Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 11557 εγγραφές  [0-20]


  • α επιφών. 1. (συνοδεύεται από επιφωνηματική ή ερωτηματική φράση ή πρόταση) δηλώνει έντονο συναίσθημα ανάλογα με τον επιτονισμό (απορία, έκπληξη, θαυμασμό, ευχή, πόθο, πόνο, χαρά, λαχτάρα, κοροϊδία, απογοήτευση, οργή, αγανάκτηση, αποστροφή, απειλή, έντονη αντίρρηση, έγνοια): ~, δεν σας το είπε; ~, και να 'μουν νέος (πβ. ε)! ~, τι όμορφη που είναι! ~, πόσο τα θυμάμαι όλα με λαχτάρα! -~ στο καλό/στο διάολο (ΣΥΝ. άντε, άι)! ~, τι κρίμα που έφυγε! ~, κακό που μας βρήκε (πβ. αμάν, πω πω). ~ ρε ψώνια! ~ ρε φίλε, πόσο δίκιο είχες. ~ τον γλείφτη! ~, μα πια! ~ τι ωραία! ~ να χαθείς! ~, όχι, ευχαριστώ. ~ να πλύνω, ~ να σκουπίσω, πέρασ' η ώρα! Πβ. αχ. 2. δηλώνει ότι ξαφνικά κάποιος θυμάται, αντιλαμβάνεται, κατανοεί ή επιβεβαιώνει κάτι: ~, και κάτι ακόμα. ~, παραλίγο να το ξεχάσω. ~, έτσι λοιπόν! ~, τώρα κατάλαβα! ~, μάλιστα. ~, δεν σου είπα ... ~, να θυμηθείς να ... 3. ως μονολεκτική απάντηση (αρνητική, θετική ή μετριαστική): ~ βέβαια/ναι. Θα πας; -~ μπα. Πώς είσαι; -~, έτσι κι έτσι. 4. (προφ.) επαναλαμβανόμενο ως συμπλήρωμα λόγου (όταν ο ομιλητής προσπαθεί να βρει την κατάλληλη διατύπωση ή να εκφράσει τον ενθουσιασμό του): Α α α α α α, περίμενε, θα σου πω ... Α α α! Είπε πως θα μας κεράσει! Α α α! Είναι εξαιρετικό! ● ΦΡ.: ά πα-πα & α πα-πά (προφ.): δηλώνει συνήθ. αποδοκιμασία, έντονη άρνηση ή δυσάρεστη έκπληξη: ~ ~ (: με κανέναν τρόπο), δεν γίνονται αυτά τα πράγματα! ~ ~ δεν θα άντεχα τέτοια πίεση. Βλ. επουδενί., α! γεια σου/α! μπράβο: για να δηλωθεί επιβράβευση, επιδοκιμασία: Του τα 'πα χθες ένα χεράκι. -~ ~. [< από τον φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα άλφα, βλ. αγγλ.-γαλλ.-γερμ. ah]
  • α λα & αλά [ἀ λα] επίρρ. (λειτουργεί επιρρηματικά μαζί με τη λέξη που ακολουθεί) 1. για δήλωση ομοιότητας ή μίμησης, με τον τρόπο: μακαρονάδα ~ μπολονέζ. Ψάρι ~ σπετσιώτα. Συκώτι ~ μεξικάνα. Γάμος ~ ελληνικά. Στο εστιατόριο πληρώσαμε ~ γερμανικά (: ο καθένας το μερίδιό του, ξεχωριστά). 2. με: μανιτάρια ~ κρεμ. ● ΦΡ.: αλά καρτ & α λα καρτ & αλακάρτ 1. (για επιλογή) από καταλόγο: γεύμα/δείπνο ~ ~. Εστιατόρια ~ ~ και σε μπουφέ. Μενού πέντε πιάτων ή ~ ~. Βλ. ταμπλ-ντοτ. 2. ΠΟΛΙΤ. (κατ' επέκτ.) (τρόπος διαφοροποιημένης προσέγγισης για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) επιλογή συμμετοχής σε συγκεκριμένο πολιτικό τομέα, με παράλληλη διατήρηση ενός ελάχιστου αριθμού κοινών στόχων: ενοποίηση/ένταξη/μοντέλο ~ ~.|| (γενικότ.) Θέλουν να εφαρμόσουν μια πολιτική ~ ~, να διαλέξουν μια θέση και να απορρίψουν μια άλλη. [< γαλλ. à la carte] , αλά μπρατσέτα & αλαμπρατσέτα & α λα μπρατσέτα: (για ζευγάρι που έχει πιαστεί) από το μπράτσο. ΣΥΝ. αγκαζέ (1) [< ιταλ. ιδιωμ. a la brazzeta] , αλά πολίτα & α λα πολίτα: τρόπος μαγειρέματος με σάλτσα από λάδι και λεμόνι: αγκινάρες ~ ~. [< πιθ. ιταλ. alla pulita] , στρίβω αλά γαλλικά: φεύγω απαρατήρητος, κρυφά: Μόλις είδε τα δύσκολα, έστριψε ~., αλά γκρέκα βλ. γκρέκα, αλά τούρκα & α λα τούρκα βλ. τούρκα [< 1: ιταλ. alla, γαλλ. à la, 2: γαλλ. à la ]
