Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 451 εγγραφές  [0-20]


  • αγαθό [ἀγαθό] α-γα-θό ουσ. (ουδ.) 1. ό,τι έχει κυρ. πνευματική ή ηθική σημασία, αδιαπραγμάτευτη αξία: κοινωνικό/μορφωτικό/πολιτιστικό ~. Το ~ της δημοκρατίας/ειρήνης/ελευθερίας/ζωής. Η υγεία είναι το πολυτιμότερο ~. 2. ΦΙΛΟΣ. το καλό, κάθε υπέρτατη αξία: Το απόλυτο ~. Στη σωκρατική φιλοσοφία κυρίαρχη θέση έχει η κατάκτηση του ~ού. Αρετές που στοχεύουν στο ~.|| (ΘΕΟΛ.) Το ύψιστο χριστιανικό ~ είναι η αγάπη. ● ΣΥΜΠΛ.: έννομα αγαθά βλ. έννομος ● ΦΡ.: επ' αγαθώ [ἐπ' ἀγαθῷ] (επίσ.): προς όφελος, για το καλό: Η συνεργασία θα αποβεί ~ ~ της εταιρείας. Διακρατικές διαβουλεύσεις ~ ~ της χώρας. Πβ. επ' ωφελεία. [< αρχ. ἀγαθόν]
  • αγέννητος , η, ο [ἀγέννητος] α-γέν-νη-τος επίθ. 1. που δεν έχει ακόμα γεννηθεί ή δημιουργηθεί ή (σπάν. για ζώο) που δεν έχει γεννήσει: ~η: αγάπη. ~ο: έργο. ~ο: παιδί. ~ες: ζωές/λέξεις. Εκείνη την εποχή εσύ ήσουν ~. 2. ΦΙΛΟΣ. αυθύπαρκτος, προαιώνιος: ~η: ύλη/ψυχή (: που προϋπάρχει). ~ο: ον. Ο ~ κόσμος των ιδεών. Βλ. αδημιούργητος.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Πατέρας είναι ~. [< αρχ. ἀγέννητος]
  • αγνωσία [ἀγνωσία] α-γνω-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. αδυναμία αναγνώρισης των αισθητηριακών ερεθισμάτων λόγω εγκεφαλικής βλάβης: ακουστική/απτική/γευστική/λεκτική/οπτική/οσφρητική ~. ~ βάθους/χρωμάτων. Βλ. αλεξία, αφασία, -γνωσία, προσωπ~. 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) άγνοια, αμάθεια: ιστορική ~. Στο σκοτάδι της ~ας. 3. ΦΙΛΟΣ. βασικό αξίωμα στη σωκρατική διαλεκτική (:"ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα"). [< 1: γερμ. Agnosie, γαλλ. agnosie, 1900, αγγλ. agnosia, 1900 2,3: αρχ. ἀγνωσία]
  • αγνωστικισμός [ἀγνωστικισμός] α-γνω-στι-κι-σμός ουσ. (αρσ.) & αγνωσιαρχία (η): ΦΙΛΟΣ. θεωρία σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατη η απόφανση για μεταφυσικά ζητήματα και ιδ. για την ύπαρξη του Θεού: ηθικός/θεωρητικός/θρησκευτικός/κοσμικός/φυσικός ~. ~ και αθεϊσμός. Πβ. σκεπτικισμός. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. agnosticisme, αγγλ. agnosticism]
  • αγνωστικιστής [ἀγνωστικιστής] α-γνω-στι-κι-στής ουσ. (αρσ.): ΦΙΛΟΣ. υποστηρικτής του αγνωστικισμού. Βλ. (α)θεϊστής, άθεος. [< γαλλ. agnostique, αγγλ. agnostic]
  • αγνωστικιστικός , ή, ό [ἀγνωστικιστικός] α-γνω-στι-κι-στι-κός επίθ.: ΦΙΛΟΣ. που σχετίζεται με τη θεωρία του αγνωστικισμού. Βλ. -ιστικός1. [< γαλλ. agnostique, αγγλ. agnostic]
