αγγελική [ἀγγελική] αγ-γε-λι-κή ουσ. (θηλ.) ΒΟΤ. 1. αρωματικός καλλωπιστικός θάμνος (γένος Pittosporum) με λευκοκίτρινα συνήθ. άνθη 2. γένος αρωματικών ποωδών φυτών (οικογ. Umbelliferae). [< 2: αγγλ. angelica, γαλλ. angélique]
άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]
-άκα: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν συγγένεια για τον σχηματισμό υποκοριστικών: γιαγι~/μαμ~ (βλ. -ούλα). Βλ. -ακας.
-άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.
-άκος επίθημα παραγωγής αρσενικών ουσιαστικών 1. υποκοριστικών με χαϊδευτική ή μειωτική σημασία: γεροντ~/πυρετ~/υπν~.|| (για αρνητ. ιδιότητα:) Aλητ~/διαβολ~/τεμπελ~/ψευτ~ (βλ. -αράκος).|| Γιατρουδ~/εμπορ~/υπαλληλ~ (πβ. -ίσκος). Πβ. -άκι. 2. οικογενειακών ονομάτων, ιδιαίτερα μανιάτικων. Βλ. -άκης.
ανάσταση [ἀνάσταση] α-νά-στα-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -άσεως} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α) επάνοδος του Χριστού στη ζωή την τρίτη μέρα μετά τη Σταύρωση: η ~ του Θεανθρώπου/Ιησού/Κυρίου. Το χαρμόσυνο μήνυμα της ~ης. (ευχετ.) Καλή ~! 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Α, κατ' επέκτ.) η αντίστοιχη ακολουθία και γιορτή το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου: ~ με βεγγαλικά και φωτοβολίδες. Πάμε στην ~ με λαμπάδες. Βλ. Πάσχα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) επαναφορά νεκρού στη ζωή: Η ~ του Λαζάρου (: ένα από τα θαύματα του Χριστού). Η ~ των νεκρών (: κατά τη Δευτέρα Παρουσία). Πβ. ζωντάνεμα, νεκρανάσταση. 4. (με κεφαλ. το αρχικό Α) το αντίστοιχο γεγονός ως έργο τέχνης ή αγιογραφικό θέμα. Βλ. εις Άδου κάθοδος. 5. (μτφ.) αναγέννηση, ανάκαμψη: η πνευματική/πολιτιστική ~ (ενός λαού). Οικονομική ~ της εταιρείας. Πβ. αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα.|| Η ~ του (υπόδουλου) Γένους/του Έθνους (: η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού). ΣΥΝ. (απ)ελευθέρωση, ξεσηκωμός. 6. (ως επιφών., προφ.-εμφατ.) επιτέλους: ~! Τα κατάφερε. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη Ανάσταση/Εσπερινός της Αγάπης/Αγάπη: ΕΚΚΛΗΣ. ακολουθία που τελείται το μεσημέρι ή το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα., πρώτη Ανάσταση: ΕΚΚΛΗΣ. η Θεία Λειτουργία που τελείται το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. ● ΦΡ.: κάνω Ανάσταση (προφ.) 1. παρακολουθώ την τελετή της Ανάστασης: Φέτος θα ~ ~ στην ενορία μου/σε μοναστήρι. 2. (μτφ.) ξεπερνώ τα προβλήματά μου, γίνομαι ξανά ευτυχισμένος (ύστερα από δύσκολη περίοδο). Πβ. άσπρη μέρα/Θεού πρόσωπο. [< αρχ. ἀνάστασις]
γειτονία γει-το-νί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε γειτονικά κράτη: ~ ειρήνης και συνεργασίας. Βλ. ΕΠΓ. ● ΣΥΜΠΛ.: γειτονία του σημείου & γειτονιά του σημείου: ΜΑΘ. σύνολο σημείων που βρίσκονται σε ορισμένη απόσταση από ένα σημείο αναφοράς. [< γαλλ. voisinage d'un point ] ● ΦΡ.: καλής γειτονίας: ΠΟΛΙΤ. για αρμονική συνύπαρξη μεταξύ όμορων κρατών: αρχές/κλίμα/πολιτική/συνθήκες ~ ~. Η χώρα μας δημιουργεί/καλλιεργεί σχέσεις ~ ~ με ... [< αρχ. γειτονία, γαλλ. voisinage]
διαβολάκι δια-βο-λά-κι ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. αγγελάκι 1. (μτφ.-οικ.) ζωηρό, δραστήριο και έξυπνο παιδί. Πβ. ζιζάνιο, πειραχτήρι. 2. μικρός διάβολος: Ντύθηκε ~ τις απόκριες.
