Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1722 εγγραφές  [0-20]


  • alter ego (πρόφ. άλτερ έγκο): το άλλο εγώ. [< αγγλ.-γαλλ. alter ego, γερμ. Alter Ego]
  • α επιφών. 1. (συνοδεύεται από επιφωνηματική ή ερωτηματική φράση ή πρόταση) δηλώνει έντονο συναίσθημα ανάλογα με τον επιτονισμό (απορία, έκπληξη, θαυμασμό, ευχή, πόθο, πόνο, χαρά, λαχτάρα, κοροϊδία, απογοήτευση, οργή, αγανάκτηση, αποστροφή, απειλή, έντονη αντίρρηση, έγνοια): ~, δεν σας το είπε; ~, και να 'μουν νέος (πβ. ε)! ~, τι όμορφη που είναι! ~, πόσο τα θυμάμαι όλα με λαχτάρα! -~ στο καλό/στο διάολο (ΣΥΝ. άντε, άι)! ~, τι κρίμα που έφυγε! ~, κακό που μας βρήκε (πβ. αμάν, πω πω). ~ ρε ψώνια! ~ ρε φίλε, πόσο δίκιο είχες. ~ τον γλείφτη! ~, μα πια! ~ τι ωραία! ~ να χαθείς! ~, όχι, ευχαριστώ. ~ να πλύνω, ~ να σκουπίσω, πέρασ' η ώρα! Πβ. αχ. 2. δηλώνει ότι ξαφνικά κάποιος θυμάται, αντιλαμβάνεται, κατανοεί ή επιβεβαιώνει κάτι: ~, και κάτι ακόμα. ~, παραλίγο να το ξεχάσω. ~, έτσι λοιπόν! ~, τώρα κατάλαβα! ~, μάλιστα. ~, δεν σου είπα ... ~, να θυμηθείς να ... 3. ως μονολεκτική απάντηση (αρνητική, θετική ή μετριαστική): ~ βέβαια/ναι. Θα πας; -~ μπα. Πώς είσαι; -~, έτσι κι έτσι. 4. (προφ.) επαναλαμβανόμενο ως συμπλήρωμα λόγου (όταν ο ομιλητής προσπαθεί να βρει την κατάλληλη διατύπωση ή να εκφράσει τον ενθουσιασμό του): Α α α α α α, περίμενε, θα σου πω ... Α α α! Είπε πως θα μας κεράσει! Α α α! Είναι εξαιρετικό! ● ΦΡ.: ά πα-πα & α πα-πά (προφ.): δηλώνει συνήθ. αποδοκιμασία, έντονη άρνηση ή δυσάρεστη έκπληξη: ~ ~ (: με κανέναν τρόπο), δεν γίνονται αυτά τα πράγματα! ~ ~ δεν θα άντεχα τέτοια πίεση. Βλ. επουδενί., α! γεια σου/α! μπράβο: για να δηλωθεί επιβράβευση, επιδοκιμασία: Του τα 'πα χθες ένα χεράκι. -~ ~. [< από τον φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα άλφα, βλ. αγγλ.-γαλλ.-γερμ. ah]
  • αβάσιμος , η, ο [ἀβάσιμος] α-βά-σι-μος επίθ. (λόγ.): που δεν στηρίζεται σε αντικειμενικώς εξακριβώσιμα στοιχεία: ~ος: ισχυρισμός/φόβος (ΣΥΝ. αστήρικτος, ανυπόστατος). ~η: αισιοδοξία/αξίωση/κατηγορία. ~ο: επιχείρημα/συμπέρασμα (ΣΥΝ. ατεκμηρίωτο, ΑΝΤ. τεκμηριωμένο). ~ες: υποψίες/φήμες. ~α: δημοσιεύματα. Νομικώς/παντελώς/πλήρως ~η άποψη. ΑΝΤ. βάσιμος ● Ουσ.: αβάσιμο (το): το να μην στηρίζεται κάτι σε πραγματικά γεγονότα: το ~ της απόφασης/των καταγγελιών. ΣΥΝ. αβασιμότητα ΑΝΤ. βάσιμο ● επίρρ.: αβάσιμα [< γερμ. unbegründet]
  • αβγό & αυγό [ἀβγό, αὐγό] α-βγό, αυ-γό ουσ. (ουδ.) 1. το αναπαραγωγικό σώμα με σκληρό και λεπτό περίβλημα (κέλυφος/τσόφλι) που γεννά η κότα, το περιεχόμενο του οποίου (κρόκος ή λέκιθος στο κέντρο και ασπράδι ή λεύκωμα στην περιφέρεια) χρησιμοποιείται ευρύτατα ως τροφή του ανθρώπου: βιολογικά ~ά (: από κοτόπουλα που εκτρέφονται με βιολογικές τροφές). ~ά (από κότες) ελευθέρας βοσκής/ημέρας (= νωπά, φρέσκα)/πτηνοτροφείου/χωριάτικα. Δίκροκο ~. Κλούβιο ~ (= αλλοιωμένο).|| Μια εξάδα/δωδεκάδα (= ντουζίνα)/καρτέλα ~ά. Συσκευασμένα ~ά.|| Βραστό ~ (: μελάτο ή σφιχτό). Για να φτιάξουμε ~ά μάτια (= τηγανητά), σπάμε τα ~ά (: χτυπάμε προσεκτικά το τσόφλι, ώστε να κοπεί στα δύο) και τα ρίχνουμε στο τηγάνι. Καθαρίζουμε τα βρασμένα ~ά (= τα ξεφλουδίζουμε, αφαιρούμε το τσόφλι τους). ~ά: μιμόζα/ποσέ/σκραμπλ (: τηγανητά που ανακατεύονται ενόσω ψήνονται). Βλ. ομελέτα, στραπατσάδα.|| Πασχαλιάτικα/πασχαλινά ~ά (: συνήθ. κόκκινα). Τσούγκρισαν ~ά και αντάλλαξαν ευχές. Βαφές ~ών. || Διαδηλωτές πέταξαν ~ά και γιαούρτια (: σε ένδειξη έντονης αποδοκιμασίας). Βλ. ωόν. 2. (γενικότ.) το σχεδόν στρογγυλό σώμα που γεννά το θηλυκό, κυρ. των πτηνών, των ερπετών, των αμφίβιων, των ψαριών και των εντόμων, το οποίο έχει παρόμοια δομή με αυτό της κότας: Ο νεοσσός/η προνύμφη βγαίνει από το ~ (= εκκολάπτεται) ύστερα από επώαση μερικών ημερών.|| ~ά αχινού/ορτυκιού/πάπιας/στρουθοκαμήλου/χήνας. Βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι. 3. ομοίωμα αβγού: διακοσμητικά ~ά (: σε διάφορα χρώματα και σχέδια). Σοκολατένιο ~ (κυρ. ως πασχαλινό δώρο). Ξύλινο ~ (: για μαντάρισμα ρούχων). 4. ΒΙΟΛ. (καταχρ.) ωάριο. ● Υποκ.: αβγουλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (σαν) το αβγό του Κολόμβου: η απροσδόκητα απλή λύση ενός προβλήματος που αρχικά φαινόταν πολύπλοκο (αποδίδεται στον Χ. Κολόμβο, ο οποίος έστησε ένα αβγό όρθιο, σπάζοντας ελαφρά τη βάση του). [< γαλλ. l' œuf de Colomb] , το αβγό του φιδιού: τάση αναβίωσης ακροδεξιών ή φασιστικών ιδεολογιών: εκκολάπτεται/επωάζεται ~ ~., μελάτο αβγό βλ. μελάτος ● ΦΡ.: αβγά σου καθαρίζουν; (προφ.): σε κάποιον που γελά χωρίς λόγο: Τι γελάς; ~ ~;, ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... & ακόμη δεν έσκασε απ' τ' αβγό ... (συνήθ. μειωτ.): (για άτομο νεαρής ηλικίας ή άπειρο σε κάποιον τομέα) ενώ δεν έχει εμπειρία: ~ ~ και νομίζει ότι τα ξέρει όλα., έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια: βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση και κατ' επέκτ. απέτυχε παταγωδώς ή έπαθε μεγάλη καταστροφή: Τα έχει μπερδέψει μες στο μυαλό του, έχει χάσει ~ ~.|| Η ομάδα ~ ~ στον αγώνα., καθαρίζω κάποιον σαν αβγό (αργκό): τον συντρίβω, νικώ κατά κράτος· κατατροπώνω: (για νίκη στο ποδόσφαιρο, μπάσκετ) Τους καθαρίσαμε σαν αβγό στο παιχνίδι.|| (για προσωπικό αντίπαλο) Τον ~σε ~ στην εκλογική μάχη., κάθομαι στ' αβγά μου: δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, μένω άπρακτος: Κάτσε στ' ~ σου, μην μπαίνεις στα χωράφια των άλλων. Πβ. κοιτάζω τη δουλειά μου.|| Δεν κάθεται ποτέ στ' ~ του (: είναι δραστήριος και ενεργητικός)., μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι: φρόντισε να έχεις εναλλακτικές επιλογές: Μη βάζετε ~ ~ (: παραίνεση προς επενδυτές). [< αγγλ. don’t put all your eggs in one basket] , πάρ'/πιάσ' τ' αβγό και κούρευ' το (προφ.): μάταιος, χαμένος κόπος., σαν αβγό: που έχει σχήμα ή χαρακτηριστικά αβγού: καρούμπαλο ~ ~ .|| Φαλακρός ~ ~., σιγά τ' αβγά & (λόγ.) σιγά τα ωά: (για πρόσωπο ή κατάσταση) δεν έχει καμιά σημασία ή αξία. ΣΥΝ. σιγά τον πολυέλαιο, δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά βλ. ομελέτα, η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; βλ. κότα, η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά βλ. κότα, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, ρούφα τ' αβγό σου βλ. ρουφώ [< μτγν. αὐγόν, μεσν. αβγό(ν), γαλλ. œuf, αγγλ. egg, γερμ. Ei. Βλ. αγγλ. scrambled eggs]
  • αβεβαίωτος , η, ο [ἀβεβαίωτος] α-βε-βαί-ω-τος επίθ.: που δεν έχει επιβεβαιωθεί, εξακριβωθεί, ελεγχθεί: ~η: είδηση/πηγή/πληροφορία (= ανεπιβεβαίωτη). ~α: στοιχεία (= αναπόδεικτα, ανεξακρίβωτα).|| (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~οι: φόροι (: που δεν έχουν καθοριστεί από την εφορία). ~ες: οφειλές. ~α: ποσά (πβ. ανέλεγκτος). Βεβαιωμένα και ~α έσοδα. [< μεσν. αβεβαίωτος, γερμ. unbestätigt, γαλλ. non confirmé]
  • αβουλία [ἀβουλία] α-βου-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. έλλειψη θέλησης, αποφασιστικότητας, πρωτοβουλίας: κυβερνητική ~. Πολιτική ~ επί του πρακτέου. ~ και ατολμία/παθητικότητα. ~ των αρμόδιων υπηρεσιών στο να προχωρήσουν τα έργα. Εξαιτίας της ~ας του έχασε πολλές ευκαιρίες στη ζωή του. Πβ. αναποφασιστικ-, διστακτικ-ότητα. 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. μείωση, έλλειψη ή απώλεια της βούλησης, της ικανότητας λήψης αποφάσεων: Συμπτώματα της σχιζοφρένειας είναι η γενική αδράνεια, η απάθεια και η ~. ΣΥΝ. αβουλησία [< 1: αρχ. ἀβουλία, 2: γαλλ. aboulie, γερμ. Abulie]
  • αγαθά [ἀγαθά] α-γα-θά ουσ. (ουδ.) (τα) 1. μέσα (προϊόντα ή υπηρεσίες) που ικανοποιούν υλικές κυρ. ανάγκες του ανθρώπου: ακίνητα/βασικά/βιομηχανικά/δημόσια/έμμεσα (: που συντελούν στην παραγωγή άλλων αγαθών, ΑΝΤ. άμεσα)/κινητά/υλικά ~. Αγορά/απόκτηση/διακίνηση/εισαγωγή/κόστος/πώληση/συσσώρευση ~ών. Τα ~ της Γης (: οι καρποί).|| Άφησε όλα του τα ~ (= την περιουσία) στην κόρη του. Έχασε όλα του τα ~ (: ό,τι είχε και δεν είχε).|| Πνευματικά/πολιτιστικά ~ά. 2. (μτφ.) ωφέλιμες συνέπειες, κέρδη, πλεονεκτήματα: Τα ~ της δημοκρατίας/της εργασίας/του πολιτισμού/της τεχνολογίας. ● ΣΥΜΠΛ.: άυλα αγαθά βλ. άυλος, βιοτικά αγαθά βλ. βιοτικός, ελεύθερα αγαθά βλ. ελεύθερος, επενδυτικά αγαθά βλ. επενδυτικός, καταναλωτικά αγαθά βλ. καταναλωτικός, κεφαλαιουχικά αγαθά βλ. κεφαλαιουχικός, οικονομικά αγαθά βλ. οικονομικός ● ΦΡ.: του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά/τα καλά: πλούτη, υλικά αγαθά και γενικότ. ευτυχία: Είχαν ~ ~, δεν τους έλειπε τίποτα. Οι γονείς του τον μεγάλωσαν με όλα ~ ~. Πβ. του κόσμου τ' αγαθά.|| (ως ευχή-λαϊκό) ~ ~ να έχεις! Ο Θεός να σας δώσει ~ ~! Πβ. τα ελέη του Θεού., τα αγαθά κόποις κτώνται βλ. κόπος [< αγγλ. goods, γαλλ. biens, γερμ. Güter]
  • άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]
  • αγελάδα [ἀγελάδα] α-γε-λά-δα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γελάδα 1. το θηλυκό του βοδιού μετά την πρώτη γέννα: άσπρη/γαλακτοφόρος/μαύρη/παχιά ~. (Νωπό/παστεριωμένο/φρέσκο) γάλα/κοπριά/μαστάρια ~ας. Το μικρό της ~ας (= το μοσχάρι). ~ες γαλακτοπαραγωγής/ελευθέρας βοσκής/κρεατοπαραγωγής. Αρμέγω/εκτρέφω ~ες. Οι ~ες βόσκουν/μηρυκάζουν/μουκανίζουν. Αρμεκτήρια ~ων. Πβ. δαμάλα.|| (ειρων.) Έχει το βλέμμα της ~ας (: πνευματικά νωθρό άτομο). Βλ. ταύρος. 2. (μτφ.-υβριστ.) για παχύσαρκη, άχαρη και δυσκίνητη γυναίκα. Πβ. χοντρός. ● Υποκ.: αγελαδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων & (προφ.) τρελές αγελάδες: ΚΤΗΝ. σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών. [< αγγλ. mad cow disease, 1988] , ιερή αγελάδα (μτφ.): πρόσωπο, θεσμός, ζήτημα που κανείς δεν τολμά να θίξει. [< αγγλ. sacred cow, 1910, γερμ. heilige Kuh] ● ΦΡ.: βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει (μτφ.): για κάποιον που απομυζά, εκμεταλλεύεται πρόσωπα ή καταστάσεις. ΣΥΝ. βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων (εσφαλμ. παχέων): περίοδος φτώχειας/ευμάρειας: Άρχισε/ήρθε/πέρασε/συνεχίζεται/τέλειωσε η ~ ~. Βλ. τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. [< μεσν. αγελάδα]
  • αγκυλωτός , ή, ό [ἀγκυλωτός] α-γκυ-λω-τός επίθ. 1. που έχει σχήμα αγκύλης: ~ό: άγκιστρο. Πβ. καμπύλος, κυρτός. Βλ. γαμψός. 2. που αγκυλώνει, τσιμπά: ~ός: θάμνος. ~ή: βελόνα. ~ό: ρούχο/συρματόπλεγμα. ● ΣΥΜΠΛ.: αγκυλωτός σταυρός: του οποίου οι βραχίονες κάμπτονται σε ορθή γωνία· χρησιμοποιήθηκε ως διακοσμητικό στοιχείο και κυρ. ως σύμβολο αρχαίων θρησκειών και του ναζισμού: ~οί ~οί σε αρχαία αγγεία.|| (συνεκδ.) Η μάστιγα του ~ού ~ού (: του φασισμού). Πβ. σβάστικα. [< γερμ. Hakenkreuz] [< μεσν. ἀγκυλωτός < αρχ. ἀγκυλωτός ‘εφοδιασμένος με λουριά’]
  • αγκυρώνω [ἀγκυρώνω] α-γκυ-ρώ-νω ρ. (μτβ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. γαντζώνω, αγκιστρώνω κάτι: Τα άγκιστρα ~ουν στο μπετόν. (Κάτι) ~εται στη δοκό/στο έδαφος/στον πυθµένα. 2. (λόγ.-μτφ.) σταθεροποιώ, παγιώνω: ~ τη δημοκρατία. [< γερμ. verankern, γαλλ. ancrer]
  • αγκύρωση [ἀγκύρωση] α-γκύ-ρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνδεση ή ενίσχυση της σύνδεσης δύο δομικών στοιχείων με μεταλλικό μέσο, αγκύριο: ~ οπλισμού/υδρορροής. Φουρκέτα για ~ σε τοιχίο. ~ των επισφαλών τμημάτων του βράχου με ράβδους από χάλυβα. Μηχανικές ~ώσεις. Τοίχοι αντιστήριξης με ~ώσεις. 2. (μτφ.) πρόσδεση σε, εξάρτηση από κάποιον ή κάτι (ιδεολογία, πρακτική): κοινωνική/πολιτική ~. [< γερμ. Verankerung, αγγλ. anchoring, γαλλ. ancrage]
  • αγνωσία [ἀγνωσία] α-γνω-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. αδυναμία αναγνώρισης των αισθητηριακών ερεθισμάτων λόγω εγκεφαλικής βλάβης: ακουστική/απτική/γευστική/λεκτική/οπτική/οσφρητική ~. ~ βάθους/χρωμάτων. Βλ. αλεξία, αφασία, -γνωσία, προσωπ~. 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) άγνοια, αμάθεια: ιστορική ~. Στο σκοτάδι της ~ας. 3. ΦΙΛΟΣ. βασικό αξίωμα στη σωκρατική διαλεκτική (:"ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα"). [< 1: γερμ. Agnosie, γαλλ. agnosie, 1900, αγγλ. agnosia, 1900 2,3: αρχ. ἀγνωσία]
  • αγορά [ἀγορά] α-γο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. απόκτηση αγαθών έναντι χρημάτων και συνεκδ. ό,τι αποκτά κάποιος, καταβάλλοντας χρηματικό ποσό: επιτυχημένη/λιανική/νόμιμη/παράνομη/συμφέρουσα/χονδρική ~. Δικαίωμα/ολοκλήρωση/συμβόλαιο/τιμή/τρόποι ~άς. ~ ελπίδας (βλ. εμπόριο ελπίδας). Ακριβές/έξυπνες (πβ. συμφέρουσες)/καθημερινές/χριστουγεννιάτικες ~ές (πβ. ψώνια). ~ές με δόσεις/πιστωτική κάρτα/τοις μετρητοίς. ~ές μέσω διαδικτύου. Διαμερίσματα προς ~. Στεγαστικά δάνεια για ~ πρώτης κατοικίας. Ακυρώνω/κλείνω μια ~. Έκανα/πραγματοποίησα μια καλή/σημαντική ~. Κάνω τις ~ές μου στο κέντρο (πβ. αγοράζω, ψωνίζω). ~ές άνω των ... ευρώ. Βλ. εξ~, προ~, τηλε~. ΑΝΤ. πώληση 2. ΟΙΚΟΝ. μηχανισμός μέσω του οποίου οι αγοραστές και οι πωλητές επικοινωνούν και δραστηριοποιούνται, για να ανταλλάξουν προϊόντα ή υπηρεσίες· ειδικότ. σύνολο συνθηκών που σχετίζονται με την παραγωγή και το εμπόριο συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας σε μια χώρα ή δεδομένη γεωγραφική περιοχή: ανεπτυγμένη/διεθνής/εγχώρια/εθνική/ελληνική/εσωτερική/κορεσμένη/παγκόσμια/τουριστική/τραπεζική/χρηματιστηριακή (: χρηματιστήριο) ~. Ψηφιακή ενιαία ~ (της Ευρωπαϊκής Ένωσης). ~ αξιών (: απόκτηση μετοχών)/ακινήτων/βιβλίων/ενέργειας/οικοπέδου/ομολόγων/χρήματος (ΣΥΝ. χρηματαγορά). Εικόνα/εκσυγχρονισμός/επάρκεια/κατάσταση/τάσεις/τομείς (της) ~άς. Ανατροπές/(αυξημένη) κίνηση/έλεγχοι/κρίση/στασιμότητα στην ~ (βλ. αγοραστικός). Επικίνδυνα προϊόντα αποσύρονται από την/εντοπίστηκαν στην/κυκλοφορούν (/λανσάρονται) στην ~. Η ~ κατακλύζεται από κινέζικα προϊόντα. Οι τιμές κυμαίνονται στην ~ από ... έως ... ευρώ. Ευνοϊκές συνθήκες επικρατούν στην ~. Βούλιαξε η ~ (= περνά κρίση). Ανοδικά/πτωτικά κινήθηκε η ~ αυτοκινήτου τον μήνα ... Οι πολυεθνικές ελέγχουν την ~. Βλ. επαν~, ευρω~, χρηματ~. 3. χώρος, περιοχή ή χώρα όπου διεξάγονται αγοραπωλησίες· ειδικότ. εμπορικό κέντρο· συνεκδ. όσοι δραστηριοποιούνται στον σχετικό τομέα: βαρβάκειος/δημοτική/κεντρική/παλιά/σκεπαστή (πβ. παζάρι)/τοπική/υπαίθρια ~. ~ κρέατος (= κρεατ~)/λουλουδιών. Άνοιγμα/διείσδυση σε νέες ~ές. Βλ. υπερ~.|| Οδηγός ~άς (πβ. κατάλογος). Η ~ είναι άδεια. Δεν κατέβηκα/πήγα σήμερα στην ~.|| Αλυσίδα καταστημάτων με αξιόπιστο/ισχυρό/καλό όνομα στην ~ (πβ. πιάτσα). Βούιξε η ~ από φήμες ότι ... 4. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΙΣΤ. οικονομικοπολιτικό και πολιτιστικό κέντρο στην αρχαιότητα: αρχαία/ρωμαϊκή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αγορά εργασίας: ΟΙΚΟΝ. εργατικό δυναμικό και εργοδότες, μεταξύ των οποίων διεξάγονται διαπραγματεύσεις για την κάλυψη διαθέσιμων θέσεων εργασίας ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση: ανοιχτή/ευέλικτη/ηλεκτρονική ~ ~. Ανθρώπινο κεφάλαιο και ~ ~. Ένταξη/προώθηση των γυναικών/των πτυχιούχων στην ~ ~. Βγήκε στην ~ ~. [< αγγλ. labour-market] , αγορά κεφαλαίου: ΟΙΚΟΝ. κεφαλαιαγορά., αγορά συναλλάγματος: ΟΙΚΟΝ. εγχώρια ή διεθνής αγορά στην οποία ανταλλάσσονται τα εθνικά νομίσματα: διατραπεζική/ελεύθερη/προθεσμιακή ~ ~. [< αγγλ. foreign exchange market, 1948] , δευτερογενής αγορά: ΟΙΚΟΝ. χρηματιστηριακή αγορά όπου πραγματοποιούνται συναλλαγές σε τίτλους που έχουν εκδοθεί στο παρελθόν. [< αγγλ. secondary market] , ελεύθερη αγορά: ΟΙΚΟΝ. αγοραπωλησίες στις οποίες οι τιμές καθορίζονται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό: παγκοσμιοποιημένη ~ ~. ~ ~ τηλεπικοινωνιών. [< αγγλ. free market] , έρευνα αγοράς: ΟΙΚΟΝ. επιστημονική διερεύνηση και προσδιορισμός των συνθηκών που επικρατούν σε συγκεκριμένο χώρο σχετικά με τη ζήτηση και την προσφορά αγαθών, υπηρεσιών και παραγωγικών συντελεστών: πανευρωπαϊκή/ποιοτική/ποσοτική ~ ~. Mάρκετινγκ και ~ ~. ~ες ~ και καταναλωτικής συμπεριφοράς. Βλ. ομάδα-στόχος. [< αγγλ. market research, 1920] , ηλεκτρονικές/ψηφιακές αγορές: ΔΙΑΔΙΚΤ. εμπορικές συναλλαγές μέσω διαδικτύου και ειδικότ. διαδικτυακές αγορές αγαθών και υπηρεσιών: κάθετη (: στην οποία συμμετέχουν εταιρείες από συγκεκριμένους τομείς δραστηριότητας)/οριζόντια (: συμμετοχή εταιρειών ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριοποίησής τους) ~ή ~ά. Πρόσβαση σε ~ ~ με χρήση κωδικού. Ανοικτές (: δημόσιες)/διεπιχειρησιακές/κλειστές (: ιδιωτικές) ~ ~. Βλ. τηλεσυνεργασία, ψηφιακή οικονομία.|| ~ή ~ά εισιτηρίων/προϊόντων. Προπληρωμένη κάρτα για ~ ~. Η ασφάλεια των ~ών ~ών. Βλ. ηλεκτρονικό εμπόριο, ηλεκτρονική πώληση. [< αγγλ. e-market, electronic shopping, 1959] , μερίδιο/κομμάτι/μέρος (της) αγοράς: ΟΙΚΟΝ. το ποσοστό των συνολικών πωλήσεων προϊόντος ή υπηρεσίας που κατέχει συγκεκριμένη εταιρεία: Οι αλυσίδες καταστημάτων ελέγχουν όλο και μεγαλύτερο ~ ~. Η εταιρεία κατέχει ~ ~ της τάξης του ...%. [< αγγλ. market share, 1954] , πρωτογενής αγορά: ΟΙΚΟΝ. χρηματιστηριακή αγορά όπου οι επιχειρήσεις και το κράτος εκδίδουν νέους τίτλους και αποκτούν κεφάλαια. [< αγγλ. primary market] , φιλανθρωπική αγορά: παζάρι, τα έσοδα του οποίου διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Βλ. έρανος. [< αγγλ. charity bazaar] , αγορά ευρωομολόγων βλ. ευρωομόλογο, αναδυόμενες αγορές βλ. αναδυόμενος, ανάλυση αγοράς βλ. ανάλυση, ανάπτυξη αγοράς βλ. ανάπτυξη, απελευθέρωση της αγοράς/των αγορών βλ. απελευθέρωση, αποτυχία της αγοράς βλ. αποτυχία, ατελής αγορά βλ. ατελής, ευαίσθητη αγορά βλ. ευαίσθητος, καλάθι αγορών βλ. καλάθι, κοινή αγορά βλ. κοινός, λαϊκή αγορά βλ. λαϊκός, λαχειοφόρος αγορά βλ. λαχειοφόρος, μαύρη (αγορά) βλ. μαύρος, οικονομία της αγοράς βλ. ελεύθερη οικονομία, παράλληλη αγορά βλ. παράλληλος, πιστωτική αγορά βλ. πιστωτικός ● ΦΡ.: βγάζει (κάτι) στην αγορά: το προωθεί στο εμπόριο: Η εταιρεία σχεδιάζει να βγάλει στην ~ νέα σειρά καλλυντικών., βγαίνει στην αγορά: (για προϊόν) κυκλοφορεί στο εμπόριο· (για πρόσωπο) διεξάγει διαπραγματεύσεις, για να αγοράσει ή να πουλήσει κάτι: Κινητό που βγήκε ~ τον περασμένο μήνα.|| (για κράτος ή εταιρεία) Βγήκε ~/στις αγορές, για να δανειστεί. [< αρχ. ἀγορά, αγγλ. market, γαλλ. marché, γερμ. Markt]
  • αγοραφοβία [ἀγοραφοβία] α-γο-ρα-φο-βί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. νεύρωση που χαρακτηρίζεται από έντονο φόβο για το συγκεντρωμένο πλήθος σε ανοιχτούς, δημόσιους χώρους. Βλ. κλειστοφοβία, -φοβία. [< γερμ. Agoraphobie, γαλλ. agoraphobie, αγγλ. agoraphobia]
  • άγραφος , η, ο [ἄγραφος] ά-γρα-φος επίθ. & (προφ.) άγραφτος & (σπάν.) άγραπτος 1. που δεν έχει (ακόμη) διατυπωθεί σε γραπτό λόγο: ~η: ιστορία/μελέτη.|| (που δεν καταγράφηκε σε επίσημο έγγραφο:) ~ος: όρος. ~η: άδεια/εντολή/συμφωνία. ~ο: καταστατικό/τυπικό. Πβ. προφορικός. Βλ. -γραφος. ΑΝΤ. έγγραφος 2. του οποίου το κύρος πηγάζει από την παράδοση, την ηθική ή τη χρήση, που δεν είναι νομοθετημένος: ~ος: κανόνας. ~η: αρχή. ~ο: δικαίωμα. Πβ. εθιμ-, ηθ-ικός. ΑΝΤ. γραπτός (1) 3. στον οποίο δεν έχει γραφτεί ή εγγραφεί κάτι: ~η: επιφάνεια/κόλλα (πβ. λευκή).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: σκληρός δίσκος. ~ο: σιντί. Πβ. άδειος. 4. (για μαθητή) που δεν έχει κάνει τις γραπτές εργασίες του: Πήγε σχολείο ~ κι αδιάβαστος. 5. (σπάν.) που δεν έχει καταγραφεί σε κατάλογο, αδήλωτος. ΑΝΤ. δηλωμένος (2), εγγεγραμμένος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άγραφο χαρτί & άγραφος πίνακας/χάρτης & άγραφη πλάκα: ΦΙΛΟΣ. η αντίληψη ότι ο νους του ανθρώπου, όταν γεννιέται, είναι κενός, σαν λευκός πίνακας, πάνω στον οποίο εγγράφονται συνεχώς νέες εντυπώσεις, γνώσεις, εμπειρίες. ΣΥΝ. tabula rasa, άγραφος νόμος & άγραφο δίκαιο: κανόνας δικαίου που δεν έχει θεσμοθετηθεί από την Πολιτεία, αλλά έχει καθιερωθεί από την παράδοση, τη συνήθεια, τη θρησκεία: άγραφοι και γραπτοί ~οι. Ήθη, έθιμα και ~οι ~οι. Πβ. εθιμικό δίκαιο. Βλ. φυσικό δίκαιο.|| Ο ~ ~ του ποδοσφαίρου (: η ομάδα που χάνει ευκαιρίες δέχεται τελικά γκολ)/της σιωπής (πβ. ομερτά)/της φυλακής (: οι συγκρατούμενοι δεν επιτρέπουν ούτε συγχωρούν μερικά ειδεχθή εγκλήματα, ασκώντας στον δράστη ψυχολογική βία, που αρκετές φορές τον οδηγεί στην αυτοκτονία). [< γερμ. ungeschriebenes Recht] ● ΦΡ.: (αυτό) είναι απ' τ' άγραφα! (προφ.-εμφατ.): για κάτι μη αναμενόμενο, πρωτάκουστο: Ε, αυτό πια ~ ~ (= πρωτοφανές)! [< αρχ. ἄγραφος, γαλλ. non écrit]
  • αγροτικός , ή, ό [ἀγροτικός] α-γρο-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την πρωτογενή παραγωγή αγαθών (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) ή τους αγρότες: ~ός: κλήρος (= μερίδιο γης)/κόσμος/οικισμός/πληθυσμός/σύλλογος/συνεταιρισμός (: για τη διάθεση των αγροτικών προϊόντων και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των παραγωγών)/τομέας. ~ή: ανάπτυξη/βιομηχανία (= αγροτοβιομηχανία)/δραστηριότητα/εκμετάλλευση (βλ. φάρμα)/επιχείρηση (= αγροεπιχείρηση)/κατοικία/κοινωνία/οικογένεια/παραγωγή/τάξη (ΣΥΝ. αγροτιά. Βλ. αστική τάξη). ~ό: δάνειο/(ΝΟΜ.) δίκαιο/εισόδημα/κίνημα. ~ές: εκτάσεις/εργασίες/καλλιέργειες. ~ά: μηχανήματα/προϊόντα/χρέη. Βλ. αντι~, παν~, φιλο~. ΣΥΝ. γεωργικός 2. που σχετίζεται με την ύπαιθρο: ~ός: διανομέας (= ταχυδρόμος)/δρόμος. ~ή: ζωή. ~ό: σπίτι (= αγροτόσπιτο, αγροικία). ~ά: ακίνητα (: που προορίζονται για γεωργική ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση και βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού). ΑΝΤ. αστικός (1) ● Ουσ.: αγροτικό (το) 1. φορτηγάκι (συνήθ. με καρότσα) ή τζιπ κατάλληλο για αγροτικές εργασίες. 2. {χωρ. πληθ.} υποχρεωτική υπηρεσία κάθε νέου γιατρού στην επαρχία: Πρέπει να κάνει το ~ του κι έπειτα να πάρει ειδικότητα. Πβ. υπηρεσία υπαίθρου.|| (μτφ., για σύλλογο ή ποδοσφαιριστή) Έκανε το ~ του στη Β' Εθνική και επέστρεψε στη Σούπερ Λιγκ. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονο αγροτικό (ιατρείο): που βρίσκεται σε δυσπρόσιτη περιοχή., αγροτικές φυλακές {σπάν. στον εν.}: των οποίων οι τρόφιμοι κινούνται ελεύθερα και απασχολούνται σε αγροτικές κυρ. εργασίες με αποτέλεσμα τη μείωση της ποινής τους στο ήμισυ., αγροτική εκμετάλλευση: μονάδα παραγωγής αγροτικών προϊόντων, η οποία αναλαμβάνει και την αποθήκευση, τυποποίηση, συσκευασία και διακίνησή τους, ενώ δραστηριοποιείται και στη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καθώς και στον αγροτουριστικό τομέα: οικογενειακή ~ ~. Κάτοχος ~ής ~ης., αγροτική μεταρρύθμιση: ΠΟΛΙΤ. που στοχεύει στην αναδιανομή των καλλιεργούμενων εκτάσεων προς όφελος των ακτημόνων ή των μικρών ιδιοκτητών., αγροτική οικονομία: ΟΙΚΟΝ. κλάδος που ασχολείται με ζητήματα παραγωγής και διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, ανάπτυξης και διαχείρισης της σχετικής παραγωγής. [< γαλλ. économie rurale] , αγροτική πολιτική: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των οικονομικών μέτρων για την προστασία των εργαζομένων στον πρωτογενή τομέα: Κοινή ~ ~ (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γερμ. Agrarpolitik] , αγροτικός γιατρός: που εκτελεί υποχρεωτική υπηρεσία στην επαρχία για ορισμένο χρονικό διάστημα., αγροτική πίστη βλ. πίστη, αγροτικός τουρισμός βλ. τουρισμός, δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων βλ. δημοπρατήριο, κλειστή αγροτική οικονομία βλ. κλειστός [< μεσν. αγροτικός, γαλλ. agricole, rural, champêtre, αγγλ. agrarian]
  • αγωνία [ἀγωνία] α-γω-νί-α ουσ. (θηλ.): ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη ανησυχία, ταραχή, αβεβαιότητα λόγω ενός κινδύνου, μιας δυσκολίας ή από ανυπομονησία για κάτι: έκδηλη/πνευματική ~. Επιθανάτια ~ ή ~ του θανάτου (= ψυχομαχητό). Θρίλερ/κραυγή/νύχτα ~ας. Βιβλίο/ιστορία/ταινία που σε κρατά σε ~. Παράγοντες που επιτείνουν την ~ των υποψηφίων. Εκφράζω/κρύβω την ~ μου. Έχει/υπάρχει ~ για τα αποτελέσματα/το αύριο/τις εξετάσεις/το μέλλον/την τύχη των ομήρων (πβ. άγχος). Η ~ αυξάνεται/κορυφώνεται/παρατείνεται/συνεχίζεται. Με κυριεύει/τρώει η ~. Κοιτάζω με ~ για ... Περιμένω με ~ να τον δω/τις διακοπές (πβ. αδημονία). Συμμερίζομαι τις ~ες σας. ~ες και έγνοιες. Έκφραση φόβου και ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: υπαρξιακή αγωνία & υπαρξιακό άγχος: ΦΙΛΟΣ. το αίσθημα τρόμου που δημιουργείται στον άνθρωπο, όταν συνειδητοποιεί ότι έχει ελεύθερη βούληση· (κυρ. κατ' επέκτ.) το άγχος που προκαλεί ο έντονος προβληματισμός για θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως είναι ο θάνατος και η αναζήτηση νοήματος στη ζωή. [< γερμ. Existenzangst] [< αρχ. ἀγωνία, γαλλ. agonie, αγγλ. agony]
  • αγωνίζομαι [ἀγωνίζομαι] α-γω-νί-ζο-μαι ρ. (μτβ.) {αγωνί-στηκα (λόγ. μτχ. αγωνισ-θείς, -θείσα, -θέν), -στεί, αγωνιζ-όμενος} 1. καταβάλλω επίπονη προσπάθεια για την επίτευξη ενός στόχου: ~ ενάντια στις προκαταλήψεις/στον ρατσισμό. Έχω μάθει/δεν σταματώ να ~. ~ (σθεναρά/σκληρά) να βγάλω το ψωμί μου/βρω δουλειά/κερδίσω τα προς το ζην/περάσω στις εξετάσεις/περισώσω ό,τι μπορώ/υπερνικήσω τα εμπόδια (πβ. μοχθώ, πασχίζω). ~στηκε πολύ, για να πετύχει/φτάσει εκεί που έφτασε. Ο ~όμενος λαός. 2. μάχομαι ενάντια σε κάποιον ή κάτι: ~ κατά των εχθρών. ~στηκε (σκληρά) ενάντια στη δικτατορία/στον εισβολέα/στην τυραννία (πβ. πολεμώ). Ο λαός είναι έτοιμος να ~στεί με γενναιότητα/μέχρι θανάτου για την πατρίδα. (επίσ.) Φόρος τιμής προς τους ηρωικώς ~σθέντες και πεσόντες του πολέμου. 3. συμμετέχω σε αγώνα, διαγωνισμό (αθλητικό, μουσικό): ~ στον μαραθώνιο/στο μήκος/στην ποδηλασία/στο ράλι/στο σκάκι. Η ομάδα ~εται (= παίζει) σήμερα στο γήπεδό της/εκτός έδρας. Βλ. αντ~, συν~. ● ΦΡ.: (αγωνίστηκε/έδωσε) τον αγώνα τον καλό βλ. αγώνας, ευ αγωνίζεσθαι βλ. ευ [< αρχ. ἀγωνίζομαι, γερμ. kämpfen]
  • αγωνιστής, αγωνίστρια [ἀγωνιστής] α-γω-νι-στής ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. πρόσωπο που αγωνίζεται, μάχεται σκληρά, που καταβάλλει επίπονη προσπάθεια για την επίτευξη ενός (υψηλού) σκοπού: γνήσιος/εθνικός (πβ. πατριώτης)/θρυλικός/λαϊκός/φλογερός ~. ~ της αλήθειας (πβ. υπέρμαχος, υποστηρικτής)/της δικαιοσύνης/της ελευθερίας/μιας παράταξης. ~ κατά της δικτατορίας. ~ για τα ανθρώπινα δικαιώματα/για τη δημοκρατία. Βλ. πρωτ~, συν~. 2. (ειδικότ.) αυτός που πολεμά ή κυρ. πολέμησε σε μεγάλες μάχες: παλαίμαχος ~. Οι ~ές του 1821/του 1940/του Αλβανικού Έπους/της Εθνικής Αντίστασης. Πβ. μαχητής, πολεμιστής, στρατιώτης. 3. ΦΥΣΙΟΛ. {στο αρσ.} ο μυς που συστέλλεται, σε αντιδιαστολή με τον μυ που χαλαρώνει. Βλ. ανταγωνιστής. 4. ΦΑΡΜΑΚ. {στο αρσ.} φάρμακο που παρουσιάζει συγγένεια με τη δράση κάποιας ουσίας του σώματος: ~ της αδρεναλίνης/οιστρογόνων/ορμονών. [< 1,2: αρχ. ἀγωνιστής, μτγν. ἀγωνίστρια 3,4: αγγλ. agonist, γαλλ. agoniste, γερμ. Agonist]

