Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1026 εγγραφές  [0-20]


  • -άδικο (προφ.): επίθημα για την παραγωγή ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα ή γενικότ. τόπο: βενζιν~/δισκ~/κλειδαρ~/μπουγατσ~/ξενυχτ~/ποτ~/ρακ~/ραφτ~/ρολογ~/τσαγκαρ~/τσιπουρ~/τυροπιτ~/φαγ~/φαστφουντ~. Πβ. -ικο1.|| (μειωτ.) Tρελ~.|| (σπανιότ.) Γκαζ~ (= πετρελαιοφόρο).
  • -άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.
  • -άμενος , η, ο (προφ.-λογοτ.): κατάληξη μετοχής παθητικού ενεστώτα με χρήση επιθέτου ή σπανιότ. ουσιαστικού: τρεμ~.|| (σε εκφρ.) Ζωή χαρισ-άμενη. Επί ξύλου κρεμ-άμενη. Σειν-άμενη (και) κουν-άμενη.|| Ο λεγ~. Βλ. -όμενος, -ούμενος.
  • -άντζα (λαϊκό): επιτατικό επίθημα για την παραγωγή θηλυκών ουσιαστικών από ονόματα με αρνητική ή σπανιότ. ουδέτερη σημασία: δευτερ~/σοφερ~.|| Mπροστ~.
  • -αρχος {-άρχου (σπανιότ.) -αρχου} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. τον διοικητή, τον επικεφαλής: (ως αξίωμα:) μοίρ~/ναύ~/πλοί~/φύλ~.|| Δήμ~. 2. τον προϊστάμενο υπηρεσίας: ληξί~.
  • -γραφώ επίθημα ρημάτων με τη σημασία 1. γράφω, συντάσσω: δακτυλο~/πλαστο~/τηλε~. Aρθρο~/βιο~/λεξικο~/λημματο~/λιβελο~/συνταγο~/χαρτο~.|| (σπανιότ. καταχωρώ:) Καταλογο~/πολιτο~. 2. εγγράφω, αποτυπώνω: βιντεο~/ηχο~/φιλμο~/φωτο~.|| Ακτινο~. 3. σχεδιάζω, ζωγραφίζω, φιλοτεχνώ: αγιο~/εικονο~/σκηνο~/τοιχο~.|| Χορο~. 4. (μτφ.) προσδιορίζω, περιγράφω τα βασικά χαρακτηριστικά: σκια~/ψυχο~.
  • -δόμος : λεξικό επίθημα αρσενικών και σπανιότ. θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει τον επαγγελματία στην κατασκευή ή τον σχεδιασμό αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: οικο~/πολεο~.
  • -δότηση {-δότησης (λόγ.) -δοτήσεως | σπανιότ. -δοτήσεις, -δοτήσεων}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με τη σημασία της παροχής: γνωμο~/εξουσιο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/πριμο~/πυρο~/ρευματο~/συνταξιο~/τροφο~/υδρο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δοτώ.
  • : επίθημα για τον σχηματισμό άκλιτων επιθέτων που δηλώνουν συγκεκριμένη ιδιότητα ή κατάσταση: κυριλ~/μπουκλ~/παντοφλ~/πετσετ~/τιγρ~.|| (αργκό) Κουρελ~.|| (σπανιότ. επίρρ.) Τζαμπ~.
  • -ειος1 , α, ο {πρόφ. σε δύο συλλαβές}: κατάληξη επιθέτων που παράγονται από κύρια ονόματα ή σπανιότ. ουσιαστικά: αχίλλ~/λιλιπούτ~/λουκούλλ~/τέλ~. Πβ. -ιος.
  • -ετία : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ συνδυάζεται με απόλυτο αριθμητικό για τη δήλωση συγκεκριμένου αριθμού ετών ή σπανιότ. της επετείου για τη συμπλήρωσή τους: δι~/τετρα~/εξα~/επτα~/δεκα~/εικοσα~/εκατοντα~/χιλι~. Πβ. -ετηρίδα.|| Πολυ~. Βλ. -ετής.
  • -ητό : κατάληξη ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα σε -ώ ή -ίζω: βογγ~/κυνηγ~/μουρμουρ~/μπουμπουν~/παραμιλ~/ροχαλ~.|| (σπανιότ. από ουσ.) Βου~ (βουή).
