αιτιατική [αἰτιατική] αι-τι-α-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. μία από τις πλάγιες πτώσεις, στην οποία τίθεται το άμεσο αντικείμενο του ρήματος ή εκφράζει διάφορες επιρρηματικές σχέσεις: ~ ενικού/πληθυντικού αριθμού. Κατάληξη ~ής. ~ του χρόνου. ● ΣΥΜΠΛ.: αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") (στην αρχ. ελλην. γλ.): ΓΡΑΜΜ. ετερόπτωτος ονοματικός ή επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει την αναφορά, την έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι". [< μτγν. αἰτιατική]
αναγνώριση [ἀναγνώριση] α-να-γνώ-ρι-ση ουσ. (θηλ.) 1. επιβεβαίωση, εξακρίβωση, διαπίστωση της ταυτότητας: Δεν ήταν εύκολη η ~ή του (: είχε αλλάξει).|| ~ πτώματος (: από συγγενή). Πβ. ταυτοποίηση.|| (ΣΤΡΑΤ.) Κατασκοπεία και ~ εδάφους. Πβ. ανίχνευση, διερεύνηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ σφάλματος/χρήστη. Σύνθεση και ~ φωνής. Οπτική ~ χαρακτήρων.|| Κάνω γραμματική/συντακτική ~ (λέξεων).|| (ΦΙΛΟΛ., κυρ. στην αρχαία τραγωδία, μετάβαση από την άγνοια στη γνώση της ταυτότητας ενός προσώπου:) Η σκηνή της ~ης. 2. αποδοχή, παραδοχή της ύπαρξης θετικού ή αρνητικού στοιχείου: ~ του ήθους/της θυσίας/της προσφοράς (βλ. δικαίωση, επιβράβευση). ~ του ταλέντου της από τον κόσμο. Χαίρει ~ης. Καλλιτέχνης με πανελλήνια και διεθνή/καθολική ~ (= καταξίωση). Πβ. απήχηση.|| ~ του προβλήματος. ~ του σφάλματος κάποιου (= ομολογία). 3. επίσημη αποδοχή της νομιμότητας, της εγκυρότητας ή της ύπαρξης: ~ συνταξιοδοτικού δικαιώματος/χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας. ~ τίτλων σπουδών της αλλοδαπής (/ακαδημαϊκή ~). Βλ. ΔΟΑΤΑΠ). ~ κράτους (: από τον ΟΗΕ). ~ ενός επαγγέλματος ως επικίνδυνου και ανθυγιεινού.|| (για παιδιά γεννημένα εκτός γάμου:) Δικαστική/εκούσια ~ της πατρότητας (τέκνου). ● ΣΥΜΠΛ.: αναγνώριση κλήσεων: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία που παρέχεται από τηλεφωνικές εταιρείες η οποία επιτρέπει στον χρήστη που δέχεται την κλήση να βλέπει στην οθόνη τον αριθμό τηλεφώνου του προσώπου που τον καλεί. [< αγγλ. call identification (service), 1969] [< 1: αρχ. ἀναγνώρισις, γαλλ. reconnaisance]
ανακοπή [ἀνακοπή] α-να-κο-πή ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. αιφνίδια παύση της καρδιακής λειτουργίας: θάνατος από ~. Έπαθε/πέθανε από/υπέστη καρδιακή ~/~ της καρδιάς. Πβ. καρδιακή προσβολή. Βλ. έμφραγμα, μαρμαρυγή, συγκοπή. 2. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακόπτω: (βίαιη) ~ της ανάπτυξης/της εξέλιξης/της (ανοδικής) πορείας. Προσπάθεια ~ής της παρακμής. Πβ. ανάσχεση, αναχαίτιση, διακοπή, παρεμπόδιση, σταμάτημα.|| (ΜΗΧΑΝ.) Θερμοκρασία/σημείο/πίεση ~ής. 3. ΝΟΜ. ένδικο μέσο που στοχεύει στην ακύρωση πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης: πτωχευτική ~. ~ (κατά) αναγκαστικής εκτέλεσης/διαταγής πληρωμής/κατάσχεσης/πλειστηριασμού. ~ ενώπιον του Δικαστηρίου. Άσκηση/εκδίκαση/κατάθεση/πράξη ~ής. Δικόγραφο ~ής. Αποφάσεις επί ~ών. Βλ. αγωγή, έφεση, προσφυγή, τριτ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακοπή ερημοδικίας: ΝΟΜ. ένδικο μέσο για την ακύρωση καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου: απόρριψη ~ής ~. [< 1: γαλλ. inhibition 2: μτγν. ἀνακοπή 3: γαλλ. opposition]
αναφορά [ἀναφορά] α-να-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. προφορικός ή γραπτός λόγος για κάτι: άμεση/αναλυτική/απλή/αόριστη/γενική/ειδική/εκτενής/έμμεση/ευθεία (: χωρίς περιστροφές)/ευρεία/περιληπτική/σαφής/συχνή/τυχαία/υπαινικτική (πβ. νύξη) ~. ~ σε γεγονότα του παρελθόντος/στην κατάσταση/σε κάποιο πρόβλημα. Έκανε ~ στο/για το ... Γίνεται/υπάρχει ~ σε κάτι. Ντοκιμαντέρ με ~ στο περιβάλλον. Το κείμενο δεν περιέχει καμιά ~ στο ... ~ές στο επιστημονικό έργο. Πβ. μνεία. Βλ. αυτο~, ετερο~. 2. παράθεση: ενδεικτική/εξαντλητική/λεπτομερής/ονομαστική/συνοπτική ~. (Σωστή) ~ των γεγονότων/του ονόματος/της πηγής (πβ. παραπομπή). Βιβλιογραφική ~ (: παρουσίαση της βιβλιογραφίας στο τέλος μιας μελέτης). Βλ. ετερο~. 3. καταγγελία· (κατ΄επέκτ.) το αντίστοιχο έγγραφο: έγγραφη ~. Του έκανε ~.|| Μηνυτήρια/υπηρεσιακή ~. Καταθέτω/στέλνω/συντάσσω/υποβάλλω ~ (στην Υπηρεσία/στο Υπουργείο). 4. (γραπτή) έκθεση στοιχείων: εβδομαδιαία/εσωτερική/ετήσια/ημερήσια ~. Επίσημη ~ του ΟΗΕ (= υπόμνημα). Πβ. ραπόρτο. 5. ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ. ενημέρωση του χρήστη σχετικά με την επιτυχία χρήσης μιας υπηρεσίας: (στο διαδίκτυο:) ~ λαθών/προβλημάτων/σφαλμάτων.