Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1493 εγγραφές  [0-20]


  • -ειδής , ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
  • -ικός3 , ή, ό επίθημα ουσιαστικοποιημένων επιθέτων για δήλωση 1. συγκεκριμένης ή αφηρημένης οντότητας: ανταλλακτ-ικό/διαλυτ~/τροφοδοτ~. Διατακτ-ική/εντατ~. 2. επιστήμης, γνώσης, τέχνης: αρχιτεκτον-ική/ζωγραφ~/πληροφορ~/φυσ~.|| Μαθηματ-ικά. 3. περιληπτικής έννοιας: δυναμ-ικό/προσωπ~.|| Γυαλ-ικά/χρυσαφ~. 4. (κυρ. προφ.) ασθένειας: εντερ-ικά/στομαχ~. 5. (επιστ.) γένους ζώων: θηλαστ-ικά/τρωκτ~.
  • -ιο1 (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: (ως υποκ.:) αγαλμάτ~. Πβ. -ίδιο. Βλ. -άκι.|| (συνηθέστ. με απώλεια της υποκ. σημ.:) Γραμμάτ~/παίγν~ (πβ. -ίδι)/πινάκ~. Βλ. -άριο.|| (για την απόδοση ξένων επιστ. όρων:) (ΒΙΟΛ.) Βακτήρ~. (ΧΗΜ.) Αργίλ~/μαγγάν~/πυρίτ~/ράδ~.|| (σε γλωσσικά δάνεια:) Αρμόν~.
  • -κοσμος το ουσιαστικό κόσμος ως β' συνθετικό λέξεων για τη δήλωση 1. (περιληπτ.) πλήθους ανθρώπων με κοινά στοιχεία: γυναικό~/μαθητό~/νεαρό~/παιδό~/φοιτητό~ (πβ. -αριό). Πβ. -λόι, -μάνι. 2. οργανωμένου συνόλου: (επιστ.) βιό~/μακρό~/μικρό~.
  • -μέτρηση : το ουσιαστικό μέτρηση ως β' συνθετικό: (επιστ.) βυθο~ (πβ. -σκόπηση)/εμβαδο~/θερμο~/λιπο~ (βλ. -μετρητής)/ογκο~/σφυγμο~/φωτο~ (βλ. -μετρία)/χιλιο~/χρονο~ (βλ. -μετρο)/χωρο~/ωρο~.|| Φυλλο~.
  • αβαρής , ής, ές [ἀβαρής] α-βα-ρής επίθ. {αβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (επιστ.) 1. με ελάχιστο ή σχεδόν καθόλου βάρος: ~ής: ράβδος. ~ές: βέλος/ελατήριο/νήμα. ~ή: στοιχεία. Βλ. ελαφρύς. ΑΝΤ. βαρύς (1) 2. (σπάν.-μτφ.) που δεν έχει βαρύτητα, κύρος, σπουδαιότητα: ~είς: απόψεις. [< αρχ. ἀβαρής]
  • άβιος , α/ος, ο [ἄβιος] ά-βι-ος επίθ. (επιστ.): άψυχος, χωρίς ζωή: ~ος: κόσμος. ~α: ύλη. ~ο: περιβάλλον. ~α: όντα. Βλ. -βιος. ΑΝΤ. έμβιος [< αρχ. ἄβιος 'αφόρητος']
  • αβοκάντο [ἀβοκάντο] α-βο-κά-ντο ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΒΟΤ. ο αχλαδόσχημος καρπός του ομώνυμου τροπικού δέντρου (επιστ. ονομασ. Persea gratissima), που έχει βαθυπράσινη ή μαυριδερή φλούδα, μεγάλο κουκούτσι και μαλακή κιτρινοπράσινη ψίχα με βουτυρώδη γεύση: μους/σάλτσα ~. Δροσιστικό ντιπ/σαλάτα (με) ~ (βλ. γουακαμόλε). Γαλάκτωμα/λάδι ~. Βλ. ανανάς. [< αγγλ. avocado < ισπαν. aguacate < γλ. Nαχουάτλ των Αζτέκων āhuacatl ‘όρχις’, πβ. ιταλ. avocado, 1955]
  • αβοκέτα [ἀβοκέτα] α-βο-κέ-τα ουσ. (θηλ.): ΟΡΝΙΘ. σπάνιο είδος παρυδάτιου πουλιού (επιστ. ονομασ. Recurvirostra avosetta) με μακριά πόδια, ασπρόμαυρο φτέρωμα και μακρύ, κυρτό προς τα πάνω ράμφος. Βλ. -έτα, καλαμοκανάς, στεγανόποδα. [< ιταλ. avocetta, γαλλ. avocette]
