αεραγωγός [ἀεραγωγός] α-ε-ρα-γω-γός ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. άνοιγμα, δίοδος ή σωλήνας για μεταφορά και διοχέτευση αέρα από ή προς κλειστό χώρο: εύκαμπτος ~. ~ αναρρόφησης καυσαερίων/κτιρίου/μηχανήματος/πλοίου. Βλ. εξαεριστήρας. Βλ. -αγωγός, αεριαγωγός.|| (ΙΑΤΡ.) Ρινο-/στοματο-φαρυγγικός ~. Απόφραξη ~ού (σε βρέφος). Ο λάρυγγας χρησιµεύει ως ~ και ως φωνητικό όργανο. [< γαλλ. porte-vent, αγγλ. airway]
-έτα: κατάληξη για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: βεντ~/βιολ~/ετικ~/ζακ~/κασ~/κλακ~/κοκ~/κοτολ~/κροκ~/μακ~/μαριον~/μοτοσικλ~/μπαγκ~/ομελ~/οπερ~/παλ~/πλακ~/ρακ~/ροζ~/ρουκ~/ρουλ~/σιλου~/τουαλ~/τριπλ~/τρομπ~/φουρκ~.
εύστροφος, η, ο [εὔστροφος] εύ-στρο-φος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που καταλαβαίνει, αντιδρά ή ενεργεί γρήγορα: ~ο: μυαλό. ~ και ετοιμόλογος/πνευματώδης. Πβ. έξυπνος, ευφυής, οξύνους, πολύστροφος, σπιρτόζος.|| (κατ' επέκτ.) ~η: απάντηση. Βλ. -στροφος. ΑΝΤ. αργόστροφος (1) ● επίρρ.: εύστροφα [< αρχ. εὔστροφος]
ιερακόμορφα [ἱερακόμορφα] ι-ε-ρα-κό-μορ-φα ουσ. (ουδ.) (τα): ΟΡΝΙΘ. τάξη αρπακτικών πτηνών: Οι αετοί, τα γεράκια και οι γύπες ανήκουν στα ~. [< μτγν. ἱερακόμορφος ‘που έχει τη μορφή γερακιού’, αγγλ.-γαλλ. falconiformes]
λυροπετεινός λυ-ρο-πε-τει-νός ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. μεγάλος αγριόγαλος (επιστ. ονομασ. Lyrurus/Tetrao tetrix), του οποίου το αρσενικό έχει μαύρο-κυανό φτέρωμα και γυριστή ουρά σε σχήμα λύρας, ενώ το θηλυκό έχει συνήθ. καστανοκόκκινο φτέρωμα και διχαλωτή ουρά. Βλ. αγριόκουρκος.
-μάχος (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών∙ αναφέρεται σε πρόσωπο που αγωνίζεται 1. εναντίον αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κυρ. ΙΣΤ.) εικονο~/θεο~/χριστιανο~.|| Ταυρο~.|| (ΟΡΝΙΘΟΛ.) Αετο~. 2. για την υπεράσπιση ενός τόπου ή μιας περιοχής: (ΙΣΤ.) μακεδονο~/μαραθωνο~.|| (μτφ.) Ξω-μάχος. 3. με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: (ο/η) μονο~. Ξιφο~/πυγ~.
-ουργός1: επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε ειδικό τεχνίτη ή καλλιεργητή: ταπητ~/υφαντ~. Σιδηρ~.|| Aμπελ~.
-πούλι: β' συνθετικό σε γενικές ή κοινές ονομασίες πουλιών: αγριο~/θαλασσο~/νυχτο~. Κλωσσο~. Ψαρο~ (πβ. -φάγος).
ροδοπελεκάνος ρο-δο-πε-λε-κά-νος ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. μεγαλόσωμος πελεκάνος με λευκό φτέρωμα (επιστ. ονομασ. Pelecanus onocrotalus), ο οποίος την εποχή της αναπαραγωγής έχει ρόδινη απόχρωση. Βλ. αργυροπελεκάνος.
τσιροβάκος τσι-ρο-βά-κος ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. μικρό εντομοφάγο πουλί (γένος Sylvia) που ζει σε εύκρατες και υποτροπικές περιοχές και έχει μελωδικό κελάηδημα. Βλ. αμπελοπούλι, στρουθιόμορφα.
-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