Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2187 εγγραφές  [0-20]


  • -σκόπηση (λόγ.) επίθημα κυρ. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. έρευνα, μελέτη: δημο~ (πβ. -μέτρηση).|| Ανα~/επι~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε όργανο ή περιοχή του σώματος: αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/μεσοθωρακο~/οισοφαγο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/υστερο~. Πβ. -σκοπία. 3. ΤΕΧΝΟΛ. εγγραφή εικόνας ή/και ήχου με ειδικό τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.
  • -σκοπία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών, κυρ. τεχνικών όρων∙ δηλώνει 1. ανάλυση, παρατήρηση: φασματο~.|| (τεχνική) Στερεο~.|| (παλαιότ.) Ραβδο~.|| Oιωνο~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε περιοχή ή όργανο του σώματος: λαπαρο~ (πβ. -σκόπηση)/οφθαλμο~. 3. ΤΕΧΝΟΛ. καταγραφή εικόνας ή/και ήχου με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~. 4. (αρνητ. συνυποδ.) oρισμένο σκοπό: καιρο~/κερδο~.
  • -σκόπιο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών, κυρ. τεχνικών όρων, με αναφορά σε όργανο ειδικής εξέτασης ή παρατήρησης: (ΙΑΤΡ.) αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/ενδο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/λαρυγγο~/μητρο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/στηθο~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μικρο~/περι~/τηλε~.
  • -φωνικός , ή, ό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με αναφορά σε 1. ΜΟΥΣ. αριθμό φωνών: τετρα~. Πολυ~. 2. ΤΕΧΝΟΛ. τεχνική αναπαραγωγής ήχου: μονο~/στερεο~. 3. ΓΛΩΣΣ. ποιότητα φθόγγου: ημι~/συμ~. 4. ΤΗΛΕΠ. συγκεκριμένο μέσο επικοινωνίας: ραδιο~/τηλε~.
  • αβάνς [ἀβάνς] α-βάνς ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. χρονισμός ανάφλεξης σε μηχανές εσωτερικής καύσης: αυτόματο/μεταβαλλόμενο ~. ~ κινητήρα/μοτέρ. Πβ. προ-ανάφλεξη, -πορεία. [< γαλλ. avance]
  • αβγοδάρτης [ἀβγοδάρτης] α-βγο-δάρ-της ουσ. (αρσ.) & αυγοδάρτης: ΤΕΧΝΟΛ. χτυπητήρι αβγών: ~ες μαρέγγας. Βλ. αναδευτήρας.
  • αβγολέμονο [ἀβγολέμονο] α-βγο-λέ-μο-νο ουσ. (ουδ.) & αυγολέμονο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ωμό αβγό χτυπημένο με χυμό λεμονιού, που προστίθεται σε φαγητά: αγκινάρες/γιουβαρλάκια/σούπα (με) ~. Αρνάκι/χοιρινό με σέλινο ~. Περιχύνω με ~. Μου έκοψε το ~. [πβ. αγγλ. avgolemono, 1950]
  • αβγοτάραχο [ἀβγοτάραχο] α-βγο-τά-ρα-χο ουσ. (ουδ.) & αυγοτάραχο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. έδεσμα από αβγά ψαριών (κυρ. κεφάλου) αλατισμένα και διατηρημένα σε κέρινο περίβλημα: επεξεργασμένο/νωπό ~. ~ ρέγκας/σολομού/τόνου. ~ από μπακαλιάρο. ~ Μεσολογγίου. Βλ. ταραμάς, χαβιάρι. [< μεσν. αβγοτάραχον]
