Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2483 εγγραφές  [0-20]


  • αβγατίζω [ἀβγατίζω] α-βγα-τί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αβγάτι-σα, (σπάν.) -στηκε} & αυγατίζω & αβγαταίνω (λαϊκό) 1. αυξάνω, πολλαπλασιάζω: ~ τα κέρδη/τα λεφτά/τον τζίρο. Δουλεύοντας σκληρά ~σε το βιος του. ΑΝΤ. ελαττώνω. 2. (στο γ' εν.) αυξάνεται: ~ει: το εισόδημα/η παραγωγή/η περιουσία/η συγκομιδή. ANT. λιγοστεύει, μειώνεται. [< μεσν. αβγατίζω]
  • αγαλλιάζω [ἀγαλλιάζω] α-γαλ-λι-ά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγαλλία-σα} & αγαλλιώ, (εσφαλμ.) αγαλιάζω (λόγ.-λογοτ.): προκαλώ ή αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: ~ στην απαράμιλλη θέα. ~ει η καρδιά/ο νους/η ψυχή. ~σε με τα λόγια του. Ανθισμένα φυτά/τραγούδια που σε ευχαριστούν και σε ~ουν. ΣΥΝ. αναγαλλιάζω, ευφραίνομαι ● ΦΡ.: χαίρετε και αγαλλιάσθε βλ. χαίρω [< μεσν. αγαλλιάζω]
  • αγάλλομαι [ἀγάλλομαι] α-γάλ-λο-μαι ρ. (αμτβ.) {μόνο στο ενεστ. θ.} (λογοτ.): αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: Χαίρομαι και ~. ~εται (και σκιρτά) η ψυχή. ~ονται οι πιστοί. Βλ. αγαλλιάζω.|| (κάλαντα Χριστουγέννων) Οι ουρανοί ~ονται, χαίρει η κτίσις/η φύσις όλη. [< αρχ. ἀγάλλομαι]
  • αγανακτώ [ἀγανακτῶ] α-γα-να-κτώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγανακτ-είς, -ώντας | αγανάκτ-ησα, -ισμένος} & (προφ.) αγαναχτώ 1. (αμτβ.) αισθάνομαι αγανάκτηση, εξοργίζομαι: ~ με/για την αδικία/αχαριστία/προσβολή. ~ λόγω των λανθασμένων χειρισμών. ~ησα και του έβαλα τις φωνές. ~ησε γιατί/που δεν έπαιζε καλά η ομάδα. Η κοινή γνώμη έχει ~ήσει από την αδυναμία της Πολιτείας να ... Βλ. δυσανασχετώ.|| (μτβ.-σπανιότ.) Με ~ησε η αδιαφορία του για το μάθημα! 2. {κυρ. στον αόρ.} (συνεκδ.) δυσκολεύομαι, κοπιάζω για κάτι με αποτέλεσμα την έντονη δυσφορία: ~ησα (= δεινοπάθησα, είδα κι έπαθα) μέχρι να τον πείσω. [< αρχ. ἀγανακτῶ]
  • αγαπώ [ἀγαπῶ] α-γα-πώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αγαπ-άς, -ά κ. -άει ... | αγάπ-ησα, -ιέμαι, (σπάν. μτχ. -ώμενος), -ήθηκα, -ώντας, -ημένος} & αγαπάω 1. νιώθω αγάπη για κάποιον/κάτι: ~ τους γονείς/τα παιδιά μου. ~ά(ει) όλο τον κόσμο. Σ' ~ με όλη μου την καρδιά/πολύ/σαν τα μάτια μου. ~ τη ζωή/τη χώρα μου.|| (προφ.-ευχετ.) Να χαρείς ό,τι ~άς. ΑΝΤ. απεχθάνομαι, εχθρεύομαι, μισώ 2. είμαι ερωτευμένος με κάποιον: Την ~ά και θέλει να την παντρευτεί. Τον ~ησα (πβ. υπερ~) τρελά/με πάθος. 3. δείχνω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι, ασχολούμαι με αυτό: ~ά τα γράμματα/τον αθλητισμό. ~ά(ει) την περιπέτεια (= του αρέσει, τον γοητεύει). ● Παθ.: αγαπιέμαι: αποτελώ αντικείμενο αγάπης, εκτίμησης, θαυμασμού ή ερωτικού πόθου: Αγαπώ και ~. Hθοποιός/τραγουδιστής/εκπομπή που ~ήθηκε από πολύ κόσμο/από μικρούς και μεγάλους. ~ιούνται βαθιά/παράφορα/πραγματικά. ● ΦΡ.: αγάπα το(ν) φίλο σου με τα ελαττώματά του (παροιμ.): να είσαι ανεκτικός στις αδυναμίες του φίλου σου., αγαπά(ει) να: του αρέσει, συνηθίζει να: ~ ~ διαβάζει ποίηση/μαγειρεύει/με πειράζει., αγαπάτε αλλήλους (ΚΔ): προτροπή για αγάπη και ομόνοια., άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε (προφ.): όταν αποφεύγει κανείς να πει τη γνώμη του για ένα επίμαχο θέμα και συνήθ. στρέφεται σε κάτι άσχετο ή παραπλανητικό: Η απάντησή του στην ερώτησή μου ήταν ~ ~., αν αγαπάτε: (ανάμεσα σε κόμματα) αν θέλετε, αν προτιμάτε: Η εξουσία είναι, ~ ~, μια μορφή επιβεβαίωσης., όποιος αγαπά παιδεύει: η αγάπη μπορεί να γίνει βασανιστική, καταπιεστική., όπως αγαπάτε: (συνήθ. ως απάντηση σε ερώτημα) όπως θέλετε, όπως προτιμάτε: Θα πάμε με το αυτοκίνητο ή με το λεωφορείο; ~ ~., σ' αγαπάει η πεθερά σου (παλαιότ.): λέγεται όταν έρθει επισκέπτης στο σπίτι την ώρα του φαγητού, συχνά με περιπαικτική διάθεση, επειδή πριν από τον γάμο η πεθερά συνήθιζε να περιποιείται στο τραπέζι τον γαμπρό καλύτερα από όλους., αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη βλ. κλέφτης, δεν αγαπάει ούτε τ' άντερά του βλ. άντερο, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς! βλ. γουστάρω [< αρχ. ἀγαπῶ, γαλλ. aimer, αγγλ. love]
