Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 428 εγγραφές  [0-20]


  • -ο- & -ό- : ΓΡΑΜΜ. συνδετικό φωνήεν μεταξύ α' και β' συνθετικού: (σε παρατακτικά σύνθ.) αντρ-ό-γυνο.|| (σε κτητικά σύνθ.) Στεν-ό-μυαλος.|| (σε προσδιοριστικά σύνθ.) Αγρι-ο-περίστερο.|| (σε αντικειμενικά σύνθ.) Δενδρ-ο-φύτευση.
  • άγνοια [ἄγνοια] ά-γνοι-α ουσ. (θηλ.) 1. το να μη γνωρίζει κανείς κάτι ή να μην έχει ενημερωθεί για κάτι: αδικαιολόγητη/απόλυτη/γενική/δικαιολογημένη/εγκληματική/καταστροφική/παντελής ~ του ζητήματος. Δηλώνω/προβάλλω/προσποιούμαι/προφασίζομαι ~ για ... ~, αδιαφορία και ημιμάθεια. Έχει πλήρη ~ για το/πάνω στο θέμα. Ομολογώ/παραδέχομαι την ~ά μου. Λάθη από ~. Αφήνω/κρατώ κάποιον σε κατάσταση ~ας. ΑΝΤ. γνώση (1) 2. ΣΤΡΑΤ. η κατάσταση του στρατιωτικού από τη στιγμή που θα απουσιάσει αδικαιολόγητα, μέχρι να κηρυχθεί λιποτάκτης. ● ΣΥΜΠΛ.: μερικής/ολικής άγνοιας: ΓΡΑΜΜ. τύποι ερωτηματικών προτάσεων που δέχονται εισαγωγικό μόριο (ποιος, πού, πότε: μερικής άγνοιας) ή δεν δέχονται και η απάντηση σε αυτές είναι "ναι" ή "όχι" (ολικής άγνοιας). ● ΦΡ.: εν αγνοία (κάποιου) [ἐν ἀγνοίᾳ] (λόγ.): χωρίς γνώση ενός γεγονότος, μιας κατάστασης: Βρίσκομαι/τελώ ~ ~. ~ ~ μου έγιναν όλα. ΣΥΝ. ερήμην (1) ΑΝΤ. εν γνώσει, άγνοια νόμου βλ. νόμος [< 1: αρχ. ἄγνοια]
  • αδύνατος , η, ο [ἀδύνατος] α-δύ-να-τος επίθ. 1. λεπτός: ~ο: παιδί/πρόσωπο/σώμα. ~α: πόδια/χέρια. ~ σαν οδοντογλυφίδα/στέκα (πβ. ισχνός, καχεκτικός, κοκαλιάρης, λιπόσαρκος). Πβ. λιγνός. ΑΝΤ. γεμάτος (4), ευτραφής, παχύς (1), παχύσαρκος, χοντρός (1) 2. που δεν μπορεί να γίνει, ακατόρθωτος, ανέφικτος: Ο εντοπισμός του κλέφτη μέσα στο πλήθος ήταν παντελώς ~.|| (απρόσ.) Είναι εκ των πραγμάτων/εντελώς /θεωρητικά/πρακτικά/νομικά/τεχνικά ~ο(ν). Θεωρείται/καθίσταται/κρίνεται ~ο(ν) να ... (εμφατ.) Είναι φύσει ~ο να προλάβω (: δεν γίνεται/δεν είναι καθόλου εφικτό). (Μου) είναι ~ο(ν) να λείψω από τη δουλειά. Στάθηκε ~ο να τον καθησυχάσω.|| (ως επιφών.) Να τον συγχωρέσω για όσα έκανε; ~ον! (= σε καμία περίπτωση). Συνέβη τέτοιο πράγμα; ~ον! (: απίστευτο, δεν μπορώ να το πιστέψω). ΑΝΤ. δυνατός (5), εφικτός 3. που δεν έχει δύναμη, ισχύ, ένταση, αντοχή: ~ος: οργανισμός (ΣΥΝ. αδύναμος, ασθενικός. ΑΝΤ. ανθεκτικός)/σφυγμός/χαρακτήρας (πβ. ευάλωτος). ~η: μνήμη/όραση (ΑΝΤ. οξεία)/φωνή/ψυχή. ~ο: επιχείρημα (ΑΝΤ. ακλόνητο, πειστικό, τεκμηριωμένο)/σήμα (ΣΥΝ. ασθενές)/σχοινί (ΑΝΤ. γερό)/φως (ΣΥΝ. αμυδρό, αχνό, εξασθενημένο).|| (ως ουσ.) Οι δυνατοί/οι ισχυροί και οι ~οι (: οι ασθενέστερες οικονομικά ή κοινωνικά ομάδες ανθρώπων, ΣΥΝ. ανίσχυροι). Παίρνει πάντα το μέρος των ~άτων. ΑΝΤ. δυνατός (1) 4. που έχει ελλείψεις ή δυσκολίες, ανεπαρκής: ~ος: μαθητής (ΣΥΝ. αδύναμος)/φοιτητής. ~ στη γλώσσα/φυσική. Πβ. κακός. Βλ. άριστος, καλός. ΑΝΤ. δυνατός (2) ● Ουσ.: αδύνατο (το): ακατόρθωτο: Επιδιώκω/επιχειρώ/ζητώ/κατορθώνω/κυνηγώ το ~. Μου ζητάς κάτι ~! Πβ. ανέφικτο. ● Υποκ.: αδυνατούλης , α, ικο, αδυνατούτσικος , η, ο ● ΣΥΜΠΛ.: αδύνατο σημείο & αδύναμο/ευαίσθητο/τρωτό/ασθενές: αυτό στο οποίο κάποιος μειονεκτεί ή είναι ευάλωτος: Τον χτύπησε στο ~ ~ του. Πρέπει να βρεις το ~ ~ του αντιπάλου. Πβ. αχίλλειος πτέρνα. [< γαλλ. point faible] , αδύνατος τύπος (προσωπικής αντωνυμίας): ΓΡΑΜΜ. μονοσύλλαβος τύπος. λ.χ. μου αντί εμένα, μας αντί εμάς., αδύνατος/αδύναμος κρίκος βλ. κρίκος, το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: είναι των αδυνάτων/ανθρωπίνως αδύνατο(ν) (να ..) (εμφατ.): είναι τελείως ακατόρθωτο: ~ ~ να αφήσω τη θέση μου αυτή τη στιγμή!, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου: κάνω ό,τι μπορώ: Υποσχέθηκε πως θα ~ει τα αδύνατα δυνατά να ... Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, για να τους βοηθήσει. Πβ. όσο περνάει από το χέρι μου. ΣΥΝ. κάνω το παν/τα πάντα [< αρχ. ἀδύνατος, γαλλ. impossible]
  • άηχος , η, ο [ἄηχος] ά-η-χος επίθ.: που δεν έχει ή δεν παράγει ήχο: ~η: φωνή. ~ο: κλάμα (ΣΥΝ. βουβό). ~α: βήματα. Πβ. αθόρυβος, σιωπηλός. ΑΝΤ. ηχηρός (2) ● επίρρ.: άηχα ● ΣΥΜΠΛ.: άηχα σύμφωνα & (σπάν.) άηχοι φθόγγοι: ΓΡΑΜΜ. που αρθρώνονται χωρίς να τίθενται σε παλμική κίνηση οι φωνητικές χορδές: Στα ~ ~ ανήκουν τα κλειστά [p], [t], [k] και τα εξακολουθητικά [f], [θ], [x], [s]. ΑΝΤ. ηχηρά σύμφωνα [< γαλλ. consonnes sourdes] [< μτγν. ἄηχος]