  • α λα γκαρσόν [ἀ λα γκαρσόν] α λα γκαρ-σόν επίρρ. & αλά γκαρσόν: αγορέ. [< γαλλ. à la garçon]
  • αβαείο [ἀβαεῖο] α-βα-εί-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι: ~ γοτθικού ρυθμού. Το ~ των Βενεδικτίνων/του Μπέλλα Πάις (στην Κύπρο). 2. (σπάν.) η έδρα, η κατοικία του αβά. Πβ. ηγουμενείο. [< γαλλ. abbaye]
  • αβάν πρεμιέρ [ἀβάν πρεμιέρ] α-βάν πρε-μιέρ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: η ανεπίσημη πρώτη παρουσίαση κυρ. κινηματογραφικού ή θεατρικού έργου πριν από την έναρξη των προβολών ή των παραστάσεων για το ευρύ κοινό: ~ του φεστιβάλ. Η ταινία θα προβληθεί σε ~.|| (ως επίθ.) ~ προβολή. [< γαλλ. avant-première]
  • αβάν-γκαρντ & αβανγκάρντ [ἀβάν-γκαρντ] α-βάν-γκαρντ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: πρωτοπορία: θεατρική/κινηματογραφική ~. Η ~ της διανόησης/της μουσικής. Οι δημιουργοί/τα λογοτεχνικά κινήματα της ~. ~ και μοντερνισμός (πβ. αβανγκαρντισμός).|| (ως επίθ.) ~ αισθητική/συνθέτης/ταινία/τέχνη. ~ και ελιτίστικο περιοδικό. Πβ. καινοτόμος, ρηξικέλευθος. ΣΥΝ. εμπροσθοφυλακή (2) [< γαλλ. avant-garde]
  • αβανγκαρντισμός [ἀβανγκαρντισμός] α-βαν-γκαρ-ντι-σμός ουσ. (αρσ.) (σπάν.): τάση για καινοτομία και αμφισβήτηση των καθιερωμένων προτύπων και αξιών που χαρακτηρίζει διάφορα καλλιτεχνικά, αλλά και κοινωνικά, πολιτικά κινήματα. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. avant-gardisme, 1918]
  • αβάνς [ἀβάνς] α-βάνς ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. χρονισμός ανάφλεξης σε μηχανές εσωτερικής καύσης: αυτόματο/μεταβαλλόμενο ~. ~ κινητήρα/μοτέρ. Πβ. προ-ανάφλεξη, -πορεία. [< γαλλ. avance]
  • αβαντάζ [ἀβαντάζ] α-βα-ντάζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. πλεονέκτημα, συνήθ. στον αθλητισμό: διπλωματικό/μεγάλο/τεχνολογικό/ψυχολογικό ~. Έχει το ~ έναντι του .../σε σχέση με ...|| Βαθμολογικό ~. (Το) ~ (της) έδρας. Με ~ τη νίκη/δέκα βαθμών. Η ομάδα έχει αποκτήσει/εξασφαλίσει σημαντικό ~ για την πρόκριση. ΣΥΝ. αβάντα (2), ατού (1) ΑΝΤ. μειονέκτημα, ντεζαβαντάζ 2. ΑΘΛ. (κυρ. στο τένις, πινγκ πονγκ) βαθμός που κερδίζεται μετά από ισοπαλία, ο οποίος δίνει τη δυνατότητα στον παίκτη να κερδίσει το παιχνίδι, εάν σκοράρει έναν ακόμη πόντο. [< γαλλ. avantage]
  • αβάς [ἀβᾶς] α-βάς ουσ. (αρσ.) {αβ-άδες, αβ-άδων} ΕΚΚΛΗΣ. 1. ηγούμενος ρωμαιοκαθολικού μοναστηριού και γενικότ. ιερέας της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. 2. επίσκοπος της κοπτικής, της αιθιοπικής και της συριακής Εκκλησίας. [< μτγν. ἀββᾶς]