  • άγραφος , η, ο [ἄγραφος] ά-γρα-φος επίθ. & (προφ.) άγραφτος & (σπάν.) άγραπτος 1. που δεν έχει (ακόμη) διατυπωθεί σε γραπτό λόγο: ~η: ιστορία/μελέτη.|| (που δεν καταγράφηκε σε επίσημο έγγραφο:) ~ος: όρος. ~η: άδεια/εντολή/συμφωνία. ~ο: καταστατικό/τυπικό. Πβ. προφορικός. Βλ. -γραφος. ΑΝΤ. έγγραφος 2. του οποίου το κύρος πηγάζει από την παράδοση, την ηθική ή τη χρήση, που δεν είναι νομοθετημένος: ~ος: κανόνας. ~η: αρχή. ~ο: δικαίωμα. Πβ. εθιμ-, ηθ-ικός. ΑΝΤ. γραπτός (1) 3. στον οποίο δεν έχει γραφτεί ή εγγραφεί κάτι: ~η: επιφάνεια/κόλλα (πβ. λευκή).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: σκληρός δίσκος. ~ο: σιντί. Πβ. άδειος. 4. (για μαθητή) που δεν έχει κάνει τις γραπτές εργασίες του: Πήγε σχολείο ~ κι αδιάβαστος. 5. (σπάν.) που δεν έχει καταγραφεί σε κατάλογο, αδήλωτος. ΑΝΤ. δηλωμένος (2), εγγεγραμμένος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άγραφο χαρτί & άγραφος πίνακας/χάρτης & άγραφη πλάκα: ΦΙΛΟΣ. η αντίληψη ότι ο νους του ανθρώπου, όταν γεννιέται, είναι κενός, σαν λευκός πίνακας, πάνω στον οποίο εγγράφονται συνεχώς νέες εντυπώσεις, γνώσεις, εμπειρίες. ΣΥΝ. tabula rasa, άγραφος νόμος & άγραφο δίκαιο: κανόνας δικαίου που δεν έχει θεσμοθετηθεί από την Πολιτεία, αλλά έχει καθιερωθεί από την παράδοση, τη συνήθεια, τη θρησκεία: άγραφοι και γραπτοί ~οι. Ήθη, έθιμα και ~οι ~οι. Πβ. εθιμικό δίκαιο. Βλ. φυσικό δίκαιο.|| Ο ~ ~ του ποδοσφαίρου (: η ομάδα που χάνει ευκαιρίες δέχεται τελικά γκολ)/της σιωπής (πβ. ομερτά)/της φυλακής (: οι συγκρατούμενοι δεν επιτρέπουν ούτε συγχωρούν μερικά ειδεχθή εγκλήματα, ασκώντας στον δράστη ψυχολογική βία, που αρκετές φορές τον οδηγεί στην αυτοκτονία). [< γερμ. ungeschriebenes Recht] ● ΦΡ.: (αυτό) είναι απ' τ' άγραφα! (προφ.-εμφατ.): για κάτι μη αναμενόμενο, πρωτάκουστο: Ε, αυτό πια ~ ~ (= πρωτοφανές)! [< αρχ. ἄγραφος, γαλλ. non écrit]
  • αγωνία [ἀγωνία] α-γω-νί-α ουσ. (θηλ.): ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη ανησυχία, ταραχή, αβεβαιότητα λόγω ενός κινδύνου, μιας δυσκολίας ή από ανυπομονησία για κάτι: έκδηλη/πνευματική ~. Επιθανάτια ~ ή ~ του θανάτου (= ψυχομαχητό). Θρίλερ/κραυγή/νύχτα ~ας. Βιβλίο/ιστορία/ταινία που σε κρατά σε ~. Παράγοντες που επιτείνουν την ~ των υποψηφίων. Εκφράζω/κρύβω την ~ μου. Έχει/υπάρχει ~ για τα αποτελέσματα/το αύριο/τις εξετάσεις/το μέλλον/την τύχη των ομήρων (πβ. άγχος). Η ~ αυξάνεται/κορυφώνεται/παρατείνεται/συνεχίζεται. Με κυριεύει/τρώει η ~. Κοιτάζω με ~ για ... Περιμένω με ~ να τον δω/τις διακοπές (πβ. αδημονία). Συμμερίζομαι τις ~ες σας. ~ες και έγνοιες. Έκφραση φόβου και ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: υπαρξιακή αγωνία & υπαρξιακό άγχος: ΦΙΛΟΣ. το αίσθημα τρόμου που δημιουργείται στον άνθρωπο, όταν συνειδητοποιεί ότι έχει ελεύθερη βούληση· (κυρ. κατ' επέκτ.) το άγχος που προκαλεί ο έντονος προβληματισμός για θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως είναι ο θάνατος και η αναζήτηση νοήματος στη ζωή. [< γερμ. Existenzangst] [< αρχ. ἀγωνία, γαλλ. agonie, αγγλ. agony]
