Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 204 εγγραφές  [0-20]


  • α επιφών. 1. (συνοδεύεται από επιφωνηματική ή ερωτηματική φράση ή πρόταση) δηλώνει έντονο συναίσθημα ανάλογα με τον επιτονισμό (απορία, έκπληξη, θαυμασμό, ευχή, πόθο, πόνο, χαρά, λαχτάρα, κοροϊδία, απογοήτευση, οργή, αγανάκτηση, αποστροφή, απειλή, έντονη αντίρρηση, έγνοια): ~, δεν σας το είπε; ~, και να 'μουν νέος (πβ. ε)! ~, τι όμορφη που είναι! ~, πόσο τα θυμάμαι όλα με λαχτάρα! -~ στο καλό/στο διάολο (ΣΥΝ. άντε, άι)! ~, τι κρίμα που έφυγε! ~, κακό που μας βρήκε (πβ. αμάν, πω πω). ~ ρε ψώνια! ~ ρε φίλε, πόσο δίκιο είχες. ~ τον γλείφτη! ~, μα πια! ~ τι ωραία! ~ να χαθείς! ~, όχι, ευχαριστώ. ~ να πλύνω, ~ να σκουπίσω, πέρασ' η ώρα! Πβ. αχ. 2. δηλώνει ότι ξαφνικά κάποιος θυμάται, αντιλαμβάνεται, κατανοεί ή επιβεβαιώνει κάτι: ~, και κάτι ακόμα. ~, παραλίγο να το ξεχάσω. ~, έτσι λοιπόν! ~, τώρα κατάλαβα! ~, μάλιστα. ~, δεν σου είπα ... ~, να θυμηθείς να ... 3. ως μονολεκτική απάντηση (αρνητική, θετική ή μετριαστική): ~ βέβαια/ναι. Θα πας; -~ μπα. Πώς είσαι; -~, έτσι κι έτσι. 4. (προφ.) επαναλαμβανόμενο ως συμπλήρωμα λόγου (όταν ο ομιλητής προσπαθεί να βρει την κατάλληλη διατύπωση ή να εκφράσει τον ενθουσιασμό του): Α α α α α α, περίμενε, θα σου πω ... Α α α! Είπε πως θα μας κεράσει! Α α α! Είναι εξαιρετικό! ● ΦΡ.: ά πα-πα & α πα-πά (προφ.): δηλώνει συνήθ. αποδοκιμασία, έντονη άρνηση ή δυσάρεστη έκπληξη: ~ ~ (: με κανέναν τρόπο), δεν γίνονται αυτά τα πράγματα! ~ ~ δεν θα άντεχα τέτοια πίεση. Βλ. επουδενί., α! γεια σου/α! μπράβο: για να δηλωθεί επιβράβευση, επιδοκιμασία: Του τα 'πα χθες ένα χεράκι. -~ ~. [< από τον φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα άλφα, βλ. αγγλ.-γαλλ.-γερμ. ah]
  • αγάντα [ἀγάντα] α-γά-ντα επιφών. {άκλ.} ΝΑΥΤ. 1. (ως παράγγελμα ή προτροπή) κράτα!, πιάσε!, γερά!: ~ τα κουπιά/το σχοινί. Προχώρα ~.|| (μτφ.) ~ και φτάσαμε. ~ (: βάστα) καρδιά μου. ~ παλικάρια! (βλ. κουράγιο) 2. {ως ουσ. θηλ.} πάσσαλος ή κρίκος για την πρόσδεση σκαφών. Πβ. δέστρα.
  • αδελφός [ἀδελφός] α-δελ-φός ουσ. (αρσ.) {αδελφοί κ. αδέλφια (τα)} & (προφ.) αδερφός 1. πρόσωπο αρσενικού γένους, με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον ένα ή και τους δύο γονείς: αγαπημένος/αμφιθαλής (= αυτάδελφος)/δευτερότοκος/δίδυμος/ετεροθαλής/μεγαλύτερος/μικρότερος/πρωτότοκος ~. Σιαμαίοι ~οί. Βλ. γυναικάδελφος.|| Θετός ~.|| (συντομ. σε εμπορική επωνυμία) Αφοί ... 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων με το οποίο κάποιος συνδέεται με ισχυρούς δεσμούς: οι Κύπριοι ~οί μας. Δεν είμαστε απλώς φίλοι, αλλά ~οί. Πβ. σύμμαχος, συμπαραστάτης, σύντροφος.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα) Ομόδοξοι/ορθόδοξοι ~οί. Οι εν Χριστώ ~οί (= χριστιανοί).|| (οικ.-ως προσφών.) Άντεξες πολλά/Κουράστηκα, ~έ μου! 3. (συνήθ. ως προσφών.) καλόγερος, μοναχός: Ο ~ Θεόδωρος. Τα κελιά των ~ών. ● Υποκ.: αδελφούλης (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλος αδελφός (μτφ.): σύστημα εξουσίας και γενικότ. παρακολούθησης και συλλογής δεδομένων για τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των πολιτών: τηλεοπτικός ~ ~. ~ ~ και στα κινητά/στους χώρους εργασίας. Βλ. κρυφή κάμερα. [< αγγλ. Big Brother, 1949] , πνευματικός/ή αδελφός/ή: ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος τον ίδιο νονό (ή σπανιότ. εξομολόγο) και συνήθ. μτφ. μοιράζεται κοινές αρχές. ● ΦΡ.: (β)ρε αδερφέ (επιφωνηματικά): για έκφραση αγανάκτησης, διαμαρτυρίας, ειρωνείας: Άνθρωποι είμαστε ~ ~, λέμε και καμιά ανοησία! Και δεν μπήκε στον κόπο, έτσι ~ ~, να πει μια καλημέρα!, οχ/ωχ, αδερφέ! (επιφών.): για έκφραση αδιαφορίας, έλλειψης διάθεσης για κάτι: ~ ~! Γιατί να ασχοληθώ, τι θα κερδίσω; ~ ~! Και αύριο μέρα είναι. ~ ~! Εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα; Βλ. οχαδερφισμός. [< 1,2: αρχ. ἀδελφός, μτγν. ἀδερφός 3: μεσν. αδελφός]
