Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 234 εγγραφές  [0-20]


  • -θήλυκο (υβριστ.): β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως μειωτικοί χαρακτηρισμοί γυναίκας: βρομο~/παλιο~ (ΣΥΝ. -γύναικο). Βλ. -παιδο. ΘΗΛΥΚΟ
  • -μουτρο (μειωτ.): β΄συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρονται σε κάποιον με βάση μια κακή ιδιότητα του χαρακτήρα του: προστυχό~/φασιστό~ (= φασίστας)/χαρτό~ (= χαρτοπαίκτης)/ψευτό~.|| (υβριστ.) Βλακό~/παλιό~.
  • -παιδο (προφ.): β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρονται σε ιδιότητα παιδιού ή νεαρού ενηλίκου, κυρ. άνδρα: διαβολό~/τρελό~.|| (μειωτ.) Aλητό~/βουτυρό~ (= βουτυρομπεμπές)/βρομό~/(υβριστ.) κωλό~/παλιό~. Bλ. -γύναικο, -θήλυκο.|| Εργατό~/πλουσιό~/φτωχό~/χωριατό~. Λεβεντό~/νοικοκυρό~/ομορφό~.
  • αγελάδα [ἀγελάδα] α-γε-λά-δα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γελάδα 1. το θηλυκό του βοδιού μετά την πρώτη γέννα: άσπρη/γαλακτοφόρος/μαύρη/παχιά ~. (Νωπό/παστεριωμένο/φρέσκο) γάλα/κοπριά/μαστάρια ~ας. Το μικρό της ~ας (= το μοσχάρι). ~ες γαλακτοπαραγωγής/ελευθέρας βοσκής/κρεατοπαραγωγής. Αρμέγω/εκτρέφω ~ες. Οι ~ες βόσκουν/μηρυκάζουν/μουκανίζουν. Αρμεκτήρια ~ων. Πβ. δαμάλα.|| (ειρων.) Έχει το βλέμμα της ~ας (: πνευματικά νωθρό άτομο). Βλ. ταύρος. 2. (μτφ.-υβριστ.) για παχύσαρκη, άχαρη και δυσκίνητη γυναίκα. Πβ. χοντρός. ● Υποκ.: αγελαδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων & (προφ.) τρελές αγελάδες: ΚΤΗΝ. σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών. [< αγγλ. mad cow disease, 1988] , ιερή αγελάδα (μτφ.): πρόσωπο, θεσμός, ζήτημα που κανείς δεν τολμά να θίξει. [< αγγλ. sacred cow, 1910, γερμ. heilige Kuh] ● ΦΡ.: βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει (μτφ.): για κάποιον που απομυζά, εκμεταλλεύεται πρόσωπα ή καταστάσεις. ΣΥΝ. βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων (εσφαλμ. παχέων): περίοδος φτώχειας/ευμάρειας: Άρχισε/ήρθε/πέρασε/συνεχίζεται/τέλειωσε η ~ ~. Βλ. τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. [< μεσν. αγελάδα]
  • αδόξαστος [ἀδόξαστος] α-δό-ξα-στος ουσ. (αρσ.) {μόνο στην αιτ. εν.}: διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται, να εξυμνείται): (προφ.-υβριστ.) Τον ~ό σου (= τον διάολό σου)! Κυρ. στις ● ΦΡ.: μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία (προφ.): (κάποιος/κάτι) με βασάνισε, ταλαιπώρησε, εξουθένωσε: Μου έβγαλε τον ~/την πίστη, μέχρι να το φτιάξω. (απειλητ.) Θα τον στρώσω στη δουλειά και θα του αλλάξω τον ~! ΣΥΝ. μου άλλαξε τα φώτα, τραβώ τον αδόξαστο (σπάν.): βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι υπερβολικά. ΣΥΝ. τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου [< αρχ. ἀδόξαστος 'βέβαιος']
  • αιώνιος , α, ο [αἰώνιος] αι-ώ-νι-ος επίθ. {κ. λόγ. θηλ. αιωνία} 1. άχρονος, χωρίς αρχή και τέλος, που μένει ανέπαφος στο πέρασμα των αιώνων και δεν υπόκειται σε αλλαγές, που υπάρχει για πάντα: (ΘΕΟΛ.) ο ~ Θεός. Ο ~ κύκλος της ζωής και του θανάτου (: που διαρκεί εσαεί).|| ~α: αγάπη/ευγνωμοσύνη/νιότη. ~ες: αλήθειες. ~α: ιδανικά. ~α τιμή και δόξα στους νεκρούς του πολέμου. Το ~ο μήνυμα του ανθρωπισμού. Το ηλεκτρονικό κείμενο δεν υπόκειται στη φθορά, γίνεται σχεδόν ~ο (= άφθαρτο). Οι ~ες και σταθερές αρχές του Σύμπαντος. Οι ~ες αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Πβ. αέναος, αθάνατος, ακατάλυτος, διηνεκής, παντοτινός. ΑΝΤ. εφήμερος, πρόσκαιρος, προσωρινός 2. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) που δεν σταματά, υπάρχει ή γίνεται διαρκώς, που παραμένει συνεχώς στην ίδια θέση ή κατάσταση ή χαρακτηρίζεται σταθερά από μια ιδιότητα, μόνιμος, ίδιος: ~ος: φαύλος κύκλος (της βίας)/φόβος (του θανάτου). ~α: αγάπη (= παντοτινή)/(ειρων.) βλακεία/γκρίνια. ~ο: επιχείρημα/κλισέ. ~οι: εχθροί (= προαιώνιοι, βλ. ~οι αντίπαλοι). ~α: βάσανα (= ατέλειωτα)/παράπονα. Ο φθόνος, το ~ο (= χαρακτηριστικό, σταθερό) μειονέκτημά του. Η ~α κατάρα του διχασμού. (υβριστ.) Οι ~οι γλείφτες. (οικ.-ειρων.) ~ γυναικάς (= αδιόρθωτος)/πρωταθλητής (= διαδοχικός, επί πολλά συναπτά έτη). 3. που έχει διαχρονική αξία ή πλούσια ιστορία· κλασικός, ανυπέρβλητος: ~α: μελωδία/ντίβα. ~ο: μνημείο/τραγούδι. Οι ~ες αξίες της κλασικής εποχής. Πβ. αθάνατος, απαράμιλλος, ιδεώδης, τέλειος. ● Ουσ.: αιώνιο (το) (λόγ.): η έλλειψη αρχής και τέλους στον χρόνο: Οι έννοιες του Απόλυτου, του ~ου και του Άπειρου ταιριάζουν στον Θεό. ● επίρρ.: αιώνια & (λόγ.) αιωνίως ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνια επιστροφή: ΦΙΛΟΣ. επανάληψη γεγονότων κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Πβ. παλιγγενεσία. [< γαλλ. retour éternel] , αιώνιοι (αντίπαλοι): ΑΘΛ. (συνήθ. για αθλητικό σύλλογο, σπάν. για αθλητή) καθένας από τους δύο παραδοσιακούς-ιστορικούς (και κορυφαίους σε μια χώρα ή πόλη) διεκδικητές ενός τίτλου σε άθλημα: (ως ουσ.) Ακάθεκτοι οι ~ συνέχισαν την πορεία τους προς τον τίτλο., η αιώνια γυναίκα/το αιώνιο θηλυκό: που ασκεί έλξη και γοητεία στους άντρες (ανεξάρτητα από εποχές και πρότυπα). [< γαλλ. l' éternel féminin] , αιώνια ανάπαυση βλ. ανάπαυση, αιώνιο πρόβλημα βλ. πρόβλημα, αιώνιο πυρ βλ. πυρ, αιώνιο σκοτάδι βλ. σκοτάδι, αιώνιος έφηβος βλ. έφηβος, έφηβη, αιώνιος ύπνος βλ. ύπνος, αιώνιος φοιτητής βλ. φοιτητής, φοιτήτρια, ερωτικό τρίγωνο βλ. τρίγωνο, η αιώνια πόλη βλ. πόλη, η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή βλ. ζωή, το αιώνιο/μεγάλο/τελευταίο/στερνό/αγύριστο ταξίδι βλ. ταξίδι ● ΦΡ.: αιωνία σου/του/της η μνήμη (ευχετ.): (σε επικήδειο λόγο, άρθρο) μακάρι να είναι παντοτινή η ανάμνηση του εκλιπόντος. Πβ. Θεός σχωρέσ' τον/την!, εις τας αιωνίους μονάς/στις αιώνιες μονές βλ. μονή [< αρχ. αἰώνιος, γαλλ. éternel, perpétuel]
  • ακόμα & ακόμη [ἀκόμα] α-κό-μα επίρρ. 1. (χρονικό, δηλώνει ότι κάτι διαρκεί, εξακολουθεί να ισχύει) μέχρι τώρα, ως αυτή τη στιγμή: Δεν έφυγε/δεν ήρθε ~. Κοιμάται ~. Είναι ~ στην ίδια δουλειά. Η τιμή δεν έχει ~ γνωστοποιηθεί. Την αγαπάει ~. Προλάβετε, όσο είναι ~ καιρός (: πριν να είναι αργά). Το ερώτημα είναι παλιό, αλλά ~ επίκαιρο.|| (σε αρνητική απάντηση) -Έφαγες; -Όχι ~.|| (στην αρχή ερώτησης για έμφαση ή για να δηλωθεί δυσαρέσκεια, ανυπομονησία ή προτροπή ανάλογα με τον επιτονισμό) ~ εκεί είσαι; ~ δεν έφυγες;|| (μαζί με άλλο χρονικό επίρρημα ή σύνδεσμο για έμφαση) Είναι ~ νωρίς για οριστικές αποφάσεις. ~ χθες (= μόλις χθες) διαπιστώθηκε ότι ... Προχθές ~ (= μέχρι προχθές) δήλωνε αμετανόητος. Από την προηγούμενη δεκαετία ~, είχε φανεί ότι ...|| (σε ελλειπτική ερώτηση, για να δηλωθεί εμφατικά αντίθεση) Όλοι τέλειωσαν, κι εσύ ~; (ενν. δεν τέλειωσες;) 2. (ποσοτικό ή επιτατικό) επιπλέον, περισσότερο, παραπάνω: Κάναμε ένα ~ λάθος. Έχετε δρόμο ~. Καταζητείται ένα ~ άτομο. Για μία ~ φορά. Αποδείχτηκε και κάτι ~ ... Σε πειράζει να περιμένουμε λίγο ~; Θα διαθέσω λίγα ~ χρήματα. Θα κάνω ~ λίγη υπομονή. Μπορείτε να χρησιμοποιείτε κάθε στοιχείο και ~ να αυτοσχεδιάζετε (πβ. εκτός αυτού, επιπλέον, επίσης, συν τοις άλλοις). Ύστερα από δέκα χρόνια, ~ παραμένει στο προσκήνιο.|| (για κάτι απίθανο, παράξενο που προκαλεί συνήθ. δυσφορία) Τι άλλο ~ (= πια) θα δουν τα μάτια μας/θα σκαρφιστεί;|| (+ επίθ. ή επίρρ. συγκριτικού βαθμού) ~ πιο αποφασιστικά/πιο γρήγορη/πιο έξυπνο/πιο κοντά/πιο μακριά/πιο πέρα. Καθίσταται ~ πιεστικότερη η αναγκαιότητα συνεχούς επιμόρφωσης. Αν τα καταφέρεις και τα δύο, ~ καλύτερα. ● ΦΡ.: (και/κι) ακόμη/ακόμα να ...: (και) δεν: Περασμένες δύο κι ακόμη να (= δεν έχει) κοιμηθεί. Ακόμη να φτάσει (: δεν έχει έρθει μέχρι τώρα)., ακόμη δεν ... και ... (εμφατ.): για κάτι που γίνεται γρήγορα, πρώιμα: ~ ~ ξεκινήσατε, και αρχίσατε την γκρίνια., ακόμη και/κ(α)ι ... ακόμη: για έμφαση, υπερβολή: Ερωτήματα που ακόμη και (οι ίδιοι) οι επιστήμονες δυσκολεύονται να απαντήσουν. Διατρέχουν κίνδυνο απαγωγής, ακόμη και δολοφονίας., ακόμη και/κι (+ αν/να/όταν) & κι αν ακόμη: για εναντίωση ή παραχώρηση, και στην περίπτωση που: ~ ~ αν η συμφωνία εφαρμοστεί πλήρως, δεν θα επιτευχθεί ειρήνη. ~ ~ να σας προκαλέσει, μην αντιδράσετε. Δεν πρόκειται να δεχτώ την πρότασή του, κι αν ~ με παρακαλέσει. Πβ. και ας., και ακόμα παραπέρα (εμφατ.): για μεγάλη έκταση ή απόσταση: Ο κάμπος απλωνόταν όπου έφτανε το μάτι ~ ~.|| (υβριστ.) Στο διάβολο/στα τσακίδια ~ ~!, και πού 'σαι ακόμα/ακόμη (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): για κατάσταση που δεν έχει φτάσει στα όριά της: ~ ~, το καλύτερο δεν σου το είπα. Όλα έχουν ακριβύνει, ~ ~ (: ακόμη δεν είδαμε τίποτα, θα ακολουθήσουν χειρότερα)!, κι ακόμα τρέχω (προφ.) 1. για βιαστική φυγή λόγω αποτυχίας ή ντροπής: Πήρε τους δρόμους ~ ~ει. 2. για προβλήματα, σκοτούρες: Έπαθα μεγάλη ζημιά ~ ~., ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... βλ. αβγό & αυγό, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, κι ακόμα κάθεσαι/και κάθεσαι ακόμα; βλ. κάθομαι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο [< μεσν. ακομή, ακόμα]
  • άκρη [ἄκρη] ά-κρη ουσ. (θηλ.) 1. τελικό σημείο, όριο, αρχή ή τέλος: Η μυτερή ~ του ακοντίου (πβ. αιχμή, κόψη). Η ~ του βέλους (= μύτη). Οι δύο ~ες της γέφυρας/της ζώνης/του καλωδίου/της κλωστής. Στην ~ του γκρεμού (= χείλος)/του (δια)δρόμου (= τέρμα)/της θάλασσας/του νησιού/του πεζοδρομίου/του τραπεζιού. Από τη μια ~μέχρι την/ως την άλλη. Θα τον ακολουθήσω ως την ~ της γης. Πβ. άκρο, απόληξη.|| Στην άλλη ~ του τηλεφώνου/της (τηλεφωνικής) γραμμής βρίσκεται ο ...|| Με τις ~ες των δαχτύλων. 2. γωνιά, απόμερο σημείο: Καθόταν αμίλητος στην ~. Σε μια ~ του δρόμου.|| (προφ.) ~ (= κάνε στην ~)! ~ να περάσω! 3. (σπάν.) μικρή έκταση: μια ~ γης. ● Υποκ.: ακρούλα & ακρίτσα (η) ● ΦΡ.: (δεν) βρίσκω άκρη: (δεν) μπορώ να οδηγηθώ στη λύση ενός προβλήματος, να βρω αυτό που θέλω: Ρωτάω δεξιά κι αριστερά και/μα δεν ~ ~. Πού να βρεις ~; Τελικά βρήκαμε (την) ~., άκρη-άκρη {επιρρ. χρ.}: εντελώς στην άκρη: ~ ~ στο κύμα/στο ποτάμι. Περπατώ/πηγαίνω ~ ~., απ' άκρη σ' άκρη & (λόγ.) απ' άκρου εις άκρον: από τη μια άκρη στην άλλη, παντού: Γνωρίζει την περιοχή ~ ~. Είχε οργώσει/διασχίσει/διατρέξει τη χώρα ~ ~. Η φήμη του απλώνεται ~ ~. ~ ~ της γης/της Ελλάδας/της επικράτειας/του πλανήτη., βάζω στην άκρη/στην μπάντα 1. & έχω στην άκρη/στην μπάντα: αποταμιεύω: ~ ~ χρήματα, για να πάρω ... Έχει καλό κομπόδεμα ~. 2. & αφήνω στην άκρη/μπάντα: παραμερίζω κάτι ή κάποιον: Έβαλε ~ τον εγωισμό του και του μίλησε., δεν βγάζω/δεν βγαίνει άκρη (προφ.): σε περιπτώσεις που αδυνατεί κάποιος να καταλάβει, να αντιληφθεί τι γίνεται: Δεν βγαίνει ~ με τη συνάντηση. Ξαναδιάβασα το κείμενο, αλλά δεν έβγαλα ~. Προσπαθώ να καταλάβω και δεν βγάζω ~ (= νόημα). ΣΥΝ. (δεν) βρίσκω άκρη, έχει άκρες (μτφ.-προφ.): έχει μέσον, βύσμα: Έχει γερές άκρες και γνωριμίες. Πβ. κονέ. ΣΥΝ. έχει (γερές) πλάτες, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι, κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα 1. & κάθομαι/στέκομαι/τραβώ/μπαίνω στην άκρη/στη μπάντα: παραμερίζω ή υποχωρώ υπέρ κάποιου άλλου: ~ ~ (= κάνω χώρο/τόπο) να περάσει κάποιος. (υβριστ.) Κάνε/τράβα ~, ρε χαμένε! Κάντε ~ να κατέβω. Κάτσε/στάσου ~ και μη μιλάς (= παράμερα, μην ανακατεύεσαι)! 2. (μτφ.) παραγκωνίζω, περιθωριοποιώ κάποιον: Αν δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους, τον κάνουν ~. ~ στην άκρη (= αφήνω κατά μέρος) τους συναισθηματισμούς και σκέφτομαι λογικά. Πβ. κάνω κάποιον/κάτι πέρα., μέσες άκρες & άκρες-μέσες: περίπου: Μου είπε ~ ~ όλη την ιστορία. Άκουσα ~ ~ την κουβέντα τους. ΣΥΝ. σε γενικές γραμμές ΑΝΤ. ακριβώς (1), αναλυτικά, λεπτομερώς, (πατώ/περπατώ) στις άκρες των δαχτύλων βλ. δάχτυλο, έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου βλ. γλώσσα, η άκρη του νήματος βλ. νήμα, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης βλ. κόσμος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< μεσν. άκρη, γαλλ. bout]
  • αλήτης [ἀλήτης] α-λή-της ουσ. (αρσ.) {αλητών | σπανιότ. θηλ. αλήτ-ισσα} (μειωτ.) 1. πρόσωπο με ανάγωγη, απρεπή, προκλητική ή/και επιθετική συμπεριφορά: ~, μηχανόβιος και τσαντάκιας. Αγύρτες/απατεώνες και ~ες. Βρίζει/μιλάει σαν ~. Με έδιωξε σαν τον χειρότερο ~η. Οι ~ες των γηπέδων/της εξέδρας (βλ. χούλιγκαν)/της νύχτας.|| (προφ.-υβριστ.) Άκου τι λέει ο ~! Φύγε από 'δώ, ρε ~η! Είναι μεγάλοι ~ες. Δεν ντρέπονται, οι ~ες! Πβ. κάθαρμα, καθίκι, λεχρίτης, παλιάνθρωπος, ρεμάλι, τομάρι, τσογλάνι, χαμένο κορμί. 2. αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία και σταθερά εισοδήματα, που περιφέρεται στους δρόμους και αγαπά την περιπέτεια· κατ' επέκτ. κάθε άτομο που ζει άστατα ή στο περιθώριο: περιπλανώμενοι ~ες.|| (ως επίθ., μτφ.-λογοτ.) ~ισσα: καρδιά/ψυχή. ● Υποκ.: αλητάκι (το) & αλητάκος (ο) 1. παιδί ή έφηβος που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους και έχει παραβατική συμπεριφορά: ~ της γειτονιάς/του δρόμου. Τα ~ια του γκέτο. ~ια που σπάνε βιτρίνες. Πβ. αλητάμπουρας, μορτάκι, χαμίνι. ΣΥΝ. αλάνι 2. (προφ.) ανυπάκουο, σκανταλιάρικο και άτακτο συνήθ. παιδί: Επ, τι κάνεις εδώ ~; Πού πας, βρε αλητάκο, κάτσε λίγο φρόνιμα!|| (χαϊδευτ., ως τρυφερή προσφών.) ~ μου! ● Μεγεθ.: αληταράς (ο) {αληταρ-άδες} (επιτατ.): Μου κατέστρεψαν το αμάξι οι ~άδες! (υβριστ.) Σε ποιον τα πουλάς αυτά, ρε ~ά; Βλ. ρέμπελος, ρεμπεσκές. ΣΥΝ. τσογλαναράς [< αρχ. ἀλήτης ‘περιπλανώμενος (για ζητιάνους)’, αγγλ.-γαλλ. vagabond]
  • αλλήθωρος [ἀλλήθωρος] αλ-λή-θω-ρος επίθ./ουσ.: που αλληθωρίζει: ~ο: βλέμμα. ~α: μάτια. (κατ' επέκτ.) Φορτηγά με ~α φώτα. Πβ. γκαβός.|| (μτφ.) Υποκριτές και ~οι (: που κάνουν πως δεν βλέπουν). ● επίρρ.: αλλήθωρα: (μτφ.) Eνεργούν κοντόθωρα και ~. ● ΦΡ.: το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) (υβριστ.): ως μομφή σε πρόσωπο που δεν ξέρει τι λέει. [< μεσν. αλλήθωρος - – παλαιότ. ορθογρ. αλλοίθωρος]
  • αλόγα [ἀλόγα] α-λό-γα ουσ. (θηλ.) (μειωτ.-υβριστ.): μεγαλόσωμη και συνήθ. άχαρη και άκομψη γυναίκα. Πβ. φοράδα.
  • ανάθεμα [ἀνάθεμα] α-νά-θε-μα ουσ. (ουδ.) {αναθέμ-ατος} 1. (επιφών.) ως έκφραση αγανάκτησης· κατάρα: ~ (σ') αυτόν που σ' έκανε (: καταραμένος να 'ναι)! ~ την τύχη μου! ~ στη φτώχεια μας! 2. κατάρα, αποκήρυξη· κατ' επέκτ. καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα: (μτφ.) Εισπράττει το ηθικό και πολιτικό ~. ΣΥΝ. αναθεματισμός (1) 3. ΕΚΚΛΗΣ. (κυρ. παλαιότ.) αφορισμός: άρση του ~ατος. ● ΦΡ.: ανάθεμα (με) (κι) αν: για επίταση της άρνησης: ~ ~ κατάλαβα τι μου λες!, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... (ως κατάρα): για να δηλωθεί ότι κάποιος μετάνιωσε πικρά για κάτι: ~ ~ που σε γνώρισα!, πανάθεμα/(π') ανάθεμα (+ αιτιατ. κυρ. αδύνατου τ. προσ. αντων.): για δήλωση δυσαρέσκειας, εκνευρισμού: ~ά με, όλο ανοησίες κάνω/~ά σας.|| (οικ.) Είναι και νοστιμούλης ~ ~ά τον (: χαριτολογία)!, ρίχνω σε κάποιον/κάτι το ανάθεμα/το(ν) λίθο του αναθέματος & την πέτρα του αναθέματος: επιρρίπτω ευθύνες σε κάποιον για κάτι κακό: Του ~ουν ~ για ό,τι στραβό συμβαίνει., στ' ανάθεμα (ως επιφών., λαϊκό-υβριστ.): για δήλωση εκνευρισμού, στο(ν) διάολο: Άι ~ ~! [< 1,2: μτγν. ἀνάθεμα]
  • αναθεματισμένος , η, ο [ἀναθεματισμένος] α-να-θε-μα-τι-σμέ-νος επίθ. (προφ.-υβριστ.): καταραμένος: Κοίτα τι μου έκανε ο ~!|| (για δήλωση εκνευρισμού) ~ος: καιρός. Κόλλησε πάλι, το ~ο (μηχάνημα)! Κόψ’ το το ~ο το τσιγάρο! Πβ. άτιμος, κερατένιος.
  • ανθρωπόμορφος , η, ο [ἀνθρωπόμορφος] αν-θρω-πό-μορ-φος επίθ.: που μοιάζει με άνθρωπο ή έχει τα χαρακτηριστικά του: ~ος: θεός. ~η: κατασκευή/φιγούρα. ~α: ειδώλια/ζώα/όντα. Βλ. ζωόμορφος, -μορφος. ΣΥΝ. ανθρωποειδής ● ΣΥΜΠΛ.: ανθρωπόμορφο τέρας/κτήνος (υβριστ.): άνθρωπος που προκαλεί απέχθεια εξαιτίας των εγκλημάτων που έχει διαπράξει. [< μτγν. ἀνθρωπόμορφος]
  • άντε [ἄντε] ά-ντε επιφών. (προφ.) & (συνήθ. ιδιωμ.) άιντε & (λαϊκό) άντες προς δήλωση 1. προτροπής, παρακίνησης, αποπομπής: ~ με το καλό! ~ ντε, μην κάθεστε! ~ ρε παιδιά! ~ στην ευχή του Θεού και της Παναγίας ~ και με τη νίκη! ~ και στα δικά σου/και στις χαρές σου! (σε γιορτή:) ~ και του χρόνου! (+ προστ.) ~ έλα/κουνήσου/ξύπνα/τελείωνε! ~ να πηγαίνουμε! (υβριστ.) ~ πνίξου/στα τσακίδια/(χάσου) από 'δω! Βλ. άι. 2. δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: ~ πάλι! ~ τώρα να βγάλεις άκρη! 3. παραχώρησης: ~, να σε βοηθήσω/(να) πάω (αν και βαριέμαι)! ~ να δούμε (τι θα γίνει)! Θα τελειώσει σε πέντε ~ δέκα το πολύ λεπτά. 4. έκπληξης, απορίας: ~, της είπε τέτοιο πράγμα (= μη μου λες! σοβαρά;); (ειρων.) ~, καλέ, δεν το ήξερα! ● ΦΡ.: άντε γεια (προφ.) 1. ως αποχαιρετισμός: Τα λέμε, ~ ~! Πβ. μάκια, μπάι, τσάο, φιλάκια. 2. (αργκό) πειρακτικά για κατάσταση χαμένη, που δεν διορθώνεται ή για (νεαρό συνήθ.) πρόσωπο που είναι στον κόσμο του: Καλά, μέχρι να ξαναπάρει μπρος η μηχανή, ~ ~!|| Δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, είναι (πολύ) ~ ~ (το άτομο)! Πβ. τζαζ, φευγάτος., δεν είμαι άντε άντε (προφ.): όποιος κι όποιος, τυχαίος: Έχω τελειώσει και ένα πανεπιστήμιο, ~ ~!|| Τι με πέρασες; Άντε, άντε;, άι/άντε στον κόρακα! βλ. κόρακας [< τουρκ. haydi]
  • απόβρασμα [ἀπόβρασμα] α-πό-βρα-σμα ουσ. (ουδ.) {αποβράσμ-ατος | -ατα} (υβριστ.): άνθρωπος του υποκόσμου, άθλιος, ελεεινός: ~ατα της κοινωνίας (πβ. απόβλητα). Πβ. αλήτης, κάθαρμα, καθίκι, κανάγιας, κατακάθι, παλιάνθρωπος, ρεμάλι, τομάρι, χαμένο κορμί. Βλ. υπόκοσμος. [< μτγν. ἀπόβρασμα ‘αυτό που πετιέται έξω’, γαλλ. écume]
  • αποκάλυψη [ἀποκάλυψη] α-πο-κά-λυ-ψη ουσ. (θηλ.) 1. φανέρωση, γνωστοποίηση κρυφών, μυστικών στοιχείων: απίστευτες/αποκλειστικές/δημόσιες/σοβαρές/συγκλονιστικές/συνταρακτικές ~ύψεις. ~ παραβάσεων/παράνομων δραστηριοτήτων/προσωπικών δεδομένων/των πτυχών μιας ιστορίας. ~ της αλήθειας/της απάτης/της ταυτότητας (ενός προσώπου)/του δολοφόνου/του περιεχομένου μιας συνομιλίας (πβ. δημοσιοποίηση, κοινοποίηση). Γαϊτανάκι/καταιγισμός/κύμα/μπαράζ/πλήθος/σωρεία/χιονοστιβάδα/χορός ~ύψεων. Αποτροπή/παρεμπόδιση των ~ύψεων. Στον απόηχο των ~ύψεων (για το σκάνδαλο). Έκανε/προέβη σε/προχώρησε σε ~ύψεις. ~-βόμβα/σοκ για ... Μετά τις πρόσφατες ~ύψεις ... Νέες ~ύψεις είδαν το/ήρθαν στο φως της δημοσιότητας. Σάλο προκάλεσε η ~ (της εφημερίδας) ότι .../για τη δράση του κυκλώματος. ΑΝΤ. απόκρυψη (1) 2. εμφάνιση, παρουσίαση: ~ των ερειπίων (αρχαίας πόλης)/του μνημείου. Βλ. ανακάλυψη.|| Τελετή ~ης προτομής (= αποκαλυπτήρια).|| (ΓΕΩΛ.) ~ κοιτάσματος/πετρώματος (στην επιφάνεια της Γης).|| (ΙΑΤΡ.) (Χειρουργική) ~ αγγείων/αρτηρίας/φλέβας. ~ της οδοντίνης/του πολφού. 3. (εμφατ., για κάτι εντυπωσιακό) ευχάριστη έκπληξη: η ~ της βραδιάς/της χρονιάς/του αιώνα! Ο νέος ηθοποιός είναι μεγάλη ~. 4. ΘΕΟΛ. η φανέρωση του θελήματος του Θεού στον άνθρωπο μέσα από ενορατικές εμπειρίες ή γεγονότα· ειδικότ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) ονομασία του τελευταίου βιβλίου της Καινής Διαθήκης που αποδίδεται στον Ευαγγελιστή Ιωάννη και έχει εσχατολογικό-προφητικό περιεχόμενο: θεία/θεϊκή ~. ~ του Αγίου Πνεύματος/του Κυρίου (πβ. επιφάνεια). Αλήθεια/γνώση/σοφία εξ ~ύψεως.|| H ~ του Ιωάννη/του Ιωάννου. Το νησί της ~ης (: η Πάτμος). Το θηρίο/τέρας της ~ης/~ύψεως (και μτφ.-υβριστ.).|| (μτφ.) Μετά τον σεισμό ακολούθησαν εικόνες/σκηνές ~ης (= βιβλικής καταστροφής). [< μτγν. ἀποκάλυψις, γαλλ.-αγγλ. apocalypse, γαλλ. révélation]
  • αρχίδι [ἀρχίδι] αρ-χί-δι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (λ. ταμπού) 1. καθένας από τους δύο όρχεις. Βλ. -ίδι. 2. (υβριστ.-συχνά ως προσφών.) για πρόσωπο με κακό χαρακτήρα ή/και αρνητική συμπεριφορά. Πβ. κωλόπαιδο, τσογλάνι. ● Υποκ.: αρχιδάκι (το) ● Μεγεθ.: αρχιδάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αρχίδια/παπάρια μάντολες (ειρων.): για κάτι ανόητο, βλακώδες. ● ΦΡ.: (δεν) έχει (τ') αρχίδια: (για άνδρα) (δεν) έχει την τόλμη, το θάρρος να κάνει κάτι., αρχίδια (ειρων.): ως απαξιωτική απάντηση., γράφω (κάποιον/κάτι) στ' αρχίδια μου/στα παπάρια μου (υβριστ.): αδιαφορώ πλήρως γι' αυτό(ν), το(ν) απαξιώνω., θα μου/μας κλάσεις τ' αρχίδια!: (από άνδρα, ως απάντηση αδιαφορίας σε απειλή) δεν πρόκειται να μου/μας κάνεις τίποτα., καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο! (ειρων., από άνδρα σε άνδρα): αντί για καλωσόρισμα., με αρχίδια: (συνήθ. για άνδρα) με κότσια., μου πρήζει/σπάει/ζαλίζει τ' αρχίδια/τα ούμπαλα: (έκφρ. δυσαρέσκειας από άνδρα) με κάνει να αγανακτώ., πιάνω τον Πάπα απ' τ' αρχίδια/από τα γένια (προφ.): θεωρώ ότι είμαι σπουδαίος ή ότι πέτυχα κάτι σημαντικό: Νομίζει ότι έχει πιάσει ~ ~., στ' αρχίδια/στ' απαυτά/στον πούτσο/στα τέτοια μου (υβριστ., από άνδρα): σκοτίστηκα. ΣΥΝ. στα παπάρια μου!, τα ξύνει/ξύνει τ' αρχίδια (/τα παπάρια) του: (κυρ. για άνδρα) τεμπελιάζει (συνήθ. σε χώρο εργασίας). ΣΥΝ. παίζει το πουλί του (2) [< μεσν. αρχίδι]
  • άχθος [ἄχθος] ά-χθος ουσ. (ουδ.) {άχθ-ους | σπανιότ. -η, -ών} (λόγ.-μτφ.): βάρος, φορτίο και γενικότ. κάθε δυσβάσταχτη κατάσταση: διοικητικό/οικονομικό/ψυχικό ~. Το ~ της εργασίας. ● ΣΥΜΠΛ.: άχθος αρούρης (αρχαιοπρ.-υβριστ.): (κυριολ. βάρος της γης) για άνθρωπο τεμπέλη, που ζει σε βάρος των άλλων. [< αρχ. ἄχθος]
  • αχρείος , α, ο [ἀχρεῖος] α-χρεί-ος επίθ.: ανήθικος, ανέντιμος, αισχρός: ~ο: υποκείμενο. Αδιάντροπος και ~.|| (ως ουσ., μειωτ.) Μου 'φαγε τα λεφτά, ο ~! (υβριστ.) Χάσου από 'δω, ~ε! ΣΥΝ. άθλιος (2), ελεεινός (1), φαύλος [< αρχ. ἀχρεῖος]