αβγοτάραχο

αβγοτάραχο [ἀβγοτάραχο] α-βγο-τά-ρα-χο ουσ. (ουδ.) & αυγοτάραχο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. έδεσμα από αβγά ψαριών (κυρ. κεφάλου) αλατισμένα και διατηρημένα σε κέρινο περίβλημα: επεξεργασμένο/νωπό ~. ~ ρέγκας/σολομού/τόνου. ~ από μπακαλιάρο. ~ Μεσολογγίου. Βλ. ταραμάς, χαβιάρι. [< μεσν. αβγοτάραχον]

αγγελική

αγγελική [ἀγγελική] αγ-γε-λι-κή ουσ. (θηλ.) ΒΟΤ. 1. αρωματικός καλλωπιστικός θάμνος (γένος Pittosporum) με λευκοκίτρινα συνήθ. άνθη 2. γένος αρωματικών ποωδών φυτών (οικογ. Umbelliferae). [< 2: αγγλ. angelica, γαλλ. angélique]

άγγελος

άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]

αγώνας

αγώνας [ἀγώνας] α-γώ-νας ουσ. (αρσ.) {αγών-α (λόγ.) -ος | -ες, -ων} 1. κοπιαστική προσπάθεια, σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, για την επίτευξη στόχου ή την αποτροπή ενέργειας: αντιδικτατορικός/αντικαρκινικός/απεγνωσμένος/απεργιακός/διαρκής/δίκαιος/διπλωματικός/εκλογικός/ηρωικός/κοινός/μάταιος/πνευματικός/σκληρός/τίμιος/τιτάνιος/υπεράνθρωπος ~. ~ για εξάλειψη των κοινωνικών αδικιών/επιβίωση/ισότητα. ~ κατά των επιδημιών και του υποσιτισμού/των μεταλλαγμένων/των ναρκωτικών/της φτώχειας. ~ μέχρι θανάτου/τελικής πτώσεως. Προμηνύεται σκληρός ~. Διαρκής ~ η μάθηση. Ο ~ της ζωής. Καθημερινός ~ για ένα καλύτερο αύριο. (προφ.) -Τι κάνετε; -Εδώ, στον ~α! (= στη βιοπάλη). Ακολούθησε/έγινε/ξεκίνησε ένας μακρύς/μαραθώνιος/πολυετής ~. Ο ~ τώρα δικαιώνεται (συνήθ. ως σύνθημα σε συλλαλητήρια). Ο ~ δυναμώνει/εντείνεται/συνεχίζεται. Επιτροπή ~α. Όλοι στον ~α. Χαιρετίζουμε τον ~α (π.χ. των φοιτητών). Δίνει/κάνει ~α, για να κρατήσει κάποιον/να κρατηθεί στη ζωή. Έχουν αποδυθεί σε ~α αλληλοεξόντωσης. Αρχίζω/εγκαταλείπω τον/μπαίνω στον ~α. Κοινωνικοί/συνδικαλιστικοί/ταξικοί ~ες (πβ. πάλη). Ώρα για ~ες. Όλα κερδήθηκαν με ~ες. Πβ. κόντρα, σύγκρουση. 2. (ειδικότ.) μάχη, πόλεμος, συμπλοκή: αιματηρός/άνισος/απελευθερωτικός (πβ. εξέγερση, ξεσηκωμός)/ένοπλος ~. ~ για την ανεξαρτησία/ελευθερία. Εθνικοί ~ες.|| Ο Αγώνας (: η Ελληνική Επανάσταση του 1821). 3. οργανωμένη αναμέτρηση, διαγωνισμός με στόχο τη νίκη: (ΑΘΛ.) διασυλλογικός/ζωντανός (: σε απευθείας μετάδοση)/ισόπαλος/κρίσιμος/μαγνητοσκοπημένος/συναρπαστικός/(ημι)τελικός/φιλικός ~. ~ βόλεϊ/μπάσκετ/πάλης/ποδοσφαίρου (ή ποδοσφαιρικός ~, πβ. ματς, παιχνίδι, συνάντηση)/πυγμαχίας/ταχύτητας. ~-ρεβάνς/πρόκριση. Ο ~ θα διεξαχθεί αύριο/έληξε. Στιγμιότυπα από τον ~α. Διεκδικώ/κερδίζω/χάνω τον ~α. Αθλητικοί/βαλκανικοί/διεθνείς/επίσημοι/παγκόσμιοι/πανευρωπαϊκοί ~ες. ~ες αυτοκινήτου (ράλι)/ποδηλασίας (ή ποδηλατικοί ~ες).|| Θεατρικοί/μαθηματικοί/μουσικοί/ποιητικοί/ρητορικοί ~ες. Ανάληψη/ασφάλεια/βαθμολόγηση/έναρξη/πραγματοποίηση (των) ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαστικός αγώνας: δίκη: Έκανε/διεξήγαγε/κέρδισε έναν μακροχρόνιο ~ό ~α. Εμπλέκομαι σε ~ό ~α., αγώνας δρόμου βλ. δρόμος, αγώνας μπαράζ βλ. μπαράζ, αγώνας/παιχνίδι νοκ άουτ βλ. νοκ άουτ, ανένδοτος αγώνας βλ. ανένδοτος, γυμνικοί αγώνες βλ. γυμνικός, Ειδικοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, κίτρινο φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, Παραολυμπιακοί Αγώνες βλ. παραολυμπιακός, προκριματικός (αγώνας) βλ. προκριματικός, ροζ φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός ● ΦΡ.: (αγωνίστηκε/έδωσε) τον αγώνα τον καλό: για πρόσωπο που έδωσε αγώνα, μένοντας πιστό στα ιδανικά του και στοχεύοντας στην ηθική τελείωσή του., αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου: πολύ κρίσιμος, καθοριστικός αγώνας: Διεξάγεται ~ ~. Βλ. ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου. [< γαλλ. lute entre la vie et la mort], Αγώνες Καλής Θέλησης: διεθνείς αθλητικοί αγώνες για την κατανόηση και συμφιλίωση των λαών. [< αγγλ. Goodwill Games, 1986] , άνευ αγώνα/αγώνος (λόγ.): ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που επιτυγχάνεται χωρίς αναμέτρηση των δύο ομάδων, αλλά κατόπιν επίσημης απόφασης: νίκη/πρόκριση ~ ~. Αποκλείστηκε/πέρασε ~ ~ (: ενν. από/στον επόμενο γύρο διοργάνωσης). Πβ. στα χαρτιά., νυν υπέρ πάντων ο αγών (επίσ.) : για περιπτώσεις που χρειάζεται συσπείρωση όλων των δυνάμεων για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου. [< αρχ. ἀγών]

αλεξία

αλεξία [ἀλεξία] α-λε-ξί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από απώλεια της ικανότητας ανάγνωσης και κατανόησης των γραπτών λέξεων ή προτάσεων λόγω εγκεφαλικής κάκωσης ή βλάβης εκ γενετής. [< γαλλ. alexie, αγγλ. alexia]