|| (στο κινητό:) ~ές παράδοσης (μηνυμάτων). 6. ΣΤΡΑΤ. διαδικασία κατά την οποία οι οπλίτες μονάδας (ή υποδιαίρεσής της) παρατάσσονται και δηλώνεται επίσημα στον επικεφαλής ο αριθμός των παρόντων, των απόντων και των κωλυομένων: απογευματινή (: πριν από την απογευματινή εκπαίδευση)/βραδινή (: πριν από το σιωπητήριο)/πρωϊνή ~. Ο στρατιώτης βγήκε στην ~ παραπονούμενος για .../και ζήτησε να του δοθεί ολιγοήμερη άδεια. Τον έβγαλε στην ~ (: ο λοχίας τον στρατιώτη, λόγω απείθειας ή παραπτώματος). 7. σύνδεση, συσχέτιση: άξονας/βάση/δεδομένα/μοντέλο ~άς. 8. ΓΛΩΣΣ. συσχετισμός γλωσσικού στοιχείου με ένα προηγούμενο ή επόμενο, όπως αντωνυμίας με ουσιαστικό· σύνδεση κειμενικού στοιχείου με οντότητα (πρόσωπο, αντικείμενο, ιδιότητα, κατάσταση) του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου, γνωστή στον ακροατή ή τον αναγνώστη: ενδοκειμενική/εξωκειμενική ~. Βλ. δείξη. 9. ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) η έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι", που εκφράζεται με εμπρόθετο ή ονοματικό προσδιορισμό. ● ΣΥΜΠΛ.: αντικείμενο αναφοράς 1. το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος· ό,τι βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ή της προσοχής: Προσέχουμε να αλλάζουμε παράγραφο, όταν περνάμε από μια έννοια σε άλλη ή αλλάζει το ~ ~.|| Ο αρχιτέκτονας διατηρεί γραφείο με κύριο ~ ~ μελέτες δημοσίων έργων. 2. ΓΛΩΣΣ. οντότητα του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου η οποία συνδέεται με το γλωσσικό σημείο (απλούστερα, τη λέξη) με εξωτερική σχέση δήλωσης (λατ. denotatio)· το αντικείμενο που δηλώνεται από το γλωσσικό σημείο ως όνομα: Το ~ ~ της λέξης "τραπέζι" είναι το ίδιο το πράγμα "τραπέζι"., βιβλίο/έργο αναφοράς & (σπανιότ.) εργασία αναφοράς: βασικό έργο, κυρ. λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια, στο οποίο ανατρέχει κανείς για άντληση πληροφοριών. [< αγγλ. reference book/work] , δικαίωμα αναφοράς: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη, μεμονωμένα ή συλλογικά, τηρώντας τους νόμους του κράτους, να αναφέρεται εγγράφως στις Αρχές· το δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος-μέλος, να υποβάλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Το Σύνταγμα καθιερώνει το ~ ~ των Ελλήνων προς τις Αρχές. , κέντρο αναφοράς 1. συντονιστικό όργανο (που παρέχει έγκυρη πληροφόρηση ή βοήθεια): εθνικό/ευρωπαϊκό ~ ~. ~ ~ AIDS/γρίπης. ~ ~ για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία. 2. σημείο αναφοράς. [< γαλλ. centre de référence] , ορθή αναφορά: ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης αντικειμένου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού μήκους. Βλ. απόκλιση. [< αγγλ. right ascension] , σημείο αναφοράς 1. (μτφ.) οτιδήποτε κατέχει εξέχουσα θέση σε ένα σύνολο ή αποκτά κομβική σημασία: ~ ~ της πόλης αποτελεί η κεντρική πλατεία. Η Εκκλησία είναι ~ ~ για τον Ελληνισμό της Διασποράς. Πβ. τοπόσημο. ΣΥΝ. κέντρο αναφοράς (2) 2. ΤΟΠΟΓΡ. ακριβής θέση στην επιφάνεια της Γης, με δεδομένες συντεταγμένες και υψόμετρο, που χρησιμοποιείται για τοπογραφικούς σκοπούς. [< γαλλ. point de référence] , σύστημα αναφοράς: ΦΥΣ. που χρησιμοποιεί συντεταγμένες για τον εντοπισμό ορισμένης θέσης: αδρανειακό ~ ~. [< γαλλ. système (de) référence] , τιμή αναφοράς: που θεωρείται βάση για τον υπολογισμό αξίας, μεγέθους: βασική/καθαρή/ρυθμιζόμενη ~ ~. ~ ~ μετοχών/πετρελαίου/συναλλάγματος/χρυσού. ~ ~ για τα ελλείμματα/το χρέος. Βλ. αντικειμενική αξία. [< αγγλ. reference price/ value] , αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") βλ. αιτιατική, γενικευτική αναφορά βλ. αναφορά, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς βλ. πλαίσιο, εργαστήριο αναφοράς βλ. εργαστήριο, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κόλλα αναφοράς βλ. κόλλα, ομάδα αναφοράς βλ. ομάδα, τοπικότητα της αναφοράς βλ. τοπικότητα ● ΦΡ.: δίνω (σε κάποιον) αναφορά (συχνά ειρων.): τον ενημερώνω λεπτομερώς για κάτι· λογοδοτώ: Έχω κάθε δικαίωμα να πάω όπου θέλω, χωρίς να δώσω ~ σε κανέναν. ~ θα σου δώσω;, σε αναφορά με & (λόγ.) εν αναφορά προς (επίσ.): ως προς, όσον αφορά, σχετικά με: ~ ~ την ανωτέρω επιστολή, σας πληροφορούμε ότι ... [< 1,2,3: αρχ. ἀναφορά 1,2: αγγλ. reference, γαλλ. référence 3,4,5,6: αγγλ. report, γαλλ. rapport 7: μτγν. άναφορά, γαλλ. rapport, relation 8: αγγλ. anaphora, γαλλ. anaphore 9: μτγν.]