  • αδύνατος , η, ο [ἀδύνατος] α-δύ-να-τος επίθ. 1. λεπτός: ~ο: παιδί/πρόσωπο/σώμα. ~α: πόδια/χέρια. ~ σαν οδοντογλυφίδα/στέκα (πβ. ισχνός, καχεκτικός, κοκαλιάρης, λιπόσαρκος). Πβ. λιγνός. ΑΝΤ. γεμάτος (4), ευτραφής, παχύς (1), παχύσαρκος, χοντρός (1) 2. που δεν μπορεί να γίνει, ακατόρθωτος, ανέφικτος: Ο εντοπισμός του κλέφτη μέσα στο πλήθος ήταν παντελώς ~.|| (απρόσ.) Είναι εκ των πραγμάτων/εντελώς /θεωρητικά/πρακτικά/νομικά/τεχνικά ~ο(ν). Θεωρείται/καθίσταται/κρίνεται ~ο(ν) να ... (εμφατ.) Είναι φύσει ~ο να προλάβω (: δεν γίνεται/δεν είναι καθόλου εφικτό). (Μου) είναι ~ο(ν) να λείψω από τη δουλειά. Στάθηκε ~ο να τον καθησυχάσω.|| (ως επιφών.) Να τον συγχωρέσω για όσα έκανε; ~ον! (= σε καμία περίπτωση). Συνέβη τέτοιο πράγμα; ~ον! (: απίστευτο, δεν μπορώ να το πιστέψω). ΑΝΤ. δυνατός (5), εφικτός 3. που δεν έχει δύναμη, ισχύ, ένταση, αντοχή: ~ος: οργανισμός (ΣΥΝ. αδύναμος, ασθενικός. ΑΝΤ. ανθεκτικός)/σφυγμός/χαρακτήρας (πβ. ευάλωτος). ~η: μνήμη/όραση (ΑΝΤ. οξεία)/φωνή/ψυχή. ~ο: επιχείρημα (ΑΝΤ. ακλόνητο, πειστικό, τεκμηριωμένο)/σήμα (ΣΥΝ. ασθενές)/σχοινί (ΑΝΤ. γερό)/φως (ΣΥΝ. αμυδρό, αχνό, εξασθενημένο).|| (ως ουσ.) Οι δυνατοί/οι ισχυροί και οι ~οι (: οι ασθενέστερες οικονομικά ή κοινωνικά ομάδες ανθρώπων, ΣΥΝ. ανίσχυροι). Παίρνει πάντα το μέρος των ~άτων. ΑΝΤ. δυνατός (1) 4. που έχει ελλείψεις ή δυσκολίες, ανεπαρκής: ~ος: μαθητής (ΣΥΝ. αδύναμος)/φοιτητής. ~ στη γλώσσα/φυσική. Πβ. κακός. Βλ. άριστος, καλός. ΑΝΤ. δυνατός (2) ● Ουσ.: αδύνατο (το): ακατόρθωτο: Επιδιώκω/επιχειρώ/ζητώ/κατορθώνω/κυνηγώ το ~. Μου ζητάς κάτι ~! Πβ. ανέφικτο. ● Υποκ.: αδυνατούλης , α, ικο, αδυνατούτσικος , η, ο ● ΣΥΜΠΛ.: αδύνατο σημείο & αδύναμο/ευαίσθητο/τρωτό/ασθενές: αυτό στο οποίο κάποιος μειονεκτεί ή είναι ευάλωτος: Τον χτύπησε στο ~ ~ του. Πρέπει να βρεις το ~ ~ του αντιπάλου. Πβ. αχίλλειος πτέρνα. [< γαλλ. point faible] , αδύνατος τύπος (προσωπικής αντωνυμίας): ΓΡΑΜΜ. μονοσύλλαβος τύπος. λ.χ. μου αντί εμένα, μας αντί εμάς., αδύνατος/αδύναμος κρίκος βλ. κρίκος, το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: είναι των αδυνάτων/ανθρωπίνως αδύνατο(ν) (να ..) (εμφατ.): είναι τελείως ακατόρθωτο: ~ ~ να αφήσω τη θέση μου αυτή τη στιγμή!, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου: κάνω ό,τι μπορώ: Υποσχέθηκε πως θα ~ει τα αδύνατα δυνατά να ... Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, για να τους βοηθήσει. Πβ. όσο περνάει από το χέρι μου. ΣΥΝ. κάνω το παν/τα πάντα [< αρχ. ἀδύνατος, γαλλ. impossible]
  • άι [ἄι] ά-ι επιφών. & άου: (συνήθ. επαναλαμβανόμενο) για δήλωση σωματικού ή ψυχικού πόνου: ~-~! Ζεματίστηκα! ~ κακό/συμφορά που έπαθα/που με βρήκε! ~ τι περνάω/τραβάω! Βλ. όι.
