενότητα ενός φιλμ· συνεκδ. λήψη: κινηματογραφικά/τηλεοπτικά/ψηφιακά ~α. Αμοντάριστα/μονταρισμένα ~α. Εξωτερικά/εσωτερικά ~α (: σε εξωτερικούς/εσωτερικούς χώρους). Σταθερά/στατικά ~α. ~α αρχείου. Τράβηξε ένα γενικό ~ του χώρου/κοντινό ~ (= γκρο πλαν) της ηθοποιού. Παρακολουθώ/προβάλλονται ~α της ταινίας/από την ταινία. Βλ. κάδρο, καρέ, σεκάνς, σκηνή. ● ΣΥΜΠΛ.: αμερικανικό πλάνο: ΚΙΝΗΜ. στο οποίο οι άνθρωποι καδράρονται από το κεφάλι μέχρι τα γόνατα. [< γαλλ. plan americain] , πλάνο εδραίωσης: ΚΙΝΗΜ. γενικό πλάνο με το οποίο προβάλλονται τα αντικείμενα, οι ηθοποιοί και οι μεταξύ τους σχέσεις στον χώρο: Ταινία που ξεκινά με ένα ~ ~., σε πρώτο/δεύτερο πλάνο 1. (μτφ.) σε πρώτη/δεύτερη θέση από άποψη ενδιαφέροντος, σπουδαιότητας: Ερώτημα/θέμα/πρόβλημα που έρχεται/περνά/μπαίνει σε πρώτο ~ (: στο επίκεντρο της προσοχής). Βάζω/θέτω (κάτι) ~ ~. Ο πολιτισμός (βρίσκεται/έμεινε) σε δεύτερο ~ (: μπήκε σε δεύτερη μοίρα). 2. ΚΙΝΗΜ. -ΦΩΤΟΓΡ. στο μπροστινό/πίσω μέρος της εικόνας: Στο πρώτο ~ διακρίνεται ... Σε δεύτερο ~ φαίνεται ... (πβ. φόντο). [< γαλλ. au premier/second plan ] [< γαλλ. plan]

EP2

EP2: μουσικός δίσκος μέσης διάρκειας. Βλ. LP. [< αμερικ. Extended-Play, 1954]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.