  • αγαύη [ἀγαύη] α-γαύ-η ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. το φυτό αθάνατος: μπλε ~ (επιστ. ονομασ. A. tequilana). Βλ. σιζάλ, τεκίλα. [< αρχ. Ἀγαυή < ἀγαυός ‘επιφανής, λαμπρός’, αγγλ.-γαλλ. agave]
  • αγγειώδης , ης, ες [ἀγγειώδης] αγ-γει-ώ-δης επίθ. (επιστ.) 1. που αναφέρεται στα αιμοφόρα αγγεία των ανθρώπων και των ζώων ή στα αγγεία που μεταφέρουν τους χυμούς στα φυτά: ~εις σπίλοι στο πρόσωπο.|| (ΒΟΤ.) ~ης: ιστός. 2. (σπάν.) που είναι κοίλος σαν αγγείο: ~ης: κατασκευή. Βλ. -ώδης. ● ΣΥΜΠΛ.: αγγειώδης χιτώνας: ΑΝΑΤ. ο χιτώνας του ματιού που βρίσκεται μεταξύ του ινώδους και του αμφιβληστροειδούς. [< 1: γαλλ. vasculaire]
  • αγγελόψαρο [ἀγγελόψαρο] αγ-γε-λό-ψα-ρο ουσ. (ουδ.) ΙΧΘΥΟΛ. 1. ρίνα: ~ στον ατμό. 2. τροπικό ψάρι του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Pterophyllum scalare) με ριγωτό σώμα και πλατιά πτερύγια. 3. γενική ονομασία διαφόρων ειδών ψαριών των οικογ. Chaetodontidae και Ephippidae. Βλ. -ψαρο.
  • αγγουριά [ἀγγουριά] αγ-γου-ριά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. ποώδες φυτό (επιστ. ονομασ. Cucumis sativus) με καρπό το αγγούρι. Βλ. πικρ~. [< μεσν. αγγουρία]
  • αγιόκλημα [ἁγιόκλημα] α-γιό-κλη-μα ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) αιγόκλημα: ΒΟΤ. καλλωπιστικό αναρριχώμενο ή θαμνώδες φυτό με λευκά στην αρχή της άνθισης  και αργότερακιτρινωπά ευωδιαστά άνθη σε σχ΄ξμα σάλπιγγας (επιστ. ονομασ. Lonicera caprifolium, etrusca, japonica): Μοσχοβολά/φούντωσε τ' ~. Βλ. γιασεμί. [< μεσν. αγιόκλημα < αιγόκλημα, παρετυμολογική σύνδεση με το επίθ. άγιος]
  • αγκάθι [ἀγκάθι] α-γκά-θι ουσ. (ουδ.) {αγκαθ-ιού} 1. κάθε μυτερό και συνήθ. μικρό και σκληρό τμήμα φυτού, ζώου: δηλητηριώδες ~. ~ κάκτου/φραγκοσυκιάς. Μύτη ~ιού. Τρυπήθηκα από ~. Αγκινάρα/γιούκα με ~ια.|| ~ αστερία/αχινού/εντόμου (: κεντρί)/σκορπίνας/ψαριού (: κόκαλο). Βλ. α(γ)κίδα, ακάνθινο/αγκάθινο στεφάνι. 2. (μτφ.) οτιδήποτε αποτελεί εμπόδιο σε μια ομαλή συνήθ. κατάσταση: οικονομικό/πολιτικό ~. ~ στις διαπραγματεύεις/συνομιλίες/σχέσεις των δύο κρατών. Η ζήλια ~ στην καρδιά.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Πρόβλημα-~. 