  • αιτιατική [αἰτιατική] αι-τι-α-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. μία από τις πλάγιες πτώσεις, στην οποία τίθεται το άμεσο αντικείμενο του ρήματος ή εκφράζει διάφορες επιρρηματικές σχέσεις: ~ ενικού/πληθυντικού αριθμού. Κατάληξη ~ής. ~ του χρόνου. ● ΣΥΜΠΛ.: αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") (στην αρχ. ελλην. γλ.): ΓΡΑΜΜ. ετερόπτωτος ονοματικός ή επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει την αναφορά, την έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι". [< μτγν. αἰτιατική]
  • αίτιο [αἴτιο] αί-τι-ο ουσ. (ουδ.) {αιτί-ου | -ων} (λόγ.) 1. {συνήθ. στον πληθ.} αιτία: ειδικά/πραγματικά ~α. Σχέση ~ου-αιτιατού. ~α και αφορμές. Τα ~α του δυστυχήματος/του εγκλήματος/της ήττας/της καταστροφής/του ναυαγίου/της παρακμής/του πληθωρισμού/του πολέμου/της πτώχευσης/της πυρκαγιάς/της τραγωδίας. Αναζητώ/αναλύω/βρίσκω/διαπιστώνω/διερευνώ/εντοπίζω/εξετάζω/μελετώ τα ~α. Αλυσίδα ~ων και αποτελεσμάτων. Τα ~α και οι επιπτώσεις/συνέπειες ενός φαινομένου. Τα ~α που γεννούν τη βία. Πβ. αιτιολογία, λόγος. 2. ΦΙΛΟΣ. η αιτία των όντων: πρωταρχικό ~. ΣΥΝ. αρχή (6) ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστικό αίτιο: ΓΡΑΜΜ. προσδιορισμός που δηλώνει την αιτία της ενέργειας του ρήματος: π.χ. Έκλαιγε από τη χαρά και τη συγκίνησή της., κινούν αίτιο(ν) (λόγ.): αιτία, κίνητρο, δύναμη που ωθεί σε μια εξέλιξη: το ~ ~ των ανθρώπων/των εξελίξεων/της ιστορίας.|| (ΘΕΟΛ.) Η ενοποιός αρχή του κόσμου, το ~ ~ (= ο Θεός)., ποιητικό αίτιο: ΓΡΑΜΜ. εμπρόθετος προσδιορισμός που εκφέρεται με την πρόθεση "από" και αιτιατική και δηλώνει από ποιο πρόσωπο ή πράγμα παθαίνει κάτι το υποκείμενο: π.χ. Η διαδήλωση οργανώθηκε από τα συνδικάτα. [< αρχ. αἴτιον]
  • αιτιολογικός , ή, ό [αἰτιολογικός] αι-τι-ο-λο-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τα αίτια κατάστασης, ενέργειας, φαινομένου: ~ός: μηχανισμός/παράγοντας. ~ή: ανάλυση/βάση/έκθεση/θεραπεία/κρίση/σύνδεση/σχέση. ~ό: έγγραφο/στοιχείο. Πβ. αιτιώδης.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ός: σύνδεσμος (: που εισάγει αιτιολογική πρόταση, π.χ. γιατί, επειδή). ● Ουσ.: αιτιολογικό (το): ΝΟΜ. σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται απόφαση δικαστηρίου και γενικότ. παρουσίαση των λόγων που οδήγησαν σε πράξη ή απόφαση, αιτιολογία: επίσημο ~. Το ~ της αγωγής/αίτησης. Καταγράφω/παραθέτω/υποβάλλω το ~. Απολύθηκε χωρίς ~. Βλ. διατακτικό. ● επίρρ.: αιτιολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αιτιολογική μετοχή: ΓΡΑΜΜ. που δηλώνει αιτία: Θέλοντας (= επειδή ήθελε) να τον αποφύγει, άλλαξε δρόμο., αιτιολογική πρόταση: ΓΡΑΜΜ. δευτερεύουσα η οποία δηλώνει την αιτία της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα της κύριας πρότασης: λ.χ. πικράθηκε, επειδή τον εγκατέλειψε. ● ΦΡ.: με την αιτιολογία/με το αιτιολογικό βλ. αιτιολογία [< μτγν. αἰτιολογικός, αγγλ. (a)etiologic(al), γαλλ. étiologique]
  • ακατάληκτος , η, ο [ἀκατάληκτος] α-κα-τά-λη-κτος επίθ.: που δεν έχει κατάληξη, κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: ακατάληκτο όνομα/ουσιαστικό: ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) τριτόκλιτο όνομα που σχηματίζει την ονομαστική ενικού χωρίς κατάληξη, π.χ. γέρων, σώμα., ακατάληκτος στίχος: ΜΕΤΡ. που έχει πλήρη τον τελευταίο πόδα: ιαμβικός ~ ~. ΑΝΤ. καταληκτικός στίχος [< μτγν. ἀκατάληκτος]
  • άκλιτος , η, ο [ἄκλιτος] ά-κλι-τος επίθ.: ΓΡΑΜΜ. που δεν κλίνεται, δεν εμφανίζει μορφολογικά χαρακτηριστικά ή γενικότ. (για γλώσσα) που δεν διαθέτει κλιτικό σύστημα: ~ος: γραμματικός/ρηματικός τύπος. Τα ~α μέρη του λόγου (επίρρημα, επιφώνημα, γερούνδιο σε -οντας/ώντας, πρόθεση, σύνδεσμος). ΑΝΤ. κλιτός [< μτγν. ἄκλιτος]