διάβολος διά-βο-λος ουσ. (αρσ.) {διαβόλ-ου} & (λαϊκό) διάολος 1. ΘΕΟΛ. (συχνά με κεφαλ. Δ) προσωποποίηση του πνεύματος του κακού, συνήθ. με κέρατα και ουρά, ο αντίπαλος του Θεού που έχει βασίλειό του την κόλαση, σατανάς: η μάχη με τον ~ο. Όργανο/παγίδες του ~ου. Αποφεύγω/φοβάμαι (κάποιον/κάτι) σαν τον ~ο. ΣΥΝ. Βεελζεβούλ, Εωσφόρος (1), Σατανάς. 2. (μτφ.) άνθρωπος μοχθηρός και σκληρός: αληθινός/σκέτος/σωστός ~.|| (για οδηγό αυτοκινήτου) Έτρεχε σαν ~. Βλ. φτωχο~. 3. (λαϊκό-υβριστ.) σε ερωτήσεις και αναφωνήσεις, ως έκφραση εκνευρισμού, δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης: Τι ~ο θέλεις;|| (ως επιφών.) (Που/φτου) να πάρει ο ~! ● ΣΥΜΠΛ.: δια(β)όλου κάλτσα βλ. κάλτσα, διάβολος της Τασμανίας βλ. Τασμανία, δικηγόρος/συνήγορος του διαβόλου βλ. δικηγόρος ● ΦΡ.: άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! & να πας/πήγαινε στο διά(β)ολο/διάλο! (υβριστ.): ως έκφραση αγανάκτησης, οργής, όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον ή για να δηλωθεί μεγάλη έκπληξη: άι ~ ~ όλοι τους.|| Α ~ ~, δεν το πιστεύω!, βάζει ο διά(β)ολος την ουρά του: για αρνητική εξέλιξη που οφείλεται σε εξωγενή παράγοντα: Έβαλε ~ και τσακωθήκαμε! , βρήκα τον διάολό μου (μτφ.) 1. έμπλεξα, βρήκα τον μπελά μου: Προσπάθησα να τον βοηθήσω και ~ ~. 2. βρήκα τον δάσκαλό μου: Ήθελε να έχει το πάνω χέρι, αλλά μαζί της έχει βρει ~ ~ του., διά(β)ολοι/δια(β)όλοι και τρίβολοι/τριβόλοι: όταν υπάρχουν πολλοί πειρασμοί και ενοχλητικοί άνθρωποι τριγύρω., έσπασε/σπάει ο διά(β)ολος το ποδάρι του (προφ.): για κάτι αναπάντεχο, αρνητικό ή (ειρων.) θετικό: Έσπασε ~ ~ και τρέχαμε στο νοσοκομείο!, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του & έχει τον δαίμονα μέσα του: για πονηρό, δόλιο ή πολύ ευφυή, δαιμόνιο άνθρωπο., μπήκε ο διάολος μέσα του: δαιμονίστηκε ή συμπεριφέρεται σαν δαιμονισμένος, τον κυρίευσε ο σατανάς: Ούρλιαζε και χτυπιόταν σαν να ~ ~., ο διά(β)ολος έχει πολλά ποδάρια (λαϊκό): για να εκφραστεί ότι είναι πιθανόν να συμβεί αναπάντεχα κάτι αρνητικό, παρά τις όποιες προφυλάξεις: Καλό είναι να έχεις ένα δεύτερο κλειδί μαζί σου· ποτέ δεν ξέρεις, ~ ~ ... , όπως ο διά(β)ολος το λιβάνι & σαν τον διάολο το λιβάνι (λαϊκό-εμφατ.): λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αποστρέφεται ή φοβάται κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό: Αποφεύγει, ~ ~, τις κοσμικές συναθροίσεις., όταν γεράσει ο διά(β)ολος, καλογερεύει (παροιμ.): λέγεται για κάποιον που εγκαταλείπει παλιές κακές συνήθειες., πάει κατά δια(β)όλου (προφ.-εμφατ.): για πολύ αρνητική εξέλιξη: Η επιχείρηση/η κοινωνία/ο κόσμος/η ομάδα ~ ~ (: από το κακό στο χειρότερο)., πάει στον διά(β)ολο/διάλο (λαϊκό): για δήλωση συγκατάβασης, ας είναι: Δεν μου αρέσει το φαγητό, αλλά, ~ ~, θα το δοκιμάσω., στέλνω κάποιον στον διά(β)ολο/στον αγύριστο/από εκεί που ήρθε (προφ.-υβριστ.): διαολοστέλνω: Αγανάκτησε και τον έστειλε ~., στου δια(β)όλου τη μάνα/το κέρατο (μτφ.-προφ., για δήλωση δυσαρέσκειας ή αγανάκτησης): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Με έστειλαν ~ ~. Πού να τραβιέμαι τώρα ~ ~; Βλ. στην άκρη/στα πέρατα του κόσμου/της γης., τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου (λαϊκό-εμφατ.): αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία, ταλαιπωρούμαι: Τραβήξαμε ~ μας, για να τον ξεφορτωθούμε. ΣΥΝ. τραβώ τον αδόξαστο, δουλειά δεν είχε ο διά(β)ολος και ... βλ. δουλειά, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ [< αρχ. διάβολος ‘συκοφάντης’, μτγν. ~ ‘σατανάς’, γαλλ. diable]