3. ΒΟΤ. διετής αγκαθωτή πόα που έχει φύλλα με οδοντωτές αποφύσεις και κατ' επέκτ. κάθε αγκαθωτό φυτό: Το ~ του Χριστού (= γκι). Το ~ της θάλασσας (επιστ. ονομασ. Eryngium maritimum). Δρόμος γεμάτος ~ια και ζιζάνια/τριβόλια. Βλ. γαϊδουράγκαθο. ● Υποκ.: αγκαθάκι (το) ● Μεγεθ.: αγκάθα (η) ● ΦΡ.: αγκάθια έχει ο κώλος σου; (αργκό): σε άτομο υπερκινητικό, που δεν κάθεται ήσυχα., ξυπόλυτος στ' αγκάθια (αργκό): για πρόσωπο που μπαίνει σε δοκιμασία ή επιχειρεί κάτι, συχνά επισφαλές ή επικίνδυνο, χωρίς εφόδια, προφυλάξεις ή κατάλληλη προετοιμασία: Βαδίζω/περπατώ/πορεύομαι/προχωρώ ~ ~. Πού πας ~ ~;, από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι απ' αγκάθι βγαίνει ρόδο βλ. ρόδο, δρόμος στρωμένος με αγκάθια βλ. στρώνω, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα βλ. κάρβουνο [< μεσν. αγκάθι]
  • αγκινάρα [ἀγκινάρα] α-γκι-νά-ρα ουσ. (θηλ.) & αγγινάρα: ΒΟΤ. πολυετές φυτό (επιστ. ονομασ. Cynara scolymus) που καλλιεργείται για τις εδώδιμες ταξιανθίες του με τα πολλά αλληλοκαλυπτόμενα, αιχμηρά φύλλα και (κυρ. συνεκδ.) η ίδια η ταξιανθία: άγρια (βλ. αγρι~)/ωμή ~. Καρδιές ~ας. (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ες αβγολέμονο/αλά πολίτα/στο λάδι/ογκρατέν. Κατσικάκι με ~ες. Βράζω/καθαρίζω/στραγγίζω τις ~ες. Τρίβετε καλά την καθαρισμένη ~ με λεμόνι, για να μη μαυρίσει. ● ΦΡ.: (έχει) καρδιά αγκινάρα (μτφ.-ειρων.): είναι ανοιχτόκαρδος, διαχυτικός, αγαπά ή ερωτεύεται εύκολα. [< γαλλ. (avoir un) cœur d΄ artichaut] [< μεσν. αγκινάρα]
  • αγκιστροειδής , ής, ές [ἀγκιστροειδής] α-γκι-στρο-ει-δής επίθ. (επιστ.): που έχει το σχήμα του αγκιστριού: ~ής: (ΙΑΤΡ.) απόφυση. ~ές: εργαλείο. ~είς: αγκύλες ({} = άγκιστρα, μύστακες). ~ή: μουσικά σημεία. Βλ. -ειδής. ΣΥΝ. αγκιστρωτός [< μτγν. ἀγκιστροειδής]
  • αγριαγκινάρα [ἀγριαγκινάρα] α-γρι-α-γκι-νά-ρα ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. αυτοφυής, εδώδιμη αγκινάρα με δύο είδη (επιστ. ονομασ. Cynara cardunculus, Cynara sibthorpiana). Βλ. κάκτος.
  • αγριάδα [ἀγριάδα] α-γρι-ά-δα ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα του άγριου, σκληρότητα: (για πρόσ.) Η ~ του βλέμματος. ~ στους τρόπους. Το θέμα δεν λύνεται με ~ες, φωνές και βία. (για επιφάνεια) Η ~ του ξύλου. (για τόπο) Η ~ του τοπίου. (για καιρικές συνθήκες) Η ~ της θάλασσας/του καιρού (ΣΥΝ. σφοδρότητα). Βλ. αγρίεμα, αγριότητα, -άδα. ΣΥΝ. τραχύτητα 2. ΒΟΤ. παρασιτικό χόρτο, ζιζάνιο ή αγριοβότανο (επιστ. ονομασ. Agropyrum repens). ΣΥΝ. αγριόχορτα, άγρωστη ● ΦΡ.: πουλάω αγριάδα/τσαμπουκά: παριστάνω τον άγριο, τον νταή. ΣΥΝ. πουλάω μαγκιά [< μεσν. αγριάδα]
  • αγριελιά [ἀγριελιά] α-γρι-ε-λιά ουσ. (θηλ.) & αγρελιά & αγριλιά: άγρια ελιά (επιστ. ονομασ. Olea oleaster) και συνεκδ. ο καρπός, το κλαδί ή το ξύλο της: στεφάνι από ~ (= κότινος). [< μεσν. αγριελία]