  • αίσχος [αἶσχος] αί-σχος ουσ. (ουδ.) {αίσχ-ους | -η}: κατάσταση, γεγονός και γενικότ. καθετί απρεπές, ανήθικο, προσβλητικό ή γελοίο, που προκαλεί έντονη δυσαρέκεια: το ~ της διαιτησίας/της παιδικής εκμετάλλευσης και εργασίας/των παράνομων χωματερών/του πολέμου και της βίας. Είναι ~ να ... Το ~ της πόλης μας (: για κάτι ακαλαίσθητο ή επονείδιστο). Πβ. (κατ)αισχύνη, ντροπή, όνειδος.|| (προφ.-ως επίθ.) Τι ~ τραγούδια ήταν αυτά! Το βιβλίο του είναι ~ (= άθλιο, απαίσιο, απαράδεκτο, χάλια), δεν διαβάζεται. ΑΝΤ. αριστούργημα.αίσχη (τα): απρεπείς, ανήθικες πράξεις: ακατονόμαστα/πολιτικά ~. Αποτροπιασμός/ευθύνες για τα ~. Βλέπω/καλύπτω/καταγγέλλω/καταδικάζω/ξεσκεπάζω/σταματήστε τα ~ (= αισχρότητες, χυδαιότητες). (εμφατ.) Τα ~ των ~ών. ● ΦΡ.: αίσχος! (ως επιφών.): Μα, να μου αραδιάζει ένα σωρό ψέματα; ~! ΑΝΤ. εύγε, μπράβο (1), ντροπή και αίσχος & αίσχος και ντροπή & ντροπή και όνειδος (εμφατ.): για να δηλωθεί κάθε επονείδιστη, ανήθικη κατάσταση ή συμπεριφορά: ~ ~ που άφησαν τον άνθρωπο να υποφέρει έτσι! ~ ~ σε όσους διαδίδουν αυτές τις κακοήθειες. [< αρχ. αἶσχος]
  • άκυρο [ἄκυρο] ά-κυ-ρο επιφών. 1. ΣΤΡΑΤ. στρατιωτικό παράγγελμα που ακυρώνει άλλο προηγούμενο: Λόχος! ~! 2. (κατ' επέκτ.) για υπόσχεση ή συμφωνία που δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί: Άσε το ραντεβού, ~! [< αρχ. ἄκυρος]
  • άλα! [ἄλα] ά-λα επιφών. (οικ.-λαϊκό) 1. (+ προσ. αντων., συνήθ. της) για δήλωση ενθουσιασμού, επιδοκιμασίας ή ειρωνείας: ~ της γλέντια! ~ της κουράγιο! ~ της χορό ο παππούς! Πβ. άτσα. 2. για ενθάρρυνση, παρότρυνση: ~ πασά μου! [< βεν. ala]
  • αλί [ἀλί] α-λί επιφών. (λογοτ.): (+ προσ. αντων. σε γεν.) αλίμονο, δυστυχία, συμφορά: ~ μου, η δύστυχη και τι με βρήκε! ● ΦΡ.: αλί και τρισαλί!: μεγάλη συμφορά: ~ ~ σε όποιον του αντιμιλήσει! [< μεσν. αλί]
  • αλίμονο [ἀλίμονο] α-λί-μο-νο επιφών.: για έκφραση απόγνωσης, αγωνίας, οίκτου, μετάνοιας, αποτροπιασμού: ~ό μου, τι έπαθα η δύστυχη! Αν είναι αλήθεια, ~ό μας! ~ σε μένα! ~ αν περιμένω από τους άλλους! Πβ. αλί, βάι, συμφορά, τρισ~, φευ.|| (: προφ., ως απάντηση) -Σ' ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σου! -~ (: ούτε να το σκέφτεσαι)! ● ΦΡ.: αλίμονό σου! (προφ.): ως απειλή, με αποτρεπτική λειτουργία: Φέρτε πίσω τα δανεικά, γιατί ~ σας! (επιτατ.) Ουαί κι ~ ~, αν ξαναβρίσεις!, ουαί και/κι αλίμονο (επιτατ.-απειλητ.): ~ ~ό σου αν σε πιάσω στα χέρια μου! [< μεσν. αλίμονον – παλαιότ. ορθογρ. αλλοίμονο]
  • αλληλούια [ἀλληλούια] αλ-λη-λού-ι-α επιφών.: ΕΚΚΛΗΣ. επωδός εκκλησιαστικών ύμνων και ευχών που σημαίνει "υμνείτε τον Κύριο". ● ΦΡ.: κοντός ψαλμός αλληλούια: για κάτι που αναμένεται να γίνει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ή να φανούν τα αποτελέσματά του στο εγγύς μέλλον: ~ ~· σε λίγες μέρες θα ξέρουμε τι αποφάσισε. [< μτγν. ἀλληλούϊα]
  • αλτ1 [ἅλτ] επιφών.: διεθνές στρατιωτικό ή γυμναστικό παράγγελμα για ακινητοποίηση, σταμάτημα: Λόχος, ~! ~! Προσοχή! Πβ. ακίνητος! στάσου! στοπ! ΑΝΤ. μαρς || (μτφ.) ~ (= στοπ, τέρμα) στη φοροδιαφυγή. ● ΦΡ.: Αλτ! Τις ει; (ως παράγγελμα): ΣΤΡΑΤ. Ακίνητος! Ποιος είσαι; ~ ~; φώναξε ο σκοπός της πύλης. [< γαλλ. halte]
  • αμάν [ἀμάν] α-μάν επιφών.: δηλώνει έντονο συναίσθημα (παράκληση, απόγνωση, φόβο, λύπη, δυσαρέσκεια, αγανάκτηση, θαυμασμό) ανάλογα με το συγκείμενο και τον επιτονισμό: ~ Παναγιά μου, φύλαγε (πβ. έλεος). ~ πες το μου, μη μ' αφήνεις στην αγωνία. ~, τη βάψαμε! ~! Τώρα τι κάνουμε; Οχ ~, τι κακό που μας βρήκε! ~ τι πάθαμε! ~ τι βάσανο κι αυτό. ~ μ' αυτούς τους ιούς! ~ (= πω πω), τι γυναικάρα ήταν αυτή! ● ΦΡ.: (οχ) αμάν αμάν: για να εκφραστεί μεγάλος καημός, ντέρτι: Αν σε χτυπήσει ο έρωτας, ~ ~.|| (στο ρεμπέτικο και σε μαντινάδες) Σεβντά μου άναψε, ~ ~., αμάν πια: για να δηλωθεί έντονη αγανάκτηση, δυσφορία: ~ ~ βαρέθηκα να τον περιμένω! Πβ. αρκετά, νισάφι (πια), φτάνει πια., βρε αμάν, βρε ζαμάν: για μάταιη παράκληση: Τον χιλιοπαρακάλεσα, ~ ~, τίποτε αυτός! Πβ. βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου., κάνω αμάν (και πως) για κάτι/κάποιον 1. επιθυμώ πάρα πολύ, διακαώς: ~ει ~ να γυρίσει στην πατρίδα του. Πβ. κάνω κρα, πεθαίνω. 2. καταβάλλω μεγάλο κόπο, προσπαθώ πολύ για να καταφέρω κάτι: Ο κόσμος ~ει ~, για να βρει εισιτήριο!, λέω αμάν {συνήθ. στον αόρ.}: αγανακτώ εξαιτίας μεγάλης ταλαιπωρίας: Είπαμε ~ να γλιτώσουμε απ' αυτόν και να 'τος πάλι! [< τουρκ. aman]