αβγό & αυγό

αβγό & αυγό [ἀβγό, αὐγό] α-βγό, αυ-γό ουσ. (ουδ.) 1. το αναπαραγωγικό σώμα με σκληρό και λεπτό περίβλημα (κέλυφος/τσόφλι) που γεννά η κότα, το περιεχόμενο του οποίου (κρόκος ή λέκιθος στο κέντρο και ασπράδι ή λεύκωμα στην περιφέρεια) χρησιμοποιείται ευρύτατα ως τροφή του ανθρώπου: βιολογικά ~ά (: από κοτόπουλα που εκτρέφονται με βιολογικές τροφές). ~ά (από κότες) ελευθέρας βοσκής/ημέρας (= νωπά, φρέσκα)/πτηνοτροφείου/χωριάτικα. Δίκροκο ~. Κλούβιο ~ (= αλλοιωμένο).|| Μια εξάδα/δωδεκάδα (= ντουζίνα)/καρτέλα ~ά. Συσκευασμένα ~ά.|| Βραστό ~ (: μελάτο ή σφιχτό). Για να φτιάξουμε ~ά μάτια (= τηγανητά), σπάμε τα ~ά (: χτυπάμε προσεκτικά το τσόφλι, ώστε να κοπεί στα δύο) και τα ρίχνουμε στο τηγάνι. Καθαρίζουμε τα βρασμένα ~ά (= τα ξεφλουδίζουμε, αφαιρούμε το τσόφλι τους). ~ά: μιμόζα/ποσέ/σκραμπλ (: τηγανητά που ανακατεύονται ενόσω ψήνονται). Βλ. ομελέτα, στραπατσάδα.|| Πασχαλιάτικα/πασχαλινά ~ά (: συνήθ. κόκκινα). Τσούγκρισαν ~ά και αντάλλαξαν ευχές. Βαφές ~ών. || Διαδηλωτές πέταξαν ~ά και γιαούρτια (: σε ένδειξη έντονης αποδοκιμασίας). Βλ. ωόν. 2. (γενικότ.) το σχεδόν στρογγυλό σώμα που γεννά το θηλυκό, κυρ. των πτηνών, των ερπετών, των αμφίβιων, των ψαριών και των εντόμων, το οποίο έχει παρόμοια δομή με αυτό της κότας: Ο νεοσσός/η προνύμφη βγαίνει από το ~ (= εκκολάπτεται) ύστερα από επώαση μερικών ημερών.|| ~ά αχινού/ορτυκιού/πάπιας/στρουθοκαμήλου/χήνας. Βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι. 3. ομοίωμα αβγού: διακοσμητικά ~ά (: σε διάφορα χρώματα και σχέδια). Σοκολατένιο ~ (κυρ. ως πασχαλινό δώρο). Ξύλινο ~ (: για μαντάρισμα ρούχων). 4. ΒΙΟΛ. (καταχρ.) ωάριο. ● Υποκ.: αβγουλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (σαν) το αβγό του Κολόμβου: η απροσδόκητα απλή λύση ενός προβλήματος που αρχικά φαινόταν πολύπλοκο (αποδίδεται στον Χ. Κολόμβο, ο οποίος έστησε ένα αβγό όρθιο, σπάζοντας ελαφρά τη βάση του). [< γαλλ. l' œuf de Colomb] , το αβγό του φιδιού: τάση αναβίωσης ακροδεξιών ή φασιστικών ιδεολογιών: εκκολάπτεται/επωάζεται ~ ~., μελάτο αβγό βλ. μελάτος ● ΦΡ.: αβγά σου καθαρίζουν; (προφ.): σε κάποιον που γελά χωρίς λόγο: Τι γελάς; ~ ~;, ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... & ακόμη δεν έσκασε απ' τ' αβγό ... (συνήθ. μειωτ.): (για άτομο νεαρής ηλικίας ή άπειρο σε κάποιον τομέα) ενώ δεν έχει εμπειρία: ~ ~ και νομίζει ότι τα ξέρει όλα., έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια: βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση και κατ' επέκτ. απέτυχε παταγωδώς ή έπαθε μεγάλη καταστροφή: Τα έχει μπερδέψει μες στο μυαλό του, έχει χάσει ~ ~.|| Η ομάδα ~ ~ στον αγώνα., καθαρίζω κάποιον σαν αβγό (αργκό): τον συντρίβω, νικώ κατά κράτος· κατατροπώνω: (για νίκη στο ποδόσφαιρο, μπάσκετ) Τους καθαρίσαμε σαν αβγό στο παιχνίδι.|| (για προσωπικό αντίπαλο) Τον ~σε ~ στην εκλογική μάχη., κάθομαι στ' αβγά μου: δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, μένω άπρακτος: Κάτσε στ' ~ σου, μην μπαίνεις στα χωράφια των άλλων. Πβ. κοιτάζω τη δουλειά μου.|| Δεν κάθεται ποτέ στ' ~ του (: είναι δραστήριος και ενεργητικός)., μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι: φρόντισε να έχεις εναλλακτικές επιλογές: Μη βάζετε ~ ~ (: παραίνεση προς επενδυτές). [< αγγλ. don’t put all your eggs in one basket] , πάρ'/πιάσ' τ' αβγό και κούρευ' το (προφ.): μάταιος, χαμένος κόπος., σαν αβγό: που έχει σχήμα ή χαρακτηριστικά αβγού: καρούμπαλο ~ ~ .|| Φαλακρός ~ ~., σιγά τ' αβγά & (λόγ.) σιγά τα ωά: (για πρόσωπο ή κατάσταση) δεν έχει καμιά σημασία ή αξία. ΣΥΝ. σιγά τον πολυέλαιο, δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά βλ. ομελέτα, η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; βλ. κότα, η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά βλ. κότα, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, ρούφα τ' αβγό σου βλ. ρουφώ [< μτγν. αὐγόν, μεσν. αβγό(ν), γαλλ. œuf, αγγλ. egg, γερμ. Ei. Βλ. αγγλ. scrambled eggs]

άι

άι [ἄι] ά-ι επιφών. & άου: (συνήθ. επαναλαμβανόμενο) για δήλωση σωματικού ή ψυχικού πόνου: ~-~! Ζεματίστηκα! ~ κακό/συμφορά που έπαθα/που με βρήκε! ~ τι περνάω/τραβάω! Βλ. όι.

