Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 687 εγγραφές  [0-20]


  • αγαπώ [ἀγαπῶ] α-γα-πώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αγαπ-άς, -ά κ. -άει ... | αγάπ-ησα, -ιέμαι, (σπάν. μτχ. -ώμενος), -ήθηκα, -ώντας, -ημένος} & αγαπάω 1. νιώθω αγάπη για κάποιον/κάτι: ~ τους γονείς/τα παιδιά μου. ~ά(ει) όλο τον κόσμο. Σ' ~ με όλη μου την καρδιά/πολύ/σαν τα μάτια μου. ~ τη ζωή/τη χώρα μου.|| (προφ.-ευχετ.) Να χαρείς ό,τι ~άς. ΑΝΤ. απεχθάνομαι, εχθρεύομαι, μισώ 2. είμαι ερωτευμένος με κάποιον: Την ~ά και θέλει να την παντρευτεί. Τον ~ησα (πβ. υπερ~) τρελά/με πάθος. 3. δείχνω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι, ασχολούμαι με αυτό: ~ά τα γράμματα/τον αθλητισμό. ~ά(ει) την περιπέτεια (= του αρέσει, τον γοητεύει). ● Παθ.: αγαπιέμαι: αποτελώ αντικείμενο αγάπης, εκτίμησης, θαυμασμού ή ερωτικού πόθου: Αγαπώ και ~. Hθοποιός/τραγουδιστής/εκπομπή που ~ήθηκε από πολύ κόσμο/από μικρούς και μεγάλους. ~ιούνται βαθιά/παράφορα/πραγματικά. ● ΦΡ.: αγάπα το(ν) φίλο σου με τα ελαττώματά του (παροιμ.): να είσαι ανεκτικός στις αδυναμίες του φίλου σου., αγαπά(ει) να: του αρέσει, συνηθίζει να: ~ ~ διαβάζει ποίηση/μαγειρεύει/με πειράζει., αγαπάτε αλλήλους (ΚΔ): προτροπή για αγάπη και ομόνοια., άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε (προφ.): όταν αποφεύγει κανείς να πει τη γνώμη του για ένα επίμαχο θέμα και συνήθ. στρέφεται σε κάτι άσχετο ή παραπλανητικό: Η απάντησή του στην ερώτησή μου ήταν ~ ~., αν αγαπάτε: (ανάμεσα σε κόμματα) αν θέλετε, αν προτιμάτε: Η εξουσία είναι, ~ ~, μια μορφή επιβεβαίωσης., όποιος αγαπά παιδεύει: η αγάπη μπορεί να γίνει βασανιστική, καταπιεστική., όπως αγαπάτε: (συνήθ. ως απάντηση σε ερώτημα) όπως θέλετε, όπως προτιμάτε: Θα πάμε με το αυτοκίνητο ή με το λεωφορείο; ~ ~., σ' αγαπάει η πεθερά σου (παλαιότ.): λέγεται όταν έρθει επισκέπτης στο σπίτι την ώρα του φαγητού, συχνά με περιπαικτική διάθεση, επειδή πριν από τον γάμο η πεθερά συνήθιζε να περιποιείται στο τραπέζι τον γαμπρό καλύτερα από όλους., αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη βλ. κλέφτης, δεν αγαπάει ούτε τ' άντερά του βλ. άντερο, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς! βλ. γουστάρω [< αρχ. ἀγαπῶ, γαλλ. aimer, αγγλ. love]
  • άγουσα [ἄγουσα] ά-γου-σα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: πήρε την άγουσα & (σπάν.) έλαβε την άγουσα: τον έδιωξαν από κάπου, έφυγε: ~ ~ προς την έξοδο. Τον απέλυσαν και ~ ~.|| (κυρ. στο ποδόσφαιρο) ~ ~ για τα αποδυτήρια (για παίκτη που πήρε κόκκινη κάρτα). [< αρχ. ἄγουσα, θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. του ἄγω]
  • αγωνίζομαι [ἀγωνίζομαι] α-γω-νί-ζο-μαι ρ. (μτβ.) {αγωνί-στηκα (λόγ. μτχ. αγωνισ-θείς, -θείσα, -θέν), -στεί, αγωνιζ-όμενος} 1. καταβάλλω επίπονη προσπάθεια για την επίτευξη ενός στόχου: ~ ενάντια στις προκαταλήψεις/στον ρατσισμό. Έχω μάθει/δεν σταματώ να ~. ~ (σθεναρά/σκληρά) να βγάλω το ψωμί μου/βρω δουλειά/κερδίσω τα προς το ζην/περάσω στις εξετάσεις/περισώσω ό,τι μπορώ/υπερνικήσω τα εμπόδια (πβ. μοχθώ, πασχίζω). ~στηκε πολύ, για να πετύχει/φτάσει εκεί που έφτασε. Ο ~όμενος λαός. 2. μάχομαι ενάντια σε κάποιον ή κάτι: ~ κατά των εχθρών. ~στηκε (σκληρά) ενάντια στη δικτατορία/στον εισβολέα/στην τυραννία (πβ. πολεμώ). Ο λαός είναι έτοιμος να ~στεί με γενναιότητα/μέχρι θανάτου για την πατρίδα. (επίσ.) Φόρος τιμής προς τους ηρωικώς ~σθέντες και πεσόντες του πολέμου. 3. συμμετέχω σε αγώνα, διαγωνισμό (αθλητικό, μουσικό): ~ στον μαραθώνιο/στο μήκος/στην ποδηλασία/στο ράλι/στο σκάκι. Η ομάδα ~εται (= παίζει) σήμερα στο γήπεδό της/εκτός έδρας. Βλ. αντ~, συν~. ● ΦΡ.: (αγωνίστηκε/έδωσε) τον αγώνα τον καλό βλ. αγώνας, ευ αγωνίζεσθαι βλ. ευ [< αρχ. ἀγωνίζομαι, γερμ. kämpfen]