  • ακολουθία [ἀκολουθία] α-κο-λου-θί-α ουσ. (θηλ.) {ακολουθι-ών} 1. (επιστ.) συνεχής ή/και λογική διαδοχή εννοιών, σκέψεων, γεγονότων, στοιχείων, καταστάσεων, φαινομένων: γραμμική/σταθερή/συντακτική/χρονική ~. ~ γεγονότων/δραστηριοτήτων/κινήσεων/λέξεων/σκέψεων/συμβάντων/συμβόλων. Παρακολούθηση και καταγραφή της μετασεισμικής ~ας. Λογική ~ των επιχειρημάτων (πβ. αλληλουχία, ειρμός). Διασφάλιση της ~ας και συμπληρωματικότητας των δράσεων. Πβ. αλυσίδα, σειρά, συνέχεια. Βλ. συν~.|| (ΒΙΟΛ.) ~ αμινοξέων/γονιδίων. Γενετική/νουκλεϊκή/πεπτιδική/πρωτεϊνική ~. ~ες DNA. Ανάλυση/στοίχιση ~ών.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εντολών (πβ. αλγόριθμος)/τυχαίων αριθμών. Δομή/έλεγχος ~ας. Σύγκλιση ~ών. ΑΝΤ. ανακολουθία 2. ομάδα ανθρώπων που συνοδεύουν τιμητικά επίσημο πρόσωπο, συνοδεία: διπλωματική ~. Τον πρωθυπουργό συνόδευε πολυμελής ~. Πβ. κουστωδία. 3. ΕΚΚΛΗΣ. τακτική ή έκτακτη ιεροτελεστία με καθορισμένο τυπικό: εξόδιος/ιερή/νεκρώσιμη ~. Η ~ της Αναστάσεως/του Ακάθιστου Ύμνου/του Γάμου/του Επιταφίου/του Όρθρου. Τέλεση ~ας. Οι ~ες της Μεγάλης Εβδομάδας. Πβ. ιερουργία. 4. ΜΑΘ. η μονοσήμαντη απεικόνιση του συνόλου Ν των φυσικών αριθμών σε ένα μη κενό σύνολο: άπειρη/γραφική/κυκλική/πεπερασμένη/φθίνουσα/φραγμένη ~. ~ σημείων/τυχαίων μεταβλητών. Αύξουσα ~ ακεραίων. Όριο/όροι ~ας. ~ες πραγματικών αριθμών/συναρτήσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: ακολουθία των χρόνων: ΓΡΑΜΜ. συμφωνία στην εκφορά των ρημάτων (ως προς τον χρόνο ή/και την έγκλιση) κύριας και δευτερεύουσας πρότασης με βάση τους συντακτικούς κανόνες. [< λατ. consecutio temporum] , Ακολουθία/Τελετή του Νιπτήρος βλ. νιπτήρας, η Ακολουθία των Παθών βλ. πάθος ● ΦΡ.: κατ' ακολουθία(ν) (επίσ.): κατά συνέπεια, επομένως, συνεπώς: Η αίτηση είναι αόριστη και ~ ~ απαράδεκτη και απορριπτέα. ~ ~ των ανωτέρω (= με βάση τα ανωτέρω). [< 1: μτγν. ἀκολουθία 2: αρχ. ~ 3: μεσν. ακολουθία]
  • αλληλοπάθεια1 [ἀλληλοπάθεια] αλ-λη-λο-πά-θει-α ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. αμοιβαία ενέργεια περισσότερων του ενός υποκειμένων, η οποία μεταβαίνει από το ένα στο άλλο και αντίστροφα και εκφράζεται με αλληλοπαθή ρήματα (π.χ. αλληλοεπηρεάζονται), αλληλοπαθείς αντωνυμίες (λ.χ. κοίταζαν ο ένας τον άλλο) και εκφράσεις (: βοηθούνται μεταξύ τους). Βλ. αυτοπάθεια. [< μτγν. ἀλληλοπάθεια 'αμοιβαία αστρολογική επίδραση', γερμ. Reziprozität]
  • αλληλοπαθής , ής, ές [ἀλληλοπαθής] αλ-λη-λο-πα-θής επίθ.: ΓΡΑΜΜ. που εκφράζει αλληλοπάθεια: ~είς: αντωνυμίες (λ.χ. "ο ένας τον άλλο", "η μία την άλλη"). ~ή: ρήματα (π.χ. αγαπιόμαστε, αλληλοαναιρούνται, γνωριζόμαστε, τσακωνόμαστε). Βλ. αυτοπαθής, -παθής. [< γαλλ. réciproque]
  • άλφα [ἄλφα] άλ-φα ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. το πρώτο γράμμα και το πρώτο φωνήεν του ελληνικού αλφαβήτου και όσων προήλθαν από αυτό (του λατινικού, του κυριλλικού): κεφαλαίο/μικρό/πεζό ~.|| (ΓΡΑΜΜ.) Επιτατικό ~ (: α-χανής). Στερητικό ~ (: α-όμματος, αν-όμοιος). Πβ. α.|| (ΙΑΤΡ.) Αναστολέας ~.|| (ΦΥΣ.) ~ διάσπαση/σωματίδιο. 2. (για κάποιον ή κάτι που δηλώνεται αόριστα) κάποιος: Κάνω μια ~ δουλειά σε έναν ~ χρόνο. 3. (μτφ.) (πάντα με το άρθρο "το") η αρχή, τα στοιχειώδη· το πρώτο μέρος, το πρώιμο στάδιο: Μαθήματα που αρχίζουν από το ~. Είμαστε ακόμη στο ~ (= στην αρχή). 4. ΑΣΤΡΟΝ. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α) ο πιο φωτεινός αστέρας ενός αστερισμού: Το ~ του Κενταύρου/του Σκορπιού. Το ~ του Μεγάλου Κυνός (= ο Σείριος). 5. για να δηλωθεί εξαιρετική ποιότητα (συνήθ. με επανάληψη): ξενοδοχείο/ποικιλία/προϊόν ~ ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμή άλφα & άλφα γραμμή: κόψιμο φούστας, φορέματος που φαρδαίνει στο κάτω μέρος: νυφικό σε ~ ~. Πβ. εβαζέ γραμμή., ακτινοβολία άλφα βλ. ακτινοβολία ● ΦΡ.: άλφα ή βήτα: για αόριστη αναφορά σε κάτι: για τον ~ ~ λόγο (: για κάποιον λόγο). Με τον ~ ~ τρόπο (: με τον ένα ή τον άλλο τρόπο)., από το άλφα ως το ωμέγα: (μτφ.) από την αρχή ως το τέλος, χωρίς εξαίρεση: Έμαθα όλες τις λεπτομέρειες, ~ ~., δεν ξέρει/δεν έμαθε ούτε το άλφα: (μτφ.) για πρόσωπο τελείως αγράμματο., ο άλφα και ο βήτα (συνήθ. μειωτ.): ο ένας και ο άλλος: Δεν με ενδιαφέρει τι πιστεύει ~ ~., το άλφα και το ωμέγα (μτφ.) (ΚΔ): το σημαντικότερο ή σπουδαιότερο στοιχείο, η αρχή και το τέλος: Η οργανωμένη εκπαίδευση είναι ~ ~ (= το παν) για την πρόοδο μιας κοινωνίας. [< αρχ. ἄλφα, εβραϊκό aleph]
  • αμετάβατος , η, ο [ἀμετάβατος] α-με-τά-βα-τος επίθ. 1. ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με το αμετάβατο ρήμα: ~η: σύνταξη/χρήση. 2. (σπάν.) που δεν μεταβιβάζεται: ~η: θέση/ιδιότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: αμετάβατο ρήμα: ΓΡΑΜΜ. του οποίου η ενέργεια δεν μεταβαίνει σε αντικείμενο: π.χ. εργάζομαι, κοιμάμαι. ΑΝΤ. μεταβατικό ρήμα [< 1: μτγν. ἀμετάβατος]
