αμήν [ἀμήν] α-μήν επιφών.: (στο τέλος προσευχής, θρησκευτικού ύμνου ή ψαλμού, με ευχετική σημασία και γενικότ. ευχή για την πραγματοποίηση επιθυμίας που μόλις εκφράστηκε) μακάρι: (ΕΚΚΛΗΣ.) Εις τον αιώνα των αιώνων. ~.|| ~, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! Πβ. γένοιτο, είθε. ● Ουσ.: αμήν (το) {άκλ.}: το ακρότατο σημείο, όριο, τέλος: Η υπομονή του ξεπέρασε το ~. ● ΦΡ.: αμήν και πότε! (προφ.-εμφατ.): (σε απάντηση) δηλώνει ανυπομονησία για την πραγματοποίηση ευχής που μόλις διατυπώθηκε: -Με το καλό να γυρίσεις! -~ ~!, αμήν Παναγία/Παναγιά μου! (προφ.-εμφατ.): μακάρι: -Θα βρεθεί λύση/όλα καλά θα πάνε, μην ανησυχείς. -~ ~!, στο αμήν (προφ.) 1. & (σπανιότ.) μέχρι το αμήν: σε οριακό σημείο (αντοχής, απελπισίας, δυνατοτήτων, υπομονής), στο απροχώρητο: Φέρνω/φτάνω κάποιον ~ ~. Βρίσκομαι/έρχομαι ~ ~. ΣΥΝ. στο μη παρέκει/περαιτέρω, στο νυν και αεί 2. (+ να) παρά λίγο: Έφτασε ~ ~ να παραιτηθεί/να φύγει. Είμαι ~ ~ να τα παρατήσω. Πβ. στο παρά πέντε., ώσπου να πεις αμήν (προφ.): σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, στη στιγμή: Δεν θα καθυστερήσω, θα τελειώσω ~ ~! ΣΥΝ. αμέσως, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι, στο άψε σβήσε, στο πι και φι ΑΝΤ. αργά (1) [< μτγν. ἀμήν]
άριστος, η, ο [ἄριστος] ά-ρι-στος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. αρίστη}: που, συγκριτικά με τους ομοίους του, φέρει στον ύψιστο βαθμό θετικές ιδιότητες· (πάρα) πολύ καλός, ο καλύτερος: ~ος: επιστήμονας/ηγέτης. ~οι: επαγγελματίες. ~ γνώστης της Ελληνικής. ~ στο αντικείμενό του/(ειρων.) στα ψέματα (= πρώτος). Είναι (απλά) ~ (= τέλειος).|| ~η: ακουστική/γνώση (υπολογιστή)/εξυπηρέτηση/λειτουργία/συνεργασία. ~ο: αποτέλεσμα (: το καλύτερο δυνατό)/(εργασιακό) περιβάλλον. ~οι: βαθμοί (: οι υψηλότεροι)/όροι (εργασίας). ~ες: επιδόσεις (= κορυφαίες)/συνθήκες/σχέσεις/υπηρεσίες. Προϊόντα αρίστης ποιότητας. Η αρίστη των επιλογών. Σε ~ο κλίμα. Σπίτι σε ~η κατάσταση/σε ~ο σημείο. Δουλειά με ~ες προοπτικές.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ος: φόρος (πβ. βέλτιστος). (ΜΑΘ.) Θεωρία του ~ου ελέγχου. ΣΥΝ. εξαίρετος (1) ΑΝΤ. χείριστος ● Ουσ.: άριστο (το): με μέτρο σύγκρισης το ~. Στόχος μας είναι να πετύχουμε το ~., άριστοι (οι): οι καλύτεροι από πλευράς επιδόσεων: οι ~ των αθλητών/φοιτητών. Βράβευση των ~ων/αρίστων (ενν. μαθητών). Πβ. αριστούχος. ● επίρρ.: άριστα: άψογα, τέλεια: ~ εκπαιδευμένο προσωπικό. Έπραξες ~! Γνωρίζει/κατέχει ~ την Αγγλική. ΣΥΝ. άπταιστα.|| (για βαθμολογία) Έγραψε ~. Πβ. περίφημα, κάλλιστα. ● ΦΡ.: οι άριστοι των αρίστων (λόγ.-επιτατ.): οι καλύτεροι (στον τομέα τους): Επιλέχθηκαν ~ ~., εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης βλ. οιωνός, μέτρον άριστον βλ. μέτρο ● βλ. άριστα [< αρχ. ἄριστος]
