αγώνας [ἀγώνας] α-γώ-νας ουσ. (αρσ.) {αγών-α (λόγ.) -ος | -ες, -ων} 1. κοπιαστική προσπάθεια, σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, για την επίτευξη στόχου ή την αποτροπή ενέργειας: αντιδικτατορικός/αντικαρκινικός/απεγνωσμένος/απεργιακός/διαρκής/δίκαιος/διπλωματικός/εκλογικός/ηρωικός/κοινός/μάταιος/πνευματικός/σκληρός/τίμιος/τιτάνιος/υπεράνθρωπος ~. ~ για εξάλειψη των κοινωνικών αδικιών/επιβίωση/ισότητα. ~ κατά των επιδημιών και του υποσιτισμού/των μεταλλαγμένων/των ναρκωτικών/της φτώχειας. ~ μέχρι θανάτου/τελικής πτώσεως. Προμηνύεται σκληρός ~. Διαρκής ~ η μάθηση. Ο ~ της ζωής. Καθημερινός ~ για ένα καλύτερο αύριο. (προφ.) -Τι κάνετε; -Εδώ, στον ~α! (= στη βιοπάλη). Ακολούθησε/έγινε/ξεκίνησε ένας μακρύς/μαραθώνιος/πολυετής ~. Ο ~ τώρα δικαιώνεται (συνήθ. ως σύνθημα σε συλλαλητήρια). Ο ~ δυναμώνει/εντείνεται/συνεχίζεται. Επιτροπή ~α. Όλοι στον ~α. Χαιρετίζουμε τον ~α (π.χ. των φοιτητών). Δίνει/κάνει ~α, για να κρατήσει κάποιον/να κρατηθεί στη ζωή. Έχουν αποδυθεί σε ~α αλληλοεξόντωσης. Αρχίζω/εγκαταλείπω τον/μπαίνω στον ~α. Κοινωνικοί/συνδικαλιστικοί/ταξικοί ~ες (πβ. πάλη). Ώρα για ~ες. Όλα κερδήθηκαν με ~ες. Πβ. κόντρα, σύγκρουση. 2. (ειδικότ.) μάχη, πόλεμος, συμπλοκή: αιματηρός/άνισος/απελευθερωτικός (πβ. εξέγερση, ξεσηκωμός)/ένοπλος ~. ~ για την ανεξαρτησία/ελευθερία. Εθνικοί ~ες.|| Ο Αγώνας (: η Ελληνική Επανάσταση του 1821). 3. οργανωμένη αναμέτρηση, διαγωνισμός με στόχο τη νίκη: (ΑΘΛ.) διασυλλογικός/ζωντανός (: σε απευθείας μετάδοση)/ισόπαλος/κρίσιμος/μαγνητοσκοπημένος/συναρπαστικός/(ημι)τελικός/φιλικός ~. ~ βόλεϊ/μπάσκετ/πάλης/ποδοσφαίρου (ή ποδοσφαιρικός ~, πβ. ματς, παιχνίδι, συνάντηση)/πυγμαχίας/ταχύτητας. ~-ρεβάνς/πρόκριση. Ο ~ θα διεξαχθεί αύριο/έληξε. Στιγμιότυπα από τον ~α. Διεκδικώ/κερδίζω/χάνω τον ~α. Αθλητικοί/βαλκανικοί/διεθνείς/επίσημοι/παγκόσμιοι/πανευρωπαϊκοί ~ες. ~ες αυτοκινήτου (ράλι)/ποδηλασίας (ή ποδηλατικοί ~ες).|| Θεατρικοί/μαθηματικοί/μουσικοί/ποιητικοί/ρητορικοί ~ες. Ανάληψη/ασφάλεια/βαθμολόγηση/έναρξη/πραγματοποίηση (των) ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαστικός αγώνας: δίκη: Έκανε/διεξήγαγε/κέρδισε έναν μακροχρόνιο ~ό ~α. Εμπλέκομαι σε ~ό ~α., αγώνας δρόμου βλ. δρόμος, αγώνας μπαράζ βλ. μπαράζ, αγώνας/παιχνίδι νοκ άουτ βλ. νοκ άουτ, ανένδοτος αγώνας βλ. ανένδοτος, γυμνικοί αγώνες βλ. γυμνικός, Ειδικοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, κίτρινο φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, Παραολυμπιακοί Αγώνες βλ. παραολυμπιακός, προκριματικός (αγώνας) βλ. προκριματικός, ροζ φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός ● ΦΡ.: (αγωνίστηκε/έδωσε) τον αγώνα τον καλό: για πρόσωπο που έδωσε αγώνα, μένοντας πιστό στα ιδανικά του και στοχεύοντας στην ηθική τελείωσή του., αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου: πολύ κρίσιμος, καθοριστικός αγώνας: Διεξάγεται ~ ~. Βλ. ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου. [< γαλλ. lute entre la vie et la mort], Αγώνες Καλής Θέλησης: διεθνείς αθλητικοί αγώνες για την κατανόηση και συμφιλίωση των λαών. [< αγγλ. Goodwill Games, 1986] , άνευ αγώνα/αγώνος (λόγ.): ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που επιτυγχάνεται χωρίς αναμέτρηση των δύο ομάδων, αλλά κατόπιν επίσημης απόφασης: νίκη/πρόκριση ~ ~. Αποκλείστηκε/πέρασε ~ ~ (: ενν. από/στον επόμενο γύρο διοργάνωσης). Πβ. στα χαρτιά., νυν υπέρ πάντων ο αγών (επίσ.) : για περιπτώσεις που χρειάζεται συσπείρωση όλων των δυνάμεων για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου. [< αρχ. ἀγών]
αιμοδοτώ [αἱμοδοτῶ] αι-μο-δο-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αιμοδοτ-είς ..., -ώντας | αιμοδότ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί} (επίσ.) 1. (μτφ.) παρέχω πόρους, ενισχύω, εμπλουτίζω: Ο τουρισμός ~εί την οικονομία. Το ταμείο ~είται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Βλ. αιμορραγώ.|| Νέοι ηθοποιοί που ~ούν το θέατρο (βλ. νέο αίμα). 2. (σπανιότ.) δίνω αίμα: Δεν μπορεί να ~ήσει για λόγους υγείας. Βλ. -δοτώ. [< γαλλ. donner de sang]
ακυρώνω [ἀκυρώνω] α-κυ-ρώ-νω ρ. {ακύρω-σα, -σει, -θηκε, -θεί, ακυρών-οντας, ακυρω-μένος} 1. καθιστώ κάτι άκυρο, αίρω την ισχύ του, καταργώ: ~ κράτηση εισιτηρίου/συμφωνία. Το τιμολόγιο πρέπει να ~θεί. Η εταιρεία ~σε (= έλυσε) το συμβόλαιο. Το δικαστήριο ~σε τον διορισμό της/τις νέες προσλήψεις/την υπουργική απόφαση. Το Συμβούλιο της Επικρατείας θα ~σει τον διαγωνισμό. Ο διαιτητής ~σε το γκολ. Η επιτροπή ~σε την πρώτη ιστιοδρομία. Οι εκλογές/οι εξετάσεις ~θηκαν. ~μένο: διαβατήριο. Πβ. αναιρώ, ανακαλώ. ΑΝΤ. επικυρώνω.|| ~ εισιτήριο (= επικυρώνω· σφραγίζω εισιτήριο των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς σε ακυρωτικό μηχάνημα).|| (μτφ.) Με τις πράξεις του ~ει τους ισχυρισμούς του (= αυτοαναιρείται). ΑΝΤ. κυρώνω 2. ματαιώνω κάτι που είχε προσχεδιαστεί: ~ το ραντεβού/τη συνάντησή μας. ~εται η εκδήλωση/παράσταση/συνέντευξη. Η παραγγελία/η περιοδεία/η συναυλία/το ταξίδι ~θηκε. Τα σχέδιά μας ~θηκαν. ~θηκαν όλες οι πτήσεις για ... [< μτγν. ἀκυρῶ, γαλλ. annuler, invalider]