  • αβγουλάτο [ἀβγουλάτο] α-βγου-λά-το ουσ. (ουδ.) & αυγουλάτο: ΒΟΤ. -ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ποικιλία σταφυλιού με μεγάλες κίτρινες ρώγες. Βλ. -άτο, σαββατιανό.
  • άγκιστρο [ἄγκιστρο] ά-γκι-στρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίστρου} (λόγ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. όργανο ή τμήμα εργαλείου με κυρτή και αιχμηρή άκρη, για ποικίλες χρήσεις (κρέμασμα, ανάρτηση ή σύνδεση αντικειμένων): αλιευτικό/μεταλλικό/οβάλ/ορθοδοντικό/περιστρεφόμενο/πλευρικό/πτυσσόμενο/σιδερένιο/συρμάτινο/χαλύβδινο/χειρουργικό ~. ~ ανύψωσης/αποσκευών/ασφαλείας/ασφάλισης (σε κλειδαριά)/γερανού/ελατηρίου/έλξης (σε τρακτέρ)/ζεύξης/καλωδίων/κουμπώματος/κουρτίνας (: γαντζάκι)/ρυμούλκησης/στήριξης/σφαγείων (: τσιγκέλι)/φωτιστικού. Απασφαλίζω το ~. ~ με ιμάντα/κλιπ. Πβ. γάντζος, κρεμαστάρι. Βλ. πολυ~, -τρο. 2. {κυρ. στον πληθ.} καθένα από τα τυπογραφικά σημεία ή σύμβολα { } που χρησιμοποιούνται κατά ζεύγη: (ΓΛΩΣΣ.) ~α για δήλωση μορφημάτων/γραμματικών πληροφοριών στο παρόν λεξικό.|| (ΜΑΘ.) ~α για αλγεβρικές/αριθμητικές παραστάσεις/για δήλωση συνόλου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~α αποθήκευσης/μνήμης. Λειτουργικό ~. Εντολές μέσα σε ~α (πβ. μπλοκ). Πβ. μύστακας. Βλ. αγκύλη, παρένθεση. [< αρχ. ἄγκιστρον, 1: αγγλ. hook 2: αγγλ. brace]
  • αγκύλιο [ἀγκύλιο] α-γκύ-λι-ο ουσ. (ουδ.) {αγκυλίου}: ΤΕΧΝΟΛ. χαλύβδινο εξάρτημα σχήματος U που χρησιμοποιείται ως συνδετικό μέσο, ναυτικό κλειδί: ~ συνένωσης τεμαχίων. Ανοξείδωτα ~α από χάλυβα.|| (ΙΑΤΡ., στον πληθ.) σιδεράκια. [< μτγν. ἀγκύλιον, γαλλ. manille, 1902]
  • αγκύριο [ἀγκύριο] α-γκύ-ρι-ο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. εξάρτημα για ενίσχυση, υποστήριξη, σύνδεση δύο δομικών υλικών ή τμημάτων του ίδιου υλικού, το οποίο εισχωρεί και στερεώνεται μέσα σε αυτά: μεταλλικό/πλαστικό/χαλύβδινο/χημικό ~. ~α αντιστήριξης/βράχου/κολόνας. Βλ. κοχλίας, ροδέλα. [< μτγν. ἀγκύριον 'μικρή άγκυρα', αγγλ. anchor, tie bolt]
  • αγκυρώνω [ἀγκυρώνω] α-γκυ-ρώ-νω ρ. (μτβ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. γαντζώνω, αγκιστρώνω κάτι: Τα άγκιστρα ~ουν στο μπετόν. (Κάτι) ~εται στη δοκό/στο έδαφος/στον πυθµένα. 2. (λόγ.-μτφ.) σταθεροποιώ, παγιώνω: ~ τη δημοκρατία. [< γερμ. verankern, γαλλ. ancrer]