απόκλιση [ἀπόκλιση] α-πό-κλι-ση ουσ. (θηλ.) 1. εκτροπή από την αρχική κατεύθυνση· κατ' επέκτ. διαφοροποίηση, συνήθ. από ό,τι θεωρείται γενικά αποδεκτό: ~ ενός σώματος από την τροχιά του. Το πλοίο παρουσίασε ~ από την κανονική του πορεία.|| ~ από τις ιδρυτικές αρχές/τις νομοθετικές διατάξεις/τον στόχο/το χρονοδιάγραμμα. ~ από την πεπατημένη/το φυσιολογικό. Γλωσσικές/κοινωνικές/σεξουαλικές ~ίσεις (= παρεκκλίσεις).|| Εφημερίδα αριστερών/δεξιών ~ίσεων (= προτιμήσεων, τάσεων).|| (αντιπαράθεση, διαφωνία:) Iδεολογικές ~ίσεις (= διαφορές). Ουσιαστικές/σοβαρές ~ίσεις μεταξύ των δύο κρατών στα θέματα της άμυνας (ΑΝΤ. ευθυγράμμιση). Διαπιστώθηκε ~ απόψεων/θέσεων (πβ. διάσταση). ΑΝΤ. σύγκλιση (2) 2. διαφορά μιας τιμής από την καθορισμένη ή αναμενόμενη: μεγάλη/μέγιστη επιτρεπτή/μέση/μικρή/σημαντική/σταθερή/φυσιολογική ~.|| (ΟΙΚΟΔ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ μηδέν/της τάξεως των 0,4 mm. ~ της επιφάνειας του δαπέδου. ~ από τις ισχύουσες προδιαγραφές.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ίσεις αποδοτικότητας/πωλήσεων. Ο προϋπολογισμός εμφάνισε/παρουσίασε ~ ... ευρώ/... %. Καταγράφονται ~ίσεις στην τιμή πώλησης της βενζίνης. 3. ΝΑΥΤ. (σε πυξίδα) η γωνία μεταξύ μαγνητικού και πραγματικού βορρά: ανατολική/δυτική ~. Αριστερή/δεξιά ~. ~ σε μοίρες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης σημείου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού πλάτους: ~ αστέρος. Βλ. ορθή αναφορά. 5. ΜΑΘ. η ιδιότητα ακολουθίας ή σειράς να μη συγκλίνει σε όριο. ● ΣΥΜΠΛ.: μαγνητική απόκλιση: ΦΥΣ. η γωνία που σχηματίζει ο μαγνητικός άξονας με τον άξονα περιστροφής της Γης. [< γαλλ. déclinaison magnétique] , τυπική απόκλιση (συντομ. σ ή s(d)): ΣΤΑΤΙΣΤ. μέτρο της διασποράς των τιμών από τον μέσο όρο: ~ ~ των τιμών ενός δείγματος. Βλ. διακύμανση. [< αγγλ. standard deviation] [< μτγν. ἀπόκλισις, γαλλ. déviation 4: γαλλ. déclinaison]
δείξη δεί-ξη ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. λειτουργία γλωσσικών στοιχείων που δηλώνουν πρόσωπο, τόπο, χρόνο ή γεγονός και αναφέρονται στο περιβάλλον του ομιλητή: προσωπική (: εγώ, εσύ, αυτός, εμείς ...)/τοπική/χρονική (: αύριο, μετά, τότε, τώρα)/χωρική (: εδώ, εκεί, πέρα) ~. Βλ. αναφορά, δεικτικός. [< αρχ. δεῖξις ‘απόδειξη’, γαλλ. deixis, αγγλ. ~, 1946]
διάδραση δι-ά-δρα-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): αμοιβαία δράση ή επίδραση: καλλιτεχνική/κοινωνική ~. ~ δασκάλου-μαθητών/εταιρειών-καταναλωτών/χρήστη-υπολογιστή.|| ~ ήχου και εικόνας. Πβ. αλληλεπίδραση, διαντίδραση. ΣΥΝ. αλληλόδραση, διεπίδραση [< πβ. μτγν. διάδρασις 'διαφυγή', αγγλ.-γαλλ. interaction]
διαδραστικός, ή, ό δι-α-δρα-στι-κός επίθ. ΣΥΝ. αλληλεπιδραστικός 1. ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. που σχετίζεται με τις τεχνολογίες και τις υπηρεσίες οι οποίες επιτρέπουν στον χρήστη να επεμβαίνει στις πληροφορίες που λαμβάνει: ~ός: διάλογος/δικτυακός τόπος/πίνακας (βλ. μαυροπίνακας)/χάρτης. ~ή: επικοινωνία/οθόνη (αφής)/περιήγηση/συζήτηση. ~ό: βιβλίο/εργαλείο/παιχνίδι/περιβάλλον/πρόγραμμα/σεμινάριο. ~ές: ασκήσεις/εφαρμογές/κατασκευές. ~ά: εκθέματα/μαθήματα/(πολυ)μέσα. 2. (επιστ.) αμφίδρομος, αμοιβαίος: ~ή: μάθηση. ~ή σχέση δασκάλου-μαθητή. ● επίρρ.: διαδραστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: διαδραστική τηλεόραση & αμφίδρομη/αλληλεπιδραστική τηλεόραση: ΤΕΧΝΟΛ. λειτουργία της ψηφιακής τηλεόρασης που επιτρέπει μεταφορά δεδομένων από και προς τον τηλεθεατή: εικονοδιασκέψεις/ιμέιλ/τηλεαγορές/τραπεζικές συναλλαγές μέσω ~ής ~ης. Βλ. τελετέξτ. [< αγγλ. interactive television (iTV), 21ός αι.] [< αγγλ. interactive, γαλλ. interactif, περ. 1980]
