Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [0-20]


  • -αγορά : β' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρονται στην αγορά: κεφαλαι~/κτηματ~/χρηματ~.|| (για τόπο διάθεσης προϊόντων:) Kρεατ~/λαχαν~/ψαρ~.
  • -αγωγός β' συνθετικό ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. αγωγό για τη μεταφορά συνήθ. υγρού ή αερίου: αερ(ι)~/καπν~ (βλ. -δόχος)/πετρελαι~/υδρ~/φωτ~. 2. αυτόν που καθοδηγεί και επιβλέπει: (ο/η) νηπι~/παιδ~/ψυχ~.
  • -άδα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. (αφηρ.) κατάσταση ή ιδιότητα: βραχν~/γρηγορ~/ζωηρ~/κρυ~/νοστιμ~/σβελτ~.|| Κιτριν~/κοκκιν~/πρασιν~. 2. (περιληπτ.) συγκεκριμένο αριθμό, σύνολο: μον~/πεντ~/εξ~/επτ~/δεκ~/εικοσ~/εκατοντ~/χιλι~. Πβ. -αριά.|| Εβδομ~. Ομ~. 3. χυμό, κυρ. φρούτων, ή φαγητό: βυσσιν~/λεμον~/μανταριν~/πορτοκαλ~/σουμ~. Μακαρον~/ρεβιθ~/φασολ~. 4. το μέσο, τον τρόπο ή την περίσταση: βαρκ~/ποδηλατ~/στρωματσ~.|| Λιακ~/ρομαντζ~/φεγγαρ~. 5. επέκταση ή διαφοροποίηση σημασίας, συνήθ. σε διαφορετικό υφολογικό επίπεδο: ζαλ~/πουλ~/σχισμ~.
  • -αδάκι : υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: ντολμ~/πετρ~/σημ~.|| (μτφ.) Φτωχ~.
  • -άδης & -ιάδης : κατάληξη επωνύμων: Βασιλει-άδης. Γρηγορ-ιάδης. Βλ. ίδης, -ογλου.
  • -άδι : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από επίθετα, ουσιαστικά και ρήματα: ασπρ~/γλυκ~/κοκκιν~/μαυρ~. Κροκ~/πετρ~/σκοτ~. Aπολειφ~. Bλ. -άρι.
  • -αδιά : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών: παπ~.
  • -άδικο (προφ.): επίθημα για την παραγωγή ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα ή γενικότ. τόπο: βενζιν~/δισκ~/κλειδαρ~/μπουγατσ~/ξενυχτ~/ποτ~/ρακ~/ραφτ~/ρολογ~/τσαγκαρ~/τσιπουρ~/τυροπιτ~/φαγ~/φαστφουντ~. Πβ. -ικο1.|| (μειωτ.) Tρελ~.|| (σπανιότ.) Γκαζ~ (= πετρελαιοφόρο).
  • -άδικος , η, ο (προφ.): επίθημα για δήλωση ιδιότητας: φωνακλ~/ψαρ~.
  • -αδόρος {σπάν. στο θηλ. -αδόρα, -αδόρισσα} (λαϊκό) επίθημα που δηλώνει 1. (αρνητ.-μειωτ.) άτομο με παράνομη δραστηριότητα: κομπιν~/μιζ~/μπουκ~/σπεκουλ~/τσιλι~.|| (για κακή συνήθεια:) Tζογ~/τρακ~ (βλ. -ατζής).|| Αβαντ~ (βλ. αβανταδόρικος). 2. άνθρωπο με ιδιαίτερη ικανότητα σε κάτι: ταβλ~.|| Ατακ~/κουμαντ~. 3. επάγγελμα: γυψ~/παρκ~/πιτσ~/τορν~. 4. αντικείμενο, εργαλείο ή μηχάνημα: μαρκ~. Kοτσ~/φρεζ~.
  • -άζ : κατάληξη ουσιαστικών, δάνειων από τη γαλλική: αβαντ~/γκαρ~/κολ~/μασ~/μοντ~.
  • -άζω βλ. -ιάζω
  • -αίικα (λαϊκό): επίθημα για τον σχηματισμό τοπωνυμίων ουδετέρου γένους: Βραχν~/Τσουκαλ~.
  • -αίικο (λαϊκό-συχνά ειρων.): παραγωγικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν οικογένεια, σόι: Κολοκοτρων~. Μαζεύτηκε όλο το Παναγιωτοπουλ~.
  • -αίικος : παραγωγικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν προέλευση από έναν τόπο: κερκυρ~/σμυρν~.
  • -αιμία : επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν ασθένειες του αίματος: αν~/βακτηρ~/γλυκ~/λευχ~/σηψ~.|| Καθαρο~.
  • -αινα επίθημα 1. θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από αρσενικά και δηλώνουν ζώο: δράκ~ (δράκος)/λύκ~ (λύκος). Βλ. ινα1. 2. (διαλεκτ.-λαϊκό) ανδρωνυμικών: Γιώργ~/Κώστ~. Βλ. -ού.
  • -αίνω : ρηματική κατάληξη: (παράγ. από επίθ.) ακριβ~/ζεστ~/παχ~.|| Αρρωστ~/βαρ~/τυχ~.|| Αβγατ~.
  • -αίοι (λαϊκό): επίθημα για τον σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα, ιδιότητα, οικογένεια ή γένος: καπεταν~ (& καπετάνιοι)/μουσαφιρ~ (& μουσαφίρηδες)/νοικοκυρ~ (& νοικοκύρηδες)/νοματ~.|| (μειωτ.) Σκουπιδιαρ~.|| Κολοκοτρων~/Παπαδοπουλ~. Βλ. -αίικο.
  • -αίος , α, ο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που παράγονται συνήθ. από ουσιαστικά και δηλώνουν 1. τόπο: γωνι~/λιμν~/πρυμν~. 2. τρόπο: αγορ~/αμοιβ~/μοιρ~/πηγ~/τυχ~. Βλ. -ιαίος, -ιαία, -ιαίο.

-αίικο

-αίικο (λαϊκό-συχνά ειρων.): παραγωγικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν οικογένεια, σόι: Κολοκοτρων~. Μαζεύτηκε όλο το Παναγιωτοπουλ~.

-ιάζω

-ιάζω επίθημα ρημάτων παράγωγων από 1. επίθετα ή ουσιαστικά∙ δηλώνει μεταβολή, απόκτηση συγκεκριμένου χαρακτηριστικού: βραχν~ (βραχνός)/χλομ~ (χλομός, βλ. -αίνω).|| Καρβουν~ (κάρβουνο)/ρυτιδ~ (ρυτίδα)/σκοτειν~ (σκοτεινιά). 2. ουσιαστικά∙ δηλώνει ενέργεια: αγκαλ~ (αγκαλιά)/εγκαιν~ (εγκαίνια)/εμβολ~ (εμβόλιο)/κουβεντ~ (κουβέντα).|| Eντυπωσ~ (εντύπωση).

-ιαίος

-ιαίος, α, ο λόγιο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων κυρ. από ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. διάρκεια ή επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα: στιγμ~/ωρ~.|| Eβδομαδ~/μην~. 2. μέρος του σώματος: κροταφ~ (= κροταφικός)/μετωπ~ (λοβός). Μηρ-ιαίο (οστό). Γλουτ-ιαίοι (μύες). 3. τρόπο: βαθμ~/κατακλυσμ~. 4. μέγεθος ή ποσότητα: γιγαντ~ (πβ. -ιος)/κολοσσ~/σπιθαμ~.|| Εκατοστ~/ποσοστ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.