  • αβγό & αυγό [ἀβγό, αὐγό] α-βγό, αυ-γό ουσ. (ουδ.) 1. το αναπαραγωγικό σώμα με σκληρό και λεπτό περίβλημα (κέλυφος/τσόφλι) που γεννά η κότα, το περιεχόμενο του οποίου (κρόκος ή λέκιθος στο κέντρο και ασπράδι ή λεύκωμα στην περιφέρεια) χρησιμοποιείται ευρύτατα ως τροφή του ανθρώπου: βιολογικά ~ά (: από κοτόπουλα που εκτρέφονται με βιολογικές τροφές). ~ά (από κότες) ελευθέρας βοσκής/ημέρας (= νωπά, φρέσκα)/πτηνοτροφείου/χωριάτικα. Δίκροκο ~. Κλούβιο ~ (= αλλοιωμένο).|| Μια εξάδα/δωδεκάδα (= ντουζίνα)/καρτέλα ~ά. Συσκευασμένα ~ά.|| Βραστό ~ (: μελάτο ή σφιχτό). Για να φτιάξουμε ~ά μάτια (= τηγανητά), σπάμε τα ~ά (: χτυπάμε προσεκτικά το τσόφλι, ώστε να κοπεί στα δύο) και τα ρίχνουμε στο τηγάνι. Καθαρίζουμε τα βρασμένα ~ά (= τα ξεφλουδίζουμε, αφαιρούμε το τσόφλι τους). ~ά: μιμόζα/ποσέ/σκραμπλ (: τηγανητά που ανακατεύονται ενόσω ψήνονται). Βλ. ομελέτα, στραπατσάδα.|| Πασχαλιάτικα/πασχαλινά ~ά (: συνήθ. κόκκινα). Τσούγκρισαν ~ά και αντάλλαξαν ευχές. Βαφές ~ών. || Διαδηλωτές πέταξαν ~ά και γιαούρτια (: σε ένδειξη έντονης αποδοκιμασίας). Βλ. ωόν. 2. (γενικότ.) το σχεδόν στρογγυλό σώμα που γεννά το θηλυκό, κυρ. των πτηνών, των ερπετών, των αμφίβιων, των ψαριών και των εντόμων, το οποίο έχει παρόμοια δομή με αυτό της κότας: Ο νεοσσός/η προνύμφη βγαίνει από το ~ (= εκκολάπτεται) ύστερα από επώαση μερικών ημερών.|| ~ά αχινού/ορτυκιού/πάπιας/στρουθοκαμήλου/χήνας. Βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι. 3. ομοίωμα αβγού: διακοσμητικά ~ά (: σε διάφορα χρώματα και σχέδια). Σοκολατένιο ~ (κυρ. ως πασχαλινό δώρο). Ξύλινο ~ (: για μαντάρισμα ρούχων). 4. ΒΙΟΛ. (καταχρ.) ωάριο. ● Υποκ.: αβγουλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (σαν) το αβγό του Κολόμβου: η απροσδόκητα απλή λύση ενός προβλήματος που αρχικά φαινόταν πολύπλοκο (αποδίδεται στον Χ. Κολόμβο, ο οποίος έστησε ένα αβγό όρθιο, σπάζοντας ελαφρά τη βάση του). [< γαλλ. l' œuf de Colomb] , το αβγό του φιδιού: τάση αναβίωσης ακροδεξιών ή φασιστικών ιδεολογιών: εκκολάπτεται/επωάζεται ~ ~., μελάτο αβγό βλ. μελάτος ● ΦΡ.: αβγά σου καθαρίζουν; (προφ.): σε κάποιον που γελά χωρίς λόγο: Τι γελάς; ~ ~;, ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... & ακόμη δεν έσκασε απ' τ' αβγό ... (συνήθ. μειωτ.): (για άτομο νεαρής ηλικίας ή άπειρο σε κάποιον τομέα) ενώ δεν έχει εμπειρία: ~ ~ και νομίζει ότι τα ξέρει όλα., έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια: βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση και κατ' επέκτ. απέτυχε παταγωδώς ή έπαθε μεγάλη καταστροφή: Τα έχει μπερδέψει μες στο μυαλό του, έχει χάσει ~ ~.|| Η ομάδα ~ ~ στον αγώνα., καθαρίζω κάποιον σαν αβγό (αργκό): τον συντρίβω, νικώ κατά κράτος· κατατροπώνω: (για νίκη στο ποδόσφαιρο, μπάσκετ) Τους καθαρίσαμε σαν αβγό στο παιχνίδι.|| (για προσωπικό αντίπαλο) Τον ~σε ~ στην εκλογική μάχη., κάθομαι στ' αβγά μου: δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, μένω άπρακτος: Κάτσε στ' ~ σου, μην μπαίνεις στα χωράφια των άλλων. Πβ. κοιτάζω τη δουλειά μου.|| Δεν κάθεται ποτέ στ' ~ του (: είναι δραστήριος και ενεργητικός)., μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι: φρόντισε να έχεις εναλλακτικές επιλογές: Μη βάζετε ~ ~ (: παραίνεση προς επενδυτές). [< αγγλ. don’t put all your eggs in one basket] , πάρ'/πιάσ' τ' αβγό και κούρευ' το (προφ.): μάταιος, χαμένος κόπος., σαν αβγό: που έχει σχήμα ή χαρακτηριστικά αβγού: καρούμπαλο ~ ~ .