γυναικάδελφος γυ-ναι-κά-δελ-φος ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. γυναικαδέλφη} & (σπάν.) γυναικάδερφος (λαϊκό-λογοτ.): αδελφός της συζύγου. Πβ. κουνιάδος. [< μεσν. γυναικάδελφος]
εις [εἰς] πρόθ. (+ αιτ.): λόγιος τύπος, αντί της πρόθεσης "σε", κυρ. σε παγιωμένες εκφράσεις για δήλωση κίνησης, τρόπου, ποσού, σκοπού, ευχής: άλμα ~ μήκος/ύψος.|| ~ βάρος.|| ~ διπλούν.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ άφεσιν αμαρτιών. ~ μνήμη(ν).|| Μηδέν ~ το πηλίκον.|| ~ το επανιδείν/υγείαν. Και ~ ανώτερα! ● ΦΡ.: είμαι σε θέση να ... βλ. θέση, εις επήκοον όλων βλ. επήκοος, εις μάτην βλ. μάτην, εις τας αιωνίους μονάς/στις αιώνιες μονές βλ. μονή, εις τας/περί τας/στας δυσμάς του βίου βλ. δυσμαί, εις τόπον χλοερόν/εν τόπω χλοερώ βλ. τόπος, εις τριπλούν βλ. τριπλούν, εις χείρας βλ. χειρ, εις/προς/σε επίρρωση βλ. επίρρωση, έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος, ες αεί βλ. αεί, ες αύριον τα σπουδαία βλ. αύριο, σε/εις ανάμνηση βλ. ανάμνηση, σε/ως ένδειξη βλ. ένδειξη [< αρχ. εἰς, ἐς]
ευθύς, εία, ύ [εὐθύς] ευ-θύς επίθ. {ευθ-έος | -είς (ουδ. -έα), -έων (θηλ. -ειών)} 1. που ακολουθεί ευθύγραμμη κατεύθυνση, ίσιος: ~ύς: δρόμος. ~εία: γραμμή (ΑΝΤ. καμπύλη, τεθλασμένη)/διαδρομή/πορεία. Σε ~εία (= ίσια) θέση. ΑΝΤ. κυματοειδής, στραβός (1) 2. (μτφ.) άμεσος, ειλικρινής, ντόμπρος: ~εία: αμφισβήτηση/αντιπαράθεση/απάντηση/επίθεση/σύγκρουση. ~ύ: βλέμμα. ΑΝΤ. έμμεσος, πλάγιος.|| (για πρόσ.) Τίμιος και ~ άνθρωπος. ~ στις κρίσεις/παρατηρήσεις του. ● ΣΥΜΠΛ.: ευθεία γωνία: ΓΕΩΜ. που είναι ίση με 180°., ευθεία ερώτηση: ΓΡΑΜΜ. σε ευθύ λόγο: Η ερώτηση "Θα έρθεις αύριο;" είναι μια ~ ~. ΑΝΤ. πλάγια ερώτηση, ευθεία οδός 1. ίσιος δρόμος: οδήγηση σε ~ ~ό. 2. (μτφ.) τρόπος ζωής που ακολουθεί τους ηθικούς ή κοινωνικούς κανόνες., ευθύς λόγος: ΓΛΩΣΣ. η μεταφορά των λόγων ενός προσώπου όπως ακριβώς ειπώθηκαν: π.χ. Είπε "θα αργήσω". ΑΝΤ. πλάγιος λόγος ● ΦΡ.: σε ευθεία γραμμή 1. ίσια: αποστάσεις ~ ~. Σώμα που κινείται ~ ~. 2. ΝΟΜ. για πρόσωπα πoυ κατάγovται τo έvα από τo άλλo: συγγένεια εξ αίματος ~ ~. Έvα άτoμo είvαι συγγεvής ~ ~ με τo παιδί ή τo εγγόvι τoυ καθώς και με τov πατέρα ή τη γιαγιά τoυ. Βλ. κατευθείαν γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου 3. (μτφ.) σε πλήρη αντιστοιχία. ● βλ. ευθεία, ευθέως [< αρχ. εὐθύς, γαλλ.-αγγλ. direct]