  • αγιάζω [ἁγιάζω] α-γιά-ζω & (επίσ. σ-γι-ά-ζω) ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αγία-σα (λαϊκό) άγιασα, αγιά-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (μτβ.) (για κληρικό) ραντίζω με αγιασμένο νερό, ευλογώ με κατάλληλες ευχές: Τα Θεοφάνεια οι ιερείς ~ουν τα νερά. Ο παπάς ~σε το αυτοκίνητο/τα κόλλυβα/το σπίτι. ~στηκε το πρόσφορο. Βλ. εξ~. ΣΥΝ. καθαγιάζω 2. (αμτβ.) γίνομαι, αναγνωρίζομαι ως άγιος: ~σε με τον βίο και τον μαρτυρικό του θάνατο. Ασκήτεψε και ~σε (= αγιοποιήθηκε).|| (μτφ.) Κανένας δεν ~σε στον τόπο του (: δεν αναγνωρίστηκε η αξία του). Με τα λόγια κανείς ποτέ δεν ~σε! (: οι πράξεις έχουν βαρύνουσα σημασία). ● ΦΡ.: γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου!: ως έκφραση επιδοκιμασίας για κάτι που είπε κάποιος., και να θες ν' αγιάσεις (δεν σ' αφήνει/δεν μπορείς) (εμφατ.): σε περιπτώσεις που ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση ενοχλεί και σκανδαλίζει τους άλλους, κάνοντάς τους να παρεκτρέπονται: Με τόσους πειρασμούς και να θες ν' αγιάσεις, δεν μπορείς., ν' αγιάσεις (σπάν.-λαϊκό): ως παράκληση ή έντονη προτροπή, για να πει ή να κάνει κάποιος κάτι: Πες μου, ~ ~, έχω δίκιο ή όχι; Άντε μπράβο ~ ~, κάνε αυτό που σου λέω. Πβ. να σε χαρώ/να χαρείς., ν' αγιάσουν τα κόκαλά του/τα πεθαμένα σου/τα χέρια τους/τα χώματα που κείτεται: ως έκφραση επιδοκιμασίας για κάτι που συνέβη ή ως προτροπή, για να γίνει κάτι. Πβ. να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου., σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος μένει προκλητικά αδιάφορος σε εχθρικές ενέργειες, σκύβει υποτακτικά το κεφάλι ή υποβάλλεται σε κάποια άσκοπη θυσία., ο σκοπός αγιάζει τα μέσα βλ. σκοπός ● βλ. αγιασμένος [< μτγν. ἁγιάζω]
  • αγκιστρώνω [ἀγκιστρώνω] α-γκι-στρώ-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγκίστρω-σα, -θηκε, -μένος} ΑΝΤ. απαγκιστρώνω 1. στερεώνω κάτι συνήθ. σε άγκιστρο ή με αυτό: ~ τον κρίκο στον γάντζο (πβ. γαντζώνω).|| Μηχανισμός που ~ει σε δύο θέσεις. Το μικρόφωνο ~ει πάνω στο ρούχο.|| (μτφ.) ~ (: προσελκύω, τραβώ) τον αναγνώστη/την προσοχή (κάποιου). 2. τοποθετώ αγκίστρι στην πετονιά ή πιάνω με το αγκίστρι: ~ ψάρια.|| ~ (= δολώνω) την πετονιά με γαρίδα. ● Παθ.: αγκιστρώνομαι: (μτφ.) προσκολλώμαι σε κάποιον ή κάτι: ~θηκαν στην εξουσία/στον πλούτο (πβ. γαντζώνομαι, εξαρτώμαι). Έχει ~θεί σε παρωχημένα συνθήματα. ~μένος πάνω μου/στα αξιώματα.|| Οι ιοί ~ονται πάνω στο κύτταρο. [< μτγν. ἀγκιστρῶ]
  • αγκομαχώ [ἀγκομαχῶ] α-γκο-μα-χώ ρ. (αμτβ.) {αγκομαχ-άς ..., -ώντας | αγκομάχ-ησε, -ήσει} & αγκομαχάω 1. (για άνθρωπο ή ζώο) ανασαίνω με δυσκολία, λαχανιάζω: ~ούσαν από την πεζοπορία. Έβηχε και ~ούσε. Έτρεξαν, ίδρωσαν, ~ησαν.|| Το γαϊδούρι ~ούσε από το βαρύ φορτίο. 2. βογκώ, αναστενάζω και κατ' επέκτ. δυσκολεύομαι να τα βγάλω πέρα, υποφέρω: (μτφ.) ~ούν για να τα καταφέρουν/ξεπεράσουν την ύφεση. Ο λαός ~ούσε κάτω από τον τυραννικό ζυγό. Η ομάδα ~ησε να πάρει την πρόκριση.|| Η οικονομία της χώρας ~εί. 3. (μτφ.) (κυρ. για μηχανές) κάνω δυνατό θόρυβο λόγω πίεσης ή προβληματικής λειτουργίας: Το σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο ~ούσε στην ανηφόρα. 4. (σπάν.) (για ετοιμοθάνατο) χαροπαλεύω. Βλ. -μαχώ. [< μεσν. αγκομαχώ]
