-διάστατος , η, ο: λεξικό επίθημα για τη δήλωση του αριθμού των διαστάσεων: μονο~/δι(σ)~/τρι(σ)~.|| (μτφ.) Πολυ~.
-θεσία: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει θέση, τοποθέτηση, καθιέρωση ή προσδιορισμό: διπλο~/πολυ~.|| Χειρο~.|| (μτφ.) Aθλο~/θεσμο~/νομο~/ονοματο~/ορο~/στοχο~.|| Yιο~/τεκνο~.
-ίνα1 επίθημα θηλυκών ουσιαστικών, παράγωγων από αντίστοιχα αρσενικά για τη δήλωση: 1. (κυρ. διαλεκτ.-λαϊκό) κύριου ονόματος: Αγγελ~. Τζωρτζ~.2. επαγγελματικής δραστηριότητας: βουλευτ~/γιατρ~ (βλ. -έσα)/δικηγορ~.|| (με διαφοροποίηση στη σημ.) Σοφερ~ (βλ. σοφέρ).|| (παλαιότ.-λαϊκό, για τη γυναίκα αξιωματούχου ή επαγγελματία:) Προεδρ~/στρατηγ~. Πβ. -ισσα.3. ζώου: ελαφ~/ελεφαντ~/λιονταρ~. Βλ. -αινα.4. χαρακτηριστικού γνωρίσματος, ιδιότητας: λησταρχ~.|| (μτφ.) Τσαρ~.
-κέφαλος , η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρεται 1. στο κεφάλι: δι-κέφαλο τέρας. Υδρο~.|| (ευχετ.) Σιδερο~.|| (μτφ.) Αυτο~.2. (μτφ.) στον νου, τον τρόπο σκέψης, τον χαρακτήρα: θερμο~/ξερο~/στενο~/χοντρο~ (πβ. στενό-μυαλος).|| (χιουμορ.-μειωτ.) Κουφιo~/μπουζουκο~.3. ΑΝΑΤ. σε εκφύσεις των μυών: τρι-κέφαλοι (μύες).
-κίνητος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν τον τρόπο ή το μέσο της κίνησης: αει-κίνητος/αργο~/βραδυ~/δυσ~.|| Δι~/μπροστο~/πισω~/τετρα~. Aτμο-κίνητος/βενζινο~/ηλεκτρο~/μηχανο~/πετρελαιο~/χειρο~.|| (μτφ.) Ξενο~.
-κοπος1 , η, ο (λόγ.): επίθημα με αναφορά στην κοπή: δί~.|| (μτφ.) Νεό~.
-κοπώ {-κοπιέμαι} επίθημα ρημάτων για τη δήλωση 1. αδιάκοπης κίνησης, εντατικού ρυθμού: γρονθο~/φτερο~.|| Σφυρο~.|| (μτφ.) Γλεντο~.2. έντονου χαρακτηριστικού: βρομο~/λαμπο~.
-κρατείται/-κρατούνται: β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία κυριαρχείται: οχλο~/στρατο~.|| (μτφ.) Ανδρο~/γυναικο~. Βλ. -κρατούμενος.
-κράτορας {κ. (λόγ.) -κράτωρ (γεν. -κράτορος), -κρατόρων | θηλ. -κράτειρα (λαϊκό) -κρατόρισσα}: επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει τον κυρίαρχο ή εξουσιαστή: αυτο-κράτορας (θηλ. αυτο-κράτειρα, σπανιότ. αυτο-κρατόρισσα)/μονο~. Θαλασσο-κράτορας.|| (συνήθ. μτφ.) Κοσμο-κράτορας/παντο~. Κλειδο-κράτορας.
-κρατούμενος , η, ο: η μετοχή κρατούμενος ως β' συνθετικό: μηχανο~/οχλο~/στρατο~/τεχνο~.|| (μτφ.) Ανδρο~/γυναικο~ χώρος. Bλ. -κρατείται/-κρατούνται.
-κτόνος (λόγ.) επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνει 1. πρόσωπο που έχει διαπράξει φόνο: (συνήθ. ουσ.) αδελφο~/ανθρωπο~/γυναικο~/μητρο~/παιδο~/πατρο~/(ΙΣΤ.) τυραννο~.|| Εθνο~/γενο~.|| (μτφ.) Τυπο~.2. την εξουδετερωτική δράση χημικού συνήθ. σκευάσματος: (κυρ. επίθ. -κτόνος, ος/α, ο) μυκητο~/παρασιτο~ ουσία. Βλ. -κτόνο.