αγρίεμα

αγρίεμα [ἀγρίεμα] α-γρί-ε-μα ουσ. (ουδ.) {αγριέμ-ατος} 1. άγρια συμπεριφορά ή όψη που προκαλεί φόβο και συνεκδ. το ίδιο το αίσθημα φόβου: ~ στη ματιά (: βλοσυρότητα). ~ του σκύλου. Βλ. αγριάδα. 2. (μτφ.) επιδείνωση: (για καιρικές συνθήκες) ~ της θάλασσας/του καιρού.|| ~ της παγκόσμιας κρίσης. ΑΝΤ. γαλήνεμα 3. απόκτηση άγριας υφής, τραχύτητας: ~ σκυροδέματος/σοβά. Τρίψιμο και ~ επιφάνειας με γυαλόχαρτο.

-άκι

-άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.

ανανάς

ανανάς [ἀνανάς] α-να-νάς ουσ. (αρσ.) {ανανάδες}: ΒΟΤ. ποώδες τροπικό φυτό (επιστ. ονομασ. Ananassa sativa) με μεγάλα ξιφοειδή φύλλα που σχηματίζουν ρόδακα και ιδ. ο εδώδιμος καρπός του με χυμώδη, αρωματική, κίτρινη σάρκα, σκληρή αγκαθωτή κίτρινη-καφέ φλούδα και θύσανο από ακανθώδη φύλλα στην κορυφή του: ~ κονσέρβα. Τούρτα/χυμός ~ά. Βλ. τροπικά φρούτα. [< γαλλ. ananas]

-άριο

-άριο (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από ουσιαστικά: αλφαβητ~ (πβ.-άρι)/βιβλι~/δελτ~/δισκ~/πλοι~/σωλην~/ωρ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Ανθρωπ~/παιδ~ (πβ. -αρέλι).

-βιος

-βιος, α, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει το χρονικό διάστημα ή τη διάρκεια ζωής του προσδιοριζόμενου, το περιβάλλον ή τον τρόπο διαβίωσής του: ημερό~/νυκτό~.|| Αιωνό~/βραχύ~/ισό~/μακρό~.|| Αμφί~/λαθρό~/ορεσί~/υδρό~. Βλ. -φιλος, -χαρής.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αλητό~/μπαρό~/φυλακό~.

γαϊδουράγκαθο

γαϊδουράγκαθο γαϊ-δου-ρά-γκα-θο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. κοινή ονομασία διαφόρων ακανθωδών φυτών (οικογ. Compositae) με κίτρινα, κόκκινα ή μοβ άνθη που φυτρώνουν σε ακαλλιέργητα και άγονα μέρη. Βλ. κενταύριο. [< μεσν. γαϊδουράκανθον]

γιασεμί

γιασεμί για-σε-μί ουσ. (ουδ.) {γιασεμ-ιού}: ΒΟΤ. αναρριχώμενος, αειθαλής, καλλωπιστικός θάμνος (επιστ. ονομασ. Jasminum Gradiflorum) με πολύ αρωματικά, κυρ. λευκά άνθη, τα οποία χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία· συνεκδ. το αντίστοιχο άνθος. Βλ. αγιόκλημα, φούλι. ● Υποκ.: γιασεμάκι (το) [< μεσν. γιασεμί]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