  • αγκυλώνω [ἀγκυλώνω] α-γκυ-λώ-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγκύλ-ωσα, -θηκα, -μένος, -οντας} 1. τσιμπώ, τρυπώ με κάτι αιχμηρό ή ενοχλητικό: Η τριανταφυλλιά ~ει (με τα αγκάθια της). Αυτό το πουλόβερ με ~ει. ~θηκα με τη βελόνα. Πάτησε αχινό και ~θηκε. 2. (μτφ.) σταματώ κάθε εξέλιξη, ακινητοποιώ: Η γραφειοκρατία ~ει κάθε προσπάθεια για εξυγίανση. ~θηκε στους δογματισμούς του παρελθόντος. ~μένο: σύστημα. ~μένα: μυαλά. (Παρα)μένει ~μένος/~μένη σε προκαταλήψεις. Πβ. καθηλώνω. 3. (μτφ.-λογοτ.) πληγώνω: Τα άδικα λόγια σου με ~ουν. ● Μτχ.: αγκυλωμένος , η, ο: ΙΑΤΡ. που έχει υποστεί αγκύλωση, ακαμψία: ~α: άκρα. [< μεσν. αγκυλώνω]
  • αγκυροβολώ [ἀγκυροβολῶ] α-γκυ-ρο-βο-λώ ρ. (αμτβ.) {αγκυροβολ-εί ...| αγκυροβόλ-ησα, -ημένος}: σταθεροποιώ, ακινητοποιώ ένα πλεούμενο ρίχνοντας άγκυρα· γενικότ. αράζω: Ο στόλος ~ησε (= προσορμίστηκε) ανοιχτά της Κρήτης/στο λιμάνι (= ελλιμενίστηκε)/σε ορμίσκο. ~ημένη: θαλαμηγός. ~ημένο: σκάφος. ΑΝΤ. βιρ-, σαλπ-άρω.|| (μτφ.) Μετά τις περιπέτειές του ~ησε στο πατρικό του σπίτι. Βλ. -βολώ. [< αρχ. ἀγκυροβολῶ]
  • αγορεύω [ἀγορεύω] α-γο-ρεύ-ω ρ. (αμτβ.) {αγόρευ-σα} (λόγ.) ΣΥΝ. ρητορεύω 1. εκφωνώ λόγο ενώπιον ακροατηρίου (στη Βουλή, στο δικαστήριο): ~ από το βήμα της Βουλής/ενώπιον του δικαστηρίου/επικριτικά. ~σε για τον μετριασμό της ποινής. Ο συνήγορος/η υπεράσπιση ~ει. Βλ. αν~, προσ~. 2. (ειρων.) μιλώ με προσποιητό, πομπώδες ύφος: ~ει με στόμφο. ● ΦΡ.: τις αγορεύειν βούλεται; (αρχαιοπρ.): (ερώτηση του κήρυκα στην Εκκλησία του Δήμου της αρχαίας Αθήνας) ποιος θέλει να μιλήσει, να εκφωνήσει λόγο, το βήμα είναι ελεύθερο γι' αυτόν που θέλει να πάρει τον λόγο. [< 1: αρχ. ἀγορεύω]
  • αγοροφέρνω [ἀγοροφέρνω] α-γο-ρο-φέρ-νω ρ. (αμτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ., συνήθ. στο γ' πρόσ.} (προφ.): (για κορίτσι) μοιάζω με αγόρι στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά. Βλ. -φέρνω.
  • αγουροξυπνώ [ἀγουροξυπνῶ] α-γου-ρο-ξυ-πνώ ρ. (αμτβ.) {αγουροξυπν-άς ... | αγουροξύπν-ησα, -ήσει, -ημένος}: ξυπνώ προτού συμπληρωθούν οι απαραίτητες ώρες ύπνου: Έχει ~ήσει και είναι όλο νεύρα.
  • αγριεύω [ἀγριεύω] α-γρι-εύ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγρί-εψα, -εύτηκα, -εμένος} 1. εξαγριώνω, εξοργίζω· θυμώνω πολύ, γίνομαι επιθετικός: Μην ~εις τον σκύλο και σου ορμήξει! Οι κακουχίες ~ουν τον άνθρωπο. ΑΝΤ. ημερεύω.|| Τον φοβάμαι, όταν ~ει. Το μάτι/η όψη του ~εψε. Πβ. γίνομαι θηρίο/Τούρκος. 2. φοβίζω κάποιον: Μην τον ~εις τον μικρό, πιάστον με το καλό.|| Η απόλυτη ησυχία με ~ει.|| (+ γεν. προσ. αντων.) Μη μου ~εις εμένα, γιατί δεν σηκώνω πολλά πολλά (πβ. φοβερίζω). ΣΥΝ. τρομάζω (1) 3. (για κάτι) γίνεται άγριο, τραχύ, κυρ. ως προς την όψη ή την αφή: Όταν φυσάει βοριάς, το τοπίο ~ει.|| Καθαρίζει τις πλαστικές επιφάνειες, χωρίς να τις ~ει (ΑΝΤ. εξομαλύνει, λειαίνει). ~εψαν τα χέρια μου από τις δουλειές (πβ. ξηράθηκαν, έσκασαν).αγριεύει (μτφ.): επιδεινώνεται, εντείνεται: ~εψε ο άνεμος (ΣΥΝ. δυνάμωσε. ΑΝΤ. καταλάγιασε, εξασθένησε, ημέρωσε, κόπασε)/η θάλασσα (ΣΥΝ. φουρτούνιασε. ΑΝΤ. γαλήνεψε, ημέρεψε)/ο καιρός (ΣΥΝ. χάλασε, χειροτέρευσε. ΑΝΤ. γλύκανε, μαλάκωσε.)/ο ποταμός (πβ. φούσκωσε).|| ~ η κομματική αντιπαράθεση/η μάχη (ΣΥΝ. φουντώνει). Τα πράγματα ~εψαν (ΑΝΤ. ηρέμησαν).|| ~εψε το παιχνίδι (: σε τυχερά παιχνίδια, όταν αρχίζουν να παίζονται μεγάλα ποσά, ή στο ποδόσφαιρο, όταν γίνονται σκληρά μαρκαρίσματα). ● Παθ.: αγριεύομαι: τρομάζω, φοβάμαι: ~ μόνη μου στο σπίτι/όταν βλέπω θρίλερ. ~εύτηκα κλεισμένος στο ασανσέρ τόση ώρα. [< μεσν. αγριεύω]
  • αγρυπνώ [ἀγρυπνῶ] α-γρυ-πνώ ρ. (αμτβ.) {αγρυπν-άς κ. -είς ...| αγρύπν-ησα, -ήσει, -ώντας} & αγρυπνάω 1. μένω ξύπνιος τη νύχτα· κατ' επέκτ. είμαι σε εγρήγορση, επαγρυπνώ: ~ δίπλα στο κρεβάτι του αρρώστου (πβ. ξαγρυπνώ, ξενυχτώ). Οι μοναχοί ~ούν και προσεύχονται.|| Η Πυροσβεστική Υπηρεσία ~ά όλο το εικοσιτετράωρο. 2. ΕΚΚΛΗΣ. παρίσταμαι σε ολονύκτια ακολουθία, αγρυπνία. [< 1: αρχ. ἀγρυπνῶ]