ανακάλυψη

ανακάλυψη [ἀνακάλυψη] α-να-κά-λυ-ψη ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια του ανακαλύπτω: σημαντική/σπουδαία/τυχαία ~. Η ~ της Αμερικής. ~ αρχαίων αγγείων και αγαλμάτων/ενός ιού/χρυσού. Έγινε/κάνω μια ~. Πβ. εύρεση.|| ~ των κλοπιμαίων. ~ της αλήθειας/της απάτης. Συνεχίζονται οι έρευνες για την ~ των δραστών. Πβ. αποκάλυψη, ανεύρεση, εντοπισμός.|| ~ της κλοπής. ~ κοινών στοιχείων μεταξύ ... Πβ. διαπίστωση, συνειδητοποίηση.|| ~ του εαυτού (= αυτογνωσία)/του έρωτα/του παρελθόντος/του σώματος. Πβ. γνωριμία, γνώση.|| (καταχρ.) ~ ενός εμβολίου/της τυπογραφίας/ενός φαρμάκου. Πβ. εφεύρεση. 2. (συνεκδ.) εύρημα: η ~ του αιώνα! Επιστημονικές/τεχνολογικές ~ύψεις. Συσκευή που αποτελεί/συνιστά μια καινούργια/νέα/πρωτοποριακή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: οι μεγάλες ανακαλύψεις: ΙΣΤ. ενν. των Νέων Χωρών: η εποχή των ~ων ~ύψεων. Βλ. Νέος Κόσμος. [< μτγν. ἀνακάλυψις ‘αποκάλυψη’, γαλλ. découverte]

ανάπαυση

ανάπαυση [ἀνάπαυση] α-νά-παυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) ξεκούραση· κατ' επέκτ. ύπνος: εβδομαδιαία/ημερήσια/μεσημεριανή (βλ. σιέστα)/σύντομη/υποχρεωτική ~. Άδεια (βλ. ρεπό)/ώρες ~ης. (σε ταξίδι:) Στάση για ~, διανυκτέρευση και ανεφοδιασμό. Ο γιατρός συνέστησε απόλυτη ~ (στο κρεβάτι). Πβ. αναπαμός, ανάπαυλα, ριλάξ. 2. ΕΚΚΛΗΣ. ηρεμία, γαλήνη, μακαριότητα, συνήθ. μετά θάνατον: μνημόσυνο υπέρ ~αύσεως των ψυχών. Η ψυχή του βρήκε ~. 3. ΣΤΡΑΤ. -ΓΥΜΝ. στάση χαλάρωσης στρατιώτη, αστυνομικού ή γυμναζόμενου και το αντίστοιχο παράγγελμα: σε στάση ~ης. ~-προσοχή! Στέκομαι ~. Βλ. ημι~. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνια ανάπαυση: ΕΚΚΛΗΣ. (για νεκρό) παντοτινή μακαριότητα· κατ' επέκτ. η μεταθανάτια ζωή: ~ ~ της ψυχής. Βρήκε την/έφυγε για την ~ ~. Πβ. αιώνιος ύπνος., οδός αναπαύσεως (σπάν.-λόγ.): το νεκροταφείο (συχνά ονομάζεται έτσι και ο δρόμος που οδηγεί προς το κοιμητήριο)., τόπος αναπαύσεως: ΕΚΚΛΗΣ. το κοιμητήριο ή ο παράδεισος ή γενικότ. το μέρος όπου βρίσκει κανείς την εσωτερική γαλήνη. [< 1,2: αρχ. ἀνάπαυσις 3: γαλλ. repos]

βγάζω

βγάζω βγά-ζω ρ. (μτβ.) {έβγαλα, βγάλει, (σπάν.) βγάλ-θηκε, -θεί, -μένος, βγάζ-οντας} & (λαϊκό) βγάνω 1. μετακινώ κάτι έξω από τη θέση στην οποία βρίσκεται: ~ το φαγητό από τον φούρνο/τον φελλό από το μπουκάλι/τον φορτιστή από την πρίζα (πβ. τραβώ). Έβγαλε λεφτά από το πορτοφόλι του/το όπλο και άρχισε να πυροβολεί/το τραπεζάκι στη βεράντα. Βγάλε (= πάρε) τα βιβλία από το ράφι. Βλ. ξανα~. ΑΝΤ. βάζω, τοποθετώ.|| ~ουν μετάλλευμα (= εξορύσσουν). Έβγαλε νερό από το πηγάδι (= άντλησε).|| Τον έβγαλαν (ζωντανό) από τα ερείπια (= τον ανέσυραν).|| Έβγαλε ό,τι είχε φάει (= έκανε εμετό).|| Προσπάθησε να βγάλει (= εξαγάγει) λαθραία από τη χώρα. 2. αφαιρώ, απομακρύνω: ~ τη φλούδα (= ξεφλουδίζω). ~ τα ξερά χόρτα (= ξεριζώνω). Απορρυπαντικό που ~ει (= εξαφανίζει, καθαρίζει) όλους τους λεκέδες. ~ τα φρύδια μου. Του έβγαλαν τον γύψο.|| Βγάλε (= σβήσε) τα εισαγωγικά! Αν βγάλεις από το δέκα (τα) τρία, πόσα μένουν;|| (για κάτι που φορώ:) Έβγαλε τα ακουστικά/γυαλιά/παπούτσια/ρούχα του (= ξεντύθηκε).|| Ο οδοντίατρος του έβγαλε το δόντι (= του έκανε εξαγωγή). (για ιατρική επέμβαση:) Του έβγαλαν τις αμυγδαλές/τη χολή.|| (απειλητ.) Θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα (= θα σε ξεμαλλιάσω)!|| (προφ.) Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα μάτι! 3. κάνω κάποιον να βγει από τον χώρο στον οποίο βρίσκεται με δική μου εντολή ή πρωτοβουλία: Τον έβγαλε από την τάξη (= τον απέβαλε). Κατάφεραν να τον βγάλουν από τη φυλακή (= να τον αποφυλακίσουν).|| Να σε βγάλω μέχρι/ως την πόρτα (= να σε ξεπροβοδίσω).|| Έβγαλε (= πήγε) τα παιδιά (έξω) για φαγητό/το σκύλο βόλτα.|| (απειλητ.) Φύγε, γιατί θα σε βγάλω (= πετάξω) έξω με τις κλοτσιές! 4. απαλλάσσω κάποιον από δυσάρεστη συνήθ. κατάσταση: Τον έβγαλε από την αγωνία/το αδιέξοδο/τον κόπο. Για να σε βγάλω από την απορία, σου λέω ότι ...|| Τους πήγε ένα κουτί γλυκά για να βγάλει την υποχρέωση.|| Τον έβγαλαν από διευθυντή (πβ. παύω). 5. γίνομαι η αιτία να σταματήσει κάποιος να ασχολείται με κάτι: Δεν θέλω να σε βγάλω από το πρόγραμμά σου. Μια δυνατή φωνή τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Πβ. αποσπώ, εκτρέπω. 6. εξωτερικεύω, εκδηλώνω: Έβγαλε όλα του τα κόμπλεξ/όλη του την κακία/τον καλύτερό της εαυτό. Πρόσεχε τι εικόνα ~εις προς τα έξω! Πβ. δείχνω, εκφράζω, φανερώνω. Βλ. καταπιέζω, κρύβω.|| Το πρόσωπό της ~ει μια καλοσύνη (= αντανακλά, εκπέμπει). 7. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ λόγο (= εκφωνώ, μιλώ)/(έναν) αναστεναγμό (= αναστενάζω)/κραυγή (= κραυγάζω)/συμπέρασμα (= συμπεραίνω)/σχέδια (= σχεδιάζω)/φωνή (= φωνάζω)/φωτοτυπίες (= φωτοτυπώ). ~ ακτινογραφία/τον λογαριασμό (πβ. κάνω). Έβγαλαν ανακοίνωση (= ανακοίνωσαν)/ετυμηγορία.|| (σε όχημα:) Βγάλε δεξί φλας!|| (ΑΘΛ.) Έβγαλε μπαλιά/πάσα/σέντρα. Του έβγαλε κίτρινη κάρτα (= του έδειξε).|| (για να δηλωθεί έναρξη διαδικασίας:) Θα βγάλουν το σπίτι σε δημοπρασία/σε πλειστηριασμό/προς πώληση. Τον έβγαλαν στο περιθώριο (= τον περιθωριοποίησαν). 8. παθαίνω εξάρθρωση: Έβγαλε το χέρι/τον ώμο του. 9. (για κάτι φυσιολογικό ή παθολογικό που αρχίζει να εμφανίζεται στο σώμα μου) αποκτώ: Έβγαλε τα πρώτα του δοντάκια (ενν. το μωρό)/εξανθήματα. (για έφηβο) Έχει αρχίσει να ~ει γένια. 10. (για αποδοχές) κερδίζω: Πόσα (λεφτά/χρήματα) ~εις τον χρόνο; ~ει με κόπο και ιδρώτα το μεροκάματο. Εγώ τι θα βγάλω (= τι κέρδος θα έχω); Θα βγάλουμε χοντρό παραδάκι. Δεν έχουμε βγάλει φράγκο. Πβ. οικονομώ.|| Κάνει και δεύτερη δουλειά, για να ~ει (= καλύπτει, πληρώνει) τα έξοδά του. 11. παράγω, δημιουργώ: ~ουν κρασί/λάδι. Πβ. παρασκευάζω.|| Έχει βγάλει μεγάλο έργο/πολλή δουλειά (= έχει κάνει).|| (μτφ.) Χώρα που έβγαλε μεγάλους επιστήμονες. Έβγαλαν σωστά παιδιά (= ανέθρεψαν, μεγάλωσαν). 12. γίνομαι κάτοχος επίσημου εγγράφου, μετά από σχετική αίτηση: Έβγαλε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος/διαβατήριο/ταυτότητα. 13. παρουσιάζω κάτι δημόσια: Τον έβγαλαν στα κανάλια/στην τηλεόραση.|| Έβγαλε το καινούργιο του άλμπουμ (= κυκλοφόρησε)/βιβλίο (= εξέδωσε).|| Έβγαλαν τα αποτελέσματα/την απόφαση (= δημοσίευσαν, κοινοποίησαν). 14. καταλήγω σε κάποιο αποτέλεσμα, συμπέρασμα ή σκέψη: Πόσο τα ~εις; Όσες φορές και να τα μετρήσω, πενήντα τα ~ (= υπολογίζω). Δεν τα έχεις βγάλει (= λογαριάσει) σωστά.|| Πόσο ~εις;|| Από πού τα ~εις όλα αυτά (= τα συμπεραίνεις, τα εξάγεις); 15. εκλέγω, αναδεικνύω: Τον έβγαλαν βουλευτή/δήμαρχο/πρόεδρο (= τον έκαναν). Πβ. ανακηρύσσω.|| Τι αποτέλεσμα θα βγάλει η κάλπη; 16. δίνω σε κάποιον ένα όνομα ή μια ιδιότητα: Πώς το έβγαλαν το παιδί (= το βάφτισαν);|| (ως έκφρ. δυσαρέσκειας) Βγάλε με τώρα και τρελό/ψεύτη (= πες με)! 17. περνώ, διανύω: Πώς να βγάλω τον μήνα με τόσα λίγα λεφτά;|| Δεν τον βλέπω να (τον) ~ει τον χειμώνα στη δουλειά (: θα απολυθεί).|| Αποκλείεται να τη βγάλει την ανηφόρα το αυτοκίνητο (= να την ανέβει). 18. φέρνω σε πέρας κάτι· τελειώνω, ολοκληρώνω: Τον έβγαλε τέλεια τον ρόλο του. Έβγαλε το σχολείο με άριστα. Έχει βγάλει το Πανεπιστήμιο (πβ. αποφοιτώ). 19. κερνώ, προσφέρω, φιλεύω: Μας έβγαλαν γλυκό του κουταλιού/ούζο και μεζέδες. Τι να σας βγάλω; Πβ. σερβίρω, τρατάρω. 20. περιφέρω: (ΕΚΚΛΗΣ.) Έβγαλαν δίσκο/την εικόνα/τον Επιτάφιο. 21. (συνήθ. με άρνηση, για γραφικό χαρακτήρα) διακρίνω, καταλαβαίνω: Δεν ~ τα γράμματά σου/τι γράφεις.βγάζει 1. (συνήθ. στον αόρ.) εμφανίζει, παρουσιάζει: Το δέντρο έβγαλε καρπούς/κλαδιά/μπουμπούκια/φύλλα (= πέταξε). Πβ. βλασταίνω.|| Το ταβάνι έχει βγάλει υγρασία. Το αυτοκίνητο έβγαλε βλάβη (= χάλασε).|| Το ζώο έβγαλε τρίχωμα.|| Έβγαλε ήλιο (= βγήκε ήλιος).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Όταν πάω να τρέξω το πρόγραμμα, μου ~ ένα μήνυμα που λέει ... 2. ρέει, σκορπίζει: Πληγή που ~ αίμα (= αιμορραγεί)/πύον. Η βρύση δεν ~ νερό.|| Λουλούδια που ~ουν όμορφο άρωμα (= αναδίδουν). Έβγαζε μια άσχημη μυρωδιά (= μύριζε άσχημα).|| Το κλιματιστικό ~ πολύ κρύο αέρα (= παράγει). 3. οδηγεί, καταλήγει: Πού ~ ο δρόμος/το μονοπάτι; ΣΥΝ. πηγαίνει, φτάνει.|| Η συζήτηση δεν ~ πουθενά. Δεν ξέρω πού θα βγάλει αυτή η ιστορία/η κατάσταση (: μέχρι πού θα τραβήξει). 4. προκαλεί: Ταινία που ~ μεγάλη συγκίνηση/πολύ γέλιο. ● Μτχ.: βγαλμένος , η, ο 1. που έχει προέλθει από κάπου: στίχος ~ από τη ζωή. Ένας κόσμος που μοιάζει ~ από ταινία επιστημονικής φαντασίας. 2. που έχει βγει από το σημείο σύνδεσής του: ~ος: ώμος. ~ο: πόδι/χέρι (= εξαρθρωμένο). ● ΦΡ.: και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει: αναλαμβάνω, ξεκινώ κάτι, χωρίς να ξέρω τον ακριβή προορισμό ή το τελικό αποτέλεσμα, χωρίς προγραμματισμό: Θα ξεκινήσω τις διακοπές μου από κάποιο νησί των Κυκλάδων ~ ~. Τι να σου πρωτογράψω; Αρχίζω ~ ~., τα βγάζουμε (από τα παιδιά πριν την έναρξη ομαδικού παιχνιδιού): να πούμε το τραγουδάκι που θα αναδείξει αυτόν που θα τα φυλάει ή που θα ξεκινήσει πρώτος: ~ ~ και όποιος μείνει τελευταίος κάνει τη μάνα., τη βγάζει (και) δεν τη βγάζει (προφ.): μόλις και μετά βίας: ~ ~ μέχρι αύριο (: μάλλον θα πεθάνει)., τη βγάζω (προφ.): ζω, περνώ: ~ ~ με δανεικά/με δυσκολία. Τη βγάλαμε ξεροσφύρι/στρωματσάδα/(στο) τζάμπα/φτηνά. Βλέπω να ~ ~ (= να μένω) καλοκαιριάτικα στην Αθήνα. Με τέτοια ζέστη να δω πώς θα τη βγάλουμε σήμερα., (δεν) βγάζω/βγαίνει νόημα βλ. νόημα, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάλε-βγάλε βλ. βάζω, βγάζει (κάτι) στην αγορά βλ. αγορά, βγάζει από/απ' τη μύγα ξίγκι βλ. ξίγκι, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, βγάζει γλώσσα βλ. γλώσσα, βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι βλ. μάτι, βγάζει τ' άντερά του βλ. άντερο, βγάζει τα σωθικά του βλ. σωθικά, βγάζει/τραβάει την ουρά/ουρίτσα του (έξω/απέξω) βλ. ουρά, βγάζω (κάποιον/κάτι) στην πιάτσα βλ. πιάτσα, βγάζω (κάτι) από τη μύτη κάποιου/μου βγαίνει (κάτι) από τη μύτη βλ. μύτη, βγάζω από τα σκοτάδια βλ. σκοτάδι, βγάζω από τη μέση βλ. μέση, βγάζω ατμούς βλ. ατμός, βγάζω θέμα βλ. θέμα, βγάζω κάποιον ασπροπρόσωπο βλ. ασπροπρόσωπος, βγάζω κάποιον λάδι/κάποιος βγαίνει (/τη βγάζει) λάδι βλ. λάδι, βγάζω κάποιον μπιελάρ βλ. μπιελάρ, βγάζω κάποιον στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, βγάζω λαγό/λαγούς (από το καπέλο μου) βλ. λαγός, βγάζω ρίζες βλ. ρίζα, βγάζω σε κάποιον το λάδι βλ. λάδι, βγάζω στη σέντρα βλ. σέντρα, βγάζω στο κλαρί βλ. κλαρί, βγάζω στον αέρα βλ. αέρας, βγάζω τα (ε)σώψυχά μου βλ. εσώψυχος, βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά βλ. κάστανο, βγάζω τα μάτια (σε κάτι) βλ. μάτι, βγάζω τα μάτια μου βλ. μάτι, βγάζω τα σπασμένα βλ. σπασμένος, βγάζω τα συκώτια μου βλ. συκώτι, βγάζω τα/τ' απωθημένα μου βλ. απωθημένο, βγάζω τη γλώσσα (σε κάποιον/κάτι) βλ. γλώσσα, βγάζω τη μάσκα βλ. μάσκα, βγάζω την ιλαρά/τη(ν) μπέμπελη βλ. ιλαρά, βγάζω το άχτι μου βλ. άχτι, βγάζω το καπέλο σε κάποιον βλ. καπέλο, βγάζω το λαρύγγι μου/μου βγαίνει το λαρύγγι βλ. λαρύγγι, βγάζω το φίδι απ' την τρύπα βλ. φίδι, βγάζω φτερά βλ. φτερό, βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βγάζω/βγαίνει (κάτι) στο σφυρί βλ. σφυρί, βγάζω/βγαίνει είδηση βλ. είδηση, βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα βλ. φόρα2, βγάζω/βρίσκω/πιάνω/ρίχνω γκόμενα/γκόμενο βλ. γκόμενα, βγάζω/κάνω λεφτά βλ. λεφτά, βγάζω/κατεβάζω γάλα βλ. γάλα, βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου βλ. κεφάλι, βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι βλ. χαρτί, βγάζω/πετάω σπυριά βλ. σπυρί, βγάζω/στέλνω κάποιον στον τάκο βλ. τάκος1, βγάζω/τραβάω μαχαίρι βλ. μαχαίρι, βγαίνω/βγάζω στο μεϊντάνι βλ. μεϊντάνι, βγαίνω/με βγάζει από τα ρούχα μου βλ. ρούχο, βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με βλ. σκούφια, βγάλε το(ν) σκασμό βλ. σκασμός, δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά βλ. μιλιά, δεν βγάζω/δεν βγαίνει άκρη βλ. άκρη, δεν λέω/δεν βγάζω λέξη βλ. λέξη, έβγαλε/βγήκε βρόμα ότι ... βλ. βρόμα, ζω/τη βγάζω/περνώ σπαρτιάτικα βλ. σπαρτιατικός, θα σου βγάλω τα μάτια βλ. μάτι, θα σου/θα στα βγάλω τ' αυτιά! βλ. αυτί, κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα βλ. όνομα, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με βγάζει/βγαίνει παλικάρι βλ. παλικάρι, με φέρνει/με βγάζει ο δρόμος βλ. δρόμος, μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα βλ. κέρατο, μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία βλ. αδόξαστος, μου βγαίνει (κάτι) ξινό/βγάζω (κάτι) ξινό (σε κάποιον) βλ. ξινός, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη βλ. ψεύτης, ψεύτρα, τα βγάζω/τα φέρνω πέρα βλ. πέρα, την περνάω/την βγάζω κοτσάνι βλ. κοτσάνι, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, του τα βγάζω με το τσιγκέλι βλ. τσιγκέλι, φέρνω/βγάζω/ανασύρω κάτι στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια ● βλ. βγαίνω [< μεσν. εβγάζω]

Γιάννης

Γιάννης Γιάν-νης κύριο όν. (αρσ.): κοινό ανδρικό όνομα. ● ΦΡ.: ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε (παροιμ.): για βιαστική και επιπόλαιη εξαγωγή συμπερασμάτων ή διατύπωση γνώμης σε θέμα με αβέβαιη έκβαση., Γιάννης κερνά(ει), Γιάννης πίνει (παροιμ.): για ενέργειες που αποσκοπούν σε προσωπικό όφελος με καταχρηστική εκμετάλλευση της ισχυρής ή πλεονεκτικής θέσης που έχει κάποιος., όχι Γιάννης, Γιαννάκης & δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης: για κάτι που επιχειρείται να παρουσιαστεί ως διαφορετικό, ενώ στην πραγματικότητα δεν διαφέρει καθόλου ή διαφέρει ελάχιστα. Πβ. άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε/και φόρεσε τα ρούχα (του) αλλιώς., πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί (παροιμ.): για πρόσωπο που φέρνει διαρκώς δικαιολογίες, προκειμένου να μην κάνει κάτι ή να αποφύγει μια υποχρέωση., σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή δεν κάνει (παροιμ.): ως έπαινος των ικανοτήτων κάποιου με το συγκεκριμένο όνομα., -Τι κάνεις, Γιάννη; -Κουκιά σπέρνω (παροιμ.): για ασυνεννοησία μεταξύ προσώπων., τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! (παροιμ.): για αρνητική κατάσταση που επαναλαμβάνεται ή μένει στάσιμη, χωρίς να αλλάζει προς το καλύτερο., να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι βλ. μέλι, σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση βλ. κόκορας, φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη βλ. θεριό [< μεσν. Γιάννης]Σ

