Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5608 εγγραφές  [0-20]


  • αβαντάρω [ἀβαντάρω] α-βα-ντά-ρω ρ. (μτβ.) {αβάνταρ-α κ. -ισα} (προφ.): ευνοώ, υποστηρίζω, προωθώ: ~ει τις αποφάσεις/τις επιλογές/τα σχέδια του συνεργάτη του. Οι θέσεις του ~άρουν το κόμμα/την κυβέρνηση. Ο πρόεδρος ~ε ανοιχτά/απροκάλυπτα/συστηματικά τους δικούς του σε βάρος των υπολοίπων. Η διαιτησία ~ισε τους γηπεδούχους. Πβ. πριμοδοτώ. [< ιταλ. avantare]
  • αβγατίζω [ἀβγατίζω] α-βγα-τί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αβγάτι-σα, (σπάν.) -στηκε} & αυγατίζω & αβγαταίνω (λαϊκό) 1. αυξάνω, πολλαπλασιάζω: ~ τα κέρδη/τα λεφτά/τον τζίρο. Δουλεύοντας σκληρά ~σε το βιος του. ΑΝΤ. ελαττώνω. 2. (στο γ' εν.) αυξάνεται: ~ει: το εισόδημα/η παραγωγή/η περιουσία/η συγκομιδή. ANT. λιγοστεύει, μειώνεται. [< μεσν. αβγατίζω]
  • αβγοκόβω [ἀβγοκόβω] α-βγο-κό-βω ρ. (μτβ.) {αβγοκο-μμένος, συνήθ. στον ενεστ.} & αυγοκόβω: προσθέτω σε φαγητό αβγολέμονο: ~ τους ντολμάδες/τη μαγειρίτσα. ~μμένη σάλτσα/σούπα. ~μμένο φρικασέ.
  • αγαλλιάζω [ἀγαλλιάζω] α-γαλ-λι-ά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγαλλία-σα} & αγαλλιώ, (εσφαλμ.) αγαλιάζω (λόγ.-λογοτ.): προκαλώ ή αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: ~ στην απαράμιλλη θέα. ~ει η καρδιά/ο νους/η ψυχή. ~σε με τα λόγια του. Ανθισμένα φυτά/τραγούδια που σε ευχαριστούν και σε ~ουν. ΣΥΝ. αναγαλλιάζω, ευφραίνομαι ● ΦΡ.: χαίρετε και αγαλλιάσθε βλ. χαίρω [< μεσν. αγαλλιάζω]
  • αγάλλομαι [ἀγάλλομαι] α-γάλ-λο-μαι ρ. (αμτβ.) {μόνο στο ενεστ. θ.} (λογοτ.): αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: Χαίρομαι και ~. ~εται (και σκιρτά) η ψυχή. ~ονται οι πιστοί. Βλ. αγαλλιάζω.|| (κάλαντα Χριστουγέννων) Οι ουρανοί ~ονται, χαίρει η κτίσις/η φύσις όλη. [< αρχ. ἀγάλλομαι]
  • αγανακτώ [ἀγανακτῶ] α-γα-να-κτώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγανακτ-είς, -ώντας | αγανάκτ-ησα, -ισμένος} & (προφ.) αγαναχτώ 1. (αμτβ.) αισθάνομαι αγανάκτηση, εξοργίζομαι: ~ με/για την αδικία/αχαριστία/προσβολή. ~ λόγω των λανθασμένων χειρισμών. ~ησα και του έβαλα τις φωνές. ~ησε γιατί/που δεν έπαιζε καλά η ομάδα. Η κοινή γνώμη έχει ~ήσει από την αδυναμία της Πολιτείας να ... Βλ. δυσανασχετώ.|| (μτβ.-σπανιότ.) Με ~ησε η αδιαφορία του για το μάθημα! 2. {κυρ. στον αόρ.} (συνεκδ.) δυσκολεύομαι, κοπιάζω για κάτι με αποτέλεσμα την έντονη δυσφορία: ~ησα (= δεινοπάθησα, είδα κι έπαθα) μέχρι να τον πείσω. [< αρχ. ἀγανακτῶ]
  • αγαντάρω [ἀγαντάρω] α-γα-ντά-ρω ρ. (μτβ.) {αγάνταρα κ. αγαντάριζα, αγαντάρισα} (λαϊκό) 1. ΝΑΥΤ. συγκρατώ, στηρίζω, πιάνω: ~ τους κάβους/το ρυμουλκό/το σκάφος. 2. (σπάν.) βαστώ, ανέχομαι, υπομένω. [< ιταλ. agguantare]
  • αγαπώ [ἀγαπῶ] α-γα-πώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αγαπ-άς, -ά κ. -άει ... | αγάπ-ησα, -ιέμαι, (σπάν. μτχ. -ώμενος), -ήθηκα, -ώντας, -ημένος} & αγαπάω 1. νιώθω αγάπη για κάποιον/κάτι: ~ τους γονείς/τα παιδιά μου. ~ά(ει) όλο τον κόσμο. Σ' ~ με όλη μου την καρδιά/πολύ/σαν τα μάτια μου. ~ τη ζωή/τη χώρα μου.|| (προφ.-ευχετ.) Να χαρείς ό,τι ~άς. ΑΝΤ. απεχθάνομαι, εχθρεύομαι, μισώ 2. είμαι ερωτευμένος με κάποιον: Την ~ά και θέλει να την παντρευτεί. Τον ~ησα (πβ. υπερ~) τρελά/με πάθος. 