ελαφρύς

ελαφρύς, ιά, ύ [ἐλαφρύς] ε-λα-φρύς επίθ. {ελαφρ-ύ κ. -ιού | -είς κ. -ιοί, (ουδ.) -ιά· θηλ. (λόγ.) -ά· ελαφρύτ-ερος, -ατος} & ελαφρός, ή, ό & (λαϊκό) αλαφρός ΑΝΤ. βαρύς 1. που έχει μικρό βάρος, που μεταφέρεται, σηκώνεται άνετα ή κινείται εύκολα: (συχνά με θετ. συνυποδ.) ~ύς: φακός/φορητός υπολογιστής. ~ιά: βιντεοκάμερα/τσάντα. ~ύ: αεροσκάφος/σακίδιο/φορτίο. ~ιές: αποσκευές. Ποδήλατο με ~ύ σκελετό. Σκάνερ ~ύ και πρακτικό. ~ύ και οικονομικό αυτοκίνητο. Το μικρότερο και ~ερο κινητό της αγοράς.|| (για πρόσ.) Ήμουν είκοσι κιλά πιο ~ (= αδύνατος). Είναι ~ιά σαν πούπουλο. Νιώθω ~ και ξεκούραστος (πβ. ευκίνητος). Να κοιμάστε με ~ύ στομάχι (: χωρίς να έχετε φάει πολύ).|| ~ύς: σιδηρόδρομος (βλ. τραμ).|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ύ: άρμα/(παλαιότ.) ιππικό (: με ~ύ οπλισμό).|| (ΧΗΜ-ΦΥΣ.) ~ιά: αέρια/μέταλλα (: με μικρό ειδικό βάρος).|| (κατ’ επέκτ.) ~ύ: τιμόνι (: εύκολο, άνετο στον χειρισμό).|| (μτφ.) ~ύ και κομψό σχέδιο (: απλό, απέριττο). 2. (ειδικότ. για ρούχα) λεπτός: ~ιά: κουβέρτα. ~ύ: μπουφάν/πάπλωμα. ΑΝΤ. χοντρός (2) 3. που χαρακτηρίζεται από μικρή ή μικρότερη (από την κανονική, επιθυμητή) ένταση ή δύναμη, που δεν είναι τόσο αισθητός· περιορισμένος, λίγος: ~ύ: άγγιγμα (πβ. απαλό, τρυφερό)/μασάζ/τρίψιμο/χτύπημα (ΑΝΤ. δυνατό). ~ιά κάμψη του αγκώνα/στροφή της κεφαλής. ~ύ τίναγμα των μαλλιών.|| ~ύς: άνεμος/χειμώνας (ΑΝΤ. δριμύς). ~ιά: βροχή (πβ. ασθενής, ψιλή)/ομίχλη/συννεφιά/χιονόπτωση. ~ύ: αεράκι (ΣΥΝ. ανάλαφρο, βλ. αύρα)/κύμα.|| ~ύς: αναστεναγμός/ήχος/φωτισμός. ~ιά: γεύση/οσμή (ΑΝΤ. οξεία). ~ύ: άρωμα (πβ. διακριτικό)/μαύρισμα/χρώμα (: παλ). (για συναίσθημα) ~ιά: ανησυχία.|| ~ιά: αύξηση/κλίση/μείωση. ~ύ: προβάδισμα. (ειδικότ., για εργασία) ~ύ: σκάλισμα (: επιφανειακό). Πβ. ανεπαίσθητος. ΑΝΤ. έντονος. 4. που χωνεύεται εύκολα ή γρήγορα, γενικότ. που έχει κάποια από τα συστατικά του σε μικρή σχετικά περιεκτικότητα: ~ιά: κουζίνα/σάλτσα. ~ύ: γεύμα/πιάτο. ~ιά: λάδια (βλ. ελαιόλαδο, βαμβακ-, ηλι-, σογι-έλαιο). Πβ. ευκολοχώνευτος, εύπεπτος. ΑΝΤ. δύσπεπτος.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~ύ: γάλα (: με χαμηλά λιπαρά, ημιάπαχο· βλ. άπαχο, πλήρες). ~ύ: γλυκό (ψυγείου).|| ~ύ: ποτό (: χωρίς πολύ αλκοόλ). ~ά: τσιγάρα. Καφές ~, φίλτρου. 