  • αναβιβάζω [ἀναβιβάζω] α-να-βι-βά-ζω ρ. (μτβ.) {αναβίβα-σε, αναβιβά-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος} (λόγ.) 1. (μτφ.) φέρνω κάποιον ή κάτι σε υψηλότερη θέση· ανεβάζω, αυξάνω: ~στηκε (= αναβαθμίστηκε, προήχθη) στο αξίωμα του ... || Η δαπάνη/το κόστος ~εται σε ... ευρώ (πβ. ανέρχεται). ΑΝΤ. καταβιβάζω 2. ΓΡΑΜΜ. μετακινώ τον τόνο μιας λέξης σε προηγούμενη συλλαβή: Κατά τη σύνθεση λέξεων ο τόνος συχνά ~εται. [< αρχ. ἀναβιβάζω ‘ανεβάζω, σηκώνω, ενθαρρύνω’]
  • αναβιβασμός [ἀναβιβασμός] α-να-βι-βα-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΡΑΜΜ. (για τόνο λέξης) μετακίνησή του σε προηγούμενη συλλαβή. Πβ. έγκλιση τόνου. [< μτγν. ἀναβιβασμός]
  • αναδιπλασιάζεται [ἀναδιπλασιάζεται] α-να-δι-πλα-σι-ά-ζε-ται ρ. {αναδιπλασιά-στηκε, -σμένος} 1. ΒΙΟΛ. αυτοαναπαράγεται: Ο ιός ~. Η ακτινοθεραπεία εμποδίζει τα κύτταρα να ~στούν και τελικά τα καταστρέφει. 2. ΓΡΑΜΜ. (για γράμμα, συλλαβή ή λέξη) υφίσταται αναδιπλασιασμό. [< 1: αγγλ. replicate, 1957 2: μτγν. ἀναδιπλασιάζω]
  • αναδιπλασιασμός [ἀναδιπλασιασμός] α-να-δι-πλα-σι-α-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) επανάληψη, συνήθ. στην αρχή μιας λέξης, του αρχικού συμφώνου του θέματος, με τη συνοδεία του φωνήεντος ε στους συντελικούς χρόνους (τε-τριμμένος, επι-βε-βλημένος) και του ι στον ενεστώτα (γί-γνομαι, πί-πτω)· γενικότ. κάθε διπλασιασμός γράμματος, συλλαβής ή λέξης: αττικός/ενεστωτικός ~. Ονόματα που σχηματίζονται με ~ό του αρχικού δίψηφου συμφώνου της λέξης (<μπ>, <ντ>, <γκ>, π.χ. μπαμπάς, ντουντούκα). 2. ΒΙΟΛ. διαδικασία αντιγραφής του γενετικού υλικού με αποτέλεσμα τον διπλασιασμό του: κυτταρικός ~. ~ του DNA/των χρωμοσωμάτων. 3. εκ νέου διπλασιασμός. Πβ. επανάληψη. [< 1: μτγν. ἀναδιπλασιασμός 2: αγγλ. replication, 1948]
  • αναλογικός , ή, ό [ἀναλογικός] α-να-λο-γι-κός επίθ. 1. ΤΕΧΝΟΛ. (συνήθ. παλαιότ.) στον οποίο τα δεδομένα αντιπροσωπεύονται από ηλεκτρικά σήματα ή φυσικά μεγέθη με συνεχώς μεταβαλλόμενες τιμές: ~ός: δέκτης. ~ή: γραμμή/εκπομπή/μετάδοση/τηλεόραση. ~ό: κανάλι/κύκλωμα/ρολόι/σήμα/σύστημα/τηλέφωνο. ~ές: επικοινωνίες/συσκευές. ΑΝΤ. ψηφιακός (3) 2. που το μέγεθός του διαμορφώνεται ανάλογα με ή αντίστοιχα προς το μέγεθος ενός άλλου ποσοτικού στοιχείου ή παραμένει σταθερό, αμετάβλητο: ~ός: επιμερισμός (κόστους)/(ΟΙΚΟΝ.) συντελεστής/φόρος (: με σταθερό ποσοστό). ~ή: αύξηση/εκπροσώπηση (των γυναικών στα κομματικά όργανα)/εφαρμογή/κλίμακα/μείωση (ποσού)/μεταβολή. ~ό: τέλος χαρτοσήμου. Σε ~ή και ορθολογική βάση. Πβ. ανάλογος.|| ~ή: κατανομή εδρών. ~ό: εκλογικό σύστημα (= αναλογική. ΑΝΤ. πλειοψηφικό). 3. που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη σημασία της αναλογίας σε διάφορους γνωστικούς τομείς: (ΓΛΩΣΣ.) ~ός: σχηματισμός (βλ. αναλογία, σημ. 8).|| (ΦΙΛΟΣ.) Επαγωγικός, απαγωγικός και ~ συλλογισμός (βλ. αναλογία, σημ. 7).|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ά: αριθμητικά (: που φανερώνουν την αναλογία μεταξύ ποσών π.χ. διπλάσιος). 4. που αναλογεί ως χρηματικό ποσό σε κάποιον: ~ά: δικαιώματα (συμβολαιογράφου). (Βλ. αναλογία, σημ. 4). 5. που επεκτείνεται σε παρεμφερείς περιπτώσεις: (ΝΟΜ.) ~ή εφαρμογή διατάξεων (βλ. αναλογία, σημ. 6). ● Ουσ.: αναλογική (η): εκλογικό σύστημα στο οποίο ο αριθμός των εκλεγόμενων αντιπροσώπων κάθε κόμματος είναι ανάλογος του αριθμού ψήφων που έλαβε: εκλογές με απλή ~ (: απόλυτη αντιστοιχία αριθμού ψήφων και εκλεγόμενων αντιπροσώπων)/ενισχυμένη ~ (: σχετική αντιστοιχία· ενισχύεται το ποσοστό εκπροσώπησης του πρώτου σε ψήφους κόμματος). [< γαλλ. proportionnelle] ● επίρρ.: αναλογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. ἀναλογικός, γαλλ. analogique, proportionnel, αγγλ. analogic, proportional]
  • άναρθρος , η, ο [ἄναρθρος] ά-ναρ-θρος επίθ. ΑΝΤ. έναρθρος 1. που δεν αποτελείται από συλλαβές ή λέξεις με νόημα και κατ' επέκτ. δεν γίνεται κατανοητός: ~ος: λόγος. ~η: γλώσσα. ~ες: κραυγές. ΣΥΝ. ασυνάρτητος 2. ΓΡΑΜΜ. που εκφέρεται χωρίς οριστικό άρθρο: ~η: μετοχή. ~ο: απαρέμφατο. ● επίρρ.: άναρθρα [< μτγν. ἄναρθρος, αγγλ. anarthrous] ΑΝΑΡΘΡΟΣ