3. δείχνω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι, ασχολούμαι με αυτό: ~ά τα γράμματα/τον αθλητισμό. ~ά(ει) την περιπέτεια (= του αρέσει, τον γοητεύει). ● Παθ.: αγαπιέμαι: αποτελώ αντικείμενο αγάπης, εκτίμησης, θαυμασμού ή ερωτικού πόθου: Αγαπώ και ~. Hθοποιός/τραγουδιστής/εκπομπή που ~ήθηκε από πολύ κόσμο/από μικρούς και μεγάλους. ~ιούνται βαθιά/παράφορα/πραγματικά. ● ΦΡ.: αγάπα το(ν) φίλο σου με τα ελαττώματά του (παροιμ.): να είσαι ανεκτικός στις αδυναμίες του φίλου σου., αγαπά(ει) να: του αρέσει, συνηθίζει να: ~ ~ διαβάζει ποίηση/μαγειρεύει/με πειράζει., αγαπάτε αλλήλους (ΚΔ): προτροπή για αγάπη και ομόνοια., άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε (προφ.): όταν αποφεύγει κανείς να πει τη γνώμη του για ένα επίμαχο θέμα και συνήθ. στρέφεται σε κάτι άσχετο ή παραπλανητικό: Η απάντησή του στην ερώτησή μου ήταν ~ ~., αν αγαπάτε: (ανάμεσα σε κόμματα) αν θέλετε, αν προτιμάτε: Η εξουσία είναι, ~ ~, μια μορφή επιβεβαίωσης., όποιος αγαπά παιδεύει: η αγάπη μπορεί να γίνει βασανιστική, καταπιεστική., όπως αγαπάτε: (συνήθ. ως απάντηση σε ερώτημα) όπως θέλετε, όπως προτιμάτε: Θα πάμε με το αυτοκίνητο ή με το λεωφορείο; ~ ~., σ' αγαπάει η πεθερά σου (παλαιότ.): λέγεται όταν έρθει επισκέπτης στο σπίτι την ώρα του φαγητού, συχνά με περιπαικτική διάθεση, επειδή πριν από τον γάμο η πεθερά συνήθιζε να περιποιείται στο τραπέζι τον γαμπρό καλύτερα από όλους., αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη βλ. κλέφτης, δεν αγαπάει ούτε τ' άντερά του βλ. άντερο, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς! βλ. γουστάρω [< αρχ. ἀγαπῶ, γαλλ. aimer, αγγλ. love]
  • αγγαρεύω [ἀγγαρεύω] αγ-γα-ρεύ-ω ρ. (μτβ.) {αγγάρ-εψα, -εμένος}: αναθέτω σε κάποιον αγγαρεία: Τον ~εψα να με μεταφέρει/να μου ψωνίσει. [< μτγν. ἀγγαρεύω ‘στρατολογώ για μια υπηρεσία, εξαναγκάζω’]
  • αγγέλλω [ἀγγέλλω] αγ-γέλ-λω ρ. (μτβ.) {αγγέλ-θηκε, συνηθέστ. στον ενεστ.} (επίσ.-σπάν.): αναγγέλλω. Βλ. εξ~, προ~. [< αρχ. ἀγγέλλω]
  • αγγίζω [ἀγγίζω] αγ-γί-ζω ρ. (μτβ.) {άγγι-ξα, -χτηκε, -γμένος, αγγίζ-οντας} & (λόγ.) εγγίζω 1. φέρνω το χέρι μου, ιδ. τις άκρες των δαχτύλων, ή άλλο μέρος του σώματος σε φυσική επαφή με κάτι, ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο διάστημα: ~ (κάποιον) άθελά μου/στον ώμο. ~ τα πλήκτρα/τις χορδές. Δεν πρέπει να ~ουμε τα μάτια με άπλυτα χέρια. Μην τολμήσεις να με ~ξεις. Να καθαρίζετε αντικείμενα που ~ονται συχνά, όπως πόμολα! (ελλειπτ.) “Παρακαλώ μην ~ετε!" (ενν., π.χ., τα εκθέματα ενός μουσείου). Μαλλιά που ~ουν το (= ακουμπούν, πέφτουν στο) πρόσωπο/στέρνο/στήθος.|| Δεν την έχει ~ξει (: δεν έχει έλθει σε ερωτική επαφή μαζί της). 2. (μτφ.) πλησιάζω, προσεγγίζω, φτάνω κοντά σε ένα σημείο, επίπεδο, στόχο: Η επίδοσή σου ~ει το άριστα/τέλειο. Το θερμόμετρο/ο υδράργυρος ~ξε τους 40 βαθμούς Κελσίου. Η αποχή στις εκλογές ~ξε το ...%. (σε αγώνα μπάσκετ) Η διαφορά ~ξε τους 20 πόντους. Η ομάδα ~ξε τη νίκη. 3. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) (συνήθ. σε αρνητ. προτάσεις) αφήνει σημάδια: Δεν έχει αλλάξει, λες και ο χρόνος δεν τον ~ξε καθόλου. 4. (μτφ.) συγκινώ, γενικότ. επιδρώ στον εσωτερικό κόσμο (κάποιου): Βιβλίο/συγγραφέας που ~ει την καρδιά/τον νου/την ψυχή του αναγνώστη. Η ταινία ~ει το κοινό. Τραγούδια που ~ουν την ευαισθησία μας.|| Δεν με ~ουν (= πειράζουν) τα ειρωνικά/μικρόψυχα σχόλια. Ασύστολες κατηγορίες/χαλκευμένες συκοφαντίες που δεν μας ~ουν (= αφορούν). Πβ. ακουμπώ. 5. (σε αρνητ. προτάσεις) καταναλώνω κάτι: Δεν ~ξε το φαγητό. Πβ. γεύομαι. 6. σκαλίζω, ψάχνω, ψαχουλεύω: Μην ~εις τα πράγματά μου. 7. (μτφ.) θίγω, προσεγγίζω ένα θέμα, ένα ζήτημα: Βιβλίο που ~ει (= αφορά) πανανθρώπινα προβλήματα. Δεν σου επιτρέπω να ~εις προσωπικές υποθέσεις. ● ΦΡ.: αγγίζω τα όρια: πλησιάζω, προσεγγίζω: Η αδιαφορία τους ~ει ~ της αναισθησίας., αγγίζω τις ευαίσθητες χορδές (κάποιου): κεντρίζω, ερεθίζω την ευαισθησία του: Στίχοι/συγκροτήματα που ~ουν ~ του ακροατή., δεν άγγιξα/δεν πείραξα ούτε τρίχα βλ. τρίχα [< μτγν. ἐγγίζω, μεσν. αγγίζω, γαλλ. toucher]