  • -θέτης {-θετών | θηλ. -θέτρια (σπανιότ.) -θέτιδα (λόγ.) -θέτις (γεν. -θέτιδος)}: λεξικό επίθημα ουσιαστικών∙ δηλώνει το πρόσωπο ή τον φορέα που θεσπίζει, τοποθετεί ή οργανώνει κάτι: δωρο~/θεσμο~/νομο~.|| Απο~. Kατα-θέτρια. Ταξι~/ψηφο~.|| Σκηνο-θέτις/-θέτιδα (βλ. -ίνα1).
  • -θετώ : επίθημα ρημάτων με τη σημασία του θεσπίζω, τοποθετώ, καθορίζω, οργανώνω ή σπανιότ. θέτω υπό την προστασία μου: αθλο~/θεσμο~/νομο~. Ναρκο~. Οριο~/σκηνο~/χωρο~. Aρχειο~. Υιο~.
  • -θήρας (λόγ.): λεξικό επίθημα κυρ. αρσενικών ουσιαστικών∙ αναφέρεται στο άτομο που επιδιώκει κάτι με επιμονή ή με συγκεκριμένο τρόπο και σπανιότ. στον κυνηγό: (με αρνητ. συνυποδ.) βαθμο~/θεσι~/λεξι~/προικο~/χρυσο~/ψηφο~.|| Λαθρο~.|| (κυριολ.) Φαλαινο~.
  • -θηρία (λόγ.): λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ αναφέρεται στην επίμονη, σταθερή επιδίωξη ή σπανιότ. στο κυνήγι θηράματος: βαθμο~/λεξι~/σκανδαλο~/τελειο~ (πβ. -μανία)/χρησιμο~/χρυσο~/ψηφο~.|| (κυριολ.) Φαλαινο~.
  • -ια2 : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για δήλωση λουλουδιών ή σπανιότ. δέντρων: γαρδέν~/καμέλ~/ντάλ~.|| Αροκάρ~.
  • -ιανός , ή, ό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει 1. προέλευση, καταγωγή: (παράγ. από κύριο όν.) Παρ~/Συρ~ (βλ. -ιος). Χολιγουντ~.|| Ελισαβετ~/καντ~. 2. χρόνο ή τόπο: (παράγ. από ουσ.) μεσημερ~. (σπανιότ. από επίρρ.) Αυρ~. Πβ. -ιάτικος.|| Παλατ~. Πβ. -ινός.
  • -ικος , η, ο {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικια} επίθημα 1. για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: γέρ~/τεμπέλ~/τσιφούτ~. 2. για την προσαρμογή κυρ. λόγιων επιθέτων σε -ης: αυθάδ~ (κ. αυθάδης).
  • -ικός1 , ή, ό {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικιά} & -ικος, η, ο· επίθημα για τον σχηματισμό 1. επιθέτων που εκφράζουν καταγωγή, προέλευση: γερμαν-ικός/ιταλ~/σουηδ~.|| Γιαννιώτ-ικος. Σμυρναί-ικος κ. σμυρνιώτ-ικος.|| Σερβ-ικός κ. (κυρ. προφ.) σέρβ-ικος. 2. {θηλ. εν. κ. ουδ. πληθ.} ουσιαστικοποιημένων επιθέτων που δηλώνουν γλώσσα: ιταλ-ική/νορβηγ~/πορτογαλ~.|| Δωρ-ική (: διάλεκτος).|| Γαλλ-ικά/ισπαν~/σερβ~.|| (κυρ. προφ.) Αρμέν-ικη/ρώσ~. Εβραί-ικα (κ. εβρα-ϊκά).|| Αρβανίτ-ικα/βλάχ~.

-αλάκι

-αλάκι: υποκοριστικό επίθημα σε ουδέτερα ουσιαστικά που παράγονται από ουσιαστικά: βηχ~/βουν~/γρομπ~/μπογ~/ρουχ~/συκ~. Βλ. -άκι.

-δοσία

-δοσία {-δοσιών}: λεξικό επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που σημαίνει κυρ. παροχή ή προσφορά: αιμο~/εργο~/κληρο~/μισθο~/τροφο~.|| (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) Ασυ~/προ~. Βλ. -δότης, -δότηση.

-ετής

-ετής, ής, ές {-ετούς | -ετείς (ουδ. -ετή)} (λόγ.) επίθημα που δηλώνει 1. ορισμένη ηλικία ή διάρκεια ετών: δεκα~/εικοσα~/τριακοντα~/πεντηκοντα~/εκατοντα~. Ολιγο~/πολυ-ετής. Βλ. -χρονος. 2. (ουσιαστικοπ., μόνο σε αρσ. και θηλ.) φοιτητή που βρίσκεται σε συγκεκριμένο έτος σπουδών: πρωτο~/δευτερο~/τριτο~/τεταρτο~/πεμπτο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.