αβγοκόβω [ἀβγοκόβω] α-βγο-κό-βω ρ. (μτβ.) {αβγοκο-μμένος, συνήθ. στον ενεστ.} & αυγοκόβω: προσθέτω σε φαγητό αβγολέμονο: ~ τους ντολμάδες/τη μαγειρίτσα. ~μμένη σάλτσα/σούπα. ~μμένο φρικασέ.
αγάλλομαι [ἀγάλλομαι] α-γάλ-λο-μαι ρ. (αμτβ.) {μόνο στο ενεστ. θ.} (λογοτ.): αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: Χαίρομαι και ~. ~εται (και σκιρτά) η ψυχή. ~ονται οι πιστοί. Βλ. αγαλλιάζω.|| (κάλαντα Χριστουγέννων) Οι ουρανοί ~ονται, χαίρει η κτίσις/η φύσις όλη. [< αρχ. ἀγάλλομαι]
αγοροφέρνω [ἀγοροφέρνω] α-γο-ρο-φέρ-νω ρ. (αμτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ., συνήθ. στο γ' πρόσ.} (προφ.): (για κορίτσι) μοιάζω με αγόρι στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά. Βλ. -φέρνω.
άγουσα [ἄγουσα] ά-γου-σα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: πήρε την άγουσα & (σπάν.) έλαβε την άγουσα: τον έδιωξαν από κάπου, έφυγε: ~ ~ προς την έξοδο. Τον απέλυσαν και ~ ~.|| (κυρ. στο ποδόσφαιρο) ~ ~ για τα αποδυτήρια (για παίκτη που πήρε κόκκινη κάρτα). [< αρχ. ἄγουσα, θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. του ἄγω]
άγχομαι [ἄγχομαι] άγ-χο-μαι ρ. {μόνο στον ενεστ.} (επίσ.): νιώθω άγχος, ανησυχία, αγχώνομαι: Αγωνιά και ~εται για το αύριο. Μην ~εσαι!|| (μτβ.) ~ να αποδείξω/καταφέρω κάτι. [< μτγν. ἄγχομαι]
άγω [ἄγω] ά-γω ρ. (μτβ.) {συνήθ. μεσοπαθ. ενεστ.} (επίσ.): οδηγώ, κατευθύνω: (ΦΥΣ.) Διάλυμα/δίοδος που άγει ηλεκτρικό ρεύμα.|| (για δικαστικές αποφάσεις) Το Δικαστήριο άγεται στην κρίση/στο συμπέρασμα ότι ... Βλ. αν~, δι~, εισ~, εξ~, μετ~, παρ~, περι~, προ~, προσ~, συν~. ● ΦΡ.: άγεται και φέρεται: κατευθύνεται, εξαρτάται απόλυτα ή γίνεται έρμαιο, υποχείριο κάποιου: Πολύς κόσμος ~ ~ από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. [< αρχ. ἄγω]
αγωνιώ [ἀγωνιῶ] α-γω-νι-ώ ρ. (αμτβ.) {αγωνι-άς ..., -ώντας | μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.}: διακατέχομαι από αγωνία, έντονη ανησυχία ή ανυπομονησία για κάτι: ~ για την έκβαση των γεγονότων/για τη θέση μου στην εταιρεία/με τη σκέψη ότι θα είσαι μακριά/να μάθω νέα σου (= ανυπομονώ). Τηλεφώνησε μόλις φτάσεις, για να μην ~ (= ανησυχώ). Πβ. αδημονώ, κάθομαι (πάνω) σ' αναμμένα κάρβουνα, καρδιοχτυπώ. [< αρχ. ἀγωνιῶ]
αδημονώ [ἀδημονῶ] α-δη-μο-νώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αδημον-είς ...| μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (απαιτ. λεξιλόγ.): ανυπομονώ, λαχταρώ: ~εί για .../να .../πότε θα ...|| Η ώρα πέρναγε και άρχισε να ~εί (= να αγωνιά, να ανησυχεί). [< αρχ. ἀδημονῶ]
αδυνατώ [ἀδυνατῶ] α-δυ-να-τώ ρ. {αδυνατ-είς ... | μόνο ενεστ. κ. παρατ.} (επίσ.): δεν έχω τη δυνατότητα, δεν μπορώ να κάνω κάτι: ~ να καταλάβω τι έγινε/να το πιστέψω. ~ούσε (= δεν ήταν σε θέση) να εξυπηρετήσει τους πελάτες. ΑΝΤ. δύναμαι [< αρχ. ἀδυνατῶ]
άδω [ᾄδω] ά-δω ρ. {μόνο στον ενεστ.} (αρχαιοπρ.): τραγουδώ: (ειρων.) Λαϊκοί τραγουδιστές που ~ουν παράφωνα. ● ΦΡ.: (των οικιών υμών εμπιπραμένων) υμείς άδετε: (ειρων.) για όσους αδιαφορούν ή ασχολούνται με επουσιώδη ζητήματα, ενώ πρέπει να λύσουν σοβαρά προβλήματα. Πβ. εδώ ο κόσμος χάνεται/καίγεται, περί άλλα τυρβάζει. [< αρχ. ᾄδω]