επιχειρηματικός, ή, ό [ἐπιχειρηματικός] ε-πι-χει-ρη-μα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που αναφέρεται σε επιχειρηματία ή επιχείρηση: ~ός: κατάλογος/κόσμος/κύκλος/οδηγός/όμιλος/οργανισμός/στίβος/σύνδεσμος/συνεργάτης/σχεδιασμός/τομέας/φορέας/χώρος. ~ή: αμοιβή/ανάπτυξη/αποστολή/δράση/δραστηριότητα/ελίτ/ευφυΐα/ηθική/ιδέα/ικανότητα/καινοτομία/κοινότητα/πρωτοβουλία/στρατηγική/συνάντηση/συνεργασία/τεχνογνωσία. ~ό: δαιμόνιο/ενδιαφέρον/κεφάλαιο/κλίμα/περιβάλλον/πνεύμα (= επιχειρηματικότητα)/πρόγραμμα/συμβούλιο/φόρουμ. ~οί: εταίροι/στόχοι/σύμβουλοι. ~ές: αποφάσεις/ειδήσεις/εξελίξεις/ευκαιρίες/εφαρμογές/συμφωνίες. ~ά: βραβεία/μοντέλα/νέα/πάρκα/συμφέροντα/ταξίδια. Βλ. εμπορικός. ● επίρρ.: επιχειρηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: επιχειρηματικό σχέδιο & επιχειρηματικό πλάνο: γραπτή έκθεση που περιλαμβάνει τις κατευθύνσεις και τους στόχους μιας υπό ίδρυση ή λειτουργία επιχείρησης, καθώς και τα μέσα για την επίτευξή τους. [< αγγλ. business plan] , επιχειρηματικοί άγγελοι: ιδιώτες που επενδύουν χρήματα και χρόνο σε επιχειρήσεις με προοπτικές ανάπτυξης. [< αγγλ. business angels, 1933] , επιχειρηματικός κίνδυνος & επιχειρηματικό ρίσκο: αδυναμία εταιρείας να κάνει ακριβή πρόβλεψη για το αν θα έχει αρκετό ρευστό, ώστε να καλύψει τα λειτουργικά της έξοδα με βάση τη διάθεση των κεφαλαίων της: υψηλός ~ ~. Ανάληψη/διαχείριση ~ού ~ου. [< αγγλ. business risk] , επιχειρηματική αριστεία βλ. αριστεία [< πβ. αρχ. ἐπιχειρηματικός ‘που σχετίζεται με τη διαλεκτική επιχειρηματολογία', αγγλ. business, entrepreneurial, γαλλ. ~, 1984]
έφεση [ἔφεση] έ-φε-ση ουσ. (θηλ.) 1. έμφυτη κλίση: ~ για μόρφωση. Έχει (από μικρός) ~ στο γράψιμο/στα μαθηματικά/στη μουσική. Πβ. ροπή, ταλέντο, φλέβα. 2. ΝΟΜ. ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται από ανώτερο δικαστήριο επανεξέταση υπόθεσης για την οποία έχει εκδοθεί πρωτόδικη απόφαση: ~ του εισαγγελέα. Άσκησε/κατέθεσε/υπέβαλε ~. Δικαίωμα ~ης. Απόσυρση/εκδίκαση της ~ης. (λόγ.) Η κατ' ~ διαδικασία/δίκη. Ενστάσεις-~έσεις. Απορρίφθηκε/έγινε δεκτή η ~. Βλ. αντ~. [< αρχ. ἔφεσις]
κορίτσι κο-ρί-τσι ουσ. (ουδ.) {κοριτσ-ιού | -ιών} 1. άτομο θηλυκού γένους από τη γέννησή του ως την ενηλικίωση· κόρη: ανήλικο/μικρό/νεαρό/όμορφο (= ομορφοκόριτσο) ~.|| Γέννησε/έκανε ~. Έχει ένα ~ και ένα αγόρι. Πβ. θυγατέρα. Βλ. παλιο-, πλουσιο-, τρελο-, φτωχο-κόριτσο. 2. ανύπαντρη, συνήθ. νεαρή γυναίκα: άβγαλτο/εργαζόμενο/χαριτωμένο ~. ~ της παντρειάς. ~ της διπλανής πόρτας (: συνηθισμένο ~). Πβ. νέα, τσούπρα. ΣΥΝ. κοπέλα (1), κοπελιά 3. (οικ., συνήθ. + γεν. ονόματος ή κτητικής αντωνυμίας) νεαρή με την οποία κάποιος έχει σχέση. Πβ. γκόμενα, φιλενάδα, φίλη. ΣΥΝ. κοπέλα (2), κοπελιά ● Υποκ.: κοριτσάκι (το), κοριτσόπουλο (το): στη σημ. 2. ● Μεγεθ.: κοριτσάρα (η): συνήθ. σε οικ. προσφών. για αγαπημένο κορίτσι: Μπράβο, ~ μου!, κορίτσαρος (ο): εντυπωσιακά ωραία και ψηλή κοπέλα. ΣΥΝ. κοπελάρα ● ΦΡ.: είναι κορίτσι από σπίτι: με αρχές και καλή ανατροφή., κορίτσι μου/κοπέλα μου!: ως προσφώνηση, χαϊδευτικά ή υποτιμητικά, ανάλογα με τον επιτονισμό ή τα συμφραζόμενα: Να 'σαι καλά, ~ ~! Καλώς τα ~ια/τις κοπέλες!|| Άσε μας, ~ ~!, κορίτσι/παιδί πράμα βλ. πράγμα, το χρυσό παιδί/κορίτσι/αγόρι βλ. χρυσός [< μεσν. κορίτσι(ν) < αρχ. κόρη]