κρίκος κρί-κος ουσ. (αρσ.) 1. μικρό, συνήθ. μεταλλικό, κυκλικό αντικείμενο, που μοιάζει με δαχτυλίδι: ~ αναρρίχησης/ανάρτησης/ασφαλείας/κλειδιών/μπρελόκ/πρόσδεσης (βλ. δέστρα)/ρυμούλκησης/στήριξης. ~οι κουρτίνας. Κλασέρ/ντοσιέ με ~ους. Πβ. κρικέλι, χαλκάς.|| Μενταγιόν με χρυσό ~ο. 2. (μτφ.) σύνδεσμος ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· συνεκτικό στοιχείο ενός συνόλου, μιας διαδικασίας: βασικός/ενδιάμεσος/ενωτικός/καθοριστικός/κύριος ~. Ο ~ μεταξύ οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Προστέθηκε ένας ακόμα ~ στην αλυσίδα των αποκαλύψεων. Βρέθηκε ο χαμένος ~ στην εξέλιξη των δεινοσαύρων. Πβ. δεσμός. ● κρίκοι (οι) 1. ΑΘΛ. (στην ενόργανη γυμναστική) όργανο που αποτελείται από δύο παράλληλους κρίκους που κρέμονται με σκοινί από ψηλό σημείο· το αντίστοιχο αγώνισμα των ανδρών. Βλ. πλάγιος ίππος. 2. σκουλαρίκια σε σχήμα κρίκου: ασημένιοι ~. ● Υποκ.: κρικάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αδύνατος/αδύναμος κρίκος & ασθενής/ευαίσθητος κρίκος (μτφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι βρίσκεται σε μειονεκτική θέση μέσα σε ένα σύνολο αλληλοεξαρτώμενων παραγόντων: ο πιο ~ ~. [< αγγλ. weak ring] , συνδετικός κρίκος & συνεκτικός & (σπάν.) κρίκος σύνδεσης (μτφ.): καθετί που ενώνει, συνδέει πρόσωπα ή καταστάσεις: Η τέχνη λειτουργεί ως ~ ~ των λαών. ~ ~ ανάμεσα στο χτες και το σήμερα., ελλείπων κρίκος βλ. ελλείπει [< αρχ. κρίκος, γαλλ. anneau] ΚΡΙΚΟΣ
οι βλ. ο, η, το
οχαδερφισμός [ὀχαδερφισμός] ο-χα-δερ-φι-σμός ουσ. (αρσ.) & ωχαδερφισμός & ωχαδελφισμός & (σπάν.) οχαδελφισμός: στάση απάθειας και αδιαφορίας, αποποίηση ευθυνών: ~ και αποχή από τα κοινά. Βλ. -ισμός. ΣΥΝ. ζαμανφουτισμός
Πάσχα Πά-σχα ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΕΚΚΛΗΣ. η μεγαλύτερη χριστιανική γιορτή σε ανάμνηση της Ανάστασης του Χριστού, η οποία γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που ακολουθεί την εαρινή ισημερία, η Κυριακή του Πάσχα· συνεκδ. το δεκαπενθήμερο από την Κυριακή των Βαΐων μέχρι την Κυριακή του Θωμά: ελληνικό/καθολικό/ορθόδοξο/παραδοσιακό ~. ~ στο χωριό. Το αρνί (βλ. οβελίας)/τα γλυκά (: κουλουράκια, τσουρέκι)/οι διακοπές/η εβδομάδα/τα έθιμα (π.