  • άμε [ἄμε] ά-με επιφών. {άμετε κ. αμέτε} (διαλεκτ.): πήγαινε, φύγε: ~ να πεις του κύρη σου ... ~ στην ευχή του Θεού και της Παναγίας. Αμέτε, φίλοι, στο καλό. Πβ. άντε. [< μεσν. άμε]
  • αμέσως [ἀμέσως] α-μέ-σως επίρρ.: χωρίς καθυστέρηση ή χρονοτριβή: Επιστρέφω ~. Μου απάντησαν ~. Η πωλήτρια με εξυπηρέτησε ~ (= στη στιγμή, στο λεπτό). Πρέπει να βρω ~ λύση (= επειγόντως).|| (εμφατ.) Τώρα ~! Φύγε ~ (= γρήγορα) από εδώ!|| (δηλώνει εμφατ. τη χρονική αλληλουχία) ~ μόλις ενεργοποιηθεί. Τι κάνουμε ~ μετά;|| (ως επιφών. σε θέση κατάφασης· δηλώνει προθυμία του ομιλητή) -Μπορείς να μου το εξηγήσεις πάλι; -~ (= μετά χαράς)! (εμφατ.) ~, έφτασε! Πβ. αμελλητί, ανυπερθέτως, αυθωρεί, αυτοστιγμεί, εν ριπή οφθαλμού, ευθύς, κατευθείαν, μεμιάς, μονομιάς, πάραυτα, παραχρήμα. Βλ. άμεσα. ΑΝΤ. καθυστερημένα ● ΦΡ.: ο αμέσως επόμενος: αυτός που ακολουθεί, χωρίς ενδιάμεση παρεμβολή: ~ ~ στη σειρά κατάταξης. Η ~ ~η χρονιά. Στο ~ ~ο φανάρι, στρίψτε αριστερά., ευθύς αμέσως βλ. ευθύς [< μτγν. ἀμέσως]
  • αμήν [ἀμήν] α-μήν επιφών.: (στο τέλος προσευχής, θρησκευτικού ύμνου ή ψαλμού, με ευχετική σημασία και γενικότ. ευχή για την πραγματοποίηση επιθυμίας που μόλις εκφράστηκε) μακάρι: (ΕΚΚΛΗΣ.) Εις τον αιώνα των αιώνων. ~.|| ~, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! Πβ. γένοιτο, είθε. ● Ουσ.: αμήν (το) {άκλ.}: το ακρότατο σημείο, όριο, τέλος: Η υπομονή του ξεπέρασε το ~. ● ΦΡ.: αμήν και πότε! (προφ.-εμφατ.): (σε απάντηση) δηλώνει ανυπομονησία για την πραγματοποίηση ευχής που μόλις διατυπώθηκε: -Με το καλό να γυρίσεις! -~ ~!, αμήν Παναγία/Παναγιά μου! (προφ.-εμφατ.): μακάρι: -Θα βρεθεί λύση/όλα καλά θα πάνε, μην ανησυχείς. -~ ~!, στο αμήν (προφ.) 1. & (σπανιότ.) μέχρι το αμήν: σε οριακό σημείο (αντοχής, απελπισίας, δυνατοτήτων, υπομονής), στο απροχώρητο: Φέρνω/φτάνω κάποιον ~ ~. Βρίσκομαι/έρχομαι ~ ~. ΣΥΝ. στο μη παρέκει/περαιτέρω, στο νυν και αεί 2. (+ να) παρά λίγο: Έφτασε ~ ~ να παραιτηθεί/να φύγει. Είμαι ~ ~ να τα παρατήσω. Πβ. στο παρά πέντε., ώσπου να πεις αμήν (προφ.): σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, στη στιγμή: Δεν θα καθυστερήσω, θα τελειώσω ~ ~! ΣΥΝ. αμέσως, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι, στο άψε σβήσε, στο πι και φι ΑΝΤ. αργά (1) [< μτγν. ἀμήν]
  • άμποτε [ἂμποτε] ά-μπο-τε επιφών. & άμποτες (λαϊκό-λογοτ.-ευχετ.): (+ να) είθε, μακάρι: ~ όλα να πάνε καλά! ~ να ζήσεις χρόνια πολλά (= ο Θεός να δώσει να ...). Βλ. αμήν και πότε, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί. [< μεσν. άμποτε]