λαπάς λα-πάς ουσ. (αρσ.) {λαπάδες} 1. ΜΑΓΕΙΡ. βρασμένο ρύζι που έχει χυλώσει: ~ με χυμό λεμονιού για τη διάρροια. 2. (μτφ.-προφ., για άνδρα) άνευρος, νωθρός. Πβ. πλαδαρός, φλώρος, χαλβάς. [< τουρκ. lâpa]
μακριά μα-κρι-ά επίρρ. 1. σε μεγάλη απόσταση: Έχω παρκάρει ~. Η θάλασσα πέφτει ~.|| (μτφ.) Ας μην πάμε τόσο ~, γιατί ξεφύγαμε τελείως από το θέμα. Ζει ~ από τα φώτα της δημοσιότητας. Όταν ακούς μεγάλες υποσχέσεις, ~ (= μην τις πιστεύεις)! 2. σε σημείο που απέχει πολύ χρονικά: Υπομονή, οι διακοπές δεν είναι ~! ● ΦΡ.: (από/καλύτερα) μακριά και αγαπημένοι: η απόσταση διασφαλίζει μια αδιατάρακτη σχέση., κρατώ μακριά: απομακρύνω: Κρατήστε ~ τους αδιάκριτους! Αλλεπάλληλοι τραυματισμοί τον κράτησαν ~ από τα γήπεδα.|| (μτφ.) ~ήθηκε ~ από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις., μακριά από μας/απ' εδώ (εμφατ.): ως ευχή για την αποφυγή κακού: ~ ~ οι αρρώστιες/ο πόλεμος!|| ~ μένα τέτοιες παράνομες μεθοδεύσεις! Πβ. άπαγε απ' εμού., χιλιόμετρα/μίλια μακριά (εμφατ.): πολύ μακριά: Είναι/έφυγε ~ ~ από την πατρίδα., βλέπει μακριά βλ. βλέπω, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! βλ. χέρι, μακριά κι αλάργα βλ. αλάργα, μένω μακριά βλ. μένω, πάει μακριά η βαλίτσα βλ. βαλίτσα, τραβά(ει)/πάει σε μάκρος/μακριά βλ. μάκρος [< μεσν. μακριά]
μαλλί μαλ-λί ουσ. (ουδ.) {μαλλ-ιού} 1. {συνήθ. στον πληθ.} το σύνολο των τριχών που καλύπτουν το πάνω και πίσω μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού: άσπρα/γκρίζα/καστανά/κόκκινα/μαύρα/ξανθά ~ιά. Αραιά/γερά/δεμένα/ίσια/κατσαρά/κοντά/λαμπερά/λυτά/μακριά/ξηρά/πλούσια/πυκνά/σγουρά/σπαστά/ταλαιπωρημένα/υγιή/φουντωτά ~ιά. Άβαφα/άλουστα/απεριποίητα/βρεγμένα/λουσμένα ~ιά. ~ιά με ανταύγειες/μπούκλες/όγκο. Σαμπουάν για αδύναμα/ευαίσθητα/κανονικά/λεπτά/λιπαρά ~ιά. Κοκαλάκι/λακ/λοσιόν/σεσουάρ για τα ~ιά. Αξεσουάρ/απώλεια/βαφές/βούρτσα/ζελέ/θεραπεία/ισιωτική/κόψιμο/κρέμα/μαλακτικό/μεταμόσχευση/περιποίηση/πιστολάκι/προσθετική/σπρέι/στέγνωμα/τούφα/τύπος/χρώμα ~ιών. Έφτιαξα/χτένισα το ~/τα ~ιά μου. Έπιασε τα ~ιά της με τσιμπιδάκι. 2. {συνήθ. στον εν.} τρίχωμα ζώων, που συχνά αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας: αγνό/ακατέργαστο/απαλό/παρθένο/πρόβειο/συνθετικό/φυσικό ~. Ρούχα/υφάσματα από ~ (= μάλλινα). Γνέσιμο/επεξεργασία/παραγωγή/ποιότητα ~ιού. || Ορυκτό ~ (= πετροβάμβακας). ● Υποκ.: μαλλάκι (το) {συνήθ. στον πληθ.} ● ΣΥΜΠΛ.: μαλλί της γριάς: ΖΑΧΑΡ. είδος γλυκίσματος, κυρ. για παιδιά, από νήματα λιωμένης ζάχαρης που τυλίγονται γύρω από ένα ξυλάκι., μαλλιά αγγέλου: είδος φιδέ. [< αγγλ. angel-hair pasta, 1981] , στεγνωτήρας μαλλιών βλ. στεγνωτήρας ● ΦΡ.: μαλλιά κουβάρια (προφ.): για έντονη αντιπαράθεση ή σύγχυση: Έγιναν ~ ~ (= μύλος) λόγω οικονομικών διαφορών.