γλώσσα

γλώσσα [γλῶσσα] γλώσ-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ης | -ες, -ών} 1. ΓΛΩΣΣ. φωνητικο-ακουστικό σύστημα συμβατικών σημείων μιας κοινότητας ανθρώπων για τη διατύπωση ή ανταλλαγή σκέψεων και πληροφοριών, καθώς και για την παγίωση και μετάδοση από γενιά σε γενιά εμπειρίας και γνώσης, το οποίο βασίζεται σε νοητικές διαδικασίες, καθορίζεται κοινωνικά και υπόκειται στην ιστορική εξέλιξη: αγγλική/αρχαία/βοηθητική/δημοτική/διεθνής/εθνική/ελληνική/μεσαιωνική/τοπική ~. Διάλεκτοι/ιδιωματισμοί/λέξεις (βλ. λεξιλόγιο)/μονάδες (βλ. φώνημα, μόρφημα)/μορφολογία (βλ. γραμματική) της ~ας. Ιστορία/προέλευση/σύνταξη μιας ~ας. Ανάλυση/γνώση/διδακτική/κακοποίηση/κωδικοποίηση/περιγραφή/προστασία/τυποποίηση (βλ. νόρμα)/χρήση της ~ας. Αδελφές/άκλιτες/ανάμικτες (βλ. κρεολή, λίνγκουα φράνκα, πίτζιν)/ασθενείς/ειδικές/ισχυρές/κλασικές/κλιτές/μειονοτικές/ξένες/συγγενικές/τονικές (βλ. κινέζικα) ~ες. Εργαστήριο/τυπολογία ~ών. Επαφή των ~ών. Διδάσκω μια ~. Λεξικό της ...~ας. Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης ~ας. Μεταγραφή σε μια ~ (βλ. γκρίκλις). Μεταφράζω από μια ~ προς/σε μια άλλη. Μιλώ δύο/πολλές ~ες (βλ. δί-, πολύ-γλωσσος, γλωσσομάθεια). Βλ. λόγος, μεταγλώσσα, (συν)ομιλία, πρωτόγλωσσα.|| (με κεφαλ. Γ, το αντίστοιχο μάθημα) Η ~ της Γ' τάξης. 2. (ειδικότ.) ο προφορικός ή γραπτός λόγος, ο τρόπος έκφρασης ενός ατόμου, μιας ηλικιακής, κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας, μιας επιστήμης ή εποχής: ανεπίσημη/απλή/αρχαΐζουσα/δημώδης/δόκιμη/ειδική (βλ. ζαργκόν)/επίσημη/επιστημονική/ιδιωματική/καθημερινή/καλλιεργημένη/κοινή/λαϊκή/λόγια/ομιλούμενη/παιδική/ποιητική/πρότυπη/σύγχρονη/τεχνική ~. ~ διδασκαλίας/επικοινωνίας/εργασίας. Η ~ του διαδικτύου/της διαφήμισης/του Δικαίου/των ειδήσεων/της λογοτεχνίας/της μετάφρασης/των ΜΜΕ/των νέων (βλ. κοινωνιόλεκτος)/της πιάτσας (βλ. αργκό)/ενός ποιητή (βλ. ιδιόλεκτος, στιλ, ύφος)/των πολιτικών/της τεχνολογίας. Ανεπαρκές/ικανοποιητικό επίπεδο ~ας. Η μουσικότητα της ~ας. Γράφω/διαβάζω/εκφράζομαι/επικοινωνώ/λέω κάτι σε μια ~. ~ και γραμματεία/ιδεολογία/κοινωνία/πολιτισμός/φύλο.|| Αγοραία/ανεπιτήδευτη/αυστηρή/αφηρημένη/βρόμικη/γλαφυρή/κατανοητή/κομψή/κυνική/κυριολεκτική/μεταφορική/περίτεχνη/πικρή/πλούσια/πρόστυχη/ρέουσα/σεξιστική/στρυφνή/στρωτή/συμβολική (: αλληγορική)/σύνθετη/χυδαία (βλ. λέξη ταμπού)/ωμή ~. Χρησιμοποίησε σκληρή ~. Έχει φαρμακερή ~ (: είναι φαρμακόγλωσσος). Βλ. βρομόγλωσσα.|| (μτφ.) Τρέχει η ~ του νεράκι (: μιλά με ευχέρεια). Βλ. διατύπωση. 3. ευκίνητο μακρόστενο μυώδες όργανο στη στοματική κοιλότητα και συνεκδ. οτιδήποτε έχει το συγκεκριμένο σχήμα: η διχαλωτή ~ του φιδιού. Η τραχιά ~ της γάτας. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αρνίσια/βοδινή ~.|| Άσπρη/ροδαλή ~. Ο βλεννογόνος/οι θηλές/η κορυφή/η ρίζα/ο χαλινός της ~ας. Η ~ ως όργανο της γεύσης/της ομιλίας (βλ. αρθρωτής). Ξεράθηκε/στέγνωσε η ~ μου. Δάγκωσα/έκαψα τη ~μου. Πλαταγίζω τη ~ μου. Γλείφω με τη ~.|| Η ~ της καμπάνας/της κλειδαριάς (βλ. γλωσσίδι)/του κουδουνιού/του παπουτσιού. ~ες γης/στεριάς (βλ. λωρίδα, μύτη)/φωτιάς (βλ. φλόγα). 4. (μτφ.) μη λεκτικός τρόπος έκφρασης ή/και επικοινωνίας: η ~ της αγάπης/της αλήθειας/των αριθμών/της βίας/της εξουσίας/της ζωγραφικής/της καρδιάς/του κινηματογράφου/της λογικής/των λουλουδιών/των ματιών/της μουσικής/του χορού/του χρήματος/των χρωμάτων. Η ~ των ζώων/των μελισσών/των πουλιών.|| Η ~ του σώματος. Βλ. παρα~.|| ~ (των) σφυριγμάτων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες υπολογιστή. ~ HTML. Βλ. ψευδο~. 5. ΙΧΘΥΟΛ. θαλάσσιο ψάρι (οικογ. Soleidae) με ωοειδές πλατύ σώμα, λευκή εύγευστη σάρκα και μικρά, σκληρά λέπια: ~ καπνιστή. Φιλέτα ~ας. Βλ. ιππόγλωσσα. 6. ΦΙΛΟΛ. (σπανιότ.) απαρχαιωμένη ή άγνωστη λέξη ή έκφραση που χρειάζεται ερμηνεία (γλῶττα). ● Υποκ.: γλωσσίτσα (η) & γλωσσούλα (η) & γλωσσάκι (το): Βγάζει τη ~ του.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει κοφτερή ~! (: είναι ετοιμόλογος, καυστικός). ● Μεγεθ.: γλωσσάρα (η): (προφ.) Ο σκύλος τους έχει μία ~ να!|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει μια ~ ίσαμε το μπόι του! (: είναι πολύ αναιδής). ● ΣΥΜΠΛ.: γλώσσα μηχανής: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα δυαδικών εντολών που είναι άμεσα εκτελέσιμες από τον επεξεργαστή: μετάφραση προγράμματος σε ~ ~. Βλ. κωδικοποίηση, συμβολική γλώσσα. [< αγγλ. machine language, 1971] , γλώσσα προγραμματισμού: ΠΛΗΡΟΦ. τυπικό σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία του ανθρώπου με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή: συναρτησιακές ~ες ~. ~ες ~ υψηλού/χαμηλού επιπέδου. [< αγγλ. programming language, 1959] , δεύτερη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή που μαθαίνεται και χρησιμοποιείται από μη μητρικούς ομιλητές: η Ελληνική ως ~ ~. Βλ. μητρική/πρώτη γλώσσα., Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών: η 26η Σεπτεμβρίου που καθιερώθηκε με αφορμή το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών (2001), προκειμένου να αντιληφθεί ο κόσμος τη σημασία της διά βίου εκμάθησης γλωσσών και να συνειδητοποιήσει τη γλωσσική πολυμορφία της Ευρώπης. [< αγγλ. European Day of Languages] , ζωντανή γλώσσα 1. που έχει φυσικούς ομιλητές, που ομιλείται σε συγχρονικό επίπεδο: ~ές και νεκρές γλώσσες.|| Η ~ ~ του λαού (: η δημοτική σε αντιδιαστολή με την καθαρεύουσα). 2. έντονο, ζωηρό ύφος. [< γαλλ. langue vivante] , η γλώσσα της σιωπής (μτφ.): μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας με τον οποίο μπορεί να δηλωθεί συγκατάβαση, συγκατάθεση, θαυμασμός, σεβασμός ή περιφρόνηση: Απάντησε με τη ~ ~ (πβ. η σιωπή μου προς απάντησή σου). [< αγγλ. the language of silence] , κανονική γλώσσα: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα παραγόμενη από μια κανονική γραμματική: ~ ~ προγραμματισμού. [< αγγλ. regular language] , μητρική/πρώτη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. ο πρώτος γλωσσικός κώδικας που κατακτά το παιδί. Βλ. δεύτερη γλώσσα. [< γαλλ. langue maternelle/première] , νεκρή γλώσσα: που δεν μιλιέται πια. Βλ. γλωσσικός θάνατος. ΑΝΤ. ζωντανή γλώσσα (1) [< γαλλ. langue morte] , ξύλινη γλώσσα: άκαμπτη, τυποποιημένη, δογματική γλώσσα, συνήθ. της πολιτικής προπαγάνδας: η ~ ~ της γραφειοκρατίας/των κομμάτων/των πολιτικών. Βλ. κλισέ. [< γαλλ. langue de bois] , πύρινη γλώσσα 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} φλόγα: ~ες ~ες έκαψαν χιλιάδες στρέμματα δάσους.|| (ειδικότ. ΘΕΟΛ., συμβολισμός του χαρίσματος που δέχθηκαν οι Απόστολοι από το Άγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, πβ. γλωσσολαλιά). 2. (μτφ.) ύφος, λόγος γεμάτος ένταση και πάθος: ρήτορες με ~ ~. Χρησιμοποίησε ~ ~ (: εξαπέλυσε μύδρους) κατά ..., τυπική γλώσσα 1. (στη μαθηματική Λογική και στην Πληροφ.) σύνολο από σειρές χαρακτήρων που ανήκουν σε ένα πεπερασμένο σύστημα στοιχείων (αλφάβητο): ~ ~ αναπαράστασης. Η γλώσσα προγραμματισμού είναι μία ~ ~. Βλ. αυτόματο, τυπική γραμματική. 2. συμβατικός, επιτηδευμένος τρόπος έκφρασης: η ~ ~ των δημοσίων εγγράφων/του σχολείου. [< αγγλ. formal language] , αναλυτικές γλώσσες βλ. αναλυτικός, απομονωμένη γλώσσα βλ. απομονωμένος, απομονωτικές γλώσσες βλ. απομονωτικός, γερμανικές γλώσσες βλ. γερμανικός, γλώσσα σήμανσης βλ. σήμανση, επίσημη γλώσσα βλ. επίσημος, Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο/Χαρτοφυλάκιο Γλωσσών βλ. πορτφόλιο, ινδοευρωπαϊκές γλώσσες βλ. ινδοευρωπαϊκός, μητέρα γλώσσα βλ. μητέρα, νοηματική γλώσσα βλ. νοηματικός, νόσος της κυανής γλώσσας βλ. νόσος, οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια βλ. οικογένεια, πολυσυνθετική γλώσσα βλ. πολυσυνθετικός, ρομανικές/λατινογενείς/νεολατινικές γλώσσες βλ. ρομανικός, συγκολλητικές γλώσσες βλ. συγκολλητικός, συμβολική γλώσσα βλ. συμβολικός, συμπεριληπτική γλώσσα βλ. συμπεριληπτικός, συνθετικές γλώσσες βλ. συνθετικός, συνθηματική γλώσσα βλ. συνθηματικός, τεχνητή γλώσσα βλ. τεχνητός, τριχωτή γλώσσα βλ. τριχωτός, φυσική γλώσσα βλ. φυσικός ● ΦΡ.: βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): προσέχω ή μετριάζω τα λόγια μου., βγάζει γλώσσα (μτφ.-προφ.): μιλά προσβλητικά, με αναίδεια, αυθαδιάζει: Τολμάει και ~ ~; Για δες το μικρό, έβγαλε ~! Πβ. αντιμιλώ., βγάζω τη γλώσσα (σε κάποιον/κάτι): δείχνω τη γλώσσα μου σε κάποιον και κατ' επέκτ. κοροϊδεύω, περιφρονώ: Μου έβγαλε ~ ~ και χαμογέλασε αυτάρεσκα., γλώσσα-πηγή/γλώσσα-στόχος & γλώσσα αφετηρίας/γλώσσα αφίξεως: αυτή που μεταφράζεται και αυτή στην οποία καταλήγει η μετάφραση: Mεταφορά κειμένου από τη ~-πηγή στη ~-στόχο.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Διδασκαλία στη ~-στόχο. [< αγγλ. source language/target language, 1953] , δεν (το) πάει η γλώσσα μου (προφ.): διστάζω να μιλήσω από σεβασμό, ντροπή ή φόβο μήπως γίνω δυσάρεστος: ~ ~ να την κατηγορήσω. Έχω πολλά να πω, αλλά ~ ~., δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) (προφ.): μιλάει αδιάκοπα, φλυαρεί: Δεν έβαζε ~ ~, λες κι είχε φάει γλιστρίδα., δένεται η γλώσσα μου (κόμπος) (μτφ.): δυσκολεύομαι να μιλήσω: Μου δέθηκε η ~ από την αγωνία. Ξαφνιάστηκε τόσο, που του δέθηκε η ~ του κόμπος και δεν είπε λέξη., έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι/παπούτσι (μτφ.-προφ.): στέγνωσε (συνήθ. από τη δίψα)., έχει μεγάλη γλώσσα (προφ.-μτφ.) 1. & έχει μακριά/μια γλώσσα: αυθαδιάζει: ~ ~, πρόσεχε μη σε πιάσει στο στόμα της! 2. κολακεύει, για να εξυπηρετήσει το συμφέρον του. ΣΥΝ. γλείφω (2), έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου (μτφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Μια στιγμή, στην ~ ~ το 'χω (: για λέξη ή έκφραση). [< γαλλ. avoir (un mot) sur le bout de la langue] , η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει (παροιμ.): τα λόγια, συνήθ. τα κακοπροαίρετα σχόλια, μπορεί να πληγώσουν ανεπανόρθωτα: Σκέψου τι θα ξεστομίσεις, ~ ~., κακές γλώσσες & κακά στόματα: (μετωνυμ.) όσοι σχολιάζουν κακοπροαίρετα τους άλλους: ~ ~ διαδίδουν/επιμένουν/υποστηρίζουν ότι ... Οι ~ ~ δεν την έχουν πιάσει στο στόμα τους. Όπως λένε οι ~ ~... Βλ. καλοθελητής.|| Τον έφαγαν οι ~ ~ (= τον γλωσσόφαγαν)! [< γαλλ. (les) mauvaises langues] , μάζεψε τη γλώσσα σου (απειλητ.): πρόσεξε τα λόγια σου, μην αυθαδιάζεις, μη βρίζεις: Για ~ ~, σε παρακαλώ! ~ ~ λιγάκι και μην προσβάλλεις τους άλλους!, μάλλιασε η γλώσσα μου/(σπάν.) το στόμα μου (προφ.) & (σπάν.-λαϊκό) γάνιασε η γλώσσα μου: ως έκφραση αγανάκτησης για τη μάταιη επανάληψη του ίδιου πράγματος: ~ ~ να το λέω/το εξηγώ, μα πού ν' ακούσουν!, με τρώει η γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): θέλω πολύ να πω κάτι που είναι αρνητικό, δυσάρεστο ή μυστικό: Μέρες τώρα ~ ~, αλλά κρατιέμαι., μιλώ άλλη/διαφορετική γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχουμε διαφορετικό τρόπο σκέψης: Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, μιλάμε ~ ~., μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχω τις ίδιες αντιλήψεις, κοινό κώδικα επικοινωνίας: Είναι νωρίς να λες ότι ~άτε την ίδια ~, αφού μόλις γνωριστήκατε., μου βγήκε η γλώσσα (μτφ.-προφ.): λαχανιάζω και κατ' επέκτ. ταλαιπωρούμαι: ~ ~ (έξω) ν' ανεβώ τις σκάλες.|| Του βγαίνει ~ ~ απ' την κούραση (= ξεθεώνεται). Πβ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι., φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! & που να φας τη γλώσσα σου!: (προφ., ως απάντηση) για αποτροπή αρνητικών προβλέψεων: ~ ~ (: πάψε, μη γρουσουζεύεις, μην κακομελετάς) όλα θα πάνε καλά! ΣΥΝ. κουνήσου από τη θέση σου, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, αλέθει η γλώσσα του/της βλ. αλέθω, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) βλ. λανθάνων, η γλώσσα του/της πάει ροδάνι βλ. ροδάνι, θα σου κόψω τη γλώσσα βλ. κόβω, κατάπιε τη γλώσσα του βλ. καταπίνω, λύνεται η γλώσσα μου βλ. λύνω, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης βλ. προτρέχω, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου βλ. βουτώ, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα [< αρχ. γλῶσσα, γαλλ. langue, αγγλ. language, γερμ. Sprache]

δάχτυλο

δάχτυλο δά-χτυ-λο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ύλου} & δάκτυλο 1. καθεμία από τις αρθρωτές οστέινες απολήξεις των άνω και κάτω άκρων του ανθρώπου και των ζώων: λεπτά/μακριά/χοντρά ~α. Τα πέντε ~α του χεριού (βλ. αντίχειρας, δείκτης, μέσος, παράμεσος, μικρός). Η μητέρα κούνησε απειλητικά το ~, γιατί κάναμε αταξία. Μετράει με τα ~α. Αγγίζω κάτι με τις άκρες των ~ων (ΣΥΝ. ακρο~).|| (συνεκδ.) Γάντια με κομμένα/χωρίς ~α (: που δεν καλύπτουν τα δάχτυλα). 2. (συνεκδ.) μέτρο ύψους ή ποσότητας ίσης με το πάχος ενός δαχτύλου: ένα ~ λικέρ/ουίσκι. Τα βιβλία είχαν ένα ~ σκόνη (: πάρα πολύ). Το παντελόνι θέλει ένα ~ κόντεμα (: λιγάκι). ● ΦΡ.: (πατώ/περπατώ) στις άκρες των δαχτύλων: χωρίς να κάνω θόρυβο, προσεκτικά. Πβ. στις μύτες (των ποδιών)., βάζω (κάπου) το δάχτυλό/το δαχτυλάκι μου (μτφ.): παρεμβαίνω, αναμειγνύομαι, έχω συμμετοχή σε κάτι, συνήθ. κρυφά ή ύπουλα: Κάποιος φαίνεται ότι έβαλε ~ του και ακυρώθηκε η συμφωνία. Βλ. ξένος δάκτυλος., δεν κουνά/δεν σηκώνει ούτε το δαχτυλάκι του/ούτε το μικρό του δαχτυλάκι (μτφ.): δεν καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια: Θέλει να του έρθουν όλα βολικά, χωρίς να κουνήσει ~., δεν τον φτάνεις/δεν του μοιάζεις ούτε στο νυχάκι/(μικρό του) δαχτυλάκι/δάχτυλο (εμφατ.): (για πρόσ.) δεν μπορείς να συγκριθείς μαζί του, γιατί είναι πολύ καλύτερος από σένα., κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): προσπαθώ να κρύψω κάτι φανερό και γνωστό, υπεκφεύγω: Δεν μασάω τα λόγια μου ούτε ~ ~. Πβ. εθελοτυφλώ., με το δάχτυλο στη σκανδάλη (μτφ.): είμαι έτοιμος να πυροβολήσω και (ιδ. κατ' επέκτ.) να αμυνθώ, να αντιδράσω σε πιθανή απειλή: Βρίσκονται ~ ~., μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού): πολύ λίγοι, ελάχιστοι: Οι πραγματικοί φίλοι ~ ~. [< γαλλ. on peut les compter sur les doigts (d'une main)] , όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα (μτφ.): για δήλωση διαφοράς ή ανισότητας, κυρ. για ανθρώπους., όποιο δάχτυλο κι αν κόψεις, πονάει (παροιμ.): οι γονείς στενοχωριούνται εξίσου, όταν συμβεί κάτι κακό σε οποιοδήποτε από τα παιδιά τους., παίζω στα δάχτυλα (μτφ.-προφ.) 1. γνωρίζω πολύ καλά, έχω ευχέρεια σε κάτι: Παίζει τους νόμους/όλα τα είδη μουσικής ~. Βλ. αυθεντία, εξπέρ. 2. μεταχειρίζομαι κάποιον με επιδεξιότητα, ώστε να κάνει ό,τι θέλω: Πώς του επιτρέπετε να σας παίζει ~; Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου. Βλ. χειραγωγώ., τον δείχνουν με το δάχτυλο (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): είναι δακτυλοδεικτούμενος., βάζω το δάχτυλο στο μέλι βλ. μέλι, γλιστρά (μέσα) από τα δάχτυλά/από τα χέρια μου βλ. γλιστρώ, θα/να μυρίσω τα δάχτυλά μου/τα νύχια μου; βλ. μυρίζω, να γλείφεις (και) τα δάχτυλά σου! βλ. γλείφω, σταυρώνω τα δάχτυλά μου βλ. σταυρώνω [< μεσν. δάχτυλο(ν), γαλλ. doigt, αγγλ. finger]