  • αγιάζω [ἁγιάζω] α-γιά-ζω & (επίσ. σ-γι-ά-ζω) ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αγία-σα (λαϊκό) άγιασα, αγιά-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (μτβ.) (για κληρικό) ραντίζω με αγιασμένο νερό, ευλογώ με κατάλληλες ευχές: Τα Θεοφάνεια οι ιερείς ~ουν τα νερά. Ο παπάς ~σε το αυτοκίνητο/τα κόλλυβα/το σπίτι. ~στηκε το πρόσφορο. Βλ. εξ~. ΣΥΝ. καθαγιάζω 2. (αμτβ.) γίνομαι, αναγνωρίζομαι ως άγιος: ~σε με τον βίο και τον μαρτυρικό του θάνατο. Ασκήτεψε και ~σε (= αγιοποιήθηκε).|| (μτφ.) Κανένας δεν ~σε στον τόπο του (: δεν αναγνωρίστηκε η αξία του). Με τα λόγια κανείς ποτέ δεν ~σε! (: οι πράξεις έχουν βαρύνουσα σημασία). ● ΦΡ.: γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου!: ως έκφραση επιδοκιμασίας για κάτι που είπε κάποιος., και να θες ν' αγιάσεις (δεν σ' αφήνει/δεν μπορείς) (εμφατ.): σε περιπτώσεις που ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση ενοχλεί και σκανδαλίζει τους άλλους, κάνοντάς τους να παρεκτρέπονται: Με τόσους πειρασμούς και να θες ν' αγιάσεις, δεν μπορείς., ν' αγιάσεις (σπάν.-λαϊκό): ως παράκληση ή έντονη προτροπή, για να πει ή να κάνει κάποιος κάτι: Πες μου, ~ ~, έχω δίκιο ή όχι; Άντε μπράβο ~ ~, κάνε αυτό που σου λέω. Πβ. να σε χαρώ/να χαρείς., ν' αγιάσουν τα κόκαλά του/τα πεθαμένα σου/τα χέρια τους/τα χώματα που κείτεται: ως έκφραση επιδοκιμασίας για κάτι που συνέβη ή ως προτροπή, για να γίνει κάτι. Πβ. να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου., σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος μένει προκλητικά αδιάφορος σε εχθρικές ενέργειες, σκύβει υποτακτικά το κεφάλι ή υποβάλλεται σε κάποια άσκοπη θυσία., ο σκοπός αγιάζει τα μέσα βλ. σκοπός ● βλ. αγιασμένος [< μτγν. ἁγιάζω]
  • αγιογραφώ [ἁγιογραφῶ] α-γι-ο-γρα-φώ ρ. (μτβ.) {αγιογραφ-εί ... | αγιογράφ-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος} 1. ζωγραφίζω εικόνες Αγίων ή παραστάσεις της θρησκευτικής ζωής ή διακοσμώ ναούς με αυτές: ~εί με βυζαντινή τεχνοτροπία. Ο τρούλος ~ήθηκε με προφήτες και ευαγγελιστές. ~ημένη: αψίδα/εκκλησία. ~ημένο: τέμπλο. ~ημένα: βημόθυρα. Βλ. -γραφώ. ΣΥΝ. ανιστορώ (2), ιστορώ (1) 2. (σπάν.-μτφ.) επαινώ υπερβολικά: Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ~ούν την πολιτική του.
  • αγιοποιώ [ἁγιοποιῶ] α-γι-ο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {αγιοποι-εί, -ώντας | αγιοποί-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} 1. ΕΚΚΛΗΣ. ανακηρύσσω επισήμως κάποιον ως Άγιο: ~ήθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Βλ. -ποιώ. 2. (μτφ.) αποδίδω υπερβολικές αρετές, εξιδανικεύω κάποιον ή κάτι: ~ούν το κέρδος. Οι οπαδοί του τον ~ησαν (= τον αποθέωσαν). ~ημένος: ήρωας. ΑΝΤ. δαιμονοποιώ [< μεσν. αγιοποιώ, γαλλ. sanctifier]
  • αγκαζάρω [ἀγκαζάρω] α-γκα-ζά-ρω ρ. (μτβ.) {αγκάζαρα κ. αγκαζάρι-σα, -σμένος} (λαϊκό): εξασφαλίζω εκ των προτέρων τη δέσμευση, υπόσχεση ή συγκατάθεση κάποιου, κλείνω κάτι: ~ ένα συγκρότημα/ταξί/τραπέζι (= κάνω κράτηση). Με νίκη ~ουν σίγουρα τη δεύτερη θέση. Η θέση είναι ~σμένη (= καπαρωμένη, πιασμένη).