δικαίωση δι-καί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. επιβεβαίωση, συνήθ. εκ των υστέρων· επιβράβευση: ~ των επιλογών/προβλέψεών/προσδοκιών του. Απόλυτη/πλήρης ~ των θέσεών μας/(σπανιότ.) για τις θέσεις μας. Πβ. επαλήθευση.|| Ηθική/πανηγυρική/τελική ~ των αγώνων τους. Η ώρα της ~ης. Πβ. αναγνώριση. Βλ. αυτο~. ΑΝΤ. διάψευση (2) 2. ΝΟΜ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του δικαιώνω: δικαστική ~. ~ αιτήματος/ένστασης/προσφυγής. Απόφαση ~ης. [< αρχ. δικαίωσις, γαλλ. justification]
εργαστήριο [ἐργαστήριο] ερ-γα-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} & εργαστήρι (κυρ. στις σημ. 2,3) 1. (συχνά με κεφαλ. Ε) χώρος ειδικά εξοπλισμένος για επιστημονική έρευνα, πείραμα, παρατήρηση, εξέταση: αιματολογικό/ακτινολογικό/βιοχημικό/μικροβιολογικό ~. ~ Ανατομίας/Βιολογίας/Ηλεκτρονικών Υπολογιστών/Πληροφορικής/Φαρμακευτικής/Φωνητικής/Χημείας (πβ. χημείο)/Ψυχολογίας. Βοηθός/υπεύθυνος ~ίου. Ιατρικά/πανεπιστημιακά/σχολικά ~α. Βλ. -τήριο. 2. μέρος κατάλληλο για την εκτέλεση χειρωνακτικών, τεχνικών εργασιών, που λειτουργεί συνήθ. και ως σημείο πώλησης των παραγόμενων προϊόντων: ηλεκτρολογικό/οδοντοτεχνικό ~. ~ αγγειοπλαστικής/αργυροχρυσοχοΐας/γλυπτικής/επίπλων/ζαχαροπλαστικής/ζωγραφικής (= ατελιέ, στούντιο)/κεραμικής/χειροτεχνίας. 3. εκπαιδευτικό κέντρο για την εκμάθηση και πρακτική εξάσκηση σε ένα αντικείμενο: βιωματικό/θεατρικό/πειραματικό ~. ~ δημοσιογραφίας/ελευθέρων σπουδών/σκηνοθεσίας/σχεδίου/υποκριτικής/φωτογραφίας/χορού. || ~α για παιδιά (: παιδικά ~α). 4. (συνεκδ.) μάθημα πρακτικών ασκήσεων και επιστημονικών εφαρμογών σε Σχολή: βιωματικό/υποχρεωτικό ~. Συμπληρωματικά ~α (: για αναπλήρωση χαμένων ωρών ή για ενίσχυση της διδασκαλίας). Παραδόσεις και ~α. Πέρασα το ~. 5. Επιστημονική συνάντηση συνήθ. κατά τη διάρκεια συνεδρίου για την παρουσίαση, συζήτηση ή και πρακτική εξάσκηση σε συγκεκριμένο θέμα, συνάντηση εργασίας. || (κυρ. ως εκπαιδευτικό πρόγραμμα) Βιωματικά ~α (προβληματισμού και ευαισθητοποίησης). Βλ. βιωματική μάθηση. ● ΣΥΜΠΛ.: εικονικό εργαστήριο: ΠΛΗΡΟΦ. λογισμικό το οποίο παρέχει τη δυνατότητα προσομοίωσης και γραφικής αναπαράστασης των αποτελεσμάτων διαφόρων φαινομένων, επίλυσης εργαστηριακών ασκήσεων καθώς και σχεδίασης υπολογιστικών συστημάτων: ~ ~ Μαθηματικών/Φυσικής., εργαστήριο αναφοράς: που χρησιμεύει ως κέντρο πραγματογνωμοσύνης και εξασφαλίζει την τυποποίηση διαγνωστικών τεχνικών που σχετίζονται με συγκεκριμένο τομέα ειδίκευσης: ~ ~ και ποιοτικού ελέγχου. Kοινοτικά ~α ~ για την ασφάλεια τροφίμων και ζωοτροφών. [< αρχ. ἐργαστήριον ‘εργοτάξιο, κατάστημα, πορνείο’, γαλλ. laboratoire, αγγλ. laboratory, workshop]
κάλυψη κά-λυ-ψη ουσ. (θηλ.) 1. σκέπασμα επιφάνειας με ένα υλικό· συνεκδ. κάλυμμα: ~ των δαπέδων με ξύλο/της στέγης με κεραμίδια (= επένδυση, στρώσιμο). ~ του χειμάρρου (βλ. αντιπλημμυρικά έργα). Βλ. εδαφο~, επι~, νεφο~, παγο~, φυτο~, χιονο~.|| ~ του κεφαλιού (βλ. κάλυμμα της κεφαλής)/του σώματος. ~ του τραύματος με γάζα. Βλ. περι~.|| Γυάλινη/μεταλλική/προστατευτική ~. 2. (μτφ.) προστασία, εξασφάλιση, στήριξη: (ασφαλιστικές ~ύψεις:) ~ απώλειας/ασθένειας/ατυχήματος/ζημίας/θανάτου/κλοπής/πυρός/σεισμού (βλ. αποζημίωση). Παρέχεται/προσφέρεται (πλήρης/ολοκληρωμένη) ιατροφαρμακευτική/νομική/οδική (βλ. οδική βοήθεια) ~.|| Υγειονομική ~ επαγγελματικών χώρων (: απεντόμωση, απολύμανση, μυοκτονία)/των κατοίκων (του νησιού). Στρατιωτική ~ (βλ. προ~). Πβ. προφύλαξη.|| Ανάγκη του παιδιού για συναισθηματική ~.|| Πράξεις βίας υπό την ~ του καθεστώτος. Είχε την πλήρη ~ του Διευθυντή (ΑΝΤ. άδειασμα). Βλ. αλληλο~.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ επιταγών (βλ. ακάλυπτη επιταγή). 