αληθώς [ἀληθῶς] α-λη-θώς επίρρ. (επίσ.): αληθινά, όντως, πραγματικά. ● ΦΡ.: αληθώς ανέστη βλ. ανασταίνω ● βλ. αληθής [< αρχ. ἀληθῶς]
αμαρτία [ἁμαρτία] α-μαρ-τί-α ουσ. (θηλ.) {αμαρτι-ών} 1. παράβαση θείου, θρησκευτικού ή ηθικού νόμου: ασυγχώρητη/βαριά/γλυκιά/θανάσιμη/μεγάλη/μικρή ~. Διαπράττω/κάνω ~. Πέφτω σε ~. Έδωσε/πήρε άφεση ~ών. Του συγχωρέθηκαν οι/εξομολογήθηκε τις/είπε τις ~ες του. Πλήρωσαν (για) τις ~ες τους (: τιμωρήθηκαν, υπέστησαν τις συνέπειες). ΣΥΝ. αμάρτημα (1), ανόμημα, κρίμα (2) 2. ακολασία, ανηθικότητα, διαφθορά: ο δρόμος (ΑΝΤ. ο δρόμος του Θεού/Χριστού)/το σπίτι της ~ας. Βουτηγμένοι/ζει μέσα στην ~. Κάνει αγώνα να ξεφύγει από την ~. Πβ. ασωτία. 3. αξιοκατάκριτη ενέργεια, σοβαρό λάθος: Η μοναδική μου ~ είναι ότι την/τον ανέχτηκα! Πβ. παράπτωμα, σφάλμα. ● ΣΥΜΠΛ.: παλιά αμαρτία: ερωτική σχέση που ανήκει στο παρελθόν., άφεση αμαρτιών βλ. άφεση ● ΦΡ.: (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου: (όταν κάποιος πρόκειται να παραδεχτεί κάτι), για να είμαι ειλικρινής: Για να/να σου πω ~, δεν το περίμενα/το μετάνιωσα., αίρει τις αμαρτίες (μτφ.-αρχαιοπρ.) (ΚΔ): αναλαμβάνει, σηκώνει το ηθικό βάρος αμαρτήματος., αμαρτία από τον Θεό: για κάτι που δεν είναι σωστό: Mην το λες αυτό, είναι ~ ~., αμαρτίαι/αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα: τα λάθη των γονέων ή προγόνων ταλαιπωρούν τα παιδιά ή τους απογόνους τους., ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει: από την τήρηση της νηστείας εξαιρούνται άρρωστοι και ταξιδιώτες· (κατ' επέκτ.-σπάν.) για περιπτώσεις κατά τις οποίες εξαιρούνται από τον νόμο συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών., είναι αμαρτία να ...: είναι κρίμα, δεν πρέπει να: ~ ~ μην του πεις την αλήθεια. Θα ήταν ~ χάσει τέτοια ευκαιρία. Αμαρτία δεν είναι να πάει τόσο φαγητό χαμένο;, παίρνω πάνω μου την αμαρτία: αναλαμβάνω την ευθύνη αμαρτημάτων, παραπτωμάτων άλλων: Ο Χριστός πήρε πάνω Του ~ του κόσμου., πληρώνω αμαρτίες (μτφ.): ταλαιπωρούμαι από δικά μου λάθη ή των άλλων: ~ ξένες ~. (ως έκφρ. αγανάκτησης, παράπονου:) (Θεέ μου) τι αμαρτίες πληρώνω; Έχουμε ακόμα πολλές ~ να πληρώσουμε (: μας περιμένουν και άλλα βάσανα, και άλλες ταλαιπωρίες)., σαν αμαρτία: για κάποιον ή κάτι που βάζει σε πειρασμό, που είναι ιδιαίτερα ελκυστικό(ς): όμορφος ~ ~. Αποφεύγει τα γλυκά ~ ~., σιχαίνομαι/απεχθάνομαι/βαριέμαι κάποιον/κάτι σαν τις αμαρτίες μου: αποστρέφομαι, μισώ., προφάσεις εν αμαρτίαις βλ. πρόφαση [< 1,3: αρχ. ἁμαρτία]