  • αδειοδοτώ [ἀδειοδοτῶ] α-δει-ο-δο-τώ ρ. (μτβ.) {αδειοδοτ-εί, (λόγ.) μτχ. θηλ. -ούσα | αδειοδότ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος}: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για επίσημο φορέα) δίνω άδεια, επιτρέπω τη λειτουργία: Ο δήμος/η επιτροπή/το συμβούλιο (ελέγχει/επιβλέπει και) ~εί τις κατασκευές/την πραγματοποίηση τεχνικών έργων. ~ούνται έρευνες/εταιρείες. ~ούσα: Αρχή. ~ημένος: πάροχος. ~ημένα: φάρμακα. Βλ. -δοτώ. [< γαλλ. autoriser]
  • αερίζω [ἀερίζω] α-ε-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {αέρι-σα, -στηκε, -στεί, μτχ. αεριζ-όμενος, αερι-σμένος, συνηθέστ. μεσοπαθ.} 1. αφήνω κάτι εκτεθειμένο στον αέρα: ~ ρούχα/χαλιά. Σκαλίζουμε επιφανειακά το χώμα, ώστε να ~στεί (= πάρει αέρα).|| Γάντια από ~όμενο (= αεροδιαπερατό) υλικό. ~όμενα: δισκόφρενα. 2. ανανεώνω τον αέρα, κάνω εξαερισμό σε κλειστό χώρο: ~ το σπίτι. Το υπνοδωμάτιο πρέπει να ~εται καθημερινά. Καλά ~όμενη αίθουσα.|| Συστήματα κλιματισμού που ψύχουν, θερμαίνουν ή ~ουν τους χώρους. ΣΥΝ. εξαερίζω ● Παθ.: αερίζομαι 1. κάνω αέρα με κάτι, για να δροσιστώ: ~ με τη βεντάλια. 2. (ευφημ.) πέρδομαι. [< μεσν. αερίζω]
  • αιμάσσω [αἱμάσσω] αι-μάσ-σω ρ. {κυρ. στο γ' πρόσ. κ. στη μτχ. αιμάσσ-ων, -ουσα, -ον} (αρχαιοπρ., συνήθ. μτφ.): αιμορραγώ: η ~ουσα: οικονομία/πληγή του εμφυλίου πολέμου. Βλ. αφ~. [< αρχ. αἱμάσσω]
  • αιμορραγώ [αἱμορραγῶ] αι-μορ-ρα-γώ ρ. (αμτβ.) {αιμορραγ-εί ... | αιμορράγ-ησε, -ήσει, (λόγ.) μτχ. -ών, -ούσα} 1. έχω αιμορραγία, χάνω μεγάλη ποσότητα αίματος: ~ από τη μύτη/το στόμα. Τραύμα που ~εί. ~ούσε ακατάσχετα. 2. (μτφ.) υφίσταμαι σημαντικό πλήγμα, αποδυναμώνομαι: Η εθνική οικονομία ~εί. Οι μικρές βιοτεχνίες ~ούν. Πβ. αιμάσσω. Βλ. αιμοδοτώ. ● ΦΡ.: πληγή που αιμορραγεί (μτφ.): ψυχικό ή συναισθηματικό τραύμα που δεν έχει επουλωθεί και γενικότ. δυσάρεστη κατάσταση που εξακολουθεί να υφίσταται: Ο θάνατος των γονιών του/ο χωρισμός παραμένει γι' αυτόν ~ ~ (= αιμορραγούσα πληγή). [< 1: αρχ. αἱμορραγῶ, πβ. αγγλ. hæmorrhage, 1920]
  • ακμάζων , ουσα, ον [ἀκμάζων] ακ-μά-ζων επίθ. (επίσ.): που βρίσκεται σε ακμή: ~ων: κλάδος/πολιτισμός. ~ουσα: βιομηχανία/πόλη. ~ον: κέντρο/εμπόριο. [< μτχ. εν. του ρ ἀκμάζω]
  • ακροπατώ [ἀκροπατῶ] α-κρο-πα-τώ ρ. (αμτβ.) {συνήθ. στη μτχ. ακροπατώντας} (λόγ.): περπατώ στις μύτες των ποδιών: Έφυγε αθόρυβα ~ώντας (= ακροποδητί).|| (μτφ.) ~ούσε (= ακροβατούσε) στην κόψη επιστήμης και λογοτεχνίας.
  • αλλαγμένος , η, ο [ἀλλαγμένος] αλ-λαγ-μέ-νος επίθ.: που έχει αλλάξει ή αλλαχτεί: ~α: αρχεία/δεδομένα/στοιχεία (= αλλοιωμένα). Η φωνή σου ακούγεται ~η. Επέστρεψε από το εξωτερικό ~η. Πβ. αγνώριστος, αλλιώτικος, διαφορετικός, παραλλαγμένος. ΑΝΤ. αμετάβλητος, απαράλλαχτος, ίδιος.|| ~η: κλειδαριά. Πρόσφατα ~ο μπουζί/~α λάδια.|| Το μωρό είναι ~ο (= καθαρό, με καινούργια πάνα), έτοιμο για ύπνο. [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. αλλάζω]