αιτιολογία

αιτιολογία [αἰτιολογία] αι-τι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): εξήγηση των αιτίων, αιτιολόγηση ή η ίδια η αιτία: αντιφατική/ελλιπής/επαρκής/εσφαλμένη/πειστική ~. Η ~ (= το αιτιολογικό) μιας δικαστικής απόφασης/διοικητικής πράξης. Βλ. δικαιολογία.|| (ΙΑΤΡ., το σύνολο των αιτίων μιας ασθένειας) Γενετική/νευρολογική/ψυχολογική ~. ~ και πρόληψη. Νεανική οστεοπόρωση άγνωστης (ή αγνώστου) ~ας. Καρκίνος ιογενούς ~ας. Βλ. -λογία. ● ΦΡ.: με την αιτιολογία/με το αιτιολογικό (+ ότι/του): προβάλλοντας ως αιτία, λόγω: Η αίτησή του απορρίφθηκε ~ ~ ότι ... Κλήθηκε σε απολογία ~ ~ της απρεπούς συμπεριφοράς. Βλ. με το σκεπτικό. [< αρχ. αἰτιολογία, γαλλ. étiologie, αγγλ. (a)etiology]

ακτινοβολία

ακτινοβολία [ἀκτινοβολία] α-κτι-νο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.) {ακτινοβολι-ών} 1. ΦΥΣ. ενέργεια η οποία εκπέμπεται με τη μορφή κυμάτων ή δεσμών σωματιδίων: επικίνδυνη/ηλεκτρομαγνητική/ηλιακή/θερμική/ορατή/πυρηνική/υπέρυθρη ~. ~ λέιζερ. Πβ. λάμψη, φεγγο-βολή, -βόλημα, φέγγος.|| Έκθεση στην ~ (πβ. ακτινοβόληση). ~ από κινητά τηλέφωνα/πυλώνες υψηλής τάσης/ραντάρ. Απορροφάται/διαδίδεται/διαθλάται/εκλύεται ~. Συσκευές που εκπέμπουν (ισχυρή/χαμηλή) ~. Χρήση ~ών σε καρκινοπαθείς.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Παγετός ~ας. Βλ. ακτίνες Χ, -βολία, γεω~, ραδιο~. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) θετική επίδραση, απήχηση, αίγλη: οικουμενική ~. ~ του Πατριαρχείου/του πολιτισμού. Προσωπικότητα με διεθνή ~/παγκοσμίου κύρους και ~ας. Η θετική ~ ενός ατόμου. Εκδήλωση πανελλήνιας εμβέλειας και ~ας. Πολιτιστική κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας και ~ας. ΣΥΝ. λάμψη (2) ● ΣΥΜΠΛ.: ακτινοβολία άλφα: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τύπος πυρηνικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από πυρήνες του ηλίου (He) (σωματίδια άλφα): ηλιακή/σωματιδιακή/υπεριώδης ~ ~. Η ~ ~ μόλις που διαπερνά ένα φύλλο χαρτί. Βλ. ακτίνες γάμμα., ακτινοβολία βήτα: ΦΥΣ. μορφή ιονίζουσας ακτινοβολίας που παράγεται από υψηλής ταχύτητας ηλεκτρόνια (σωματίδια βήτα)., κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου & (σπάν.) κοσμικό υπόβαθρο μικροκυμάτων: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που υπάρχει διάχυτη στο Σύμπαν και είναι το σημερινό κατάλοιπο της μεγάλης έκρηξης. [< αγγλ. cosmic microwave background radiation (CMBR)] , ραδιενεργός ακτινοβολία: που εκπέμπεται από ραδιενεργά στοιχεία. Πβ. ιονίζουσα/ιοντίζουσα ακτινοβολία. Βλ. ακτίνες γάμμα, ακτίνες X, ακτινοβολία άλφα, ακτινοβολία βήτα. [< γαλλ. rayonnement radioactif] , ιονίζουσα ακτινοβολία βλ. ιονίζω, κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες βλ. κοσμικός, υπεριώδης ακτινοβολία βλ. υπεριώδης, υπέρυθρη ακτινοβολία βλ. υπέρυθρος [< μτγν. ἀκτινοβολία ‘εκπομπή ακτίνων’ 1: γαλλ. radiation]

αναλογία

αναλογία [ἀναλογία] α-να-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) {αναλογιών} 1. συγκριτική σχέση μεταξύ δύο (αντιθετικών) ποσοτικών μεγεθών: εκατοστιαία/μέση/ποσοστιαία ~. ~ εσόδων-εξόδων/ύψους-πλάτους. Υψηλή/χαμηλή ~ ανδρών-γυναικών. Σχέση ~ας. ~ δύο προς ένα/επί τοις εκατό. ~ μαθητών ανά αίθουσα. Πληθυσμιακές ~ες. Η ~ ανέργων-εργαζομένων είναι ...%. Πβ. ποσοστό.|| (για σύνθεση μείγματος:) ~ες συστατικών: 2/3 σοκολάτα, 1/3 γάλα. Ουσία που περιέχεται σε μεγάλη/μικρή/σημαντική ~ στο διάλυμα. Πβ. δόση. Βλ. -λογία. ΑΝΤ. δυσαναλογία 2. σχέση μερικής ομοιότητας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων οντοτήτων: ~ες στη δομή/στην εμφάνιση/στη λειτουργία/στη μορφή (μεταξύ των δύο αντικειμένων). Παρατηρούνται/υπάρχουν ~ες (μεταξύ των δύο περιστατικών). Βρίσκω/εντοπίζω ~ες.|| (ΒΙΟΛ.) Είδη που εμφανίζουν/παρουσιάζουν ~ες (πβ. ομολογία). ΣΥΝ. αντιστοιχία 3. {συνήθ. στον πληθ.} διαστάσεις: καλές/κατάλληλες ~ες. Άγαλμα/αυτοκίνητο/κτίριο με αρμονικές/κομψές/συμμετρικές ~ες. (συνήθ. για γυναίκα) Έχει τέλειες (σωματικές) ~ες/~ες μοντέλου. Πβ. αρμονία, ισορροπία, συμμετρία. 4. μερίδιο που αντιστοιχεί σε κάποιον: η ~ κάποιου στα κέρδη (= το ποσοστό). 5. ΜΑΘ. ισότητα μεταξύ δύο ή περισσοτέρων λόγων της μορφής α:β = γ:δ ή α/β = γ/δ: η χρυσή ~ (: που δίνει αποτέλεσμα 1,618, βλ. χρυσός αριθμός). ΣΥΝ. λόγος (10) 6. ΝΟΜ. επέκταση της εφαρμογής ενός νόμου σε παρεμφερή περίπτωση για την οποία δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση: η αρχή της ~ας. 7. ΦΙΛΟΣ. είδος συλλογισμού ο οποίος ξεκινά από επιμέρους κρίσεις και καταλήγει σε επίσης επιμέρους κρίση. ΣΥΝ. αναλογικός συλλογισμός. Βλ. απ-, επ-αγωγή. 8. ΓΛΩΣΣ. απώλεια της διαφοροποίησης ενός τύπου και σχηματισμός του κατά το ομαλό, σύνηθες γλωσσικό σχήμα (βοηθείς > βοηθάς κατά το αγαπάς). ΣΥΝ. αναλογικός σχηματισμός. Πβ. απλοποίηση. ● ΦΡ.: κατ' αναλογία & (λόγ.) κατ' αναλογίαν & σε αναλογία: (+ γεν. ή με/προς) σε σχέση με, κατ' αντιστοιχία με, ανάλογα με: Άδεια ~ ~ του χρόνου απασχόλησης (ΣΥΝ. αναλόγως). Οι δαπάνες υπολογίζονται ~ ~ με/προς τα αναμενόμενα οφέλη (ΣΥΝ. αναλογικά). [< γαλλ. en proportion de] , τηρουμένων των αναλογιών (λόγ.): λαμβάνοντας υπόψη τις αντιστοιχίες που παρουσιάζουν δύο ή περισσότερα συγκρινόμενα στοιχεία, αλλά και το γεγονός ότι δεν είναι απολύτως όμοια: ~ ~, η ίδια κατάσταση επικρατεί και στις μέρες μας. ΣΥΝ. mutatis mutandis [< γαλλ. toutes proportions gardées] [< 1,3,4,5: αρχ. ἀναλογία, γαλλ. proportion, 2,6,7,8: αρχ. ~, γαλλ. analogie, αγγλ. analogy, γερμ. Analogie]