ανάβω [ἀνάβω] α-νά-βω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνα-ψα, ανά-φτηκε, -μμένος, ανάβ-οντας} 1. βάζω, μεταδίδω φωτιά σε κάτι ή παίρνω φωτιά: (μτβ.) ~ το καντήλι/τα κάρβουνα/ένα κερί/ένα σπίρτο/την ψησταριά. ~ βεγγαλικά/καπνογόνα. ~ψε (ένα) τσιγάρο.|| (αμτβ.) Η σόμπα/το τζάκι ~ει (: είναι αναμμένη/ο). Τα κάρβουνα ~ουν εύκολα (= αναφλέγονται). ~ψε η φλόγα/η φωτιά (= κόρωσε).|| (μτφ.) Μια σπίθα ~ει μες στα μάτια του (: για δήλωση πάθους ή εξυπνάδας). Τα λόγια της μου ~ψαν το ενδιαφέρον (ΣΥΝ. εξάπτω, κεντρίζω, κινώ, ξυπνώ, προκαλώ). ΑΝΤ. σβήνω (1) 2. θέτω ή τίθεμαι σε λειτουργία (με παροχή ηλεκτρικού ρεύματος ή με μπαταρία): (μτβ.) ~ τη λάμπα/τη μηχανή/την τηλεόραση/τον φακό/το φλας/τα φώτα. Το φανάρι ~ψε κόκκινο/πράσινο.|| (αμτβ.) Το λαμπάκι/φωτάκι δεν ~ει (= κάηκε). Το σήμα/η φωτεινή ένδειξη δεν ~ει (= δεν λειτουργεί, δεν ενεργοποιείται ή δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί). Τι ώρα ~ει το καλοριφέρ; Ο φάρος ~ει αυτόματα.|| (μτφ.) ~ψαν οι μηχανές του πολέμου. ΑΝΤ. σβήνω (2) 3. (μτφ.-συνήθ. προφ.) ερεθίζω ή ερεθίζομαι: (μτβ.) Μην τον ~εις, άστον να ηρεμήσει (ΣΥΝ. εξάπτεις, εξοργίζεις, φουντώνεις)!|| (αμτβ.) ~ και μόνο που το ακούω (ΣΥΝ. βράζω, (εξ)οργίζομαι, θυμώνω, κορώνω, φουντώνω)!|| Μ' ~εις (: με αναστατώνεις, με διεγείρεις ερωτικά). ~ει εύκολα. Πβ. ξανάβω. 4. (μτφ.-στο γ' πρόσ.) αποκτώ ένταση, φουντώνω: ~ψε ο καβγάς/η μάχη/η συζήτηση. ~ψε μέσα του ο έρωτας/η οργή/ο πόθος. Οι κόντρες/τα πολιτικά πάθη ~ψαν. ~ψε από θυμό (πβ. κορώνω). ΣΥΝ. ζωηρεύω (3) 5. (μτφ.) ζεσταίνομαι πολύ, υπερθερμαίνομαι: Ανοίξτε το παράθυρο, έχουμε ~ψει (= σκάσει, κορώσει, φουντώσει, ψηνόμαστε. ΑΝΤ. παγώσει, πουντιάσει)! ~ψε η μηχανή του αυτοκινήτου (ΑΝΤ. κρύωσε). Πβ. πυρώνω. ΣΥΝ. καψώνω (1) 6. {μόνο στο γ' πρόσ., συνήθ. στον αόρ.} (προφ.) αρχίζει κάτι να αλλοιώνεται, μουχλιάζει: ~ψε το τυρί/ψωμί (= χάλασε). ~ψαν τα κρεμμύδια/οι πατάτες. ● ΦΡ.: ανάβει το γλέντι/κέφι (προφ.): κορυφώνεται η διασκέδαση: Άναψε ~ για τα καλά.