5. (μτφ.) που είναι υποφερτός, που αντιμετωπίζεται με σχετική ευκολία: ~ύς: ερεθισμός/πονοκέφαλος/πυρετός/τραυματισμός (πβ. επιπόλαιος. ΑΝΤ. σοβαρός). ~ύ: διάστρεμμα/έγκαυμα/εγκεφαλικό/κρυολόγημα/πρήξιμο. ~ά (σπανιότ. ~ιά) συμπτώματα νόσου. 6. (μτφ.) που δεν είναι τόσο κουραστικός, δυσβάσταχτος: ~ιά: άσκηση/γυμναστική (πβ. ήπια)/εργασία. ~ύ: πρόγραμμα.|| ~ιά: ποινή/φορολογία. ~ύ: πρόστιμο. Πβ. ανεκτός. ΑΝΤ. επαχθής. 7. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη έντονου προβληματισμού ή βαθιάς σκέψης: ~ύ: ύφος. ~ά: θέματα. Η συζήτηση έγινε σε ευχάριστο και ~ύ κλίμα. 8. που γίνεται κατανοητός και γενικότ. δεκτός, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή ή προσπάθεια: ~ιά: μουσική (βλ. κλασική). ~ό/~ύ: θέατρο.|| (με αρνητ. συνυποδ.) ~ύ έργο, κατώτερο των προηγούμενων επιτυχιών του σκηνοθέτη. Βλ. εμπορικός. ● Υποκ.: ελαφρούτσικος , η, ο {κ. θηλ. -ια}: (συχνά για πρόσ.) αφελής, ελαφρόμυαλος. ● επίρρ.: ελαφρ(ι)ά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Κοιμάται (πβ. λαγοκοιμάται· ΑΝΤ. βαθιά)/τρώει ~. Ντύθηκα ~ (: με λεπτά ρούχα· ΑΝΤ. βαριά). Υποχώρησαν ελαφρά (= λίγο) οι τιμές. Είναι/νιώθει ~ώς (= κάπως) καλύτερα. Με τα γόνατα ~ώς λυγισμένα. ● ΣΥΜΠΛ.: ελαφρό τραγούδι: ΜΟΥΣ. κατηγορία τραγουδιών που καλλιεργήθηκαν κυρ. στον χώρο της επιθεώρησης και της οπερέτας και κυριάρχησαν τις δεκαετίες '40 και '50. Βλ. (αρχοντο)ρεμπέτικο, δημοτικό, (ελαφρο)λαϊκό, έντεχνο, μοντέρνο., ελαφρύς ύπνος 1. που διακόπτεται εύκολα: Κάνει ~ύ ~ο. ΑΝΤ. βαθύς. 2. ήσυχος: ~ ~, χωρίς έγνοιες. (ως ευχή) Καλό βράδυ και ύπνο ~ύ. , ελαφρά βιομηχανία βλ. βιομηχανία, ελαφρά όπλα βλ. όπλο, ελαφρών/μεσαίων (/μέσων)/βαρέων βαρών βλ. βάρος, ελευθέρων ηθών βλ. ήθος, μαλακά ναρκωτικά βλ. μαλακός ● ΦΡ.: (ας/να είναι) ελαφρύ/ελαφρό το χώμα που σε/τον σκεπάζει: ως ευχή που διατυπώνεται συνήθ. σε επικήδειο ή επιμνημόσυνο λόγο, για ανάπαυση του νεκρού: Aιωνία σου η μνήμη και ~ ~ που σε σκεπάζει. , το πήρε ελαφριά (προφ.): δεν έδωσε σημασία σε κάτι ή δεν στενοχωρήθηκε πολύ για αυτό. ΑΝΤ. το πήρε βαριά, (έχω) ελαφρύ χέρι βλ. χέρι, ελαφρά τη καρδία βλ. καρδιά, με ελαφριά (τη) συνείδηση βλ. συνείδηση [< αρχ. ἐλαφρύς, γαλλ. léger, αγγλ. light, γερμ. leicht]