  • αδημιούργητος , η, ο [ἀδημιούργητος] α-δη-μι-ούρ-γη-τος επίθ. 1. που βρίσκεται στην αρχή της σταδιοδρομίας του, δεν έχει ακόμα αποκτήσει οικονομική επιφάνεια. ΑΝΤ. δημιουργημένος (2), επιτυχημένος (2), φτασμένος (1) 2. ΦΙΛΟΣ. που δεν δημιουργήθηκε από κάποιον: ~η: αιτία του κόσμου/αρχή των πραγμάτων. ~ο: Σύμπαν.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι άκτιστος, ~ (: αγέννητος, άπλαστος), ενώ ο άνθρωπος κτίσμα, δημιούργημα.|| (ως ουσ.) Η αιωνιότητα και το ~ο του κόσμου. [< 1: αγγλ. not made 2: μτγν. ἀδημιούργητος]
  • αδιαιρετότητα [ἀδιαιρετότητα] α-δι-αι-ρε-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του αδιαίρετου: ~ (ΟΙΚΟΝ.) αγαθών/(ΧΗΜ.) ατόμου/δαπανών/(ΦΙΛΟΣ.) της ύλης (πβ. ενότητα). Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. διαιρετότητα (1) [< γαλλ. indivisibilité]
  • αδιαφορία [ἀδιαφορία] α-δι-α-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. απουσία ενδιαφέροντος, φροντίδας για κάτι: ανεξήγητη/απαράδεκτη/γενική/εγκληματική/κρατική/παντελής/προκλητική ~. ~ των αρμοδίων/της κοινωνίας/της οικογένειας/της Πολιτείας (ΑΝΤ. μέριμνα). ~ γι' αυτά που συμβαίνουν γύρω μας (ΣΥΝ. απάθεια)/τη ζωή/τα κοινά/το περιβάλλον/την πολιτική. (εμφατ.) ~ και απάθεια. Έντονα ίχνη εγκατάλειψης και ~ας στην επαρχία. Κλίμα ~ας στην αγορά. Κατηγορώ κάποιον για/προσάπτω σε κάποιον ~.|| Αντιμετωπίζει τον θάνατο με ~ (= αταραξία). Βλ. -φορία. ΑΝΤ. ενδιαφέρον (1) 2. ΨΥΧΟΛ. έλλειψη αντίδρασης στα προσλαμβανόμενα ερεθίσματα. Βλ. αυτισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: ελευθερία της αδιαφορίας: ΦΙΛΟΣ. απουσία οποιουδήποτε καταναγκασμού ή αιτίας που υποχρεώνει ή κατευθύνει τον άνθρωπο να πράττει σύμφωνα με ορισμένο τρόπο., καμπύλες αδιαφορίας: ΟΙΚΟΝ. ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απεικονίζουν συνδυασμούς αγαθών μεταξύ των οποίων ο καταναλωτής είναι αδιάφορος. [< αγγλ. indifference curves] [< μτγν. ἀδιαφορία, γαλλ. indifférence]
  • αθεϊσμός [ἀθεϊσμός] α-θε-ϊ-σμός ουσ. (αρσ.): ΦΙΛΟΣ. η φιλοσοφική θεωρία που πρεσβεύει ότι δεν υπάρχει Θεός ή οποιαδήποτε θεϊκή οντότητα και η αντίστοιχη στάση: ατομικός/επιστημονικός/πρακτικός/θεωρητικός ~. Βλ. θεϊσμός. ΣΥΝ. αθεΐα [< γαλλ. athéisme, αγγλ. atheism]
  • αθεϊστής [ἀθεϊστής] α-θε-ϊ-στής ουσ. (αρσ.) {σπάν. στο θηλ. αθεΐστρια}: ΦΙΛΟΣ. οπαδός του αθεϊσμού. Πβ. άθεος. Βλ. αγνωστικιστής, θεϊστής. [< γαλλ. athéiste, αγγλ. atheist]
  • αθεϊστικός , ή, ό [ἀθεϊστικός] α-θε-ϊ-στι-κός επίθ.: ΦΙΛΟΣ. που αναφέρεται στον αθεϊσμό: ~ός: επιστημονισμός/υλισμός/υπαρξισμός. ~ή: διδασκαλία/προπαγάνδα. ~ό: κήρυγμα/κίνημα. [< γαλλ. athéistique, αγγλ. atheistic]