ζωή

ζωή ζω-ή ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα που διακρίνει τα έμβια από τα μη έμβια όντα, όπως εκδηλώνεται στις λειτουργίες του μεταβολισμού, της ανάπτυξης, της αναπαραγωγής και κατ' επέκτ. η ύπαρξη: το φαινόμενο της ~ής. Το νερό ως πηγή ~ής.|| Η ανθρώπινη ~ είναι πολύτιμη. Δικαίωμα στη ~. Σκοπός της ~ής. Διακινδύνευσε τη ~ του, για να με σώσει. Μας φυγάδευσε με κίνδυνο της ~ής του. Έχασαν/θυσίασαν τη ~ τους για την ελευθερία. Νίκησαν, αλλά με τίμημα τη ~ χιλιάδων μαχητών. Μία σφαίρα του αφαίρεσε/πήρε τη ~ (= τον σκότωσε). Έφυγε από τη ~ (= δεν ζει πια). Δεν έχει ~ (= θα πεθάνει σύντομα). Δεν βρίσκεται πια στη ~ (= έχει πεθάνει). Διατηρείται στη ~ με τεχνητά μέσα. Χρωστάω τη ~ μου στον γιατρό μου. (απειλητ.) Τα λεφτά σου ή τη ~ σου! Ο ερχομός του έδωσε νόημα στη ~ μου. Είσαι η ~ μου!|| Προηγούμενη ~ (βλ. μετεμψύχωση).|| (μτφ.) Ο σχεδιαστής έδωσε ~ σε χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων. ΑΝΤ. θάνατος (1) 2. (συνεκδ.) τα έμβια όντα ως σύνολο: θαλάσσια ~. (Α)κυτταρική μορφή ~ής. Υπάρχει ~ σε άλλους πλανήτες; 3. η περίοδος από τη γέννηση (ή από άλλο χρονικό σημείο) ως τον θάνατο (ή ως μια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής) και ειδικότ. τα γεγονότα που έχει ζήσει κάποιος, ο βίος του: διάρκεια/μέσος όρος ~ής. Σχέση ~ής (: μακροχρόνια και ουσιαστική). Στα πρώτα βήματα της ~ής (= στα παιδικά χρόνια). Τι κάνεις στη ~ σου (= πώς περνάς, με τι ασχολείσαι); Δεν έκανε τίποτα (ενν. σπουδαίο ή δημιουργικό) στη ~ του. Ευκαιρίες που τυχαίνουν μία φορά στη ~. Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί στη ~ μου. Όλη μου τη ~ δουλεύω. Παρέμεινε στο εξωτερικό για το υπόλοιπο της ~ής της. Τα λόγια του θα τα θυμάμαι για/σε όλη μου τη ~.|| ~ γεμάτη αγώνες/βάσανα (πβ. σκυλο~)/προκλήσεις/χαρές. Η ~ και το έργο του ποιητή. Σημαντικοί σταθμοί στη ~ της. Ταινία θα γίνει η ~ της δημοφιλούς ηθοποιού. Γράφει βιβλίο για τη ~ του (βλ. αυτοβιογραφία). 4. ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος, διαβίωση και ειδικότ. το σύνολο των δραστηριοτήτων σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο ή σε συγκεκριμένο τομέα: αληθινή/ανέμελη/άνετη (βλ. ευζωία)/γλυκιά (πβ. ντόλτσε βίτα)/δύσκολη/εύκολη/ήσυχη/λιτή/μαύρη/παραμυθένια/πραγματική/σκληρή/σκυλίσια ~. Έκανε άστατη ~. Έχει πλούσια ερωτική ~. Αρχίζω μια καινούργια ~. Ο χορός είναι η ~ μου. Αφιέρωσε τη ~ του στην επιστήμη. Η ~ στην πρωτεύουσα έχει ακριβύνει πολύ. Την έβγαλε από τη ~ του (= τα χάλασε μαζί της). Μου αναστάτωσε τη ~. Με τη γέννηση του παιδιού, η ~ μας άλλαξε. Το πλυντήριο έκανε τη ~ μας ευκολότερη. Βελτιώσεις που έφερε στη ~ των ανθρώπων η τεχνολογία. Δεν είναι ~ αυτή (: ως εκδήλωση δυσφορίας)! Βλ. παλιο~.|| Οικογενειακή/στρατιωτική/φοιτητική ~. Η κοινωνική/πνευματική ~ της χώρας. Η καλλιτεχνική/νυχτερινή/πολιτική ~ του τόπου. Η ~ στην πόλη/στην ύπαιθρο/τον προηγούμενο αιώνα. 5. η πραγματικότητα του βίου ως εμπειρία: πείρα βγαλμένη από τη ~. Τι ξέρεις από τη ~ εσύ; Για να μάθεις τη ~, πρέπει να τη ζήσεις. Τέλειωσε το γυμνάσιο και βγήκε στη ~ (= στη βιοπάλη). Σπούδασε στο σχολείο της ~ής (: κατ' αντιδιαστολή προς την εγκύκλια εκπαίδευση). Η ~ με δίδαξε να δίνω αξία στους ανθρώπους. Αυτά έχει/έτσι είναι η ~! Πάρε τη ~ στα χέρια σου (: ανάλαβε πρωτοβουλίες). Θέλει να έχει τη δική της ~ (: να είναι ανεξάρτητη). 6. (μτφ.) (για πρόσ.) ενεργητικότητα, ζωντάνια· (για περιοχές) έντονη δραστηριότητα: Άνθρωπος που ξεχειλίζει από ~. Είναι γεμάτος ~ (= ζωτικότητα) και αισιοδοξία. Δεν έχει ~ (= ψυχή) μέσα του.|| Το νησί δεν έχει καθόλου ~ τον χειμώνα. Η πόλη σφύζει από ~. Πβ. κίνηση, κυκλοφορία. ΑΝΤ. νέκρα. 7. (μτφ.) (κυρ. για μηχανές, επιχειρήσεις) διάρκεια λειτουργίας ή αντοχής: η ~ της μπαταρίας. Η εταιρεία στη σύντομη ~ της κατάφερε να κυριαρχήσει στην αγορά. (ΟΙΚΟΝ.) Η ωφέλιμη ~ των παγίων.ζωές (οι): άνθρωποι: Απειλούνται ανθρώπινες ~. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χάθηκαν εκατομμύρια ~ (= ψυχές). Φάρμακο που σώζει ~. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή & (λόγ.) η αιώνιος ζωή: ΘΕΟΛ. η μεταθανάτια. Βλ. επίγεια/ουράνια ~., καλή ζωή: υψηλό βιοτικό επίπεδο: ~ ~ και μακροζωία/υγεία., μεγάλη ζωή: πολυτελής και κοσμικός τρόπος διαβίωσης: χλιδή και ~ ~., ποιότητα ζωής: το επίπεδο διαβίωσης που καθορίζεται κυρ. από τη διατήρηση καθαρού περιβάλλοντος, από τις ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και από τις δυνατότητες αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου: χαμηλή/υψηλή ~ ~. Βελτίωση/εξασθένιση/υποβάθμιση της ~ας ~ (των κατοίκων της πόλης).|| Η ~ ~ των ασθενών. [< αγγλ. quality of life, 1943] , υποστήριξη της ζωής: οτιδήποτε συμβάλλει στη διατήρησή της: (ΙΑΤΡ.) βασική (βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση/ανάνηψη)/εξειδικευμένη/μηχανική ~ ~. (ΟΙΚΟΛ.) Συστήματα ~ης ~ του πλανήτη (βλ. βιοποικιλότητα, βιόσφαιρα). [< αγγλ. life-support, 1959] , άγρια ζωή βλ. άγριος, ασφάλεια ζωής βλ. ασφάλεια, βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης βλ. βιοτικός, διπλή ζωή βλ. διπλός, έντονη ζωή βλ. έντονος, επιστήμες της ζωής βλ. επιστήμη, η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος βλ. δημόσιος, ημιπερίοδος ζωής βλ. ημιπερίοδος2, ημίσεια ζωή βλ. ήμισυς, ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος βλ. ιδιωτικός, καθιστική ζωή βλ. καθιστικός, κόστος ζωής βλ. κόστος, κύκλος ζωής βλ. κύκλος, σημεία ζωής βλ. σημείο, στάση ζωής βλ. στάση, το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης βλ. προσδόκιμος ● ΦΡ.: βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του: αυτοκτονεί: Αποφάσισε/προσπάθησε να βάλει τέλος ~., έδωσε τη ζωή του: για κάποιον που πέθανε για ένα ιδανικό ή κατ' επέκτ. αφιερώθηκε σε αυτό: Τιμάμε τους πολεμιστές που έδωσαν ~ τους για την πατρίδα.|| Έδωσε ~ της (= θυσιάστηκε) για τη σωτηρία της ανθρωπότητας., έδωσε/χάρισε ζωή σε ... 1. έγινε δωρητής οργάνων: ~ ~ σε συνανθρώπους μας, προσφέροντας τα όργανά του για μεταμόσχευση.|| (παλαιότ. για κάποιον καταδικασμένο σε θάνατο) Ο βασιλιάς του χάρισε τη ~ (: του έδωσε χάρη). 2. (μτφ.) αναζωογόνησε: Έδωσε ~ (= πνοή) στη ναυτιλία/στην πόλη., εν ζωή (λόγ.): για κάποιον που είναι ακόμη ζωντανός, στη ζωή: Ο σημαντικότερος ~ ~ συγγραφέας. Δωρεά ~ ~. ΑΝΤ. μετά θάνατο(ν), έχω φάει τη ζωή με το κουτάλι (προφ.): έχω μεγάλη πείρα της ζωής., ζωή μου!: ως προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο., ζωή σε (λόγου) σας (προφ.): ως έκφραση συλλυπητηρίων σε συγγενείς ή/και οικείους νεκρού: Θεός σχωρέσ' τον, ~ ~ μας., ζωή χαρισάμενη/ζωή και κότα (προφ.): ευτυχισμένη, ανέμελη, γεμάτη απολαύσεις και καλοπέραση, χωρίς προβλήματα και βάσανα: Περνούν ~ ~., κάνω/ζω τη ζωή μου: ζω όπως επιθυμώ, συνήθ. ανέμελα, χωρίς υποχρεώσεις: Θέλει να ταξιδέψει, να κάνει ~ της. Χαλάρωσε και ζήσε ~ σου! [< γαλλ. vivre ma vie] , μεταξύ ζωής και θανάτου: για ετοιμοθάνατο και γενικότ. για κάθε οριακή κατάσταση: Βρίσκεται ~ ~.|| Μάχη (μεταξύ) ~ ~., μια ζωή (για δήλωση δυσφορίας): από παλιά, πάντα, συνεχώς: ~ ~ τα ίδια λάθη!, μια ζωή την έχουμε (προφ.): η ζωή είναι σύντομη και για αυτό πρέπει να την απολαμβάνουμε., μια ολόκληρη ζωή (προφ.): για πάντα· (επιτατ.) για δήλωση ενός συγκεκριμένου, μικρού ή μεγάλου, χρονικού διαστήματος: φίλοι ~ ~. Αυτοκίνητο/έπιπλα/σπίτι για ~ ~/μια ζωή. Είναι νέος κι έχει ~ ~ (= το μέλλον) μπροστά του.|| Απαιτείται/δεν του φτάνει ~ ~ για να ... Τίναξε στον αέρα ό,τι έχτιζε ~ ~., ξανάφτιαξε τη ζωή του/της: ξαναπαντρεύτηκε. [< γαλλ. refaire sa vie] , ποτέ στη ζωή μου (εμφατ.): ποτέ: Δεν θα το ξεχάσω ~ ~ (: μέχρι να πεθάνω). Ποτέ, μα ~ ~ (= ως τώρα) δεν επιδίωξα να ..., στη ζωή και στο(ν) θάνατο: για πάντα, σε καλές και κακές περιστάσεις: Ορκίστηκαν να είναι μαζί ~ ~., στη ζωή μου/της μάνας μου/των παιδιών μου (προφ.): ως όρκος προς επικύρωση των λεγομένων: ~ ~ μου, δεν το έκανα εγώ! Πβ. μα την πίστη μου!, σε ό,τι έχω ιερό., του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο (προφ.): του δημιουργώ συνεχώς προβλήματα, δεν τον αφήνω να ηρεμήσει, κυρ. ψυχολογικά ή συναισθηματικά: Μου κάνει ~ ~ (= με ζορίζει, ταλαιπωρεί). ΣΥΝ. μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο, φιλί (της) ζωής: τεχνητή αναπνοή με εκπνοή στο στόμα και κατ' επέκτ. διάσωση την τελευταία στιγμή: Ο ναυαγοσώστης τού έδωσε το ~ της ~.|| (συχνότ. μτφ.) ~ ~ στην οικονομία. Οι βροχές έδωσαν το ~ ~ στα σιτηρά. Πβ. ενίσχυση, τόνωση. [< αγγλ. kiss of life, 1961] , αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου βλ. αγώνας, αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα βλ. αλλάζω, βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, δίνω (μια) ανάσα (ζωής) βλ. ανάσα, είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου) βλ. νήμα, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, εφ' όρου ζωής βλ. όρος, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, η ιστορία της ζωής μου βλ. ιστορία, κρατώ κάποιον ζωντανό/στη ζωή βλ. κρατώ, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο θάνατός σου, η ζωή μου! βλ. θάνατος, στοίχισε τη ζωή (σε κάποιον) βλ. στοιχίζει, το αλάτι/το άλας της γης/της ζωής βλ. άλας, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω ● βλ. ζωούλα [< αρχ. ζωή, γαλλ. vie, αγγλ. life, γερμ. Leben]

ζωόμορφος

ζωόμορφος, η, ο ζω-ό-μορ-φος επίθ. (λόγ.): που έχει μορφή ή χαρακτηριστικά ζώου: ~ος: θεός. ~η: όψη. ~ο: αγγείο/ειδώλιο. ~ες: παραστάσεις. ~α: όντα. Βλ. ανθρωπόμορφος, -μορφος. [< μτγν. ζῳόμορφος, γαλλ. zoomorphe]

-ίδι

-ίδι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο. 2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα). 3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.

κάθομαι

κάθομαι κά-θο-μαι ρ. (αμτβ.) {κάθ-ισα (σπάν. -ησα) κ. (προφ.) έκατσα (προστ. κάθισε κ. προφ. κάτσε), -ίσω κ. (προφ.) κάτσω, καθισμένος (λόγ.) καθήμενος} 1. δίνω στο σώμα μου τέτοια θέση, ώστε το βάρος του να στηρίζεται στους γλουτούς, συνήθ. με τον κορμό κάθετα στους μηρούς: ~ισε στον καναπέ/στην καρέκλα/στο κρεβάτι/στο πάτωμα/στο χαλί. ~ισαν στο τραπέζι για να φάνε (: ενν. σε καθίσματα γύρω από αυτό). Δεν βρήκα πουθενά να κάτσω. Βλ. ανα~, καθίζω, παρα~.|| (προφ.) Κάτσε κάτω (: μην είσαι όρθιος)! Έλα κάθισε/κάτσε κοντά μου! Kαθίστε, παρακαλώ!|| (προφ., πριν ανακοινώσει κάποιος κάτι συνταρακτικό) ~εσαι; Γιατί έχω κάτι φοβερό να σου πω!|| ~ ανακούρκουδα/καταγής/οκλαδόν/σταυροπόδι. Καθισμένος στα γόνατα.|| (σε κατάστημα) ~εται στο ταμείο (: εισπράττει τα χρήματα). 2. στέκομαι: ~ όρθιος. ~όταν στο παράθυρο. Έκατσα στην άκρη και περίμενα. 3. (προφ.) κατοικώ, μένω: ~εται στην οδό .../στην πόλη/στο εξωτερικό. Τώρα ~όμαστε σε άλλη γειτονιά. ~ονται σε διαμέρισμα/μονοκατοικία. Πβ. διαμένω.|| ~εται πολλές ώρες στη δουλειά. Θα κάτσω μέσα (: ενν. στο σπίτι), δεν θα βγω. Πόσες μέρες θα ~ίσεις στο νησί; Θα κάτσουμε κι άλλο ή θα φύγουμε; ~ισε καιρό στην εξουσία/στο νοσοκομείο. Πβ. παραμένω. 4. (προφ.) βρίσκομαι σε συγκεκριμένη κατάσταση: Κάτσε ήσυχα/φρόνιμος!|| ~εται με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση.|| (εμφατ., + και/να) Τι ~εσαι και ασχολείσαι/δίνεις σημασία/κλαις/κοιτάς/στενοχωριέσαι; Κάτσε και πες τα μου όλα! Ας κάτσουμε να μιλήσουμε! 5. (προφ.) ανέχομαι: ~εσαι και σε προσβάλλουν; Δεν θα κάτσω να με κλέψει κι από πάνω!|| (για παιδί) Δεν ~εται (= δέχεται) να το ταΐσω (: αντιδρά, αντιστέκεται)! 6. (προφ.) αδρανώ, τεμπελιάζω: Tι ~εσαι και δεν βοηθάς; Όλη τη μέρα ~εται (= δεν ασχολείται με τίποτα, δεν εργάζεται). Μην ~εσαι (= μην μένεις άπρακτος), κουνήσου!|| Εδώ γίνεται χαμός κι εσύ ~εσαι;κάθεται {συνήθ. στο θ. του αορίστου} (μτφ.-προφ.) 1. υφίσταται καθίζηση, κατακάθεται: ~ισε ο δρόμος (/η άσφαλτος)/το κέικ (= δεν φούσκωσε)/το λάστιχο (= έσκασε)/το πάτωμα (= βούλιαξε)/η σκόνη. 2. πέφτει σε απόδοση: Η ομάδα ~ισε αδικαιολόγητα και οι αντίπαλοι μείωσαν το σκορ. Η αγορά έχει ~ίσει., κάτσε/κάθισε (+ να, προφ.): περίμενε, στάσου: ~ να δεις τι θα γίνει σε λίγο! ~ να σιγουρευτούμε πρώτα και μετά βλέπουμε! ● ΦΡ.: (μου) έκατσε (προφ.): είχε θετική ή επιθυμητή εξέλιξη· έτυχε: Ήθελα να πάω στη συναυλία, αλλά δεν μου 'κατσε. Της ~ μια καλή δουλειά. Αν μου κάτσει το λαχείο, θα ..., εκεί που καθόμουν ... (σε αφήγηση): για κάτι ξαφνικό που επακολούθησε: ~ ~ κι έβλεπα τηλεόραση/ωραία και καλά, χτυπάει το τηλέφωνο!, κάτσε καλά! (προφ.): ως απειλή, προειδοποίηση ή επίκριση: (Για) ~ ~ μη σου αστράψω καμία/που θες και ...! ~ ~ και μην ξανοίγεσαι, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι!, κι ακόμα κάθεσαι/και κάθεσαι ακόμα; (προφ., ως έντονη προτροπή): μη διστάζεις, τρέχα, βιάσου: Ζήτησε να σε δει ~ ~;, μου 'κατσε/μου την έκατσε να ... (προφ.): μου μπήκε η ιδέα: Του ~ να φάει παγωτό!, μου την έκατσε (αργκό): με εξαπάτησε, με κορόιδεψε· μου την έφερε., όχι (που) θα/σιγά μην κάτσω να (σκάσω) (προφ.): ως δήλωση αδιαφορίας: ~ ~ ν' ασχοληθώ/να στενοχωρηθώ! Σιγά μην κάτσω να σκάσω, ας γίνει ό,τι γίνει (= δεν δίνω δεκάρα τσακιστή, δεν μου καίγεται καρφί, σκασίλα μου)!, την κάτσαμε (τη βάρκα) (αργκό): βρίσκομαι σε δεινή θέση: Αν μας πιάσουν, ~ ~ (= τη βάψαμε, την κάναμε από κούπες, την πατήσαμε)!, του κάθισε (αργκό): για γυναίκα που αποδέχτηκε τις ερωτικές προτάσεις κάποιου, ενέδωσε., δεν κάθεται/δεν στέκεται σε χλωρό κλαρί βλ. χλωρός, καθίζω κάποιον/κάθομαι στο σκαμνί βλ. σκαμνί, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα βλ. κάρβουνο, κάθομαι σαν (την) κότα βλ. κότα, κάθομαι στ' αβγά μου βλ. αβγό & αυγό, κάθομαι στα θρανία βλ. θρανίο, κάθομαι στη γωνιά μου βλ. γωνιά, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις βλ. δάσκαλος, δασκάλα, μου κάθεται/μου στέκεται στο(ν) λαιμό/στο στομάχι βλ. λαιμός, πριονίζω το κλαδί (πάνω) στο οποίο κάθεται (κάποιος)/την καρέκλα (κάποιου) βλ. κλαδί, σήκω εσύ, να κάτσω εγώ βλ. σηκώνω, σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε βλ. σηκώνω, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον λαιμό να σου (/του ...) κάτσει! βλ. λαιμός, του έχει καθίσει στον σβέρκο βλ. σβέρκος, τρία πουλάκια κάθονται/κάθονταν βλ. πουλάκι [< μεσν. κάθομαι]