  • ανάθεμα [ἀνάθεμα] α-νά-θε-μα ουσ. (ουδ.) {αναθέμ-ατος} 1. (επιφών.) ως έκφραση αγανάκτησης· κατάρα: ~ (σ') αυτόν που σ' έκανε (: καταραμένος να 'ναι)! ~ την τύχη μου! ~ στη φτώχεια μας! 2. κατάρα, αποκήρυξη· κατ' επέκτ. καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα: (μτφ.) Εισπράττει το ηθικό και πολιτικό ~. ΣΥΝ. αναθεματισμός (1) 3. ΕΚΚΛΗΣ. (κυρ. παλαιότ.) αφορισμός: άρση του ~ατος. ● ΦΡ.: ανάθεμα (με) (κι) αν: για επίταση της άρνησης: ~ ~ κατάλαβα τι μου λες!, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... (ως κατάρα): για να δηλωθεί ότι κάποιος μετάνιωσε πικρά για κάτι: ~ ~ που σε γνώρισα!, πανάθεμα/(π') ανάθεμα (+ αιτιατ. κυρ. αδύνατου τ. προσ. αντων.): για δήλωση δυσαρέσκειας, εκνευρισμού: ~ά με, όλο ανοησίες κάνω/~ά σας.|| (οικ.) Είναι και νοστιμούλης ~ ~ά τον (: χαριτολογία)!, ρίχνω σε κάποιον/κάτι το ανάθεμα/το(ν) λίθο του αναθέματος & την πέτρα του αναθέματος: επιρρίπτω ευθύνες σε κάποιον για κάτι κακό: Του ~ουν ~ για ό,τι στραβό συμβαίνει., στ' ανάθεμα (ως επιφών., λαϊκό-υβριστ.): για δήλωση εκνευρισμού, στο(ν) διάολο: Άι ~ ~! [< 1,2: μτγν. ἀνάθεμα]
  • ανάξιος , α, ο [ἀνάξιος] α-νά-ξι-ος επίθ. 1. (για πρόσ.) που δεν κρίνεται άξιος για κάτι: ~ος: ηγέτης. ~ για/ως πατέρας/σύζυγος. Αποδείχθηκε/φάνηκε ~ να φέρει σε πέρας την αποστολή που του ανατέθηκε. Στάθηκε ~ του ονόματός του/των περιστάσεων/των προκατόχων του. Πβ. ακατάλληλος, ανεπαρκής, ανίκανος.|| (για δήλωση σεμνότητας και ταπείνωσης από ιερέα, μοναχό ή πιστό) Μην (με) εγκαταλείψεις, Κύριε, τον ~ο δούλο σου (πβ. τιποτένιος)! ΑΝΤ. άξιος 2. (+ γεν.) ασήμαντος, ευτελής: Δημοσιεύματα ~α απάντησης/σχολιασμού. Προβλήματα ~α αναφοράς/προσοχής/συζήτησης. ● επίρρ.: ανάξια & (λόγ.) -ίως ● ΦΡ.: ανάξιος λόγου: για να δηλωθεί ότι κάτι είναι άνευ σημασίας: μικρά και ~α ~ σφάλματα. Είναι ~ο ~ να συζητάμε κάτι τέτοιο (πβ. αστείος)! Γιατί ασχολούμαστε με πράγματα ~α ~; ΑΝΤ. άξιος λόγου, ανάξιος! ανάξιος! (επιφών.): για δήλωση αποδοκιμασίας η οποία μπορεί να ακουστεί πολύ σπάνια από μεμονωμένα άτομα, συνήθ. κατά τη χειροτονία κληρικού. ΑΝΤ. άξιος! άξιος! [< αρχ. ἀνάξιος, γαλλ. indigne, incapable]
  • ανάσταση [ἀνάσταση] α-νά-στα-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -άσεως} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α) επάνοδος του Χριστού στη ζωή την τρίτη μέρα μετά τη Σταύρωση: η ~ του Θεανθρώπου/Ιησού/Κυρίου. Το χαρμόσυνο μήνυμα της ~ης. (ευχετ.) Καλή ~! 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Α, κατ' επέκτ.) η αντίστοιχη ακολουθία και γιορτή το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου: ~ με βεγγαλικά και φωτοβολίδες. Πάμε στην ~ με λαμπάδες. Βλ. Πάσχα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) επαναφορά νεκρού στη ζωή: Η ~ του Λαζάρου (: ένα από τα θαύματα του Χριστού). Η ~ των νεκρών (: κατά τη Δευτέρα Παρουσία). Πβ. ζωντάνεμα, νεκρανάσταση. 4. (με κεφαλ. το αρχικό Α) το αντίστοιχο γεγονός ως έργο τέχνης ή αγιογραφικό θέμα. Βλ. εις Άδου κάθοδος. 5. (μτφ.) αναγέννηση, ανάκαμψη: η πνευματική/πολιτιστική ~ (ενός λαού). Οικονομική ~ της εταιρείας. Πβ. αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα.|| Η ~ του (υπόδουλου) Γένους/του Έθνους (: η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού). ΣΥΝ. (απ)ελευθέρωση, ξεσηκωμός. 6. (ως επιφών., προφ.-εμφατ.) επιτέλους: ~! Τα κατάφερε. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη Ανάσταση/Εσπερινός της Αγάπης/Αγάπη: ΕΚΚΛΗΣ. ακολουθία που τελείται το μεσημέρι ή το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα., πρώτη Ανάσταση: ΕΚΚΛΗΣ. η Θεία Λειτουργία που τελείται το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. ● ΦΡ.: κάνω Ανάσταση (προφ.) 1. παρακολουθώ την τελετή της Ανάστασης: Φέτος θα ~ ~ στην ενορία μου/σε μοναστήρι. 2. (μτφ.) ξεπερνώ τα προβλήματά μου, γίνομαι ξανά ευτυχισμένος (ύστερα από δύσκολη περίοδο). Πβ. άσπρη μέρα/Θεού πρόσωπο. [< αρχ. ἀνάστασις]