|| (ως παρότρυνση) Έλα, ν' ανάψει ~! Βλ. θα το κάψουμε/το κάψαμε., του την ανάβω (αργκό): τον πυροβολώ: Πήρε το περίστροφο και ~ ~ψε. (απειλητ.) Όποιος κουνηθεί, ~ ~ψα!, ανάβει και κορώνει βλ. κορώνω, ανάβουν τα αίματα βλ. αίμα, ανάβει φωτιά/φωτιές βλ. φωτιά, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές βλ. τηλέφωνο, μου ανάβουν τα λαμπάκια βλ. λαμπάκι ● βλ. αναμμένος [< 1: μεσν. ανάβω, αγγλ. light, set fire to, γαλλ. allumer, enflammer 2: αγγλ. turn/switch on 3: αγγλ. take fire, get hot, turn on 4: αγγλ. get heated/lively, γαλλ. s' allumer 5: αγγλ. go red, flame]
ανεμοδαρμένος, η, ο [ἀνεμοδαρμένος] α-νε-μο-δαρ-μέ-νος επίθ. & ανεμόδαρτος (συχνά λογοτ.) 1. που πέφτουν πάνω του σφοδροί άνεμοι: ~ος: βράχος/τόπος. ~η: ακτή. ~ο: νησί. Βλ. θαλασσοδαρμένος. ΑΝΤ. απάγκιος, απάνεμος 2. (μτφ.) βασανισμένος, ταλαιπωρημένος: ~η: ζωή/οικογένεια. ~α: πρόσωπα (χωρικών). ● βλ. ανεμοδέρνω [< μεσν. ανεμόδαρτος]
ανταγωνίζομαι [ἀνταγωνίζομαι] α-ντα-γω-νί-ζο-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ανταγωνί-στηκα (σπάν.-λόγ. -σθηκα), μτχ. ανταγωνιζ-όμενος} 1. αναμετριέμαι με κάποιον ή κάτι, με σκοπό την τελική επικράτησή μου: ~ονται αθέμιτα/επί ίσοις όροις/μεταξύ τους. ~ονται (με πάθος/σκληρά) για το .../να κυριαρχήσουν στο παγκόσμιο εμπόριο. ~όμενες: επιχειρήσεις. Πβ. αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι.|| (ΙΑΤΡ.) Φάρμακο που ~εται τη δράση άλλης ουσίας. 2. {στο γ' πρόσ.} τα καταφέρνω το ίδιο καλά με κάποιον ή κάτι, είμαι ισάξιος: Προϊόν που ~εται (: είναι εφάμιλλο) αποτελεσματικά/επάξια/με επιτυχία τα καλύτερα του είδους του. [< 1: αρχ. ἀνταγωνίζομαι 2: αγγλ. compete]
γενετική γε-νε-τι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΒΙΟΛ. κλάδος που μελετά τους μηχανισμούς που διέπουν την κληρονομικότητα: αναπτυξιακή/βιοχημική/εξελικτική/κλινική/μικροβιακή/πληθυσμιακή ~ (: ~ των πληθυσμών)/ποσοτική (: μελετά την ποικιλότητα που παρουσιάζουν οι πληθυσμοί σε ποσοτικά χαρακτηριστικά, φαινότυπους). ~ του ανθρώπου/των φυτών. Βλ. βιο~, επι~, φυλο~, βιο-ηθική, -τεχνολογία, γονίδιο, DNA, RNA, κλωνοποίηση, κυτταρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: Αντίστροφη Γενετική: μεταβολή της γονιδιακής ακολουθίας γενετικού υλικού που είναι γνωστή, με σκοπό την ανάλυση του φαινοτύπου ενός οργανισμού ή τη διερεύνηση ασθενειών., Ιατρική Γενετική: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. επιστημονικός κλάδος ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη νόσων που οφείλονται σε γενετικούς παράγοντες., Μοριακή Γενετική: η οποία μελετά τη μοριακή δομή και λειτουργία των γονιδίων. [< αγγλ. molecular genetics, 1963] [< πβ. μτγν. γενετική 'γενική πτώση', γαλλ. génétique, 1911, αγγλ. genetics, 1905]