-ληψία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ αναφέρεται 1. στη λήψη: αιμο~ (βλ. -δοσία)/δειγματο~.2. (μτφ.) στην κυρίευση, κατοχή: δαιμονο~ (= δαιμονοπληξία)/θρησκο~/ιδεο~. Βλ. -μανία.3. στην αποδοχή, ανάληψη εκτέλεσης: εργο~.4. στην καταγραφή με μηχανικά μέσα εικόνας ή/και ήχου: εικονο~/ηχο~.
-λόι {περιληπτ.} & (σπάν.) -λόγι (προφ.-μειωτ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει μεγάλο αριθμό προσώπων ή πραγμάτων: ανθρωπο-λόι/παιδο~ (πβ. -κοσμος, -μάνι)/συγγενο~/φτωχο~ (βλ. -λογιά).|| (μτφ.) Σκυλο-λόι.|| Σκουπιδο-λόι (πβ. σκουπιδ-αριό).|| Κουβεντο-λόι.
-λουτρο: β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε λουτρό, συνήθ. ιαματικό: αμμό~/ατμό~/βοτανό~/θερμό~/λασπό~. Ποδό~.|| Αφρό~.|| (μτφ.) Oφθαλμό-λουτρο.
-μάτης , α, ικο {αρσ. -μάτηδες}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν το χρώμα, το σχήμα ή την έκφραση των ματιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: γαλανο~/καστανο~/μαυρο~/πρασινο~ (βλ. -μάλλης). Aβγουλο~/βοϊδο~/γουρλο~/μπιρμπιλο~.|| (μτφ.) Αετο~/ανοιχτο~.
-μαχία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε συμπλοκή ή αντιπαράθεση και ειδικότ. 1. στους αντιπάλους: (μτφ.) γιγαντο~/τιτανο~. Kοκορο~.|| (σπανιότ. στο αντικείμενο, στον στόχο) Ταυρο~.2. στον χώρο διεξαγωγής: αερο~/ναυ~/οδο~/πεζο~.3. στον τρόπο ή το μέσο: αντι~/αψι~/τηλε~.|| Mονο~. Συμ~.|| Αρματο~/λασπο~/ξιφο~/πυγ~. Λογο~.4. στην αιτία: εικονο~.
-μάχος (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών∙ αναφέρεται σε πρόσωπο που αγωνίζεται 1. εναντίον αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κυρ. ΙΣΤ.) εικονο~/θεο~/χριστιανο~.|| Ταυρο~.|| (ΟΡΝΙΘΟΛ.) Αετο~.2. για την υπεράσπιση ενός τόπου ή μιας περιοχής: (ΙΣΤ.) μακεδονο~/μαραθωνο~.|| (μτφ.) Ξω-μάχος.3. με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: (ο/η) μονο~. Ξιφο~/πυγ~.
-αινα
-αινα επίθημα 1. θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από αρσενικά και δηλώνουν ζώο: δράκ~ (δράκος)/λύκ~ (λύκος). Βλ. ινα1.2. (διαλεκτ.-λαϊκό) ανδρωνυμικών: Γιώργ~/Κώστ~. Βλ. -ού.
-κρατούμενος
-κρατούμενος, η, ο: η μετοχή κρατούμενος ως β' συνθετικό: μηχανο~/οχλο~/στρατο~/τεχνο~.|| (μτφ.) Ανδρο~/γυναικο~ χώρος. Bλ. -κρατείται/-κρατούνται.
-κτόνο
-κτόνο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν χημικό σκεύασμα για την εξουδετέρωση παρασιτικών οργανισμών: ακαρεο~/βιο~/εντομο~ (βλ. -απωθητικό)/ζιζανιο~/κατσαριδο~/μυκητο~/μυο~/παρασιτο~/σκορο~/τρωκτικο~/φυτο~.
-μανία
-μανία (αφηρ.): το ουσιαστικό μανία ως β' συνθετικό λέξεων: βιβλιο~ (= -φιλία). Εργασιο~ (βλ. -θεραπεία).|| (συνήθ. αρνητ.) Aρχαιο~ (πβ. -πληξία)/αρχο~/δικο~/εξουσιο~ (πβ. -λαγνεία)/ξενο~/τελειο~ (πβ. -θηρία).|| (ΨΥΧΟΛ.-ΨΥΧΙΑΤΡ.) Μεγαλο~/μυθο~. Eπιδειξιο~/ερωτο~ (πβ. νυμφο~, σεξο~)/κλεπτο~/πυρο~/τοξικο~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.