  • αγκαλιάζω [ἀγκαλιάζω] α-γκα-λιά-ζω ρ. (μτβ.) {αγκάλια-σα, -στηκε, -σμένος, αγκαλιάζ-οντας} 1. παίρνω, βάζω, κλείνω κάποιον ή κάτι στην αγκαλιά μου: ~ τα παιδιά μου. ~ το μαξιλάρι.|| (μεσοπαθ.) ~ονται και φιλιούνται. ~ονται με πάθος/με συγκίνηση. ~στηκαν θερμά/σφιχτά. Κοιμήθηκαν/ξύπνησαν/περπατούσαν ~σμένοι. ~σμένα: ζευγάρια/παιδιά/σώματα. 2. (στο γ' πρόσ.-μτφ.) περικλείει, περιτριγυρίζει: Τα βουνά ~ουν το χωριό. Το βλέμμα/μάτι ~ει τον χώρο. Η παραλία ~εται (: περιβάλλεται) από βράχια. 3. (στο γ' πρόσ.-μτφ.) περιλαμβάνει, καλύπτει· αφορά: Πόλη που ~ει όλες τις μορφές τέχνης.|| Το οικολογικό πρόβλημα ~ει ολόκληρο τον πλανήτη. 4. στηρίζω, υποστηρίζω, βοηθώ: Οι οπαδοί της ομάδας ~ουν την προσπάθεια των παικτών. Το κοινό τον ~σε με ενθουσιασμό/θέρμη. Οι πολίτες ~σαν (: ασπάστηκαν, υιοθέτησαν) την ιδεολογία/πολιτική του. Θεσμοί που ~στηκαν (: έγιναν αποδεκτοί) από τον λαό. 5. (στο γ' πρόσ.-μτφ.) είναι ή βρίσκεται πολύ κοντά: Ομάδα που ~ει το κύπελλο (: είναι πολύ κοντά στην κατάκτησή του). ● Παθ.: αγκαλιάζομαι {στον αόρ.} (σπάν.-μτφ.-οικ.): συγκρούομαι: ~στηκαν αστυνομικοί με αναρχικούς. [< μεσν. αγκαλιάζω, γαλλ. embrasser]
  • αγκιστρώνω [ἀγκιστρώνω] α-γκι-στρώ-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγκίστρω-σα, -θηκε, -μένος} ΑΝΤ. απαγκιστρώνω 1. στερεώνω κάτι συνήθ. σε άγκιστρο ή με αυτό: ~ τον κρίκο στον γάντζο (πβ. γαντζώνω).|| Μηχανισμός που ~ει σε δύο θέσεις. Το μικρόφωνο ~ει πάνω στο ρούχο.|| (μτφ.) ~ (: προσελκύω, τραβώ) τον αναγνώστη/την προσοχή (κάποιου). 2. τοποθετώ αγκίστρι στην πετονιά ή πιάνω με το αγκίστρι: ~ ψάρια.|| ~ (= δολώνω) την πετονιά με γαρίδα. ● Παθ.: αγκιστρώνομαι: (μτφ.) προσκολλώμαι σε κάποιον ή κάτι: ~θηκαν στην εξουσία/στον πλούτο (πβ. γαντζώνομαι, εξαρτώμαι). Έχει ~θεί σε παρωχημένα συνθήματα. ~μένος πάνω μου/στα αξιώματα.|| Οι ιοί ~ονται πάνω στο κύτταρο. [< μτγν. ἀγκιστρῶ]
  • αγκομαχώ [ἀγκομαχῶ] α-γκο-μα-χώ ρ. (αμτβ.) {αγκομαχ-άς ..., -ώντας | αγκομάχ-ησε, -ήσει} & αγκομαχάω 1. (για άνθρωπο ή ζώο) ανασαίνω με δυσκολία, λαχανιάζω: ~ούσαν από την πεζοπορία. Έβηχε και ~ούσε. Έτρεξαν, ίδρωσαν, ~ησαν.|| Το γαϊδούρι ~ούσε από το βαρύ φορτίο. 2. βογκώ, αναστενάζω και κατ' επέκτ. δυσκολεύομαι να τα βγάλω πέρα, υποφέρω: (μτφ.) ~ούν για να τα καταφέρουν/ξεπεράσουν την ύφεση. Ο λαός ~ούσε κάτω από τον τυραννικό ζυγό. Η ομάδα ~ησε να πάρει την πρόκριση.|| Η οικονομία της χώρας ~εί. 3. (μτφ.) (κυρ. για μηχανές) κάνω δυνατό θόρυβο λόγω πίεσης ή προβληματικής λειτουργίας: Το σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο ~ούσε στην ανηφόρα. 4. (σπάν.) (για ετοιμοθάνατο) χαροπαλεύω. Βλ. -μαχώ. [< μεσν. αγκομαχώ]
  • αγκυλώνω [ἀγκυλώνω] α-γκυ-λώ-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγκύλ-ωσα, -θηκα, -μένος, -οντας} 1. τσιμπώ, τρυπώ με κάτι αιχμηρό ή ενοχλητικό: Η τριανταφυλλιά ~ει (με τα αγκάθια της). Αυτό το πουλόβερ με ~ει. ~θηκα με τη βελόνα. Πάτησε αχινό και ~θηκε. 2. (μτφ.) σταματώ κάθε εξέλιξη, ακινητοποιώ: Η γραφειοκρατία ~ει κάθε προσπάθεια για εξυγίανση. ~θηκε στους δογματισμούς του παρελθόντος. ~μένο: σύστημα. ~μένα: μυαλά. (Παρα)μένει ~μένος/~μένη σε προκαταλήψεις. Πβ. καθηλώνω. 3. (μτφ.-λογοτ.) πληγώνω: Τα άδικα λόγια σου με ~ουν. ● Μτχ.: αγκυλωμένος , η, ο: ΙΑΤΡ. που έχει υποστεί αγκύλωση, ακαμψία: ~α: άκρα. [< μεσν. αγκυλώνω]
  • αγκυροβολώ [ἀγκυροβολῶ] α-γκυ-ρο-βο-λώ ρ. (αμτβ.) {αγκυροβολ-εί ...| αγκυροβόλ-ησα, -ημένος}: σταθεροποιώ, ακινητοποιώ ένα πλεούμενο ρίχνοντας άγκυρα· γενικότ. αράζω: Ο στόλος ~ησε (= προσορμίστηκε) ανοιχτά της Κρήτης/στο λιμάνι (= ελλιμενίστηκε)/σε ορμίσκο. ~ημένη: θαλαμηγός. ~ημένο: σκάφος. ΑΝΤ. βιρ-, σαλπ-άρω.|| (μτφ.) Μετά τις περιπέτειές του ~ησε στο πατρικό του σπίτι. Βλ. -βολώ. [< αρχ. ἀγκυροβολῶ]