αμήν

αμήν [ἀμήν] α-μήν επιφών.: (στο τέλος προσευχής, θρησκευτικού ύμνου ή ψαλμού, με ευχετική σημασία και γενικότ. ευχή για την πραγματοποίηση επιθυμίας που μόλις εκφράστηκε) μακάρι: (ΕΚΚΛΗΣ.) Εις τον αιώνα των αιώνων. ~.|| ~, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! Πβ. γένοιτο, είθε. ● Ουσ.: αμήν (το) {άκλ.}: το ακρότατο σημείο, όριο, τέλος: Η υπομονή του ξεπέρασε το ~. ● ΦΡ.: αμήν και πότε! (προφ.-εμφατ.): (σε απάντηση) δηλώνει ανυπομονησία για την πραγματοποίηση ευχής που μόλις διατυπώθηκε: -Με το καλό να γυρίσεις! -~ ~!, αμήν Παναγία/Παναγιά μου! (προφ.-εμφατ.): μακάρι: -Θα βρεθεί λύση/όλα καλά θα πάνε, μην ανησυχείς. -~ ~!, στο αμήν (προφ.) 1. & (σπανιότ.) μέχρι το αμήν: σε οριακό σημείο (αντοχής, απελπισίας, δυνατοτήτων, υπομονής), στο απροχώρητο: Φέρνω/φτάνω κάποιον ~ ~. Βρίσκομαι/έρχομαι ~ ~. ΣΥΝ. στο μη παρέκει/περαιτέρω, στο νυν και αεί 2. (+ να) παρά λίγο: Έφτασε ~ ~ να παραιτηθεί/να φύγει. Είμαι ~ ~ να τα παρατήσω. Πβ. στο παρά πέντε., ώσπου να πεις αμήν (προφ.): σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, στη στιγμή: Δεν θα καθυστερήσω, θα τελειώσω ~ ~! ΣΥΝ. αμέσως, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι, στο άψε σβήσε, στο πι και φι ΑΝΤ. αργά (1) [< μτγν. ἀμήν]

άριστος

άριστος, η, ο [ἄριστος] ά-ρι-στος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. αρίστη}: που, συγκριτικά με τους ομοίους του, φέρει στον ύψιστο βαθμό θετικές ιδιότητες· (πάρα) πολύ καλός, ο καλύτερος: ~ος: επιστήμονας/ηγέτης. ~οι: επαγγελματίες. ~ γνώστης της Ελληνικής. ~ στο αντικείμενό του/(ειρων.) στα ψέματα (= πρώτος). Είναι (απλά) ~ (= τέλειος).|| ~η: ακουστική/γνώση (υπολογιστή)/εξυπηρέτηση/λειτουργία/συνεργασία. ~ο: αποτέλεσμα (: το καλύτερο δυνατό)/(εργασιακό) περιβάλλον. ~οι: βαθμοί (: οι υψηλότεροι)/όροι (εργασίας). ~ες: επιδόσεις (= κορυφαίες)/συνθήκες/σχέσεις/υπηρεσίες. Προϊόντα αρίστης ποιότητας. Η αρίστη των επιλογών. Σε ~ο κλίμα. Σπίτι σε ~η κατάσταση/σε ~ο σημείο. Δουλειά με ~ες προοπτικές.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ος: φόρος (πβ. βέλτιστος). (ΜΑΘ.) Θεωρία του ~ου ελέγχου. ΣΥΝ. εξαίρετος (1) ΑΝΤ. χείριστος ● Ουσ.: άριστο (το): με μέτρο σύγκρισης το ~. Στόχος μας είναι να πετύχουμε το ~., άριστοι (οι): οι καλύτεροι από πλευράς επιδόσεων: οι ~ των αθλητών/φοιτητών. Βράβευση των ~ων/αρίστων (ενν. μαθητών). Πβ. αριστούχος. ● επίρρ.: άριστα: άψογα, τέλεια: ~ εκπαιδευμένο προσωπικό. Έπραξες ~! Γνωρίζει/κατέχει ~ την Αγγλική. ΣΥΝ. άπταιστα.|| (για βαθμολογία) Έγραψε ~. Πβ. περίφημα, κάλλιστα. ● ΦΡ.: οι άριστοι των αρίστων (λόγ.-επιτατ.): οι καλύτεροι (στον τομέα τους): Επιλέχθηκαν ~ ~., εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης βλ. οιωνός, μέτρον άριστον βλ. μέτρο ● βλ. άριστα [< αρχ. ἄριστος]