άριστος

άριστος, η, ο [ἄριστος] ά-ρι-στος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. αρίστη}: που, συγκριτικά με τους ομοίους του, φέρει στον ύψιστο βαθμό θετικές ιδιότητες· (πάρα) πολύ καλός, ο καλύτερος: ~ος: επιστήμονας/ηγέτης. ~οι: επαγγελματίες. ~ γνώστης της Ελληνικής. ~ στο αντικείμενό του/(ειρων.) στα ψέματα (= πρώτος). Είναι (απλά) ~ (= τέλειος).|| ~η: ακουστική/γνώση (υπολογιστή)/εξυπηρέτηση/λειτουργία/συνεργασία. ~ο: αποτέλεσμα (: το καλύτερο δυνατό)/(εργασιακό) περιβάλλον. ~οι: βαθμοί (: οι υψηλότεροι)/όροι (εργασίας). ~ες: επιδόσεις (= κορυφαίες)/συνθήκες/σχέσεις/υπηρεσίες. Προϊόντα αρίστης ποιότητας. Η αρίστη των επιλογών. Σε ~ο κλίμα. Σπίτι σε ~η κατάσταση/σε ~ο σημείο. Δουλειά με ~ες προοπτικές.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ος: φόρος (πβ. βέλτιστος). (ΜΑΘ.) Θεωρία του ~ου ελέγχου. ΣΥΝ. εξαίρετος (1) ΑΝΤ. χείριστος ● Ουσ.: άριστο (το): με μέτρο σύγκρισης το ~. Στόχος μας είναι να πετύχουμε το ~., άριστοι (οι): οι καλύτεροι από πλευράς επιδόσεων: οι ~ των αθλητών/φοιτητών. Βράβευση των ~ων/αρίστων (ενν. μαθητών). Πβ. αριστούχος. ● επίρρ.: άριστα: άψογα, τέλεια: ~ εκπαιδευμένο προσωπικό. Έπραξες ~! Γνωρίζει/κατέχει ~ την Αγγλική. ΣΥΝ. άπταιστα.|| (για βαθμολογία) Έγραψε ~. Πβ. περίφημα, κάλλιστα. ● ΦΡ.: οι άριστοι των αρίστων (λόγ.-επιτατ.): οι καλύτεροι (στον τομέα τους): Επιλέχθηκαν ~ ~., εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης βλ. οιωνός, μέτρον άριστον βλ. μέτρο ● βλ. άριστα [< αρχ. ἄριστος]

αυτοπάθεια

αυτοπάθεια [αὐτοπάθεια] αυ-το-πά-θει-α ουσ. (θηλ.) 1. ΓΡΑΜΜ. ενέργεια που εκτελείται από το υποκείμενο και επιστρέφει σε αυτό: Το λεξικό πρόθημα "αυτο-" δηλώνει ~. Στην πρόταση «Σκέφτεται πολύ τον εαυτό της» έχουμε ~. Βλ. αλληλοπάθεια. 2. (σπανιότ.) πράξη που επηρεάζει τον ίδιο τον δράστη: αυτοαναφορικότητα και ~. Βλ. -πάθεια. [< μτγν. αὐτοπάθεια]

αυτοπαθής

αυτοπαθής, ής, ές [αὐτοπαθής] αυ-το-πα-θής επίθ.: ΓΡΑΜΜ. που δηλώνει αυτοπάθεια: ~ής: αντωνυμία (: ο εαυτός του). ~ή: ρήματα (: ντύνομαι, ξυρίζομαι). Βλ. -παθής. [< μτγν. αὐτοπαθής]

κρίκος

κρίκος κρί-κος ουσ. (αρσ.) 1. μικρό, συνήθ. μεταλλικό, κυκλικό αντικείμενο, που μοιάζει με δαχτυλίδι: ~ αναρρίχησης/ανάρτησης/ασφαλείας/κλειδιών/μπρελόκ/πρόσδεσης (βλ. δέστρα)/ρυμούλκησης/στήριξης. ~οι κουρτίνας. Κλασέρ/ντοσιέ με ~ους. Πβ. κρικέλι, χαλκάς.|| Μενταγιόν με χρυσό ~ο. 2. (μτφ.) σύνδεσμος ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· συνεκτικό στοιχείο ενός συνόλου, μιας διαδικασίας: βασικός/ενδιάμεσος/ενωτικός/καθοριστικός/κύριος ~. Ο ~ μεταξύ οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Προστέθηκε ένας ακόμα ~ στην αλυσίδα των αποκαλύψεων. Βρέθηκε ο χαμένος ~ στην εξέλιξη των δεινοσαύρων. Πβ. δεσμός.κρίκοι (οι) 1. ΑΘΛ. (στην ενόργανη γυμναστική) όργανο που αποτελείται από δύο παράλληλους κρίκους που κρέμονται με σκοινί από ψηλό σημείο· το αντίστοιχο αγώνισμα των ανδρών. Βλ. πλάγιος ίππος. 2. σκουλαρίκια σε σχήμα κρίκου: ασημένιοι ~. ● Υποκ.: κρικάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αδύνατος/αδύναμος κρίκος & ασθενής/ευαίσθητος κρίκος (μτφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι βρίσκεται σε μειονεκτική θέση μέσα σε ένα σύνολο αλληλοεξαρτώμενων παραγόντων: ο πιο ~ ~. [< αγγλ. weak ring] , συνδετικός κρίκος & συνεκτικός & (σπάν.) κρίκος σύνδεσης (μτφ.): καθετί που ενώνει, συνδέει πρόσωπα ή καταστάσεις: Η τέχνη λειτουργεί ως ~ ~ των λαών. ~ ~ ανάμεσα στο χτες και το σήμερα., ελλείπων κρίκος βλ. ελλείπει [< αρχ. κρίκος, γαλλ. anneau] ΚΡΙΚΟΣ