  • αγωνιώ [ἀγωνιῶ] α-γω-νι-ώ ρ. (αμτβ.) {αγωνι-άς ..., -ώντας | μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.}: διακατέχομαι από αγωνία, έντονη ανησυχία ή ανυπομονησία για κάτι: ~ για την έκβαση των γεγονότων/για τη θέση μου στην εταιρεία/με τη σκέψη ότι θα είσαι μακριά/να μάθω νέα σου (= ανυπομονώ). Τηλεφώνησε μόλις φτάσεις, για να μην ~ (= ανησυχώ). Πβ. αδημονώ, κάθομαι (πάνω) σ' αναμμένα κάρβουνα, καρδιοχτυπώ. [< αρχ. ἀγωνιῶ]
  • αδειάζω [ἀδειάζω] α-δειά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άδεια-σα, -σει, -στηκε, -στεί, αδειάζ-οντας, αδεια-σμένος} 1. βγάζω από κάτι το περιεχόμενό του, το καταναλώνω ή το μεταφέρω, το ξεφορτώνω κάπου αλλού: ~ τη βαλίτσα/τη δεξαμενή/τον κάδο/το περίστροφο (στον αέρα/στο σώμα κάποιου, πβ. πυροβολώ)/το συρτάρι/το τασάκι/την τσάντα. Ο σπιτονοικοκύρης μού ζήτησε ν' ~σω το σπίτι (= να το ξενοικιάσω, να φύγω).|| (προφ.) ~σε ένα ταψί μόνος του (= έφαγε)/το μισό μπουκάλι (= ήπιε)/όλο του το πιάτο.|| ~ τα απορρίμματα/τους επιβάτες (πβ. αποβιβάζω)/το λάδι (πβ. χύνω)/τα λύματα/το φορτίο. ~ το νερό στα ποτήρια (από την κανάτα, πβ. ρίχνω). ΑΝΤ. γεμίζω (1) 2. (μτφ.-προφ.) αφήνω κάποιον (συνήθ. υφιστάμενο) εκτεθειμένο, ακάλυπτο, δεν τον υποστηρίζω: ~σε τον συνεργάτη/τον φίλο του. Την κρίσιμη στιγμή που τον είχα ανάγκη, με ~σε (: με εγκατέλειψε, κρέμασε, πούλησε).|| (στο ποδόσφαιρο) Πέτυχε γκολ, αφού πρώτα ~σε όλη την άμυνα (: απέφυγε τους αμυντικούς με προσποίηση). Βλ. καλύπτω. 3. (προφ.) έχω ελεύθερο χρόνο για κάτι: Θα σου τηλεφωνήσω μόλις ~σω. Δεν ~ (= δεν έχω χρόνο) να σε δω σήμερα. Χθες δεν ~σα (= δεν μου έμεινε καθόλου χρόνος) ούτε για φαΐ! Πβ. προλαβαίνω. ΣΥΝ. ευκαιρώ ● αδειάζει: (συνήθ. για χώρο) μένει άδειος, εκκενώνεται: ~ η αίθουσα (από μαθητές)/η γειτονιά/το γήπεδο/ο δρόμος/το νησί (: ερημώνει)/η παραλία/η πόλη (: εγκαταλείπεται)/το σπίτι/ο τόπος (ΑΝΤ. γεμίζει). ~σε η μπαταρία (= αποφορτίστηκε)/το ντεπόζιτο/το πορτοφόλι(/το ταμείο/η τσέπη μου (: έμεινα χωρίς λεφτά)/το στομάχι μου (: πεινάω). ~σε η θέση του διευθυντή/ένα τραπέζι (σε εστιατόριο).|| (μτφ.) ~σε η ζωή/ο νους/η ψυχή μου (από σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα). Οι λέξεις ~σαν από νόημα. ● ΦΡ.: αδειάζω τη γωνιά/τον τόπο (μτφ.-προφ.): (συνήθ. στην προστ.) φεύγω από κάπου όπου είμαι ανεπιθύμητος: Μάζεψε τα πράγματά σου και άδειασέ μας ~! Άδειασέ μου ~ και μη σε ξαναδώ στα μάτια μου! Δεν μας αδειάζεις ~; Πβ. κοπάνα τη, ξεκουμπίσου, σπάσε, στα τσακίδια, στρίβε, τσακίσου, φύγε. [< μεσν. αδειάζω]
  • αδελφώνω [ἀδελφώνω] α-δελ-φώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αδέλφω-σε, -θηκε, -μένος} & αδερφώνω 1. συντελώ στη δημιουργία αδελφικών και γενικότ. στενών, αρμονικών δεσμών: Η μουσική ~ει τους λαούς. Ένας κόσμος ~μένος και ειρηνικός. Ενωμένη και ~μένη χώρα. Μονιασμένοι και ~μένοι.|| (μτφ.) Το νερό και η πέτρα ~ονται (: συνυπάρχουν ισόρροπα) στην Ήπειρο. 2. ΓΕΩΡΓ. (για φυτό) βγάζει παραφυάδες: Το καλάμι ~ει γρήγορα.
  • αδημονώ [ἀδημονῶ] α-δη-μο-νώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αδημον-είς ...| μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (απαιτ. λεξιλόγ.): ανυπομονώ, λαχταρώ: ~εί για .../να .../πότε θα ...|| Η ώρα πέρναγε και άρχισε να ~εί (= να αγωνιά, να ανησυχεί). [< αρχ. ἀδημονῶ]
  • αδιαθετώ [ἀδιαθετῶ] α-δι-α-θε-τώ ρ. (αμτβ.) {αδιαθετ-είς ... | αδιαθέτ-ησα, -ήσει} 1. (για γυναίκα) μου έρχεται περίοδος: Περιμένει ν' ~ήσει. 2. αρρωσταίνω, ασθενώ ελαφρά: ~ησε ξαφνικά και ανέβασε πυρετό. [< γαλλ. indisposer]