κόρακας

κόρακας κό-ρα-κας ουσ. (αρσ.) {-α (προφ.) -άκου}: ΟΡΝΙΘ. κοράκι: αυτοκρατορικός/μαύρος ~. Η κραυγή/φωλιά του ~α. Βλ. θαλασσο~, νυχτο~, φαλακρο~. ● ΦΡ.: άι/άντε στον κόρακα! & (σπάν.) άι στον λύκο! (υβριστ.): εξαφανίσου, χάσου. Πβ. άι/α/άντε στο διά(β)ολο!, κακού κόρακος, κακόν ωόν (λόγ. παροιμ.): ο κακός δάσκαλος βγάζει κακούς μαθητές., κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ ανθρώπων διεφθαρμένων ή/και με κοινά συμφέροντα., κοράκου χρώμα: για κάτι κατάμαυρο: μαλλιά ~ ~., όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι (παροιμ.): για κάτι αδύνατο, ανέφικτο. [< μεσν. κόρακας]

κόσμος

κόσμος κό-σμος ουσ. (αρσ.) 1. το Σύμπαν και γενικότ. κάθε πλανητικό σύστημα: η γέννηση/η γνώση/η δημιουργία/η καταστροφή/τα μυστήρια/η σύλληψη (= κοσμοθεωρία) του ~ου. Βασικές αρχές που διέπουν τον ~ο. Ο άνθρωπος/εμείς κι ο ~ (πβ. φύση). Φαινόμενο τόσο παλιό όσο και ο ~. Πβ. πλάση.|| Συμπαντικοί ~οι. ~οι και γαλαξίες. Αναζήτηση εξωγήινων ~ων. 2. (ειδικότ.) η Γη με τους κατοίκους της και καθετί πάνω σε αυτή, η υφήλιος: ο γύρος/τα διάφορα μέρη/η ιστορία/η πορεία/οι φυλές του ~ου. Ανακάλυψη/εξερεύνηση/κατάκτηση/χάρτης του ~ου. Ο ~ μέσα από τα μάτια των παιδιών. Του ~ου τα παράξενα/περίεργα! Ο πιο πλούσιος άνθρωπος του ~ου. Νέα από την Ελλάδα και όλο τον ~ο. Εκατομμύρια άνθρωποι στον ~ο ... Ταξίδια ανά τον ~ο. Γνωστός/μοναδικός σε όλο τον ~ο. Ο ~ του αύριο. Αγώνας/ελπίδες/όνειρα για έναν καλύτερο ~ο. Άλλαξε τη ροή του ~ου. Σε έναν ~ο που συνεχώς αλλάζει/προοδεύει. Ζήτημα που αφορά όλο τον ~ο (= παγκόσμιο). Σε τι ~ο ζούμε; Πού πάει ο ~ (: τι εξέλιξη θα έχει); Πβ. ανθρωπότητα, οικουμένη, υδρόγειος. 3. τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου: Ο ~ λέει/νομίζει ότι ... Όλος ο ~ ξεσηκώθηκε/σας είδε/το ξέρει. Έχει βουίξει ο ~ (= ο τόπος). Πάει, τρελάθηκε ο ~! Αναστάτωσε/σήκωσε στο πόδι όλον τον ~ο. Η γνώμη του ~ου (πβ. κοινή γνώμη). Η νοοτροπία του ~ου. (ειρων.) Προβλήματα που έχει ο ~! Ο ~ του σχολείου. Πβ. γειτονιά, κοινωνία, περιβάλλον, περίγυρος.|| (πλήθος ατόμων:) Έχει έρθει/μαζευτεί/συγκεντρωθεί πολύς ~ έξω από ... (πβ. πολυκοσμία). Καλωσόρισε/χαιρέτησε τον ~ο (= τους παρευρισκόμενους). Βγήκε ο ~ στους δρόμους. Κοροϊδεύει τον ~ο. Ευχαρίστησε τον ~ο που ... Κανείς στον ~ο δεν θα με εμποδίσει. Δεν είχαν ~ο τα καταστήματα (: πολλούς πελάτες, μεγάλη κίνηση). Έχω ~ο στο σπίτι (= επισκέπτες/καλεσμένους). Διαλέγει τον ~ο (= τις παρέες) που συναναστρέφεται. Απηύθυνε πρόσκληση στον ~ο (= στους πολίτες) να ... 4. (αφηρ.) κοινωνική ζωή, οργάνωση: Δεν έχει βγει στον ~ο (: είναι άβγαλτος). Δεν έχει πείρα του ~ου. Ζει έξω/μακριά από τον ~ο (= αποκομμένος, απομονωμένος). Είναι μόνος του στον ~ο (: δεν έχει οικογένεια). Σ' έναν ζοφερό ~ο. Γκρεμίστηκε ο ~ της (: αναστατώθηκε η ζωή της). Άφησε τον ~ο (= τα επίγεια, τα εγκόσμια) και πήγε να μονάσει. Βλ. καθημερινότητα. 5. σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, ως προς την ιστορική περίοδο που έζησαν, τη γεωγραφική περιοχή, το θρήσκευμα, την ιδεολογία, την επαγγελματική ιδιότητα, τα ενδιαφέροντα: ο αρχαίος (ελληνικός)/βυζαντινός/μεσαιωνικός/νεότερος/σύγχρονος ~. Η ακμή και παρακμή του ρωμαϊκού ~ου. Βλ. εποχή.|| Ο ~ της Ανατολής/Δύσης.|| Ο μουσουλμανικός/χριστιανικός ~ (= οι μουσουλμάνοι/χριστιανοί).|| Ο καπιταλιστικός/κομμουνιστικός/σοσιαλιστικός ~.|| Ο αγροτικός/εμπορικός/επιχειρηματικός/καλλιτεχνικός/πολιτικός/φίλαθλος ~. Ο ~ του αθλητισμού/των γραμμάτων και των τεχνών/της επιστήμης/του θεάματος/της μόδας/της μουσικής/της οικονομίας/της πολιτικής. Οι αγώνες/διεκδικήσεις του εργατικού ~ου. 6. σύνολο οργανωμένων στοιχείων, εννοιών, οντοτήτων: ορατός/πραγματικός ~. Ο φυσικός ~ (πβ. φυσικό περιβάλλον). Ο θαυμαστός ~ του βυθού/της θάλασσας (= υδάτινος, υποβρύχιος). Μικροσκοπικός ~ (πβ. μικρόκοσμος· βλ. μακρόκοσμος). Βλ. βιόκοσμος.|| Αόρατος/μαγικός/σκοτεινός ~. Ο ~ των ιδεών/των ονείρων/του παραμυθιού/των πνευμάτων/του υπερφυσικού (πβ. σφαίρα). Ο πνευματικός/συναισθηματικός/ψυχικός ~ του εφήβου/παιδιού. Βιβλία που ανοίγουν παράθυρα/πύλες στον ~ο της γνώσης. Διακριτοί/δυνητικοί/εξωτικοί/μυθικοί/παράλληλοι/πιθανοί/φανταστικοί ~οι. Ένας άλλος/καινούργιος ~ αποκαλύφθηκε/ξεδιπλώθηκε/ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους. Γεφύρωση δύο διαφορετικών ~ων. Ταξίδια σε άγνωστους ~ους. Πλάθω νέους ~ους με τον νου/τη φαντασία.|| Ο εικονικός/τρισδιάστατος/ψηφιακός ~. Ο ~ του διαδικτύου/των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Βλ. κυβερνο~. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωπος του κόσμου: που είναι πολύ κοινωνικός και έχει πείρα της ζωής. Πβ. κοσμικός, περπατημένος., εσωτερικός κόσμος: το σύνολο των πνευματικών και ηθικών χαρακτηριστικών κάποιου προσώπου: μοναδικός/πλούσιος/φτωχός ~ ~. Ο ~ ~ του παιδιού/του συγγραφέα. Το διάβασμα/οι τέχνες καλλιεργούν τον ~ό ~ο., ο καλός κόσμος: τα υψηλά κοινωνικά στρώματα· η καλή κοινωνία: Οι κυρίες του ~ού ~ου. Κατάφερε να μπει στα σαλόνια του ~ού ~ου. Πβ. αριστοκρατία.|| (ειρων.) Μαζεύτηκε όλος ~ ~! Πβ. η σάρα και η μάρα., Παλαιός Κόσμος: η Ασία, η Αφρική και κυρ. η Ευρώπη., αναπτυσσόμενες χώρες βλ. αναπτύσσω, Νέος Κόσμος βλ. νέος, ο μάταιος κόσμος βλ. μάταιος, πολίτης του κόσμου βλ. πολίτης, Τέταρτος Κόσμος βλ. τέταρτος, Τρίτος Κόσμος βλ. τρίτος, ψυχή του κόσμου βλ. ψυχή ● ΦΡ.: δεν ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο/δεν είναι του κόσμου τούτου/είναι από άλλο κόσμο: για κάποιον που είναι ξεχωριστός, μοναδικός ή για κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις τρέχουσες αντιλήψεις., είναι/ζει στον κόσμο του/στον δικό του κόσμο/σε άλλο κόσμο/στην κοσμάρα του & στον κόσμο του/στην κοσμάρα του (ειρων.): για πρόσωπο που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας: Εγώ του μιλάω, κι αυτός στον κόσμο του! Πβ. τον χαβά του., έτσι/αυτός είναι ο κόσμος! (προφ.): ως έκφραση συγκατάβασης, αποδοχής μιας δυσάρεστης συνήθ. κατάστασης: Τι να κάνουμε; ~ ~! Σήμερα σου μιλούν, αύριο δεν θέλουν να σε ξέρουν! ~ ~! Πβ. αυτά έχει/έχουν..., και τι στον κόσμο! (προφ.): για να δηλωθεί επιθυμία να συμβεί κάτι που θεωρείται αδύνατο, απίθανο: Αυτό να δω ~ ~!, κατά κόσμον: προς δήλωση του βαφτιστικού ονόματος και του επιθέτου, συνήθ. ιερέα ή μοναχού: (όταν προηγείται το ιερατικό όνομα:) Αρχιμανδρίτης/ιερομόναχος/μητροπολίτης/πατριάρχης ..., ~ ~ ...|| (κατ' επέκτ., όταν προηγείται το ψευδώνυμο:) Οδυσσέας Ελύτης, ~ ~ Οδυσσέας Αλεπουδέλης.|| (χιουμορ.) Μπίλι ή ~ ~ Βασίλης., κόσμε!: ως κλητική προσφώνηση: Εμπρός/ξύπνα ~! Α, ρε, ~ άκαρδε/ψεύτη! Βοήθεια, ~ (/χριστιανοί)!|| (από μικροπωλητή) Πάρε/περάστε/τρέξε, ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Πέρασε, ~ να δεις τα χαΐρια τους! Τρέμε, ~! Έρχεται ο ..., κόσμος και ντουνιάς (προφ.-εμφατ.): πολύς και κάθε λογής κόσμος: ~ ~ περνάει από εκεί. Ήρθε/μαζεύτηκε ~ ~ Πβ. κόσμος και κοσμάκης., με/για τίποτα στον κόσμο: (με άρνηση-εμφατ.) σε καμία περίπτωση, για κανένα λόγο: Δεν φεύγω/δεν το χάνω ~ ~! ~ ~ μη σταματήσεις/μην τα παρατήσεις! ΣΥΝ. για όλο το χρυσάφι του κόσμου, επ' ουδενί (λόγω), με κανέναν τρόπο, με τίποτα (1), μπροστά σε/στον κόσμο: για πράξεις που γίνονται παρουσία και άλλων ατόμων, δημοσίως: Μη μαλώνετε ~ ~! Δεν αισθάνομαι άνετα, όταν βρίσκομαι/τραγουδάω ~ ~. Πβ. σε κοινή/σε δημόσια θέα., ο έξω κόσμος: το εξωτερικό περιβάλλον: Δεν έχει καμία επαφή με τον ~ ~ο (: ζει απομονωμένος). Είχα ξεχάσει πώς είναι ~ ~ (: είχα καιρό να βγω έξω)., ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω & (σπάν.) αναποδογύρισε ο κόσμος: προκλήθηκαν συνταρακτικές αλλαγές, έγιναν μεγάλες ανακατατάξεις., ο κόσμος το 'χει τούμπανο/βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι (παροιμ.): για κάτι που οι άμεσα ενδιαφερόμενοι αποκρύπτουν, ενώ στην ουσία το γνωρίζουν όλοι., ο πολύς (ο) κόσμος: οι περισσότεροι άνθρωποι: ~ ~ νομίζει/πιστεύει ότι ... Βιβλίο άγνωστο στον ~ύ ~ο. Στη συνείδηση του ~ύ ~ου ... Τον περισσότερο ~ο δεν τον απασχολούν τέτοια θέματα. Πβ. ευρύ κοινό, μάζα, όχλος. ΣΥΝ. πολλοί (1), όμορφος κόσμος (ηθικός), αγγελικά πλασμένος (συνήθ. ειρων.): για να δηλωθεί ότι μία άσχημη κατάσταση παρουσιάζεται ως ωραία., στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης (μτφ.): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Έφτασε ~ ~., στον άλλο κόσμο: στον κάτω κόσμο· γενικότ. για αναφορά στη μεταθανάτια ζωή: Πήγε ~ ~ (= πέθανε). Τον έστειλε ~ ~ (= τον σκότωσε)., τι σου είναι ο κόσμος!: προς δήλωση αποδοκιμασίας, δυσαρέσκειας ή έκπληξης, θαυμασμού. Βλ. τι σου είναι ο άνθρωπος!, το κέντρο του κόσμου: το επίκεντρο: Πόλη που έγινε ~ ~. Νομίζει ότι είναι ~ ~ (βλ. εγωκεντρικός). Πβ. ο ομφαλός της Γης., του κόσμου (εμφατ.) 1. για μεγάλη ποσότητα: Ξόδεψε ~ ~ τα λεφτά! Μας είπε ~ ~ τις αηδίες/τα ψέματα! Έχει ~ ~ τα καλά και παραπονιέται κι από πάνω. 2. της καλής κοινωνίας: Κυρία ~ ~ με εκλεπτυσμένους τρόπους., (τι) μικρός που είναι ο κόσμος/πόσο μικρός είναι ο κόσμος! βλ. μικρός, απαρνούμαι τα εγκόσμια/τον κόσμο βλ. εγκόσμιος, από καταβολής κόσμου βλ. καταβολή, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης βλ. κτίση, για όλο το χρυσάφι του κόσμου βλ. χρυσάφι, για τα μάτια του κόσμου βλ. μάτι, δεν χάθηκε/δεν χάλασε/δεν θα χαλάσει (κι) ο κόσμος βλ. χαλώ, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, έφαγα τον κόσμο βλ. τρώω, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) βλ. βασιλεύω, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, κάνω το(ν) γύρο του κόσμου βλ. γύρος, κόσμος και κοσμάκης βλ. κοσμάκης, ο κάτω κόσμος βλ. κάτω, ο κόσμος να χαλάσει βλ. χαλώ, ο κόσμος της νύχτας βλ. νύχτα, ο ομφαλός της Γης βλ. ομφαλός, ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος βλ. πάνω & επάνω, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, συντέλεια του κόσμου βλ. συντέλεια, τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας βλ. θαύμα, τα ύστερα του κόσμου βλ. ύστερος, τρελαίνει κόσμο βλ. τρελαίνω, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω, χαλάει κόσμο βλ. χαλώ, χαλάει ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλάει τον κόσμο βλ. χαλώ, χάλασε ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλασμός Κυρίου/κόσμου βλ. χαλασμός [< 1,2,3,4: αρχ., μτγν. κόσμος, αγγλ.-γαλλ. cosmos 5,6: γαλλ. monde]

λίγο

λίγο λί-γο επίρρ. {λιγότ-ερο}: για να δηλωθεί μικρή ποσότητα, ένταση, απόσταση ή χρονική διάρκεια: ~ ακόμα/αργά/μακριά/μετά τα μεσάνυχτα/πιο γρήγορα. Είμαι ~ (= κατά τι, μια ιδέα, μια στάλα, ολίγον τι) καλύτερα. Νιώθω ~ (= κάπως) κουρασμένος. Ακούω ~ απ' όλα (ενν. τα είδη μουσικής). ~ να ζοριστεί, τα παρατά. Κάτι ~ πρόσφερα κι εγώ. -Αγχώθηκες; -~... (προφ.) Θέλει ~ προσοχή/υπομονή. Όλα τα ωραία κρατάνε (για) ~. Σε ~ θα ξημερώσει. Έχουν αργήσει ~. Έμεινε πολύ ~. Πονώ ~ερο από χθες.|| (προφ., έκφρ. ευγένειας) Κάνεις ~ στην άκρη; Θέλεις ~ παγωτό; ΑΝΤ. πολύ (1) ● Υποκ.: λιγάκι & λιγουλάκι ● ΦΡ.: κάθε λίγο (και λιγάκι)/κάθε τόσο (και λιγάκι)/κάθε τρεις και λίγο & (σπάν.) κάθε τρεις και δυο (προφ.): πολύ συχνά: ~ ~, μας κουβαλιέται/τρέχει στους γιατρούς., λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... (προφ.): για κάτι που δεν συνέβη, αν και έφτασε πολύ κοντά στο να γίνει: ~ έλειψε να πιαστούν στα χέρια. ~ ακόμα και θα χάναμε την πτήση. ~ ήθελε να αποβληθεί. Πβ. μόνο που δεν, παραλίγο, σχεδόν.|| (με αναφορά στο παρόν-μέλλον:) Η κατάσταση ~ θέλει για να/και θα ξεφύγει., λίγο πολύ/λίγο ή πολύ/λίγο ως(/έως) πολύ (προφ.): σε έναν ορισμένο βαθμό, περίπου: ~ ~ όλοι έχουν δίκιο. Η ιστορία είναι ~ ~ γνωστή σε όλους. Όλοι ~ ~ θα έχετε ακούσει για ... Πβ. πάνω κάτω., λίγο-λίγο & λίγο λίγο (προφ.-επιτατ.): (για ποσότητα ή χρονικό διάστημα) αργά, βαθμιαία, σταδιακά: ~ ~ θα συνηθίσεις. Ρίχνουμε ~ ~ το γάλα. Πβ. ολίγον κατ' ολίγον. ΣΥΝ. σιγά-σιγά, ούτε λίγο ούτε πολύ (προφ.): για να δηλωθεί κάτι ξεκάθαρα και με ακρίβεια: ~ ~ μου ζήτησε να φύγω από το σπίτι. Την κατηγόρησαν ~ ~ για ... Αυτό ~ ~ (: δηλαδή) σημαίνει ότι ... Πβ. ουσιαστικά., παρά λίγο/παρ' ολίγο(ν)/παρά τρίχα: παραλίγο. ΣΥΝ. σχεδόν, ποιος λίγο, ποιος πολύ & άλλος λίγο/λιγότερο, άλλος πολύ/περισσότερο (προφ.): περίπου όλοι: Ήταν όλοι ανακατεμένοι, ~ ~, σ’ αυτή την υπόθεση., κάτι λίγο βλ. κάτι ● βλ. λίγος [< μεσν. λίγο]

μονή

μονή μο-νή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Μ) (λόγ.): μοναστήρι: Ιερά ~ ... ● ΦΡ.: εις τας αιωνίους μονάς/στις αιώνιες μονές (αρχαιοπρ.-μτφ.): στην αιώνια, μετά θάνατον ζωή: Απεδήμησε/απήλθε/μετέβη/μετέστη/μετοίκησε/ταξίδεψε ~ ~ (= απεβίωσε). [< μτγν. μονή]