νιπτήρας

νιπτήρας νι-πτή-ρας ουσ. (αρσ.): λεκάνη σε μπάνιο, στερεωμένη σε τοίχο ή ενσωματωμένη σε έπιπλο, που συνδέεται με το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης, για το πλύσιμο κυρ. των χεριών και του προσώπου: επιτραπέζιος ~. ~ από πορσελάνη. Βάση/μπαταρία ~α. Πβ. λαβομάνο. Βλ. είδη υγιεινής, νεροχύτης, -τήρας. ● ΣΥΜΠΛ.: Ακολουθία/Τελετή του Νιπτήρος: ΕΚΚΛΗΣ. που τελείται το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης ή το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης (σύμφωνα με το παλιό βυζαντινό τελετουργικό), σε ανάμνηση της πράξης του Ιησού που έπλυνε τα πόδια των μαθητών του πριν από τον Μυστικό Δείπνο. [< μεσν. νιπτήρας < μτγν. νιπτήρ]

νόμος

νόμος νό-μος ουσ. (αρσ.) 1. ΝΟΜ. (κ. με κεφαλ. Ν ή συντομ. ν. ή Ν.) θεσμοθετημένος κανόνας δικαίου, ο οποίος στηρίζεται στο Σύνταγμα μιας χώρας (ή ένωσης κρατών), ρυθμίζει τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και με το κράτος (ή την ένωση), με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία του (της), και ψηφίζεται από το κοινοβούλιο (στο δημοκρατικό πολίτευμα): αντισυνταγματικός/αυστηρός/ελαστικός/σκληρός ~. Ειδικός/ιδρυτικός/κυρωτικός/τροποποιητικός/φορολογικός ~. Ο ~ περί πνευματικής ιδιοκτησίας. (προφ.) Δήλωση του Νόμου 105 (= υπεύθυνη δήλωση). Άρθρο/ασάφειες/ερμηνεία/κενά/παράγραφος του ~ου. Αναθεώρηση/αναστολή/κατάργηση ενός ~ου. Εκτός/εντός των πλαισίων του ~ου. Αντίθετα/σύμφωνα με τον ~ο. Διεθνείς/εθνικοί/κοινοτικοί ~οι. Συλλογή ~ων (= κώδικας). Ο (ισχύων/παρών) ~ απαγορεύει/επιτρέπει ... Κάτι απορρέει από τον ~ο/υπόκειται στις διατάξεις του ~ου. Όπως ορίζεται/προβλέπεται από τον ~ο, ... Γνωρίζω/εφαρμόζω/καταπατώ/καταστρατηγώ/παραβιάζω/τηρώ κατά γράμμα τον ~ο. Η Βουλή ψήφισε/ο υπουργός υπέγραψε/η κυβέρνηση πέρασε τον ~ο. Εγκρίθηκε/ενεργοποιήθηκε/θεσπίστηκε/τέθηκε σε ισχύ ο ~. Γίνεται ~ του κράτους (: δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως). 2. (συνήθ. με κεφαλ. Ν) νομοθεσία, Δίκαιο· κατ' επέκτ. οι εκπρόσωποί της, οι Αρχές: αστικός/ποινικός ~. Το κύρος του ~ου. Ενάντια στον ~ο. Κανείς δεν είναι υπεράνω του ~ου. Επέβαλαν την τάξη και τον ~ο. Επικαλούμαι τον ~ο. Έχει τον ~ο με το μέρος του. Αψηφώ/περιφρονώ/προσβάλλω τους ~ους. Υπακούω στους ~ους. (Κάτι) υπάγεται στους ~ους του κράτους/της χώρας. (μτφ.) Θα πέσει πάνω τους βαρύς ο πέλεκυς του ~ου (= της Δικαιοσύνης· για επιβολή μεγάλης ποινής).|| Οι άνθρωποι του ~ου (: δικαστικοί, αστυνομικοί). Έπεσε στην παγίδα του ~ου (= τον συνέλαβαν). 3. κανόνας, αρχή: ο ~ της φιλοξενίας. Οι ανθρώπινοι ~οι (βλ. θείος ~). Οι (αδιασάλευτοι/απαράβατοι) ~οι μιας κοινωνίας. Οι ~οι της αγοράς/μόδας.|| (μτφ.) Επιβάλλω/κατανοώ/ξέρω/σέβομαι τους ~ους του παιχνιδιού.|| Ο ~ (της τιμής και) του αίματος (= βεντέτα)/του ανταγωνισμού/της μαφίας (= ομερτά· βλ. ~ της σιωπής)/του Μέρφι (: αν είναι κάτι να πάει στραβά, θα πάει)/(των ανθρώπων) της νύχτας. 4. (επιστ.) γενική διατύπωση για τη σχέση μεταξύ των φαινομένων, όπως προκύπτει από την παρατήρηση και επαληθεύεται από την εμπειρία· κατ' επέκτ. βασική και σταθερή αρχή: ο ~ της αδράνειας/της αιτιότητας/του Μέντελ. Οικονομικοί ~οι. Διερεύνηση/μελέτη/πειραματική επαλήθευση των φυσικών ~ων. Οι ~οι της Φυσικής. Βλ. αξίωμα.|| Κατασκευή που αψηφά τον ~ο της βαρύτητας. Το Σύμπαν υπάγεται στους ~ους του χώρου και του χρόνου. Γενικοί ~οι διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.|| Κάτι ακολουθεί/αντιβαίνει/παραβιάζει τον ~ο/τους ~ους της ύπαρξης/φύσης. ● ΣΥΜΠΛ.: εκτελεστικός νόμος: που αναφέρεται στην εφαρμογή συνταγματικών διατάξεων., θείος/ιερός νόμος: οι εντολές του Θεού, στις οποίες καλούνται να υπακούουν οι πιστοί μιας θρησκείας., θεμελιώδης νόμος/θεμελιώδεις νόμοι: το Σύνταγμα., νόμος της προσφοράς και της ζήτησης: ΟΙΚΟΝ. ο οποίος, στην ελεύθερη οικονομία, καθορίζει τις τιμές και τους μισθούς, σύμφωνα με το επίπεδο της ζήτησης και τη διαθεσιμότητα., νόμος-πλαίσιο: του οποίου οι γενικές διατάξεις λειτουργούν ως πλαίσιο για επιμέρους εφαρμογές: ~ ~ για τη δομή και λειτουργία των ΑΕΙ. [< γαλλ. loi-cadre, περ. 1950] , οργανικός/θεσμικός νόμος: που προσδιορίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας οργάνων και θεσμών που προβλέπει το Σύνταγμα (π.χ. εκλογικός νόμος)., ουσιαστικός νόμος: ΝΟΜ. πράξη της Πολιτείας που περιέχει κανόνα ή κανόνες δικαίου (π.χ. νομοθετικό διάταγμα), ανεξάρτητα από το όργανο που τους θεσπίζει: ~ ~ ενίσχυσης των αγροτών., πρόταση νόμου: ΠΟΛΙΤ. νομοσχέδιο που κατατίθεται προς ψήφιση από βουλευτές και όχι από την κυβέρνηση., σχέδιο νόμου: νομοσχέδιο., τυπικός νόμος: κάθε πράξη της Πολιτείας που θεσπίζεται από τη Βουλή και υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (π.χ. προϋπολογισμός): Αν ο ~ ~ περιέχει κανόνα δικαίου, είναι και ουσιαστικός νόμος., άγραφος νόμος βλ. άγραφος, αναγκαστικός νόμος βλ. αναγκαστικός, αρχή/νόμος της διατήρησης βλ. διατήρηση, ειδικοί ποινικοί νόμοι βλ. ποινικός, εκλογικός νόμος βλ. εκλογικός, ευεργετικός νόμος/ευεργετική διάταξη βλ. ευεργετικός, ηθικός κώδικας/νόμος βλ. ηθικός, Μωσαϊκός Νόμος βλ. μωσαϊκός2, νόμος των πιθανοτήτων βλ. πιθανότητα, ο νόμος της σιωπής βλ. σιωπή, ο νόμος της τρισυλλαβίας βλ. τρισυλλαβία, στρατιωτικός νόμος βλ. στρατιωτικός, σχέδιο "Καλλικράτης" βλ. Καλλικράτης, σχέδιο "Καποδίστριας" βλ. Καποδίστριας, το γράμμα του νόμου βλ. γράμμα, το πνεύμα του νόμου βλ. πνεύμα, τυπική ισχύς (νόμου) βλ. τυπικός ● ΦΡ.: άγνοια νόμου: γενική αρχή του δικαίου που αναφέρεται στο Σύνταγμα: ~ ~ δεν δικαιολογείται/δεν επιτρέπεται/δεν συγχωρείται., διά νόμου (λόγ.): με ειδικό νόμο: (Κάτι) απαγορεύεται/επιβάλλεται/καταργείται/κατοχυρώνεται/ρυθμίζεται ~ ~., εκ του νόμου (λόγ.): σύμφωνα με τον νόμο, από τον νόμο: Η διαδικασία είναι αυστηρώς απόρρητη ~ ~., εν ονόματι του νόμου (λόγ.) & στο όνομα του νόμου: επίκληση του νόμου για επικύρωση ενέργειας: άσκηση βίας/κλήση μάρτυρα ~ ~. Δρα/μιλά ~ ~. Εν ονόματι του νόμου, ανοίξτε/συλλαμβάνεστε (: λέγεται από αστυνομικό όργανο)!, κανονικά και με τον νόμο (εμφατ.-συνήθ. ειρων.): για τυπικά αποδεκτή ή νομότυπη ενέργεια, αλλά συχνά, στην ουσία, δυσάρεστη ή ανήθικη: Διορίστηκε/τον εκμεταλλεύονται ~ ~., κατά νόμο/κατά παράβαση του νόμου: ΝΟΜ. σύμφωνα με ή παραβαίνοντας τον νόμο: κατά νόμο ενέργειες/κατάθεση. Κατά νόμο αρμόδιες Αρχές/υπεύθυνος/υπόχρεος. Υποβολή των κατά νόμο αποδεικτικών/δικαιολογητικών/στοιχείων.|| Κυκλοφορία φαρμακευτικού προϊόντος κατά παράβαση του νόμου., νόμω (λόγ.): σύμφωνα με το γραπτό Δίκαιο: ~ κατοχύρωση. Η παρούσα αίτηση είναι ~ και ουσία αβάσιμη/βάσιμη. Βλ. φύσει., ο νόμος/οι νόμοι και οι προφήτες: οι γραπτοί κανόνες και οι αυθεντίες: Πέρα από τους νόμους και τους ~, υπάρχει και η δύναμη του λαού., παίρνω τον νόμο στα χέρια μου: αυτοδικώ., παρά τον νόμο: αντίθετα με τον νόμο: καταχρηστική και ~ ~ χρήση των υπηρεσιών. Χορηγήθηκαν άδειες ~ ~ (= παράνομα)., (έχει) ισχύ νόμου βλ. ισχύς, δάσκαλε που δίδασκες (και νόμο/λόγο δεν εκράτεις) βλ. διδάσκω, εκτός νόμου βλ. εκτός, μηδενικός νόμος βλ. μηδενικός, ο λόγος κάποιου είναι συμβόλαιο/νόμος βλ. συμβόλαιο, ο νόμος της ζούγκλας βλ. ζούγκλα, ο νόμος των μεγάλων αριθμών βλ. αριθμός, το δίκαιο του ισχυρότερου/του ισχυροτέρου βλ. δίκαιο [< αρχ. νόμος, γερμ. Gesetz, γαλλ. loi, αγγλ. law]