|| Τα 'χω κάνει ~ ~ (= μαντάρα) στο μυαλό μου. ΣΥΝ. άνω-κάτω (2), κουλουβάχατα, μαλλιοκούβαρα, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος (παροιμ.): προσπάθησε να κερδίσει κάτι και τελικά ζημιώθηκε., πιάνομαι μαλλί με μαλλί {συνήθ. στο γ' πρόσ.} (προφ.): μαλλιοτραβιέμαι., πόσο πάει το μαλλί; (μτφ.-ειρων.): πόσο κάνει/κοστίζει;, σαν της τρελής τα μαλλιά (σπάν.-προφ.): για χώρο όπου επικρατεί ακαταστασία: Το δωμάτιό του ήταν ~ ~. ΣΥΝ. άνω-κάτω (1), τα μαλλιά της κεφαλής μου/σου/του (προφ.): τα μαλλιοκέφαλά μου., αρπάζω την ευκαιρία (από τα μαλλιά) βλ. ευκαιρία, αφήνω μούσι/μουστάκι/γένια/μαλλιά βλ. αφήνω, κλάνω μαλλί/μέντες/πατάτες βλ. κλάνω, ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά (του) πιάνεται βλ. πνίγω, τραβάω τα μαλλιά μου βλ. τραβώ, τραβηγμένος από τα μαλλιά βλ. τραβηγμένος [< μεσν. μαλλίν < μτγν. μαλλίον]
μαραθώνιος, α, ο μα-ρα-θώ-νι-ος επίθ. 1. που σχετίζεται με τον Μαραθώνιο ή/και τον Μαραθώνα: (ΑΘΛ.) ~α: διαδρομή/πορεία. 2. (μτφ.) χρονοβόρος και εξαντλητικός: ~α: απολογία/συνεδρίαση. ~ες: συσκέψεις/συζητήσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: Μαραθώνιος Δρόμος: ΑΘΛ. Μαραθώνιος., μαραθώνια κολύμβηση βλ. κολύμβηση [< μτγν. Μαραθώνιος 'που αναφέρεται στον Μαραθώνα']
μη & μην μόρ. (αρν.) {μην πριν από φωνήεν ή από τα σύμφωνα: κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ, ξ, ψ} 1. (σε προτάσεις επιθυμίας ή επιφωνηματικές με ρήματα· συχνά προηγείται το ας ή το να:) δηλώνει απαγόρευση, αποτροπή ή παραίνεση: ~ ρίχνετε σκουπίδια στους δρόμους. ~ πεις λέξη. ~ μ' αγγίζεις! Να ~ με πάρεις τηλέφωνο ούτε να μου στείλεις μήνυμα. Αν είσαι άρρωστος, ~ έρθεις στη δουλειά. ~ ξεχάσω να του ευχηθώ για τη γιορτή του. ~ βιάζεσαι να μεγαλώσεις. ~ χαθούμε πάλι. Να τρως και να ~ μένεις νηστικός. ~ μ' αφήσεις ποτέ! ~ κλαις! Ας ~ χάνουμε χρόνο! Ας ~ κρυβόμαστε.|| (στον ελλειπτ. λόγο:) Άστο, ~! Σταμάτα, ~! ~ φεύγεις, όχι ~! Όλο διαταγές είναι και ~ (ενν. κάνεις) αυτό ~ εκείνο. 2. (σε προτάσεις επιφωνηματικές) δηλώνει ευχή, απευχή, κατάρα, όρκο ή απειλή: Μακάρι να ~ σε γνώριζα ποτέ! Να ~ σου τύχει ποτέ κάτι τέτοιο! Να ~ δεις ποτέ καλό από τα παιδιά σου! ~ σώσει και ... Να ~ προλάβω να γεράσω, αν λέω ψέματα! Να ~ τον δω μπροστά μου!|| (παραχώρηση) Ας ~ του είχα υποχρέωση και θα σου έλεγα εγώ ... 3. (συνήθ. προηγείται το να:) για τον σχηματισμό της άρνησης σε δευτερεύουσες προτάσεις: Τι να προσέξουμε για να ~ πάρουμε κιλά στις διακοπές. Πρέπει να ~ μάθει τίποτα. Δεν γίνεται να ~ έρθεις. Θα το πω κι ας ~ με πιστέψεις. Θα συνεχίσω τις προσπάθειες, ώσπου να ~ αντέχω άλλο. Υπάρχει κάτι που να ~ σου αρέσει; Απορώ γιατί να ~ θέλει να έρθει μαζί μας. Είναι δικό του το λάθος, όσο και να ~ το παραδέχεται. Έκανε σαν να ~ είχε συμβεί τίποτα. Τα νέα μέτρα ενδέχεται όχι μόνο να ~ λύσουν, αλλά και να επιτείνουν το αδιέξοδο. Βλ. δεν. 4. εισάγει δευτερεύουσα ενδοιαστική πρόταση: Φοβάμαι ~ τον χάσω. Ανησυχεί ~ τυχόν και δεν προφτάσει.|| Πολλοί άνθρωποι δεν λένε όχι από φόβο ~ δυσαρεστήσουν τους άλλους. Πβ. μήπως. 5. (μόνο το μη, με ονοματικούς τ. ή μετοχές ενεργητικού ενεστώτα) δηλώνει αντίθετη έννοια από αυτή που εκφράζει η λέξη με την οποία συνεκφέρεται: ~ βία. ~ καπνιστής. ~ κερδοσκοπικός οργανισμός. Αλφαβητικός κατάλογος ~ δημόσιων (= ιδιωτικών) σχολείων. ~ καταβληθείσες εισφορές. ~ ασφαλή προϊόντα. Οι ~ εγγεγραμμένοι. ~ εκτέλεση δρομολογίων. Καθίσματα για καπνίζοντες και ~. Στεκόταν ακίνητος ~ μπορώντας (: χωρίς να μπορεί) να αντιδράσει. 