χ. βάψιμο και τσούγκρισμα των αβγών)/η νηστεία (βλ. Μεγάλη Σαρακοστή) του ~. Η Δευτέρα/η Τρίτη/... του ~ (βλ. Διακαινήσιμος). (ευχετ.) Καλό ~! Πότε πέφτει (φέτος) το ~ (βλ. κινητή γιορτή); Πού θα κάνετε (= γιορτάσετε/περάσετε το) ~ (βλ. άγιες μέρες); Ξεκίνησε η έξοδος (των εκδρομέων) του ~. || Το Πάσχα του καλοκαιριού (: η εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου). Βλ. Μεγάλο/Μέγα Σάββατο. ΣΥΝ. Λαμπρή, Πασχαλιά2 2. ΘΡΗΣΚ. μεγάλη εβραϊκή γιορτή σε ανάμνηση της Εξόδου των Ιουδαίων από την Αίγυπτο και της διάβασης της Ερυθράς Θάλασσας. Βλ. άζυμος. ● ΦΡ.: κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα (προφ.-ειρων.): σπάνια: Μας θυμάται ~ ~ (= αραιά και πού). [< μτγν. Πάσχα < αραμαϊκό pascha]
φύλο [φῦλο] φύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΙΟΛ. καθεμιά από τις δύο κατηγορίες, αρσενικό-θηλυκό, των ζωντανών οργανισμών και το σύνολο των χαρακτηριστικών που τις διακρίνουν με βάση τον αναπαραγωγικό τους ρόλο: το ανδρικό/γυναικείο ~. Βλ. χρωμόσωμα.|| Βιολογικό ~. Ο κοινωνικός ρόλος του ~ου. Στερεότυπα και προκαταλήψεις για τα δύο ~α. Η ισότητα/μάχη των δύο ~ων. Βλ. έμφυλος.|| Διαταραχή ταυτότητας ~ου (: του εσωτερικού και προσωπικού τρόπου με τον οποίο το άτομο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από τα βιολογικά του χαρακτηριστικά). Βλ. δυαδικός. 2. ΑΝΘΡΩΠ. ομάδα ανθρώπων με κοινά εθνολογικά ή ανθρωπολογικά γνωρίσματα: αρχαία ελληνικά/ινδοευρωπαϊκά/νοµαδικά ~α. Πβ. φυλή. 3. ΒΙΟΛ. ταξινομική κατηγορία οργανισμών με κοινά χαρακτηριστικά, ανάμεσα στην υπερκλάση και το υποφύλο. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικό φύλο: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. καθένα από τα δύο φύλα σύμφωνα με τα συμπεριφορικά, ψυχολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που του αποδίδονται: διακρίσεις με βάση το ~ ~. Ιατρική του ~ού ~ου. Βλ. αρρενωπ-, θηλυκ-ότητα, φεμινισμός. [< αγγλ. gender, 1963] , το άλλο/αντίθετο φύλο: οι άντρες ή οι γυναίκες, αντίστοιχα: Η σχέση με το ~ ~., το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο: οι γυναίκες. [< γαλλ. le sexe faible, le beau/deuxième sexe] , το ισχυρό φύλο: οι άντρες. [< γαλλ. le sexe fort] , το τρίτο φύλο: οι ομοφυλόφιλοι. [< γαλλ. le troisième sexe] , αλλαγή φύλου βλ. αλλαγή [< αρχ. φῦλον ‘φυλή, λαός, γένος’, γαλλ. sexe]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