|| Φαλακρός ~ ~., σιγά τ' αβγά & (λόγ.) σιγά τα ωά: (για πρόσωπο ή κατάσταση) δεν έχει καμιά σημασία ή αξία. ΣΥΝ. σιγά τον πολυέλαιο, δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά βλ. ομελέτα, η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; βλ. κότα, η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά βλ. κότα, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, ρούφα τ' αβγό σου βλ. ρουφώ [< μτγν. αὐγόν, μεσν. αβγό(ν), γαλλ. œuf, αγγλ. egg, γερμ. Ei. Βλ. αγγλ. scrambled eggs]
  • αβέβαιος , η, ο [ἀβέβαιος] α-βέ-βαι-ος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. αβεβαία} ΑΝΤ. βέβαιος 1. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη βεβαιότητας, σιγουριάς, ασφάλειας: (για πρόσ.) ~η: γενιά. ~οι: εργαζόμενοι. Αισθάνεται/είναι/νιώθει ~. ~ για την επιλογή του. Κοντοστάθηκε φοβισμένος και ~ (: διστακτικός, αναποφάσιστος).|| ~η: θέση/σχέση. ~ο: κλίμα/παρόν. ~ες: πληροφορίες (πβ. ανεπιβεβαίωτες). Ο επικίνδυνος και ~ κόσμος μας. ~η και ασαφής γνώση. ΑΝΤ. αναμφίβολος, σίγουρος (2) 2. που δεν μπορεί να προσδιοριστεί, να προβλεφθεί με βεβαιότητα: ~ος: αγώνας/παράγοντας (πβ. απρόβλεπτος, αστάθμητος)/προορισμός/ρόλος. ~η: αναμέτρηση/επιτυχία/κατάσταση (πβ. ασταθής, επισφαλής, ρευστή)/νίκη. ~ο: αποτέλεσμα/γεγονός/τέλος. ~α: εισοδήματα (ΑΝΤ. σταθερά)/οφέλη/σχέδια. ~ ο αριθμός των τραυματιών. Λέξεις ~ης ετυμολογίας. Εξακολουθεί να είναι ~η η συμμετοχή του στον αγώνα (πβ. αμφίβολη). ~ο προδιαγράφεται το μέλλον (= ακαθόριστο, απροσδιόριστο). Ζητήματα ανοιχτά και ~α. ΑΝΤ. σίγουρος (2) ● Ουσ.: αβέβαιο (το) (λόγ.): το να μην μπορεί να προσδιοριστεί, να προβλεφθεί κάτι με βεβαιότητα: το ~ των εξελίξεων. Φοβάται το άγνωστο και το ~. ● επίρρ.: αβέβαια ● ΦΡ.: είναι/παραμένει αβέβαιο: δεν είναι σίγουρο, είναι αμφίβολο: ~ ~ αν θα επιστρέψει/ποιος είναι ο δράστης. Το τι θα προκύψει ~ ~. [< αρχ. ἀβέβαιος, γαλλ. incertain]
  • αβεβαίωτος , η, ο [ἀβεβαίωτος] α-βε-βαί-ω-τος επίθ.: που δεν έχει επιβεβαιωθεί, εξακριβωθεί, ελεγχθεί: ~η: είδηση/πηγή/πληροφορία (= ανεπιβεβαίωτη). ~α: στοιχεία (= αναπόδεικτα, ανεξακρίβωτα).|| (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~οι: φόροι (: που δεν έχουν καθοριστεί από την εφορία). ~ες: οφειλές. ~α: ποσά (πβ. ανέλεγκτος). Βεβαιωμένα και ~α έσοδα. [< μεσν. αβεβαίωτος, γερμ. unbestätigt, γαλλ. non confirmé]
  • αβιογένεση [ἀβιογένεση] α-βι-ο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΒΙΟΛ. θεωρητική υπόθεση σύμφωνα με την οποία ζωντανοί οργανισμοί μπορούν να δημιουργηθούν από ανόργανη ύλη (π.χ. χώμα, αέρα). Βλ. -γένεση, βιογένεση. [< γαλλ. abiogenèse, αγγλ. abiogenesis]