6. (απολύτως ως επιφών.) δηλώνει απαγόρευση ή αποτροπή: ~, για όνομα του Θεού! 7. (λαϊκό) εισάγει ευθείες ερωτήσεις και δηλώνει απορία, άγνοια: ~ τον άκουσες να έρχεται; ~ έπαθε τίποτα; Πβ. μήπως, μπας και. ● Ουσ.: μη (τα): απαγορεύσεις: τα πρέπει και τα ~. ● ΦΡ.: μη το ένα μη το άλλο: για να δηλωθούν συνεχείς και ενοχλητικές απογορεύσεις., (και) μη χειρότερα βλ. χειρότερος, ... και μη βλ. και, αν μη τι άλλο βλ. άλλος, θέλοντας ή μη/και μη βλ. θέλω, μη μου άπτου βλ. άπτεται, μη μου πεις ότι ... βλ. λέω, μη μου το λες/μη μου πεις .../τι μου λες! βλ. λέω, μην το λες βλ. λέω, ο μη γένοιτο βλ. γένοιτο [< μεσν. μην < αρχ. μή, 5: αγγλ. non]
-ούλι: (παράγ. από ουσ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: (με υποκ. σημ.) κρυφτ~/(κυρ. προφ.) λεπτ~ (πβ. -άκι).|| Χερ~ (πβ. -ουλάκι).|| (χιουμορ., στον πληθ.) Aγγλικ-ούλια/γαλλικ~.
χαρτί χαρ-τί ουσ. (ουδ.) {χαρτ-ιού | -ιών} 1. προϊόν με τη μορφή συνήθ. λεπτών ορθογώνιων φύλλων, το οποίο κατασκευάζεται από ειδική επεξεργασία πολτού ινών κυτταρίνης και χρησιμοποιείται κυρ. ως επιφάνεια γραφής: ανακυκλωμένο/γκοφρέ/δημοσιογραφικό (: εφημερίδων και περιοδικών)/εκτυπωτικό/λεπτό/λευκό/μιλιμετρέ/πεπιεσμένο/σκληρό/φωτογραφικό/χρωματιστό ~. ~ ιλουστρασιόν/καρμπόν/κραφτ/οντουλέ. ~ ακουαρέλας/αλληλογραφίας/εκτύπωσης/πολυτελείας. Βλ. μπριστόλ, χαρτικά.|| Μια κόλλα/ένα κομμάτι ~. Φωτοτυπία σε ~ Α4. Κοπτικό ~ιών. Βλ. χαρτόνι.|| ~ περιτυλίγματος/ταπετσαρίας. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ΄επέκτ.) σελίδα με γραπτό ή τυπωμένο, ενίοτε επίσημο κείμενο: γραφείο πήχτρα στα ~ιά (βλ. χαρτομάνι, χαρτούρα). Μια στιγμή, να ρίξω μια ματιά στα ~ιά μου. Άπλωσε τα ~ιά του στο τραπέζι. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή ανακοινώνεται επίσημα κάτι: πλαστά ~ιά. Μετανάστες/πρόσφυγες χωρίς ~ιά (: άδεια παραμονής, βίζα). Έλεγχος ~ιών (από αστυνομικό· βλ. ταυτότητα, δίπλωμα οδήγησης). Πήρε ~ από γιατρό (= βεβαίωση). Του ήρθε το ~, για να παρουσιαστεί στον στρατό. Πήρε επιτέλους το ~ (= απολυτήριο, πτυχίο). Κατέθεσε όλα τα απαραίτητα ~ιά για ανανέωση/έκδοση διαβατηρίου (= δικαιολογητικά, παράβολα, πιστοποιητικά). 4. {συνήθ. στον πληθ.} τραπουλόχαρτο: Έχω (πολύ) καλό ~ (: συνδυασμό φύλλων). Ανακάτεψε/μοίρασε τα ~ιά. Κόψε τα ~ιά (: χώρισε την τράπουλα σε δύο μέρη)! Άνοιξε τα ~ιά του (: τα έδειξε στους υπόλοιπους παίκτες για να κριθεί ο νικητής). 5. ΟΙΚΟΝ. {στον πληθ.} (προφ.) μετοχή: κρατικά ~ιά. ● Υποκ.: χαρτάκι (το): χαρτί μικρού μεγέθους: ~ με αριθμό προτεραιότητας στις τράπεζες. Έγραψε σ' ένα ~ τον αριθμό του τηλεφώνου της.|| Εξασφάλισαν το μαγικό/πολυπόθητο ~ (: εισιτήριο).|| Δεν έχω ~ια (= τσιγαρόχαρτα) για να στρίψω τσιγάρο.