3. (μτφ.) εκπλήρωση, ικανοποίηση: ~ των αιτημάτων/της ζήτησης/των όρων/των προϋποθέσεων/των τεκμηρίων/της υποχρέωσης. Επιτεύχθηκε η ~ του στόχου. Βλ. υπερ~.|| Οικονομική ~ έργου (: χρηματοδότηση)/σπουδών (: υποτροφία). Μερική/ολική ~ των δαπανών. Δάνειο για την ~ διαφόρων αναγκών. 4. (μτφ.) διάνυση: ~ της απόστασης σε ... ώρες. 5. (μτφ.) εξέταση, πραγμάτευση· (ειδικότ., στα ΜΜΕ) παρουσίαση, μετάδοση: βιβλιογραφική/εκτενής/επαρκής/ευρεία/λεπτομερής/σφαιρική/σωστή ~ του θέματος (πβ. μελέτη).|| Δημοσιογραφική/ειδησεογραφική/ραδιοφωνική/τηλεοπτική ~ της δίκης. Απευθείας/ζωντανή ~ του αγώνα. Αντικειμενική ~ της προεκλογικής εκστρατείας/του ρεπορτάζ. Η ~ της υπόθεσης από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα.|| Κανάλι με διεθνή/πανελλήνια/τοπική ~ (= εμβέλεια).|| Μουσικές και ηχητικές ~ύψεις εκδηλώσεων. 6. (μτφ.) αναπλήρωση, συμπλήρωση: ~ του ελλείμματος/των ελλείψεων/του κενού (σε έναν τομέα).|| ~ του ωραρίου (: από τους εργαζόμενους). 7. (μτφ.) αποσιώπηση, συγκάλυψη: ~ των ατασθαλιών/του εγκλήματος. Βλ. ανα~. ΣΥΝ. απόκρυψη (1), θάψιμο (3), κουκούλωμα (1) ΑΝΤ. αποκάλυψη (1) 8. ολοκλήρωση: ~ της διδακτέας ύλης. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική κάλυψη: ΣΤΡΑΤ. προστασία από αέρος με μαχητικά αεροσκάφη. [< αγγλ. air cover] , κάλυψη του οικοπέδου: η επιφάνεια που περιβάλλεται από τις προβολές των περιγραμμάτων όλων των κτιρίων του οικοπέδου πάνω σε οριζόντιο επίπεδο. Βλ. συντελεστής δόμησης. ● ΦΡ.: κάλυψη και απόκρυψη: ΣΤΡΑΤ. τακτική για την αποφυγή εντοπισμού από τον αντίπαλο: Η ιδανική βολή είναι υπό ~ ~ προς την πλευρά του εχθρού.|| (μτφ.) Χρησιμοποιεί άριστα την τεχνική της ~ης και ~ης., υπό κάλυψη: ΓΕΩΠ. για προϊόντα που καλλιεργούνται σε θερμοκήπια: κηπευτικά ~ ~. ~ ~ και υπαίθρια καλλιέργεια. [< γαλλ. sous-abri] [< 1: μτγν. κάλυψις, αγγλ. coverage]
κόλλα κόλ-λα ουσ. (θηλ.) 1. ουσία, ρευστής ή στερεής μορφής, κατάλληλη για συγκολλήσεις· συνεκδ. η συσκευασία της: αδιάβροχη/ακρυλική/βιομηχανική/διαφανής/εποξειδική/εύκαμπτη/ζωική/ισχυρή/θερμοπλαστική (βλ. θερμόκολλα)/ξηρή/παχύρρευστη/ρητινούχα/συνθετική/φυτική ~. ~ σε διάλυμα/σκόνη/σπρέι/στικ. ~ σιλικόνης. ~ για γυαλιά/μέταλλα/ξύλα (= ξυλόκολλα)/πλαστικά/υφάσματα/χαρτί. Ελαστική ~ πλακιδίων. ~ στιγμής (: που κολλά πολύ γρήγορα· κυανοακρυλική ~). ~ γενικής χρήσης/στεγανοποίησης. ~ από καουτσούκ. ~ και ψαλίδι (: στη χειροτεχνία). ~ες επαφής (= βενζινόκολλες). Πιστόλι/σταγόνες/σωληνάριο ~ας. Μηχανή βιβλιοδεσίας με θερμή ~. Απλώνω/εφαρμόζω την ~. Κόλλησα τα σπασμένα κομμάτια με ~. Αφήστε να στεγνώσει η ~. Πβ. κόλληση, κολλητικό. Βλ. -κολλα. 2. φύλλο χαρτιού: Πάρτε μια ~ και γράψτε το ονοματεπώνυμό σας. 3. ειδικό υγρό για κολλάρισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: κόλλα αναφοράς: δύο φύλλα χαρτιού μεγέθους Α4 με γραμμές, ενωμένα στη μια τους πλευρά σε σχήμα τετραδίου, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρ. σε εξετάσεις ή για υποβολή αιτήσεων: Όλες οι ερωτήσεις να απαντηθούν σε ~ ~., λευκή κόλλα: άγραφη: Δώσε μου μια ~ ~.|| (σε εξετάσεις) Έδωσε ~ ~ (: δεν απάντησε σε κανένα θέμα). [< γαλλ. feuille blanche] ● ΦΡ.: τυλίγω (κάποιον) σε μια κόλλα χαρτί βλ. τυλίγω [< 1: αρχ. κόλλα 2: μεσν. ~]
μαγνητοσκόπηση μα-γνη-το-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.): εγγραφή εικόνας και ήχου σε μαγνητοταινία και συνεκδ. το εγγεγραμμένο υλικό: Κάνω ~ (= μαγνητοσκοπώ). Απαγορεύεται η ~ της δίκης/της παράστασης.|| Η εκδήλωση/η τελετή θα μεταδοθεί από το κανάλι σε ~ (ΣΥΝ. μαγνητοσκοπημένη. ΑΝΤ. απευθείας/ζωντανά). Βλ. βιντεοσκόπηση, μαγνητοφώνηση, -σκόπηση.