  • αβιοτικός , ή, ό [ἀβιοτικός] α-βι-ο-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΛ. που αναφέρεται, ανήκει ή οφείλεται στα μη έμβια συστατικά στοιχεία του οικοσυστήματος: ~ός: παράγοντας (π.χ. έδαφος, νερό, ατμόσφαιρα, κλίμα). ~ή: αποικοδόμηση/ποικιλομορφία/ύλη. ~ό: σύστημα. ~οί: πόροι (: μη ανανεώσιμοι, όπως το αργό πετρέλαιο). ~ές: συνθήκες. ~ή καταπόνηση των φυτών (λόγω ξηρασίας). ~ά (λ.χ. αλατότητα, ενεργός οξύτητα και διαλυμένο οξυγόνο) και βιοτικά (: ιχθυοπανίδα, θαλάσσια χλωρίδα) χαρακτηριστικά της λιμνοθάλασσας. [< γαλλ. abiotique, αγγλ. abiotic]
  • αβιταμίνωση [ἀβιταμίνωση] α-βι-τα-μί-νω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ανεπαρκής λήψη ή αδυναμία απορρόφησης βιταμινών από τον οργανισμό: ~ Β (: μπέρι μπέρι, πελάγρα)/C (: σκορβούτο)/D (: ραχίτιδα). Βλ. υποβιταμίνωση. ΑΝΤ. υπερβιταμίνωση [< γαλλ. avitaminose, 1919, αγγλ. avitaminosis, 1914]
  • αβλαβής , ής, ές [ἀβλαβής] α-βλα-βής επίθ. {αβλαβ-ούς | -είς (ουδ. -ή} 1. (επίσ.) που δεν προκαλεί βλάβη, φθορά ή κίνδυνο: ~ής: ακτινοβολία/(διαγνωστική, θεραπευτική) μέθοδος. ~ές: εντομοκτόνο/προϊόν/χημικό στοιχείο. ~είς: πηγές ενέργειας. ~ή: ζώα (ΣΥΝ. άκακα)/υλικά. Ουσία ατοξική και ~ για τον ανθρώπινο οργανισμό/το περιβάλλον. Πβ. αθώος, ακίνδυνος. ΑΝΤ. επικίνδυνος.|| (σπάν. και ως ουσ.) Το ~ές των τροφίμων. ΑΝΤ. βλαβερός, βλαπτικός, επιβλαβής 2. (σπάν.-λόγ.) που δεν τον έχουν βλάψει, που δεν έχει υποστεί κακοποίηση: Έμεινε/επέζησε/σώθηκε ~. Βρέθηκε ζωντανός και ~. ● επίρρ.: αβλαβώς [-ῶς] (λόγ.) ● ΣΥΜΠΛ.: αβλαβής διέλευση: ΝΟΜ. διέλευση σκάφους με σταθερή πορεία και ταχύτητα μέσα από την αιγιαλίτιδα ζώνη, έτσι ώστε να μη διαταράσσεται η ασφάλεια, η ειρήνη και η τάξη του παράκτιου κράτους: ~ ~ και ελεύθερη ναυσιπλοΐα. [< αγγλ. innocent passage, 1958, γαλλ. passage inoffensif] ● ΦΡ.: σώος και αβλαβής (εμφατ.): που δεν έχει υποστεί βλάβη, που παραμένει ακέραιος, υγιής: Ανασύρθηκε από τα συντρίμμια ~ και ~ (: χωρίς να έχει πάθει το παραμικρό). [< αρχ. ἀβλαβής]
  • αβοκέτα [ἀβοκέτα] α-βο-κέ-τα ουσ. (θηλ.): ΟΡΝΙΘ. σπάνιο είδος παρυδάτιου πουλιού (επιστ. ονομασ. Recurvirostra avosetta) με μακριά πόδια, ασπρόμαυρο φτέρωμα και μακρύ, κυρτό προς τα πάνω ράμφος. Βλ. -έτα, καλαμοκανάς, στεγανόποδα. [< ιταλ. avocetta, γαλλ. avocette]
  • Αβορίγινες [Ἀβορίγινες] Α-βο-ρί-γι-νες ουσ. (αρσ.) (οι): ΕΘΝΟΛ. αυτόχθονες της Αυστραλίας: Οι γλώσσες/ο πολιτισμός/η τέχνη/οι φυλές των ~ων. Βλ. Ινδιάνος. [< γαλλ. aborigènes, πβ. μτγν. Ἀβοριγῖνες ‘οι πριν από τους Ρωμαίους κάτοικοι της Ιταλίας’]
  • αβουλία [ἀβουλία] α-βου-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. έλλειψη θέλησης, αποφασιστικότητας, πρωτοβουλίας: κυβερνητική ~. Πολιτική ~ επί του πρακτέου. ~ και ατολμία/παθητικότητα. ~ των αρμόδιων υπηρεσιών στο να προχωρήσουν τα έργα. Εξαιτίας της ~ας του έχασε πολλές ευκαιρίες στη ζωή του. Πβ. αναποφασιστικ-, διστακτικ-ότητα. 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. μείωση, έλλειψη ή απώλεια της βούλησης, της ικανότητας λήψης αποφάσεων: Συμπτώματα της σχιζοφρένειας είναι η γενική αδράνεια, η απάθεια και η ~. ΣΥΝ. αβουλησία [< 1: αρχ. ἀβουλία, 2: γαλλ. aboulie, γερμ. Abulie]