|| Θα παίξουμε ~ (= χαρτιά) την Πρωτοχρονιά; ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό χαρτί: ως χαρακτηρισμός για άτομο που δεν κρύβει τίποτα: Είναι ~ ~· δεν πρόκειται να σε κοροϊδέψει/σου πει ψέματα., αντικολλητικό χαρτί: που έχει αντικολλητικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται συνήθ. στη μαγειρική: Ψήνω τις πατάτες σε ~ ~. Βλ. αλουμινόχαρτο, λαδόκολλα., ηλεκτρονικό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός από ειδικού τύπου λεπτό και διαφανές υλικό, στην οποία μπορεί να προβληθεί εικόνα υψηλής ευκρίνειας με κείμενο ή/και φωτογραφίες: έγχρωμο ~ ~. ΣΥΝ. ηλεκτρονικό μελάνι [< αγγλ. electronic/e- paper] , θερμικό/θερμογραφικό/θερμοευαίσθητο χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. ειδικά επεξεργασμένο χαρτί, ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες, το οποίο χρησιμοποιείται σε θερμικούς εκτυπωτές: ~ ~ φαξ. ~ ~ για ταμειακές μηχανές. [< αγγλ. thermal/thermographic paper, γαλλ. papier thermosensible] , χαρτί κουζίνας & ρολό κουζίνας: απορροφητικό χαρτί σε μεγάλο ρολό, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθ. στην κουζίνα ως μέσο καθαρισμού., χαρτί υγείας/τουαλέτας: λεπτό χαρτί σε μικρό ρολό, για την προσωπική υγιεινή στο μπάνιο: απορροφητικό/αρωματικό/μαλακό ~ ~. Πβ. κωλόχαρτο. [< αγγλ. toilet paper, γαλλ. papier hygiénique, papier-toilette] , χημικό χαρτί: το οποίο παράγεται μέσω χημικής επεξεργασίας ασβεστίου και θειικής ρίζας για την παραγωγή ινών κυτταρίνης. [< αγγλ. chemical paper, γαλλ. papier chimique] , ψηφιακό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός για τη δημιουργία χειρογράφων με χρήση ψηφιακού στιλό. [< αγγλ. digital paper] , άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, βαρύ/γερό/δυνατό/μεγάλο χαρτί βλ. βαρύς, διαπραγματευτικό χαρτί βλ. διαπραγματευτικός, διαφανές χαρτί βλ. διαφανής, σημαδεμένη τράπουλα/σημαδεμένα χαρτιά βλ. σημαδεμένος, χαρτί κρεπ βλ. κρεπ ● ΦΡ.: ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου (μτφ.): κάνω γνωστές τις σκέψεις και τις προθέσεις μου ή τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου: Άνοιξε ~ ~ του αποκαλύπτοντας τα μελλοντικά του σχέδια. Άνοιξαν ~ ~ τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων., βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι: είμαι έτοιμος να γράψω, να σημειώσω, να υπολογίσω κάτι: Πάρε ~ ~ και κάνε το τεστ., κάνω τα χαρτιά μου: υποβάλλω τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία: ~ ~ για άδεια παραμονής και εργασίας/το δημόσιο/διορισμό/ειδικότητα/πρόσληψη στο ...., κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου (μτφ.): δεν αποκαλύπτω τις προθέσεις μου., με ανοιχτά χαρτιά (μτφ.): με ειλικρίνεια και χωρίς υπεκφυγές: διάλογος ~ ~. Διαπραγματεύομαι/μιλάω ~ ~., μοιράζω την τράπουλα/τα χαρτιά 1. (μτφ.) ασκώ έλεγχο, κάνω διανομή ρόλων χάρη στην εξουσία που διαθέτω. Πβ. ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά. 2. (σε χαρτοπαίγνιο) δίνω στους παίκτες τα τραπουλόχαρτα που τους αναλογούν., όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη: ως παρηγορητικός αστεϊσμός προς κάποιον που χάνει σε τυχερό παιχνίδι, συνήθ. χαρτοπαίγνιο., παίζει το τελευταίο του χαρτί: χρησιμοποιεί την τελευταία του ευκαιρία, το ατού που έχει, για να υπερισχύσει έναντι του αντιπάλου του, μετά από προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες: Η ομάδα ~ ~ της χαρτί, διεκδικώντας την πρόκριση. Έπαιξε ~ ~ και έχασε. [< γαλλ. jouer sa dernière carte] , παίζω το χαρτί του ... 