μαγνητοσκοπώ [μαγνητοσκοπῶ] μα-γνη-το-σκο-πώ ρ. (μτβ.) {μαγνητοσκοπ-είς ... | μαγνητοσκόπ-ησα, -ήσω | -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: κάνω μαγνητοσκόπηση: Ο εικονολήπτης ~ησε τη σκηνή της έκρηξης. Η συναυλία ~ήθηκε και προβλήθηκε στην τηλεόραση. Ο αγώνας μεταδόθηκε ~ημένος (= σε μαγνητοσκόπηση). Βλ. βιντεοσκοπώ, μαγνητοφωνώ, -σκοπώ. [< γαλλ. magnétoscoper, 1969]
ομάδα [ὁμάδα] ο-μά-δα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ος} 1. σύνολο προσώπων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά ή/και ενδιαφέροντα και ειδικότ. που δραστηριοποιούνται από κοινού σε κάποιο τομέα, ακολουθώντας συνήθ. αρχές και κανόνες για την επίτευξη ενός στόχου: ανοικτή/βασική/εξειδικευμένη/ευέλικτη/κλειστή/μεγάλη/μικρή/ολιγομελής/πολυμελής ~. Ανεξάρτητη/εθελοντική/επαγγελματική/ερασιτεχνική/ηγετική/μη κερδοσκοπική ~. Διασωστική/ερευνητική/θεατρική/θρησκευτική/ιατρική/καλλιτεχνική/νομική/οικολογική/περιβαλλοντική/πολιτι(στι)κή/συγγραφική/συμβουλευτική/τεχνική ~. ~ ατόμων/επιστημόνων/(συν)εργατών. ~ ακτιβιστών/διαδηλωτών. ~ τουριστών/χρηστών. ~ ανάγνωσης (βλ. λέσχη)/ανάπτυξης/αξιολόγησης/διαχείρισης/επικοινωνίας/κρούσης (του κόμματος)/μελέτης/προώθησης/(υπο)στήριξης/σύνταξης/συντονισμού/υλοποίησης. Πυρήνας/συγκρότηση ~ας. ~ διοίκησης έργου. Φοιτητική ~ εθελοντικής αιμοδοσίας. Πειραματική ~ χορού. Ταξινόμηση πληθυσμού κατά ηλικιακές ~ες. Επιμέρους ~ες (= υποομάδες). Πβ. όμιλος. Βλ. ένωση, οργάνωση.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ μάχης (: μικρή μονάδα του Πεζικού).|| ~ κακοποιών (πβ. σπείρα, συμμορία).|| (στον μηχανοκίνητο αθλητισμό) Οδηγός της εργοστασιακής ~ας. Πβ. τιμ. ΣΥΝ. γκρουπ 2. ΑΘΛ. συγκεκριμένος αριθμός αθλητών που ανήκουν σε αθλητικό σύλλογο, συμμετέχουν σε ομαδικό άθλημα και φέρουν διακριτικά ή φορούν την ίδια στολή: αγωνιστική/αθλητική/αντίπαλη/εθνική/ελληνική/ξένη/ποδοσφαιρική/σχολική/τοπική/φορμαρισμένη ~. ~ ανδρών/γυναικών/εφήβων. Μικτή ~ παίδων. ~ βόλεϊ/μπάσκετ. Οπαδός/παίκτης/παράγοντας/προπονητής/φίλαθλος της ~ας. Κατάταξη ~ων. Η ~ θα συμμετάσχει στους παγκόσμιους αγώνες ... Ο ύμνος της ~ας.|| (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) Τι ~ είσαι; Βλ. -άδα. 3. ομοειδή πράγματα ή στοιχεία που νοούνται ως ενιαία οντότητα: ~ γλωσσών (βλ. ομογλωσσία)/προϊόντων/φαρμάκων. ~ επιχειρήσεων (= όμιλος)/εφαρμογών/υπηρεσιών. Πβ. κατηγορία, οικογένεια.|| (ΜΑΘ.) Θεωρία ~ων.|| (ΑΝΑΤ.) Οι μυϊκές ~ες του κορμού/των ποδιών. 4. ΧΗΜ. χημικά στοιχεία που εμφανίζουν ομοιότητες στις φυσικές ή/και χημικές ιδιότητές τους και κατατάσσονται σε κοινή στήλη στον περιοδικό πίνακα. ● Υποκ.: ομαδίτσα (η), ομαδούλα (η) ● Μεγεθ.: ομαδάρα (η): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: άτυπη ομάδα: που συγκροτείται χωρίς κάποιον κανόνα ή τύπο, στο πλαίσιο της ανάπτυξης δραστηριοτήτων των μελών μιας κοινωνίας: ~ ~ νέων., κοινωνική ομάδα: που χαρακτηρίζεται από αλληλεξάρτηση, κοινά χαρακτηριστικά και συλλογική δράση των μελών της: ευαίσθητες/ευάλωτες/ευπαθείς/κλειστές ~ές ~ες. Ένταξη σε ~ ~., ομάδα αναφοράς ΨΥΧΟΛ.-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.: στην οποία ανήκει ή θα ήθελε να ανήκει ένα πρόσωπο και τη χρησιμοποιεί ως πρότυπο για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς και των σχέσεών του. [< αγγλ. reference group, 1942] , ομάδα ΔΙ.ΑΣ.: Ομάδα Δίκυκλης Αστυνόμευσης της ΕΛ.