αναδυόμενος

αναδυόμενος, η, ο [ἀναδυόμενος] α-να-δυ-ό-με-νος επίθ. 1. που αναδύεται: ~ (μέσα) από τα κύματα.|| (μτφ.) ~η: επιχείρηση. ~ο: ταλέντο. ~οι: κίνδυνοι. ~α: ερωτήματα/προβλήματα. || ~α: κράτη. Οι ~οι γίγαντες της παγκόσμιας οικονομίας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. για αντικείμενο γραφικού περιβάλλοντος που εμφανίζεται ξαφνικά στην οθόνη του υπολογιστή: ~η: διαφήμιση/λίστα. ~ο: μενού/μήνυμα/παράθυρο. ΣΥΝ. ποπ-απ ● Ουσ.: Αναδυομένη (η): προσωνυμία της θεάς Aφροδίτης. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενες αγορές: ΟΙΚΟΝ. που αρχίζουν να αναπτύσσονται με καλές προοπτικές, συνήθ. σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. [< αγγλ. emerging markets] , αναδυόμενη γραφή: ΨΥΧΟΛ. που αναπτύσσει το παιδί στην προσχολική ηλικία. [< αγγλ. emerging writing] , αναδυόμενος γραμματισμός βλ. γραμματισμός [< 1: αρχ. ἀναδυόμενος, αγγλ. emerging 2: αγγλ. pop-up, 1926]

ανάλυση

ανάλυση [ἀνάλυση] α-νά-λυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. λεπτομερής εξέταση ενός γεγονότος, ενός φαινομένου ή μιας έννοιας με εντοπισμό και μελέτη των επιμέρους στοιχείων· κατ' επέκτ. προφορική ή γραπτή ανάπτυξη-παρουσίαση της αντίστοιχης έρευνας: αντικειμενική/βαθιά/εμπεριστατωμένη/ενδελεχής/εξαντλητική/επιφανειακή/κριτική/λεπτομερής/λογική/μουσική/προσεκτική/συστηματική ~. Κοινων(ιολογ)ική/οικονομική/πολιτική ~. ~ των (εκλογικών) αποτελεσμάτων/των δεδομένων/της επικαιρότητας/της κατάστασης/της πορείας (του Χρηματιστηρίου)/των πτυχών ενός ζητήματος/των στοιχείων. ~ έργου (: συστηματική καταγραφή των διακριτών σταδίων-βημάτων μιας εργασίας). ~ μιας θεωρίας/ενός όρου. ~ στα οικονομικά (της εταιρείας). Άρθρα/σχόλια και ~ύσεις. Επιχειρώ/κάνω μια ~ (σε βάθος). (ειρων.) ~ύσεις επί ~ύσεων! Βλ. αυτο~, μετα~, μικρο~, σύνθεση, υπερ~, ψυχ~. 2. διαχωρισμός, με τη χρήση επιστημονικών μεθόδων, ενός δείγματος στα στοιχεία από τα οποία αποτελείται, με σκοπό τον προσδιορισμό τους και τη μελέτη των ιδίων ξεχωριστά καθώς και του συνόλου: (ΦΥΣ.-ΧΗΜ.) δυναμική/εργαστηριακή/μηχανική/μικροσκοπική/φασματοσκοπική/χημική ~. Εργαστήριο/μέθοδοι/συσκευές/τεχνικές ~ης. Ποιοτική και ποσοτική ~ ενός μείγματος. ~ύσεις αερίων/γάλακτος/εδαφών/τροφίμων/υδάτων.|| (ΟΠΤ.) Φωτογραφική ~.|| (ΙΑΤΡ.) Ιατρικές ~ύσεις. Κάνω ~ αίματος (πβ. εξέταση, τεστ)/ούρων (= καλλιέργεια)/DNA.|| Στατιστική ~.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΓΛΩΣΣ.) Γλωσσολογική/γραμματική/ετυμολογική/σημειωτική/συντακτική ~ (κειμένου). Λογοτεχνική ~ διηγήματος. Βλ. επαν~, ψυχ~. 3. ΠΛΗΡΟΦ. το πλήθος των πίξελ που εμφανίζονται σε μια οθόνη: ψηφιακή ~. ~ γραφικών/εικόνας. Κάμερα/τηλεόραση/φωτογραφίες υψηλής ~ης. Πβ. ευκρίνεια. 4. ΜΑΘ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον λογισμό και τη θεωρία των ορίων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (της) διακύμανσης/διασποράς/μεταβλητότητας: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος με την οποία εξετάζεται η επίδραση μίας ή περισσότερων ανεξάρτητων μεταβλητών στη διακύμανση μίας εξαρτημένης μεταβλητής: ~ ~ κατά έναν παράγοντα. [< αγγλ. variance analysis, analysis of variance (ANOVA), 1967] , ανάλυση αγοράς: ΟΙΚΟΝ. διαδικασία εξέτασης των παραγόντων, των συνθηκών και των χαρακτηριστικών μιας αγοράς: ~ ~ καυσίμων. [< αγγλ. market analysis] , ανάλυση κινδύνου/κινδύνων: ΟΙΚΟΝ. υπολογισμός και εκτίμηση των κινδύνων που σχετίζονται με χρηματοοικονομικές ή επενδυτικές αποφάσεις: έρευνα/κριτήρια/μελέτη ~ης ~ου. [< αγγλ. risk analysis, 1964] , ανάλυση λαθών/σφαλμάτων: επιστημονική μελέτη της ποιότητας και της ποσότητας των λαθών στο πλαίσιο των μαθηματικών, της γλωσσολογίας και της στατιστικής. [< αγγλ. error analysis, 1963] , ανάλυση (του) λόγου βλ. λόγος, ανάλυση περιεχομένου βλ. περιεχόμενο, ανάλυση συνομιλίας βλ. συνομιλία, ανάλυση συστημάτων βλ. σύστημα, αριθμητική ανάλυση βλ. αριθμητικός, διακριτική ανάλυση βλ. διακριτικός, ενόργανη ανάλυση βλ. ενόργανος, θεμελιώδης ανάλυση βλ. θεμελιώδης, παραγοντική ανάλυση/ανάλυση παραγόντων βλ. παραγοντικός, συνδυαστική ανάλυση βλ. συνδυαστικός ● ΦΡ.: σε τελική/σε τελευταία ανάλυση (προφ.-εμφατ.): προκειμένου να αναφερθεί στο τέλος η πιο σημαντική πτυχή ενός θέματος: Νομίζω ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο και, ~ ~, αφορά όλους μας. Πβ. άλλωστε, εκτός αυτού/τούτου, εντέλει, εξάλλου, επιπλέον, τελικά. [< γαλλ. en dernière analyse ] [< αρχ. ἀνάλυσις ‘απαλλαγή, αποσύνθεση, επίλυση’, γαλλ. analyse, αγγλ. analysis, γερμ. Analyse, γαλλ.-αγγλ. resolution]

ανάπτυξη

ανάπτυξη [ἀνάπτυξη] α-νά-πτυ-ξη ουσ. (θηλ.) 1. πρόοδος, εξέλιξη, ακμή: αγροτική/αλματώδης/δυναμική/κοινωνική/ολοκληρωμένη/ποιοτική/πράσινη/σταδιακή/σταθερή/ταχεία/υγιής ~. ~ μιας εταιρείας/πόλης/χώρας. Μοντέλο/πρόγραμμα/ρυθμοί/σχέδιο/τροχιά ~ης. Αρνητική/μηδενική/πραγματική ~ της οικονομίας. Η ~ της βιομηχανίας/της γεωργίας/του διαδικτύου/του εμπορίου/της πληροφορικής/της τεχνολογίας/των τηλεπικοινωνιών/του τουρισμού. Αστική ~ και αναβάθμιση της ποιότητας ζωής. Περιφερειακή ~ και αποκέντρωση. Τοπική και εθνική ~. ~ και ανταγωνιστικότητα/απασχόληση/ευημερία. Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Επιβράδυνση της ~ης (στην ευρωζώνη).|| ~ των γραμμάτων/της επιστήμης/της παιδείας/του πολιτισμού/των τεχνών. Πβ. άνθιση, καλλιέργεια. Βλ. απο~, υπ~, υπερ~. ΑΝΤ. παρακμή 2. ΒΙΟΛ.-ΨΥΧΟΛ. δυναμική πορεία αύξησης, εξέλιξης και ωρίμανσης, χαρακτηριζόμενη από διαδοχικά στάδια, την οποία διανύει κάθε ζωντανός οργανισμός από τη στιγμή της σύλληψής του μέχρι την εφηβική ηλικία: ατομική/βιολογική/γνωστική/(δια)νοητική/(ψυχο)κοινωνική/πνευµατική/(ψυχο)σωματική ~. Aργή/καθυστερημένη/ομαλή/πρόωρη/φυσιολογική ~. Η ~ του παιδιού. ~ της νοημοσύνης/των οστών/της προσωπικότητας. Διαταραχές/επιβράδυνση/φάσεις της ~ης. Πβ. μεγάλωμα. Βλ. γήρανση, εξελικτική ψυχολογία.|| Το παιδί πρέπει να τρέφεται καλά, γιατί είναι (πάνω) στην ~ή του.|| ~ φυτού. 3. εμφάνιση, δημιουργία και σταδιακή αύξηση: ~ κλίματος εμπιστοσύνης/οικολογικής συνείδησης/σχέσεων συνεργασίας/υποδομών. ~ οικονομικών δραστηριοτήτων. ~ νεφώσεων. Σχεδιασμός και ~ ιστοσελίδων. Έρευνα και ~ νέων φαρμάκων. ~ δεξιοτήτων (= καλλιέργεια).|| (ΙΑΤΡ.) ~ ιών/νοσημάτων. ~ μικροβίων/μυκήτων στο δέρμα.|| (ΦΥΣ.) ~ τριβής.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ φωνήεντος µεταξύ συµφώνων (π.χ. "σταθιμός" αντί "σταθμός"). 4. (διεξοδική) ανάλυση, παρουσίαση: θεωρητική/λεπτομερής/πλήρης ~ (= πραγμάτευση) του θέματος. ~ των απόψεων/των ιδεών/ισχυρισμών (κάποιου). 5. επέκταση, εξάπλωση (στον χώρο): ελεγχόμενη/ραγδαία ~. (Οικιστική) ~ της πρωτεύουσας.|| Περιορισμένης έκτασης ~ αστυνομικών δυνάμεων. (ΑΘΛ.) Η επιθετική ~ των γηπεδούχων. ΑΝΤ. σύμπτυξη. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάπτυξη αγοράς: ΟΙΚΟΝ. στρατηγική που εφαρμόζει μια επιχείρηση για την αύξηση των πωλήσεών της μέσω της εξεύρεσης νέων αγορών. [< αγγλ. market development] , ανάπτυξη προϊόντων: ΟΙΚΟΝ. στρατηγική αύξησης των πωλήσεων με τη δημιουργία νέων, πιο ανταγωνιστικών προϊόντων ή υπηρεσιών ή τη βελτίωση όσων ήδη υπάρχουν. [< αγγλ. product development] , κόστος ανάπτυξης: ΟΙΚΟΝ. δαπάνες που καταβάλλονται για την έρευνα, τον σχεδιασμό, την παραγωγή ή βελτίωση προϊόντος (ή υπηρεσίας): ~ ~ και συντήρησης λογισμικού., οικονομική ανάπτυξη: ΟΙΚΟΝ. διαδικασία μακροπρόθεσμης αύξησης του πραγματικού εισοδήματος μιας χώρας ή μιας περιοχής: ισόρροπη/περιφερειακή/τοπική ~ ~. [< αγγλ. economic development, 1902] , αξιοβίωτη ανάπτυξη βλ. αξιοβίωτος, βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη βλ. βιώσιμος, ενδογενής ανάπτυξη βλ. ενδογενής, έρευνα και ανάπτυξη βλ. έρευνα, Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης βλ. ευρωπαϊκός ● ΦΡ.: υπό ανάπτυξη (λόγ.) & σε ανάπτυξη: για διαδικασία που δεν έχει ολοκληρωθεί, που βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση δημιουργίας, κατασκευής και εξέλιξης: επιχειρήσεις/οικονομίες/χώρες ~ ~ (= αναπτυσσόμενες). Προϊόντα ~ ~. Η ιστοσελίδα βρίσκεται ~ ~ (: υπό κατασκευή). [< αγγλ. under development] [< πβ. αρχ. ἀνάπτυξις ‘ξεδίπλωμα, άνοιγμα’, γαλλ. développement, αγγλ. development, γερμ. Entwicklung]

απελευθέρωση

απελευθέρωση [ἀπελευθέρωση] α-πε-λευ-θέ-ρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. απόδοση ή απόκτηση της ελευθερίας: άμεση/εθνική/πολιτική ~. ~ των εδαφών/των κρατουμένων/των ομήρων (πβ. ελευθέρωση). ~ από τη φυλακή (= αποφυλάκιση). ~ του λαού μιας χώρας από τυραννικό καθεστώς. ~ της πόλης από τον δυνάστη/τον κατακτητή (πβ. λύτρωση). Πβ. λευτέρωμα. ΑΝΤ. υποδούλωση 2. (μτφ.) απαλλαγή από περιορισμούς ή καταναγκασμούς: κοινωνική/σεξουαλική ~. ~ του πνεύματος/του σώματος/της ψυχής. ~ των γυναικών (= ανεξαρτητοποίηση, χειραφέτηση)/της δημιουργικότητας/της έκφρασης/της εργασίας. ~ στις σχέσεις. ~ από την άγνοια/τα δεσμά/ενοχές/εξαρτήσεις (= απεξάρτηση)/κάθε μορφή εκμετάλλευσης/την καταπίεση/τις προλήψεις/τον φόβο. Η ~ (= αποδέσμευση) του ποιητικού λόγου από τον έμμετρο στίχο.|| Αποσυμφόρηση του κέντρου και ~ των δρόμων. ΑΝΤ. αποκλεισμός, κλείσιμο. 3. ΟΙΚΟΝ. διεξαγωγή εμπορικών συναλλαγών χωρίς κρατικές παρεμβάσεις: ~ των διδάκτρων/των ενοικίων/του νομίσματος/του παγκόσμιου εμπορίου/των τηλεπικοινωνιών/των τιμών/του τραπεζικού συστήματος/του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων. Πβ. (φιλ)ελευθεροποίηση. 4. (επιστ.) έκλυση: ~ αερίων/ενέργειας/ηλεκτρονίων/νετρονίων/ορμονών. ~ ενδορφινών στον εγκέφαλο. ~ γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον. Πρωτεΐνες βραδείας ~ης. Πβ. εκπομπή. 5. ΙΣΤ. (με κεφαλ. Α) (στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) εκδίωξη των γερμανικών στρατευμάτων από τις κατεχόμενες περιοχές. ● ΣΥΜΠΛ.: απελευθέρωση της αγοράς/των αγορών & (φιλ)ελευθεροποίηση της αγοράς/των αγορών: ΟΙΚΟΝ. αποδέσμευση της αγοράς από κρατικές επεμβάσεις και δεσμεύσεις και δημιουργία προϋποθέσεων για την απρόσκοπτη λειτουργία των δυνάμεων της προσφοράς και ζήτησης. Βλ. ιδιωτικοποίηση. [< αγγλ. market liberalization] [< 1: αρχ. ἀπελευθέρωσις 2-4: γαλλ. libération]

αποτυχία

αποτυχία [ἀποτυχία] α-πο-τυ-χί-α ουσ. (θηλ.) {αποτυχιών} 1. μη επιθυμητή κατάληξη, ανεπιτυχής έκβαση: εισπρακτική/εμπορική/επαγγελματική/επική/επιχειρησιακή/καλλιτεχνική/οικονομική/οικτρή/ολοκληρωτική/παταγώδης/ταπεινωτική ~ (πβ. φιάσκο). ~ του εγχειρήματος/της προσπάθειας (πβ. αστοχία). ~ στην εκπλήρωση των στόχων. Σε πλήρη ~ κατέληξε η διάσκεψη. Απόπειρα καταδικασμένη σε ~. Σε ~ οδεύουν/οδηγούνται οι διαπραγματεύσεις (πβ. ναυάγιο). Υπήρξε μεγάλη ~ στις εξετάσεις (: οι μαθητές δεν έγραψαν καλά). Γνώρισε/δοκίμασε/είχε πολλές ~ες. Ύστερα από μια σειρά ~ών (πβ. ατυχία, ήττα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εγγραφής/εγκατάστασης.|| (ΙΑΤΡ.) ~ νεφρών (: αδυναμία εκτέλεσης της βασικής λειτουργίας τους). ΑΝΤ. επιτυχία (1) 2. (συνεκδ.) καθετί που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες κάποιου: Το γλυκό/η ταινία ήταν (μια) σκέτη ~ (πβ. τζίφος). Είναι ~ να πάρουμε τη δεύτερη θέση. ● ΣΥΜΠΛ.: αποτυχία της αγοράς: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία η αγορά δεν οδηγεί σε αποτελεσματική και δίκαιη κατανομή πόρων και υπηρεσιών: παγκόσμια/τοπική ~ ~., σχολική αποτυχία: αδυναμία του μαθητή, που προέρχεται κυρ. από ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες, να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις απαιτήσεις του σχολείου, με αποτέλεσμα να έχει χαμηλές επιδόσεις στα μαθήματα ή να εγκαταλείπει πρόωρα το σχολείο: ~ ~ και κοινωνικός αποκλεισμός/λειτουργικός αναλφαβητισμός. Μαθησιακές δυσκολίες και ~ ~. [< γαλλ. échec scolaire] [< αρχ. ἀποτυχία, γαλλ. échec, αγγλ. failure]

ατελής

ατελής, ής, ές [ἀτελής] α-τε-λής επίθ. {ατελ-ούς | -είς (ουδ. -ή)∙ ατελέστ-ερος, -ατος} 1. που παρουσιάζει ελλείψεις και γι' αυτό δεν είναι πλήρης, επαρκής, ολοκληρωμένος ή τέλειος: ~ής: έλεγχος (πβ. ανεπαρκής, ανολοκλήρωτος, υποτυπώδης). ~ής: ανάπτυξη/γνώση/πληροφόρηση. ~ές: έργο (πβ. μισοτελειωμένο). ~ή: στοιχεία.|| (ΧΗΜ.) Προϊόντα ~ούς καύσης (ΑΝΤ. τέλεια).|| (ΜΑΘ.) ~ διαίρεση (: που αφήνει υπόλοιπο, ΑΝΤ. τέλεια).|| (ΙΑΤΡ.) ~ές: κάταγμα.|| ~ής: κόσμος/νόμος. ~ής: όραση/οργάνωση. ~ές: σύστημα (ΑΝΤ. άρτιο). ~είς: μορφές ζωής (= κατώτερες). 2. που έχει απαλλαγεί από φόρους, δασμούς: ~ής: εισαγωγή αυτοκινήτων. Πβ. αδασμολόγητος, αφορολόγητος.|| ~είς: κλήσεις (= δωρεάν). ● επίρρ.: ατελώς [-ῶς]: χωρίς τέλη. ● ΣΥΜΠΛ.: ατελής αγορά: ΟΙΚΟΝ. στην οποία το κοινό δεν έχει πλήρη πρόσβαση στη χρηματοπιστωτική πληροφόρηση και οι πωλητές δεν μπορούν εύκολα και άμεσα να βρουν αγοραστές και το αντίστροφο. [< αγγλ. imperfect market] , ατελής ανταγωνισμός: ΟΙΚΟΝ. κάθε κατάσταση αγοράς που δεν είναι εντελώς ανταγωνιστική: εμπόριο υπό συνθήκες ~ούς ~ού (μονο-, ολιγο-πώλια) στις διεθνείς αγορές. [< αγγλ. imperfect competition] , ατελής οστεογένεση βλ. οστεογένεση [< 1: αρχ. ἀτελής, γαλλ. incomplet 2: αρχ. ~]

άυλος

άυλος, η, ο [ἄϋλος] ά-υ-λος επίθ. 1. που δεν έχει υλική μορφή ή υπόσταση: ~η: φύση (των Αγγέλων). ~ο: πνεύμα. ~α: όντα. Ο ~ χαρακτήρας της πνευματικής ιδιοκτησίας.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι ~ και ασώματος.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~η: αξία/επένδυση. ~οι: τίτλοι. ~ες: μετοχές. ~α: περιουσιακά στοιχεία. ΑΝΤ. ενσώματος (2), υλικός 2. (μτφ.) εξωπραγματικός, αιθέριος, εξαϋλωμένος: ~η: φιγούρα. ~ες: μορφές. ● ΣΥΜΠΛ.: άυλα αγαθά 1. ΝΟΜ. βασικά ανθρώπινα δικαιώματα (ζωή, υγεία, σωματική ακεραιότητα, ελευθερία, παιδεία, πνευματική ιδιοκτησία) που προστατεύονται αστικά και ποινικά· σπανιότ. υπηρεσίες. 2. ΟΙΚΟΝ. πάγια περιουσιακά στοιχεία (όνομα, ευρεσιτεχνίες, εμπορικά σήματα) που έχουν χρηματική αξία. [< γαλλ. biens incorporels] , άυλη (πολιτιστική) κληρονομιά: που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά και περιλαμβάνει προφορικές παραδόσεις, έθιμα, γλώσσες, μουσική, χορούς, τελετουργίες, εορταστικές εκδηλώσεις, γνώσεις και πρακτικές, παραδοσιακή ιατρική, μαγειρική τέχνη, τεχνογνωσία που συνδέεται με την παραδοσιακή χειροτεχνία καθώς και το σύνολο των εργαλείων, αντικειμένων και των πολιτιστικών χώρων που συνδέονται με αυτά. [< αγγλ. intangible (cultural) heritage] [< μτγν. ἄϋλος, γαλλ. immatériel]

βιοτικός

βιοτικός, ή, ό βι-ο-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη ζωή ή/και τους ζωντανούς οργανισμούς: ~ές: μέριμνες/συνθήκες. ~ά: προβλήματα. Βλ. αντι~, μακρο~, προ~.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ό: περιβάλλον. Οι ~οί (= χλωρίδα και πανίδα) και αβιοτικοί (π.χ. έδαφος, κλίμα, νερό, φως) παραγόντες ενός οικοσυστήματος. ~οί: πόροι (: ανανεώσιμοι). ● ΣΥΜΠΛ.: βιοτικά αγαθά: τα υλικά αγαθά, συνήθ. σε αντιδιαστολή με τα πνευματικά., βιοτικές ανάγκες: που σχετίζονται με την επιβίωση και διαβίωση του ανθρώπου (π.χ. διατροφή, ένδυση, κατοικία): βασικές/καθημερινές/στοιχειώδεις ~ ~., βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης: ΟΙΚΟΝ. οι συνθήκες ζωής ενός προσώπου ή των μελών ενός κοινωνικού συνόλου ως προς την κατά κεφαλήν κατανάλωση αγαθών και χρήση υπηρεσιών: υψηλό/χαμηλό ~ ~. [< αγγλ. standard of living, 1903, standard of life] [< μτγν. βιωτικός ‘που αφορά τη ζωή, που εξυπηρετεί την επιβίωση’, αγγλ. biotic, γαλλ. biotique, 1969 – παλαιότ. ορθογρ. βιωτικός]

γαμψός

γαμψός, ή, ό γαμ-ψός επίθ.: καμπυλωτός και με μυτερή άκρη: ~ή: μύτη. ~ό: ράμφος. ~ά: νύχια. Βλ. αγκυλωτός, κυρτός. [< αρχ. γαμψός]

γειτονία

γειτονία γει-το-νί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε γειτονικά κράτη: ~ ειρήνης και συνεργασίας. Βλ. ΕΠΓ. ● ΣΥΜΠΛ.: γειτονία του σημείου & γειτονιά του σημείου: ΜΑΘ. σύνολο σημείων που βρίσκονται σε ορισμένη απόσταση από ένα σημείο αναφοράς. [< γαλλ. voisinage d'un point ] ● ΦΡ.: καλής γειτονίας: ΠΟΛΙΤ. για αρμονική συνύπαρξη μεταξύ όμορων κρατών: αρχές/κλίμα/πολιτική/συνθήκες ~ ~. Η χώρα μας δημιουργεί/καλλιεργεί σχέσεις ~ ~ με ... [< αρχ. γειτονία, γαλλ. voisinage]

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

δημοπρατήριο

δημοπρατήριο δη-μο-πρα-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): χώρος όπου πραγματοποιούνται δημοπρασίες ή πωλούνται μεταχειρισμένα εμπορεύματα, συνήθ. έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, σε συμφέρουσα τιμή. Πβ. γιουσουρούμ. Βλ. -τήριο. ● ΣΥΜΠΛ.: δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων: συμβατικά ή ψηφιακά οργανωμένη αγορά γεωργικών προϊόντων, όπου οι παραγωγοί τα πουλούν σε ελεύθερα διαπραγματεύσιμες τιμές.