  • αλληλεξαρτώνται [ἀλληλεξαρτῶνται] αλ-λη-λε-ξαρ-τώ-νται ρ. {συνήθ. στη μτχ. αλληλεξαρτώ-μενοι} & αλληλοεξαρτώνται: εξαρτάται ο ένας από τον άλλο: Φύση και άνθρωπος ~. ~μενοι: τομείς. ~μενες: έννοιες. ~μενα: συμφέροντα. Προϋποθέσεις αλληλένδετες και άμεσα ~μενες. [< αγγλ. interdepend]
  • αλληλοαναιρούνται [ἀλληλοαναιροῦνται] αλ-λη-λο-α-ναι-ρού-νται ρ. {μτχ. αλληλοαναιρού-μενοι}: αναιρούνται αμοιβαία: Δύο αντίθετοι κόσμοι που συνυπάρχουν, χωρίς να ~. ~μενες: θέσεις.
  • αμείβω [ἀμείβω] α-μεί-βω ρ. (μτβ.) {άμει-ψα, αμεί-ψει, -φθηκα, (σπάν. λόγ. μτχ. αμειφθείς, -είσα), αμειβ-όμενος, -οντας} (λόγ.): προσφέρω σε κάποιον υλική ή ηθική αμοιβή για τις υπηρεσίες του: Επιχείρηση που ~ει καλά τους υπαλλήλους της. ~ομαι (= πληρώνομαι) αδρά/πλουσιοπάροχα. ~φθηκαν (= ανταμείφθηκαν, επιβραβεύτηκαν) από την Πολιτεία για την προσφορά τους. Θα ~φθείς για το έργο/την προσπάθειά σου. ● Μτχ.: αμειβόμενος , η, ο (επίσ.): ~ος: χρόνος εργασίας. ~η: απασχόληση (ΑΝΤ. εθελοντική)/θέση. ~ο: προσωπικό. ~ες: παροχές υπηρεσιών. ~α: προγράμματα/στελέχη. Οι καλύτερα/χειρότερα ~οι εργαζόμενοι/υπάλληλοι. Υψηλά ~ο επάγγελμα. ~οι με ημερομίσθιο/μισθό/ποσοστά. ● ΦΡ.: ο ευρών αμειφθήσεται βλ. ευρών [< αρχ. ἀμείβω]
  • αμφιρρέπω [ἀμφιρρέπω] αμ-φιρ-ρέ-πω ρ. (αμτβ.) {μόνο στον ενεστ., μτχ. αμφιρρέπ-ων, -ουσα, -ον} (απαιτ. λεξιλόγ.): αμφιταλαντεύομαι: ~ μεταξύ δύο γνωμών (: μένει αναποφάσιστος). Στάση ~ουσα μεταξύ δράσης και αναβολής. [< μεσν. αμφιρρέπω]
  • αναβαλλόμενος , η, ο [ἀναβαλλόμενος] α-να-βαλ-λό-με-νος επίθ.: που αναβάλλεται: ~η: φορολογία. ~ες: απαιτήσεις. ~α: έσοδα. Κυρ. στη ● ΦΡ.: ακούω/ψέλνω/σέρνω σε κάποιον τον αναβαλλόμενο (προφ.): τρώω γερή κατσάδα από/κατσαδιάζω κάποιον. Πβ. ακούω τα σχολιανά μου, τα εξ αμάξης. ΣΥΝ. ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο [< μτχ. ενεστ. του ρ. ἀναβάλλομαι, αγγλ. deferred]
  • αναβάλλω [ἀναβάλλω] α-να-βάλ-λω ρ. (μτβ.) {παρατ. ανέβαλλα, αόρ. ανέβαλα | αναβάλλ-εται, -οντας, αναβλήθηκε (λόγ. ανεβλήθη, μτχ. αναβλη-θείς, -θείσα, -θέν), αναβαλλ-όμενος}: δεν κάνω κάτι στον προκαθορισμένο ή κανονισμένο χρόνο, αλλά μεταθέτω την υλοποίησή του στο μέλλον, το αφήνω για αργότερα: Εδώ και καιρό θέλω να σε επισκεφτώ, αλλά διαρκώς/όλο το ~. Το ταξίδι ~εται επ' αόριστον. Η παράσταση ~εται λόγω κακοκαιρίας. Αναβλήθηκε ο γάμος/η δίκη/το μάθημα/το ραντεβού/η πτήση.|| (λόγ.) ~θείς: αγώνας. ~θείσα: συναυλία. Πβ. αναστέλλω. Βλ. ακυρώνω, διακόπτω, ματαιώνω.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~όμενοι: φόροι. ● ΦΡ.: μην αναβάλλεις/μην αφήνεις (ποτέ) για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα (παροιμ.): για αποτροπή της αναβλητικότητας. [< γαλλ. il ne faut pas remettre à demain se qu' on peut faire le jour même] [< αρχ. ἀναβάλλω]
  • αναγγέλλω [ἀναγγέλλω] α-ναγ-γέλ-λω ρ. (μτβ.) {ανήγγειλα (προφ.) ανάγγειλα, αναγγέλλ-εται, αναγγέλ-θηκε, μτχ. -θείς, -θείσα, -θέν} (λόγ.) 1. γνωστοποιώ, ανακοινώνω κάτι σε ευρύ κύκλο ανθρώπων, επίσημα ή μη: ~ ένα ευχάριστο γεγονός. Τους ανήγγειλε την απόφασή του να ... Δεν έχει αναγγείλει ακόμα την υποψηφιότητά του. ~θηκαν τα αποτελέσματα. ~θέν: μέτρο/πρόγραμμα δράσης. Αναβάλλεται η ~θείσα συνεδρίαση. Πβ. δημοσιο-, κοινο-ποιώ, εξαγγέλλω.|| (επίσ.) ~θηκε η άφιξή του. 2. προαναγγέλλω, προμηνύω: ~εται η έλευση μιας νέας εποχής. [< αρχ. ἀναγγέλλω, γαλλ. annoncer, notifier]