νήμα

νήμα [νῆμα] νή-μα ουσ. (ουδ.) {νήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κλωστή: ακρυλικό/βαμβακερό/μάλλινο ~. ~ από μετάξι. ~ πλεξίματος. Υφαντικά ~ατα. Βλ. στημόνι, υφάδι.|| (μτφ.) Τους δένει/ενώνει/συνδέει ένα αόρατο ~. ΣΥΝ. μίτος (2) 2. (κατ' επέκτ.) δέσμη ινών από ποικίλα υλικά: ελαστικό/μακρύ/χοντρό ~. ~ κοπής. Το (διάφανο/συνθετικό) ~ της πετονιάς. Το (μεταλλικό) ~ του λαμπτήρα (πυρακτώσεως). ~ατα μεγάλης αντοχής. Βλ. ανθρακόνημα. 3. {συνήθ. στον εν.} (μτφ.) ειρμός, ακολουθία, αλληλουχία: το ~ της ομιλίας/της σκέψης (κάποιου). Ξεδιπλώνω το ~ της αφήγησης/των γεγονότων/της μνήμης. (Ξανα)πιάνει το ~ από την αρχή/από εκεί που το άφησε. Πβ. σύνδεση, συνέχεια.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~ μηνυμάτων. Πβ. θρεντ. Βλ. ουρά. 4. ΒΟΤ. το άγονο τμήμα του στήμονα: ~ και ανθήρας. ● Υποκ.: νηματάκι (το): Πβ. νημάτιο. ● ΣΥΜΠΛ.: νήμα της στάθμης: όργανο για τον έλεγχο της καθετότητας μιας επιφάνειας, το οποίο αποτελείται από κλωστή με βαρίδι δεμένο στην άκρη της. Βλ. αλφάδι. [< γαλλ. fil à plomb] , οδοντικό νήμα: δέσμη λεπτών νάιλον ινών για την απομάκρυνση των τροφών και της οδοντικής πλάκας ανάμεσα στα δόντια. [< αγγλ. dental floss, 1910] ● ΦΡ.: (κόβω) το νήμα (του τερματισμού): ΑΘΛ. (σε αγώνα δρόμου) (περνώ την) ταινία ή τη γραμμή που δηλώνει το τέλος αγωνιστικής διαδρομής· τερματίζω πρώτος και κατ' επέκτ. αναδεικνύομαι νικητής: Κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, κόβοντας ~.|| (μτφ.) Κανείς δεν ξέρει ποιος θα κόψει πρώτος το ~ (του διαγωνισμού).|| Φτάνουμε στο ~ ~ (= στο τέλος) της εκλογικής μάχης., έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου): τον σκότωσε ή σκοτώθηκε, πέθανε: Έκοψε ο ίδιος ~ ~ του (= αυτοκτόνησε). Κόπηκε αναπάντεχα/πρόωρα το ~ ~ του., η άκρη του νήματος (μτφ.): η αιτία, εξήγηση, λύση: Η Αστυνομία αναζητά την ~ ~ στην υπόθεση (πβ. ο μίτος της Αριάδνης). Νέα στοιχεία οδηγούν στην ~ ~., η αρχή του νήματος (μτφ.): αφετηρία μιας σειράς εξελίξεων, συνήθ. για την εξιχνίαση υπόθεσης: Τυχαίο συμβάν που υπήρξε ~ ~ για τη διαλεύκανση του εγκλήματος., κινεί τα νήματα/τα γρανάζια & κρατά τα νήματα (μτφ.): ελέγχει, κατευθύνει μια κατάσταση: ~ ~ της δράσης/εξουσίας (από το παρασκήνιο). [< αγγλ. pull the strings/wires] , στο νήμα (μτφ.): την τελευταία (και κρίσιμη) στιγμή: ήττα/νίκη ~ ~. ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο τσακ/στο τσαφ, ξετυλίγω το κουβάρι/το νήμα βλ. ξετυλίγω [< αρχ. νῆμα, γαλλ. fil, αγγλ. thread]

-παιδο

-παιδο (προφ.): β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρονται σε ιδιότητα παιδιού ή νεαρού ενηλίκου, κυρ. άνδρα: διαβολό~/τρελό~.|| (μειωτ.) Aλητό~/βουτυρό~ (= βουτυρομπεμπές)/βρομό~/(υβριστ.) κωλό~/παλιό~. Bλ. -γύναικο, -θήλυκο.|| Εργατό~/πλουσιό~/φτωχό~/χωριατό~. Λεβεντό~/νοικοκυρό~/ομορφό~.

πόλη

πόλη πό-λη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} & (λόγ.) πόλις 1. οικιστική μονάδα με μεγάλο πληθυσμό (δηλ. πάνω από δέκα χιλιάδες κατοίκους στην Ελλάδα), η οποία περιλαμβάνει αστικό χώρο, κτίρια, δρόμους, δίκτυα επικοινωνίας και μεταφορών και στην οποία παρατηρείται συγκέντρωση δραστηριοτήτων: ανθρώπινη/αρχαία/βιομηχανική/βιώσιμη/γραφική/εμπορική/επαρχιακή/έρημη/ζωντανή/ιστορική/καθαρή/κοσμοπολίτικη/μεσαιωνική/παραθαλάσσια/πολυπολιτισμική (βλ. χοάνη)/πράσινη/πυκνοκατοικημένη (βλ. αστικοποίηση, αστυφιλία)/υδροκέφαλη (βλ. αποκέντρωση)/υπόγεια/φιλόξενη ~. Η ~ των Αθηνών/της Θεσσαλονίκης. ~ του μέλλοντος. ~-κόσμημα. Ολυμπιακή ~ (: που φιλοξενεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες). Το αεροδρόμιο/τα αξιοθέατα/ο δήμαρχος/οι επισκέπτες/ο πολιούχος/τα μνημεία/τα μουσεία/οι πλατείες/τα προάστια/οι συνοικίες μιας ~ης. Χάρτης της ~ης. Στην άκρη/στην καρδιά/στις παρυφές/στα περίχωρα της ~ης. Ίδρυση/καταστροφή μιας ~ης. Η μετακίνηση στην ~ (βλ. κυκλοφοριακό, συγκοινωνίες). Αδελφοποιημένες ~εις. ~εις και χωριά (βλ. επαρχία, περιφέρεια). Βλ. δήμος, κωμόπολη, μεγαλούπολη, μητρόπολη, πολίχνη, πρωτεύουσα.|| (περιοχή μέσα σε ~:) Άνω/Παλαιά/Πάνω Πόλη. ΣΥΝ. άστυ 2. (συνεκδ.) οι κάτοικοί της, το κέντρο της ή η ζωή σε αυτή: Η ~ γιορτάζει/ήταν ανάστατη/κοιμάται. Ξεσηκώθηκε όλη η ~.|| Κατεβαίνω στην ~ για δουλειές.|| Το άγχος/οι ανέσεις/ο θόρυβος/η κίνηση της ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: η αγία πόλη (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Π): η Ιερουσαλήμ., η αιώνια πόλη (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Π): η Ρώμη. [< γαλλ. la Ville éternelle ] , η πόλη του φωτός (κ. με κεφαλ. Π, Φ): το Παρίσι. [< γαλλ. la Ville lumière] , ιερή πόλη: που αποτελεί σημαντικό τόπο προσκυνήματος. || Η ~ ~ του Μεσολογγίου., παγκόσμια πόλη: αυτή που θεωρείται σημαντικός κόμβος στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. [< αγγλ. global city, 1991] , πόλη-κράτος & (λόγ.) πόλις-κράτος: ΑΡΧ. μορφή πολιτικής οργάνωσης στην αρχαία Ελλάδα· ειδικότ. κρατική οντότητα αποτελούμενη από το αστικό κέντρο (άστυ) και την αγροτική περιοχή (χώρα) που βρισκόταν γύρω από αυτό., ψηφιακή πόλη & ηλεκτρονική πόλη: στην οποία κυριαρχεί η ψηφιακή τεχνολογία στην εξυπηρέτηση των πολιτών. Βλ. τηλεματική., ανοχύρωτη πόλη βλ. ανοχύρωτος, η βασιλίδα των πόλεων βλ. βασιλίδα, κράτος/πόλη δορυφόρος βλ. δορυφόρος, σχέδιο πόλεως/πολεοδομικό σχέδιο βλ. σχέδιο ● ΦΡ.: κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, το χρυσό κλειδί της πόλης βλ. κλειδί [< αρχ. πόλις, γερμ. Polis, αγγλ. polis]

πρόβλημα

πρόβλημα πρό-βλη-μα ουσ. (ουδ.) {προβλήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. πολύπλοκη ή επικίνδυνη κατάσταση που απαιτεί λύση· δυσκολία, δυσλειτουργία που πρέπει να αντιμετωπιστεί: γλωσσικό/δημοσιονομικό/εθνικό/κοινωνικό/κυκλοφοριακό/οικολογικό/οικονομικό/ορμονικό/πολιτιστικό/πρακτικό/σωματικό/τεχνητό (βλ. ψευδο~)/τεχνικό/υπαρκτό ~. Πολιτικό ~ (πβ. πονοκέφαλος). ~ ασφάλειας/στάθμευσης/σύνδεσης με το διαδίκτυο/τραυματισμού/υγείας/ύδρευσης. Η καρδιά του ~ατος. Το ~ του αλκοολισμού/της ανεργίας/του ασφαλιστικού/της μόλυνσης του περιβάλλοντος/των ναρκωτικών/του πληθωρισμού/του ρατσισμού/της στέγασης (πβ. ζήτημα, θέμα). Αίτια/ανάλυση/αντιμετώπιση/διάγνωση/διευθέτηση/έκβαση/εξέλιξη/το κλειδί/πτυχές του ~ατος. Με απασχολεί/επισημαίνω/θέτω/θίγω/ξεπερνώ/συζητώ ένα ~. Δημιουργώ/προκαλώ ~ατα σε κάποιον. Αναδύθηκε/εμφανίστηκε/προέκυψε (ένα) ~. Αποκαταστάθηκε/οξύνθηκε/παρέμεινε/περιορίστηκε το ~. Έχει ~ επικοινωνίας/συνεννόησης (βλ. δυσχέρεια). (Δεν) έχω/υπάρχει (κανένα) ~ με κάποιον/κάτι. Έχω επαγγελματικά/οικογενειακά/προσωπικά/σεξουαλικά ~ατα. Δεν βλέπω/καταλαβαίνω πού βρίσκεται/είναι το ~. Το ~ είναι ότι/πως τα περιθώρια στενεύουν. Παρουσιάστηκαν ~ατα στη λειτουργία του υπολογιστή. Βλ. μικρο~. 2. ερώτημα (συνήθ. με δεδομένα και ζητούμενα) που επιδιώκεται να απαντηθεί επιστημονικά ή ειδικότ. με μαθηματική μέθοδο: ηθικό/θεολογικό/μαθηματικό (πβ. άσκηση)/οντολογικό/φιλολογικό/φιλοσοφικό ~. Το ~ του διπλασιασμού του κύβου/της σκοτεινής ύλης/του τετραγωνισμού του κύκλου. Το ~ της προέλευσης της ζωής. ~ατα άλγεβρας/αριθμητικής/γεωμετρίας/φυσικής/χημείας. Η επιγραφή δημιουργεί/θέτει ένα ιστορικό ~. Το μεταφυσικό ~ και η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου. Διατυπώνεται/εγείρεται/τίθεται ένα θεωρητικό ~. Μέθοδοι επίλυσης ~άτων. Το ~ επιδέχεται/έχει δύο/τρεις λύσεις. Ο καθηγητής έβαλε/έθεσε στους μαθητές ένα πολύ δύσκολο ~. ● Υποκ.: προβληματάκι (το): συνήθ. στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιο πρόβλημα (συνήθ. ειρων.): χρόνιο, μόνιμο, άλυτο ή δυσεπίλυτο ζήτημα: το ~ ~ της λειψυδρίας/της μοναξιάς., ψυχολογικό πρόβλημα: έλλειψη ψυχικής ισορροπίας. Βλ. κατάθλιψη., δήλιο(ν) πρόβλημα βλ. δήλιος, δημογραφικό (πρόβλημα/ζήτημα) βλ. δημογραφικός, διαχείριση προβλημάτων βλ. διαχείριση, μαθησιακές δυσκολίες βλ. μαθησιακός ● ΦΡ.: αποτελεί/είναι πρόβλημα: (συνήθ. για κατάσταση που) προκαλεί δυσκολίες: Το άγχος ~ ~, όταν δεν μπορεί να ελεγχθεί. Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ~ ~ για την υγεία. Η συμπεριφορά του ~ ~., έχεις πρόβλημα; (προφ.): (ως έκφρ. ενόχλησης) υπάρχει κάτι που σε ενοχλεί;: -Μη μου φέρνεις εμένα αντιρρήσεις! -Γιατί, ~ ~; Κι εσύ τι πρόβλημα έχεις (= τι σε νοιάζει);, έχω πρόβλημα να ...: δυσκολεύομαι, δεν επιθυμώ: ~ ~ τον συναντήσω. Δεν ~ ~ αναλάβω τις ευθύνες μου., κανένα πρόβλημα! (προφ.): ως καθησυχαστική έκφραση σε καταστάσεις που εμφανίζουν δυσκολία ή δυσλειτουργία: Χάλασε; ~ ~! Θα το επισκευάσω αμέσως.|| -Να βρεθούμε καλύτερα το βράδυ; -~ ~ (= ασφαλώς, βεβαίως)! [< αγγλ. no problem] , λύνω το πρόβλημα της ζωής μου: δεν έχω πια οικονομική δυσχέρεια., με προβλήματα/πρόβλημα: για πρόσ. ή κατάσταση που έχει ή δημιουργεί δυσκολίες: Άτομα ~ ~ ακοής/κίνησης/ομιλίας/όρασης/στειρότητας. Εκπαίδευση παιδιών ~ ~ συμπεριφοράς. Έφηβοι ~ ~ ψυχικής υγείας. ~ ~ατα ξεκίνησε η νέα σχολική χρονιά., πρόβλημά μου! (προφ.): (ως έκφρ. ενόχλησης) μην ανακατεύεσαι: -Πώς θα τα καταφέρεις; -~ ~., πρόβλημά σου/του! (προφ.): το ζήτημα αυτό δεν με αφορά: -Δεν ανέχομαι τη συμπεριφορά σου. -~ σου!, χωρίς προβλήματα/πρόβλημα: ομαλά, εύκολα: ~ ~ ολοκληρώθηκε η προετοιμασία της ομάδας. Δουλεύει ~ ~., είναι δικό μου ζήτημα/θέμα/πρόβλημα βλ. ζήτημα [< 1: γαλλ. problème, αγγλ. problem 2: αρχ. πρόβλημα]

πυρ

πυρ [πῦρ] ουσ. (ουδ.) {πυρ-ός | -ά, -ών} (λόγ.): φωτιά: ασφαλιστήριο/ασφάλιστρα/συμβόλαιο ~ός.|| Ο οικισμός παραδόθηκε στο ~ (= κάηκε).|| (ΓΕΩΓΡ.) Η Γη του Πυρός. (ΘΕΟΛ.) Το ~ της κολάσεως. (ΦΙΛΟΣ., κατά τον Ηράκλειτο) Το ~ ως ύψιστη αρχή των πάντων. (ΑΡΧ.) Στον βωμό έκαιγε το ιερό ~.πυρά (τα) 1. βολές, πυροβολισμοί: αντιαεροπορικά ~. ~ όλμων/πολυβόλων. Ανταλλαγή/ρίψη/χρήση ~ών. Ασκήσεις με εικονικά/πραγματικά ~. Δέχτηκαν εχθρικά/ομαδικά/πυκνά ~. Έριξαν προειδοποιητικά ~. Σκοτώθηκε από τα ~ ληστή. 2. (μτφ.) κατηγορίες, λεκτική επίθεση: προεκλογικά/συντονισμένα ~. ~ συνδικαλιστών κατά του νομοσχεδίου. Έστρεψε τα ~ του εναντίον των αντιπάλων του. Ανταπέδωσε τα/απάντησε στα ~ (που δέχτηκε). Πβ. μύδροι. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιο πυρ: ΘΕΟΛ. η Κόλαση ή η αιώνια τιμωρία των αμαρτωλών., άσβεστο πυρ: ΑΡΧ. φωτιά που διατηρείται συνεχώς αναμμένη για θρησκευτικούς λόγους: η ιερή εστία με το ~ ~., γραμμή (του) πυρός: πρώτη γραμμή: Πολέμησε/στάλθηκε στη ~ ~.|| (μτφ.) Ανήκει στη ~ ~ της ομάδας (= στην επίθεση). Βρίσκεται στη ~ ~ της εταιρείας. ΣΥΝ. γραμμή του μετώπου, δύναμη πυρός 1. ΣΤΡΑΤ. συνολική ικανότητα εκτόξευσης πυρών εναντίον του εχθρού. 2. (μτφ.) ισχυρό όπλο, ατού: η ~ ~ για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Πβ. βαρύ πυροβολικό., ζώνη του πυρός & ζώνη πυρός: (κυριολ. κ. μτφ.) πεδίο βολής ή γενικότ. πεδίο μάχης: Βρέθηκε στη ~ ~. [< αγγλ. fire-zone, 1916, πβ. free-fire zone, 1965] , υγρό πυρ & (σπάν.) ελληνικό πυρ: ΙΣΤ. εύφλεκτο μείγμα μυστικής σύνθεσης (πιθανόν συνδυασμός κυρ. θείου, νίτρου, νάφθας και ρητίνης) που αναφλεγόταν αυτόματα μόλις ερχόταν σε επαφή με το νερό και χρησιμοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς ως ναυτικό όπλο., άσφαιρα (πυρά) βλ. άσφαιρος, ασφάλεια πυρός βλ. ασφάλεια, διασταυρούμενα πυρά βλ. διασταυρούμενος, καταιγιστικά πυρά βλ. καταιγιστικός, κατάπαυση (του) πυρός βλ. κατάπαυση, πυρ/πυρά ομαδόν βλ. ομαδόν, φίλια πυρά βλ. φίλιος ● ΦΡ.: ανοίγω πυρ & αρχίζω πυρ: αρχίζω να πυροβολώ εναντίον κάποιου: Άνοιξαν ~ κατά των εχθρών.|| (μτφ.) Άνοιξε ~ εναντίον των συκοφαντών (= εξαπέλυσε μομφές). [< γαλλ. ouvrir le feu] , διά πυρός και σιδήρου (λόγ.) 1. (μτφ.) μέσα από πολλές δοκιμασίες, βάσανα, ταλαιπωρίες: Περάσαμε ~ ~, ώσπου να τα καταφέρουμε. 2. με φωτιές και σφαγές· (κυρ. κατ' επέκτ.) με την άσκηση πίεσης ή βίας, με εξαναγκασμό: Επέβαλε τη βούλησή του ~ ~. [< γερμ. mit Feuer und Schwert] , εν μέσω (δύο) πυρών (λόγ.) & μεταξύ (δύο) πυρών & ανάμεσα σε δύο πυρά: για κάποιον/κάτι που δέχεται ταυτόχρονα επίθεση ή μτφ. έντονες αντιδράσεις από δύο αντίπαλες πλευρές: Βρίσκονται ~ ~. [< γαλλ. entre deux feux ] , παύσατε πυρ! 1. ΣΤΡΑΤ. παράγγελμα να σταματήσουν οι βολές. 2. (μτφ.) προτροπή για διακοπή διένεξης ή διαμάχης. Βλ. ανακωχή, εκεχειρία, κατάπαυση (του) πυρός. [< γαλλ. c essez le feu ] , πυρ και μανία (μτφ.): για να δηλωθεί έντονος θυμός, μεγάλη οργή: Είναι ~ ~ (= έξαλλος, έξω φρενών) κατά της διαιτησίας/με την επιπολαιότητά τους/με τους υπαλλήλους του. Έγινε (= εξοργίστηκε)/τον έκαναν ~ ~ (= τον εξόργισαν). Πβ. μπουρλότο., πυρ κατά βούληση & (λόγ.) κατά βούλησιν 1. ελευθερία στη ρίψη βολών. 2. (μτφ.) ανεμπόδιστη εκτόξευση κατηγοριών: ~ ~ εναντίον ... [< γαλλ. feu à volonté] , πυρ!: ΣΤΡΑΤ. ως παράγγελμα για την έναρξη πυροβολισμών. [< γαλλ. feu!] , στο πυρ το εξώτερο(ν) & (σπάν.-λόγ.) εις το πυρ το εξώτερον 1. (μτφ.) ως αναθεματισμός, αποκήρυξη, καταδίκη, κατάκριση: Τον έριξαν/έστειλαν ~ ~. 2. ΘΕΟΛ. & εις το πυρ το αιώνιον: στην Κόλαση., (λαμβάνω/παίρνω) το βάπτισμα του πυρός βλ. βάπτισμα, γαία πυρί μ(ε)ιχθήτω βλ. γαία, διασταύρωσαν τα ξίφη τους βλ. διασταυρώνω, παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς βλ. παρανάλωμα, πυρ, γυνή και θάλασσα βλ. γυνή, σε ανταλλαγή πυροβολισμών/πυρών βλ. ανταλλαγή, στη/εις την γέεννα του πυρός/της φωτιάς βλ. γέεννα [< αρχ. πῦρ, γαλλ. feu, αγγλ. fire]