  • αγκύρωση [ἀγκύρωση] α-γκύ-ρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνδεση ή ενίσχυση της σύνδεσης δύο δομικών στοιχείων με μεταλλικό μέσο, αγκύριο: ~ οπλισμού/υδρορροής. Φουρκέτα για ~ σε τοιχίο. ~ των επισφαλών τμημάτων του βράχου με ράβδους από χάλυβα. Μηχανικές ~ώσεις. Τοίχοι αντιστήριξης με ~ώσεις. 2. (μτφ.) πρόσδεση σε, εξάρτηση από κάποιον ή κάτι (ιδεολογία, πρακτική): κοινωνική/πολιτική ~. [< γερμ. Verankerung, αγγλ. anchoring, γαλλ. ancrage]
  • αγροβιοτεχνολογία [ἀγροβιοτεχνολογία] α-γρο-βι-ο-τε-χνο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) & αγροτοβιοτεχνολογία: ΒΙΟΛ. -ΤΕΧΝΟΛ. η εφαρμογή βιοτεχνολογικών μεθόδων στη γεωργία: Ινστιτούτο/εταιρείες ~ας. Βλ. γενετικά/γενετικώς τροποποιημένος. [< αγγλ. agrobiotechnology]
  • αγωγιμόμετρο [ἀγωγιμόμετρο] α-γω-γι-μό-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή για τη μέτρηση της αγωγιμότητας ενός υλικού. Βλ. -μετρο. [< αγγλ. conductometer, γαλλ. conductomètre, 1935]
  • αδαμαντοφόρος , ος/α, ο [ἀδαμαντοφόρος] α-δα-μα-ντο-φό-ρος επίθ. 1. ΤΕΧΝΟΛ. που έχει προσαρμοσμένο πάνω του διαμάντι: ~α εργαλεία κοπής. 2. ΓΕΩΛ. (συνήθ. για τόπο) που έχει, παράγει διαμάντια: ~ο: κοίτασμα/ορυχείο. Βλ. -φόρος. [< γαλλ. diamantifère]
  • αδιαπέραστος , η, ο [ἀδιαπέραστος] α-δι-α-πέ-ρα-στος επίθ. & αδιαπέρατος 1. που δεν μπορεί κανείς να τον διαπεράσει, να τον διαβεί ή κατ' επέκτ. να τον υπερβεί: ~ος: δρόμος (ΣΥΝ. αδιάβατος)/ποταμός. ~η: βλάστηση. ~ο: δάσος/πλήθος/φαράγγι. ~α: βουνά/μονοπάτια/τείχη.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Αδιαπέρατη επιφάνεια. ~ο: στρώμα. ~α: τοιχώματα. Υλικό ~ο (= μη διαπερατό) από αέρια/το νερό. Πβ. στεγανός.|| ~ος: γραφειοκρατικός μηχανισμός. ~ο: εμπόδιο/σύστημα ασφαλείας. ~ες: διαχωριστικές γραμμές. ΑΝΤ. διαπερατός 2. (μτφ.) πυκνός, που δεν μπορεί κανείς να δει μέσα από αυτόν, να τον διερευνήσει: ~η: ομίχλη. ~ο: σκοτάδι.|| ~ο πέπλο μυστηρίου καλύπτει την υπόθεση. [< γαλλ. impénétrable]
  • αδιαπερατότητα [ἀδιαπερατότητα] α-δι-α-πε-ρα-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. η ιδιότητα του αδιαπέρατου: αυξημένη/υψηλή ~. ~ σκυροδέματος. ~ στο νερό. Πβ. αδιαβροχία, στεγανότητα. ΑΝΤ. διαπερατότητα [< γαλλ. imperméabilité]
  • αδιατάρακτος , η, ο [ἀδιατάρακτος] α-δι-α-τά-ρα-κτος επίθ. & (προφ.) αδιατάραχτος: που δεν διαταράσσεται: ~ος: δεσμός/ύπνος. ~η: αρμονία/ευτυχία/ζωή/ηρεμία/σχέση/τάξη/φιλία (= αδιασάλευτη). Ο ~ κύκλος της ζωής. (ΤΕΧΝΟΛ.) ~η κοπή και διάτρηση δομικών υλικών.|| (για πρόσ.) ~ και απερίσπαστος. ~ από εξωτερικές επιδράσεις. Μένει/στέκει ~ στη θέση του (= απόλυτα σταθερός). ΑΝΤ. διαταραγμένος ● επίρρ.: αδιατάρακτα: ομαλά/σταθερά και ~. [< μεσν. αδιατάρακτος, γαλλ. imperturbable]