  • αναγομώνω [ἀναγομώνω] α-να-γο-μώ-νω ρ. (μτβ.) {μτχ. αναγομωμένος}: κάνω αναγόμωση. [< γαλλ. recharger, rechaper, 1928]
  • ανακαλύπτω [ἀνακαλύπτω] α-να-κα-λύ-πτω ρ. (μτβ.) {ανακάλυ-ψα, ανακαλύπτ-εται, -φθηκε (κ. -φτηκε) (λόγ. ανεκαλύφθη, μτχ. ανακαλυ-φθείς, -φθείσα, -φθέν)} 1. βρίσκω πρώτος κάτι του οποίου την ύπαρξη ή τη θέση ο κόσμος αγνοούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή: Οι αστρονόμοι ~ψαν νέο πλανήτη. ~φθηκαν αρχαία/(άγνωστα/νέα) είδη φυτών/κοιτάσματα πετρελαίου. Πρόσφατα ~φθέν γονίδιο/~φθέντα χειρόγραφα.|| ~ει ταλέντα και τα προωθεί. 2. εντοπίζω συνήθ. μετά από αναζήτηση κάποιον, κάτι που παρέμενε σκόπιμα κρυφό(ς) ή που δεν γνώριζα και το(ν) γνωστοποιώ, το(ν) φανερώνω: Θα ~ψω (= θα μάθω) ποιος κρύβεται πίσω από την υπόθεση! ~φθηκαν ναρκωτικά σε πλοίο. Έχουν ~φθεί λάθη και παραλείψεις. ~φθέντα κενά στο σύστημα. Σύμφωνα με τα ~φθέντα στοιχεία ... Πβ. αποκαλύπτω, βρίσκω, φέρνω στο φως. 3. συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι κάτι που δεν ήξερα: ~ψα τυχαία ότι/πως μου έλειπαν χρήματα. ~ψαμε ότι έχουμε κοινούς γνωστούς/τα ίδια γούστα. Βοηθήστε τα παιδιά να ~ψουν τις ικανότητές/τα ταλέντα τους. Πβ. διαπιστώνω, καταλαβαίνω. || ~ει ξανά τον εαυτό της. Πβ. επανευρίσκω. 4. αποκτώ ενδιαφέρον και γνώσεις για κάτι μέσω της παρατήρησης και της έρευνας: ~ τη Γη/τον κόσμο/τη φύση (μέσα από τα βιβλία/τα ταξίδια). Το παιδί αρχίζει να ~ει το σώμα του. 5. (καταχρ.) εφευρίσκω: Ο επιστήμονας που ~ψε την πενικιλίνη. ● ΦΡ.: ανακαλύπτω την Αμερική/τον τροχό/την πυρίτιδα (ειρων.): για κάποιον που νομίζει ότι έχει κάνει κάποια σπουδαία ανακάλυψη: Κάνει λες και ανακάλυψε ~. [< αρχ. ἀνακαλύπτω, γαλλ. découvrir]
  • ανακαλώ [ἀνακαλῶ] α-να-κα-λώ ρ. (μτβ.) {ανακαλ-είς ... | ανακάλε-σα, ανακαλ-είται, ανακλή-θηκε (λόγ. ανεκλήθη, μτχ. ανακλη-θείς, -θείσα, -θέν), ανακαλ-ούμενος} 1. επαναφέρω στον νου μου, θυμάμαι: ~ εικόνες/περιστατικά (από το παρελθόν). Πβ. ανα-θυμάμαι, -λογίζομαι. 2. (επίσ.) αναιρώ, ακυρώνω προηγούμενη δήλωση ή απόφαση: Ο κατηγορούμενος ~σε την κατάθεσή του/την ομολογία του. Απαιτώ να ~σεις αμέσως/δημόσια (όσα είπες) (: να πάρεις πίσω τα λόγια σου)! ~θηκε η απόφαση της ΓΣ (πβ. καταργώ, παύω). ~θείσα άδεια/(παρ)αίτηση. Διατάξεις που θεωρούνται αυτοδικαίως/νομίμως ~θείσες. 3. δίνω εντολή να επιστρέψει στη χώρα του επίσημο πρόσωπο (κυρ. διπλωμάτης) ή να σταλεί πίσω κάτι: Η χώρα ~σε τον πρεσβευτή της από την ...|| Η αυτοκινητοβιομηχανία ~σε το τελευταίο της μοντέλο, επειδή ήταν ελαττωματικό (: το απέσυρε). 4. ΣΤΡΑΤ. επαναφέρω απόστρατο ή καλώ έφεδρο: ~θηκε στο στράτευμα.|| ~θείς από την εφεδρεία/εξ αποστρατείας/στην ενεργό υπηρεσία. ~θέντες αξιωματικοί. 5. ΠΛΗΡΟΦ. επαναφέρω, κυρ. δεδομένα: ~ αρχείο/πρόγραμμα. ● ΦΡ.: ανακαλώ στη μνήμη (& σπάν.) στο μυαλό (μου): επαναφέρω στη μνήμη μου, θυμάμαι: Δεν μπορώ να ~σω ~ το συμβάν/τι έγινε. [< γαλλ. rappeler à la mémoire] , ανακαλώ/επαναφέρω κάποιον στην τάξη βλ. τάξη [< αρχ. ἀνακαλῶ, αγγλ. recall, revoke, retrieve, γαλλ. rappeler, révoquer]