  • άθροισμα [ἄθροισμα] ά-θροι-σμα ουσ. (ουδ.) {αθροίσμ-ατος | -ατα, -άτων}: το αποτέλεσμα του αθροίζω, το εξαγόμενο από την πρόσθεση· γενικότ. το αποτέλεσμα ενοποίησης: (ΜΑΘ.) αλγεβρικό/αριθμητικό/γενικό/γεωμετρικό/μερικό/συνολικό ~. ~ αριθμών/διανυσμάτων/μεγεθών. Τιμή/υπολογισμός ~ατος. ~ατα μεταβλητών/στηλών. Ακολουθία/αλγόριθμος/γινόμενο/εύρεση ~άτων. Βρίσκω/δίνω/υπολογίζω το ~.|| (ΟΙΚΟΝ.) Παίγνια (μη) μηδενικού ~ατος.|| (ΦΙΛΟΣ.) Λογικό ~.|| (μτφ.) ~ ετερόκλιτων στοιχείων (βλ. άθροιση). Το ~ (= η συνισταμένη) διαφορετικών απόψεων. [< αρχ. ἄθροισμα, αγγλ. sum]
  • αισθησιαρχία [αἰσθησιαρχία] αι-σθη-σι-αρ-χί-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. αισθησιοκρατία. Βλ. -αρχία. ΣΥΝ. σενσουαλισμός
  • αισθησιαρχικός , ή, ό [αἰσθησιαρχικός] αι-σθη-σι-αρ-χι-κός επίθ.: ΦΙΛΟΣ. αισθησιοκρατικός.
  • αισθησιοκρατία [αἰσθησιοκρατία] αι-σθη-σι-ο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η γνώση του ανθρώπου πηγάζει αποκλειστικά από τις αισθήσεις. Βλ. εμπειρισμός, -κρατία. ΣΥΝ. αισθησιαρχία, σενσουαλισμός ΑΝΤ. νοησιαρχία [< γαλλ. sensualisme]
  • αισθησιοκρατικός , ή, ό [αἰσθησιοκρατικός] αι-σθη-σι-ο-κρα-τι-κός επίθ.: ΦΙΛΟΣ. που σχετίζεται με την αισθησιοκρατία ή τους οπαδούς της. ΣΥΝ. αισθησιαρχικός ΑΝΤ. νοησιαρχικός, ορθολογικός [< γαλλ. sensualiste]
  • αισθητική [αἰσθητική] αι-σθη-τι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΙΛΟΣ. (κ. με κεφαλ. Α) ο κλάδος που μελετά τις αισθητικές αξίες (του ωραίου, του υψηλού, του δραματικού) που διέπουν συνήθ. ένα έργο τέχνης ή ένα αντικείμενο, γεγονός· κατ' επέκτ. η στάση (ως θεωρία, τρόπος έκφρασης, προσωπική ή συλλογική αντίληψη) που διαμορφώνεται απέναντι στο ωραίο: οι αρχές/οι κανόνες της ~ής.|| Αρχιτεκτονική/ιδεαλιστική/κλασική/σύγχρονη/τηλεοπτική ~. Η ~ του Μεσαίωνα/του μοντερνισμού.|| Έργο που εκφράζει/προσβάλλει την ~ μου. Σύμφωνα με τη δική μου ~, είναι ωραίο. 2. αρμονία που χαρακτηρίζει ένα αντικείμενο ή έργο τέχνης: ~ του πίνακα/των πόλεων/του τοπίου/του χώρου. Προϊόντα υψηλής ποιότητας και ~ής. Κατασκευή που συνδυάζει άψογα/χαρακτηρίζεται από έξοχη/υψηλή ~ και απλότητα. Κτίρια που αναβαθμίζουν/σέβονται/υποβαθμίζουν την ~ του περιβάλλοντος χώρου/εντυπωσιάζουν με την ~ τους. Πβ. γούστο, καλαισθησία, φιλοκαλία. ΑΝΤ. ακαλαισθησία, κακογουστιά 3. (κ. με κεφαλ. Α) το σύνολο των τεχνικών που αποσκοπούν στη διατήρηση ή/και τη βελτίωση της νεανικής εμφάνισης και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: ινστιτούτο/κέντρο αδυνατίσματος και ~ής. Κάνω ~ άκρων/προσώπου/σώματος.|| Εναλλακτική/ολιστική ~. ~ και Κομμωτική. Βλ. πλαστική εγχείρηση/επέμβαση. ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανική αισθητική: σύλληψη και δημιουργία αντικειμένων ή χώρων που κατασκευάζονται με σκοπό να συνδυάζουν ομορφιά, λειτουργικότητα και εμπορικότητα. Βλ. ντιζάιν. [< γαλλ. esthétique industrielle, 1951] [< γερμ. Ästhetik, γαλλ. esthétique]