-έτα

-έτα: κατάληξη για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: βεντ~/βιολ~/ετικ~/ζακ~/κασ~/κλακ~/κοκ~/κοτολ~/κροκ~/μακ~/μαριον~/μοτοσικλ~/μπαγκ~/ομελ~/οπερ~/παλ~/πλακ~/ρακ~/ροζ~/ρουκ~/ρουλ~/σιλου~/τουαλ~/τριπλ~/τρομπ~/φουρκ~.

κάκτος

κάκτος κά-κτος ουσ. (αρσ.): ΒΟΤ. κοινή ονομασία ποωδών δικοτυλήδονων φυτών με μεγάλη αντοχή στην ξηρασία, καθώς οι σαρκώδεις βλαστοί τους, που έχουν ποικίλα, συνήθ. περίεργα σχήματα, αγκάθια (αντί για φύλλα) και όμορφα λουλούδια, συγκρατούν μεγάλες ποσότητες νερού: οι ~οι της ερήμου. Βλ. κακτοειδή, καλλωπιστικά φυτά. ● Υποκ.: κακτάκι (το) [< γαλλ.-αγγλ. cactus < αρχ. ~ ‘αγριαγκινάρα’]

κάρβουνο

κάρβουνο κάρ-βου-νο ουσ. (ουδ.) 1. στερεό καύσιμο, κυρ. μαύρου χρώματος, που εξορύσσεται από τη γη ή παράγεται από την καύση οργανικών ουσιών: ορυκτό ~ (= γαιάνθρακας). Πβ. ξυλάνθρακας, ξυλο~, πετρο~. Βλ. μπρικέτα.|| Στάχτη από ~α (βλ. τέφρα). Τα τρένα κινούνταν με ~.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Μπριζόλες/παϊδάκια/ψάρια στα ~α (: σε ψησταριά με ~α). ΣΥΝ. άνθρακας (1) 2. είδος μολυβιού σχεδίασης από άνθρακα και συνεκδ. το αντίστοιχο σχέδιο: γόμα για ~.|| ~ σε μουσαμά. Βλ. κηρομπογιά, παστέλ. ● ΦΡ.: έγινε κάρβουνο (μτφ.-προφ.): κάηκε, απανθρακώθηκε: Το φαγητό στο φούρνο ~ ~ (= καρβούνιασε). Το κτίριο ~ ~ απ' τη φωτιά.|| Μην πλησιάσεις κοντά στα σύρματα, θα γίνεις ~!, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα & (σπάν.) στ' αγκάθια/στα καρφιά (μτφ.): αγωνιώ, ανυπομονώ: ~εται ~ ~ για να δει τι θα γίνει/μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα. Πβ. αδημονώ. [< γαλλ. être sur des charbons ardents/des épines] , καίει κάρβουνο/μαζούτ (μτφ.-ειρων.) 1. (για πρόσ.) αργεί να καταλάβει. Βλ. αργόστροφος. 2. κινείται με αργούς ρυθμούς: Η Υπηρεσία ~ ~., να καούν τα κάρβουνα! (προφ.): επιφωνηματικά όταν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση κεφιού, γλεντιού: Άντε ~ ~!, όχι άλλο κάρβουνο! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν αντέχει άλλο μια κατάσταση., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω [< 1: μεσν. κάρβουνο(ν) 2: γαλλ. charbon]

-μορφος

-μορφος, η, ο β' συνθετικό για τη δήλωση 1. ομοιότητας, κυρ. εξωτερικής: ανθρωπό-μορφος (βλ. -ειδής)/ζωό~/λεοντό~/τερατό~. 2. ιδιότητας, χαρακτηριστικού της μορφής: δύσ-μορφος/ομοιό~/πολύ~.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ερυθρό-μορφος/μελανό~ (αμφορέας).

ρόδο

ρόδο [ῥόδο] ρό-δο ουσ. (ουδ.) (λόγ.-λογοτ.): τριαντάφυλλο. ● ΣΥΜΠΛ.: ρόδο της ερήμου 1. ΒΟΤ. είδος αειθαλούς θάμνου (επιστ. ονομασ. Adenium obesum) που ανήκει στα παχύφυτα. 2. ΟΡΥΚΤ. ακανόνιστες πλάκες γύψου που μοιάζουν με τριαντάφυλλο. ● ΦΡ.: από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι απ' αγκάθι βγαίνει ρόδο (παροιμ.) 1. από κάτι θετικό μπορεί να προκύψει κάτι αρνητικό και αντίστροφα. 2. (ειδικότ.) από καλούς γονείς μπορεί να γεννηθούν κακά παιδιά και αντιστρόφως., έκοψε ρόδα μυρωμένα (παροιμιώδης έκφρ.): την κοπάνησε., Ρόδο (το) Αμάραντο βλ. αμάραντος [< 1: αρχ. ῥόδον]

σιζάλ

σιζάλ σι-ζάλ ουσ. (ουδ.) (το) {άκλ.}: υφαντική ύλη από τα ινώδη φύλλα του μεξικάνικου φυτού αγαύη: ναυτικά σχοινιά από ~.|| (κ. ως επίθ.) Σπάγγοι ~. Βλ. κάνναβη. [< γαλλ. sisal, 1906]