αγαλλιάζω

αγαλλιάζω [ἀγαλλιάζω] α-γαλ-λι-ά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγαλλία-σα} & αγαλλιώ, (εσφαλμ.) αγαλιάζω (λόγ.-λογοτ.): προκαλώ ή αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: ~ στην απαράμιλλη θέα. ~ει η καρδιά/ο νους/η ψυχή. ~σε με τα λόγια του. Ανθισμένα φυτά/τραγούδια που σε ευχαριστούν και σε ~ουν. ΣΥΝ. αναγαλλιάζω, ευφραίνομαι ● ΦΡ.: χαίρετε και αγαλλιάσθε βλ. χαίρω [< μεσν. αγαλλιάζω]

αγιασμένος

αγιασμένος, η, ο [ἁγιασμένος] α-γι-α-σμέ-νος & α-για-σμέ-νος επίθ.: που έχει αγιαστεί, εξαγνιστεί: ~ος: γέροντας/τόπος. ~η: ζωή/μορφή. ~ο: λάδι/λείψανο/νερό/σώμα της Εκκλησίας. ~α: οστά. Ο ~/(λόγ.) ηγιασμένος άρτος/οίνος (: της Θείας Κοινωνίας). ~ο να 'ναι τ’ όνομά του! Βλ. ευλογημένος, προηγιασμένος. ● ΣΥΜΠΛ.: άγια χώματα βλ. άγιος ● βλ. αγιάζω

άντερο

άντερο [ἄντερο] ά-ντε-ρο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό.-προφ.): έντερο. ● ΦΡ.: βγάζει τ' άντερά του (μτφ.): κερδίζει πολλά χρήματα., δεν αγαπάει ούτε τ' άντερά του (μειωτ.): δεν νοιάζεται για κανένα, είναι σκληρός και ανελέητος: Μην περιμένεις τίποτα από δαύτον! Αυτός ~ ~!, δεν μου έμεινε άντερο (μτφ.): γέλασα υπερβολικά. Πβ. πεθαίνω, ξεκαρδίζομαι στα γέλια., λάδωσε/λίγδωσε τ' άντερο/τ' αντεράκι (κάποιου) (μτφ.): χόρτασε ή απόκτησε υλικά αγαθά., στριμμένο άντερο (μειωτ.): άνθρωπος ιδιότροπος, στρυφνός. Πβ. ανάποδος, κέρατο., του βγάζω τ' άντερα (μτφ.) 1. ξεκοιλιάζω, μαχαιρώνω, σκοτώνω: (απειλητ.) Να του πεις πως, αν τον δω, θα του βγάλω ~! 2. (σπάν.) ξεχαρβαλώνω, χαλάω κάτι: Προσπάθησε να φτιάξει το ραδιόφωνο και του έβγαλε ~!, βγάζω/ξερνώ τ' άντερά μου βλ. ξερνώ, μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα βλ. γυρίζω, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας [< μεσν. άντερο(ν)]