διάβολος

διάβολος διά-βο-λος ουσ. (αρσ.) {διαβόλ-ου} & (λαϊκό) διάολος 1. ΘΕΟΛ. (συχνά με κεφαλ. Δ) προσωποποίηση του πνεύματος του κακού, συνήθ. με κέρατα και ουρά, ο αντίπαλος του Θεού που έχει βασίλειό του την κόλαση, σατανάς: η μάχη με τον ~ο. Όργανο/παγίδες του ~ου. Αποφεύγω/φοβάμαι (κάποιον/κάτι) σαν τον ~ο. ΣΥΝ. Βεελζεβούλ, Εωσφόρος (1), Σατανάς. 2. (μτφ.) άνθρωπος μοχθηρός και σκληρός: αληθινός/σκέτος/σωστός ~.|| (για οδηγό αυτοκινήτου) Έτρεχε σαν ~. Βλ. φτωχο~. 3. (λαϊκό-υβριστ.) σε ερωτήσεις και αναφωνήσεις, ως έκφραση εκνευρισμού, δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης: Τι ~ο θέλεις;|| (ως επιφών.) (Που/φτου) να πάρει ο ~! ● ΣΥΜΠΛ.: δια(β)όλου κάλτσα βλ. κάλτσα, διάβολος της Τασμανίας βλ. Τασμανία, δικηγόρος/συνήγορος του διαβόλου βλ. δικηγόρος ● ΦΡ.: άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! & να πας/πήγαινε στο διά(β)ολο/διάλο! (υβριστ.): ως έκφραση αγανάκτησης, οργής, όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον ή για να δηλωθεί μεγάλη έκπληξη: άι ~ ~ όλοι τους.|| Α ~ ~, δεν το πιστεύω!, βάζει ο διά(β)ολος την ουρά του: για αρνητική εξέλιξη που οφείλεται σε εξωγενή παράγοντα: Έβαλε ~ και τσακωθήκαμε! , βρήκα τον διάολό μου (μτφ.) 1. έμπλεξα, βρήκα τον μπελά μου: Προσπάθησα να τον βοηθήσω και ~ ~. 2. βρήκα τον δάσκαλό μου: Ήθελε να έχει το πάνω χέρι, αλλά μαζί της έχει βρει ~ ~ του., διά(β)ολοι/δια(β)όλοι και τρίβολοι/τριβόλοι: όταν υπάρχουν πολλοί πειρασμοί και ενοχλητικοί άνθρωποι τριγύρω., έσπασε/σπάει ο διά(β)ολος το ποδάρι του (προφ.): για κάτι αναπάντεχο, αρνητικό ή (ειρων.) θετικό: Έσπασε ~ ~ και τρέχαμε στο νοσοκομείο!, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του & έχει τον δαίμονα μέσα του: για πονηρό, δόλιο ή πολύ ευφυή, δαιμόνιο άνθρωπο., μπήκε ο διάολος μέσα του: δαιμονίστηκε ή συμπεριφέρεται σαν δαιμονισμένος, τον κυρίευσε ο σατανάς: Ούρλιαζε και χτυπιόταν σαν να ~ ~., ο διά(β)ολος έχει πολλά ποδάρια (λαϊκό): για να εκφραστεί ότι είναι πιθανόν να συμβεί αναπάντεχα κάτι αρνητικό, παρά τις όποιες προφυλάξεις: Καλό είναι να έχεις ένα δεύτερο κλειδί μαζί σου· ποτέ δεν ξέρεις, ~ ~ ... , όπως ο διά(β)ολος το λιβάνι & σαν τον διάολο το λιβάνι (λαϊκό-εμφατ.): λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αποστρέφεται ή φοβάται κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό: Αποφεύγει, ~ ~, τις κοσμικές συναθροίσεις., όταν γεράσει ο διά(β)ολος, καλογερεύει (παροιμ.): λέγεται για κάποιον που εγκαταλείπει παλιές κακές συνήθειες., πάει κατά δια(β)όλου (προφ.-εμφατ.): για πολύ αρνητική εξέλιξη: Η επιχείρηση/η κοινωνία/ο κόσμος/η ομάδα ~ ~ (: από το κακό στο χειρότερο)., πάει στον διά(β)ολο/διάλο (λαϊκό): για δήλωση συγκατάβασης, ας είναι: Δεν μου αρέσει το φαγητό, αλλά, ~ ~, θα το δοκιμάσω., στέλνω κάποιον στον διά(β)ολο/στον αγύριστο/από εκεί που ήρθε (προφ.-υβριστ.): διαολοστέλνω: Αγανάκτησε και τον έστειλε ~., στου δια(β)όλου τη μάνα/το κέρατο (μτφ.-προφ., για δήλωση δυσαρέσκειας ή αγανάκτησης): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Με έστειλαν ~ ~. Πού να τραβιέμαι τώρα ~ ~; Βλ. στην άκρη/στα πέρατα του κόσμου/της γης., τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου (λαϊκό-εμφατ.): αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία, ταλαιπωρούμαι: Τραβήξαμε ~ μας, για να τον ξεφορτωθούμε. ΣΥΝ. τραβώ τον αδόξαστο, δουλειά δεν είχε ο διά(β)ολος και ... βλ. δουλειά, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ [< αρχ. διάβολος ‘συκοφάντης’, μτγν. ~ ‘σατανάς’, γαλλ. diable]

ελεύθερος

ελεύθερος, η, ο [ἐλεύθερος] ε-λεύ-θε-ρος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. ελευθέρα} & (λαϊκό-λογοτ.) λεύτερος & ελεύτερος 1. που δεν δεσμεύεται, δεν υπόκειται σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς περιορισμούς, δεσμεύσεις, εξαρτήσεις, ρυθμίσεις, υποχρεώσεις ή έλεγχο: ~ος: κόσμος/λαός. ~η: ενημέρωση/χώρα. ~ο: έθνος/κράτος (πβ. αυτόνομος, ΑΝΤ. υπόδουλος, σκλαβωμένος). ~οι: πολίτες. ~ες: εκλογές. ~α: εδάφη. Όλοι είναι/γεννιούνται ίσοι και ~οι. Ανοιχτή και ~η κοινωνία. Ο κρατούμενος αφέθηκε ~ (ΑΝΤ. αιχμάλωτος, φυλακισμένος). Είδη/ζώα που ζουν ~α στη φύση. (ως ουσ.) ~οι και δούλοι.|| ~ος: λόγος. ~η: επιλογή/κίνηση/βούληση/σκέψη (: χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα). ~ο: πνεύμα/φρόνημα. Είσαι ~ να κάνεις ό,τι θέλεις (πβ. ανεξάρτητος). Νιώθει ~η (πβ. αυτεξούσιος). ~ κι ωραίος. ~οι από το άγχος/φοβίες (πβ. απαλλαγμένος, απελευθερωμένος· ΑΝΤ. δέσμιος). Είναι ~οι να αποφασίσουν/δράσουν/φύγουν ... (: έχουν το δικαίωμα). Άσε/άφησε τον εαυτό σου ~ο (βλ. χαλαρός)/τη φαντασία σου ~η.|| ~ος: έρωτας. ~η: σχέση.|| ~ος: αυτοσχεδιασμός. ~η: διασκευή/συζήτηση. ~ο: θέμα/πρόγραμμα. ΑΝΤ. επιβεβλημένος.|| ~ος: ακροατής (: που δεν έχει κάνει εγγραφή). (ΟΙΚΟΝ.) ~ες: συναλλαγές/τιμές. (+ γεν.) Εισόδημα/ποσό ~ο φόρου. (ΣΤΡΑΤ.) ~ αρβυλών/ασκήσεων/υπηρεσίας (: για λόγους υγείας). Βλ. ημι~, φιλ~. 2. που δεν έχει καταληφθεί, διαθέσιμος: ~ος: χώρος. ~η: δίοδος/θέση (= άδεια, κενή· ΑΝΤ. κατειλημμένη)/μέρα/(τηλεφωνική) γραμμή (ΑΝΤ. απασχολημένη). ~ο: ακίνητο (: μη υποθηκευμένο ή διεκδικούμενο)/διαμέρισμα (ΑΝΤ. νοικιασμένο)/δωμάτιο/πεδίο (δράσης)/ταξί/τραπέζι (ΑΝΤ. αγκαζέ, πιασμένο, ρεζερβέ). Πέρνα, ο δρόμος είναι ~ (ΑΝΤ. κλειστός). (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ο τμήμα δίσκου/μνήμης.|| (για πρόσ.) Έχω ~ο το απόγευμα. Είσαι ~ για έναν καφέ (πβ. εύκαιρος); || Τι κάνεις στις ~ες ώρες σου; 3. ανύπαντρος ή που δεν έχει δεσμό: ~ ή παντρεμένος; Πβ. άγαμος, αδέσμευτος, εργένης. Βλ. δεσμευμένος. ΑΝΤ. έγγαμος (1) 4. που γίνεται αυτόματα ή ανεμπόδιστα· (ειδικότ., για δραστηριότητα) που γίνεται χωρίς σύνθετο εξοπλισμό ή που δεν απαγορεύεται: ~ος: συνειρμός. ~η: αναπνοή. ~η ροή ενέργειας/πληροφορίας (πβ. ακώλυτος). (σε αθλήματα με μπάλα) ~η: βολή. ~ο: βολέ/σουτ (ως ουσ.) Εκτέλεσε το ~ο.|| ~η: αναρρίχηση/πτήση (με αλεξίπτωτο πλαγιάς).|| ~η: στάθμευση (ΑΝΤ. ελεγχόμενη). ~ο: κυνήγι. 5. που δεν είναι δεμένος, μπορεί να κινηθεί ανενόχλητα: ~ος: τροχός. ~α: μαλλιά (: λυτά). (Κλήση) με ~α χέρια. ~η άκρη ελατηρίου/σχοινιού.|| (ΧΗΜ.) ~ος: σίδηρος. ~ο: ασβέστιο. ● Ουσ.: ελεύθερο (το) 1. άδεια, δικαίωμα, έγκριση: το ~ της επιλογής. Της έδωσε το ~ να ... (: της επέτρεψε). Έχει το ~ να ... (: μπορεί, του επιτρέπεται). Πβ. ελευθέρας, πράσινο φως. 2. ΑΘΛ. στιλ κολύμβησης με το σώμα μπρούμυτα, τα χέρια να βυθίζονται στο νερό, διαγράφοντας εναλλάξ κυκλική τροχιά και τα πόδια να κινούνται γρήγορα πάνω κάτω: ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. πεταλούδα, πρόσθιο, ύπτιο. ΣΥΝ. κρόουλ (1) [< 2: αγγλ. free-style, περ. 1934] ● επίρρ.: ελεύθερα & (λόγ.) -έρως ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερα αγαθά: ΟΙΚΟΝ. που είναι διαθέσιμα χωρίς (ή με ελάχιστο) κόστος και υπάρχουν σε αφθονία σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: ~ ~ είναι, π.χ., ο ατμοσφαιρικός αέρας, το ηλιακό φως, το νερό της πηγής και της θάλασσας (φυσικοί πόροι εν γένει). Βλ. οικονομικά αγαθά. , ελεύθερη πρόσβαση: (+ σε) που γίνεται χωρίς περιορισμούς: Έχουν ~ ~ στο διαδίκτυο/στις πληροφορίες. Βάσεις δεδομένων ~ης ~ης., ελεύθερο κάμπινγκ: που δεν είναι οργανωμένο, γίνεται με πρωτοβουλία των κατασκηνωτών, χωρίς πληρωμή., ελευθέρας/ελεύθερης βοσκής βλ. βοσκή, ελεύθερες ρίζες βλ. ρίζα, ελεύθερη αγορά βλ. αγορά, ελεύθερη είσοδος βλ. είσοδος, ελεύθερη ενέργεια (συστήματος) βλ. ενέργεια, ελεύθερη ένωση βλ. ένωση, ελεύθερη ζώνη βλ. ζώνη, ελεύθερη κατάδυση βλ. κατάδυση, ελεύθερη κυκλοφορία βλ. κυκλοφορία, ελεύθερη μετάφραση/απόδοση βλ. μετάφραση, ελεύθερη οικονομία βλ. οικονομία, ελεύθερη πτώση βλ. πτώση, ελεύθερη ραδιοφωνία/τηλεόραση βλ. ραδιοφωνία, ελεύθερο εμπόριο βλ. εμπόριο, ελεύθερο επάγγελμα βλ. επάγγελμα, ελεύθερο λάκτισμα βλ. λάκτισμα, Ελεύθερο Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, ελεύθερο σχέδιο βλ. σχέδιο, ελεύθερο χτύπημα βλ. χτύπημα, ελεύθερο ωράριο βλ. ωράριο, ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό βλ. λογισμικό, ελεύθερος ανταγωνισμός βλ. ανταγωνισμός, ελεύθερος επαγγελματίας βλ. επαγγελματίας, ελεύθερος σκοπευτής βλ. σκοπευτής, ελεύθερος στίχος βλ. στίχος, ελεύθερος χρόνος βλ. χρόνος, ελευθέρων ηθών βλ. ήθος, ζώνη ελεύθερων συναλλαγών βλ. ζώνη, σύμφωνο (ελεύθερης) συμβίωσης βλ. συμβίωση ● ΦΡ.: (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο: δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες για κάποιον ή κάτι: ~ ~ στους ανταγωνιστές/στον αντίπαλο/στους σφετεριστές. Τους αφήνει το πεδίο ~ να δράσουν., (το) ελευθέρας (προφ.) 1. (ειρων.) το ελεύθερο: Έχουν ~ ~ να κάνουν το δικό τους. 2. κάρτα που επιτρέπει τη δωρεάν είσοδο κυρ. σε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, μέσα συγκοινωνίας και κατ' επέκτ. η ίδια η δωρεάν είσοδος: Λήγει ~ ~ μου., ελεύθερο πουλί βλ. πουλί [< αρχ. ἐλεύθερος, γαλλ. libre, αγγλ. free]

εμπόριο

εμπόριο [ἐμπόριο] ε-μπό-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ίου}: ΟΙΚΟΝ. αγοραπωλησία αγαθών, υπηρεσιών ή οικονομικών τίτλων, με σκοπό το κέρδος: γενικό/διεθνές/θαλάσσιο (βλ. ναυτιλία) ~. Εξωτερικό/εισαγωγικό (= εισαγωγές)/εξαγωγικό (= εξαγωγές) ~. Εσωτερικό/λιανικό (= λιαν~)/χονδρικό (= χονδρ~) ~. ~ αυτοκινήτων/ειδών υγιεινής/κρασιού/μετάλλων/τροφίμων (ΣΥΝ. εμπορία). ~ και επιχειρήσεις. Γενική Γραμματεία ~ίου (ακρ. ΓΓΕ). Ασχολείται με το/κάνει ~ ρούχων (= εμπορεύεται ρούχα). Βλ. ΠΟΕ, GATT.|| Παράνομο ~ (= λαθρ~, παρα~). ~ ανθρώπων (κυρ. βρεφών ή παιδιών). ~ ναρκωτικών/όπλων (πβ. διακίνηση). ~ αρχαιοτήτων (= αρχαιοκαπηλία). ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερο εμπόριο: που διενεργείται ελεύθερα μεταξύ των κρατών, χωρίς την επιβολή μέτρων προστατευτισμού, κυρ. δασμών: ~ ~ και ελεύθερη διακίνηση. Ζώνη ~ου ~ίου (= ελεύθερων συναλλαγών). Βλ. παρεμβατ-, (νεο)φιλελευθερ-ισμός. [< αγγλ. free trade] , εμπόριο ελπίδας/ελπίδων (αρνητ. συνυποδ.): συναλλαγές ή συμφωνίες, οι οποίες στηρίζονται στην εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου μέσα από τη δημιουργία ή παροχή συνήθ. ψεύτικων ελπίδων ή υποσχέσεων σε άτομα που μειονεκτούν (π.χ. ασθενείς, ανέργους): ~ ~ σε βάρος των καρκινοπαθών., εναλλακτικό και αλληλέγγυο εμπόριο & δίκαιο (και αλληλέγγυο) εμπόριο & εναλλακτικό εμπόριο: ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. νέα μορφή εμπορικής δραστηριότητας, οι φορείς της οποίας (συνεταιρισμοί και μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί) προμηθεύονται προϊόντα από μικρούς παραγωγούς των αναπτυσσόμενων χωρών, που σέβονται την ανθρώπινη εργασία και το περιβάλλον, και τα διαθέτουν στην αγορά σε συγκεκριμένα καταστήματα και σε δίκαιες τιμές· κατ΄επέκτ. το συγκεκριμένο κίνημα που αποσκοπεί στην καταπολέμηση της φτώχειας και τη βιώσιμη ανάπτυξη του αναπτυσσόμενου κόσμου. [< αγγλ. fair trade, 1947] , ηλεκτρονικό εμπόριο: που γίνεται μέσω κυρ. του διαδικτύου: ~ ~ μεταξύ επιχειρήσεων (και καταναλωτών). Πύλη ~ού ~ίου. Πβ. τηλεμπόριο. Βλ. ευρυζωνικότητα. [< αγγλ. electronic/e- commerce, 1993] , παράλληλο εμπόριο: που διεξάγεται με διαφορετικούς τρόπους και διαδικασίες σε σχέση με το συνηθισμένο εμπόριο, ταυτόχρονα όμως με αυτό., διαμετακομιστικό εμπόριο βλ. διαμετακομιστικός, εμπόριο/εμπορία οργάνων βλ. όργανο ● ΦΡ.: του εμπορίου: χαρακτηρισμός προϊόντων, συνήθ. τροφίμων και ποτών, που παρασκευάζονται σε βιομηχανικές μονάδες και προορίζονται για μαζική κατανάλωση: λάδι ~ ~ (= συσκευασμένο· ΑΝΤ. χύμα)., εκτός εμπορίου βλ. εκτός, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, εμπόριο λευκής σαρκός βλ. σαρξ [< αρχ. ἐμπόριον, γαλλ. commerce, αγγλ. trade]

επενδυτικός

επενδυτικός, ή, ό [ἐπενδυτικός] ε-πεν-δυ-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τον επενδυτή ή τις επενδύσεις: ~ός: κίνδυνος/νόμος/όμιλος/σχεδιασμός. ~ή: δραστηριότητα/θέση (της χώρας)/πολιτική/στρατηγική. ~ό: ενδιαφέρον/κεφάλαιο/κλίμα/κοινό/πρόγραμμα. Επιχορηγήσεις για ~ούς σκοπούς. ● ΣΥΜΠΛ.: επενδυτικά αγαθά: αυτά που καθιστούν δυνατή την παραγωγή (κυρ. εγκαταστάσεις, εξοπλισμός, μηχανήματα). Πβ. κεφαλαιουχικά αγαθά. [< γαλλ. biens d'investissement]

επιχειρηματικός

επιχειρηματικός, ή, ό [ἐπιχειρηματικός] ε-πι-χει-ρη-μα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που αναφέρεται σε επιχειρηματία ή επιχείρηση: ~ός: κατάλογος/κόσμος/κύκλος/οδηγός/όμιλος/οργανισμός/στίβος/σύνδεσμος/συνεργάτης/σχεδιασμός/τομέας/φορέας/χώρος. ~ή: αμοιβή/ανάπτυξη/αποστολή/δράση/δραστηριότητα/ελίτ/ευφυΐα/ηθική/ιδέα/ικανότητα/καινοτομία/κοινότητα/πρωτοβουλία/στρατηγική/συνάντηση/συνεργασία/τεχνογνωσία. ~ό: δαιμόνιο/ενδιαφέρον/κεφάλαιο/κλίμα/περιβάλλον/πνεύμα (= επιχειρηματικότητα)/πρόγραμμα/συμβούλιο/φόρουμ. ~οί: εταίροι/στόχοι/σύμβουλοι. ~ές: αποφάσεις/ειδήσεις/εξελίξεις/ευκαιρίες/εφαρμογές/συμφωνίες. ~ά: βραβεία/μοντέλα/νέα/πάρκα/συμφέροντα/ταξίδια. Βλ. εμπορικός. ● επίρρ.: επιχειρηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: επιχειρηματικό σχέδιο & επιχειρηματικό πλάνο: γραπτή έκθεση που περιλαμβάνει τις κατευθύνσεις και τους στόχους μιας υπό ίδρυση ή λειτουργία επιχείρησης, καθώς και τα μέσα για την επίτευξή τους. [< αγγλ. business plan] , επιχειρηματικοί άγγελοι: ιδιώτες που επενδύουν χρήματα και χρόνο σε επιχειρήσεις με προοπτικές ανάπτυξης. [< αγγλ. business angels, 1933] , επιχειρηματικός κίνδυνος & επιχειρηματικό ρίσκο: αδυναμία εταιρείας να κάνει ακριβή πρόβλεψη για το αν θα έχει αρκετό ρευστό, ώστε να καλύψει τα λειτουργικά της έξοδα με βάση τη διάθεση των κεφαλαίων της: υψηλός ~ ~. Ανάληψη/διαχείριση ~ού ~ου. [< αγγλ. business risk] , επιχειρηματική αριστεία βλ. αριστεία [< πβ. αρχ. ἐπιχειρηματικός ‘που σχετίζεται με τη διαλεκτική επιχειρηματολογία', αγγλ. business, entrepreneurial, γαλλ. ~, 1984]

έρανος

έρανος [ἔρανος] έ-ρα-νος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άνου}: συγκέντρωση κυρ. χρημάτων σε εθελοντική βάση για φιλανθρωπικούς ή κοινωφελείς σκοπούς: Πανελλήνιος Αντικαρκινικός ~. ~ αγάπης. ~ της Αρχιεπισκοπής Αθηνών/του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. ~ για τους πυρόπληκτους/υπέρ των σεισμοπαθών. Διενέργεια/διεξαγωγή εράνου. [< αρχ. ἔρανος ‘συνεισφορά’]

ευ

ευ [εὖ] επίρρ. (αρχαιοπρ.): καλά· συνήθ. στις ● ΦΡ.: ευ αγωνίζεσθαι: ΑΘΛ. το να αγωνίζεται κανείς έντιμα, σύμφωνα με τους κανονισμούς του αθλήματος και με σεβασμό προς τον αντίπαλο: βραβείο/έπαθλο ~ ~. Το πνεύμα του ~ ~. Πβ. αθλητικό ιδεώδες, ευγενής άμιλλα, ολυμπισμός., ουκ εν τω πολλώ το ευ (γνωμ.): κυρ. ως παραίνεση αποφυγής του φλύαρου και περιττού· η μεγάλη ποσότητα δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ποιότητα: Μη μακρηγορείτε· ~ ~. Πβ. τα ακριβά αρώματα μπαίνουν/τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια/μπουκάλια., το ευ ζην βλ. ζην [< αρχ. εὖ ‘καλά, σωστά, πολύ’ < ἐΰς ‘καλός, γενναίος’]