1. & παίζω τα χαρτιά μου: χρησιμοποιώ στοιχείο ή μέσο που θα με βοηθήσει να ικανοποιήσω τις επιδιώξεις μου: ~ει ~ του λαϊκισμού/πατριωτισμού.|| Αν ~ξει τα χαρτιά του σωστά, θα τα καταφέρει. 2. λειτουργώ προς όφελος των συμφερόντων κάποιου: Εδώ και χρόνια ~ει ~ των ισχυρών. ΣΥΝ. παίζω το παιχνίδι του, στα χαρτιά 1. για κάτι που παραμένει ανεφάρμοστο, ενώ έχει ανακοινωθεί ότι θα πραγματοποιηθεί: Το έργο έμεινε ~ ~ (= στον αέρα, στα λόγια, στα σχέδια). ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 2. σε θεωρητικό επίπεδο, στη θεωρία: μέτρα ιδανικά ~ ~, αλλά ανεφάρμοστα στην πράξη.|| (ΑΘΛ.) Ντέρμπι ~ ~ (: όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους δεν έχει την προσδοκώμενη απόδοση και ηττάται με μεγάλη διαφορά). Φαβορί ~ ~. ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 3. ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που προκύπτει μετά από απόφαση αρμόδιου οργάνου ομοσπονδίας ή αθλητικού δικαστηρίου και όχι στον αγωνιστικό χώρο: Ήττα/νίκη/πρόκριση ~ ~. Πήρε τον αγώνα/τους βαθμούς ~ ~. Πβ. άνευ αγώνα/αγώνος. [< 2: αγγλ. on paper] , ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά βλ. ανακατεύω, καμένο χαρτί βλ. καίω, τραβώ χαρτί βλ. τραβώ, τυλίγω (κάποιον) σε μια κόλλα χαρτί βλ. τυλίγω, χαρτί βίβλου βλ. βίβλος, χαρτί και καλαμάρι βλ. καλαμάρι [< μεσν. χαρτί(ν) 4: ιταλ. carte]
χουχούλιασμα χου-χού-λια-σμα ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) χουχούλισμα (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χουχουλιάζω: ~ κάτω απ' την κουβέρτα/μπροστά στο τζάκι/στον καναπέ. Πβ. κούρνιασμα. Βλ. κοκούνινγκ, χουζούρι.
χρυσός χρυ-σός ουσ. (αρσ.) 1. ΧΗΜ. ευγενές μεταλλικό στοιχείο (σύμβ. Au, Ζ 79) λαμπερού κίτρινου χρώματος, που αποτελεί το πολυτιμότερο μέταλλο και χρησιμοποιείται κυρ. στη χρυσοχοΐα: ακατέργαστος/καθαρός/οξειδωμένος/χυτός ~. Κόκκινος/λευκός (πβ. λευκόχρυσος) ~. ~ ... καρατίων. Εργοστάσιο/μεταλλείο/ορυχείο (= χρυσωρυχείο) ~ού. Το βάρος/η καθαρότητα του ~ού. Περιεκτικότητα σε ~ό. Ο ~ τήκεται. Βλ. ασήμι, παλλάδιο, πλατίνα.|| Κοσμήματα από ~ό (= χρυσά· πβ. μάλαμα, χρυσό). Βλ. ψευδόχρυσος.|| (μτφ., για κάτι πολύτιμο:) Πράσινος ~ (: το ελαιόλαδο). 2. ΟΙΚΟΝ. το αντίστοιχο μέταλλο ως χρηματοοικονομικό μέσο: αγορά/διαπραγμάτευση/κέρδη/ρευστοποιήσεις/υπερτίμηση ~ού. Η αξία/κίνηση του ~ού. Επενδύσεις/ισοτιμία/κεφάλαια/συναλλαγές σε ~ό. Στα ύψη ο ~.|| Νομισματικός ~ (: φυλάσσεται σε ράβδους στην κεντρική τράπεζα ενός κράτους και αποτελεί κρατικό περιουσιακό στοιχείο). 3. (κατ' επέκτ.) πλούτος, ακριβά αντικείμενα, πολυτέλεια, χρήματα: Αγαπά τον ~ό (= χρυσάφι). ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρος χρυσός: το πετρέλαιο: η τρελή κούρσα του ~ου ~ού. Σε επίπεδα ρεκόρ ο ~ ~. [< αγγλ. black gold, 1910, γαλλ. l'or noire, 1937] , ράβδος χρυσού βλ. ράβδος, ρήτρα συναλλάγματος/(ξένου) νομίσματος/χρυσού/τιμαρίθμου βλ. ρήτρα ● ΦΡ.: ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός/χρυσάφι: ό,τι κάνει στέφεται με μεγάλη επιτυχία, είναι πολύ τυχερός. Πβ. Μίδας., πληρώνω κάποιον/κάτι χρυσό: χρυσοπληρώνω., η σιωπή είναι χρυσός βλ. σιωπή, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός βλ. λάμπω [< αρχ. χρυσός, γαλλ. or, αγγλ. gold]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