αγαλλιάζω

αγαλλιάζω [ἀγαλλιάζω] α-γαλ-λι-ά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγαλλία-σα} & αγαλλιώ, (εσφαλμ.) αγαλιάζω (λόγ.-λογοτ.): προκαλώ ή αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: ~ στην απαράμιλλη θέα. ~ει η καρδιά/ο νους/η ψυχή. ~σε με τα λόγια του. Ανθισμένα φυτά/τραγούδια που σε ευχαριστούν και σε ~ουν. ΣΥΝ. αναγαλλιάζω, ευφραίνομαι ● ΦΡ.: χαίρετε και αγαλλιάσθε βλ. χαίρω [< μεσν. αγαλλιάζω]

αγιασμένος

αγιασμένος, η, ο [ἁγιασμένος] α-γι-α-σμέ-νος & α-για-σμέ-νος επίθ.: που έχει αγιαστεί, εξαγνιστεί: ~ος: γέροντας/τόπος. ~η: ζωή/μορφή. ~ο: λάδι/λείψανο/νερό/σώμα της Εκκλησίας. ~α: οστά. Ο ~/(λόγ.) ηγιασμένος άρτος/οίνος (: της Θείας Κοινωνίας). ~ο να 'ναι τ’ όνομά του! Βλ. ευλογημένος, προηγιασμένος. ● ΣΥΜΠΛ.: άγια χώματα βλ. άγιος ● βλ. αγιάζω

άντερο

άντερο [ἄντερο] ά-ντε-ρο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό.-προφ.): έντερο. ● ΦΡ.: βγάζει τ' άντερά του (μτφ.): κερδίζει πολλά χρήματα., δεν αγαπάει ούτε τ' άντερά του (μειωτ.): δεν νοιάζεται για κανένα, είναι σκληρός και ανελέητος: Μην περιμένεις τίποτα από δαύτον! Αυτός ~ ~!, δεν μου έμεινε άντερο (μτφ.): γέλασα υπερβολικά. Πβ. πεθαίνω, ξεκαρδίζομαι στα γέλια., λάδωσε/λίγδωσε τ' άντερο/τ' αντεράκι (κάποιου) (μτφ.): χόρτασε ή απόκτησε υλικά αγαθά., στριμμένο άντερο (μειωτ.): άνθρωπος ιδιότροπος, στρυφνός. Πβ. ανάποδος, κέρατο., του βγάζω τ' άντερα (μτφ.) 1. ξεκοιλιάζω, μαχαιρώνω, σκοτώνω: (απειλητ.) Να του πεις πως, αν τον δω, θα του βγάλω ~! 2. (σπάν.) ξεχαρβαλώνω, χαλάω κάτι: Προσπάθησε να φτιάξει το ραδιόφωνο και του έβγαλε ~!, βγάζω/ξερνώ τ' άντερά μου βλ. ξερνώ, μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα βλ. γυρίζω, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας [< μεσν. άντερο(ν)]

-βολώ

-βολώ & -βολάω: επίθημα ρημάτων που δηλώνει 1. (επιτατ.) σταθερό χαρακτηριστικό ή επαναλαμβανόμενη ενέργεια: μοσχο~/σπινθηρο~/φεγγο~/φωτο~.|| Γεννο~. 2. ρίψη, πέταγμα: αγκυρο~/πετρο~/πυρο~. Βλ. -βολία, -βόλος.

