άγκυρα [ἄγκυρα] ά-γκυ-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΝΑΥΤ. βαρύ μεταλλικό όργανο με ένα κεντρικό στέλεχος (άτρακτος) και δύο κυρτούς βραχίονες, που προσαρμόζεται στην άκρη αλυσίδας ή συρματόσχοινου, αφήνεται να πέσει στο νερό, γαντζώνεται στον βυθό και χρησιμοποιείται για να κρατά το σκάφος στην ίδια περίπου θέση: ~ πλώρης/πρύμνης. ~ με καδένα/σχοινί. Βαρούλκο ~ας. Τραβάμε τις ~ες.|| (ειδικότ.) Πλωτή ~ (: για να μην παρασυρθεί το σκάφος από ρεύματα, π.χ. όταν ψαρεύει κάποιος). Βλ. δέστρα. 2. (μτφ.) καθετί που παρέχει σταθερότητα, λειτουργεί ως στήριγμα: ~ ασφάλειας/ελπίδας/σταθερότητας/σωτηρίας. Πβ. καταφύγιο. 3. ΠΛΗΡΟΦ. σημείο υπερκειμένου που αποτελεί την πηγή ή τον προορισμό ενός υπερσυνδέσμου. Βλ. λινκ. ● ΦΡ.: βίρα τις άγκυρες!: (ναυτικό παράγγελμα) σηκώστε τις άγκυρες: ~ ~ και όρτσα τα πανιά/και πρόσω ολοταχώς., ρίχνω άγκυρα 1. αγκυροβολώ, αράζω: Το πλοίο έριξε ~ στα ανοιχτά/στο λιμάνι. 2. (μτφ.) παραμένω κάπου για μεγάλο χρονικό διάστημα: Ο παίκτης έριξε ~ στην ομάδα, ανανεώνοντας το συμβόλαιό του., σηκώνω (την) άγκυρα 1. (για πλοίο) αποπλέω: Λύνουμε κάβους, ~ουμε ~ και σαλπάρουμε. 2. (μτφ.) (για πρόσ.) φεύγω, αναχωρώ. [< 1,2: αρχ. ἄγκυρα, γαλλ. ancre 3: αγγλ. anchor, 1988]
αρβύλα & άρβυλο [ἀρβύλα] αρ-βύ-λα ουσ. (θηλ. + ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: παπούτσι με κορδόνια και ύψος ως τη μέση περ. της κνήμης, που κατασκευάζεται από χοντρό δέρμα: ορειβατικές/στρατιωτικές ~ες (πβ. μπότες). (ΣΤΡΑΤ.) Ελεύθερος ~ών (: όταν αδυνατεί για ιατρικούς λόγους να φορέσει αρβύλες).|| (ουδ.) Αδιάβροχα/ελαφριά/εύκαμπτα/τρακτερωτά ~α. ~α κυνηγιού/πεζοπορίας. Βλ. γαλότσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ράδιο-αρβύλα βλ. ράδιο1 [< αρχ. ἀρβύλη]
αρπάγη [ἁρπάγη] αρ-πά-γη ουσ. (θηλ.): ΜΗΧΑΝ. μεταλλικό όργανο εκσκαφέα ή γερανού, με τη μορφή σιαγόνας ή γάντζου, για την περισυλλογή και μεταφορά υλικών: ρομποτική/υδραυλική ~. ~ες ανύψωσης. Βλ. μέγγενη, τσιγκέλι.|| (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.) Η ~ του Νόμου (= δαγκάνα, τσιμπίδα). [< μτγν. ἁρπάγη]
γκρόβερ γκρό-βερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. μεταλλικός δακτύλιος για τη σταθεροποίηση του παξιμαδιού, ώστε να μη χαλαρώνει. Βλ. βίδα, ροδέλα. [< αγγλ. gro(o)ver]
-έτα: κατάληξη για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: βεντ~/βιολ~/ετικ~/ζακ~/κασ~/κλακ~/κοκ~/κοτολ~/κροκ~/μακ~/μαριον~/μοτοσικλ~/μπαγκ~/ομελ~/οπερ~/παλ~/πλακ~/ρακ~/ροζ~/ρουκ~/ρουλ~/σιλου~/τουαλ~/τριπλ~/τρομπ~/φουρκ~.
καντάδα κα-ντά-δα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. (κυρ. παλαιότ.) τραγούδι συνήθ. ερωτικού περιεχομένου, που τραγουδιόταν τα βράδια στους δρόμους με συνοδεία μικρής χορωδίας και εγχόρδων: αθηναϊκές/επτανησιακές ~ες (πβ. μαντολινάτα). Της έκανε ~ κάτω από το μπαλκόνι. Πβ. σερενάτα. [< βεν. cantada]
λαζάνια λα-ζά-νια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. λαζάνι}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. επίπεδα μακρόστενα ζυμαρικά, σαν λωρίδες: πράσινα ~ στο φούρνο με κιμά/λαχανικά. ~ στον φούρνο. Βλ. ταλιατέλες, φουζίλι. [< μεσν. λαζάνια < ιταλ. lasagna < λατ. *lasania, lasanum < αρχ. λάσανον ‘τρίποδας που υποβαστάζει μια χύτρα’]
μιμόζα μι-μό-ζα ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. αγκαθωτό δέντρο ή θάμνος των τροπικών χωρών (γένος Mimosa) ή κοινή ονομασία φυτών που είναι συγγενικά προς την ακακία και καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά· συνεκδ. το άνθος τους: ~ η αισχυντηλή (= το μη μου άπτου, βλ. άπτεται). || ΜΑΓΕΙΡ. αβγά ~ (: γεμιστά, κομμένα στη μέση). [< ιταλ.-γαλλ. mimosa – γαλλ. œuf mimosa, 1911]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