αβγοτάραχο

αβγοτάραχο [ἀβγοτάραχο] α-βγο-τά-ρα-χο ουσ. (ουδ.) & αυγοτάραχο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. έδεσμα από αβγά ψαριών (κυρ. κεφάλου) αλατισμένα και διατηρημένα σε κέρινο περίβλημα: επεξεργασμένο/νωπό ~. ~ ρέγκας/σολομού/τόνου. ~ από μπακαλιάρο. ~ Μεσολογγίου. Βλ. ταραμάς, χαβιάρι. [< μεσν. αβγοτάραχον]

-γένεση

-γένεση: β' συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει τη γέννηση, τη δημιουργία: αβιο~/αγγειο~/ανθρωπο~/βιο~/εμβρυο~/ιζηματο~/καρκινο~/κοσμο~/κυτταρο~/λιπο~/οργανο~/οστεο~/παθο~/παρα~/παρθενο~/σεισμο~. Πβ. -γονία.

γκρέκα

γκρέκα: κυρ. στη ● ΦΡ.: αλά γκρέκα: κατά τον ελληνικό τρόπο: (ΜΑΓΕΙΡ.) λαζάνια/μελιτζάνες ~ ~. (ειρων.) Ντιμπέιτ ~ ~. Βλ. αλά τούρκα. [< ιταλ. alla greca]

-έτα

-έτα: κατάληξη για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: βεντ~/βιολ~/ετικ~/ζακ~/κασ~/κλακ~/κοκ~/κοτολ~/κροκ~/μακ~/μαριον~/μοτοσικλ~/μπαγκ~/ομελ~/οπερ~/παλ~/πλακ~/ρακ~/ροζ~/ρουκ~/ρουλ~/σιλου~/τουαλ~/τριπλ~/τρομπ~/φουρκ~.

Ινδιάνος

Ινδιάνος [Ἰνδιάνος] Ιν-δι-ά-νος ουσ. (αρσ.) , Ινδιάνα (η): ιθαγενής της αμερικανικής ηπείρου· ερυθρόδερμος. [< γαλλ. Indien]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