αγνωστικιστής

αγνωστικιστής [ἀγνωστικιστής] α-γνω-στι-κι-στής ουσ. (αρσ.): ΦΙΛΟΣ. υποστηρικτής του αγνωστικισμού. Βλ. (α)θεϊστής, άθεος. [< γαλλ. agnostique, αγγλ. agnostic]

αδημιούργητος

αδημιούργητος, η, ο [ἀδημιούργητος] α-δη-μι-ούρ-γη-τος επίθ. 1. που βρίσκεται στην αρχή της σταδιοδρομίας του, δεν έχει ακόμα αποκτήσει οικονομική επιφάνεια. ΑΝΤ. δημιουργημένος (2), επιτυχημένος (2), φτασμένος (1) 2. ΦΙΛΟΣ. που δεν δημιουργήθηκε από κάποιον: ~η: αιτία του κόσμου/αρχή των πραγμάτων. ~ο: Σύμπαν.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι άκτιστος, ~ (: αγέννητος, άπλαστος), ενώ ο άνθρωπος κτίσμα, δημιούργημα.|| (ως ουσ.) Η αιωνιότητα και το ~ο του κόσμου. [< 1: αγγλ. not made 2: μτγν. ἀδημιούργητος]

αλεξία

αλεξία [ἀλεξία] α-λε-ξί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από απώλεια της ικανότητας ανάγνωσης και κατανόησης των γραπτών λέξεων ή προτάσεων λόγω εγκεφαλικής κάκωσης ή βλάβης εκ γενετής. [< γαλλ. alexie, αγγλ. alexia]

-αρχία

-αρχία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τρόπο διακυβέρνησης, διοίκησης και γενικότ. εξουσία: αν~/απολυτ~/ολιγ~/μητρι~/μον~/φεουδ~.|| Ιερ~/πειθ~/φιλ~. 2. άσκηση εξουσίας σε τμήμα κράτους ή σώμα στρατού· συνεκδ. το κτίριο όπου στεγάζονται οι αντίστοιχες υπηρεσίες ή το ίδιο το στρατιωτικό σώμα: δημ~/(ΕΚΚΛΗΣ.) εξ~/επ~/νομ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Μερ~/μοιρ~/σμην~/ταξι~. 3. (αφηρ.) φιλοσοφικό σύστημα, θεωρία: βουλησι~/δυ~ (πβ. δυ-ισμός)/νοησι~.

αυτισμός

αυτισμός [αὐτισμός] αυ-τι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. αναπτυξιακή διαταραχή που οφείλεται σε νευροβιολογικά αίτια και χαρακτηρίζεται από στροφή του ατόμου στον εαυτό του, αδυναμία επικοινωνίας, μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και στερεοτυπική συμπεριφορά: κλασικός/νηπιακός ~. ~ υψηλής λειτουργικότητας. Πβ. σύνδρομο (του) Άσπεργκερ. Εκπαίδευση παιδιών και ενηλίκων με ~ό. Βλ. σύνδρομο (του) Άσπεργκερ, σχιζοφρένεια, -ισμός. 2. (μτφ.) εσωστρέφεια, εγκλωβισμός: ιδεολογικός/κοινωνικός/πολιτικός ~. Βλ. ομφαλοσκόπηση. [< γερμ. Autismus, 1911, γαλλ. autisme, 1913, αγγλ. autism, 1944]