-βολώ

-βολώ & -βολάω: επίθημα ρημάτων που δηλώνει 1. (επιτατ.) σταθερό χαρακτηριστικό ή επαναλαμβανόμενη ενέργεια: μοσχο~/σπινθηρο~/φεγγο~/φωτο~.|| Γεννο~. 2. ρίψη, πέταγμα: αγκυρο~/πετρο~/πυρο~. Βλ. -βολία, -βόλος.

γουστάρω

γουστάρω γου-στά-ρω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γούσταρ-α κ. γουστάρ-ιζα, γουστάρ-ισα, -οντας} & (σπάν.) γουστέρνω (λαϊκό): μου προκαλεί ευχαρίστηση, μου αρέσει: ~ τα ταξίδια. ~ (πολύ) που κερδίσαμε (= ευχαριστιέμαι, χαίρομαι). ~ει να διαβάζει βιβλία (= τη βρίσκει). Δεν ~ να μου λες τι να κάνω/να τον βλέπω. Δεν ~ πάρε-δώσε/παρτίδες μαζί του. Έλα, όποτε ~εις (= θέλεις, επιθυμείς). Κάνει ό,τι (του) ~ει (= ό,τι του κάνει κέφι, ό,τι του καπνίσει). (νεαν. αργκό) -Λέμε να πάμε για καφέ, θα έρθεις; -Δεν ~.|| (για πρόσ.) Δεν τον ~ καθόλου (= δεν τον πάω). Τη ~ει (: ενν. ερωτικά). ● ΦΡ.: (κι) άμα σου γουστάρει/άμα γουστάρεις!: (ως κατηγορηματική δήλωση) είτε σου αρέσει είτε όχι: Εγώ πάντως θα πάω κι ~ ~!, έτσι γουστάρω/έτσι μου γουστάρει (προφ.): για να δηλώσει κάποιος ρητά πως θα κάνει αυτό που θέλει: Εγώ ~ ~ και σ' όποιον αρέσει! Φεύγω, επειδή ~ ~!, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς! (εμφατ.): ό,τι θες, ό,τι σου αρέσει: Κάνε ~ ~! [< ιταλ. gustare]

-γραφώ

-γραφώ επίθημα ρημάτων με τη σημασία 1. γράφω, συντάσσω: δακτυλο~/πλαστο~/τηλε~. Aρθρο~/βιο~/λεξικο~/λημματο~/λιβελο~/συνταγο~/χαρτο~.|| (σπανιότ. καταχωρώ:) Καταλογο~/πολιτο~. 2. εγγράφω, αποτυπώνω: βιντεο~/ηχο~/φιλμο~/φωτο~.|| Ακτινο~. 3. σχεδιάζω, ζωγραφίζω, φιλοτεχνώ: αγιο~/εικονο~/σκηνο~/τοιχο~.|| Χορο~. 4. (μτφ.) προσδιορίζω, περιγράφω τα βασικά χαρακτηριστικά: σκια~/ψυχο~.

δυσανασχετώ

δυσανασχετώ [δυσανασχετῶ] δυ-σα-να-σχε-τώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {δυσανασχετ-είς ...| δυσανασχέτ-ησα, -ώντας} (λόγ.): εκδηλώνω δυσαρέσκεια για κάτι: ~εί με τις εξελίξεις/τα μέτρα. Περίμενε υπομονετικά, χωρίς να ~εί. Πβ. αγανακτώ, βαρυγκομώ, διαμαρτύρομαι, δυσφορώ. [< αρχ. δυσανασχετῶ]