ευαίσθητος

ευαίσθητος, η, ο [εὐαίσθητος] ευ-αί-σθη-τος επίθ. 1. που συγκινείται, στενοχωριέται ή προσβάλλεται εύκολα· που ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της κοινωνίας, των συνανθρώπων του και συμπάσχει μαζί τους: (για πρόσ.) ~ος: καλλιτέχνης. ~η: ψυχή. ~ και ρομαντικός/τρυφερός (πβ. λεπτεπίλεπτος, ντελικάτος). Κοινωνικά ~οι πολίτες (= ευαισθητοποιημένοι). Έχει γίνει πολύ ~η. Είναι ~ σε θέματα που αφορούν την οικογένειά του. Πβ. ευσυγκίνητος. Βλ. αδιάφορος, σκληρός, υπερ~.|| (κατ' επέκτ.) ~η: ηλικία (: η παιδική ή συνηθέστ. η εφηβική)/ματιά (στον ανθρώπινο πόνο). ~α: τραγούδια (= συγκινητικά). ΣΥΝ. συναισθηματικός (2) ΑΝΤ. αναίσθητος (2), ασυγκίνητος 2. που επηρεάζεται σχετικά εύκολα και συνήθ. αρνητικά από εξωτερικά κυρ. ερεθίσματα ή αντιδρά πιο έντονα σε αυτά: ~ος: λαιμός/οργανισμός (= ευπρόσβλητος). ~η: ερωτογενής ζώνη (π.χ. στήθος). ~ο: στομάχι. ~α: νεύρα. Είναι ~η στις ανοιξιάτικες αλλεργίες. ~ στον ήλιο/στο φως (βλ. φωτο~). Σαμπουάν για λεπτά/ξηρά και ~α μαλλιά. Μάσκα απολέπισης για ~ες επιδερμίδες (πβ. ευερέθιστος). Φυτό ~ο σε ασθένειες. Από μικρός είχε ~η (= εύθραυστη) υγεία. (για αισθητήρια όργανα) ~η: όσφρηση. Βλ. θερμο~. 3. που απαιτεί προσεκτικό, λεπτό χειρισμό και διακριτικότητα: ~η: υπόθεση. ~ο: ζήτημα/πρόβλημα. Ο ~ κλάδος της υγείας/τομέας της εκπαίδευσης. Η πιο ~η πλευρά ενός θέματος. Πβ. επικίνδυνος, κρίσιμος, νευραλγικός. 4. ΤΕΧΝΟΛ. (για όργανο, συσκευή) που μπορεί να καταγράφει μικρές αλλαγές ή διαφορές σε φυσικά μεγέθη: ~ος: αισθητήρας. ~η: ζυγαριά (πβ. ακριβής). ~ο: μικρόφωνο. ● επίρρ.: ευαίσθητα ● ΣΥΜΠΛ.: ευαίσθητη αγορά: ΟΙΚΟΝ. της οποίας οι τιμές επηρεάζονται εύκολα από τις εκάστοτε (ευνοϊκές ή δυσμενείς) συνθήκες: η ~ ~ του Χρηματιστηρίου. [< αγγλ. sensitive market] , ευαίσθητη περιοχή 1. τα γεννητικά όργανα των γυναικών συνήθ. ή των μωρών: μαντιλάκια καθαρισμού/προστασία/υγιεινή της ~ης ~ής. Πλένετε την ~ ~ του βρέφους με άφθονο νερό και ειδικό σαπούνι. 2. {συνήθ.+ γεν.} (γενικότ.) οποιοδήποτε ευαίσθητο μέρος ή όργανο του γυναικείου κυρ. σώματος: προϊόν κατάλληλο για την ~ ~ των ματιών. Σύσφιξη και βελτίωση της ~ης ~ης του λαιμού. 3. (μτφ.) που παρουσιάζει γεωπολιτική αστάθεια: η ~ ~ της Μέσης Ανατολής., ευπαθείς/ευαίσθητες/ευάλωτες (κοινωνικά) ομάδες: τμήματα του πληθυσμού που χρειάζονται ιδιαίτερη μεταχείριση και προστασία, λόγω της κοινωνικής, οικονομικής, πνευματικής ή φυσικής τους κατάστασης και τα οποία είναι ευάλωτα στον κοινωνικό αποκλεισμό, σε ασθένειες, σε φυσικές καταστροφές (παιδιά, ηλικιωμένοι, άνεργοι, άποροι, μετανάστες, παλιννοστούντες, πρόσφυγες, ναρκομανείς, άστεγοι): μέτρα για την ενίσχυση της απασχόλησης των ~ών ~ων. [< αγγλ. vulnerable groups] , οικολογικά ευαίσθητες περιοχές: ΟΙΚΟΛ. στις οποίες μπορεί εύκολα να διαταραχθεί η οικολογική ισορροπία, π.χ. υγρότοποι, παράκτιες, παραποτάμιες ή παραλίμνιες ζώνες, θαλάσσια πάρκα, πηγές νερού: τουρισμός και βιωσιμότητα σε ~ ~ της Ευρώπης., αδύνατο σημείο βλ. αδύνατος, αδύνατος/αδύναμος κρίκος βλ. κρίκος, ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα βλ. προσωπικός ● ΦΡ.: αγγίζω τις ευαίσθητες χορδές (κάποιου) βλ. αγγίζω [< αρχ. εὐαίσθητος ‘αυτός που έχει καλή ή έντονη αισθητικότητα’, γαλλ. sensible, αγγλ. sensitive]

ευρωομόλογο

ευρωομόλογο [εὐρωομόλογο] ευ-ρω-ο-μό-λο-γο ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΝ. ομόλογο που εκδίδεται από διεθνή κοινοπραξία επενδυτικών τραπεζών έξω από τη δικαιοδοσία ενός ενιαίου νομίσματος ή σε διαφορετικό νόμισμα από αυτό της χώρας στην οποία γίνεται η έκδοση. Βλ. ευρω-αγορά, -νόμισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: αγορά ευρωομολόγων: δίκτυο από διεθνείς τράπεζες και χρηματομεσίτες για τον δανεισμό ξένων νομισμάτων έξω από τη χώρα προέλευσής τους ως μέσο χρηματοδότησης εμπορικών και επενδυτικών συναλλαγών: διατραπεζική ~ ~. [< αγγλ. eurobond, 1966]

καλάθι

καλάθι κα-λά-θι ουσ. (ουδ.) {καλαθ-ιού} 1. δοχείο συνήθ. πλεκτό με ή χωρίς λαβές, για την τοποθέτηση ή μεταφορά αντικειμένων· συνεκδ. το περιεχόμενό του και κατ' επέκτ. οτιδήποτε μοιάζει με αυτό: μεταλλικό/πλαστικό/συρμάτινο/υφασμάτινο/ψάθινο ~. ~ από καλάμια/λυγαριά. ~ απλύτων/αποθήκευσης/δώρων/μπάνιου/ξύλων/τροφίμων. ~ για παιχνίδια/ψώνια. ~ του πικ νικ/σούπερ-μάρκετ. ~ με λουλούδια/ποτά/φρούτα (= πανέρι). Πβ. ζεμπίλι, κάνιστρο, κοφίνι.|| ~ σκουπιδιών (= σκουπιδοτενεκές). Ρίχνω κάτι στο ~ των απορριμμάτων. Βλ. κάδος.|| Ένα ~ μήλα (= μια καλαθιά).|| Αλιευτικό ~ (πβ. κιούρτος). Το ~ του αερόστατου (πβ. λέμβος)/του ποδηλάτου. Μοτοσικλέτα με (πλευρικό) ~. 2. ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) μεταλλικό στεφάνι με κρεμασμένο διχτάκι, ανοιχτό στο κάτω μέρος του, όπου καταλήγει η μπάλα μετά από εύστοχη προσπάθεια· συνεκδ. επιτυχημένη βολή: το αντίπαλο ~. Βλ. μπασκέτα, τέρμα.|| Νικητήριο ~. ~ και φάουλ. Μέτρησε το/μπήκε ~. Έβαλε/πέτυχε (το) ~. Έχασε το ~. Βλ. αυτο~, γκολ, σουτ.|| Τους έβαλαν στα ~ια (= τους κατατρόπωσαν). ● Υποκ.: καλαθάκι (το): στη σημ. 1: ~ με ψωμί (: στο τραπέζι). ~ Λήμνου (: παραδοσιακό λευκό τυρί. Βλ. ΠΟΠ). ● Μεγεθ.: καλάθα (η) (λαϊκό): στη σημ. 1. Βλ. καλαθούνα., καλαθάρα (η) (προφ.): στη σημ. 1 κ. (επιτατ.) στη σημ. 2. Βλ. γκολάρα. ● ΣΥΜΠΛ.: καλάθι αγορών & αγοράς: ΔΙΑΔΙΚΤ. (σε ιστοσελίδα) εικονίδιο που ενεργοποιεί μια λίστα παραγγελίας για αγορές μέσω ίντερνετ: άδειο/ηλεκτρονικό ~ ~. Προβολή ~ιού ~. Προσθήκη στο ~ ~. [< αγγλ. shopping basket/cart] , καλάθι νομισμάτων: ΟΙΚΟΝ. ομάδα νομισμάτων που χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η συναλλαγματική ισοτιμία ενός νομίσματος. [< αγγλ. basket of currencies, 1974, currency basket] ● ΦΡ.: (ρίχνω/πετώ κάτι ή κάτι καταλήγει/πηγαίνει) στο καλάθι των αχρήστων & (λόγ.) στον κάλαθο των αχρήστων: για κάτι στο οποίο δεν δίνεται μεγάλη σημασία ή απορρίπτεται, επειδή θεωρείται ανάξιο λόγου· για αντικείμενο από το οποίο απαλλάσσεται κάποιος, επειδή δεν λειτουργεί καλά ή έχει παλιώσει: (μτφ.) Πέταξαν τόσες ώρες δουλειάς ~ ~! Η πρόταση κατέληξε ~ ~.|| Το βλέπω να πηγαίνει ~ ~ (π.χ. το κινητό)., βλέπει το καλάθι σαν βαρέλι (προφ.): για παίκτη του μπάσκετ που έχει πολύ μεγάλο ποσοστό ευστοχίας., τι καλά, ... καλάθια! (ειρων.): για δήλωση δυσαρέσκειας, απογοήτευσης· αντί για την απάντηση "καλά" σε σχετική ερώτηση: -Πώς είσαι/πήγε, καλά; -~ ~., το καλάθι της νοικοκυράς: τα καταναλωτικά αγαθά που καλύπτουν τις βασικές ανάγκες ενός νοικοκυριού και χρησιμεύουν για τον υπολογισμό του κόστους ζωής: ακριβό το ~ ~. Αδειάζει το ~ ~. Βλ. Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, πληθωρισμός. [< γαλλ. le panier de la ménagère] , έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια βλ. αβγό & αυγό, μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι βλ. αβγό & αυγό, όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι βλ. κεράσι, στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει βλ. κοφίνι [< 1: μεσν. καλάθι 2: αγγλ. basket]

καταναλωτικός

καταναλωτικός, ή, ό κα-τα-να-λω-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την κατανάλωση ή τον καταναλωτή: ~ός: συνεταιρισμός. ~ή: αγορά/δύναμη/ζήτηση/κουλτούρα/μανία/οικονομία/πολιτική/συμπεριφορά/συνείδηση. ~ό: ενδιαφέρον. ~ές: ανάγκες/δαπάνες/οργανώσεις/πρακτικές/προτιμήσεις/συνήθειες/συσκευές/υπηρεσίες. ~ά: είδη/έξοδα/προϊόντα.|| ~ός: τρόπος ζωής. ~ή: μανία/νοοτροπία/τάση/υστερία. ~ό: πνεύμα. ~ά: πρότυπα. Το ~ό μοντέλο/όνειρο. Βλ. υλιστικός, υπερ~.|| Ο άνθρωπος ως ~ό ον. ΑΝΤ. αντικαταναλωτικός ● επίρρ.: καταναλωτικά ● ΣΥΜΠΛ.: καταναλωτικά αγαθά: που αγοράζει το καταναλωτικό κοινό για την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών ή επιθυμιών: αναλώσιμα/βασικά/διαρκή (: με μακρά διάρκεια χρήσης, π.χ. ηλεκτρικές συσκευές, έπιπλα) ~ ~. Εμπορία/παραγωγή/πώληση/τιμές ~ών ~ών. [< αγγλ. consumer goods, 1901] , καταναλωτική κοινωνία (αρνητ. συνυποδ.): στην οποία η κατανάλωση αγαθών ανάγεται σε πρωταρχική αξία. Βλ. κοινωνία της αφθονίας., καταναλωτικό δάνειο: που χορηγείται από χρηματοπιστωτικό οργανισμό για αγορά καταναλωτικών αγαθών ή χρήση υπηρεσιών μεγάλης αξίας. Βλ. διακοπο-, εορτο-δάνειο., καταναλωτικό κοινό (περιληπτ.): το σύνολο των καταναλωτών, οι αγοραστές: έμποροι και ~ ~. Επιχειρηματικό και ~ ~., καταναλωτική πίστη βλ. πίστη [< μτγν. καταναλωτικός, αγγλ. consumer, consumption]

κεφαλαιουχικός

κεφαλαιουχικός, ή, ό κε-φα-λαι-ου-χι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. κεφαλαιακός: ~ός: εξοπλισμός (: εργοστασιακές εγκαταστάσεις, τεχνικά μέσα). ~ές: επενδύσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: κεφαλαιουχικά αγαθά: τα μέσα (κτίρια, μηχανήματα, πρώτες ύλες, καύσιμα) που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Πβ. επενδυτικά αγαθά. [< γαλλ. biens de capital] , κεφαλαιουχικές δαπάνες: έξοδα για την αγορά ή βελτίωση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων εταιρείας., κεφαλαιουχική εταιρεία & εταιρεία κεφαλαίου: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. που έχει νομική προσωπικότητα και το κεφάλαιό της είναι διαιρεμένο σε μετοχές (ανώνυμη εταιρεία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης). Βλ. προσωπική εταιρεία. [< γαλλ. société de capitaux]

κλειστός

κλειστός, ή, ό κλει-στός επίθ. 1. που εμποδίζει την είσοδο σε κάποιον χώρο ή την έξοδο από αυτόν, που δεν επιτρέπει τη δίοδο, την πρόσβαση σε κάτι ή την οπτική επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος (βλ. εσώκλειστος). ~ή: ντουλάπα/πόρτα/πύλη/τρύπα. ~ό: γράμμα/δοχείο (= σφραγισμένο)/καπάκι/κιβώτιο/μπουκάλι/παράθυρο/συρτάρι/τζάμι. ~ά: διόδια/παντζούρια/ρολά (= κατεβασμένα)/σύνορα. Πουκάμισο με ~ό γιακά (: κουμπωμένο). ~οί δρόμοι λόγω κατολίσθησης. ~ά άνθη (: μπουμπούκια). Φορά ~ή μπλούζα (ΑΝΤ. έξωμη, εξώπλατη)/~ά παπούτσια (ΑΝΤ. πέδιλα). Διατηρείτε τη συσκευασία ερμητικά ~ή (πβ. θεό-, κατά-, ολό-κλειστος)! Μασώ με ~ό το στόμα. Πβ. κλεισμένος, σφαλιστός. Βλ. μισόκλειστος. ΑΝΤ. ανοιχτός (1) 2. (για χώρο) που έχει σκεπή, σκέπαστρο ή περιφράσσεται: ~ή: αγορά/αίθουσα/πισίνα. ~ό: γκαράζ/γυμναστήριο/θέατρο/κολυμβητήριο/προπονητήριο/στάδιο. Πβ. στεγασμένος. ΑΝΤ. υπαίθριος.|| (ειδικότ. για όχημα) ~ό: αμάξωμα/φορτηγό. Πβ. σκεπαστός. Βλ. περίκλειστος.|| ~ή: αυλή. Πβ. περίφρακτος. 3. που δεν λειτουργεί προσωρινά ή μόνιμα· που δεν επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ός: εκτυπωτής/θερμοσίφωνας/υπολογιστής. ~ή: τηλεόραση. ~ά: κινητά (= απενεργοποιημένα)/τηλέφωνα (: κατεβασμένα). Πβ. εκτός λειτουργίας.|| ~ός: σταθμός. ~ό: αεροδρόμιο. ~ά: γραφεία/νοσοκομεία. Μνημείο ~ό στο κοινό. Το ξενοδοχείο θα παραμείνει ~ό λόγω ανακαίνισης. ~ά τα καταστήματα.|| ~ός: διακόπτης. ~ή: βαλβίδα. Με ~ό φως (= σβηστό). 4. που αποκλείει τη συμμετοχή όσων δεν ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο σύνολο: ~ός: διαγωνισμός. ~ή: διαδικασία/εκδήλωση/λέσχη/λίστα/παρέα/πρόσκληση/συγκέντρωση/συζήτηση/συνάντηση/συνεδρία/σύνοδος/συντεχνία. ~ό: συνέδριο. ~ές: διαβουλεύσεις. Σε ~ό (οικογενειακό) κύκλο (ΣΥΝ. στενός). ~ό δίκτυο τηλεπικοινωνιών (: περιορισμένης πρόσβασης). ΑΝΤ. ανοιχτός (9) 5. για πρόσωπο που διακρίνεται από εσωστρέφεια ή στενότητα πνεύματος· (για ομάδα ανθρώπων) που είναι απομονωμένη, δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκτήσει νέα μέλη, δεν δέχεται επιρροές: ~ός: τύπος/χαρακτήρας. ~ και μοναχικός/ντροπαλός (πβ. αντικοινωνικός· βλ. διαχυτ-, εκδηλωτ-ικός, εξωστρεφής).|| ~ή: κοινωνία/νοοτροπία. ~ές: αντιλήψεις. ~ά: μυαλά (: με προκαταλήψεις). Πβ. συντηρητικός. ΑΝΤ. ανοιχτός (6) 6. (για φυσικό σχηματισμό ή κατασκευή) με μικρό (ή χωρίς) άνοιγμα, κενό· που σχηματίζει ή δημιουργεί οξεία γωνία: ~ός: κόλπος/όρμος (βλ. ημίκλειστος). ~ή: κοιλάδα/πεδιάδα (: στενή). ~ό: αγγείο (βλ. αμφορέας)/λιμάνι.|| (ΜΑΘ.) ~ή καμπύλη (: χωρίς άκρα).|| ~ή: στροφή/τροχιά. ΑΝΤ. ανοιχτός (3) 7. διπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. ~ά: βιβλία. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια. ΑΝΤ. ανοιχτός (4) 8. ΟΙΚΟΝ. προθεσμιακός: ~ές: καταθέσεις. Έχει τα χρήματα σε ~ό λογαριασμό. 9. κρυφός, μυστικός: (σε χαρτοπαίγνιο) Μοιράζονται δύο ~ά φύλλα και ένα ανοιχτό. ● επίρρ.: κλειστά: (για κατάστημα) Είμαστε ~ λόγω διακοπών. ● ΣΥΜΠΛ.: κλειστά σύμφωνα: ΓΡΑΜΜ. που παράγονται με φραγμό σε κάποιο σημείο της στοματικής κοιλότητας (π, τ, κ, μπ, ντ, γκ). Βλ. άηχα, ηχηρά σύμφωνα., κλειστή αγροτική οικονομία: στην οποία δεν δημιουργούνται πλεονάσματα για εμπορική εκμετάλλευση και η κάθε αγροτική μονάδα παράγει και ταυτόχρονα καταναλώνει, επιδιώκοντας την αυτάρκειά της. Πβ. ανταλλακτικός. Βλ. εγχρήματος., κλειστή άμυνα: ΑΘΛ. που εμποδίζει τη δίοδο των αντιπάλων προς την εστία ή το καλάθι: ~ ~ ζώνης. Κατάφερε να (δια)σπάσει την ~ ~ των γηπεδούχων. ΑΝΤ. ανοιχτή άμυνα, κλειστή γωνία: (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) η γωνία του τέρματος που φυλάσσεται από τον τερματοφύλακα: γκολ/σουτ στην ~ ~. , κλειστή ημερομηνία: προκαθορισμένη: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. ΑΝΤ. ανοιχτή ημερομηνία, κλειστή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. απομονωμένη από το διεθνές εμπόριο, χωρίς εμπορικούς δεσμούς. Βλ. ανοιχτή οικονομία. , κλειστή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε σύμφωνο. ΑΝΤ. ανοιχτή συλλαβή, κλειστό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. πλήρες ηλεκτρικό κύκλωμα που επιτρέπει τη δίοδο ρεύματος· (κυρ. ειδικότ.) τηλεοπτικό σύστημα με βιντεοκάμερες το σήμα των οποίων μεταφέρεται μέσω καλωδίων σε οθόνες περιορισμένου αριθμού: ~ ~ παρακολούθησης/τηλεόρασης. Ο χώρος ελέγχεται από ~ ~. Βλ. βιντεοεπιτήρηση. [< αγγλ. closed-circuit, 1949] , κλειστό παιχνίδι: ΑΘΛ. αγώνας στον οποίο οι ομάδες παίζουν αμυντικά: ~ ~ με λίγα γκολ. ΑΝΤ. ανοιχτό παιχνίδι (1), κλειστό σκορ: ΑΘΛ. με μικρή διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων: ντέρμπι με ~ ~ και συναρπαστική εξέλιξη. , κλειστό συμβόλαιο: με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης: διετές ~ ~ συνεργασίας., κλειστός αυτοκινητόδρομος: που δεν διασταυρώνεται στο ίδιο επίπεδο με άλλη οδό, με σιδηροδρομική ή τροχιοδρομική γραμμή ή με λωρίδα για πεζούς, αλλά διαθέτει συγκεκριμένες εισόδους και εξόδους., κλειστός ορίζοντας 1. (μτφ.) που δεν παρέχει δυνατότητες, προοπτικές: οι ~οί ~ες της ανεργίας. Άτομα με ~ούς ~ες (: με παρωπίδες, στερεότυπα). 2. χωρίς ορατότητα., ερωτήσεις κλειστού τύπου/κλειστές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, κλειστά επαγγέλματα βλ. επάγγελμα, κλειστή θάλασσα βλ. θάλασσα, κλειστή φυλακή βλ. φυλακή, κλειστός στίβος βλ. στίβος ● ΦΡ.: με κλειστά (τα) μάτια (μτφ.): ανεπιφύλακτα· κατ' επέκτ. με μεγάλη ευκολία ή δεξιοτεχνία: Κινητό που θα επέλεγα ~ ~.|| Χειρίζεται τον υπολογιστή ~ ~. , βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή βλ. πόρτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, κρατά το στόμα του κλειστό βλ. στόμα, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί [< μτγν. κλειστός, γαλλ. fermé, αγγλ. closed]

κλειστοφοβία

κλειστοφοβία κλει-στο-φο-βί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. παθολογικός φόβος για τους κλειστούς και μικρούς ή στενούς χώρους: Έχω/με πιάνει ~. Βλ. αγοραφοβία, -φοβία. [< γαλλ. claustrophobie, αγγλ. claustrophobia]