ΑΣ., ομάδα δράσης: κάθε ομάδα προσώπων που συστήνεται, για να επιτελέσει συγκεκριμένο σκοπό σε δεδομένο χρονικό διάστημα: εθελοντική ~ ~. ~ ~ για την παροχή τεχνικής βοήθειας. [< αμερικ. task force, 1941] , ομάδα ελέγχου: ομάδα υποκειμένων πειράματος που δεν δοκιμάζονται κατά τη διάρκειά του, αλλά αποτελούν μέτρο σύγκρισης για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων του. [< αγγλ. audit team, control group] , ομάδα εργασίας: ομάδα προσώπων που συνεργάζονται πάνω στο ίδιο αντικείμενο για την επίτευξη ενός στόχου: εθνική/επιστημονική/ευρωπαϊκή ~ ~. ~ες ~ μαθητών. [< αγγλ. working group, task force, 1941] , ομάδα συζήτησης: ΔΙΑΔΙΚΤ. φόρουμ. [< αγγλ. discussion group, 1921] , Ομάδα των Επτά/Οκτώ: ομάδα των επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών του κόσμου (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ., Ιαπωνία, Ιταλία, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο), που συγκροτήθηκε για την άσκηση κυρ. διεθνούς οικονομικής πολιτικής και με την προσθήκη της Ρωσίας έγινε η Ομάδα των Οκτώ. [< αγγλ. Group of Seven (G7), 1977/ Group of Eight (G8), 1994] , ομάδες υψηλού κινδύνου: κατηγορίες προσώπων σε μια κοινότητα που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τον υπόλοιπο πληθυσμό να προσβληθούν από ασθένεια: ~ ~ για επιπλοκές γρίπης. [< αγγλ. high-risk groups] , χαρακτηριστική ομάδα: ΧΗΜ. υποκαταστάτης ατόμων υδρογόνου σε οργανική ένωση που προσδιορίζει τις ιδιότητες και τη χημική συμπεριφορά της. Βλ. καρβοξύλιο. [< αγγλ. functional group, 1906] , αμινική ομάδα βλ. αμινικός, δυναμική της ομάδας βλ. δυναμική, Εθνική (Ομάδα) βλ. εθνικός, ευπαθείς/ευαίσθητες/ευάλωτες (κοινωνικά) ομάδες βλ. ευαίσθητος, ομάδα αίματος βλ. αίμα, ομάδα Ζήτα βλ. ζήτα, ομάδα του ευρώ βλ. ευρώ, ομάδα-στόχος βλ. στόχος, οργανωμένα συμφέροντα βλ. οργανωμένος, τρομοκρατική οργάνωση/ομάδα βλ. τρομοκρατικός ● ΦΡ.: ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει: δεν υπάρχει λόγος αλλαγής, όταν ένα σύνολο ανθρώπων πετυχαίνει τον στόχο του: (ΑΘΛ., για ομάδα με συνεχή καλά αποτελέσματα) Ο προπονητής πιστεύει ότι ~ ~ .|| Αλλαγή γραφείων και όχι προσώπων, αφού ~ ~., πετάει η ομάδα (προφ.-μτφ.): τα μέλη της είναι σε φόρμα και σημειώνουν υψηλές επιδόσεις. [< μεσν. ομάδα < μτγν. ὁμάς, γαλλ. groupe, équipe, αγγλ. group, team]
πλαίσιο πλαί-σι-ο ουσ. (ουδ.) {πλαισί-ου} 1. (μτφ.) νοητά όρια μέσα στα οποία εκδηλώνεται κάτι: δημοσιονομικό/διεκδικητικό/εργασιακό/κανονιστικό/ρυθμιστικό/χρονικό ~. Το θεωρητικό ~ ενός μαθήματος (πβ. υπόβαθρο). Το (βασικό) ~ λειτουργίας ενός προγράμματος. Προτάσεις ανάπτυξης σε περιφερειακό/τοπικό ~. Καθορίζεται/προτείνεται ένα νέο ~ ανάλυσης/αναφοράς/αρχών/δράσης. Κινούνται μέσα σε (ένα) ασφυκτικό ~/αυστηρά ~α. Έργο που εντάσσεται στο γενικό/ευρύτερο ~ συνεργασίας των δύο φορέων. Δεν περιορίζεται σε στενά ~α.|| Βιβλίο/συγγραφέας που εξετάζει/παρουσιάζει/συνθέτει το διεθνές/ιστορικό/οικονομικό/πνευματικό/πολιτικό/πολιτιστικό ~ της εποχής. Πβ. συνθήκες.|| Το παιδί μέσα στο οικογενειακό/σχολικό ~. Πβ. περιβάλλον. 2. καθετί, συνήθ. κατασκευή, που περιβάλλει και εσωκλείει κάτι: ορθογώνιο/τετράγωνο ~. Ανοξείδωτο/μεταλλικό/ξύλινο ~. Διακοσμητικό ~. Το ~ του καθρέφτη/της οθόνης (: του Η/Υ ή της τηλεόρασης)/του παραθύρου/της πόρτας (= κάσα). Φωτογραφία με/χωρίς ~ (= κορνίζα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΥΠΟΓΡ.) Μαύρο ~ γύρω από την εικόνα. Κείμενο μέσα σε ~/(λόγ.) εντός ~ου. 3. σκελετός (κατασκευής): το ~ του αυτοκινήτου (= σασί)/της μοτοσικλέτας/του ποδηλάτου.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~α δαπέδων/οροφών. 4. ΠΛΗΡΟΦ. {συνήθ. στον πληθ.} αρχείο HTML το οποίο ενεργεί ως δομή μιας σύνθετης ιστοσελίδας που είναι χωρισμένη οριζόντια ή κατακόρυφα σε πολλά επιμέρους τμήματα, ανεξάρτητα μεταξύ τους. ● Υποκ.: πλαισιάκι (το): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ακρ. ΕΣΠΑ): ΠΟΛΙΤ. έγγραφο αναφοράς για τον προγραμματισμό των Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε εθνικό επίπεδο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: ~ ~ 2007-2013. [< αγγλ. National Strategic Reference Framework (NSRF)] , Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες): έγγραφο της αρμόδιας για θέματα παιδείας Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο περιγράφονται οι γνώσεις και δεξιότητες που πρέπει να αναπτύξουν οι μαθητές, ώστε να χρησιμοποιούν μια ξένη γλώσσα, για να επικοινωνούν, και ορίζονται τα επίπεδα γλωσσομάθειας. [< αγγλ. Common European Framework of Reference (for languages)] , πλαίσιο/παράθυρο διαλόγου: ΠΛΗΡΟΦ. που εμφανίζεται συνήθ. αυτόματα στην οθόνη του υπολογιστή, παρέχοντας στον χρήστη πληροφορίες για τη λειτουργία ενός προγράμματος ή ζητώντας την εισαγωγή δεδομένων. [< αγγλ. dialogue box, 1984] , αριθμός πλαισίου βλ. αριθμός, Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης βλ. κοινοτικός, νόμος-πλαίσιο βλ. νόμος, Πρόγραμμα Πλαίσιο βλ. πρόγραμμα, σύμβαση(-)πλαίσιο βλ. σύμβαση, φωτοβολταϊκό πάνελ βλ. φωτοβολταϊκός ● ΦΡ.: (μέσα) στα/έξω από τα πλαίσια/το πλαίσιο & (λόγ.) εντός/εκτός του πλαισίου/των πλαισίων: σύμφωνα με/αντίθετα προς: Αρμοδιότητα που βρίσκεται/εντάσσεται μέσα στα δημοκρατικά πλαίσια των καθηκόντων του.|| Δρουν εκτός/εντός θεσμικού/νομικού/νομοθετικού ~ου (= παράνομα/νόμιμα)., σε γενικά πλαίσια: σε γενικές γραμμές., σε λογικά πλαίσια: για κάτι που δεν είναι υπερβολικό: Τιμές που κυμαίνονται ~ ~., στο πλαίσιο (+ γεν.) & μέσα στο πλαίσιο & στα πλαίσια & μέσα στα πλαίσια: επ' ευκαιρία, με αφορμή, κατά τη διάρκεια: συνέντευξη Τύπου ~ ~ της διάσκεψης κορυφής. Εκδηλώσεις ~ ~ του εορτασμού της 25ης Μαρτίου. [< αγγλ. (with)in the framework of, γαλλ. dans le cadre de] , κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός [< 1,2: αρχ. πλαίσιον 3: γερμ. Rahmen 4: αγγλ. frame]
-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.
τηλεδιάσκεψη τη-λε-δι-ά-σκε-ψη ουσ. (θηλ.): ΤΗΛΕΠ. σύσκεψη μεταξύ ατόμων ή ομάδων που βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, η οποία πραγματοποιείται με χρήση τηλεματικών μέσων: διαδραστική/ιατρική (βλ. τηλεϊατρική) ~. Διαδικτυακές/εκπαιδευτικές (βλ. τηλεκπαίδευση) ~έψεις. Αίθουσα/εφαρμογές/κάμερα/λογισμικό/πλατφόρμα/συσκευή/σύστημα/τεχνολογίες/υπηρεσίες ~ης. Σεμινάρια/συνομιλία μέσω ~ης. ΣΥΝ. εικονοδιάσκεψη, τηλεσυνδιάσκεψη, τηλεσυνεδρίαση [< αγγλ. teleconference, 1953, teleconferencing, 1963, γαλλ. téléconférence, 1974]
τοπικότητα το-πι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) η ιδιότητα του τοπικού. ΑΝΤ. οικουμενικότητα, παγκοσμιότητα 2. ΦΥΣ. η ιδιότητα σημείου να κατέχει μια θέση στον χώρο ή τον χρόνο. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: τοπικότητα της αναφοράς: ΠΛΗΡΟΦ. η ιδιότητα των προγραμμάτων να κάνουν χρήση των ίδιων ή παρόμοιων δεδομένων και εντολών που χρησιμοποίησαν πρόσφατα. [< αγγλ. locality of reference] [< γαλλ. localité] ΤΟΠΙΚΟΤΗΤΑ
υπόθαλψη [ὑπόθαλψη] υ-πό-θαλ-ψη ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποθάλπω: (ΝΟΜ.) ένοχος για ~ εγκληματία.|| ~ της βίας/τρομοκρατίας. Πβ. υποδαύλιση.
ψευδαίσθηση ψευ-δαί-σθη-ση ουσ. (θηλ.) 1. αντίληψη, εντύπωση που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, που είναι λανθασμένη: συλλογική ~ (πβ. φούσκα). Η ~ της εξουσίας/του πλούτου (βλ. επίφαση). Ο κόσμος των ~ήσεων. Η κατάρρευση/το τέλος των ~ήσεων. Δημιουργείται/καλλιεργείται η ~ ότι ... Ζει με την ~ ότι είναι κάποιος σπουδαίος. Δίνει/συντηρεί την ~ της ασφάλειας. Μην έχεις/τρέφεις ~ήσεις (= αυταπάτες· βλ. χτίζει στον αέρα)! Πβ. φρεναπάτη, χίμαιρα. 2. ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. ψευδής αισθητηριακή αντίληψη που δημιουργείται χωρίς να έχει προηγηθεί πραγματικό εξωτερικό ερέθισμα: ακουστική/οπτική (= οφθαλμαπάτη· βλ. οπτασία, όραμα) ~. Υπναγωγικές ~ήσεις. Πβ. παραίσθηση. Βλ. ντεζαβού, ονειρισμός, σχιζοφρένεια, τρομώδες παραλήρημα, ψευδαισθησιογόνα, ψυχεδέλεια.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Η ~ της κίνησης (βλ. κινούμενα σχέδια, μαύρο θέατρο, οπ αρτ). [< γαλλ. hallucination]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