γουστάρω

γουστάρω γου-στά-ρω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γούσταρ-α κ. γουστάρ-ιζα, γουστάρ-ισα, -οντας} & (σπάν.) γουστέρνω (λαϊκό): μου προκαλεί ευχαρίστηση, μου αρέσει: ~ τα ταξίδια. ~ (πολύ) που κερδίσαμε (= ευχαριστιέμαι, χαίρομαι). ~ει να διαβάζει βιβλία (= τη βρίσκει). Δεν ~ να μου λες τι να κάνω/να τον βλέπω. Δεν ~ πάρε-δώσε/παρτίδες μαζί του. Έλα, όποτε ~εις (= θέλεις, επιθυμείς). Κάνει ό,τι (του) ~ει (= ό,τι του κάνει κέφι, ό,τι του καπνίσει). (νεαν. αργκό) -Λέμε να πάμε για καφέ, θα έρθεις; -Δεν ~.|| (για πρόσ.) Δεν τον ~ καθόλου (= δεν τον πάω). Τη ~ει (: ενν. ερωτικά). ● ΦΡ.: (κι) άμα σου γουστάρει/άμα γουστάρεις!: (ως κατηγορηματική δήλωση) είτε σου αρέσει είτε όχι: Εγώ πάντως θα πάω κι ~ ~!, έτσι γουστάρω/έτσι μου γουστάρει (προφ.): για να δηλώσει κάποιος ρητά πως θα κάνει αυτό που θέλει: Εγώ ~ ~ και σ' όποιον αρέσει! Φεύγω, επειδή ~ ~!, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς! (εμφατ.): ό,τι θες, ό,τι σου αρέσει: Κάνε ~ ~! [< ιταλ. gustare]

δυσανασχετώ

δυσανασχετώ [δυσανασχετῶ] δυ-σα-να-σχε-τώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {δυσανασχετ-είς ...| δυσανασχέτ-ησα, -ώντας} (λόγ.): εκδηλώνω δυσαρέσκεια για κάτι: ~εί με τις εξελίξεις/τα μέτρα. Περίμενε υπομονετικά, χωρίς να ~εί. Πβ. αγανακτώ, βαρυγκομώ, διαμαρτύρομαι, δυσφορώ. [< αρχ. δυσανασχετῶ]

καλύπτω

καλύπτω κα-λύ-πτω ρ. (μτβ.) {κάλυ-ψα, καλύ-φθηκε κ. -φτηκε, -μμένος (λόγ. κεκαλυμμένος), καλύπτ-οντας, -όμενος} 1. τοποθετώ κάτι πάνω ή μπροστά από κάτι άλλο: Το πάτωμα ~φθηκε με μάρμαρο/μοκέτα/πλακάκια (= επενδύθηκε, επικαλύφθηκε, στρώθηκε). Τα πάντα έχουν ~φτεί από/με σκόνη/σύννεφα καπνού/χιόνι. ΣΥΝ. σκεπάζω.|| ~ψαν (= γέμισαν) τον λάκκο με χώμα.|| ~ψε το πρόσωπο με τα χέρια της. Κάλυπτε (= έκρυβε) την είσοδο με το σώμα του.|| Τον ~ψε με μια κουβέρτα.|| Τοίχος ~μμένος με ταπετσαρία (βλ. περι~). Τούρτα ~μμένη με σαντιγί. Η διόρθωση των γραπτών γίνεται με ~μμένα τα ονόματα (των εξεταζομένων). ~μμένος με κουκούλα.|| (μτφ.) Πέπλο μυστηρίου ~ει την υπόθεση. Η δυνατή μουσική ~ψε τις φωνές. 2. (μτφ.) προστατεύω, προφυλάσσω: (σε ένοπλη συμπλοκή) ~ψέ με (να περάσω απέναντι)! Αν γίνει σεισμός, ~φθείτε κάτω από κάποιο έπιπλο!|| Δεν μπορούν να του κάνουν τίποτα, τον ~ει ο νόμος. Σε περίπτωση ατυχήματος/βλάβης, σας ~ει η ασφάλεια/η εγγύηση. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν ~ψε τον υπουργό (: τον άφησε εκτεθειμένο, τον άδειασε). Θέλω να είμαι ~μμένος (= διασφαλισμένος) ό,τι και να γίνει.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~μμένα: ομόλογα (: πλήρους εξασφάλισης). Βλ. ακάλυπτη επιταγή. 3. (μτφ.) εκπληρώνω, ικανοποιώ: Δεν νιώθει συναισθηματικά ~μμένη από τη σχέση της. Προσπαθούν να ~ψουν τις ανάγκες/τις απαιτήσεις/τα γούστα του κοινού. Πβ. ανταποκρίν-, αντεπεξέρχ-ομαι. Βλ. υπερ~.|| Η υποτροφία τού ~ει τα δίδακτρα. Η δαπάνη ~φθηκε από δωρεές/έρανο. Διακοπές με όλα τα έξοδα ~μμένα (= πληρωμένα).|| Η προσφορά δεν ~ει τη ζήτηση (: είναι μικρότερή της).|| (προφ.) Δεν έχω να προσθέσω τίποτα, με έχεις ~ψει (: είπες όσα ήθελα να πω). 4. (μτφ.) διανύω, διατρέχω: ~ψαν μια απόσταση/διαδρομή ... χιλιομέτρων. 5. (μτφ.) εξετάζω, πραγματεύομαι· (ειδικότ., στη δημοσιογραφία) ερευνώ ή/και παρουσιάζω ένα θέμα ή γεγονός: Η μελέτη ~ει την περίοδο από τον ... μέχρι τον ... αιώνα π.Χ.|| ~ μια συνέντευξη ραδιοφωνικά/τηλεοπτικά. Ποιος ~ψε το ρεπορτάζ; Η εκδήλωση ~εται (= μεταδίδεται) από τα κανάλια.|| Η ορχήστρα ~ψε (= ανέλαβε) το μουσικό μέρος της εκδήλωσης. 6. (μτφ.) αναπληρώνω, συμπληρώνω: Οι κενές θέσεις θα ~φθούν από τους επιλαχόντες.|| Στο τελευταίο πεντάλεπτο, ~ψαν τη διαφορά στο σκορ. Τρέχει για να ~ψει τον χαμένο χρόνο. 7. (μτφ.) ολοκληρώνω, τελειώνω: ~ψαν την ύλη του μαθήματος. 8. (μτφ.) αποκρύπτω, συγκαλύπτω: Θέλουν να ~ψουν το σκάνδαλο. Βλ. ανα~. ΣΥΝ. αποσιωπώ, θάβω (4), καπακώνω (3), κουκουλώνω (2) ΑΝΤ. αποκαλύπτω (1), ξεσκεπάζω (2) ● καλύπτει: καταλαμβάνει: Οι εγκαταστάσεις ~ουν (= πιάνουν) (μια) έκταση ... στρεμμάτων.|| Η ανθολογία/έκθεση ~ μια περίοδο ... ετών. Πβ. διαρκεί. ● ΦΡ.: καλύπτω το κενό/τα κενά: αντιμετωπίζω τις ελλείψεις που έχουν δημιουργηθεί: Προσπαθούν να ~ψουν το κενό που δημιουργήθηκε με την αποχώρησή του.|| Πρέπει να ~ψεις τα κενά σου στα Μαθηματικά!, καλυφθείτε!: ΣΤΡΑΤ. παράγγελμα σε στρατιώτες να φορέσουν τα πηλήκια ή τους μπερέδες τους. ΑΝΤ. αποκαλυφθείτε!, καλύπτω/ανακτώ/(ξανα)κερδίζω το χαμένο έδαφος βλ. έδαφος, φυλάω/καλύπτω τα νώτα μου βλ. νώτα ● βλ. κεκαλυμμένος [< αρχ. καλύπτω, γαλλ. couvrir, αγγλ. cover]