αεροβατώ [ἀεροβατῶ] α-ε-ρο-βα-τώ ρ. (αμτβ.) {αεροβατ-είς ... | μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} 1. (μτφ.) ζω στον κόσμο μου, είμαι εκτός πραγματικότητας: Μην ~είς, δεν θ' αλλάξουν όλα από αύριο το πρωί! Πβ. αιθερο-, ονειρο-βατώ.2. (σπάν.-κυριολ.) περπατώ στον αέρα: Σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας οι αστροναύτες ~ούν. [< 2: αρχ. ἀεροβατῶ]
αινώ [αἰνῶ] αι-νώ ρ. (μτβ.) {μόνο στον ενεστ.} (αρχαιοπρ.): ΕΚΚΛΗΣ. εξυμνώ, δοξολογώ: ~είτε τον Κύριον. [< αρχ. αἰνῶ]
αισχύνομαι [αἰσχύνομαι] αι-σχύ-νο-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κυρ. στον ενεστ.} (απαιτ. λεξιλόγ.) : ντρέπομαι: Δεν ~εται να λέει ψέματα; Θα έπρεπε να ~ονται για τις πράξεις τους. [< αρχ. αἰσχύνομαι]
αιτιώμαι [αἰτιῶμαι] αι-τι-ώ-μαι ρ. (μτβ.) {αιτι-άται, -ώμενος, μόνο στον ενεστ.} (επίσ.): θεωρώ, κατηγορώ κάποιον/κάτι ως υπεύθυνο για κάτι δυσάρεστο, μέμφομαι: Ο προσφεύγων ~άται ότι υπήρξε θύμα εκμετάλλευσης. Τα πλημμελή μέτρα ασφαλείας ~ώνται οι εμπειρογνώμονες για το ατύχημα. [< αρχ. αἰτιῶμαι]
ακινητώ [ἀκινητῶ] α-κι-νη-τώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ακινητ-εί· μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (σπάν.-λόγ.): βρίσκομαι ή θέτω κάποιον ή κάτι σε ακινησία: Τα μηχανήματα ~ούν (ΑΝΤ. κινούνται).|| (μτφ.) Ο χρόνος φαίνεται ν' ~εί. [< αρχ. ἀκινητῶ]
ακκίζομαι [ἀκκίζομαι] ακ-κί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {συνήθ. στο γ' πρόσ., μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. συμπεριφέρομαι με φιλαρέσκεια, καμαρώνω προκλητικά: ~εται στις κάμερες/στο σανίδι. ~εται κοιτώντας το πρόσωπό της στον καθρέφτη. ~ονται ως γνήσιοι τάχα εκφραστές της προόδου. ΣΥΝ. ναρκισσεύομαι 2. (συνήθ. για γυναίκα) κάνω καμώματα, νάζια συνήθ. ερωτικά: Της αρέσει να φλερτάρει και να ~εται. Πβ. χαϊδεύομαι. [< αρχ. ἀκκίζομαι]
ακομπανιάρω [ἀκομπανιάρω] α-κο-μπα-νιά-ρω ρ. (μτβ.) {συνήθ. στον ενεστ., σπάν. ακομπανιάρι-σε}: ΜΟΥΣ. συνοδεύω με όργανο μια μελωδία (σολίστα ή τραγουδιστή): Τους ~ει ακορντεόν/κιθάρα/λαγούτο. [< ιταλ. accompagnare]
ακροβατώ [ἀκροβατῶ] α-κρο-βα-τώ ρ. (αμτβ.) {ακροβατ-είς ..., -ώντας· μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} 1. (μτφ.) κάνω κάτι επικίνδυνο ή/και παράτολμο, προσπαθώντας παράλληλα να ισορροπήσω μεταξύ δύο αντίθετων καταστάσεων: ~εί ανάμεσα σε δύο σχέσεις/μεταξύ τρέλας και λογικής. ~ούσαν στην κόψη του ξυραφιού. Πβ. ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω.2. εκτελώ ακροβατικές ασκήσεις, κάνω ακροβασίες: Ο σχοινοβάτης ~ούσε με προσεκτικές κινήσεις. [< μτγν. ἀκροβατῶ ‘περπατώ στις μύτες των ποδιών, επιδίδομαι σε αναρρίχηση’]
αγαλλιάζω
αγαλλιάζω [ἀγαλλιάζω] α-γαλ-λι-ά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγαλλία-σα} & αγαλλιώ, (εσφαλμ.) αγαλιάζω (λόγ.-λογοτ.): προκαλώ ή αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: ~ στην απαράμιλλη θέα. ~ει η καρδιά/ο νους/η ψυχή. ~σε με τα λόγια του. Ανθισμένα φυτά/τραγούδια που σε ευχαριστούν και σε ~ουν. ΣΥΝ. αναγαλλιάζω, ευφραίνομαι ● ΦΡ.: χαίρετε και αγαλλιάσθε βλ. χαίρω [< μεσν. αγαλλιάζω]
-φέρνω
-φέρνω β' συνθετικό ρημάτων που 1. δηλώνει ότι το υποκείμενο μοιάζει με ό,τι περιγράφει το α' συνθετικό: μεγαλο~/χαζο~.2. εκφράζει τη σημασία του φέρνω: γυρο~/κατα~/ξανα~/πηγαινο~/πολυ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.