άντερο [ἄντερο] ά-ντε-ρο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό.-προφ.): έντερο. ● ΦΡ.: βγάζει τ' άντερά του (μτφ.): κερδίζει πολλά χρήματα., δεν αγαπάει ούτε τ' άντερά του (μειωτ.): δεν νοιάζεται για κανένα, είναι σκληρός και ανελέητος: Μην περιμένεις τίποτα από δαύτον! Αυτός ~ ~!, δεν μου έμεινε άντερο (μτφ.): γέλασα υπερβολικά. Πβ. πεθαίνω, ξεκαρδίζομαι στα γέλια., λάδωσε/λίγδωσε τ' άντερο/τ' αντεράκι (κάποιου) (μτφ.): χόρτασε ή απόκτησε υλικά αγαθά., στριμμένο άντερο (μειωτ.): άνθρωπος ιδιότροπος, στρυφνός. Πβ. ανάποδος, κέρατο., του βγάζω τ' άντερα (μτφ.) 1. ξεκοιλιάζω, μαχαιρώνω, σκοτώνω: (απειλητ.) Να του πεις πως, αν τον δω, θα του βγάλω ~! 2. (σπάν.) ξεχαρβαλώνω, χαλάω κάτι: Προσπάθησε να φτιάξει το ραδιόφωνο και του έβγαλε ~!, βγάζω/ξερνώ τ' άντερά μου βλ. ξερνώ, μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα βλ. γυρίζω, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας [< μεσν. άντερο(ν)]
γουστάρω γου-στά-ρω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γούσταρ-α κ. γουστάρ-ιζα, γουστάρ-ισα, -οντας} & (σπάν.) γουστέρνω (λαϊκό): μου προκαλεί ευχαρίστηση, μου αρέσει: ~ τα ταξίδια. ~ (πολύ) που κερδίσαμε (= ευχαριστιέμαι, χαίρομαι). ~ει να διαβάζει βιβλία (= τη βρίσκει). Δεν ~ να μου λες τι να κάνω/να τον βλέπω. Δεν ~ πάρε-δώσε/παρτίδες μαζί του. Έλα, όποτε ~εις (= θέλεις, επιθυμείς). Κάνει ό,τι (του) ~ει (= ό,τι του κάνει κέφι, ό,τι του καπνίσει). (νεαν. αργκό) -Λέμε να πάμε για καφέ, θα έρθεις; -Δεν ~.|| (για πρόσ.) Δεν τον ~ καθόλου (= δεν τον πάω). Τη ~ει (: ενν. ερωτικά). ● ΦΡ.: (κι) άμα σου γουστάρει/άμα γουστάρεις!: (ως κατηγορηματική δήλωση) είτε σου αρέσει είτε όχι: Εγώ πάντως θα πάω κι ~ ~!, έτσι γουστάρω/έτσι μου γουστάρει (προφ.): για να δηλώσει κάποιος ρητά πως θα κάνει αυτό που θέλει: Εγώ ~ ~ και σ' όποιον αρέσει! Φεύγω, επειδή ~ ~!, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς! (εμφατ.): ό,τι θες, ό,τι σου αρέσει: Κάνε ~ ~! [< ιταλ. gustare]
-δοτώ (επίσ.): επίθημα ρημάτων με τη σημασία του παρέχω, δίνω: γνωμο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/μισθο~/πλειο~/πριμο~/συνταξιo~/χρηματο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δότηση.