κοινός

κοινός, ή, ό κοι-νός επίθ. 1. που χαρακτηρίζει, αφορά ένα σύνολο ανθρώπων ή στοιχείων ή συμβαίνει συγχρόνως από πολλούς μαζί: ~ός: αγώνας/κώδικας (επικοινωνίας)/προβληματισμός/προσανατολισμός/σκοπός/στόχος/τρόπος (σκέψης)/φόβος. ~ή: αντίληψη/βούληση/διαπίστωση/επιθυμία/επιτροπή/ιστορία/καταγωγή/μοίρα/παράδοση/πολιτική/πορεία/προοπτική/στρατηγική/συνείδηση/συνισταμένη/ταυτότητα/υπηρεσία. ~ό: ανακοινωθέν/γνώρισμα/μέλλον/νόμισμα/όραμα/πρόγραμμα/σύστημα. ~οί: κανόνες/όροι/παράγοντες. ~ές: αγωνίες/απόψεις/αρχές/επιλογές/θέσεις/ιδιότητες/προθέσεις. ~ά: αιτήματα/δικαιώματα/έθιμα/ενδιαφέροντα/ήθη/σημεία/συμφέροντα/χαρακτηριστικά. Πρόσωπο ~ής αποδοχής. Αδικήματα του ~ού Ποινικού Δικαίου. Αποτελεί/είναι/συνιστά ~ή πεποίθηση ότι ... Αγωνίζεται για το ~ό καλό (: το κοινωνικού συνόλου). Πβ. ίδιος, όμοιος, συλλογικός. 2. αυτός τον οποίο μοιράζονται, έχουν στην κατοχή τους ή χρησιμοποιούν πολλά άτομα μαζί: ~ός: λογαριασμός (ΑΝΤ. χωριστός). ~ή: γλώσσα/εταιρεία (βλ. συνεταιρισμός)/ιδιοκτησία. ~ό: κτήμα/σπίτι/ταμείο. ~ές: αναμνήσεις/εμπειρίες/καταβολές/συνήθειες/ρίζες. ~οί: μετοχικοί τίτλοι. ~ά: αγαθά/βιώματα/οφέλη. ~ υποψήφιος και για τα δύο κόμματα. Έχουμε ~ούς φίλους. Δωμάτια με ~ή (= κοινόχρηστη) κουζίνα/τουαλέτα. Η ~ή ζωή ενός ζευγαριού (πβ. συμβίωση).|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: καρωτίδα. 3. που δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, μέτριος, συνηθισμένος: ο ~ αναγνώστης/καταναλωτής (= μέσος). ~ός: πολίτης (= ιδιώτης)/τύπος (δέρματος). ~οί: χαρακτηρισμοί. Αποδείχτηκε/δεν είναι παρά ένας ~ απατεώνας. Του συμπεριφέρθηκαν σαν να ήταν ένας ~ κακοποιός. Διώξη ~ού εγκλήματος. Το έργο του τον διαφοροποιεί/ξεχωρίζει από τους ~ούς ανθρώπους. Ξεπέρασε το ~ό μέτρο (πβ. μέσος όρος). ΑΝΤ. εξαιρετικός, ξεχωριστός.|| ~ό: χαρτί (: φτηνό, όχι υψηλής ποιότητας).|| (ΒΟΤ.) Θύμος ο ~ (: το θυμάρι). Πόα η ~ή.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: νόσος. ● επίρρ.: κοινώς/κοινά [κοινῶς]: από πολλούς ανθρώπους: Είναι ~ (απο/παρα)δεκτό ότι ... || (όπως λέγεται από τους περισσότερους ανθρώπους, σύμφωνα με την καθομιλουμένη:) Οίδημα, κοινώς/κατά το κοινώς λεγόμενον, πρήξιμο. ● ΣΥΜΠΛ.: (Αλεξανδρινή/Ελληνιστική) Κοινή: ΓΛΩΣΣ. η ελληνική γλώσσα όπως διαμορφώθηκε από τον 3ο αι. π.Χ. μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ., η κοινή γνώμη: η στάση του κόσμου απέναντι σε κάποιο θέμα και συνεκδ. το κοινωνικό σύνολο: η διεθνής/ελληνική/ευρωπαϊκή/παγκόσμια ~ ~. Αποπροσανατολισμός/διαμόρφωση/ενημέρωση/επιρροή/ευαισθητοποίηση/κινητοποίηση/παραπλάνηση/πληροφόρηση/χειραγώγηση της ~ής ~ης. Υποθέσεις που συγκλόνισαν την ~ ~. Δημοσκόπηση για τη σφυγμομέτρηση της ~ής ~ης. [< γαλλ. opinion publique] ,κοινή αγορά: συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών η οποία επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εργασίας καθώς επίσης αγαθών και υπηρεσιών· (παλαιότ. με κεφαλ. Κ,Α) η Ευρωπαϊκή Ένωση: ~ ~ ενέργειας/ηλεκτρισμού. ~ές ~ές πετρελαίου/πρώτων υλών/φυσικού αερίου. [< αγγλ. common market, 1954, γαλλ. Marché Commun, 1957] , Κοινή Νεοελληνική/Κοινή Νέα Ελληνική: ΓΛΩΣΣ. η σύγχρονη μορφή της ελληνικής γλώσσας, η οποία προήλθε από την ανάμειξη της δημοτικής με στοιχεία της καθαρεύουσας., κοινό κρυολόγημα: η πιο συχνή μορφή λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος που εκδηλώνεται με ρινική καταρροή, φτέρνισμα, πονοκέφαλο, πονόλαιμο, ξηρό βήχα και χαμηλό πυρετό. Βλ. γρίπη., κοινό μυστικό: για καθετί που, ενώ θεωρείται μυστικό, το γνωρίζουν πολλοί: Είναι ~ ~ στους δημοσιογραφικούς κύκλους ότι ..., κοινός τόπος (μτφ.) 1. γενικώς αποδεκτή αντίληψη, κοινοτοπία: Είναι ~ ~ ότι ... Βλ. πρωτοτυπία. 2. κοινό σημείο: ~ ~ μεταξύ των δύο πλευρών., ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο βλ. ελάχιστος, κοινή (/χριστιανική/παρούσα) εποχή βλ. εποχή, κοινή γυναίκα βλ. γυναίκα, κοινή δράση βλ. δράση, κοινή λογική βλ. λογική, κοινή μετοχή βλ. μετοχή, κοινής ωφελείας βλ. ωφέλεια, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κοινό όνομα βλ. όνομα, κοινός θνητός βλ. θνητός, κοινός νους βλ. νους, κοινός παρονομαστής βλ. παρονομαστής, μέγιστος κοινός διαιρέτης βλ. διαιρέτης, το κοινό/το δημόσιο αίσθημα βλ. αίσθημα ● ΦΡ.: από κοινού: μαζί, συνεργαζόμενοι: ~ ~ ανάληψη της ευθύνης/αντιμετώπιση του προβλήματος/εμφάνιση/προσπάθεια/χρήση. Αποφάσισαν/εργάστηκαν ~ ~ (πβ. ομού)., βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) (μτφ.): βρίσκω σημείο σύγκλισης, συμφωνίας με κάποιον, το οποίο αποτελεί την αφετηρία για ευρύτερη συνεννόηση: Τα δύο κόμματα βρήκαν ~ ~ επικοινωνίας/συνεννόησης., διατάραξη (της) κοινής ησυχίας βλ. διατάραξη, κατά γενική/κοινή ομολογία βλ. ομολογία, κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο βλ. τύχη, κοινή συναινέσει βλ. συναίνεση, σε κοινή/σε δημόσια θέα βλ. θέα, ώρες κοινής ησυχίας βλ. ησυχία [< αρχ. κοινός, γαλλ. commun, αγγλ. common]

κόπος

κόπος κό-πος ουσ. (αρσ.) 1. καταβολή έντονης σωματικής ή ψυχικής προσπάθειας και η συνακόλουθη κούραση: υποβλήθηκε στον ~. Κατέβαλε (τον) ~ να … Απαιτείται/χρειάζεται ~ (για) να ... Πήγε στράφι/τζάμπα/χαμένος ο ~ μου. Ύστερα από πολύ ~ο κατάφερε να ... Με μεγάλο ~. Με ~ο και αγώνα/θυσίες/ιδρώτα. Χωρίς ~ο δεν γίνεται τίποτε. Οι ~οι της χρονιάς αποδίδουν καρπούς/δικαιώνονται. Aνταμείβομαι για/απολαμβάνω τους ~ους μου. Δεν φείδεται ~ων και εξόδων, προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει. Πβ. κάματος, μόχθος. 2. (προφ.) σωματική ή πνευματική εργασία και η ανταμοιβή της: Δεν πληρώθηκα τον ~ο μου. Πάρε αυτό/κάτι για τον ~ο σου! Πβ. αμοιβή, μισθός. ● ΣΥΜΠΛ.: άδικος/μάταιος κόπος: χωρίς αποτέλεσμα: Είναι ~ ~ να ασχοληθείς σοβαρά με το θέμα. Πβ. ματαιοπονία. ● ΦΡ.: βάζω (κάποιον) σε κόπο & σε φασαρία (συνήθ. με άρνηση και ως έκφραση ευγένειας) (προφ.): προκαλώ σωματική ή και ψυχική κούραση, ταλαιπωρία: Χαίρομαι να σε φιλοξενώ, δεν με ~εις ~. -Να σας φτιάξω έναν καφέ; -Μη σας βάλω ~., κάνω τον κόπο/μπαίνω σε/στον κόπο (συνήθ. με άρνηση και ως έκφραση ευγένειας) (προφ.): προβαίνω σε ενέργεια, αφιερώνω χρόνο για να κάνω κάτι: Μην κάνεις τον ~ να ... Μην μπαίνετε σε ~. Αν δε σου κάνει κόπο, μου φέρνεις ένα ποτήρι νερό; Δεν μπήκες καν στον ~ να με ενημερώσεις., μετά (πολλών/μυρίων) κόπων και βασάνων (λόγ.) & (προφ.) με κόπους και βάσανα/με χίλια βάσανα: με μεγάλη προσπάθεια, με πολλές δυσκολίες και ταλαιπωρίες: Φτάσαμε ~ ~. ~ ~ κατάφερε τελικά να μπει στο Πανεπιστήμιο. Πβ. με (τα) χίλια (δυο) ζόρια., τα αγαθά κόποις κτώνται (λόγ.): απαιτείται προσπάθεια και κούραση, προκειμένου να επιτευχθεί κάτι καλό., αξίζει τον κόπο βλ. αξίζω [< αρχ. κόπος]

κότα

κότα κό-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΡΝΙΘ. το θηλυκό του κόκκορα (επιστ. ονομασ. Gallus gallus, Gallus domesticus) που εκτρέφεται για τα αβγά και το κρέας του: αλανιάρα ~ (= ελεύθερης βοσκής). Η ~ κακαρίζει. Μαδώ μια ~. Οι ~ες κουρνιάζουν μέσα στο κοτέτσι. Πβ. όρνιθα. Βλ. αγριό-, νερό-, ξυλό-, φραγκό-κοτα, κοτόπουλο, πουλάδα.|| (ΜΑΓΕΙΡ., το κρέας της) ~ βραστή/λεμονάτη. Ζωμός/κύβος/στήθος ~ας. 2. (μτφ.) άβουλος, δειλός άνθρωπος: Τελικά είσαι μεγάλη ~! Έπαιξαν σαν ~ες (= χωρίς δυναμισμό). 3. (μτφ.-υβριστ.) γυναίκα χαμηλού επιπέδου, επιπόλαιη και κουτσομπόλα. Πβ. κατίνα, τσόκαρο. Βλ. γαϊδούρα, γουρούνα, δαμάλα, κατσίκα, φοράδα. ● Υποκ.: κοτούλα & κοτίτσα (η) ● Μεγεθ.: κοτάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κότα λειράτη (αργκό-επιτατ.): πολύ φοβητσιάρης, δειλός άνθρωπος., χρυσοφόρος κότα/όρνιθα βλ. χρυσοφόρος ● ΦΡ.: δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα (προφ.): δεν ξέρει τίποτα, είναι εντελώς ανίδεος., η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να προσδιοριστεί η σχέση αιτίου-αποτελέσματος, για φαύλο κύκλο., η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά & (σπάν.) η χήνα με τα χρυσά αβγά (μτφ.): για κάθε πηγή εύκολου κέρδους, πλουτισμού: Βρήκε την ~ ~. [< γαλλ. la poule aux œufs d'or] , θα γελάσουν και οι κότες (προφ.): για κάποιον που γίνεται περίγελος ή για κάτι γελοίο. Πβ. θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι., κάθομαι σαν (την) κότα (προφ.): μένω αδρανής, δεν αντιδρώ, δεν διεκδικώ: Καθόταν ~ μπροστά στον διευθυντή., κοιμάμαι/ξυπνώ με τις κότες (προφ.): πολύ νωρίς το βράδυ/το πρωί. Πβ. με τα κοκόρια. [< γαλλ. se coucher/se lever comme (avec) les poules] , να φαν κι/φάνε και οι κότες (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί αφθονία: Έχει λεφτά ~ ~., οδηγεί/πάει σαν κότα (προφ.): πολύ αργά., σαν την κότα στο μύλο (παροιμ.): για κάποιον που βρίσκει τα πάντα έτοιμα, χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια., το ξέρουν και οι κότες (προφ.): για κάτι πασίγνωστο., αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες βλ. κακάρισμα, ζωή χαρισάμενη/ζωή και κότα βλ. ζωή, η γριά/η παλιά (η) κότα έχει το ζουμί βλ. ζουμί, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω [< μτγν. κόττος] ΚΟΤΑ

λαϊκός

λαϊκός, ή, ό λα-ϊ-κός επίθ. {κ. προφ. θηλ. -ιά | λαϊκότ-ερος, -ατος} 1. που σχετίζεται με τον λαό, ανήκει σε αυτόν ή προέρχεται από αυτόν: ~ή: αποδοχή (ενός κόμματος)/βούληση/δυσαρέσκεια (για τα νέα μέτρα)/εξέγερση/επιμόρφωση (βλ. διά βίου εκπαίδευση)/κυβέρνηση. ~ό: αίτημα/κίνημα (βλ. εργατικό κίνημα). ~ αγώνας δρόμου. Εταιρεία ~ής βάσης (: με μετόχους τους κατοίκους μιας πόλης ή ενός μέρους). Προσφυγή στη ~ή ετυμηγορία (: συνήθ. για διεξαγωγή εκλογών). Η κυβέρνηση έχει νωπή και ισχυρή ~ή εντολή. Βλ. αντι~, παλ~, φιλο~.|| (σε ονομασ., με κεφαλ.) Λ~ή Τράπεζα. Λ~ό Λαχείο (κ. ως ουσ. ~ό).|| ~ός: ήρωας. ~ή: ποίηση (= δημώδης· ΑΝΤ. λόγια)/σοφία (βλ. γνωμικό, παροιμία, ρήση). ~ές: δοξασίες/εκδηλώσεις. ~ά: αναγνώσματα/παραμύθια/στοιχεία (= φολκλορικά). Ελληνικός ~ πολιτισμός (βλ. λαογραφία).|| ~οί: χοροί. ~ά: όργανα. ΣΥΝ. δημοτικός, παραδοσιακός. 2. που αφορά τις κατώτερες οικονομικά και κοινωνικά ομάδες: ~ή: συνοικία (βλ. εργατογειτονιά). Οι ~ές τάξεις/τα ~ά στρώματα (: αγρότες, εργάτες). Είναι ~ής καταγωγής. ΑΝΤ. αριστοκρατικός.|| ~ές: τιμές (= φτηνές, χαμηλές).|| (για πρόσ.) Γνήσιος ~ τύπος (: ανεπιτήδευτος, απλός και αυθόρμητος). ~οί: ζωγράφοι (= αυτοδίδακτοι, ναΐφ). 3. (ειδικότ.) που σχετίζεται με το λαϊκό τραγούδι: ~ός: βάρδος/δίσκος/(ραδιοφωνικός) σταθμός/συνθέτης/τραγουδιστής. ~ή: ορχήστρα/συναυλία. ~ό: πρόγραμμα. ~ά: κέντρα (διασκέδασης). Καλλιτέχνης με ~ή φωνή. 4. ΛΕΞΙΚΟΓΡ. (για γλωσσικό στοιχείο) που χρησιμοποιείται κυρ. στον προφορικό λόγο και συνήθ. από τους απλούς ανθρώπους του λαού και αποκλίνει, ως προς τη μορφολογία ή/και την προφορά, από την Κοινή Νεοελληνική: ~ή: έκφραση/λέξη. ΑΝΤ. λόγιος (1) ● Ουσ.: λαϊκά (τα) (προφ.): ενν. τραγούδια: βαριά/παλιά ~. Ακούει μόνο ~., λαϊκός (ο): ΕΚΚΛΗΣ. χριστιανός ορθόδοξος που δεν είναι ούτε ιερωμένος ούτε μοναχός: ~οί και κληρικοί. Βλ. κληρικο~. ΣΥΝ. κοσμικός (1) ● επίρρ.: λαϊκά ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκή αγορά & (προφ.) λαϊκή: υπαίθρια αγορά όπου πωλούνται σε φορητούς πάγκους και σε σχετικά χαμηλές τιμές φρέσκα οπωροκηπευτικά, αλλά και άλλα προϊόντα (π.χ. ψάρια, είδη ένδυσης και οικιακής χρήσης) και η οποία διοργανώνεται συνήθ. μια φορά την εβδομάδα, σε προκαθορισμένα σημεία και για συγκεκριμένες ώρες: εβδομαδιαία/κεντρική/σκεπαστή ~ ~. ~ ~ βιολογικών προϊόντων. ~ές ~ές στις γειτονιές της πόλης. Μικροπωλητές ~ών ~ών. Κάθε Παρασκευή γίνεται/έχει λαϊκή. Βλ. εμποροπανήγυρη, παζάρι, παντοπωλείο, υπαίθριο εμπόριο., λαϊκή ιατρική (κυρ. παλαιότ.): πρακτική και εμπειρική αντιμετώπιση των ασθενειών: χρήση των βοτάνων στη ~ ~ (βλ. γιατροσόφια). Βλ. εναλλακτική ιατρική, ομοιοπαθητική., λαϊκή τέχνη (κ. με κεφαλ. Λ, Τ): ΛΑΟΓΡ. της οποίας δημιουργός είναι ο απλός λαός και η οποία σχετίζεται κυρ. με την αργυροχρυσοχοΐα, την κεντητική, την κεραμική, την ξυλογλυπτική, την υφαντική, τη χειροτεχνία, αλλά και τη μουσική, τα τραγούδια και τους χορούς: η ελληνική ~ ~ (: τέλη 17ου αι.-αρχές 19ου αι.)., λαϊκό δικαστήριο (παλαιότ., ιδ. σε περιόδους πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής ύστερα από επανάσταση· σήμερα, κυρ. μτφ.): του οποίου τα μέλη δεν είναι δικαστικοί λειτουργοί, αλλά απλοί πολίτες: Εδώ δεν είναι ~ ~, ο καθένας μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα., λαϊκό μέτωπο (κ. με κεφαλ. Λ, Μ): ΠΟΛΙΤ. συνασπισμός κομμάτων, συνήθ. της Αριστεράς., λαϊκό τραγούδι & αστικό λαϊκό τραγούδι: ΜΟΥΣ. είδος τραγουδιού των αστικών κέντρων, εξέλιξη του δημοτικού και του ρεμπέτικου, το οποίο έχει τις απαρχές του στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, εξελίσσεται ακόμα και χαρακτηρίζεται από ανατολίτικα ή/και δυτικά στοιχεία: βαρύ ~ ~. Βλ. ελαφρολαϊκό (τραγούδι)., έντεχνο λαϊκό (τραγούδι) βλ. έντεχνος, κοσμικό/λαϊκό κράτος βλ. κοσμικός, λαϊκή απογευματινή βλ. απογευματινός, λαϊκή ετυμολογία βλ. ετυμολογία, λαϊκή κυριαρχία βλ. κυριαρχία, λαϊκή παράδοση βλ. παράδοση, λαϊκή/λαοκρατική δημοκρατία βλ. δημοκρατία, Λαϊκό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, λαϊκό προσκύνημα βλ. προσκύνημα, λαϊκός καπιταλισμός βλ. καπιταλισμός ● ΦΡ.: επί το λαϊκότερον (συνήθ. ειρων.): όταν παρατίθεται η αντίστοιχη συνώνυμη λέξη ή φράση του προφορικού ή λαϊκού λεξιλογίου: Έφυγε γρήγορα ή, ~ ~, την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια. [< μτγν. λαϊκός, γαλλ. populaire]

λαχειοφόρος

λαχειοφόρος, ος, ο λα-χει-ο-φό-ρος επίθ. (λόγ.): που αφορά λαχνούς: ~ος: κλήρωση. Βλ. -φόρος. ● ΣΥΜΠΛ.: λαχειοφόρος αγορά & (προφ.) λαχειοφόρος: πώληση λαχνών με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων για κοινωφελή σκοπό· οι κάτοχοι των τυχερών λαχνών κερδίζουν δώρα, κατόπιν κλήρωσης: Ο σύλλογος/το σωματείο διοργάνωσε ~ο ~. Βλ. έρανος.