αγκύλη

αγκύλη [ἀγκύλη] α-γκύ-λη ουσ. (θηλ.) {αγκυλ-ών} 1. {συνήθ. στον πληθ.} τυπογραφικό σημείο ή σύμβολο που χρησιμοποιείται κυρ. στα μαθηματικά, την πληροφορική, τη φιλολογία, τη φυσική: αγκιστροειδείς (= άγκιστρα, μύστακες {})/καμπύλες (= παρενθέσεις)/τετράγωνες ~ες ([]). Άνοιγμα/ζεύγος/κλείσιμο ~ών. Αριθμοί/εντολές/λέξεις (μέσα) σε ~ες. Χαρακτήρες εκτός/εντός ~ών. Βάζω/γράφω κάτι (μέσα) σε ~ες. Οι γωνιώδεις ~ες < > χρησιμοποιούνται στις κριτικές εκδόσεις για δήλωση προσθήκης.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κωδικοί που περικλείονται σε ~ες. 2. ΑΝΑΤ. καμπή, τόξο: ανοιχτή/κλειστή/κολική/τραχηλική/φακοειδής ~. Η ~ του μέσου εντέρου. ~ες των σπονδυλικών νεύρων. Ορθοδοντικές ~ες. 3. ΝΑΥΤ. (σπάν.) θηλιά σχοινιού ή συρματόσχοινου για το δέσιμο πλοίου και γενικότ. κάθε θηλιά. [< 1: αρχ. ἀγκύλη, γαλλ. crochet, αγγλ. bracket 2: αγγλ. ansa, loop]

αναδευτήρας

αναδευτήρας [ἀναδευτήρας] α-να-δευ-τή-ρας ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. εργαλείο ή μηχάνημα ανάδευσης. Πβ. αναμικτήρας, μίξερ, χαρμανιέρα, χτυπητήρι. Βλ. -τήρας, σέικερ. [< αγγλ. shaker]

-άτο

-άτο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. μικρό κράτος ή διοικητική περιφέρεια και ειδικότ. το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα της περιοχής: εμιρ~/πριγκιπ~.|| (κυρ. παλαιότ.) Προτεκτορ~.|| (ΙΣΤ.) Δεσποτ~/εξαρχ~/καπεταν~.|| Xαλιφ~.|| (οργανωμένη ομάδα:) Συνδικ~/φουσ~. 2. (παλαιότ.) νόμισμα: κωνσταντιν~. 3. είδος φαγητού, γλυκού ή ποτού: κυδων~/λεμον~/ρετσιν~/ριγαν~. 4. {μόνο στον πληθ.} τοπωνύμιο: Μεταξ-άτα.

κοχλίας

κοχλίας κο-χλί-ας ουσ. (αρσ.) (επίσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. βίδα: δεξιόστροφος/ρυθμιστικός/φυτευτός (= μπουζόνι) ~. Η κεφαλή/το σπείρωμα του ~α. ~ες αγκύρωσης/ανύψωσης (βλ. γρύλος)/κίνησης/μεταφοράς/σύνδεσης. Βλ. περικόχλιο. 2. ΑΝΑΤ. ελικοειδές τμήμα του λαβυρίνθου του αυτιού, μέσα στο οποίο βρίσκεται το αισθητήριο όργανο της ακοής. Βλ. αίθουσα, ημικύκλιοι σωλήνες. 3. ΖΩΟΛ. σαλιγκάρι. ● ΣΥΜΠΛ.: ατέρμων/ατέρμονας (κοχλίας) βλ. ατέρμονος [< 1,2: μτγν. κοχλίας, γαλλ. cochlée 3: αρχ. ~]

-μετρο

-μετρο {-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~. 2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.

ταραμάς

ταραμάς τα-ρα-μάς ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πολτός από αβγά ψαριού, κυρ. κυπρίνου, βασικό συστατικό της ταραμοσαλάτας· συνεκδ. η συγκεκριμένη σαλάτα ως ορεκτικό: κόκκινος ~ (βλ. χαβιάρι). Άσπρος ~, ανώτερης ποιότητας.|| Σαρακοστιανά πιάτα με χταπόδι και ~ά. Βλ. αβγοτάραχο. 2. (μειωτ.) βλάκας. ● ΦΡ.: μασάει η κατσίκα ταραμά; (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν μπορεί να ξεγελαστεί, να πέσει θύμα παραπλάνησης. Πβ. τρώω/μασάω κουτόχορτο. [< τουρκ. tarama, γαλλ. ~, περ. 1960]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.