αγώνας

αγώνας [ἀγώνας] α-γώ-νας ουσ. (αρσ.) {αγών-α (λόγ.) -ος | -ες, -ων} 1. κοπιαστική προσπάθεια, σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, για την επίτευξη στόχου ή την αποτροπή ενέργειας: αντιδικτατορικός/αντικαρκινικός/απεγνωσμένος/απεργιακός/διαρκής/δίκαιος/διπλωματικός/εκλογικός/ηρωικός/κοινός/μάταιος/πνευματικός/σκληρός/τίμιος/τιτάνιος/υπεράνθρωπος ~. ~ για εξάλειψη των κοινωνικών αδικιών/επιβίωση/ισότητα. ~ κατά των επιδημιών και του υποσιτισμού/των μεταλλαγμένων/των ναρκωτικών/της φτώχειας. ~ μέχρι θανάτου/τελικής πτώσεως. Προμηνύεται σκληρός ~. Διαρκής ~ η μάθηση. Ο ~ της ζωής. Καθημερινός ~ για ένα καλύτερο αύριο. (προφ.) -Τι κάνετε; -Εδώ, στον ~α! (= στη βιοπάλη). Ακολούθησε/έγινε/ξεκίνησε ένας μακρύς/μαραθώνιος/πολυετής ~. Ο ~ τώρα δικαιώνεται (συνήθ. ως σύνθημα σε συλλαλητήρια). Ο ~ δυναμώνει/εντείνεται/συνεχίζεται. Επιτροπή ~α. Όλοι στον ~α. Χαιρετίζουμε τον ~α (π.χ. των φοιτητών). Δίνει/κάνει ~α, για να κρατήσει κάποιον/να κρατηθεί στη ζωή. Έχουν αποδυθεί σε ~α αλληλοεξόντωσης. Αρχίζω/εγκαταλείπω τον/μπαίνω στον ~α. Κοινωνικοί/συνδικαλιστικοί/ταξικοί ~ες (πβ. πάλη). Ώρα για ~ες. Όλα κερδήθηκαν με ~ες. Πβ. κόντρα, σύγκρουση. 2. (ειδικότ.) μάχη, πόλεμος, συμπλοκή: αιματηρός/άνισος/απελευθερωτικός (πβ. εξέγερση, ξεσηκωμός)/ένοπλος ~. ~ για την ανεξαρτησία/ελευθερία. Εθνικοί ~ες.|| Ο Αγώνας (: η Ελληνική Επανάσταση του 1821). 3. οργανωμένη αναμέτρηση, διαγωνισμός με στόχο τη νίκη: (ΑΘΛ.) διασυλλογικός/ζωντανός (: σε απευθείας μετάδοση)/ισόπαλος/κρίσιμος/μαγνητοσκοπημένος/συναρπαστικός/(ημι)τελικός/φιλικός ~. ~ βόλεϊ/μπάσκετ/πάλης/ποδοσφαίρου (ή ποδοσφαιρικός ~, πβ. ματς, παιχνίδι, συνάντηση)/πυγμαχίας/ταχύτητας. ~-ρεβάνς/πρόκριση. Ο ~ θα διεξαχθεί αύριο/έληξε. Στιγμιότυπα από τον ~α. Διεκδικώ/κερδίζω/χάνω τον ~α. Αθλητικοί/βαλκανικοί/διεθνείς/επίσημοι/παγκόσμιοι/πανευρωπαϊκοί ~ες. ~ες αυτοκινήτου (ράλι)/ποδηλασίας (ή ποδηλατικοί ~ες).|| Θεατρικοί/μαθηματικοί/μουσικοί/ποιητικοί/ρητορικοί ~ες. Ανάληψη/ασφάλεια/βαθμολόγηση/έναρξη/πραγματοποίηση (των) ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαστικός αγώνας: δίκη: Έκανε/διεξήγαγε/κέρδισε έναν μακροχρόνιο ~ό ~α. Εμπλέκομαι σε ~ό ~α., αγώνας δρόμου βλ. δρόμος, αγώνας μπαράζ βλ. μπαράζ, αγώνας/παιχνίδι νοκ άουτ βλ. νοκ άουτ, ανένδοτος αγώνας βλ. ανένδοτος, γυμνικοί αγώνες βλ. γυμνικός, Ειδικοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, κίτρινο φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, Παραολυμπιακοί Αγώνες βλ. παραολυμπιακός, προκριματικός (αγώνας) βλ. προκριματικός, ροζ φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός ● ΦΡ.: (αγωνίστηκε/έδωσε) τον αγώνα τον καλό: για πρόσωπο που έδωσε αγώνα, μένοντας πιστό στα ιδανικά του και στοχεύοντας στην ηθική τελείωσή του., αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου: πολύ κρίσιμος, καθοριστικός αγώνας: Διεξάγεται ~ ~. Βλ. ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου. [< γαλλ. lute entre la vie et la mort], Αγώνες Καλής Θέλησης: διεθνείς αθλητικοί αγώνες για την κατανόηση και συμφιλίωση των λαών. [< αγγλ. Goodwill Games, 1986] , άνευ αγώνα/αγώνος (λόγ.): ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που επιτυγχάνεται χωρίς αναμέτρηση των δύο ομάδων, αλλά κατόπιν επίσημης απόφασης: νίκη/πρόκριση ~ ~. Αποκλείστηκε/πέρασε ~ ~ (: ενν. από/στον επόμενο γύρο διοργάνωσης). Πβ. στα χαρτιά., νυν υπέρ πάντων ο αγών (επίσ.) : για περιπτώσεις που χρειάζεται συσπείρωση όλων των δυνάμεων για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου. [< αρχ. ἀγών]

αιμοδοτώ

αιμοδοτώ [αἱμοδοτῶ] αι-μο-δο-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αιμοδοτ-είς ..., -ώντας | αιμοδότ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί} (επίσ.) 1. (μτφ.) παρέχω πόρους, ενισχύω, εμπλουτίζω: Ο τουρισμός ~εί την οικονομία. Το ταμείο ~είται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Βλ. αιμορραγώ.|| Νέοι ηθοποιοί που ~ούν το θέατρο (βλ. νέο αίμα). 2. (σπανιότ.) δίνω αίμα: Δεν μπορεί να ~ήσει για λόγους υγείας. Βλ. -δοτώ. [< γαλλ. donner de sang]