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

εμπειρισμός

εμπειρισμός [ἐμπειρισμός] ε-μπει-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΦΙΛΟΣ. θεωρία σύμφωνα με την οποία πηγή της γνώσης είναι η εμπειρία που βασίζεται στις αισθήσεις και την παρατήρηση: αγγλικός/λογικός ~ (= λογικός θετικισμός). Πβ. πρακτικισμός. Βλ. αισθησιοκρατία, θετικ-, ορθολογ-ισμός. ΣΥΝ. εμπειριοκρατία ΑΝΤ. νοησιαρχία 2. (κατ' επέκτ.) τρόπος σκέψης και δράσης στηριζόμενος στην εμπειρία. [< γαλλ. empirisme, αγγλ. empiricism]

έννομος

έννομος, η/ος, ο [ἔννομος] έν-νο-μος επίθ.: ΝΟΜ. που γίνεται σύμφωνα με τον νόμο, τον ακολουθεί ή καθορίζεται από αυτόν: ~η: σχέση/υποχρέωση. ~ο: κράτος. ~ες: συνέπειες. ~α: αποτελέσματα/δικαιώματα/μέσα. ΣΥΝ. νόμιμος, σύννομος ΑΝΤ. έκνομος, παράνομος ● επίρρ.: έννομα & (λόγ.) εννόμως ● ΣΥΜΠΛ.: έννομα αγαθά: που τα προστατεύει το δίκαιο, ο νόμος: ~ ~ του ατόμου (: ζωή, σωματική ακεραιότητα και υγεία, περιουσία, ιδιοκτησία, ελευθερία). ~ ~ της ολότητας (: ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης, πολίτευμα και εδαφική ακεραιότητα της χώρας, προστασία του περιβάλλοντος)., έννομη τάξη & (λόγ.) έννομος τάξη: οι κανόνες δικαίου: διεθνής/εσωτερική/ευρωπαϊκή/κοινοτική ~ ~. Αποκατάσταση/διασάλευση/διαφύλαξη/κατάργηση/προστασία της ~ης ~ης. [< γαλλ. ordre juridique] , έννομη προστασία βλ. προστασία, έννομο συμφέρον βλ. συμφέρον [< αρχ. ἔννομος]

θεϊσμός

θεϊσμός θε-ϊ-σμός ουσ. (αρσ.): ΦΙΛΟΣ. θεωρία που αποδέχεται την ύπαρξη ενός μοναδικού Θεού, προσωπικού, που είναι ξεχωριστός από τον κόσμο, αλλά ενεργεί σε αυτόν: θρησκευτικός/φιλοσοφικός ~. Πβ. ντεϊσμός. Βλ. αγνωστικισμός, α~, παν~. [< γαλλ. théisme]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

-ιστικός1

-ιστικός1, ή, ό: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: ακτιβ~/αλτρου~/ανθρωπ~/βουδ~/υπαρξ~.|| (μειωτ.) Αμοραλ~/αριβ~/ατομ~. Βλ. -ικός.

ντιζάιν

ντιζάιν ντι-ζά-ιν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. σχεδιασμός βιομηχανικών χρηστικών προϊόντων ή χώρων, με έμφαση στη λειτουργικότητα και τη μοντέρνα αισθητική· κατ' επέκτ. ο κλάδος που ασχολείται με το συγκεκριμένο αντικείμενο: δωμάτια με διαχρονικό/κομψό/μινιμαλιστικό/μοντέρνο/πρωτοποριακό/σύγχρονο ~. Αμάξι με σπορ ~.|| Αρχιτεκτονικό/βιομηχανικό ~. Βλ. βιομηχανική αισθητική, βιομηχανικός σχεδιασμός. 2. (ως επίθ.) ντιζαϊνάτος: ~ έπιπλα. [< αγγλ. design, γαλλ. ~, 1959]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-φορία

-φορία (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. κτήση, το να φέρει κάποιος κάτι: οπλο~.|| (ενέργεια, διαδικασία) Παρασημο~. 2. ανάπτυξη: αει~/ανθο~/καρπο~.|| (μτφ.) Κερδο~. 3. πορεία, πομπή: λαμπαδη~ (πβ. -δρομία).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.