κλέφτης

κλέφτης κλέ-φτης ουσ. (αρσ.) {κλεφτ-ών} & κλέπτης, κλέφτρα (η) 1. πρόσωπο που κλέβει: επαγγελματίας ~. ~ αυτοκινήτων/έργων τέχνης/κινητών. Κύκλωμα/συμμορία ~ών. Πιάστηκε/συνελήφθη ο ~. Μπήκαν ~ες στο μαγαζί/σπίτι. Πβ. διαρρήκτης, ληστής. Βλ. αρχι~, ζωο~.|| Προσέξτε μη σας γελάσουν, είναι ~ες (= απατεώνες, λωποδύτες)!|| (μτφ.) ~ της καρδιάς (βλ. καρδιοκλέφτρα). 2. ΙΣΤ. {συνήθ. στον πληθ.} μέλος ανυπότακτων ορεσίβιων ομάδων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της αντίστασης κατά των Τούρκων: ~ες κι αρματολοί. Το λημέρι των ~ών. Βλ. πρωτο~. 3. ΒΟΤ. σπόρος με λεπτά και λευκά νημάτια που μεταφέρεται σε μεγάλη απόσταση από τον αέρα. ● Υποκ.: κλεφταράκος & κλεφτάκος (ο) ● Μεγεθ.: κλεφταράς & (σπάν.) κλέφταρος (ο) (επιτατ.) ● ΦΡ.: αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη (παροιμ.): αυτός που έχει αδικηθεί, θα βρει τελικά το δίκιο του., κλέφτες κι αστυνόμοι: παιδικό ομαδικό παιχνίδι, κυνηγητό., μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε (παροιμ.): έρχεται η στιγμή που οι απατεωνιές, οι κλεψιές κάποιου αποκαλύπτονται., ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται (παροιμ.): όποιος κλέβει ή λέει ψέματα, πολύ σύντομα αποκαλύπτεται., σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης (προφ.): αθόρυβα, χωρίς να τον πάρουν είδηση, κρυφά: Έφυγε ~ ~. Πβ. στα κλεφτά., φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί/για να φύγει ο νοικοκύρης (παροιμ.): για κάποιον που, ενώ φταίει, προσπαθεί να ρίξει τις ευθύνες σε όσους υφίστανται τις πράξεις του., κλειδώνω (κι) αμπαρώνω και ο κλέφτης είναι μέσα/τον κλέφτη βρίσκω μέσα βλ. αμπαρώνω [< μεσν. κλέφτης]

-μαχώ

-μαχώ & -μαχάω: επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μάχομαι με συγκεκριμένο μέσο ή τρόπο ή εναντίον αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ξιφο~/πυγ~.|| (κατ' επέκτ.) Λογο~.|| Μονο~/συμ~/φυγο~.|| (μτφ.) Σκια~. 2. (μτφ.) προσπαθώ πολύ, παλεύω: αγκο~/ψυχο~.

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

σκοπός

σκοπός σκο-πός ουσ. (αρσ.) 1. ό,τι επιχειρεί να πετύχει κάποιος· ο λόγος για τον οποίον υπάρχει ή γίνεται κάτι: αναπτυξιακός/ανθρωπιστικός/αντικειμενικός/βασικός/διαφημιστικός/διδακτικός/εθνικός/ειδικός/ειρηνικός/ερευνητικός/ευγενής/θεραπευτικός/θετικός/ιδρυτικός/ιερός/καταστατικός/κοινωνικός/κοινωφελής/παιδαγωγικός/πρακτικός/σταθερός/στρατηγικός/υπέρτατος/ψυχαγωγικός ~. ~ της λειτουργίας (ενός γραφείου)/του συνεδρίου/της υπηρεσίας. Επιδίωξη/επίτευξη/ευόδωση/πραγματοποίηση του ~ού. Για/προς αυτό(ν) το(ν) ~ό. Αγωνίζονται για έναν κοινό ~ό. Μέτρα με ~ό να αντιμετωπιστεί η ανεργία. Με συγκεκριμένο ~ό. Περιπλανιέται χωρίς ~ό. Δεν έχω ~ό να προσβάλω κανέναν. ~ είναι να διασφαλιστεί η διαφάνεια (πβ. ζητούμενο, θέμα). Θυσιάζομαι/παλεύω για έναν ~ό. Κάνω κάτι για/με καλό ~ό. Λεπτομέρεια που εξυπηρετεί έναν ~ό. ~οί και κίνητρα/προθέσεις. Γενικοί ~οί και ειδικοί στόχοι του μαθήματος. Μπορεί να εκπληρώσει/πετύχει τους ~ούς της. Έχει ιδιοτελείς ~ούς. Πβ. επιδίωξη, πρόθεση, στόχος.|| O ~ του κόσμου. Προσπαθεί να βρει έναν ~ό στη ζωή του. Δεν έχει ~ό ύπαρξης. Πβ. νόημα, προορισμός.|| Ο ~ της εκπαίδευσης/της τέχνης. Πβ. λειτουργία. 2. ΜΟΥΣ. μελωδία: ανατολίτικος/αργός/ζωηρός/λαϊκός/οργανικός/παραδοσιακός/πένθιμος/χαρούμενος ~. Παίζει/σφυρίζει/τραγουδά έναν παλιό ~ό. Πβ. ρυθμός. 3. ΣΤΡΑΤ. οπλίτης που φρουρεί ορισμένο χώρο: ~ στην κεντρική πύλη στρατοπέδου/στον όρχο. Φυλάει ~ στο πεδίο βολής. Πβ. φρουρός. Βλ. θαλαμοφύλακας. ● ΦΡ.: από σκοπού (λόγ.): επίτηδες, σκόπιμα, με πρόθεση: ανακρίβειες είτε εκ παραδρομής είτε και ~ ~. Ζητώ συγγνώμη, δεν ήταν ~ ~., επί σκοπόν: ΣΤΡΑΤ. ως παράγγελμα για σκόπευση: "~ ~, πυρ". Mε τα όπλα ~ ~.|| (κατ' επέκτ.) Είναι ~ ~ (: σε εγρήγορση)., με σοβαρό σκοπό: με στόχο τον γάμο: γνωριμία/σχέση ~ ~., ο σκοπός αγιάζει τα μέσα: για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου δικαιολογούνται τα δόλια, ανήθικα ή γενικώς κατακριτέα μέσα., αλλάζω τροπάρι(ο)/βιολί/σκοπό/χαβά βλ. αλλάζω, βάλθηκε να .../(το) έβαλε/έχει βάλει σκοπό να ... βλ. βάζω, με απώτερο σκοπό/στόχο βλ. απώτερος [< αρχ. σκοπός, γαλλ. but 2: ιταλ. motivo]