ρέμπελος

ρέμπελος, η, ο ρέ-μπε-λος επίθ.: (λαϊκό) που ρεμπελεύει, αργόσχολος: ~η: ζωή (= τεμπέλικη). Πβ. ανεπρόκοπος, ρεμπεσκές, τεμπέλης. [< μεσν. ρέμπελος < βεν. rebelo]

σκοτάδι

σκοτάδι σκο-τά-δι ουσ. (ουδ.) 1. απουσία φωτός που εμποδίζει την όραση, καθιστώντας αθέατα ή δυσδιάκριτα, πρόσωπα και πράγματα: αδιαπέραστο/απέραντο/βαθύ/πηχτό/πυκνό ~. Απλώθηκε/έπεσε ~. Η πόλη βυθιζόταν στο ~. Δεν φοβάται το ~. (επιτατ.) Πίσσα ~. Έξω ήταν ακόμη ~ (= νύχτα, σκοτεινιά). Πβ. σκότος. Βλ. τρισκόταδο. 2. (μτφ.) άγνοια, αμάθεια ή αβεβαιότητα· κατ' επέκτ. ζοφερή κατάσταση ή αρνητική διάθεση: πνευματικό (πβ. σκοτασμός)/πολιτικό ~. Το ~ της πλάνης/των προκαταλήψεων. Βρίσκονται/είναι/ζουν/(παρα)μένουν στο ~. Μη μας κρατάτε στο ~. Το παρελθόν της καλύπτεται από ~ (πβ. ασάφεια, μυστήριο).|| Αχτίδα φωτός στο ~ της απαισιοδοξίας. Διέλυσε το ~ του φόβου. ΣΥΝ. μαυρίλα. Πβ. έρεβος, ζόφος. ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιο σκοτάδι & (λόγ.) αιώνιο σκότος (μτφ.-λογοτ.): θάνατος: Τους βρήκε το ~ ~. Βλ. αιώνιος ύπνος., μαύρα σκοτάδια 1. (επιτατ.) απόλυτο σκοτάδι: Βρήκε την έξοδο μέσα στα ~ ~. 2. (μτφ.) πλήρης άγνοια ή απελιπισία: Έχει ~ ~ από ... (= μαύρα μεσάνυχτα). Τους κρατούν σε ~ ~. ● ΦΡ.: βγάζω από τα σκοτάδια (μτφ.): διαφωτίζω: Η γνώση είναι το φως που ~ει ~ της αμάθειας., τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι & (σπάν.) χώμα (μτφ.) 1. πέθανε ή δολοφονήθηκε. 2. (για κάποιον ή κάτι) χάθηκε, εξαφανίστηκε ή καταστράφηκε: ~ ~ και η ανυποληψία (: έπεσε στην αφάνεια). Την υπόθεση την ~ ~ (: δεν βγήκε ποτέ στο φως). ΣΥΝ. τον/το τρώει η μαρμάγκα, αφήνω στο σκοτάδι βλ. αφήνω [< μτγν. σκοτάδι(ν) < αρχ. σκότος]

ταξίδι

ταξίδι τα-ξί-δι ουσ. (ουδ.) {ταξιδ-ιού (λόγ.) -ίου}: μετάβαση σε μακρινό συνήθ. τόπο με χρήση μέσου μεταφοράς και παραμονή εκεί για ορισμένο διάστημα: αεροπορικό/θαλάσσιο/οδικό/σιδηροδρομικό ~. Γαμήλιο/εκπαιδευτικό/επαγγελματικό/ομαδικό (: με γκρουπ)/οργανωμένο/υπηρεσιακό ~. Άνετο/αξέχαστο/κοντινό/κουραστικό/μακρύ/ονειρεμένο ~. ~ αναψυχής (πβ. τριπ)/γνωριμίας (με έναν τόπο)/μελέτης. ~ στο εξωτερικό/στα νησιά (βλ. τουρισμός). ~ με αυτοκίνητο/μετ' επιστροφής. ~-αστραπή (= σύντομο). Το ~ του γυρισμού. Διάρκεια/πρόγραμμα ~ιού. Έξοδα ~ιού και διαμονής. Είδη/σετ/τσάντα ~ίου. Ετοιμασίες για το ~. Γραφείο/πρακτορείο ~ίων. Αναμνηστικά από ~ια (βλ. σουβενίρ). Έφυγε για ~. Έχει πάει/λείπει σε ~. Επέστρεψε από ~. Κάνει πολλά ~ια (= ταξιδεύει πολύ).|| (ευχετ.) Καλό ~!|| ~ στο Διάστημα (πβ. αποστολή).|| Το παρθενικό ~ του πλοίου.|| (μτφ.) Εικονικό/μουσικό/φανταστικό ~. ~ στις γεύσεις/στο όνειρο/στο παρελθόν/στον χρόνο (βλ. βουτιά). ~ια του μυαλού. Το ~ του Ήλιου. Πβ. περιπλάνηση. ● Υποκ.: ταξιδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: το αιώνιο/μεγάλο/τελευταίο/στερνό/αγύριστο ταξίδι (μτφ.-λογοτ.): ο θάνατος: Έφυγε/ξεκίνησε για ~ ~ (πβ. η γειτονιά των αγγέλων)., ταξίδια κινήτρων βλ. κίνητρο, ταξιδιωτικό/τουριστικό πρακτορείο βλ. πρακτορείο, το ταξίδι του μέλιτος βλ. μέλι ● ΦΡ.: ταξίδι χωρίς επιστροφή/γυρισμό (μτφ.): επιλογή που οδηγεί σε αδιέξοδο, προσπάθεια με μικρές πιθανότητες επιτυχίας· ειδικότ. ο θάνατος: Τα ναρκωτικά είναι ένα (εφιαλτικό) ~ ~., ταξίδι ψυχής βλ. ψυχή [< μεσν. ταξίδι < μτγν. ταξείδιον ‘εκστρατεία στο εξωτερικό’, ταξίδιον ‘ταξίδι στο εξωτερικό’]

ταύρος

ταύρος [ταῦρος] ταύ-ρος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. αρσενικό βόδι που προορίζεται για αναπαραγωγή: εκτροφή ~ων. Βλ. αγελάδα.|| (ΑΡΧ.-ΛΑΟΓΡ.) Θυσία ~ου (= ταυροθυσία). 2. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) αστερισμός του Βόρειου Ημισφαιρίου· το δεύτερο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (21 Απριλίου-20 Μαΐου) μεταξύ Κριού και Διδύμων· {κ. θηλ. προφ. ταυρίνα} (συνεκδ.) ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο. Βλ. Πλειάδες. 3. (μτφ.) δυνατός ή εξοργισμένος άνδρας: Δεν τον φοβάμαι στη δουλειά, είναι ~ (πβ. σκύλος).|| Όρμηξε (καταπάνω του) σαν ~ σε κόκκινο πανί. Κατέφτασε σαν αφηνιασμένος ~. Βλ. τίγρη. ● Υποκ.: ταυράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μαινόμενος ταύρος (λόγ.): έξαλλoς, εξαγριωμένος άνθρωπος: Όταν νευριάσει γίνεται ~ ~. Όρμησε σαν ~ ~ στον αγωνιστικό χώρο. ● ΦΡ.: πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα: αντιμετωπίζω με ταχύτητα και αποφασιστικότητα μια δύσκολη κατάσταση., σαν ταύρος σε υαλοπωλείο & (λόγ.) ως ταύρος εν υαλοπωλείω: για άτομο που αντιδρά ανεξέλεγκτα και παρορμητικά, προξενώντας καταστροφές σε έναν χώρο: Μπήκε/μπούκαρε μέσα ~ ~. Χίμηξε ~ ~ και τα διέλυσε όλα. [< αρχ. ταῦρος]

τότε

τότε τό-τε επίρρ. & (λαϊκό) τότες & ετότε 1. σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο του παρελθόντος ή του μέλλοντος: ~ τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Θυμάσαι ~ που ... Ήταν ~ που είχε πρωτοέρθει στην Αθήνα. ~ ήμουν είκοσι χρονών. Δεν υπήρχαν τόσες ανέσεις ~. Δεν έχω τις ίδιες απόψεις που είχα ~. Όπως ~, έτσι και τώρα ...|| Θα περάσουν τα χρόνια και ~ θα καταλάβουν. 2. (εμφατ.) εκείνη τη στιγμή: Και ~ άρχισε να βρέχει. ~ πήρε το θάρρος και μίλησε. Σηκώνεται ~ κι αυτός και βγαίνει έξω. Νευριάζει με το παραμικρό και ~ είναι δύσκολο να τον συγκρατήσεις. Μου το είπε δεύτερη φορά και πάλι ~ δεν έδωσα σημασία. 3. σε αυτή την περίπτωση: Αλλά ~ γεννιέται το ερώτημα ... Πες πως έρχεται ξαφνικά, τι κάνουμε ~; Αν δεν έχει αυτός την ευθύνη, ~ ποιος την έχει; Δεν σου αρέσει; Ε, ~ λοιπόν, άλλαξέ το. Αν είχαν παίξει καλά, ~ θα είχαμε κερδίσει.|| (ειρων.) Αν αυτός είναι επιστήμονας, ~ εγώ είμαι αστροναύτης (: όσο αυτός είναι ..., άλλο τόσο είμαι και εγώ ...). 4. (ως επίθ., + άρθ.) για κάποιον ή κάτι που εντάσσεται στην χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται ο ομιλητής: ο ~ αρμόδιος/διευθυντής/επικεφαλής/πρέσβης/πρόεδρος. Η ~ διοίκηση/ηγεσία/κατάσταση/κυβέρνηση. Οι ~ συνεργάτες. Οι ~ (= τοτινές) συνθήκες. Τα ~ δεδομένα/στελέχη. ● Ουσ.: τότε (το): οι συνθήκες που ίσχυαν παλαιότερα, το παρελθόν: Συγκρίνοντας το ~ και το σήμερα. Οι δύο γενιές συναντώνται και μιλούν για το ~ και το τώρα. ● ΦΡ.: από τότε: από εκείνη τη χρονική στιγμή ή περίοδο: ~ ~ μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. ~ ~ που μετακόμισε, έχουμε χαθεί (πβ. αφότου). Πέρασαν είκοσι χρόνια ~ ~ που τον είδα τελευταία φορά., ε/εμ τότε (προφ.): για δήλωση συμπεράσματος: ~ ~ δεν διαφωνούμε! ~ ~ φταίνε αυτοί. Πβ. λοιπόν, μα., ως/μέχρι τότε: μέχρι ένα χρονικό σημείο: ~ ~ έχουμε πολλά ακόμα να μάθουμε. Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση που είχε γίνει ~ ~.|| (ως επίθ.) Οι ~ ~ σύμμαχοι. [< αρχ. τότε]

τούνελ

τούνελ [τοῦνελ] τού-νελ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: τεχνητό πέρασμα, σήραγγα: κρυφό/υπόγειο/υποθαλάσσιο ~. ~ διαφυγής. Διάνοιξη ~. Το τρένο πέρασε μέσα από το ~. Πβ. γαλαρία, στοά. Βλ. ευρω~.|| Φούρνος ~. ● ΦΡ.: βγαίνω από το τούνελ (μτφ.): βρίσκω διέξοδο ή λύση σε δυσκολίες ή προβλήματα., φως στο τούνελ & φως στην άκρη/στο βάθος του τούνελ (μτφ.): πιθανότητα εξεύρεσης λύσης: Δεν βλέπω ~ ~. Αρχίζει να διαφαίνεται ~ ~ της οικονομικής κρίσης. [< αγγλ. tunnel]

τρίγωνο

τρίγωνο τρί-γω-νο ουσ. (ουδ.) {τριγών-ου} 1. ΓΕΩΜ. γεωμετρικό σχήμα με τρεις πλευρές, τρεις κορυφές και τρεις γωνίες: ισόπλευρο/ισοσκελές ~. Τυχαίο ~ (= σκαληνό). Bάση/διάμεσος/εμβαδόν/ύψος ~ου.|| Σφαιρικό ~ (: που σχηματίζεται από τρία τόξα στην επιφάνεια σφαίρας). 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει τριγωνικό σχήμα: Κόψτε κάθε τετράγωνο κομμάτι σε δύο ~α. Διπλώνετε τις κρέπες σε ~α.|| (ΓΕΩΜ., γνώμονας) Σχεδιάστε με το ~ δύο γωνίες.|| (ΙΑΤΡ.) Μηριαίο ~.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Βόρειο/νότιο ~ (: μικροί αστερισμοί στο αντίστοιχο ημισφαίριο). ~ θέσεως (: στην ουράνια σφαίρα).|| Το εμπορικό/ιστορικό ~ της Αθήνας. 3. ΖΑΧΑΡ. σιροπιαστό γλυκό με φύλλο κρούστας και γέμιση κρέμας σε τριγωνικό σχήμα: ~α Πανοράματος (Θεσσαλονίκης). 4. ΜΟΥΣ. απλό μεταλλικό μουσικό όργανο που έχει σχήμα τριγώνου, κρούεται στην εσωτερική του πλευρά με μικρή μεταλλική βέργα και χρησιμοποιείται συνήθ. στα κάλαντα. 5. ξυλουργικό εργαλείο για τη μέτρηση δίεδρων γωνιών. ΣΥΝ. γωνία (3) ● Υποκ.: τριγωνάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ερωτικό τρίγωνο & αιώνιο/κλασικό τρίγωνο & τρίγωνο: κατάσταση κατά την οποία ένας από τους δύο συζύγους ή γενικότ. συντρόφους συνδέεται ερωτικά και με τρίτο πρόσωπο. Πβ. ιψενικό τρίγωνο, τρίο. [< αγγλ. (eternal) triangle, 1907] , προειδοποιητικό τρίγωνο & (προφ.) τρίγωνο: φωτεινό σήμα που τοποθετείται στο οδόστρωμα πίσω από όχημα το οποίο έχει σταματήσει λόγω βλάβης: Αντανακλαστικό Τρίγωνο Αυτοκινήτου. [< αγγλ. warning triangle, 1971] , αμβλυγώνιο τρίγωνο βλ. αμβλυγώνιος, ανακουφιστικό τόξο/τρίγωνο βλ. ανακουφιστικός, ιψενικό τρίγωνο βλ. ιψενικός, οξυγώνιο τρίγωνο βλ. οξυγώνιος, ορθογώνιο τρίγωνο βλ. ορθογώνιος, σκαληνό τρίγωνο βλ. σκαληνός [< 1, 2: αρχ. τρίγωνον, γαλλ.-αγγλ. triangle]

ύπνος

ύπνος [ὕπνος] ύ-πνος ουσ. (αρσ.) 1. περιοδική φυσιολογική κατάσταση των ανθρώπων και των ζώων κατά την οποία η συνείδηση υπολειτουργεί, οι μύες χαλαρώνουν, η κυκλοφορία του αίματος και η αναπνοή επιβραδύνονται και η ικανότητα αντίδρασης στα ερεθίσματα μειώνεται: ανεπαρκής/ανήσυχος/βαθύς/βαρύς/βραδινός/γλυκός/επαρκής/ήρεμος/μεσημεριανός (= σιέστα)/παρατεταμένος/πρωινός/σύντομος/τεχνητός (πβ. ύπνωση) ~. Απώλεια/προβλήματα/στέρηση ~ου. Δωμάτιο (= υπνοδωμάτιο)/εργαστήριο/μαξιλάρι/(κακή) στάση/στρώμα ~ου. Ρούχα (βλ. νυχτικό, πιτζάμα)/στάδια του ~ου. Ώρα για ~ο. Εν/σε ώρα ~ου. ~ με/χωρίς όνειρα. Παραμιλώ στον ~ο μου (πβ. υπνολαλία). Ο γιατρός μου συνέστησε ξεκούραση και ~ο. Χόρτασα ~ο. Πάμε/πέφτουμε για ~ο. Βρίσκεται σε κατάσταση ~ου. (προφ.) Έριξα έναν ~ο (: κοιμήθηκα πάρα πολύ ή/και πολύ καλά). Μόλις σηκώθηκα από τον ~ο (: μόλις ξύπνησα/σηκώθηκα από το κρεβάτι). (Για κάτι ευχάριστο ή επιθυμητό, αλλά μη αναμενόμενο:) Ούτε στον ~ο του δεν φανταζόταν ότι θα έβρισκε τόσο καλή δουλειά. 2. (μτφ.) αδράνεια ή νωθρότητα: Καιρός να ξυπνήσουμε/σηκωθούμε από τον ~ο μας (= να δραστηριοποιηθούμε). Πβ. λήθαργος. ● Υποκ.: υπνάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιος ύπνος (μτφ.): θάνατος: Ο μοναχός κοιμήθηκε τον ~ο ~ο. Πβ. αιώνια ανάπαυση. Βλ. αιώνιο σκοτάδι., ασθένεια/νόσος του ύπνου: ΙΑΤΡ. τροπική λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται με τσίμπημα από μύγα τσε τσε και μπορεί να είναι θανατηφόρα. Πβ. τρυπανοσωμίαση., ελαφρύς ύπνος βλ. ελαφρύς, παράδοξος ύπνος βλ. παράδοξος, υπνική άπνοια/άπνοια του ύπνου βλ. άπνοια1, χειμερία νάρκη βλ. χειμέριος ● ΦΡ.: είμαι από τον ύπνο: δεν έχω συνέλθει ακόμα από τον ύπνο: ~ ~ και δεν μπορώ να σκεφτώ τι μου λες., καλόν ύπνο(!): ευχή σε κάποιον που πάει για ύπνο. ΣΥΝ. όνειρα γλυκά!, κοιμάται τον ύπνο του δικαίου 1. (μτφ.) για άνθρωπο που χαρακτηρίζεται από αφέλεια, που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του και ειδικότ. τις ενέργειες εις βάρος του: Οι συνάδελφοί του συνωμοτούν για να τον διώξουν κι αυτός ~ ~. 2. κοιμάται βαθιά, ήρεμα: Αν και έχει τόση φασαρία, αυτός ~ ~ (= του καλού καιρού). [< γαλλ. dormir du sommeil du juste] , ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι ο ήλιος τα μοσχάρια (γνωμ.): για να τονιστεί η ευεργετική επίδραση του ύπνου κατά την παιδική ηλικία ή ειρων. για άνθρωπο που του αρέσει να κοιμάται πολύ., πιάνω (κάποιον) στον ύπνο (μτφ.): αιφνιδιάζω, βρίσκω κάποιον απροετοίμαστο: Ο ξαφνικός χιονιάς έπιασε τον κρατικό μηχανισμό ~. Οι παίκτες έπιασαν ~ την άμυνα των αντιπάλων και σκόραραν., στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; (προφ.-ειρων.): σε περίπτωση που κάτι το οποίο δεν ισχύει παρουσιάζεται ως πραγματικό ή όταν κάποια ενέργεια εκτελείται πολύ νωρίς το πρωί: Πώς και μου τηλεφωνείς πρωί πρωί, ~ με έβλεπες;, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) (ειρων.): για κάποιον που νυστάζει σε ασυνήθιστη ώρα ή ακατάλληλο μέρος ή που είναι νωθρός., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου βλ. βλέπω, δεν μου κολλάει ύπνος βλ. κολλώ, με παίρνει/πιάνει (ο) ύπνος βλ. παίρνω [< αρχ. ὕπνος]

υπόκοσμος

υπόκοσμος [ὑπόκοσμος] υ-πό-κο-σμος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -όσμου}: ο κόσμος των κακοποιών, του οργανωμένου εγκλήματος, συνήθ. στις μεγαλουπόλεις: ~ της νύχτας. Άνθρωποι/τύποι του ~όσμου (πβ. πεζοδρόμιο). Έχει σχέσεις/έχει μπλέξει με τον ~ο. Βλ. απόβρασμα, κατακάθι, -κοσμος. [< αγγλ. underworld, 1900, γερμ. Unterwelt]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.