εξαερώνω [ἐξαερώνω] ε-ξα-ε-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {εξαέρω-σα, -θηκε, -θεί, -μένος} 1. ΦΥΣ. μετατρέπω κάτι σε αέρα ή αέριο: Η θερμότητα ~ει τα υγρά. Καθαριστικό που ~εται γρήγορα (πβ. ξεθυμαίνω). ~μένο: νερό. Πβ. ατμοποιώ, εξατμίζω, εξαχνώνω. Βλ. αεριοποιώ. 2. ΤΕΧΝΟΛ. αφαιρώ αέρα από το εσωτερικό μηχανής ή εγκατάστασης για τη διευκόλυνση της λειτουργίας της: ~ τα καλοριφέρ. 3. {κυρ. μεσοπαθ.} (μτφ.) εξαφανίζω: Δισεκατομμύρια ευρώ ~θηκαν από τα ταμεία. Πβ. εξανεμίζω. [< 1: αρχ. ἐξαερῶ]
κάρβουνο κάρ-βου-νο ουσ. (ουδ.) 1. στερεό καύσιμο, κυρ. μαύρου χρώματος, που εξορύσσεται από τη γη ή παράγεται από την καύση οργανικών ουσιών: ορυκτό ~ (= γαιάνθρακας). Πβ. ξυλάνθρακας, ξυλο~, πετρο~. Βλ. μπρικέτα.|| Στάχτη από ~α (βλ. τέφρα). Τα τρένα κινούνταν με ~.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Μπριζόλες/παϊδάκια/ψάρια στα ~α (: σε ψησταριά με ~α). ΣΥΝ. άνθρακας (1) 2. είδος μολυβιού σχεδίασης από άνθρακα και συνεκδ. το αντίστοιχο σχέδιο: γόμα για ~.|| ~ σε μουσαμά. Βλ. κηρομπογιά, παστέλ. ● ΦΡ.: έγινε κάρβουνο (μτφ.-προφ.): κάηκε, απανθρακώθηκε: Το φαγητό στο φούρνο ~ ~ (= καρβούνιασε). Το κτίριο ~ ~ απ' τη φωτιά.|| Μην πλησιάσεις κοντά στα σύρματα, θα γίνεις ~!, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα & (σπάν.) στ' αγκάθια/στα καρφιά (μτφ.): αγωνιώ, ανυπομονώ: ~εται ~ ~ για να δει τι θα γίνει/μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα. Πβ. αδημονώ. [< γαλλ. être sur des charbons ardents/des épines] , καίει κάρβουνο/μαζούτ (μτφ.-ειρων.) 1. (για πρόσ.) αργεί να καταλάβει. Βλ. αργόστροφος. 2. κινείται με αργούς ρυθμούς: Η Υπηρεσία ~ ~., να καούν τα κάρβουνα! (προφ.): επιφωνηματικά όταν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση κεφιού, γλεντιού: Άντε ~ ~!, όχι άλλο κάρβουνο! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν αντέχει άλλο μια κατάσταση., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω [< 1: μεσν. κάρβουνο(ν) 2: γαλλ. charbon]
-λογώ {παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.