ευ [εὖ] επίρρ. (αρχαιοπρ.): καλά· συνήθ. στις ● ΦΡ.: ευ αγωνίζεσθαι: ΑΘΛ. το να αγωνίζεται κανείς έντιμα, σύμφωνα με τους κανονισμούς του αθλήματος και με σεβασμό προς τον αντίπαλο: βραβείο/έπαθλο ~ ~. Το πνεύμα του ~ ~. Πβ. αθλητικό ιδεώδες, ευγενής άμιλλα, ολυμπισμός., ουκ εν τω πολλώ το ευ (γνωμ.): κυρ. ως παραίνεση αποφυγής του φλύαρου και περιττού· η μεγάλη ποσότητα δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ποιότητα: Μη μακρηγορείτε· ~ ~. Πβ. τα ακριβά αρώματα μπαίνουν/τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια/μπουκάλια., το ευ ζην βλ. ζην [< αρχ. εὖ ‘καλά, σωστά, πολύ’ < ἐΰς ‘καλός, γενναίος’]
ευρών [εὑρών] ευ-ρών ουσ. (αρσ.): συνήθ. στη ● ΦΡ.: ο ευρών αμειφθήσεται (αρχαιοπρ.-συνήθ. σε αγγελία): για να δηλωθεί ότι θα ανταμειφθεί όποιος βρει κάτι που έχει χαθεί: Απωλέσθη σκύλος· ~ ~. [< αρχ. εὑρών, μτχ. αορ. β’ του ρ. εὑρίσκω]
κλέφτης κλέ-φτης ουσ. (αρσ.) {κλεφτ-ών} & κλέπτης, κλέφτρα (η) 1. πρόσωπο που κλέβει: επαγγελματίας ~. ~ αυτοκινήτων/έργων τέχνης/κινητών. Κύκλωμα/συμμορία ~ών. Πιάστηκε/συνελήφθη ο ~. Μπήκαν ~ες στο μαγαζί/σπίτι. Πβ. διαρρήκτης, ληστής. Βλ. αρχι~, ζωο~.|| Προσέξτε μη σας γελάσουν, είναι ~ες (= απατεώνες, λωποδύτες)!|| (μτφ.) ~ της καρδιάς (βλ. καρδιοκλέφτρα). 2. ΙΣΤ. {συνήθ. στον πληθ.} μέλος ανυπότακτων ορεσίβιων ομάδων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της αντίστασης κατά των Τούρκων: ~ες κι αρματολοί. Το λημέρι των ~ών. Βλ. πρωτο~. 3. ΒΟΤ. σπόρος με λεπτά και λευκά νημάτια που μεταφέρεται σε μεγάλη απόσταση από τον αέρα. ● Υποκ.: κλεφταράκος & κλεφτάκος (ο) ● Μεγεθ.: κλεφταράς & (σπάν.) κλέφταρος (ο) (επιτατ.) ● ΦΡ.: αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη (παροιμ.): αυτός που έχει αδικηθεί, θα βρει τελικά το δίκιο του., κλέφτες κι αστυνόμοι: παιδικό ομαδικό παιχνίδι, κυνηγητό., μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε (παροιμ.): έρχεται η στιγμή που οι απατεωνιές, οι κλεψιές κάποιου αποκαλύπτονται., ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται (παροιμ.): όποιος κλέβει ή λέει ψέματα, πολύ σύντομα αποκαλύπτεται., σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης (προφ.): αθόρυβα, χωρίς να τον πάρουν είδηση, κρυφά: Έφυγε ~ ~. Πβ. στα κλεφτά., φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί/για να φύγει ο νοικοκύρης (παροιμ.): για κάποιον που, ενώ φταίει, προσπαθεί να ρίξει τις ευθύνες σε όσους υφίστανται τις πράξεις του., κλειδώνω (κι) αμπαρώνω και ο κλέφτης είναι μέσα/τον κλέφτη βρίσκω μέσα βλ. αμπαρώνω [< μεσν. κλέφτης]