μαλλί

μαλλί μαλ-λί ουσ. (ουδ.) {μαλλ-ιού} 1. {συνήθ. στον πληθ.} το σύνολο των τριχών που καλύπτουν το πάνω και πίσω μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού: άσπρα/γκρίζα/καστανά/κόκκινα/μαύρα/ξανθά ~ιά. Αραιά/γερά/δεμένα/ίσια/κατσαρά/κοντά/λαμπερά/λυτά/μακριά/ξηρά/πλούσια/πυκνά/σγουρά/σπαστά/ταλαιπωρημένα/υγιή/φουντωτά ~ιά. Άβαφα/άλουστα/απεριποίητα/βρεγμένα/λουσμένα ~ιά. ~ιά με ανταύγειες/μπούκλες/όγκο. Σαμπουάν για αδύναμα/ευαίσθητα/κανονικά/λεπτά/λιπαρά ~ιά. Κοκαλάκι/λακ/λοσιόν/σεσουάρ για τα ~ιά. Αξεσουάρ/απώλεια/βαφές/βούρτσα/ζελέ/θεραπεία/ισιωτική/κόψιμο/κρέμα/μαλακτικό/μεταμόσχευση/περιποίηση/πιστολάκι/προσθετική/σπρέι/στέγνωμα/τούφα/τύπος/χρώμα ~ιών. Έφτιαξα/χτένισα το ~/τα ~ιά μου. Έπιασε τα ~ιά της με τσιμπιδάκι. 2. {συνήθ. στον εν.} τρίχωμα ζώων, που συχνά αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας: αγνό/ακατέργαστο/απαλό/παρθένο/πρόβειο/συνθετικό/φυσικό ~. Ρούχα/υφάσματα από ~ (= μάλλινα). Γνέσιμο/επεξεργασία/παραγωγή/ποιότητα ~ιού. || Ορυκτό ~ (= πετροβάμβακας). ● Υποκ.: μαλλάκι (το) {συνήθ. στον πληθ.} ● ΣΥΜΠΛ.: μαλλί της γριάς: ΖΑΧΑΡ. είδος γλυκίσματος, κυρ. για παιδιά, από νήματα λιωμένης ζάχαρης που τυλίγονται γύρω από ένα ξυλάκι., μαλλιά αγγέλου: είδος φιδέ. [< αγγλ. angel-hair pasta, 1981] , στεγνωτήρας μαλλιών βλ. στεγνωτήρας ● ΦΡ.: μαλλιά κουβάρια (προφ.): για έντονη αντιπαράθεση ή σύγχυση: Έγιναν ~ ~ (= μύλος) λόγω οικονομικών διαφορών.|| Τα 'χω κάνει ~ ~ (= μαντάρα) στο μυαλό μου. ΣΥΝ. άνω-κάτω (2), κουλουβάχατα, μαλλιοκούβαρα, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος (παροιμ.): προσπάθησε να κερδίσει κάτι και τελικά ζημιώθηκε., πιάνομαι μαλλί με μαλλί {συνήθ. στο γ' πρόσ.} (προφ.): μαλλιοτραβιέμαι., πόσο πάει το μαλλί; (μτφ.-ειρων.): πόσο κάνει/κοστίζει;, σαν της τρελής τα μαλλιά (σπάν.-προφ.): για χώρο όπου επικρατεί ακαταστασία: Το δωμάτιό του ήταν ~ ~. ΣΥΝ. άνω-κάτω (1), τα μαλλιά της κεφαλής μου/σου/του (προφ.): τα μαλλιοκέφαλά μου., αρπάζω την ευκαιρία (από τα μαλλιά) βλ. ευκαιρία, αφήνω μούσι/μουστάκι/γένια/μαλλιά βλ. αφήνω, κλάνω μαλλί/μέντες/πατάτες βλ. κλάνω, ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά (του) πιάνεται βλ. πνίγω, τραβάω τα μαλλιά μου βλ. τραβώ, τραβηγμένος από τα μαλλιά βλ. τραβηγμένος [< μεσν. μαλλίν < μτγν. μαλλίον]

μαύρος

μαύρος, η, ο [μαῦρος] μαύ-ρος επίθ. 1. που έχει το χρώμα με την ελάχιστη φωτεινότητα ή τη μέγιστη σκοτεινότητα, η επιφάνεια του οποίου απορροφά, αλλά δεν αντανακλά καμία ορατή ακτινοβολία: ~ος: πίνακας (= μαυροπίνακας). ~η: απόχρωση/κουκκίδα/σημαία. ~ο: άλογο/βελούδο/κοράκι/στιλό/φόντο/φόρεμα. ~ο δερμάτινο/πέτσινο μπουφάν. ~ες: γόβες. ~α: εσώρουχα. Βάζω ~ο μολύβι στα μάτια. Μελάνι ~ου χρώματος.|| (ΤΥΠΟΓΡ.) ~α γράμματα σε λευκό φόντο. Εκτύπωση με (έντονα) ~α (= μπολντ) στοιχεία. Βλ. ημίμαυρος.|| (εμφατ.) ~, κατάμαυρος. ~ σαν κάρβουνο/πίσσα (πβ. κατράμι). Πβ. ασπρό-, ολό-μαυρος. ΑΝΤ. άσπρος (1), λευκός (1) 2. που έχει πολύ σκούρο χρώμα, σχεδόν μαύρο: ~ος: ουρανός (πβ. συννεφιασμένος). ~η: πεύκη. ~α: γυαλιά.|| ~ος: καφές (: χωρίς γάλα). ~η: ζάχαρη (βλ. άσπρη)/μπίρα (βλ. ξανθιά)/σοκολάτα (ή υγείας)/σταφίδα (βλ. ξανθή). ~ο: κρασί (: σκούρο κόκκινο, βλ. μαυροδάφνη)/πιπέρι/ρύζι (βλ. λευκό)/ψωμί (πβ. ολικής αλέσεως). ~ες: ελιές (βλ. πράσινες). ~α: σταφύλια (βλ. λευκά).|| ~α: δόντια/μαλλιά/στίγματα (πβ. μελανά). ~οι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Έγινε ~ από τον ήλιο (πβ. μαυρίζω). Το μάτι του είναι ~ο από τη(ν) μπουνιά που έφαγε.|| Μες στη ~η νύχτα (: χωρίς φεγγάρι ή αστέρια, πολύ σκοτεινή).|| ~α: νύχια/χέρια (: βρόμικα, λερωμένα. ΑΝΤ. καθαρά). Έγινα ~ από τον καπνό.|| (για πρόσ.) ~η: φυλή (: με σκουρόχρωμη επιδερμίδα, νέγρικη. Βλ. κίτρινη, λευκή). 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για να δηλωθεί κάτι αρνητικό, δυσάρεστο, θλιβερό: ~ος: μήνας. ~η: ζωή (πβ. άθλιος, βασανισμένος, δυστυχισμένος). ~ες: ειδήσεις/σκέψεις (πβ. απαισιόδοξος). ~α: μηνύματα. ~η ψυχή (: κακιά, μοχθηρή). ~ο (= δυσοίωνο) το μέλλον της οικονομίας. ~α σύννεφα στον τουρισμό. ~ες γιορτές/~ο Σαββατοκύριακο θα περάσουμε! Είναι σε ~α χάλια/έχει τα ~α του τα χάλια (: σε πολύ άσχημη κατάσταση)!|| (συνδεδεμένος με καταστροφικό, τραγικό γεγονός) ~ος: Σεπτέμβρης. ~η: επέτειος/μέρα (πβ. αποφράδα)/σελίδα της ιστορίας.|| (εμφατ.) ~η: απελπισία/πείνα/φτώχεια. Η ~η (= πικρή) αλήθεια είναι ότι ...|| ~η: μαγεία. 4. (προφ.) που δεν δηλώνεται στην εφορία και αποφέρει παράνομα κέρδη: ~η: οικονομία. Πβ. λαθραίος. ● Ουσ.: μαύρα (τα) 1. μαύρα ρούχα, συχνά ως ένδειξη πένθους: ντύνομαι στα/φοράω ~. Έβγαλε τα ~ (: σταμάτησε να πενθεί). Βλ. λευκά. 2. τα μαύρα πιόνια στο σκάκι: Παίζουν τα ~. Βλ. λευκά., μαύρο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: Προτιμώ το μοβ από το ~.|| Το ~ σου πάει πολύ! ΑΝΤ. άσπρο (1) 2. (& σπάν. μαύρη ψήφος) (αργκό) αρνητική ψήφος· γενικότ. καταψήφιση, αποδοκιμασία ενός προσώπου ή μιας κατάστασης: Οι ψηφοφόροι θα ρίξουν ~ στο κόμμα. Θα φάει ~ δαγκωτό στις εκλογές. ΣΥΝ. φούμο (2) 3. & μαύρη (η): (αργκό) χασίς. Πβ. φούντα, χόρτο. ● Υποκ.: μαυρούλης , α, ικο ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρη (αγορά) 1. παράνομη αγοραπωλησία σε δύσκολες κυρ. περιόδους (όπως πολεμικές) όπου υπάρχει έλλειψη εμπορευμάτων, κυρ. τροφίμων, τα οποία πωλούνται σε πολύ υψηλές τιμές. 2. παράνομη αγοραπωλησία προϊόντων που δεν είναι νόμιμα, δεν βρίσκονται εύκολα στο εμπόριο ή πωλούνται σε χαμηλότερη από την κανονική τιμή, συνήθ. επειδή είναι κλεμμένα. [< αγγλ. black market, 1931, γαλλ. marché noir, 1945] , μαύρη γη (μτφ.) 1. καμένη έκταση. 2. (λογοτ., συχνά σε δημοτικά τραγούδια) ο Άδης., μαύρη ζώνη: ΑΘΛ. που αποκτούν οι αθλούμενοι στις πολεμικές τέχνες και προσδιορίζει το ανώτερο επίπεδο τεχνικής και εμπειρίας τους στο άθλημα. Βλ. λευκή ζώνη., μαύρη μουσική: ΜΟΥΣ. το σύνολο των μουσικών ειδών αφροαμερικανικής προέλευσης. Βλ. αρ εν μπι, μπλουζ, ραπ, σόουλ, τζαζ, χιπ χοπ., μαύρο μυθιστόρημα ΛΟΓΟΤ. 1. αυτό που συνδυάζει συνήθ. την αστυνομική πλοκή με την αρνητική, σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας. Βλ. φιλμ νουάρ. 2. το γοτθικό, με βασικά χαρακτηριστικά τα υπερφυσικά και τρομακτικά στοιχεία. [< γαλλ. roman noir] , αρνητική/μαύρη διαφήμιση βλ. διαφήμιση, άσπρο-μαύρο & μαύρο-άσπρο βλ. άσπρος, η μαύρη ήπειρος βλ. ήπειρος, μαύρα σκοτάδια βλ. σκοτάδι, μαύρα ταμεία βλ. ταμείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, μαύρες συσκευές βλ. συσκευή, Μαύρη Βίβλος βλ. βίβλος, μαύρη εργασία βλ. εργασία, μαύρη κωμωδία βλ. κωμωδία, μαύρη λίστα βλ. λίστα, μαύρη προπαγάνδα βλ. προπαγάνδα, μαύρη τρύπα βλ. τρύπα, μαύρη χήρα βλ. χήρα, μαύρο θέατρο βλ. θέατρο, μαύρο κουτί βλ. κουτί, μαύρο πρόβατο βλ. πρόβατο, μαύρο τσάι βλ. τσάι, μαύρο/μπλακ χιούμορ βλ. χιούμορ, μαύρο/σκοτωμένο αίμα βλ. αίμα, μαύρος θάνατος βλ. θάνατος, μαύρος καβαλάρης βλ. καβαλάρης, μαύρος νάνος βλ. νάνος, μαύρος πάγος βλ. πάγος, μαύρος χρυσός βλ. χρυσός ● ΦΡ.: μαύρος και άραχνος (μτφ.-εμφατ.): για καθετί δύσκολο, δυσάρεστο, δυσοίωνο: Τα βλέπει/τα βρήκε/είναι όλα ~α και ~α., τα βάφω μαύρα (μτφ.-προφ.): στενοχωριέμαι υπερβολικά, απογοητεύομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό, απελπίζομαι: Τα έβαψε ~ μετά τον χωρισμό.|| (ειρων.) Σιγά μην τα βάψω ~ που δεν ήρθε! ΣΥΝ. είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά, με παίρνει από κάτω/αποκάτω, (γράφω κάποιον/κάτι) στα μαύρα κατάστιχα βλ. κατάστιχο, άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά βλ. σκύλος, βάζω/φοράω (μαύρες) πλερέζες βλ. πλερέζα, για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια βλ. αλήθεια, είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά βλ. πανί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) βλ. Μάης, κάνει το άσπρο μαύρο βλ. άσπρος, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) βλ. μάτι, μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα βλ. μαυρίλα, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) βλ. νύχτα, μαύρη η ώρα βλ. ώρα, μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει βλ. τρώω, με (τα πιο) ζοφερά/μελανά χρώματα βλ. χρώμα, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι βλ. χιόνι, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα βλ. βλέπω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< μτγν. μαῦρος, γαλλ. noir, αγγλ. black]

μελάτος

μελάτος, η, ο [μελᾶτος] με-λά-τος επίθ.: πυκνόρρευστος και μαλακός· γλυκός σαν μέλι. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μελάτο αβγό & αβγό μελάτο: που δεν έχει βράσει πολύ και ο κρόκος του είναι ακόμη παχύρρευστος. Βλ. σφιχτός.

οικονομικός

οικονομικός, ή, ό [οἰκονομικός] οι-κο-νο-μι-κός επίθ. ΟΙΚΟΝ. 1. που αναφέρεται στην οικονομία ή τα οικονομικά: ~ός: απολογισμός/οργανισμός (πβ. τράπεζα)/πόλεμος/προϋπολογισμός/Τύπος/φορέας. ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/ανεξαρτησία/βοήθεια/διάρθρωση/διαφάνεια/διαχείριση/διπλωματία/δυσπραγία/εισφορά/ενημέρωση/εξαθλίωση/εξέλιξη/εξυγίανση/επιστήμη (= οικονομικά)/θεωρία/κρίση/μεταρρύθμιση/πρόοδος/σταθερότητα/συγκυρία/συμφωνία/σύνοδος/ύφεση. ~ό: άνοιγμα/ίδρυμα/κέρδος/κλίμα/κόστος/κραχ/μοντέλο/σκάνδαλο/φόρουμ. ~οί: δείκτες/πόροι. ~ές: δυσκολίες/κυρώσεις/παροχές/συναλλαγές/υπηρεσίες. ~ά: αποτελέσματα/εργαλεία/κίνητρα/συμφέροντα. Εξαμηνιαία/ετήσια ~ή έκθεση του Ομίλου ... ~ή ενίσχυση/στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Βρίσκεται σε ~ό αδιέξοδο λόγω χρεών. Περικοπές για ~ούς λόγους. Δημόσια ~ή Υπηρεσία (ακρ. ΔΟΥ). ~ό Επιμελητήριο Ελλάδας (ακρ. ΟΕΕ).|| ~ό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ακρ. ΟΠΑ). ~ά μαθηματικά και στατιστική. Πτυχιούχος ΑΕΙ ~ής κατεύθυνσης. (ως ουσ.) Οι φοιτητές του ~ού.|| (για πρόσ.) ~ός: αναλυτής/διαχειριστής/διευθυντής/ελεγκτής/έφορος. ~ό: επιτελείο (κυβέρνησης)/στέλεχος. Βλ. μακρο~, μικρο~, τεχνο~, χρηματο~. 2. που κοστίζει λίγο, ανέξοδος· που εξοικονομεί ενέργεια: ~ό: γεύμα/εισιτήριο/εστιατόριο/μαγαζί/ξενοδοχείο. ~ές: διακοπές. ~ή λειτουργία εγκατάστασης/συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας. ~ό πακέτο καρτοκινητής τηλεφωνίας. Προσφορά συμφέρουσα από ~ή άποψη. Η ~ότερη λύση/πρόταση της αγοράς για συνεχή πρόσβαση στο ίντερνετ.|| ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας. ~ή: συσκευή. ~ό: αυτοκίνητο (: σε κατανάλωση βενζίνης). ΣΥΝ. φτηνός (1) ΑΝΤ. ακριβός (1), αντιοικονομικός, δαπανηρός ● Ουσ.: οικονομικό (το): καθετί που σχετίζεται με χρήματα, το χρηματικό: Έχει τεράστια περιουσία και συνεπώς έχει λύσει το ~ του. Μίλησε στον εργοδότη του για το ~ (: τον μισθό). Δεν την ενδιαφέρει το ~ της υπόθεσης. Το ~ (ενν. πρόβλημα) της χώρας. ● επίρρ.: οικονομικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστική οικονομική ζώνη (ακρ. ΑΟΖ): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. ζώνη θαλάσσιας δικαιοδοσίας και δικαιωμάτων (κυρ. εκμετάλλευση των φυσικών πόρων) των παράκτιων κρατών με εύρος μέχρι 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές, που περιλαμβάνει τα ύδατα, τον βυθό και το υπέδαφος της περιοχής της, και αρχίζει μετά το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Βλ. υφαλοκρηπίδα. [< αγγλ. exclusive economic zone, 1975] , οικονομικά αγαθά: τα μέσα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών που είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και βρίσκονται σε ανεπάρκεια σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: Τα ~ ~ διακρίνονται στα υλικά και τα άυλα αγαθά ή υπηρεσίες. Βλ. διαρκή, ελεύθερα, καταναλωτικά, κεφαλαιουχικά αγαθά., οικονομικά μεγέθη 1. οποιαδήποτε μεταβλητή υπολογίζεται με αριθμητικούς ή ποσοτικούς όρους: εταιρικά/συνοπτικά ~ ~. Βελτιωμένα/μειωμένα εμφανίζονται τα ~ ~ του ομίλου στο εξάμηνο ... Τα ~ ~ της ζώνης του ευρώ. ~ ~ σε επίπεδο χώρας (π.χ. ΑΕΠ, επιτόκια, βλ. μακροοικονομία). 2. {κυρ. στον εν.} οικονομική συσκευασία. [< 2: αγγλ. economy size, 1950] , οικονομικές επιστήμες: όσες μελετούν την παραγωγή, κατανομή, κατανάλωση και διαχείριση αγαθών και υπηρεσιών: Βραβείο Νόμπελ ~ών ~ών. Βλ. μακρο-, μικρο-οικονομία. ΣΥΝ. οικονομικά (2), οικονομολογία [< γαλλ. sciences économiques] , οικονομικές καταστάσεις: πίνακες αναλυτικής παρουσίασης κατά κατηγορία των δεδομένων που περιγράφουν την οικονομική πορεία μιας εταιρείας σε ορισμένη χρονική περίοδο, οι οποίοι δημοσιεύονται συγκεντρωτικά για τη διεξοδική ενημέρωση των επενδυτών: ενδιάμεσες/ενοποιημένες/εξαμηνιαίες/ετήσιες/περιοδικές/συνοπτικές/τριμηνιαίες ~ ~. Βλ. επαναδημοσίευση, ισολογισμός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες., οικονομική γεωγραφία: ΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά και αναλύει τα τεχνικά, κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά στοιχεία του γεωγραφικού χώρου, καθώς και τη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ του φυσικού περιβάλλοντος και του ανθρώπινου παράγοντα· το αντίστοιχο διδασκόμενο μάθημα. Βλ. ανθρωπογεωγραφία. [< αγγλ. economic geography] , οικονομική ελευθερία: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συμμετοχής σε οικονομικές συναλλαγές, χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις ή άλλους εξωτερικούς παράγοντες., οικονομική θέση 1. & τουριστική θέση: χώρος σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (αεροπλάνα, πλοία, τρένα), όπου οι επιβάτες εξασφαλίζουν θέση με φθηνότερο εισιτήριο: εισιτήριο/κάθισμα/καμπίνα ~ής ~ης. ΑΝΤ. διακεκριμένη θέση 2. οικονομική κατάσταση: Βρίσκεται σε δύσκολη ~ ~. Σε δεινή ~ ~ περιήλθε ο Όμιλος ... [< 1: αγγλ. economy class, γαλλ. classe économique] , οικονομική μονάδα: κάθε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστούν δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας: Δύο αντιπροσωπευτικές ~ές ~ες είναι το νοικοκυριό και η επιχείρηση. [< αγγλ. economic unit] , οικονομική πολιτική: σύνολο μέτρων και αποφάσεων που λαμβάνονται σε κυβερνητικό συνήθ. επίπεδο για τον καθορισμό συγκεκριμένης πορείας στον τομέα της οικονομίας και την επίτευξη οικονομικών στόχων: εθνική/εξωτερική/εσωτερική/κοινοτική/περιοριστική ~ ~. Αλλαγή/χάραξη ~ής ~ής. Σφιχτή ~ ~ για μείωση του ελλείμματος.|| ~ ~ της εταιρείας., οικονομική συσκευασία: συσκευασία προϊόντος που είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος ή ποσότητα από τη συμβατική, αλλά φτηνότερη αναλογικά. Βλ. οικογενειακό μέγεθος., Οικονομικό Δίκαιο: ΝΟΜ. οι κανόνες που ρυθμίζουν τις οικονομικές σχέσεις και δραστηριότητες: διοικητικό ~ ~. Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού ~ού ~ου., οικονομικό έγκλημα: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. κάθε παράνομη οικονομική δραστηριότητα (όπως φοροδιαφυγή, υπεξαίρεση χρημάτων): διεθνές/ηλεκτρονικό/οργανωμένο ~ ~. Βλ. ΣΔΟΕ., οικονομικό σύστημα (το): κάθε σύνολο κανόνων στα πλαίσια μιας κοινωνίας που ρυθμίζουν την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση αγαθών: διεθνές/ευρωπαϊκό/φιλελεύθερο ~ ~. Το ~ ~ του καπιταλισμού., οικονομικοί μετανάστες/πρόσφυγες: πρόσωπα που εγκαταλείπουν τη χώρα τους σε αναζήτηση εργασίας και καλύτερου βιοτικού επίπεδου: νόμιμοι/παράνομοι ~ ~.|| Εσωτερικοί ~ ~. Βλ. ευπαθείς (κοινωνικά) ομάδες. [< αγγλ. economic migrants/refugees] , οικονομικός κύκλος: περιοδική, επαναλαμβανόμενη διακύμανση ύφεσης-ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας: Ανοδική/πτωτική φάση ~ού ~ου. Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οί ~οι. [< αγγλ. business/economic cycle] , οικονομικός παράγοντας 1. οτιδήποτε επηρεάζει μια κατάσταση από οικονομικής πλευράς: Ο τουρισμός αποτελεί ζωτικό/σημαντικό ~ό ~α ανάπτυξης του νησιού. 2. πρόσωπο που έχει ισχυρή θέση και ασκεί επιρροή στον επιχειρηματικό κόσμο: κορυφαίος/σημαίνων/τοπικός ~ ~. ~οί ~ες και διαχειριστές μεγάλων κεφαλαίων., οικονομικός/κεντρικός προγραμματισμός/σχεδιασμός: η επίδραση της κεντρικής εξουσίας ενός κράτους ή συνόλου κρατών στη λήψη αποφάσεων καθοριστικής σημασίας στον οικονομικό τομέα., Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος βλ. ευρωπαϊκός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες βλ. στοιχείο, οικονομική ανάπτυξη βλ. ανάπτυξη, οικονομική βία βλ. βία, Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) βλ. ένωση, οικονομική μεγέθυνση βλ. μεγέθυνση, οικονομικό αντικείμενο βλ. αντικείμενο, οικονομικό έτος βλ. έτος, σύνδρομο οικονομικής θέσης βλ. σύνδρομο [< αρχ. οἰκονομικός, γαλλ. économique, αγγλ. economic]

ομελέτα

ομελέτα [ὀμελέτα] ο-με-λέ-τα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. φαγητό που παρασκευάζεται από χτυπημένα αβγά τα οποία τηγανίζονται και ανακατεύονται με άλλα υλικά: απλή/ατομική/ισπανική (πβ. τορτίγια)/σπέσιαλ/χωριάτικη ~. ~ με ζαμπόν/λαχανικά/μανιτάρια/πατάτες/τυρί. Eτοιμάζω/κάνω/φτιάχνω ~. Πβ. καγιανάς, πιπεράδα, στραπατσάδα, σφουγγάτο. Βλ. -έτα. ● ΦΡ.: δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά: τίποτε δεν επιτυγχάνεται χωρίς κάποιο κόστος. [< γαλλ. on ne fait pas d'omelette sans casser des oeufs] [< γαλλ. omelette]