σπίρτο σπίρ-το ουσ. (ουδ.) 1. μικρό λεπτό κομμάτι ξύλου (ή χαρτονιού), επικαλυμμένο με εύφλεκτη χημική ουσία στην κεφαλή, το οποίο αναφλέγεται με τριβή σε σκληρή ή χημικά επεξεργασμένη επιφάνεια: αναμμένο/καμένο/σβηστό ~. Η φλόγα του ~ου. Διαφημιστικά ~α. Ένα κουτί ~α (= σπιρτόκουτο). Πβ. πυρείο. Βλ. αναπτήρας. 2. (μτφ.-προφ.) πολύ έξυπνος άνθρωπος: Είναι ~ στη Φυσική. (ειρων.) Μπράβο, σκέτο ~ είσαι. Πβ. ξεφτέρι, σαΐνι, σπίθα, τσακάλι, τσακμάκι. ΑΝΤ. στουρνάρι (1) 3. (αργκό) οινόπνευμα και κυρ. κάθε δυνατό αλκοολούχο ποτό. || (ΧΗΜ.) ~ του άλατος (= το υδροχλωρικό οξύ). ● ΣΥΜΠΛ.: σπίρτο μοναχό/αναμμένο (μτφ.-προφ.): πανέξυπνος άνθρωπος. [< ιταλ. spirito ‘οινόπνευμα’]
στέκομαι στέ-κο-μαι ρ. (αμτβ.) {στά-θηκα, -θεί, (προστ.) στάσου, στεκ-όμενος} 1. στήνομαι, βρίσκομαι σε μια θέση και κατ' επέκτ. αντιμετωπίζω· (ειδικότ., για ρούχα) εφαρμόζω: Το μωρό μαθαίνει να ~εται. Προτιμώ να ~, καθίστε εσείς. Προσπάθησα να ~θώ όρθια χωρίς βοήθεια, αλλά ζαλίστηκα. ~εται ανάμεσά/απέναντί/δίπλα/κοντά/πίσω/πλάι/στα δεξιά μας. ~εται με την πλάτη στραμμένη σε μας/με τα χέρια ανοιχτά/μπροστά στον καθρέφτη/στη γραμμή/στητός/φρουρός (: φρουρεί). ~ έξω απ΄ τον σταθμό και σε περιμένω. ~εται μόνος σε μια άκρη. ~όταν μέσα στη βροχή. ~όταν στην άκρη του γκρεμού/στην όχθη της λίμνης/κάτω απ' το μπαλκόνι της/πίσω απ' την πόρτα. Πού πήγες και ~θηκες εκεί; Ένα εκκλησάκι ~εται στην κορυφή του βουνού (βλ. δεσπόζει, υψώνεται). ~όμουν μπροστά του ανίκανη να αρθρώσω κουβέντα. ~ αμήχανος/έντρομος/μαρμαρωμένος/περήφανος/σοβαρός. Πβ. στέκω.|| ~θηκε με θάρρος ενώπιον των δικαστών/μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν ~εσαι κριτικά απέναντι στα γεγονότα.|| Αυτό το σακάκι δεν σου ~εται (: κάθεται) καλά. 2. σταματώ: Εδώ πάντα ~, για να ξεκουραστώ. ~ για λίγο και θαυμάζω το θέαμα/για να χαζέψω. Ξαφνικά ~θηκε σαν αποσβολωμένη. Στάσου εκεί, μην προχωράς (πβ. ακίνητος!, αλτ!)! Στάσου (= κάτσε, περίμενε) λιγάκι, έρχομαι! Στάσου (= βάστα) καλέ, τι είναι αυτά που λες; Το μάτι του φωτογράφου ~θηκε στο καμπαναριό (: του τράβηξε την προσοχή). 3. επιμένω, εμμένω: Εγώ δεν ~ σε λεπτομέρειες/σ' αυτό. Θα ήθελα να ~θώ ιδιαίτερα στο θέμα .../στην ουσία του πράγματος. Μη ~θείς πολύ σ' αυτή την άσκηση, προχώρα στην επόμενη. 4. {συνήθ. στον αόρ.} συμπαραστέκομαι σε κάποιον: Εκείνα τα δύσκολα χρόνια ήταν ο μόνος φίλος που μου ~θηκε (= με βοήθησε, μου βρέθηκε). Πβ. παρα~. 5. {συνήθ. στον αόρ.} φαίνομαι, αποδεικνύομαι: Τι να σου κάνω, ~θηκες άτυχος. Ο συνοδηγός ~θηκε τυχερός μέσα στην ατυχία του. Η ζωή ~θηκε άδικη μαζί του. ~θηκε (= ήταν) αδύνατον να τον πείσω. Τίποτε δεν ~θηκε ικανό να τον αναχαιτίσει. ● ΦΡ.: δεν στέκομαι (καθόλου): δεν μένω άπραγος, δεν ξεκουράζομαι: Όλη μέρα τρέχω πάνω κάτω, δεν ~θηκα καθόλου/στιγμή. Πώς να μιλήσουμε, ~εται και καθόλου;, κάθομαι/στέκομαι κλαρίνο/σούζα/απίκο (μτφ.