κλέφτης

κλέφτης κλέ-φτης ουσ. (αρσ.) {κλεφτ-ών} & κλέπτης, κλέφτρα (η) 1. πρόσωπο που κλέβει: επαγγελματίας ~. ~ αυτοκινήτων/έργων τέχνης/κινητών. Κύκλωμα/συμμορία ~ών. Πιάστηκε/συνελήφθη ο ~. Μπήκαν ~ες στο μαγαζί/σπίτι. Πβ. διαρρήκτης, ληστής. Βλ. αρχι~, ζωο~.|| Προσέξτε μη σας γελάσουν, είναι ~ες (= απατεώνες, λωποδύτες)!|| (μτφ.) ~ της καρδιάς (βλ. καρδιοκλέφτρα). 2. ΙΣΤ. {συνήθ. στον πληθ.} μέλος ανυπότακτων ορεσίβιων ομάδων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της αντίστασης κατά των Τούρκων: ~ες κι αρματολοί. Το λημέρι των ~ών. Βλ. πρωτο~. 3. ΒΟΤ. σπόρος με λεπτά και λευκά νημάτια που μεταφέρεται σε μεγάλη απόσταση από τον αέρα. ● Υποκ.: κλεφταράκος & κλεφτάκος (ο) ● Μεγεθ.: κλεφταράς & (σπάν.) κλέφταρος (ο) (επιτατ.) ● ΦΡ.: αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη (παροιμ.): αυτός που έχει αδικηθεί, θα βρει τελικά το δίκιο του., κλέφτες κι αστυνόμοι: παιδικό ομαδικό παιχνίδι, κυνηγητό., μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε (παροιμ.): έρχεται η στιγμή που οι απατεωνιές, οι κλεψιές κάποιου αποκαλύπτονται., ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται (παροιμ.): όποιος κλέβει ή λέει ψέματα, πολύ σύντομα αποκαλύπτεται., σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης (προφ.): αθόρυβα, χωρίς να τον πάρουν είδηση, κρυφά: Έφυγε ~ ~. Πβ. στα κλεφτά., φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί/για να φύγει ο νοικοκύρης (παροιμ.): για κάποιον που, ενώ φταίει, προσπαθεί να ρίξει τις ευθύνες σε όσους υφίστανται τις πράξεις του., κλειδώνω (κι) αμπαρώνω και ο κλέφτης είναι μέσα/τον κλέφτη βρίσκω μέσα βλ. αμπαρώνω [< μεσν. κλέφτης]

-μαχώ

-μαχώ & -μαχάω: επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μάχομαι με συγκεκριμένο μέσο ή τρόπο ή εναντίον αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ξιφο~/πυγ~.|| (κατ' επέκτ.) Λογο~.|| Μονο~/συμ~/φυγο~.|| (μτφ.) Σκια~. 2. (μτφ.) προσπαθώ πολύ, παλεύω: αγκο~/ψυχο~.