κότα

κότα κό-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΝΙΘ. το θηλυκό του κόκκορα (επιστ. ονομασ. Gallus gallus, Gallus domesticus) που εκτρέφεται για τα αβγά και το κρέας του: αλανιάρα ~ (= ελεύθερης βοσκής). Η ~ κακαρίζει. Μαδώ μια ~. Οι ~ες κουρνιάζουν μέσα στο κοτέτσι. Πβ. όρνιθα. Βλ. αγριό-, νερό-, ξυλό-, φραγκό-κοτα, κοτόπουλο, πουλάδα.|| (ΜΑΓΕΙΡ., το κρέας της) ~ βραστή/λεμονάτη. Ζωμός/κύβος/στήθος ~ας. 2. (μτφ.) άβουλος, δειλός άνθρωπος: Τελικά είσαι μεγάλη ~! Έπαιξαν σαν ~ες (= χωρίς δυναμισμό). 3. (μτφ.-υβριστ.) γυναίκα χαμηλού επιπέδου, επιπόλαιη και κουτσομπόλα. Πβ. κατίνα, τσόκαρο. Βλ. γαϊδούρα, γουρούνα, δαμάλα, κατσίκα, φοράδα. ● Υποκ.: κοτούλα & κοτίτσα (η) ● Μεγεθ.: κοτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κότα λειράτη (αργκό-επιτατ.): πολύ φοβητσιάρης, δειλός άνθρωπος., χρυσοφόρος κότα/όρνιθα βλ. χρυσοφόρος ● ΦΡ.: δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα (προφ.): δεν ξέρει τίποτα, είναι εντελώς ανίδεος., η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να προσδιοριστεί η σχέση αιτίου-αποτελέσματος, για φαύλο κύκλο., η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά & (σπάν.) η χήνα με τα χρυσά αβγά (μτφ.): για κάθε πηγή εύκολου κέρδους, πλουτισμού: Βρήκε την ~ ~. [< γαλλ. la poule aux œufs d'or] , θα γελάσουν και οι κότες (προφ.): για κάποιον που γίνεται περίγελος ή για κάτι γελοίο. Πβ. θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι., κάθομαι σαν (την) κότα (προφ.): μένω αδρανής, δεν αντιδρώ, δεν διεκδικώ: Καθόταν ~ μπροστά στον διευθυντή., κοιμάμαι/ξυπνώ με τις κότες (προφ.): πολύ νωρίς το βράδυ/το πρωί. Πβ. με τα κοκόρια. [< γαλλ. se coucher/se lever comme (avec) les poules] , να φαν κι/φάνε και οι κότες (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί αφθονία: Έχει λεφτά ~ ~., οδηγεί/πάει σαν κότα (προφ.): πολύ αργά., σαν την κότα στο μύλο (παροιμ.): για κάποιον που βρίσκει τα πάντα έτοιμα, χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια., το ξέρουν και οι κότες (προφ.): για κάτι πασίγνωστο., αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες βλ. κακάρισμα, ζωή χαρισάμενη/ζωή και κότα βλ. ζωή, η γριά/η παλιά (η) κότα έχει το ζουμί βλ. ζουμί, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω [< μτγν. κόττος] ΚΟΤΑ

μελάτος

μελάτος, η, ο [μελᾶτος] με-λά-τος επίθ.: πυκνόρρευστος και μαλακός· γλυκός σαν μέλι. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μελάτο αβγό & αβγό μελάτο: που δεν έχει βράσει πολύ και ο κρόκος του είναι ακόμη παχύρρευστος. Βλ. σφιχτός.

ομελέτα

ομελέτα [ὀμελέτα] ο-με-λέ-τα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. φαγητό που παρασκευάζεται από χτυπημένα αβγά τα οποία τηγανίζονται και ανακατεύονται με άλλα υλικά: απλή/ατομική/ισπανική (πβ. τορτίγια)/σπέσιαλ/χωριάτικη ~. ~ με ζαμπόν/λαχανικά/μανιτάρια/πατάτες/τυρί. Eτοιμάζω/κάνω/φτιάχνω ~. Πβ. καγιανάς, πιπεράδα, στραπατσάδα, σφουγγάτο. Βλ. -έτα. ● ΦΡ.: δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά: τίποτε δεν επιτυγχάνεται χωρίς κάποιο κόστος. [< γαλλ. on ne fait pas d'omelette sans casser des oeufs] [< γαλλ. omelette]

πορδή

πορδή πορ-δή ουσ. (θηλ.) (προφ.) ΣΥΝ. κλανιά 1. θορυβώδης συνήθ. έξοδος εντερικών αερίων από τον πρωκτό: δυνατή ~. Αμόλησε/άφησε/έριξε μια ~. 2. (μτφ.-μειωτ.-υβριστ.) ασήμαντος άνθρωπος, αμελητέος. ● Υποκ.: πορδίτσα & πορδούλα (η) ● Μεγεθ.: πόρδος (ο) ● ΦΡ.: με πορδές δεν βάφονται αβγά & με πορδές αβγά δεν βάφονται (παροιμ.): χρειάζονται αποτελεσματικά μέσα και όχι αοριστολογίες για την επίτευξη ορισμένου σκοπού., πετάγομαι σαν την πορδή (προφ.): ανακατεύομαι σε κουβέντα σε ακατάλληλη στιγμή, χωρίς να μου ζητηθεί. Βλ. φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν. [< 1: αρχ. πορδή]