ακυρώνω

ακυρώνω [ἀκυρώνω] α-κυ-ρώ-νω ρ. {ακύρω-σα, -σει, -θηκε, -θεί, ακυρών-οντας, ακυρω-μένος} 1. καθιστώ κάτι άκυρο, αίρω την ισχύ του, καταργώ: ~ κράτηση εισιτηρίου/συμφωνία. Το τιμολόγιο πρέπει να ~θεί. Η εταιρεία ~σε (= έλυσε) το συμβόλαιο. Το δικαστήριο ~σε τον διορισμό της/τις νέες προσλήψεις/την υπουργική απόφαση. Το Συμβούλιο της Επικρατείας θα ~σει τον διαγωνισμό. Ο διαιτητής ~σε το γκολ. Η επιτροπή ~σε την πρώτη ιστιοδρομία. Οι εκλογές/οι εξετάσεις ~θηκαν. ~μένο: διαβατήριο. Πβ. αναιρώ, ανακαλώ. ΑΝΤ. επικυρώνω.|| ~ εισιτήριο (= επικυρώνω· σφραγίζω εισιτήριο των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς σε ακυρωτικό μηχάνημα).|| (μτφ.) Με τις πράξεις του ~ει τους ισχυρισμούς του (= αυτοαναιρείται). ΑΝΤ. κυρώνω 2. ματαιώνω κάτι που είχε προσχεδιαστεί: ~ το ραντεβού/τη συνάντησή μας. ~εται η εκδήλωση/παράσταση/συνέντευξη. Η παραγγελία/η περιοδεία/η συναυλία/το ταξίδι ~θηκε. Τα σχέδιά μας ~θηκαν. ~θηκαν όλες οι πτήσεις για ... [< μτγν. ἀκυρῶ, γαλλ. annuler, invalider]

άντερο

άντερο [ἄντερο] ά-ντε-ρο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό.-προφ.): έντερο. ● ΦΡ.: βγάζει τ' άντερά του (μτφ.): κερδίζει πολλά χρήματα., δεν αγαπάει ούτε τ' άντερά του (μειωτ.): δεν νοιάζεται για κανένα, είναι σκληρός και ανελέητος: Μην περιμένεις τίποτα από δαύτον! Αυτός ~ ~!, δεν μου έμεινε άντερο (μτφ.): γέλασα υπερβολικά. Πβ. πεθαίνω, ξεκαρδίζομαι στα γέλια., λάδωσε/λίγδωσε τ' άντερο/τ' αντεράκι (κάποιου) (μτφ.): χόρτασε ή απόκτησε υλικά αγαθά., στριμμένο άντερο (μειωτ.): άνθρωπος ιδιότροπος, στρυφνός. Πβ. ανάποδος, κέρατο., του βγάζω τ' άντερα (μτφ.) 1. ξεκοιλιάζω, μαχαιρώνω, σκοτώνω: (απειλητ.) Να του πεις πως, αν τον δω, θα του βγάλω ~! 2. (σπάν.) ξεχαρβαλώνω, χαλάω κάτι: Προσπάθησε να φτιάξει το ραδιόφωνο και του έβγαλε ~!, βγάζω/ξερνώ τ' άντερά μου βλ. ξερνώ, μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα βλ. γυρίζω, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας [< μεσν. άντερο(ν)]

γουστάρω

γουστάρω γου-στά-ρω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γούσταρ-α κ. γουστάρ-ιζα, γουστάρ-ισα, -οντας} & (σπάν.) γουστέρνω (λαϊκό): μου προκαλεί ευχαρίστηση, μου αρέσει: ~ τα ταξίδια. ~ (πολύ) που κερδίσαμε (= ευχαριστιέμαι, χαίρομαι). ~ει να διαβάζει βιβλία (= τη βρίσκει). Δεν ~ να μου λες τι να κάνω/να τον βλέπω. Δεν ~ πάρε-δώσε/παρτίδες μαζί του. Έλα, όποτε ~εις (= θέλεις, επιθυμείς). Κάνει ό,τι (του) ~ει (= ό,τι του κάνει κέφι, ό,τι του καπνίσει). (νεαν. αργκό) -Λέμε να πάμε για καφέ, θα έρθεις; -Δεν ~.|| (για πρόσ.) Δεν τον ~ καθόλου (= δεν τον πάω). Τη ~ει (: ενν. ερωτικά). ● ΦΡ.: (κι) άμα σου γουστάρει/άμα γουστάρεις!: (ως κατηγορηματική δήλωση) είτε σου αρέσει είτε όχι: Εγώ πάντως θα πάω κι ~ ~!, έτσι γουστάρω/έτσι μου γουστάρει (προφ.): για να δηλώσει κάποιος ρητά πως θα κάνει αυτό που θέλει: Εγώ ~ ~ και σ' όποιον αρέσει! Φεύγω, επειδή ~ ~!, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς! (εμφατ.): ό,τι θες, ό,τι σου αρέσει: Κάνε ~ ~! [< ιταλ. gustare]

-δοτώ

-δοτώ (επίσ.): επίθημα ρημάτων με τη σημασία του παρέχω, δίνω: γνωμο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/μισθο~/πλειο~/πριμο~/συνταξιo~/χρηματο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δότηση.

ευ

ευ [εὖ] επίρρ. (αρχαιοπρ.): καλά· συνήθ. στις ● ΦΡ.: ευ αγωνίζεσθαι: ΑΘΛ. το να αγωνίζεται κανείς έντιμα, σύμφωνα με τους κανονισμούς του αθλήματος και με σεβασμό προς τον αντίπαλο: βραβείο/έπαθλο ~ ~. Το πνεύμα του ~ ~. Πβ. αθλητικό ιδεώδες, ευγενής άμιλλα, ολυμπισμός., ουκ εν τω πολλώ το ευ (γνωμ.): κυρ. ως παραίνεση αποφυγής του φλύαρου και περιττού· η μεγάλη ποσότητα δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ποιότητα: Μη μακρηγορείτε· ~ ~. Πβ. τα ακριβά αρώματα μπαίνουν/τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια/μπουκάλια., το ευ ζην βλ. ζην [< αρχ. εὖ ‘καλά, σωστά, πολύ’ < ἐΰς ‘καλός, γενναίος’]