σκοπός

σκοπός σκο-πός ουσ. (αρσ.) 1. ό,τι επιχειρεί να πετύχει κάποιος· ο λόγος για τον οποίον υπάρχει ή γίνεται κάτι: αναπτυξιακός/ανθρωπιστικός/αντικειμενικός/βασικός/διαφημιστικός/διδακτικός/εθνικός/ειδικός/ειρηνικός/ερευνητικός/ευγενής/θεραπευτικός/θετικός/ιδρυτικός/ιερός/καταστατικός/κοινωνικός/κοινωφελής/παιδαγωγικός/πρακτικός/σταθερός/στρατηγικός/υπέρτατος/ψυχαγωγικός ~. ~ της λειτουργίας (ενός γραφείου)/του συνεδρίου/της υπηρεσίας. Επιδίωξη/επίτευξη/ευόδωση/πραγματοποίηση του ~ού. Για/προς αυτό(ν) το(ν) ~ό. Αγωνίζονται για έναν κοινό ~ό. Μέτρα με ~ό να αντιμετωπιστεί η ανεργία. Με συγκεκριμένο ~ό. Περιπλανιέται χωρίς ~ό. Δεν έχω ~ό να προσβάλω κανέναν. ~ είναι να διασφαλιστεί η διαφάνεια (πβ. ζητούμενο, θέμα). Θυσιάζομαι/παλεύω για έναν ~ό. Κάνω κάτι για/με καλό ~ό. Λεπτομέρεια που εξυπηρετεί έναν ~ό. ~οί και κίνητρα/προθέσεις. Γενικοί ~οί και ειδικοί στόχοι του μαθήματος. Μπορεί να εκπληρώσει/πετύχει τους ~ούς της. Έχει ιδιοτελείς ~ούς. Πβ. επιδίωξη, πρόθεση, στόχος.|| O ~ του κόσμου. Προσπαθεί να βρει έναν ~ό στη ζωή του. Δεν έχει ~ό ύπαρξης. Πβ. νόημα, προορισμός.|| Ο ~ της εκπαίδευσης/της τέχνης. Πβ. λειτουργία. 2. ΜΟΥΣ. μελωδία: ανατολίτικος/αργός/ζωηρός/λαϊκός/οργανικός/παραδοσιακός/πένθιμος/χαρούμενος ~. Παίζει/σφυρίζει/τραγουδά έναν παλιό ~ό. Πβ. ρυθμός. 3. ΣΤΡΑΤ. οπλίτης που φρουρεί ορισμένο χώρο: ~ στην κεντρική πύλη στρατοπέδου/στον όρχο. Φυλάει ~ στο πεδίο βολής. Πβ. φρουρός. Βλ. θαλαμοφύλακας. ● ΦΡ.: από σκοπού (λόγ.): επίτηδες, σκόπιμα, με πρόθεση: ανακρίβειες είτε εκ παραδρομής είτε και ~ ~. Ζητώ συγγνώμη, δεν ήταν ~ ~., επί σκοπόν: ΣΤΡΑΤ. ως παράγγελμα για σκόπευση: "~ ~, πυρ". Mε τα όπλα ~ ~.|| (κατ' επέκτ.) Είναι ~ ~ (: σε εγρήγορση)., με σοβαρό σκοπό: με στόχο τον γάμο: γνωριμία/σχέση ~ ~., ο σκοπός αγιάζει τα μέσα: για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου δικαιολογούνται τα δόλια, ανήθικα ή γενικώς κατακριτέα μέσα., αλλάζω τροπάρι(ο)/βιολί/σκοπό/χαβά βλ. αλλάζω, βάλθηκε να .../(το) έβαλε/έχει βάλει σκοπό να ... βλ. βάζω, με απώτερο σκοπό/στόχο βλ. απώτερος [< αρχ. σκοπός, γαλλ. but 2: ιταλ. motivo]

-φέρνω

-φέρνω β' συνθετικό ρημάτων που 1. δηλώνει ότι το υποκείμενο μοιάζει με ό,τι περιγράφει το α' συνθετικό: μεγαλο~/χαζο~. 2. εκφράζει τη σημασία του φέρνω: γυρο~/κατα~/ξανα~/πηγαινο~/πολυ~.

χαίρω

χαίρω χαί-ρω ρ. (αμτβ.) {παρατ. έχαιρε} (λόγ.) 1. (ως χαιρετισμός) χαίρομαι: (σε κάποιον που συναντάμε για πρώτη φορά:) ~ πολύ (για τη γνωριμία)! ~ετε, τι κάνετε/πώς είστε;|| (ειρων.) ~ πολύ, κάτι μας είπες τώρα! Βλ. επι~, συγ~. 2. (+ γεν.) γίνομαι αποδέκτης θετικής αντιμετώπισης, απολαμβάνω: ~ει άκρας υγείας/ασυλίας/γενικής αποδοχής/δημοφιλίας. Δεν ~ει ειδικής μεταχείρισης/κάποιας ιδιαίτερης εύνοιας/προνομίων. Το νέο προϊόν ~ει μεγάλης ανταπόκρισης/απήχησης στο καταναλωτικό κοινό. Έχαιρε της απολύτου εμπιστοσύνης του προέδρου. ΣΥΝ. απολαύω ● ΦΡ.: χαίρετε και αγαλλιάσθε {στο β' εν. χαίρε και αγάλλου} (ΚΔ, λόγ.): να νιώθετε χαρά και αγαλλίαση., χαίρει (της) εκτίμησης/εκτιμήσεως βλ. εκτίμηση [< αρχ. χαίρω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.