γυναικάδελφος

γυναικάδελφος γυ-ναι-κά-δελ-φος ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. γυναικαδέλφη} & (σπάν.) γυναικάδερφος (λαϊκό-λογοτ.): αδελφός της συζύγου. Πβ. κουνιάδος. [< μεσν. γυναικάδελφος]

εις

εις [εἰς] πρόθ. (+ αιτ.): λόγιος τύπος, αντί της πρόθεσης "σε", κυρ. σε παγιωμένες εκφράσεις για δήλωση κίνησης, τρόπου, ποσού, σκοπού, ευχής: άλμα ~ μήκος/ύψος.|| ~ βάρος.|| ~ διπλούν.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ άφεσιν αμαρτιών. ~ μνήμη(ν).|| Μηδέν ~ το πηλίκον.|| ~ το επανιδείν/υγείαν. Και ~ ανώτερα! ● ΦΡ.: είμαι σε θέση να ... βλ. θέση, εις επήκοον όλων βλ. επήκοος, εις μάτην βλ. μάτην, εις τας αιωνίους μονάς/στις αιώνιες μονές βλ. μονή, εις τας/περί τας/στας δυσμάς του βίου βλ. δυσμαί, εις τόπον χλοερόν/εν τόπω χλοερώ βλ. τόπος, εις τριπλούν βλ. τριπλούν, εις χείρας βλ. χειρ, εις/προς/σε επίρρωση βλ. επίρρωση, έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος, ες αεί βλ. αεί, ες αύριον τα σπουδαία βλ. αύριο, σε/εις ανάμνηση βλ. ανάμνηση, σε/ως ένδειξη βλ. ένδειξη [< αρχ. εἰς, ἐς]

ευθύς

ευθύς, εία, ύ [εὐθύς] ευ-θύς επίθ. {ευθ-έος | -είς (ουδ. -έα), -έων (θηλ. -ειών)} 1. που ακολουθεί ευθύγραμμη κατεύθυνση, ίσιος: ~ύς: δρόμος. ~εία: γραμμή (ΑΝΤ. καμπύλη, τεθλασμένη)/διαδρομή/πορεία. Σε ~εία (= ίσια) θέση. ΑΝΤ. κυματοειδής, στραβός (1) 2. (μτφ.) άμεσος, ειλικρινής, ντόμπρος: ~εία: αμφισβήτηση/αντιπαράθεση/απάντηση/επίθεση/σύγκρουση. ~ύ: βλέμμα. ΑΝΤ. έμμεσος, πλάγιος.|| (για πρόσ.) Τίμιος και ~ άνθρωπος. ~ στις κρίσεις/παρατηρήσεις του. ● ΣΥΜΠΛ.: ευθεία γωνία: ΓΕΩΜ. που είναι ίση με 180°., ευθεία ερώτηση: ΓΡΑΜΜ. σε ευθύ λόγο: Η ερώτηση "Θα έρθεις αύριο;" είναι μια ~ ~. ΑΝΤ. πλάγια ερώτηση, ευθεία οδός 1. ίσιος δρόμος: οδήγηση σε ~ ~ό. 2. (μτφ.) τρόπος ζωής που ακολουθεί τους ηθικούς ή κοινωνικούς κανόνες., ευθύς λόγος: ΓΛΩΣΣ. η μεταφορά των λόγων ενός προσώπου όπως ακριβώς ειπώθηκαν: π.χ. Είπε "θα αργήσω". ΑΝΤ. πλάγιος λόγος ● ΦΡ.: σε ευθεία γραμμή 1. ίσια: αποστάσεις ~ ~. Σώμα που κινείται ~ ~. 2. ΝΟΜ. για πρόσωπα πoυ κατάγovται τo έvα από τo άλλo: συγγένεια εξ αίματος ~ ~. Έvα άτoμo είvαι συγγεvής ~ ~ με τo παιδί ή τo εγγόvι τoυ καθώς και με τov πατέρα ή τη γιαγιά τoυ. Βλ. κατευθείαν γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου 3. (μτφ.) σε πλήρη αντιστοιχία. ● βλ. ευθεία, ευθέως [< αρχ. εὐθύς, γαλλ.-αγγλ. direct]

κρίκος

κρίκος κρί-κος ουσ. (αρσ.) 1. μικρό, συνήθ. μεταλλικό, κυκλικό αντικείμενο, που μοιάζει με δαχτυλίδι: ~ αναρρίχησης/ανάρτησης/ασφαλείας/κλειδιών/μπρελόκ/πρόσδεσης (βλ. δέστρα)/ρυμούλκησης/στήριξης. ~οι κουρτίνας. Κλασέρ/ντοσιέ με ~ους. Πβ. κρικέλι, χαλκάς.|| Μενταγιόν με χρυσό ~ο. 2. (μτφ.) σύνδεσμος ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· συνεκτικό στοιχείο ενός συνόλου, μιας διαδικασίας: βασικός/ενδιάμεσος/ενωτικός/καθοριστικός/κύριος ~. Ο ~ μεταξύ οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Προστέθηκε ένας ακόμα ~ στην αλυσίδα των αποκαλύψεων. Βρέθηκε ο χαμένος ~ στην εξέλιξη των δεινοσαύρων. Πβ. δεσμός.κρίκοι (οι) 1. ΑΘΛ. (στην ενόργανη γυμναστική) όργανο που αποτελείται από δύο παράλληλους κρίκους που κρέμονται με σκοινί από ψηλό σημείο· το αντίστοιχο αγώνισμα των ανδρών. Βλ. πλάγιος ίππος. 2. σκουλαρίκια σε σχήμα κρίκου: ασημένιοι ~. ● Υποκ.: κρικάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αδύνατος/αδύναμος κρίκος & ασθενής/ευαίσθητος κρίκος (μτφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι βρίσκεται σε μειονεκτική θέση μέσα σε ένα σύνολο αλληλοεξαρτώμενων παραγόντων: ο πιο ~ ~. [< αγγλ. weak ring] , συνδετικός κρίκος & συνεκτικός & (σπάν.) κρίκος σύνδεσης (μτφ.): καθετί που ενώνει, συνδέει πρόσωπα ή καταστάσεις: Η τέχνη λειτουργεί ως ~ ~ των λαών. ~ ~ ανάμεσα στο χτες και το σήμερα., ελλείπων κρίκος βλ. ελλείπει [< αρχ. κρίκος, γαλλ. anneau] ΚΡΙΚΟΣ