ευρών

ευρών [εὑρών] ευ-ρών ουσ. (αρσ.): συνήθ. στη ● ΦΡ.: ο ευρών αμειφθήσεται (αρχαιοπρ.-συνήθ. σε αγγελία): για να δηλωθεί ότι θα ανταμειφθεί όποιος βρει κάτι που έχει χαθεί: Απωλέσθη σκύλος· ~ ~. [< αρχ. εὑρών, μτχ. αορ. β’ του ρ. εὑρίσκω]

κλέφτης

κλέφτης κλέ-φτης ουσ. (αρσ.) {κλεφτ-ών} & κλέπτης, κλέφτρα (η) 1. πρόσωπο που κλέβει: επαγγελματίας ~. ~ αυτοκινήτων/έργων τέχνης/κινητών. Κύκλωμα/συμμορία ~ών. Πιάστηκε/συνελήφθη ο ~. Μπήκαν ~ες στο μαγαζί/σπίτι. Πβ. διαρρήκτης, ληστής. Βλ. αρχι~, ζωο~.|| Προσέξτε μη σας γελάσουν, είναι ~ες (= απατεώνες, λωποδύτες)!|| (μτφ.) ~ της καρδιάς (βλ. καρδιοκλέφτρα). 2. ΙΣΤ. {συνήθ. στον πληθ.} μέλος ανυπότακτων ορεσίβιων ομάδων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της αντίστασης κατά των Τούρκων: ~ες κι αρματολοί. Το λημέρι των ~ών. Βλ. πρωτο~. 3. ΒΟΤ. σπόρος με λεπτά και λευκά νημάτια που μεταφέρεται σε μεγάλη απόσταση από τον αέρα. ● Υποκ.: κλεφταράκος & κλεφτάκος (ο) ● Μεγεθ.: κλεφταράς & (σπάν.) κλέφταρος (ο) (επιτατ.) ● ΦΡ.: αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη (παροιμ.): αυτός που έχει αδικηθεί, θα βρει τελικά το δίκιο του., κλέφτες κι αστυνόμοι: παιδικό ομαδικό παιχνίδι, κυνηγητό., μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε (παροιμ.): έρχεται η στιγμή που οι απατεωνιές, οι κλεψιές κάποιου αποκαλύπτονται., ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται (παροιμ.): όποιος κλέβει ή λέει ψέματα, πολύ σύντομα αποκαλύπτεται., σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης (προφ.): αθόρυβα, χωρίς να τον πάρουν είδηση, κρυφά: Έφυγε ~ ~. Πβ. στα κλεφτά., φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί/για να φύγει ο νοικοκύρης (παροιμ.): για κάποιον που, ενώ φταίει, προσπαθεί να ρίξει τις ευθύνες σε όσους υφίστανται τις πράξεις του., κλειδώνω (κι) αμπαρώνω και ο κλέφτης είναι μέσα/τον κλέφτη βρίσκω μέσα βλ. αμπαρώνω [< μεσν. κλέφτης]

