-αδόρος {σπάν. στο θηλ. -αδόρα, -αδόρισσα} (λαϊκό) επίθημα που δηλώνει 1. (αρνητ.-μειωτ.) άτομο με παράνομη δραστηριότητα: κομπιν~/μιζ~/μπουκ~/σπεκουλ~/τσιλι~.|| (για κακή συνήθεια:) Tζογ~/τρακ~ (βλ. -ατζής).|| Αβαντ~ (βλ. αβανταδόρικος).2. άνθρωπο με ιδιαίτερη ικανότητα σε κάτι: ταβλ~.|| Ατακ~/κουμαντ~.3. επάγγελμα: γυψ~/παρκ~/πιτσ~/τορν~.4. αντικείμενο, εργαλείο ή μηχάνημα: μαρκ~. Kοτσ~/φρεζ~.
-άνιο {-ανίου (σπάν.) -άνιου}: επίθημα οργανικών ενώσεων που αποτελούνται από άνθρακα και υδρογόνο: αιθ~/μεθ~/οκτ~/προπ~. Bλ. αλκάνια.
-αράς, -αρού {σπάν. ουδ. -αράδικο (λαϊκό) -αρούδικο} (επιτατ.): επίθημα για τον σχηματισμό μεγεθυντικών ουσιαστικών: κοιλ~/υπν~/ψευτ~.
-ας, -ασα, -αν {-αντος (θηλ. -ασας, σπάν.-λογιότ. -άσης), -αντα | -αντες (ουδ. -αντα), -άντων}: κατάληξη λόγιας μετοχής αορίστου ενεργ. φωνής που εμφανίζεται κυρ. σε στερεότυπες φράσεις με λειτουργία επιθέτου ή ουσιαστικού: Ο μοναδικός επιζήσ-ας. Η πρώτη διδάξ-ασα. Το θέμα θεωρείται λήξ-αν. Οι διατελέσ-αντες πρόεδροι.
-βασία λεξικό επίθημα με τη σημασία 1. της βάδισης: ορει~/πυρο~/σχοινο~.|| Υπνο~.2. (σπάν.) της σεξουαλικής πράξης: κτηνο~.
-δόρος λεξικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επαγγελματική ιδιότητα: γυψα~/λουστρα~/πρεσα~.2. {κ. σπάν. θηλ. -δόρισσα} αυτόν που επιδίδεται με ιδιαίτερη ικανότητα σε κάτι, συνήθ. με αρνητική συνυποδήλωση: αβαντα~/ατακα~/σουλατσα~/τζογα~/τριπλα~/τσιλια~. 3. μηχάνημα ή ειδική συσκευή: αλοιφα~/γρασα~/πριτσινα~.
-ερία (σπάν.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει κατάστημα που προσφέρει κυρ. ροφήματα ή φαγητό: καφετ~ (συχνότ. καφετ-έρια)/τσαγ~ (πβ. -ερί). Σπαγγετ~.
-ζουμο (το) & (σπάν.) -ζούμι: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει το ζωμό της λέξης του πρώτου συνθετικού: καροτό~, κολλυβό~, κοτό~, κρεατό~, κρεμμυδό~, λαχανό~, λεμονό~, ντοματό~, πορτοκαλό~, ραδικό~, ρεβιθό~, ψαρό~.
-θεν (λόγ.) & (διαλεκτ.-λαϊκό) -θε: επίθημα τοπικών επιρρημάτων που δηλώνουν 1. θέση ή προέλευση: εκατέρω-θεν/έμπροσ-θεν. Πανταχό-θεν (πβ. ολού-θε). Μητρό-/πατρό-θεν.|| (σε έκφρ.) Έν-θεν κακεί-θεν.|| Άλλο-θεν (κ. αλλού-θε). Πάνω-θε/πού~ (πβ. πό-θεν).2. χρονική αφετηρία: ανέκα-θεν/εντεύ~. Παιδιό-θεν/παλαιό~.3. (σπάν.) κατεύθυνση: (έκφρ.) Δώ-θε και κεί-θε.
-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος.2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~.3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~.4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
-λόι {περιληπτ.} & (σπάν.) -λόγι (προφ.-μειωτ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει μεγάλο αριθμό προσώπων ή πραγμάτων: ανθρωπο-λόι/παιδο~ (πβ. -κοσμος, -μάνι)/συγγενο~/φτωχο~ (βλ. -λογιά).|| (μτφ.) Σκυλο-λόι.|| Σκουπιδο-λόι (πβ. σκουπιδ-αριό).|| Κουβεντο-λόι.
-μάνα β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών για τον χαρακτηρισμό 1. της μάνας: αγορο~/μικρο~/μωρο~. Καλο~/ψυχο~.|| (για περιοχή ή πόλη) Λεβεντο~ (πβ. -γέννα)/φτωχο~.2. (σπάν.-μεγεθ.) του πιο μεγάλου μεταξύ ομοειδών: (ΖΩΟΛ.) καβουρο~.
-μετρο {-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~.2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.
-ος4 κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών προερχόμενων από 1. την αρχαία Ελληνική: βέλ~/μέρ~.2. (σπάν.) αρσενικά σε -ος: το πλούτος (ο πλούτος).
-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~.2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.
-ού2: (παράγ. από τα αντίστ. αρσ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό ή ιδιότητα: παραμυθ~ (βλ. -ατζής, -ατζού)/φωνακλ~/χορευταρ~/φαγ~.|| (σπάν. ως β' τ. του θηλ. επιθ. σε -ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο) Ναζ-ιάρα κ. ναζ~.|| (ως β' τύπ. θηλ. επιθ. σε -ης, -α, -ικο) Ξανθομάλλ-α κ. ξανθομαλλ~. ● βλ. -άς, -ού
-ας1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~.2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.
-γραφος
-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.