τάξη τά-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. τήρηση κανόνων, οργάνωση, μεθοδικότητα· κατ' επέκτ. εύρυθμη λειτουργία, κοινωνική ομαλότητα, νομιμότητα: ~ και καθαριότητα/νοικοκυροσύνη. Επιτέλους, έβαλε/μπήκε ~ εδώ μέσα! Στο σπίτι τους βασίλευε/επικρατούσε η απόλυτη ~. ΑΝΤ. ακαταστασία, αταξία.|| Έχει ~ στη δουλειά της (= είναι τακτική). Πβ. οργανωτικ-, συστηματικ-ότητα.|| Η κοινοβουλευτική ~ (: οι κανονισμοί που καθορίζουν τη λειτουργία της Βουλής). Η φυσική ~ των πραγμάτων. (ΑΣΤΡΟΝ.) Κοσμική ~ και χάος.|| Αποκατάσταση/διασάλευση/διατήρηση/επαναφορά της ~ης. Μονάδες Αποκατάστασης ~ης (ακρ. ΜΑΤ). Διαφυλάσσω/επιβάλλω την ~. Πβ. ευταξία. ΑΝΤ. αναρχία. 2. υποδιαίρεση του κύκλου σπουδών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σχολικό έτος· συνεκδ. οι μαθητές ή/και ο διδάσκων, η αίθουσα διδασκαλίας: προπαρασκευαστική ~. Το αναλυτικό πρόγραμμα/τα βιβλία/τα μαθήματα/η ύλη κάθε ~ης. ~εις ένταξης/μικτής ικανότητας/υποδοχής (για αλλοδαπούς μαθητές). Επαναλαμβάνω/περνώ/χάνω την ~ (= δεν προβιβάζομαι). Πηγαίνει στην έκτη ~ του Δημοτικού/στην τρίτη ~ του Γυμνασίου/Λυκείου. Eίναι/πάνε στην ίδια ~ (= είναι συμμαθητές).|| (ειδικότ., στη φροντιστηριακή εκπαίδευση:) ~εις ενηλίκων (= τμήματα). Θα βγάλει/κάνει την ~ το καλοκαίρι.|| Οι μικρές/μεγάλες ~εις (: αναφορικά με την ηλικία των μαθητών). Αξιολόγηση/διαχείριση της ~ης. Επίσκεψη της ~ης στο μουσείο. Είναι πρώτος στην ~ (του).|| Η έδρα/τα θρανία/ο πίνακας της ~ης. Απουσιάζω από την ~.|| Εικονική-δυνητική ~ (= τηλε~). 3. θέση σε ιεραρχία: λογιστής/μηχανικός Α'/Β'/Γ' ~εως. Βλ. βαθμίδα, βαθμός. 4. κατηγορία σε σύστημα ταξινόμησης: η Τάξις των Θετικών Επιστημών/των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών/των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών (: της Ακαδημίας Αθηνών).|| (ΑΣΤΡΟΝ.) ~εις λαμπρότητας αστέρων.|| (ΖΩΟΛ.-ΒΟΤ.) Η ~ των κολεόπτερων. Βλ. (συν)ομοταξία, υπερ~, υπο~.|| (ΜΑΘ.) Διαφορικές εξισώσεις πρώτης/ανώτερης ~ης.|| (ΧΗΜ.) Οργανική ένωση που ανήκει στην ~ των μονοσακχαριτών.|| (γενικότ.) Παρουσίαση εργογραφίας κατά χρονολογική ~ (= σειρά). 5. {συνήθ. στον πληθ.} οργανωμένο σύνολο ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά: διαφωνίες στις ~εις (= στους κόλπους/κύκλους) των εκπαιδευτικών/εργαζομένων σχετικά με ...|| (ειρων.) Η ευγενής/συμπαθής ~ των ... Πβ. σινάφι.|| Οι ~εις των προοδευτικών/συντηρητικών. Πβ. παράταξη.|| Οι ~εις της Ελληνικής Αστυνομίας.|| (ΣΤΡΑΤ.) Κατατάχθηκε/υπηρετεί στις ~εις των Ενόπλων Δυνάμεων.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Οι ~εις (= τα τάγματα) των Αγγέλων. 6. {στη γεν.} επίπεδο, είδος: προβλήματα διαφορετικής ~ης. Άλλης ~εως θέμα είναι το ... Πβ. κλάση2. 