ρουφώ

ρουφώ [ρουφῶ] ρου-φώ ρ. (μτβ.) {ρουφ-ά κ. -άει ... | ρούφ-ηξα, -ιέται, -ήχτηκε, -ηγμένος, -ώντας} & ρουφάω 1. καταπίνω μικρή ποσότητα υγρού, εισπνέοντας βαθιά και κλείνοντας ελαφρά τα χείλη: ~άει τη σούπα της. ~ηξε μια γουλιά καφέ/τον χυμό (με το καλαμάκι). Το μωρό ~ούσε το γάλα λαίμαργα. Πβ. πίνω.|| (κατ' επέκτ.) Οι μέλισσες ~ούν το νέκταρ των λουλουδιών. Πβ. απομυζώ. 2. εισπνέω· ειδικότ. πιέζω, τραβώ προς τα μέσα: ~ηξε τον (καθαρό) αέρα/τον καπνό/μια τζούρα. ~ηξε τη μύτη του.|| ~ την κοιλιά μου. ~ηγμένα: μάγουλα (: πολύ αδυνατισμένα). 3. (μτφ.-προφ.) αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά σε κάτι που ακούω ή διαβάζω: Τα παιδιά ~ούσαν κάθε λέξη μας. Το μυθιστόρημά του με συνεπήρε, το ~ηξα. Βλ. αφομοιώνω. 4. (μτφ.) εξαντλώ κάποιον σωματικά ή ψυχολογικά: Έχει ~ήξει όλη μου τη δύναμη/την ενέργεια/τη ζωντάνια. Πβ. καταπονώ, ξεζουμίζω. 5. (μτφ.-προφ.) κλέβω: ~ηξαν τα λεφτά. Πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ. 6. (αργκό ποδοσφαίρου) δέχομαι γκολ. Πβ. τρώω.ρουφά & ρουφάει (μτφ.): απορροφά: Η ηλεκτρική σκούπα ~ τη σκόνη. Το χώμα ~ηξε τη βροχή. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αφήνουμε το ρύζι να ~ήξει το ζουμί.|| (λογοτ.) Τους ~ηξε η θάλασσα (: τους τράβηξε στον βυθό, πνίγηκαν). ● ΦΡ.: ρούφα τ' αβγό σου (αργκό-μειωτ.): μη μιλάς, μην επεμβαίνεις. Πβ. κάθομαι στ' αβγά μου., ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου & τρώει το μεδούλι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον εκμεταλλεύεται στυγνά., πίνει/ρουφάει/τραβάει σαν σφουγγάρι βλ. σφουγγάρι, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο [< μεσν. ρουφώ]

ταμπλ-ντοτ

ταμπλ-ντοτ ταμπλ-ντοτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ταμπλ-ντ' οτ: γεύμα ή δείπνο με ειδικό μενού και προκαθορισμένη τιμή που ισχύει σε εστιατόρια, συνήθ. τις ημέρες των εορτών: ρεβεγιόν με ~. Το μαγαζί έβαλε/έχει ~. Βλ. αλά καρτ. [< γαλλ. table d'hôte]

τούρκα

τούρκα τούρ-κα: μόνο στη ● ΦΡ.: αλά τούρκα & α λα τούρκα (προφ.): κατά τον τούρκικο τρόπο: διαπραγματεύσεις/σχέδιο ~ ~. Κάθισε ~ ~ (= οκλαδόν). [< ιταλ. alla turca, τουρκ. alaturka] [< ιταλ. turca]

υποβιταμίνωση

υποβιταμίνωση [ὑποβιταμίνωση] υ-πο-βι-τα-μί-νω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την έλλειψη μίας ή περισσοτέρων βιταμινών στον οργανισμό. Βλ. αβιταμίνωση. ΑΝΤ. υπερβιταμίνωση [< γαλλ. hypovitaminose, 1955, αγγλ. hypovitaminosis, 1923]

ωόν

ωόν [ᾠόν] ω-όν ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (επίσ.): αβγό. ● ΦΡ.: κακού κόρακος, κακόν ωόν βλ. κόρακας, σιγά τ' αβγά βλ. αβγό & αυγό [< αρχ. ᾠόν]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.