τάξη

τάξη τά-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. τήρηση κανόνων, οργάνωση, μεθοδικότητα· κατ' επέκτ. εύρυθμη λειτουργία, κοινωνική ομαλότητα, νομιμότητα: ~ και καθαριότητα/νοικοκυροσύνη. Επιτέλους, έβαλε/μπήκε ~ εδώ μέσα! Στο σπίτι τους βασίλευε/επικρατούσε η απόλυτη ~. ΑΝΤ. ακαταστασία, αταξία.|| Έχει ~ στη δουλειά της (= είναι τακτική). Πβ. οργανωτικ-, συστηματικ-ότητα.|| Η κοινοβουλευτική ~ (: οι κανονισμοί που καθορίζουν τη λειτουργία της Βουλής). Η φυσική ~ των πραγμάτων. (ΑΣΤΡΟΝ.) Κοσμική ~ και χάος.|| Αποκατάσταση/διασάλευση/διατήρηση/επαναφορά της ~ης. Μονάδες Αποκατάστασης ~ης (ακρ. ΜΑΤ). Διαφυλάσσω/επιβάλλω την ~. Πβ. ευταξία. ΑΝΤ. αναρχία. 2. υποδιαίρεση του κύκλου σπουδών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σχολικό έτος· συνεκδ. οι μαθητές ή/και ο διδάσκων, η αίθουσα διδασκαλίας: προπαρασκευαστική ~. Το αναλυτικό πρόγραμμα/τα βιβλία/τα μαθήματα/η ύλη κάθε ~ης. ~εις ένταξης/μικτής ικανότητας/υποδοχής (για αλλοδαπούς μαθητές). Επαναλαμβάνω/περνώ/χάνω την ~ (= δεν προβιβάζομαι). Πηγαίνει στην έκτη ~ του Δημοτικού/στην τρίτη ~ του Γυμνασίου/Λυκείου. Eίναι/πάνε στην ίδια ~ (= είναι συμμαθητές).|| (ειδικότ., στη φροντιστηριακή εκπαίδευση:) ~εις ενηλίκων (= τμήματα). Θα βγάλει/κάνει την ~ το καλοκαίρι.|| Οι μικρές/μεγάλες ~εις (: αναφορικά με την ηλικία των μαθητών). Αξιολόγηση/διαχείριση της ~ης. Επίσκεψη της ~ης στο μουσείο. Είναι πρώτος στην ~ (του).|| Η έδρα/τα θρανία/ο πίνακας της ~ης. Απουσιάζω από την ~.|| Εικονική-δυνητική ~ (= τηλε~). 3. θέση σε ιεραρχία: λογιστής/μηχανικός Α'/Β'/Γ' ~εως. Βλ. βαθμίδα, βαθμός. 4. κατηγορία σε σύστημα ταξινόμησης: η Τάξις των Θετικών Επιστημών/των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών/των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών (: της Ακαδημίας Αθηνών).|| (ΑΣΤΡΟΝ.) ~εις λαμπρότητας αστέρων.|| (ΖΩΟΛ.-ΒΟΤ.) Η ~ των κολεόπτερων. Βλ. (συν)ομοταξία, υπερ~, υπο~.|| (ΜΑΘ.) Διαφορικές εξισώσεις πρώτης/ανώτερης ~ης.|| (ΧΗΜ.) Οργανική ένωση που ανήκει στην ~ των μονοσακχαριτών.|| (γενικότ.) Παρουσίαση εργογραφίας κατά χρονολογική ~ (= σειρά). 5. {συνήθ. στον πληθ.} οργανωμένο σύνολο ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά: διαφωνίες στις ~εις (= στους κόλπους/κύκλους) των εκπαιδευτικών/εργαζομένων σχετικά με ...|| (ειρων.) Η ευγενής/συμπαθής ~ των ... Πβ. σινάφι.|| Οι ~εις των προοδευτικών/συντηρητικών. Πβ. παράταξη.|| Οι ~εις της Ελληνικής Αστυνομίας.|| (ΣΤΡΑΤ.) Κατατάχθηκε/υπηρετεί στις ~εις των Ενόπλων Δυνάμεων.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Οι ~εις (= τα τάγματα) των Αγγέλων. 6. {στη γεν.} επίπεδο, είδος: προβλήματα διαφορετικής ~ης. Άλλης ~εως θέμα είναι το ... Πβ. κλάση2. 7. διάταξη, σχηματισμός: (κυρ. ΣΤΡΑΤ.) Το πεζικό πολεμούσε σε πυκνή ~. Βλ. παράταξη. ● ΣΥΜΠΛ.: ηθικής τάξης/τάξεως: που σχετίζεται με την ηθική: ζητήματα/θέματα/προβλήματα ~ ~. Για λόγους ~ ~. [< γαλλ. d'ordre moral] , ηλεκτρονική/ψηφιακή τάξη & η-τάξη: ΠΑΙΔΑΓ. -ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα οργάνωσης και διαχείρισης εκπαιδευτικού υλικού στο διαδίκτυο που επιτρέπει τη συνεχή αλληλεπίδραση εκπαιδευτή και εκπαιδευομένου. Βλ. ηλεκτρονική εκπαίδευση, τηλε-διδασκαλία, -εκπαίδευση, -μάθηση, -τάξη. [< αγγλ. e-class] , κοινωνική τάξη & τάξη: καθεμία από τις ομάδες που διαφοροποιούνται μεταξύ τους με βάση το οικονομικό ή μορφωτικό επίπεδο των μελών τους, τη συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία ή/και το επάγγελμα: ανώτερη/μεσαία/κατώτερη ~ ~.|| Η αγροτική/άρχουσα/αστική/εργατική (= ο εργαζόμενος λαός)/κυβερνώσα/κυρίαρχη/λαϊκή ~. Η ~ των μικρομεσαίων. Οι ασθενέστερες (οικονομικά)/εύπορες/παραγωγικές/υψηλές/χαμηλές (εισοδηματικά) ~εις. Σύγκρουση των ~εων. ΣΥΝ. στρώμα (3), νέα τάξη (πραγμάτων): διαμόρφωση νέας κατάστασης σε παγκόσμιο επίπεδο μετά από σημαντικές μεταβολές στα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα· γενικότ. αλλαγή κατεύθυνσης, πορείας: Δημιουργείται μια ~ ~.|| ~ ~ στην πολιτική. Πβ. νέα εποχή., πάλη των τάξεων & ταξική πάλη: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. σύγκρουση ταξικών συμφερόντων, κυρ. ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, η οποία, σύμφωνα με τον μαρξισμό, βρίσκεται στη βάση της εξέλιξης της ιστορίας., έννομη τάξη βλ. έννομος, η καθεστηκυία τάξη βλ. καθεστηκυία, όργανο της τάξης/τάξεως βλ. όργανο, τάξη μεγέθους βλ. μέγεθος ● ΦΡ.: ανακαλώ/επαναφέρω κάποιον στην τάξη (επίσ.): του επισημαίνω ότι έχει υπερβεί τα όρια, τον υποχρεώνω να πειθαρχήσει. [< γαλλ. rappeler à l' ordre] , βάζω/μπαίνει κάτι σε τάξη & βάζω/μπαίνει τάξη σε κάτι: τακτοποιώ/διευθετείται: Βάζω σε τάξη τις ιδέες/τις σημειώσεις/τις σκέψεις μου. Βάλε τάξη στο δωμάτιο/στη ζωή σου. Το αρχείο μπήκε σε τάξη., πρώτος/δεύτερος τη τάξει (επίσ.): που βρίσκεται στα ανώτερα ιεραρχικά κλιμάκια, κατέχοντας την πρώτη/δεύτερη θέση: πρώτος ~ ~ αξιωματούχος/πολίτης του κράτους (= ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας)/υπουργός (πβ. πρωτοκλασάτος)., της τάξεως/τάξης (+ γεν.): του ύψους, του επιπέδου: άνοδος/απώλειες/αύξηση/έλλειμμα/κέρδη/πλεόνασμα ~ ~ του ... %. Ποσό ~ ~ των δύο χιλιάδων ευρώ., διασάλευση της (δημόσιας/έννομης) τάξης βλ. διασάλευση, ησυχία, τάξη και ασφάλεια βλ. ησυχία, κερδίζω χρονιά/τάξη βλ. κερδίζω, μένω στην ίδια τάξη βλ. μένω, πρώτης τάξεως/τάξης βλ. πρώτος [< αρχ. τάξις ‘διάταξη ή γραμμή μάχης, παραγγελία, ρόλος, θέση, κοινωνική τάξη’, γαλλ. ordre, classe]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.