παράλληλος

παράλληλος, η/ος, ο πα-ράλ-λη-λος επίθ. 1. (μτφ.) που γίνεται, υπάρχει ταυτόχρονα ή με ανάλογο, παρόμοιο τρόπο με κάτι άλλο: ~ος: σκοπός/σχεδιασμός. ~η: αναζήτηση/απασχόληση/δράση/δραστηριότητα/εξέλιξη/εξυπηρέτηση(πελατών)/εργασία/θεραπεία/κυκλοφορία/παρακολούθηση/πορεία/(ερωτική) σχέση. || (ΝΟΜ.) ~η: ασφάλιση. ~ο: παιχνίδι/πρόγραμμα. ~οι: αγώνες/έλεγχοι/κόσμοι/τομείς. ~ες: εκδηλώσεις/επιδιώξεις/ιστορίες/προσπάθειες (π.χ. για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος)/συνεδρίες/συνομιλίες/υπηρεσίες. ~α: γεγονότα/έργα/μέτωπα.|| (ΑΘΛ.) ~ο: (γιγαντιαίο) σλάλομ (ανδρών/γυναικών) (: κατά το οποίο αγωνίζονται ταυτόχρονα δύο αθλητές σε ~ες πίστες). 2. που εκτείνεται στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον άλλο, δεν τέμνεται μαζί του και η μεταξύ τους απόσταση παραμένει ίδια: ~οι: αγωγοί/άξονες/δρόμοι/σωλήνες/τοίχοι. ~ες: σειρές. Κυματοθραύστες ~οι προς την ακτή. Κατασκευή πεζόδρομου ~ου προς την οδική αρτηρία. Ευθεία ~η προς το έδαφος.|| ~ο: παρκάρισμα. 3. ΠΛΗΡΟΦ. που αναφέρεται σε ταυτόχρονες διαδικασίες, όπως επεξεργασία δεδομένων, λειτουργία προγραμμάτων, υπολογιστών: ~ος: αλγόριθμος/προγραμματισμός/υπολογισμός. ~η: πρόσβαση. ~ο: καλώδιο/σύστημα. ΑΝΤ. σειριακός 4. ΓΕΩΜ. (για επίπεδα) που δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. ● Ουσ.: παράλληλος (η): οδός παράλληλη προς άλλη: πρώτη/δεύτερη/τρίτη ~ λεωφόρου. ● επίρρ.: παράλληλα & (λόγ.) παραλλήλως: ~ προς ... (ΗΛΕΚΤΡ.) Σύνδεση λαμπτήρων σε σειρά και ~ (= σε παραλληλία).|| Τα εργαστήρια θα λειτουργήσουν ~.|| Το σπίτι είναι διακοσμημένο με κλασικό και ~ μοντέρνο στιλ. Πβ. ταυτόχρονα. ● ΣΥΜΠΛ.: παράλληλες (ευθείες): ΓΕΩΜ. που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. Βλ. τέμνουσα., παράλληλες εισαγωγές/εξαγωγές: ΟΙΚΟΝ. νόμιμες εισαγωγές/εξαγωγές προϊόντων μέσω δικτύων διανομής που δεν έχουν όμως εγκριθεί από τον κατασκευαστή ή τον παραγωγό τους., παράλληλη αγορά: ΟΙΚΟΝ. δευτερεύουσα αγορά των σύγχρονων χρηματιστηρίων που απευθύνεται στις μικρότερες επιχειρήσεις, αποτελώντας τον προθάλαμο για την εισαγωγή τους στην κύρια: γενικός δείκτης της ~ης ~άς. Εισαγωγή/ένταξη (μιας εταιρείας) στην ~ ~., παράλληλη σύνδεση/διάταξη: ΗΛΕΚΤΡ. τρόπος σύνδεσης στοιχείων ηλεκτρικού κυκλώματος, κατά τον οποίο όλα τα στοιχεία βρίσκονται υπό την ίδια τάση και η ένταση του συνολικού ρεύματος που διαπερνά το κύκλωμα είναι ίση με το άθροισμα των εντάσεων των ρευμάτων που διαρρέουν τα στοιχεία του: ~ ~ αντιστάσεων/μπαταριών/πυκνωτών. ΑΝΤ. σύνδεση σε/εν σειρά, παράλληλος (κύκλος) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΑΣΤΡΟΝ. νοητός κύκλος της γήινης ή της ουράνιας σφαίρας παράλληλος προς τον ισημερινό: Οι ~οι ~οι παίρνουν τιμές από 0-90 μοίρες. Βλ. μεσημβρινός., σχήμα εκ παραλλήλου: ΡΗΤΟΡ. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο μια έννοια διατυπώνεται ταυτόχρονα θετικά και αρνητικά: π.χ. Να αρνηθείς και να μη δεχτείς. Όμορφος και όχι άσχημος., βίοι παράλληλοι βλ. βίος, παράλληλη θύρα βλ. θύρα, παράλληλο εμπόριο βλ. εμπόριο, παράλληλο κείμενο βλ. κείμενο, παράλληλο Σύμπαν βλ. σύμπαν, παράλληλοι ζυγοί βλ. ζυγός ● ΦΡ.: εκ παραλλήλου (λόγ.): συγχρόνως, ταυτόχρονα. Πβ. σε παραλληλία. [< αρχ. παράλληλος, γαλλ. parallèle, αγγλ. parallel]

πίστη

πίστη πί-στη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις} 1. αποδοχή της ορθότητας ή της ύπαρξης ενός πράγματος: απόλυτη/σταθερή ~. Η λαϊκή ~. ~ στην αιώνια ζωή/σε υπερφυσικά φαινόμενα. Πανάρχαιες ~εις (= δοξασίες). Είναι (ευρέως) διαδεδομένη/διάχυτη η ~ ότι ... 2. αποδοχή της ύπαρξης ανώτατου όντος, προσήλωση σε θρησκεία ή δόγμα και κυρ. ειδικότ. στον Χριστιανισμό: (ΘΡΗΣΚ.) εβραϊκή/ειδωλολατρική/θρησκευτική ~. ~ στον βουδισμό.|| Προτεσταντική/ρωμαιοκαθολική ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ορθόδοξη ~. Έχει βαθιά ~ στον Θεό. Δοκιμάστηκε/κλονίστηκε η ~ του. Απαρνήθηκε/έχασε/ξαναβρήκε/ομολόγησε την ~ του. Μαρτύρησε για την ~ του. Βλ. ορθοδοξία. ΑΝΤ. απιστία (3) 3. βεβαιότητα, σιγουριά (ότι κάτι υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει): ακλόνητη/ακράδαντη ~. ~ για/σε ένα καλύτερο αύριο. ~ για την πρόκριση. Έχει ~ στην πρόοδο. Εξέφρασε την ~ του ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί. 4. αφοσίωση, προσήλωση, σταθερότητα, συνέπεια: ~ σε αξίες και ιδανικά/αρχές. Ορκίστηκε ~ στο Σύνταγμα και τους νόμους.|| Ερωτική ~. 5. εμπιστοσύνη: ισχυρή/στέρεη/τυφλή ~. ~ σε υποσχέσεις. Έχει ~ στις δυνάμεις/στον εαυτό/στις ικανότητές του (= αυτοπεποίθηση). Έδειξε ~ στις δυνατότητές τους. 6. ΟΙΚΟΝ. πράξη μεταβίβασης κεφαλαίου από ένα (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο σε άλλο, με την πεποίθηση ότι θα επιστραφεί με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί (χρόνος, τόπος, επιτόκιο): τραπεζική ~. Εμπορική/επαγγελματική/επιχειρηματική/κτηματική/ναυτική ~. Πβ. πίστωση. Βλ. δάνειο, χρηματοδότηση. 7. (σπάν.) αξιοπιστία, φερεγγυότητα: Εταιρεία που έχει αποκαταστήσει την ~ της στην αγορά. ● ΣΥΜΠΛ.: αγροτική πίστη: ΟΙΚΟΝ. χορήγηση δανείων στον αγροτικό τομέα από αρμόδια τράπεζα με ευνοϊκούς όρους και σε εναρμόνιση με την κρατική αγροτική πολιτική., βιομηχανική πίστη: ΟΙΚΟΝ. παροχή δανείου με πίστωση από τράπεζα σε βιομηχανική επιχείρηση για αγορά πρώτων υλών ή μηχανολογικού εξοπλισμού, δημιουργία νέων εγκαταστάσεων, ανάληψη παραγωγικών επενδύσεων., κακή πίστη: απουσία αξιοπιστίας, ύπαρξη δόλου, κακής πρόθεσης: Βρίσκεται σε ~ ~. Με ~ ~/(λόγ.) κακή τη πίστει (= κακοπροαίρετα). ΣΥΝ. κακοπιστία (2), καλή πίστη: εντιμότητα, απουσία δόλου, καλή πρόθεση, συνήθ. σε συναλλαγές: άνθρωπος ~ής ~εως (πβ. καλόπιστος). Κίνηση/πνεύμα/στάση ~ής ~εως. ~ ~ μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου. Ενεργώ/πράττω με ~ ~/(λόγ.) καλή τη πίστει (= καλοπροαίρετα). ΣΥΝ. καλοπιστία, καταναλωτική πίστη: ΟΙΚΟΝ. παροχή δανείου με σκοπό κυρ. την αγορά καταναλωτικών αγαθών ή την αντιμετώπιση προσωπικών εξόδων. [< αγγλ. consumer credit, 1925] , στεγαστική πίστη: ΟΙΚΟΝ. χορήγηση δανείου με σκοπό την αγορά ακινήτου., συζυγική πίστη: αμοιβαία δέσμευση των συζύγων να μην έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις: Πρόδωσε τη ~ ~., Σύμβολο της Πίστεως & της Πίστης: ΕΚΚΛΗΣ. σύντομο κείμενο με δώδεκα άρθρα που αποτελεί ομολογία της χριστιανικής πίστης: απαγγελία του ~όλου ~. ΣΥΝ. Πιστεύω (το), άρθρο πίστεως βλ. άρθρο, ομολογία πίστεως βλ. ομολογία ● ΦΡ.: (πήγε) υπέρ πίστεως (και πατρίδος) 1. (ειρων.) πήγε χαμένος: Ο κόπος μας πήγε/τα χρήματά μας πήγαν ~ ~! 2. (λόγ.) για την υπεράσπιση των ιδανικών της χριστιανικής πίστης και της πατρίδας. ΣΥΝ. υπέρ βωμών και εστιών, δίνω πίστη σε κάτι: το πιστεύω: Μη ~εις ~ σε διαδόσεις/φήμες!, μα την πίστη μου! (προφ.): ως όρκος ή για δήλωση έκπληξης: ~ ~ (= ορκίζομαι), δεν είδα τίποτα!|| ~ ~, δεν καταλαβαίνω γιατί το έκανε., μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία βλ. αδόξαστος, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, ο άνθρωπος/η πίστη κινεί βουνά βλ. βουνό [< αρχ. πίστις 6: αγγλ. credit, γαλλ. crédit]

πιστωτικός

πιστωτικός, ή, ό πι-στω-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την πίστωση: ~ός: έλεγχος/οργανισμός/τίτλος. ~ή: κρίση. ~ό: όριο/υπόλοιπο. ~ές: διευκολύνσεις/υπηρεσίες. ~ά: ιδρύματα (π.χ. τράπεζες). Πβ. νομισματο~, χρηματοδοτικός, χρηματο~. ΑΝΤ. χρεωστικός ● ΣΥΜΠΛ.: πιστωτικές μονάδες: μονάδα μέτρησης του φόρτου εργασίας του μέσου φοιτητή για την επίτευξη των μαθησιακών στόχων ενός προγράμματος σπουδών· ισοδυναμεί με 25-30 ώρες εκπαιδευτικής δραστηριότητας, όπως παρακολούθηση διαλέξεων, φροντιστηριακών ασκήσεων ή εργαστηρίων, ιδιωτική μελέτη και συμμετοχή σε εξετάσεις. Πβ. διδακτικές/ακαδημαϊκές μονάδες. [< αγγλ. credit units, credits] , πιστωτική (κάρτα): ΟΙΚΟΝ. κάρτα, συνήθ. με συγκεκριμένο πιστωτικό όριο, που εκδίδεται ονομαστικά από τράπεζα ή επιχείρηση και επιτρέπει στον κάτοχό της να αποκτήσει αγαθά ή να κάνει χρήση υπηρεσιών, πληρώνοντας αργότερα, συχνά με τόκο: αριθμός/έκδοση ~ής ~ας. Αγορές με ~ ~/μέσω ~ών ~ών. Πβ. πλαστικό χρήμα, χρυσή κάρτα. Βλ. χρεωστική (κάρτα). [< αγγλ. credit card, 1888] , πιστωτική αγορά: ΟΙΚΟΝ. η χρηματαγορά και η κεφαλαιαγορά. [< αγγλ. credit market] , πιστωτικό γεγονός: ΟΙΚΟΝ. αποτυχία νομικού προσώπου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του στα πλαίσια σημαντικής οικονομικής συναλλαγής, με αποτέλεσμα τη μείωση της πιστοληπτικής του αξιοπιστίας. [< αγγλ. credit event] , πιστωτικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζογραμμάτια., πιστωτικός κίνδυνος: ΟΙΚΟΝ. κίνδυνος μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που έχει ο αντισυμβαλλόμενος (π.χ. να αποπληρώσει ένα δάνειο ή χρέος) στον οφειλόμενο χρόνο ή οποτεδήποτε μετά τη λήξη αυτού. Βλ. σι ντι ες. [< αγγλ. credit risk] [< μτγν. πιστωτικός ‘βεβαιωτικός’, γαλλ. créditeur, αγγλ. credit]

πορδή

πορδή πορ-δή ουσ. (θηλ.) (προφ.) ΣΥΝ. κλανιά 1. θορυβώδης συνήθ. έξοδος εντερικών αερίων από τον πρωκτό: δυνατή ~. Αμόλησε/άφησε/έριξε μια ~. 2. (μτφ.-μειωτ.-υβριστ.) ασήμαντος άνθρωπος, αμελητέος. ● Υποκ.: πορδίτσα & πορδούλα (η) ● Μεγεθ.: πόρδος (ο) ● ΦΡ.: με πορδές δεν βάφονται αβγά & με πορδές αβγά δεν βάφονται (παροιμ.): χρειάζονται αποτελεσματικά μέσα και όχι αοριστολογίες για την επίτευξη ορισμένου σκοπού., πετάγομαι σαν την πορδή (προφ.): ανακατεύομαι σε κουβέντα σε ακατάλληλη στιγμή, χωρίς να μου ζητηθεί. Βλ. φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν. [< 1: αρχ. πορδή]

ρουφώ

ρουφώ [ρουφῶ] ρου-φώ ρ. (μτβ.) {ρουφ-ά κ. -άει ... | ρούφ-ηξα, -ιέται, -ήχτηκε, -ηγμένος, -ώντας} & ρουφάω 1. καταπίνω μικρή ποσότητα υγρού, εισπνέοντας βαθιά και κλείνοντας ελαφρά τα χείλη: ~άει τη σούπα της. ~ηξε μια γουλιά καφέ/τον χυμό (με το καλαμάκι). Το μωρό ~ούσε το γάλα λαίμαργα. Πβ. πίνω.|| (κατ' επέκτ.) Οι μέλισσες ~ούν το νέκταρ των λουλουδιών. Πβ. απομυζώ. 2. εισπνέω· ειδικότ. πιέζω, τραβώ προς τα μέσα: ~ηξε τον (καθαρό) αέρα/τον καπνό/μια τζούρα. ~ηξε τη μύτη του.|| ~ την κοιλιά μου. ~ηγμένα: μάγουλα (: πολύ αδυνατισμένα). 3. (μτφ.-προφ.) αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά σε κάτι που ακούω ή διαβάζω: Τα παιδιά ~ούσαν κάθε λέξη μας. Το μυθιστόρημά του με συνεπήρε, το ~ηξα. Βλ. αφομοιώνω. 4. (μτφ.) εξαντλώ κάποιον σωματικά ή ψυχολογικά: Έχει ~ήξει όλη μου τη δύναμη/την ενέργεια/τη ζωντάνια. Πβ. καταπονώ, ξεζουμίζω. 5. (μτφ.-προφ.) κλέβω: ~ηξαν τα λεφτά. Πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ. 6. (αργκό ποδοσφαίρου) δέχομαι γκολ. Πβ. τρώω.ρουφά & ρουφάει (μτφ.): απορροφά: Η ηλεκτρική σκούπα ~ τη σκόνη. Το χώμα ~ηξε τη βροχή. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αφήνουμε το ρύζι να ~ήξει το ζουμί.|| (λογοτ.) Τους ~ηξε η θάλασσα (: τους τράβηξε στον βυθό, πνίγηκαν). ● ΦΡ.: ρούφα τ' αβγό σου (αργκό-μειωτ.): μη μιλάς, μην επεμβαίνεις. Πβ. κάθομαι στ' αβγά μου., ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου & τρώει το μεδούλι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον εκμεταλλεύεται στυγνά., πίνει/ρουφάει/τραβάει σαν σφουγγάρι βλ. σφουγγάρι, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο [< μεσν. ρουφώ]

ταύρος

ταύρος [ταῦρος] ταύ-ρος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. αρσενικό βόδι που προορίζεται για αναπαραγωγή: εκτροφή ~ων. Βλ. αγελάδα.|| (ΑΡΧ.-ΛΑΟΓΡ.) Θυσία ~ου (= ταυροθυσία). 2. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) αστερισμός του Βόρειου Ημισφαιρίου· το δεύτερο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (21 Απριλίου-20 Μαΐου) μεταξύ Κριού και Διδύμων· {κ. θηλ. προφ. ταυρίνα} (συνεκδ.) ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο. Βλ. Πλειάδες. 3. (μτφ.) δυνατός ή εξοργισμένος άνδρας: Δεν τον φοβάμαι στη δουλειά, είναι ~ (πβ. σκύλος).|| Όρμηξε (καταπάνω του) σαν ~ σε κόκκινο πανί. Κατέφτασε σαν αφηνιασμένος ~. Βλ. τίγρη. ● Υποκ.: ταυράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μαινόμενος ταύρος (λόγ.): έξαλλoς, εξαγριωμένος άνθρωπος: Όταν νευριάσει γίνεται ~ ~. Όρμησε σαν ~ ~ στον αγωνιστικό χώρο. ● ΦΡ.: πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα: αντιμετωπίζω με ταχύτητα και αποφασιστικότητα μια δύσκολη κατάσταση., σαν ταύρος σε υαλοπωλείο & (λόγ.) ως ταύρος εν υαλοπωλείω: για άτομο που αντιδρά ανεξέλεγκτα και παρορμητικά, προξενώντας καταστροφές σε έναν χώρο: Μπήκε/μπούκαρε μέσα ~ ~. Χίμηξε ~ ~ και τα διέλυσε όλα. [< αρχ. ταῦρος]

τηλεσυνεργασία

τηλεσυνεργασία τη-λε-συ-νερ-γα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. συνεργασία απομακρυσμένων συνομιλητών μέσω ηλεκτρονικού και τηλεπικοινωνιακού δικτύου: (α)σύγχρονη ~. ~ μεταξύ τηλετάξεων (βλ. τηλεκπαίδευση). Αίθουσα/εργαλεία/εφαρμογές ~ας. [< αγγλ. telecollaboration, telecooperation]

τότε

τότε τό-τε επίρρ. & (λαϊκό) τότες & ετότε 1. σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο του παρελθόντος ή του μέλλοντος: ~ τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Θυμάσαι ~ που ... Ήταν ~ που είχε πρωτοέρθει στην Αθήνα. ~ ήμουν είκοσι χρονών. Δεν υπήρχαν τόσες ανέσεις ~. Δεν έχω τις ίδιες απόψεις που είχα ~. Όπως ~, έτσι και τώρα ...|| Θα περάσουν τα χρόνια και ~ θα καταλάβουν. 2. (εμφατ.) εκείνη τη στιγμή: Και ~ άρχισε να βρέχει. ~ πήρε το θάρρος και μίλησε. Σηκώνεται ~ κι αυτός και βγαίνει έξω. Νευριάζει με το παραμικρό και ~ είναι δύσκολο να τον συγκρατήσεις. Μου το είπε δεύτερη φορά και πάλι ~ δεν έδωσα σημασία. 3. σε αυτή την περίπτωση: Αλλά ~ γεννιέται το ερώτημα ... Πες πως έρχεται ξαφνικά, τι κάνουμε ~; Αν δεν έχει αυτός την ευθύνη, ~ ποιος την έχει; Δεν σου αρέσει; Ε, ~ λοιπόν, άλλαξέ το. Αν είχαν παίξει καλά, ~ θα είχαμε κερδίσει.|| (ειρων.) Αν αυτός είναι επιστήμονας, ~ εγώ είμαι αστροναύτης (: όσο αυτός είναι ..., άλλο τόσο είμαι και εγώ ...). 4. (ως επίθ., + άρθ.) για κάποιον ή κάτι που εντάσσεται στην χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται ο ομιλητής: ο ~ αρμόδιος/διευθυντής/επικεφαλής/πρέσβης/πρόεδρος. Η ~ διοίκηση/ηγεσία/κατάσταση/κυβέρνηση. Οι ~ συνεργάτες. Οι ~ (= τοτινές) συνθήκες. Τα ~ δεδομένα/στελέχη. ● Ουσ.: τότε (το): οι συνθήκες που ίσχυαν παλαιότερα, το παρελθόν: Συγκρίνοντας το ~ και το σήμερα. Οι δύο γενιές συναντώνται και μιλούν για το ~ και το τώρα. ● ΦΡ.: από τότε: από εκείνη τη χρονική στιγμή ή περίοδο: ~ ~ μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. ~ ~ που μετακόμισε, έχουμε χαθεί (πβ. αφότου). Πέρασαν είκοσι χρόνια ~ ~ που τον είδα τελευταία φορά., ε/εμ τότε (προφ.): για δήλωση συμπεράσματος: ~ ~ δεν διαφωνούμε! ~ ~ φταίνε αυτοί. Πβ. λοιπόν, μα., ως/μέχρι τότε: μέχρι ένα χρονικό σημείο: ~ ~ έχουμε πολλά ακόμα να μάθουμε. Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση που είχε γίνει ~ ~.|| (ως επίθ.) Οι ~ ~ σύμμαχοι. [< αρχ. τότε]

τουρισμός

τουρισμός του-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ταξίδι σε τόπο διαφορετικό από εκείνον της μόνιμης κατοικίας, συνήθ. για αναψυχή, ξεκούραση ή επίσκεψη σε διάφορα αξιοθέατα: αειφόρος/αεραθλητικός/αλιευτικός/αρχαιολογικός/γλωσσικός/εικαστικός/εκπαιδευτικός/εξωτερικός/επαγγελματικός/εποχιακός/εσωτερικός/θαλάσσιος/θερινός/ιατρικός/ιππικός (= ιπποτουρισμός)/καταδυτικός/λογοτεχνικός/μαθητικός/μοναστηριακός/οικογενειακός/ορειβατικός/ορεινός/παγκόσμιος/παραθαλάσσιος/περιβαλλοντικός/περιπατητικός/ποιοτικός/προσβάσιμος/σχολικός/φυσιολατρικός/χειμερινός ~. ~ κινήτρων/περιπέτειας/των πόλεων (αστικός ~)/πολυτελείας/τρίτης ηλικίας/υγείας. Γεωλογικός ~ (= γεωτουρισμός). Συνεδριακός και εκθεσιακός ~. Ειδικές/εναλλακτικές μορφές ~ού. Υπερβολικός ~ (= υπερτουρισμός). Υπουργείο ~ού. Βλ. διακοπές, οινο~, παραθερισμός.|| (προφ.-ειρων.) Η ομάδα πάει για να νικήσει και όχι για ~ό. Βλ. -ισμός. 2. το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη μετακίνηση τουριστών: διεθνής ~. Γραφείο (γενικού)/διεθνής έκθεση/τομέας/υπηρεσίες ~ού. Ελληνικός/Παγκόσμιος Οργανισμός ~ού. 3. τουριστική κίνηση: Ο ~ αυξήθηκε φέτος. ● ΣΥΜΠΛ.: αγροτικός τουρισμός: αγροτουρισμός., αθλητικός τουρισμός: που συνδυάζεται με παρακολούθηση αθλητικών διοργανώσεων ή συμμετοχή σε αθλητική δραστηριότητα., αναπαραγωγικός τουρισμός: ταξίδι ζευγαριού με στόχο την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή σε χώρα άλλη από αυτή της χώρας προέλευσης των πιθανών γονέων, που γίνεται για νομικούς, οικονομικούς, θρησκευτικούς ή πρακτικούς λόγους., διαστημικός τουρισμός: ταξίδι στο Διάστημα για λόγους αναψυχής. [< αμερικ. space tourism, 1967] , ηθικός τουρισμός: ΟΙΚΟΛ. οικοτουρισμός., ιαματικός/θεραπευτικός τουρισμός: εναλλακτική μορφή τουρισμού που αναπτύσσεται σε λουτροπόλεις και περιοχές με ιαματικές πηγές, με σκοπό τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων ή τη διατήρηση της καλής κατάστασης του οργανισμού., οικολογικός τουρισμός: ΟΙΚΟΛ. οικοτουρισμός., πολιτιστικός τουρισμός: που πραγματοποιείται με συμμετοχή σε πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες., γαστρονομικός τουρισμός βλ. γαστρονομικός, εναλλακτικός τουρισμός βλ. εναλλακτικός, ήπιος τουρισμός βλ. ήπιος, θεματικός τουρισμός βλ. θεματικός1, θρησκευτικός τουρισμός βλ. θρησκευτικός, κοινωνικός τουρισμός βλ. κοινωνικός, μαζικός τουρισμός βλ. μαζικός1 [< γαλλ. tourisme, 1841 < αγγλ. tourism, 1811]

ωόν

ωόν [ᾠόν] ω-όν ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (επίσ.): αβγό. ● ΦΡ.: κακού κόρακος, κακόν ωόν βλ. κόρακας, σιγά τ' αβγά βλ. αβγό & αυγό [< αρχ. ᾠόν]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.