τρίχα

τρίχα τρί-χα ουσ. (θηλ.) 1. νηματοειδής σχηματισμός από κερατίνη που αποτελείται από ρίζα, η οποία βρίσκεται στο τριχοθυλάκιο, και από ελεύθερο στέλεχος: γερή/ίσια ~. Άγριες/άσπρες/γκρίζες/μακριές/μαλακές ~ες. Σκληρές ~ες (πβ. γουρουνότριχες). ~ες της κεφαλής/της μασχάλης/του προσώπου. Τα λέπια της ~ας. Αύξηση/πτώση (= τριχόπτωση)/πυκνότητα/χρώμα των ~ών. Η ~ ταλαιπωρείται, σπάει και γίνεται θαμπή. Κερί που αφαιρεί τις ~ες από τη ρίζα (βλ. αποτρίχωση).|| (απειλητ.) Θα σου βγάλω το μαλλί ~-~.|| ~ες της γάτας/του σκύλου.|| (συνεκδ., το σύνολο των ~ών:) Έχει λεπτή/χοντρή ~. Πβ. μαλλιά, τρίχωμα. Βλ. βολβός, θηλή, θύλακας, χνούδι, χόριο. 2. καθετί που μοιάζει με τρίχα: πλαστικές ~ες. Βούρτσες με φυσική ~. Πινέλο με συνθετική ~. Οδοντόβουρτσα με μαλακές ~ες.|| (ΒΟΤ.) ~ες στα φύλλα φυτών. 3. ελατήριο του μηχανισμού ρολογιών. ● Υποκ.: τριχίτσα (η), τριχούλα (η) ● ΦΡ.: δεν άγγιξα/δεν πείραξα ούτε τρίχα (προφ.): δεν προκάλεσα κανένα απολύτως κακό: Δεν άγγιξαν/πείραξαν ούτε ~ από τους αμάχους., κρέμεται από μια τρίχα (προφ.): διατρέχει μεγάλο κίνδυνο, βρίσκεται σε κατάσταση αβεβαιότητας: Η ειρήνη/η ζωή του ~ ~. ΣΥΝ. κρέμεται από/σε μια (λεπτή) κλωστή, μου σηκώθηκε η τρίχα (κάγκελο) & μου σηκώθηκαν οι τρίχες (της κεφαλής) (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος ανατριχιάζει, τρομάζει, εκπλήσσεται δυσάρεστα ή εξοργίζεται: ~ ~ από το κρύο. Ήρθε ο λογαριασμός και ~ ~. Και μόνο που το θυμάμαι μου σηκώνεται ~. ΣΥΝ. μου σηκώθηκε η πέτσα/το πετσί, στην τρίχα/πένα (προφ.): άψογα, κομψά: βαμμένη και χτενισμένη ~ ~. Είναι/ντύνεται πάντα ~ ~. Έχει το σπίτι ~ ~., τρίχες κατσαρές & τρίχες (προφ.-επιτατ.): ανοησίες, βλακείες, σαχλαμάρες: Τσακώθηκαν για ~ ~. Λες τρίχες! Πβ. μπαρούφα, μπούρδα, χαζομάρα.|| (ειρων.) Ποια τεχνολογία και ~ ~! Πβ. και πράσιν(α) άλογα, κουραφέξαλα., κάνω την τρίχα τριχιά βλ. τριχιά, παρά λίγο/παρ' ολίγο(ν)/παρά τρίχα βλ. λίγο [< μεσν. τρίχα]

χαίρω

χαίρω χαί-ρω ρ. (αμτβ.) {παρατ. έχαιρε} (λόγ.) 1. (ως χαιρετισμός) χαίρομαι: (σε κάποιον που συναντάμε για πρώτη φορά:) ~ πολύ (για τη γνωριμία)! ~ετε, τι κάνετε/πώς είστε;|| (ειρων.) ~ πολύ, κάτι μας είπες τώρα! Βλ. επι~, συγ~. 2. (+ γεν.) γίνομαι αποδέκτης θετικής αντιμετώπισης, απολαμβάνω: ~ει άκρας υγείας/ασυλίας/γενικής αποδοχής/δημοφιλίας. Δεν ~ει ειδικής μεταχείρισης/κάποιας ιδιαίτερης εύνοιας/προνομίων. Το νέο προϊόν ~ει μεγάλης ανταπόκρισης/απήχησης στο καταναλωτικό κοινό. Έχαιρε της απολύτου εμπιστοσύνης του προέδρου. ΣΥΝ. απολαύω ● ΦΡ.: χαίρετε και αγαλλιάσθε {στο β' εν. χαίρε και αγάλλου} (ΚΔ, λόγ.): να νιώθετε χαρά και αγαλλίαση., χαίρει (της) εκτίμησης/εκτιμήσεως βλ. εκτίμηση [< αρχ. χαίρω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.