7. διάταξη, σχηματισμός: (κυρ. ΣΤΡΑΤ.) Το πεζικό πολεμούσε σε πυκνή ~. Βλ. παράταξη. ● ΣΥΜΠΛ.: ηθικής τάξης/τάξεως: που σχετίζεται με την ηθική: ζητήματα/θέματα/προβλήματα ~ ~. Για λόγους ~ ~. [< γαλλ. d'ordre moral] , ηλεκτρονική/ψηφιακή τάξη & η-τάξη: ΠΑΙΔΑΓ. -ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα οργάνωσης και διαχείρισης εκπαιδευτικού υλικού στο διαδίκτυο που επιτρέπει τη συνεχή αλληλεπίδραση εκπαιδευτή και εκπαιδευομένου. Βλ. ηλεκτρονική εκπαίδευση, τηλε-διδασκαλία, -εκπαίδευση, -μάθηση, -τάξη. [< αγγλ. e-class] , κοινωνική τάξη & τάξη: καθεμία από τις ομάδες που διαφοροποιούνται μεταξύ τους με βάση το οικονομικό ή μορφωτικό επίπεδο των μελών τους, τη συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία ή/και το επάγγελμα: ανώτερη/μεσαία/κατώτερη ~ ~.|| Η αγροτική/άρχουσα/αστική/εργατική (= ο εργαζόμενος λαός)/κυβερνώσα/κυρίαρχη/λαϊκή ~. Η ~ των μικρομεσαίων. Οι ασθενέστερες (οικονομικά)/εύπορες/παραγωγικές/υψηλές/χαμηλές (εισοδηματικά) ~εις. Σύγκρουση των ~εων. ΣΥΝ. στρώμα (3), νέα τάξη (πραγμάτων): διαμόρφωση νέας κατάστασης σε παγκόσμιο επίπεδο μετά από σημαντικές μεταβολές στα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα· γενικότ. αλλαγή κατεύθυνσης, πορείας: Δημιουργείται μια ~ ~.|| ~ ~ στην πολιτική. Πβ. νέα εποχή., πάλη των τάξεων & ταξική πάλη: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. σύγκρουση ταξικών συμφερόντων, κυρ. ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, η οποία, σύμφωνα με τον μαρξισμό, βρίσκεται στη βάση της εξέλιξης της ιστορίας., έννομη τάξη βλ. έννομος, η καθεστηκυία τάξη βλ. καθεστηκυία, όργανο της τάξης/τάξεως βλ. όργανο, τάξη μεγέθους βλ. μέγεθος ● ΦΡ.: ανακαλώ/επαναφέρω κάποιον στην τάξη (επίσ.): του επισημαίνω ότι έχει υπερβεί τα όρια, τον υποχρεώνω να πειθαρχήσει. [< γαλλ. rappeler à l' ordre] , βάζω/μπαίνει κάτι σε τάξη & βάζω/μπαίνει τάξη σε κάτι: τακτοποιώ/διευθετείται: Βάζω σε τάξη τις ιδέες/τις σημειώσεις/τις σκέψεις μου. Βάλε τάξη στο δωμάτιο/στη ζωή σου. Το αρχείο μπήκε σε τάξη., πρώτος/δεύτερος τη τάξει (επίσ.): που βρίσκεται στα ανώτερα ιεραρχικά κλιμάκια, κατέχοντας την πρώτη/δεύτερη θέση: πρώτος ~ ~ αξιωματούχος/πολίτης του κράτους (= ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας)/υπουργός (πβ. πρωτοκλασάτος)., της τάξεως/τάξης (+ γεν.): του ύψους, του επιπέδου: άνοδος/απώλειες/αύξηση/έλλειμμα/κέρδη/πλεόνασμα ~ ~ του ... %. Ποσό ~ ~ των δύο χιλιάδων ευρώ., διασάλευση της (δημόσιας/έννομης) τάξης βλ. διασάλευση, ησυχία, τάξη και ασφάλεια βλ. ησυχία, κερδίζω χρονιά/τάξη βλ. κερδίζω, μένω στην ίδια τάξη βλ. μένω, πρώτης τάξεως/τάξης βλ. πρώτος [< αρχ. τάξις ‘διάταξη ή γραμμή μάχης, παραγγελία, ρόλος, θέση, κοινωνική τάξη’, γαλλ. ordre, classe]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