οι

οι βλ. ο, η, το

οχαδερφισμός

οχαδερφισμός [ὀχαδερφισμός] ο-χα-δερ-φι-σμός ουσ. (αρσ.) & ωχαδερφισμός & ωχαδελφισμός & (σπάν.) οχαδελφισμός: στάση απάθειας και αδιαφορίας, αποποίηση ευθυνών: ~ και αποχή από τα κοινά. Βλ. -ισμός. ΣΥΝ. ζαμανφουτισμός

Πάσχα

Πάσχα Πά-σχα ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΕΚΚΛΗΣ. η μεγαλύτερη χριστιανική γιορτή σε ανάμνηση της Ανάστασης του Χριστού, η οποία γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που ακολουθεί την εαρινή ισημερία, η Κυριακή του Πάσχα· συνεκδ. το δεκαπενθήμερο από την Κυριακή των Βαΐων μέχρι την Κυριακή του Θωμά: ελληνικό/καθολικό/ορθόδοξο/παραδοσιακό ~. ~ στο χωριό. Το αρνί (βλ. οβελίας)/τα γλυκά (: κουλουράκια, τσουρέκι)/οι διακοπές/η εβδομάδα/τα έθιμα (π.χ. βάψιμο και τσούγκρισμα των αβγών)/η νηστεία (βλ. Μεγάλη Σαρακοστή) του ~. Η Δευτέρα/η Τρίτη/... του ~ (βλ. Διακαινήσιμος). (ευχετ.) Καλό ~! Πότε πέφτει (φέτος) το ~ (βλ. κινητή γιορτή); Πού θα κάνετε (= γιορτάσετε/περάσετε το) ~ (βλ. άγιες μέρες); Ξεκίνησε η έξοδος (των εκδρομέων) του ~. || Το Πάσχα του καλοκαιριού (: η εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου). Βλ. Μεγάλο/Μέγα Σάββατο. ΣΥΝ. Λαμπρή, Πασχαλιά2 2. ΘΡΗΣΚ. μεγάλη εβραϊκή γιορτή σε ανάμνηση της Εξόδου των Ιουδαίων από την Αίγυπτο και της διάβασης της Ερυθράς Θάλασσας. Βλ. άζυμος. ● ΦΡ.: κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα (προφ.-ειρων.): σπάνια: Μας θυμάται ~ ~ (= αραιά και πού). [< μτγν. Πάσχα < αραμαϊκό pascha]

φύλο

φύλο [φῦλο] φύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΙΟΛ. καθεμιά από τις δύο κατηγορίες, αρσενικό-θηλυκό, των ζωντανών οργανισμών και το σύνολο των χαρακτηριστικών που τις διακρίνουν με βάση τον αναπαραγωγικό τους ρόλο: το ανδρικό/γυναικείο ~. Βλ. χρωμόσωμα.|| Βιολογικό ~. Ο κοινωνικός ρόλος του ~ου. Στερεότυπα και προκαταλήψεις για τα δύο ~α. Η ισότητα/μάχη των δύο ~ων. Βλ. έμφυλος.|| Διαταραχή ταυτότητας ~ου (: του εσωτερικού και προσωπικού τρόπου με τον οποίο το άτομο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από τα βιολογικά του χαρακτηριστικά). Βλ. δυαδικός. 2. ΑΝΘΡΩΠ. ομάδα ανθρώπων με κοινά εθνολογικά ή ανθρωπολογικά γνωρίσματα: αρχαία ελληνικά/ινδοευρωπαϊκά/νοµαδικά ~α. Πβ. φυλή. 3. ΒΙΟΛ. ταξινομική κατηγορία οργανισμών με κοινά χαρακτηριστικά, ανάμεσα στην υπερκλάση και το υποφύλο. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικό φύλο: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. καθένα από τα δύο φύλα σύμφωνα με τα συμπεριφορικά, ψυχολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που του αποδίδονται: διακρίσεις με βάση το ~ ~. Ιατρική του ~ού ~ου. Βλ. αρρενωπ-, θηλυκ-ότητα, φεμινισμός. [< αγγλ. gender, 1963] , το άλλο/αντίθετο φύλο: οι άντρες ή οι γυναίκες, αντίστοιχα: Η σχέση με το ~ ~., το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο: οι γυναίκες. [< γαλλ. le sexe faible, le beau/deuxième sexe] , το ισχυρό φύλο: οι άντρες. [< γαλλ. le sexe fort] , το τρίτο φύλο: οι ομοφυλόφιλοι. [< γαλλ. le troisième sexe] , αλλαγή φύλου βλ. αλλαγή [< αρχ. φῦλον ‘φυλή, λαός, γένος’, γαλλ. sexe]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.