στρώνω

στρώνω στρώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έστρω-σα, στρώ-σω, -θηκα, -θώ, -μένος, στρών-οντας} 1. απλώνω ή διασκορπίζω κάτι σε μια επιφάνεια ή την καλύπτω με κάτι: ~ει το κρεβάτι (με σεντόνι)/το σπίτι (με χαλιά). ~σαν την πλατεία με πλάκες (πβ. επενδύω, επιστρώνω)/τον στίβο με τάπητα. (σε συνταγές) ~ετε το φύλλο στο ταψί. Ο δρόμος ~θηκε με άσφαλτο. ~μένο: χιόνι.|| Στρώσε μου δίπλα στο τζάκι (: για να κοιμηθώ). ΑΝΤ. ξεστρώνω 2. (μτφ.) (για μηχάνημα, κατάσταση ή όργανο) κάνω να λειτουργήσει σωστά ή αρχίζω να λειτουργώ ομαλά, παύω να εμφανίζω προβλήματα· (για πρόσ.) συμμορφώνω, διορθώνω ή συμμορφώνομαι, αποβάλλω κακές συνήθειες και συμπεριφορές: Μην τρέχεις, προτού ~σεις (= ροντάρεις) το αυτοκίνητο (: για καινούργιο όχημα, το οδηγώ σε χαμηλές στροφές, ώσπου να προσαρμοστεί ο κινητήρας). Λίγη σουπίτσα είναι ό,τι πρέπει, για να ~σει (= φτιάξει) το στομάχι. Μην ανησυχείς, θα ~σουν τα πράγματα. Κοιμήθηκα κι ~σα (= συνήλθα). Από αύριο ο καιρός θα ~σει (= θα βελτιωθεί. ΑΝΤ. θα χαλάσει, θα χειροτερέψει). Τελειώνοντας τη σχολή βρήκε ~μένη δουλειά (: εξασφαλισμένη, έτοιμη, σίγουρη). Έχει εργασία, σπίτι, οικογένεια: μια ~μένη ζωή. Πβ. διευθετώ, ομαλοποιώ.|| Είναι ανώριμη ακόμη, αλλά με τον καιρό θα ~σει. (απειλητ.-προφ.) Μωρέ, θα σας ~σω (: δείξω, τακτοποιήσω) εγώ! Πβ. τιθασεύω, φρονιμεύω, χαλιναγωγώ. 3. δίνω σε κάτι τη σωστή του μορφή, θέση, το ισιώνω, το τεντώνω, ώστε να εφαρμόζει καλά: ~σε (= έφτιαξε) τη φούστα της που είχε διπλώσει στο πλάι. Τεχνικές για να ~ει καλύτερα το κραγιόν/το μακιγιάζ. Όταν έχει υγρασία, τα μαλλιά μου δεν ~ουν με τίποτα. Το παντελόνι δεν σου ~ει καλά (= σακουλιάζει). ~μένη: πίστα (του σκι).|| (ΑΘΛ.) Από κόντρα σε αμυντικό η μπάλα ~θηκε στον ... (: βρέθηκε στην κατάλληλη θέση για σουτ). ● Παθ.: στρώνομαι (προφ.) 1. (μτφ.) ασχολούμαι με κάτι αποκλειστικά και με ένταση, αφοσιώνομαι: Με το που ήρθαν, ~θηκαν στο φαΐ. Άντε στρώσου να διαβάσεις! ΣΥΝ. πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι 2. κάθομαι, ξαπλώνω, βολεύομαι κάπου και παραμένω εκεί, προκαλώντας συνήθ. ενόχληση: ~θηκε στον καναπέ και τον πήρε ο ύπνος.|| (αρνητ. συνυποδ.) Τι ήρθες και μου ~θηκες (: θρονιάστηκες, καλο-, στρογγυλο-κάθισες) εδώ; ● ΦΡ.: δρόμος στρωμένος με αγκάθια (μτφ.): δύσκολη πορεία γεμάτη εμπόδια: Ο δρόμος της ανανέωσης είναι στρωμένος ~., όπως έστρωσε(ς)/στρώσει(ς), θα κοιμηθεί(ς)/θα πλαγιάσει(ς) (παροιμ.): οι συνέπειες που θα υποστεί(ς) θα είναι ανάλογες των πράξεών σου/(του). ΣΥΝ. ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, στρώνω το(ν) δρόμο (μτφ.-προφ.): προετοιμάζω μια κατάσταση, το έδαφος για κάτι: ~σε ~ για την άνοδο του ... στην εξουσία., το 'στρωσε (το χιόνι) (προφ.): καλύφθηκε η επιφάνεια του εδάφους με χιόνι: ~ ~ για τα καλά/μέσα σε μια νύχτα.|| Χιόνιζε όλο το πρωί, χωρίς να το στρώσει.|| (κατ' επέκτ.) ~ ~ στις στέγες των σπιτιών., βρήκε στρωμένο τραπέζι βλ. τραπέζι, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση, στρωμένος/σπαρμένος με ροδοπέταλα βλ. ροδοπέταλα, στρώνει το χαλί βλ. χαλί, στρώνω κάποιον/στρώνομαι στη δουλειά βλ. δουλειά, στρώνω κώλο/πισινό βλ. κώλος, στρώνω/βάζω (το) τραπέζι βλ. τραπέζι [< μεσν. στρώνω]

-ψαρο

-ψαρο: β' συνθετικό σε γενικές ονομασίες ψαριών: αγγελό~/γατό~/κοκκινό~/χρυσό~.|| Aφρό~/πατό~/πετρό~.|| Σκυλό~. Βλ. -πούλι.

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.