-προφ.): στέκομαι προσοχή ως ένδειξη σεβασμού, φόβου ή δουλοπρέπειας: Όταν του μιλάει, στέκεται κλαρίνο. Κάθεται απίκο και περιμένει πότε θα τον φωνάξει το αφεντικό. ~ονται σούζα μπροστά στον εργοδότη τους.|| (κυριολ., για τετράποδο ζώο που ισορροπεί για λίγο μόνο στα πίσω πόδια) Σκυλί που ~εται σούζα., όπου (κι αν) σταθώ κι όπου (κι αν) βρεθώ (εμφατ.): παντού: Όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, γι' αυτόν θ' ακούσεις να μιλάνε., στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! (συνήθ. απειλητ.): ως αντίδραση σε πρόκληση, σε ανάρμοστη συμπεριφορά: Ποιος το 'πε πως δεν τολμώ; ~ ~! Ώστε μου είπες ψέματα; ~ ~!, στέκεται στο ύψος του/στο ύψος των περιστάσεων & (απαιτ. λεξιλόγ.) αίρεται στο ύψος των περιστάσεων: ανταποκρίνεται επάξια και με αξιοπρέπεια στις δυσκολίες, στις απαιτήσεις ή στην κρισιμότητα μιας κατάστασης: Η Πολιτεία οφείλει να σταθεί/αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να λάβει τα αναγκαία μέτρα.|| Δεν στάθηκες στο ύψος σου (= δεν κράτησες την αξιοπρέπειά σου), έπεσες πολύ χαμηλά! [< αγγλ. rise to the occasion, be equal to/up to the occasion] , στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου (μτφ.): συνέρχομαι, στηρίζομαι στις δυνάμεις μου: Η χώρα προσπαθεί να σταθεί ~α μετά τον καταστροφικό πόλεμο (πβ. ανακάμπτω, ορθοποδώ). Έμαθε να ~εται στα πόδια της και δεν έχει ανάγκη από κανέναν., στέκομαι στο πλευρό/στο πλάι κάποιου/δίπλα σε κάποιον 1. & είμαι στο πλευρό: βοηθώ, συμπαραστέκομαι: Από την πρώτη στιγμή στάθηκε ~ ~ μου. 2. ανταποκρίνομαι στις απαιτήσεις (συνεργασίας ή σχέσης): Δεν μπορεί να ~θεί δίπλα της, είναι πολύ λίγος., στέκομαι/στέκω καλά: βρίσκομαι σε καλή κατάσταση (από υγεία ή ψυχολογικά, οικονομικά): Καλά ~εται για την ηλικία του! Αν πράγματι τα είπε αυτά, δεν στέκει καλά στα μυαλά του. Σαν ομάδα ~εται αρκετά καλά στο γήπεδο., στέκομαι/στήνομαι στην ουρά (προφ.): μπαίνω στη σειρά, για να εξυπηρετηθώ: Πρωί πρωί στήθηκε ~ ~, έξω από την τράπεζα., κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, μου κάθεται/μου στέκεται στο(ν) λαιμό/στο στομάχι βλ. λαιμός, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) βλ. πατώ, στάθηκε αφορμή βλ. αφορμή, στέκεται/στηρίζεται στον αέρα βλ. αέρας, στέκομαι εμπόδιο σε κάποιον/κάτι βλ. εμπόδιο, στέκομαι προσοχή βλ. προσοχή, στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου βλ. πόδι [< μεσν. στέκομαι]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