παθός

παθός πα-θός ουσ. (αρσ.) {κυρ. στην ονομαστ. εν.} (λαϊκό): που έπαθε κάτι δυσάρεστο, κακό. Πβ. παθών. ● ΦΡ.: ο παθός (και) μαθός (γνωμ.): όποιος παθαίνει μαθαίνει. ΣΥΝ. (το) πάθος μάθος

φύλο

φύλο [φῦλο] φύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΙΟΛ. καθεμιά από τις δύο κατηγορίες, αρσενικό-θηλυκό, των ζωντανών οργανισμών και το σύνολο των χαρακτηριστικών που τις διακρίνουν με βάση τον αναπαραγωγικό τους ρόλο: το ανδρικό/γυναικείο ~. Βλ. χρωμόσωμα.|| Βιολογικό ~. Ο κοινωνικός ρόλος του ~ου. Στερεότυπα και προκαταλήψεις για τα δύο ~α. Η ισότητα/μάχη των δύο ~ων. Βλ. έμφυλος.|| Διαταραχή ταυτότητας ~ου (: του εσωτερικού και προσωπικού τρόπου με τον οποίο το άτομο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από τα βιολογικά του χαρακτηριστικά). Βλ. δυαδικός. 2. ΑΝΘΡΩΠ. ομάδα ανθρώπων με κοινά εθνολογικά ή ανθρωπολογικά γνωρίσματα: αρχαία ελληνικά/ινδοευρωπαϊκά/νοµαδικά ~α. Πβ. φυλή. 3. ΒΙΟΛ. ταξινομική κατηγορία οργανισμών με κοινά χαρακτηριστικά, ανάμεσα στην υπερκλάση και το υποφύλο. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικό φύλο: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. καθένα από τα δύο φύλα σύμφωνα με τα συμπεριφορικά, ψυχολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που του αποδίδονται: διακρίσεις με βάση το ~ ~. Ιατρική του ~ού ~ου. Βλ. αρρενωπ-, θηλυκ-ότητα, φεμινισμός. [< αγγλ. gender, 1963] , το άλλο/αντίθετο φύλο: οι άντρες ή οι γυναίκες, αντίστοιχα: Η σχέση με το ~ ~., το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο: οι γυναίκες. [< γαλλ. le sexe faible, le beau/deuxième sexe] , το ισχυρό φύλο: οι άντρες. [< γαλλ. le sexe fort] , το τρίτο φύλο: οι ομοφυλόφιλοι. [< γαλλ. le troisième sexe] , αλλαγή φύλου βλ. αλλαγή [< αρχ. φῦλον ‘φυλή, λαός, γένος’, γαλλ. sexe]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.